Παρασκευή 26 Μαΐου 2017

Καλαβρία, τα νοτιόχωρα της Ιταλίας




Η Καλαβρία είναι το πιο απομονωμένο κομμάτι της Ιταλίας και σίγουρα θα ήταν ξεχασμένη αν δε λειτουργούσε ως πέρασμα προς τη Σικελία. Όμως η απομόνωση αυτή, έχει διατηρήσει την άγρια ομορφιά του τοπίου και μία άκρως εγκάρδια και ζεστή φιλοξενία από τους κατοίκους της προς όλους όσους την επισκέπτονται. Αρκετοί απ' αυτούς μόλις μάθαιναν τη καταγωγή μας, δήλωναν με μεγάλη κι αγνή περηφάνια τις ελληνικές τους ρίζες .
Αν και κατοικούταν τα παλιά χρόνια από μικρούς λαούς, οι πρώτοι άποικοι της περιοχής ήταν οι Έλληνες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν αρχικά στο Ρήγιο κι έπειτα στη Σύβαρις και στον Κρότωνα. Στη πορεία κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους, στο Μεσαίωνα πέρασε στα χέρια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, κάτι που έκανε αυτή τη γωνία της Ιταλίας να ξεχωρίζει μέχρι σήμερα παρ' ότι στη πορεία πέρασε στα χέρια των Νορμανδών κι από εκεί στα Βασίλεια των Δύο Σικελιών και της Νάπολης. Τον 17ο αι. μετοίκησαν στην περιοχή αρκετοί Έλληνες οι οποίοι ξέφυγαν από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Η παρουσία τους στη Καλαβρία σημαδεύτηκε και με την εμφάνιση της τοπικής μαφίας, η οποία είχε την ονομασία Ντραγκέτα. Η παρουσία όμως των Ελλήνων σ' αυτή τη γωνία της ιταλικής χερσονήσου γέννησε και την τοπική διάλεκτο, γνωστή ως Γραικάνικα ή Γκρίκο.
Σήμερα η Καλαβρία θεωρείται ως μία από τις φτωχότερες περιοχές της Ευρώπης και γι' αυτό αρκετά χωριά έχουν ερημώσει μιας κι εκεί σημειώθηκε μεγάλο ρεύμα μετανάστευσης προς τον ευρωπαϊκό βορρά, την Αμερική και την Αυστραλία. Μία πληγή για την τοπική κοινωνία που μέχρι τις μέρες μας είναι εμφανής.
Στην Καλαβρία μείναμε μόνο ένα βράδυ για να ξεκουραστούμε λίγο πριν διασχίσουμε με ferry-boat το στενό Ιταλίας-Σικελίας. Το Ρήγιο δεν μας έκανε καμία αίσθηση να το βολτάρουμε. Μία τσιμεντούπολη που φημίζεται μόνο για το παρελθόν της και τα εκθέματα του αρχαιολογικού μουσείου της. Ένα αρκετά ελληνικό χαρακτηριστικό.
Πριν περάσουμε όμως στη Σικελία, κάναμε μία μικρή στάση στην Σκύλλα της Μεσσήνης (00:05-00:24). Η πόλη βρίσκεται 20 χλμ βόρεια του στενού Ρήγιο-Μεσίνα. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, εκεί βρισκόταν το λημέρι της Σκύλλας και της Χάρυβδης. Στη κεντρική πλατεία που λειτουργεί κι ως κοινόχρηστη βεράντα με θέα προς τη θάλασσα, απολαύσαμε το πρωινό μας καφέ, θαυμάζοντας τα γαλάζια νερά της παραλίας και το βόρειο άκρο της Σικελίας, το οποίο μας καλούσε επίμονα να το επισκεφθούμε. Το μοναδικό αξιοθέατο της πόλης είναι το Φρούριο Ρούφφο το οποίο άνηκε στον Δούκα της Καλαβρία. Σημαντικό γεγονός της πόλης ήταν ο μεγάλος σεισμός του 1783 που άφησε πίσω του 50.000 νεκρούς. Σίγουρα τα καλοκαίρια γεμίζει από κόσμο, αλλά τη μέρα που πήγαμε ήταν απελπιστικά έρημο. Δε κάτσαμε περισσότερη ώρα εκεί καθώς μας περίμενε η αναχώρηση προς το μεγάλο νησί.
Στην Καλαβρία επιστρέψαμε μετά το γύρο της Σικελίας και την ανεβήκαμε από τις ανατολικές της ακτές. Βγαίνοντας από το καράβι, πήραμε τον περιφερειακό του Ρήγιο, ο οποίος μας οδήγησε προς το νότο. Απέναντί μας είχαμε γι' αρκετή ώρα την Αίτνα, η οποία κάπνιζε καθ' όλη τη διάρκεια της παραμονής μας στο μεγάλο νησί. Μόλις στρίψαμε ανατολικά την χάσαμε, αποχαιρετώντας μ' αυτόν τον τρόπο την όμορφη Σικελία.
Πρώτη στάση κάναμε στο χωριό-φάντασμα Πετιντατίλο ή αλλιώς Πενταδάκτυλο (00:25-01:46). Το οικείο του όνομα προέρχεται από το βραχώδες σύμπλεγμα που στέκεται ακριβώς πάνω από το χωριό. Παρατηρώντας το από το απέναντι ύψωμα διακρίνεις τα πέντε δάχτυλα που βγαίνουν από τη γη, για να σκεπάσουν τον οικισμό. Το Πετιντατίλο είναι αρχαία ελληνική αποικία. Οι πρώτοι της κάτοικοι ήρθαν από την Χαλκίδα το 640 π.Χ. Την πληροφορία αυτή μας την επιβεβαίωσε κι ένας κάτοικος, ο οποίος είχε ένα μαγαζάκι με αναμνηστικά είδη στην είσοδο του χωριού. Μόλις έμαθε πως είμαστε Έλληνες πετάχτηκε από τη χαρά του λέγοντάς μας πως το σπίτι του είναι και δικό μας σπίτι. Φυσικά ήθελε να μας πουλήσει την πραμάτεια του αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Το χωριό καταστράφηκε από τον μεγάλο σεισμό του 1783 κι εγκαταλείφθηκε οριστικά το 1960. Όμως λίγες δεκαετίες αργότερα αποφασίστηκε η αναστήλωσή του. Σήμερα εξακολουθούν να βρίσκονται αρκετά σπίτια σε μισογκρεμισμένη κατάσταση. Επιχειρώντας να περάσουμε από ένα στενό, κάποιος κάτοικος μας συμβούλευσε να το αποφύγουμε διότι είναι επικίνδυνα και μας πρότεινε να πάρουμε το άλλο μονοπάτι που οδηγούσε προς την καλοδιατηρημένη πλευρά του χωριού με την εκκλησία. Φτάνοντας εκεί ψηλά, ήρθαμε πιο κοντά με την ιδιαίτερη υφή της επιφάνειας των κατακόρυφων βράχων, νιώσαμε το δροσερό βουνίσιο αέρα να μας χαϊδεύει το ηλιοκαμένο μας πρόσωπο κι αγναντεύσαμε προς τη μεριά της θάλασσας. Δε προλάβαμε όμως να φτάσουμε στη κορυφή διότι άρχισαν να μαζεύονται πυκνά σύννεφα πάνω από το κεφάλι μας. Κατηφορίσαμε βιαστικά προς το αμάξι. Ευτυχώς η βροχή μας πρόλαβε λίγα μέτρα πριν φτάσουμε στο όχημα.
Επόμενος σταθμός της βόλτας μας ήταν το Γεράκιον ή αλλιώς με τη σημερινή του ονομασία Gerace (01:47-02:54). Αν και η πόλη βρίσκεται δέκα χιλιόμετρα μακριά από τη θάλασσα, είναι χτισμένη πάνω σε έναν κατακόρυφο βράχο ύψους 500 μέτρων, κάτι που της προσφέρει μία πανοραμική θέα προς τα πέλαγος. Ο μύθος λέει πως η πόλη χτίστηκε από κατοίκους των παραθαλάσσιων περιοχών που ήθελαν να αποφύγουν τους Σαρακηνούς. Ακολουθώντας ένα γεράκι, ανέβηκαν πάνω στο βουνό και βρήκαν την τοποθεσία όπου αποφάσισαν να ιδρύσουν τη νέα τους πόλη. Γι' αυτό το λόγο της έδωσαν και το όνομα Γεράκιον ή Γεράκι.
Φτάνοντας μεσημέρι στην πόλη, αποφασίσαμε να φάμε πρώτα πριν την περπατήσουμε. Κοντά στη πλατεία βρήκαμε μία συμπαθητική τρατορία, την οποία και τιμήσαμε. Ο ιδιοκτήτης της χωρίς να ξέρει αγγλικά, έκανε ότι μπορούσε για να μας βοηθήσει στην επιλογή φαγητό. Μόλις έμαθε πως είμαστε Έλληνες, έλαμψε από την χαρά του. Αμέσως άρχισε να μας μιλάει για τις ρίζες του αλλά και για την αγάπη που χει για την χώρα μας, αναφέροντάς μας τα νησιά τα οποία έχει επισκεφθεί, φυσικά τα πιο τουριστικά. Αυτό όμως που μας κέρδισε στη συμπεριφορά του ήταν πως με μεγάλη χαρά μας κέρασε μερικά πιάτα με προϊόντα που παράγει ο ίδιος όπως ελιές, τυριά και μια ποικιλία αλλαντικών. Ευχαριστώντας τον για το καλό του φαγητό, ξεκινήσαμε τη βόλτα μας για το χωριό. Τα μοναδικά του αξιοθέατα είναι εκκλησίες. Στο Γεράκιον βρίσκεται το μεγαλύτερο θρησκευτικό κτίριο της Καλαβρίας, το οποίο είναι ένας νορμανδικός ναός. Επίσης εκεί βρίσκεται κι ένας υπερβολικά μικρός ναός του San Giovannello ο οποίος χρονολογείται από τον 10ο αι. αλλά κι ο ναός της Santa Maria del Mastro (1083) ο οποίος μέχρι το 1480 λειτουργούσε ως ελληνική εκκλησία.
Λίγο βορειότερα συναντήσαμε μία ακόμη πρώην ελληνική αποικία, το Στύλο (02:55-04:20). Η πόλη ιδρύθηκε μετά την καταστροφή της Καυλωνίας από τον τύραννο των Συρακουσών, Διονύσιο τον νεώτερο. Η πόλη γέμισε από κόσμο και τα επόμενα χρόνια, όταν πολλοί κάτοικοι των γύρω περιοχών ανέβηκαν στο βουνό για να αποφύγουν τις συνεχείς επιδρομές. Τον 7ο αι. η πόλη πέρασε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Τότε ξεκίνησε κι η χρυσή εποχή της πόλης, η οποία σηματοδοτήθηκε με την ίδρυση της Ιεράς Μονής του Στύλο. Έκτοτε η πόλη έγινε σημαντικό βυζαντινό κέντρο της Κάτω Ιταλίας και σημείο αντίστασης κατά των Νορμανδών. Η πόλη ξαναπέρασε και μία δεύτερη περίοδο ανάπτυξης, τον 18ο με 19ο αιώνα όταν ανακαλύφθηκαν κοιτάσματα σιδήρου και χαλκού στην ευρύτερη περιοχή, μετατρέποντας την σε κέντρο βιομηχανικών δραστηριοτήτων. Περπατώντας στην πόλη σήμερα συναντά κανείς αρκετά αρχοντικά κτίρια τα οποία θυμίζουν το πλούσιο παρελθόν της το οποίο και τερματίστηκε μετά από τον καταστροφικό σεισμό του 1783. Αυτό όμως που κερδίζει τις εντυπώσεις στο Στύλο, είναι η μοναδική βυζαντινή εκκλησία της Ιταλίας. Η Ιερά Μονή του Στύλο ή αλλιώς Cattolica, βρίσκεται κρυμμένη σε πυκνή βλάστηση λίγο έξω από τη πόλη. Είναι κτίσμα σταυροειδούς σχήματος με πέντε τρούλους και τρεις αψίδες. Χτίστηκε τον 9ο αι. και λειτούργησε ως καταφύγιο για τους ορθόδοξους μοναχούς που εκδιώχθηκαν από τον ελλαδικό χώρο. Στο εσωτερικό του ναού, την προσοχή μας την τραβάνε οι τέσσερις διαφορετικοί μαρμάρινοι κίονες που πιθανότατα πάρθηκαν από τα ερείπια της αρχαίας Καυλωνίας κι οι εκπληκτικές νωπογραφίες, οι οποίες είναι ένα εξαιρετικό δείγμα νορμανδικής ζωγραφικής του 11ου αι.
Λίγο πριν νυχτώσει κατεβήκαμε παραλιακά κι ανηφορίσαμε προς το βορρά αφήνοντας πίσω μας την χερσόνησο της Καλαβρία. Αυτό που μας έμεινε από 'κει ήταν η ηρεμία του τοπίου, η ζεστασιά των ανθρώπων και τα γήινα χρώματα των χωριών. Η φτωχότερη και πιο απόμακρη περιοχή της Ιταλίας κέρδισε την εκτίμηση μας με την αυθεντικότητά της.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου