Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Το μίσος για τη νεολαία



του Αλέξανδρου Ζαχιώτη

Οι μαθητικές και φοιτητικές κινητοποιήσεις του τελευταίου διαστήματος, πέραν του ότι αποτελούν ό,τι πιο ελπιδοφόρο έχει να επιδείξει η κινηματική συγκυρία της περιόδου, έχουν ακόμα μεγαλύτερη αξία στο βαθμό που επαναφέρουν στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης τα ζητήματα της νεολαίας, τα οποία σκόπιμα αποσιωπούνταν όλο το πρηγούμενο διάστημα.
Ωστόσο, αυτή η εκρηκτική εμφάνιση της νεολαίας στο πολιτικό προσκήνιο δεν έγινε χωρίς αντιδράσεις. Στο τεντωμένο χέρι του Φορτσάκη, στις δηλώσεις του Λοβέρδου για τα «θρασίμια», ακόμα και στην ανακοίνωση του διευθυντή του 4ου Γυμνασίου Δάφνης, αποτυπώνεται εύγλωττα ο θυμός της εξουσίας απέναντι στο νεανικό ξέσπασμα, το «μίσος για τη νεολαία», παραφράζοντας το Ρανσιέρ. Από τι πηγάζει, όμως, αυτό το μίσος και σε ποιές πολιτικές και ιδεολογικές βάσεις προσπαθεί να νομιμοποιηθεί;
Aς πούμε κατ' αρχάς ότι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, αναγνωρίζεται στις νέες και τους νέους το δίκιο της αγανάκτησής τους: κανείς δεν μπορεί να επιχειρηματολογήσει στα σοβαρά πως το εκπαιδευτικό σύστημα δεν έχει άπειρα κενά ή ότι η τεράστια ανεργία των νέων δεν είναι από τα πλέον δομικά κοινωνικά προβλήματα της εποχής μας. Αυτές οι διαπιστώσεις είναι το κοινό σημείο που μοιράζονται οι μαθητές, οι φοιτητές, οι καθηγητές, το Υπουργείο Παιδείας, τα κόμματα, οι διανοούμενοι, τα ΜΜΕ κ.ο.κ. Τα κοινά σημεία ωστόσο σταματούν εκεί. Δεν αναγνωρίζεται στους νέους το δικαίωμα στην αντίσταση, το λογικό απότοκο δηλαδή της αγανάκτησης. Όμως, πώς μπορείς να πεις ότι κάποιος έχει δίκιο να αγανακτεί αλλά όχι και να διεκδικεί το δίκιο του;
Στη βάση της φίμωσης των νέων ανθρώπων βρίσκεται η «εθνικοποίηση» του προβλήματος-νεολαία: η προσπάθεα να απαλειφθούν οι ταξικοί προσδιορισμοί των ακολουθούμενων πολιτικών και να νομιμοποιηθεί η απόλυτη εξουσία που έχει το κράτος –ως συμπύκνωση, υποτίθεται, της βούλησης του έθνους– να χαράσσει πολιτική για τη νεολαία. Στο βαθμό που η κρατική πολιτική για τις νέες και τους νέους εκπορεύεται από μια Αρχή –το εθνικό συμφέρον–, μια Αρχή που υπερβαίνει όλες και όλους μας και υπηρετείται απ’ το κράτος, τότε κανείς άλλος πέραν του κράτους δεν έχει δικαίωμα να επιληφθεί του θέματος. Η αγανάκτηση, ως μια συναισθηματική κατάσταση όσων βιώνουν προβλήματα στην καθημερινότητά τους, δικαιολογείται. Η αντίσταση, ως μια ορθολογική πράξη διεκδίκησης κάτι καλύτερου, όχι απλώς δεν δικαιολογείται, αλλά δεν έχει καν πεδίο ορισμού: είναι κυριολεκτικά α-νόητη για την εξουσία.
Πίσω λοιπόν απ’ το «μίσος για τη νεολαία» κρύβεται ο φόβος απέναντι στο «παράλογο»: ότι οι νέες και οι νέοι διεκδικούν να είναι κάτι που, εξ ορισμού, δεν μπορούν να είναι. Αφού έχουν έτσι μάλιστα τα πράγματα, δεν ξαφνιάζει καθόλου το γεγονός πως, τόσο το Υπουργείο Παιδείας, όσο και τα ΜΜΕ έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την ανακοίνωση στήριξης στις μαθητικές και φοιτητικές κινητοποιήσεις που εξέδωσε η Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ. Το ότι μια ανακοίνωση στήριξης παρουσιάστηκε ως ευθεία υποκίνηση(!), δεν ήταν μόνο μια προσπάθεια να πληγεί η αξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ στους «νοικοκυραίους». Ήταν επίσης μια προσπάθεια του Υπουργείου και των ΜΜΕ να απωθήσουν την πραγματικότητα. Να υιοθετήσουν, χάριν της δικής τους ηρεμίας και αυτοπεποίθησης, την εξήγηση ότι αυτό που φοβούνται δεν έγινε πράξη – ότι πίσω απ’ όλα κρύβεται ο παλιός, κλασικός εσωτερικός εχθρός, η Αριστερά, που αρέσκεται να προκαλεί αναταράξεις στην ομαλότητα.
Στον αντίποδα, στην περίπτωση δηλαδή των «ανεξάρτητων» φοιτητών, αυτοί πριμοδοτούνταν και πριμοδοτούνται από κυβέρνηση και ΜΜΕ, ακριβώς επειδή διεκδικούν την πλήρη εναρμόνιση των «παραφρόνων» συμφοιτητών τους με τη φυσική τους θέση μέσα στην κοινωνία. Όπως έγραφε ο Νικόλας Βαγδούτης με άλλη αφορμή, «οι ανεξάρτητοι φοιτητές, με το αίτημα “όχι άλλη πολιτική εντός των Πανεπιστημίων”, δεν κάνουν άλλο από το να εναρμονίζονται πλήρως, σε ιδεολογικό επίπεδο, τόσο με τη φιλοσοφία του νέου νόμου–πλαίσιο, όσο και με τη συνολική στάση της κυβέρνησης και των ΜΜΕ (κυρίως της Καθημερινής) απέναντι τελικά στην έννοια της δημοκρατίας και την αντίληψη περί της βέλτιστης διαδικασίας λήψης των αποφάσεων».
Μαζί, λοιπόν, με το μίσος για τη νεολαία πάει και το μίσος για τη δημοκρατία. Τη δημοκρατία, που για να ξαναθυμηθούμε τον Ρανσιέρ, συγκροτείται ακριβώς εκεί όπου παύει να ισχύει οποιαδήποτε μεταφυσική Αρχή οργάνωσης της κοινωνίας: τη δημοκρατία που κατανοεί την κοινωνία ως σύνολο και ενότητα των κοινωνικών ανταγωνισμών που την διατρέχουν εγκάρσια. Αυτό που σε τελική ανάλυση διεκδικούν οι μαθητές και οι φοιτητές, πέραν των επιμέρους αιτημάτων τους, είναι η θέση τους σε αυτό το σύνολο των κοινωνικών ανταγωνισμών. Κι αν για την εξουσία αυτό είναι θράσος και αμετροέπεια, για την Αριστερά είναι πράξη χειραφέτησης και δύναμη ανατροπής.

Πηγή: left.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου