Παρασκευή 14 Ιουλίου 2017

Ραγκούσα, στο χωριό της Σικελικής τέχνης




Ποιος είναι ο λόγος που ξεχώρισα αυτό το χωριό από τα υπόλοιπα της Σικελίας; Η τοποθεσία του πάνω σε δύο αντικριστούς λόφους, η αύρα του αλλά κι ο τρόπος που μας αποκαλύφθηκε, είναι μερικοί λόγοι για τους οποίους λάτρεψα λίγο παραπάνω τη Ραγκούσα.
Η Ραγκούσα πέρα από όμορφο χωριό, είναι και η πρωτεύουσα των χωριών της νοτιοανατολικής Σικελίας από το 1926 όταν ενώθηκαν οι δυο λόφοι σε μία πόλη, παίρνοντας τα ηνία από τη Μόντικα η οποία τα κατείχε από τον 13ο αι.
Καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού ο καιρός ήταν υπέροχος. Ένας ζεστός μεσογειακός ήλιος στεκόταν πάνω από τα κεφάλια μας, όσο εμείς περιπλανιόμασταν στα χωριά της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας. Όμως λίγο πριν φύγουμε από την Μόντικα, άρχισαν να μαζεύονται βαριά σύννεφα πάνω από την κοιλάδα. Το μπουρίνι ξεκίνησε μόλις μπήκαμε στο αμάξι. Άνθρωποι που μέχρι εκείνη τη στιγμή απολάμβαναν τον ανοιξιάτικο ήλιο, έτρεχαν να κρυφτούν κάτω από υπόστεγα. Μ' αυτή την απρόσμενη κατάσταση, διασχίσαμε το χωριό και κινήσαμε προς την Ραγκούσα.
Αφού αφήσαμε πίσω μας τη κοιλάδα της Μόντικα, ο ουρανός καθάρισε κι ένας υπέροχος ήλιος ξεπρόβαλε πάλι πίσω από τα σύννεφα. Εκείνη τη στιγμή φανερώθηκε μπροστά μας η Ραγκούσα. Ο βρεγμένος τρούλος του καθεδρικού λαμπύριζε και μας καλούσε κοντά του.
Η Ραγκούσα απλώνεται σε δυο λόφους. Το όχημα το αφήσαμε στον έναν λόφο όπου στέκει το σύγχρονο κομμάτι της πόλης κι επιτρεπόταν το παρκάρισμα. Από εκεί περπατήσαμε προς την παλιά πόλη, την Ίμπλα Ραγκούσα.
Στη σύγχρονη μεριά της πόλης βρίσκεται ο San Giovanni Battista, η οποία είναι μία από τις μεγαλύτερες εκκλησίες της Σικελίας. Εντυπωσιακή είναι η μπαρόκ πρόσοψή της αλλά και το καμπαναριό το οποίο φτάνει σε ύψος τα πενήντα μέτρα.
Οι λόφοι χωρίζονται από δύο κάθετες πλαγιές. Η καθετότητά τους από τη μία προσφέρει υπέροχη θέα αλλά από την άλλη μας εξουθένωσε με τις απότομες ανηφοριές. Σταθήκαμε στη κορυφή της μία πλαγιάς κι απολαύσαμε την πανοραμική όψη της παλιάς πόλης. Παρατηρώντας τη διάταξη των κτιρίων, των παλάτσων, των καμπαναριών αλλά και του φυσικού τοπίου που απλώνεται περιμετρικά, διαπιστώσαμε πως είναι απίστευτα εύστοχος ο παραλληλισμός της Ραγκούσα με το Τολέδο.
Ένα μονοπάτι μας κατέβασε στις ρίζες του λόφου κι από ένα τρίστρατο ανηφορίσαμε προς την παλιά πόλη. Το σοκάκι μας οδήγησε κατευθείαν στον καθεδρικό ναό του Αγίου Γεωργίου. Η λιτή του όψη και τα διάφανα τζάμια στο τρούλο, υποδηλώνουν τη σχετικά πρόσφατη κατασκευή του. Ο ναός αυτός χτίστηκε το 1738 στη θέση ενός προηγούμενου ο οποίος είχε καταστραφεί από το σεισμό του 1693. Παρ' όλα αυτά θεωρείται ως ένα από τα ψηλότερα θρησκευτικά κτίρια μπαρόκ ρυθμού στην Ευρώπη, ενώ ο τρούλος του είναι επηρεασμένος από το θόλο του Πάνθεον στο Παρίσι.
Στο εσωτερικό του χώρο με μαγνήτισε το κόκκινο χρώμα των τοίχων. Πέσαμε όμως πάνω σε λειτουργία κι έτσι δεν μείναμε αρκετή ώρα μέσα στον ναό. Ο παπάς της ενορίας έβγαζε εκείνη τη στιγμή λόγο. Δε καταλαβαίναμε τη έλεγε αλλά σταθήκαμε λίγα λεπτά να τον παρακολουθήσουμε. Μιλούσε με πάθος και κουνούσε έντονα το δεξί του χέρι και με τον δείκτη έδειχνε συνέχεια τον ουρανό. Είχε μία ζωντάνια κι ένα πάθος το οποίο περνούσε στο κοινό, το οποίο τον άκουγε προσηλωμένο και σιωπηλό. Διασχίσαμε την αίθουσα και βγήκαμε από την άλλη πλευρά του ναού, αφού πρώτα προκαλέσαμε λίγο θόρυβο με το πέρασμά μας ανάμεσα στα στασίδια, εισπράττοντας μερικά ενοχλημένα βλέμματα.
Από εκεί ανοιγόταν μία μεγάλη κεκλιμένη πλατεία, η οποία κατέληγε σε έναν πεζόδρομο γεμάτο εστιατόρια και καταστήματα. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο. Οικογένειες, παιδιά και γεροντάκια απολάμβαναν το γλυκό απριλιάτικο σούρουπο. Κατηφορίσαμε προς την αγορά και καθίσαμε σε ένα από τα μαγαζάκια για να απολαύσουμε ντόπιους μεζέδες.
Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά. Η λειτουργία στον καθεδρικό είχε ολοκληρωθεί κι οι πιστοί κατηφόρισαν προς την αγορά για να ενωθούν με τους υπόλοιπους κατοίκους. Από νωρίς άρχισαν τα καταστήματα να κλείνουν. Πολλές προσόψεις κτιρίων άρχισαν να φωτίζονται. Μπαρόκ κτίρια που ξαναχτίστηκαν μετά τον μεγάλο σεισμό.
Οι δρόμοι εξακολουθούσαν να σφύζουν από ζωή. Πληρώσαμε το φαγητό και συνεχίσαμε τη βόλτα μας στην πόλη. Φτάσαμε ως την άλλη άκρη της αγοράς, η οποία κατέληγε σε μία μικρή πλατεία όπου βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Ιωσήφ.
Κατά την επιστροφή μας σταθήκαμε για λίγο έξω από την εκκλησία των ψυχών του Καθαρτηρίου με την λιτή της μπαρόκ πύλη. Ένα από τα λίγα κτίρια που γλίτωσαν από το σεισμό. Ανηφορίζοντας προς την νέα πόλη παρατηρήσαμε την Santa Maria dell'Itria με το εκλεπτυσμένο της καμπαναριό πλούσιο σε κεραμική διακόσμηση, δημιούργημα των Ιπποτών της Μάλτας.
Λίγο πριν ανηφορίσουμε την πλαγιά, σταθήκαμε και είδαμε την πόλη φωταγωγημένη. Τα σπίτια αποκτούσαν μία ιδιαίτερη όψη, καθώς ο φωτισμός ήταν κρυμμένος μέσα στα στενά σοκάκια. Σου έδινε την εντύπωση πως ένα υπόγειο φως ανέβαινε προς τα πάνω προσπαθώντας να αγγίξει τις κορυφές των καμπαναριών και τα πιο ψηλά σημεία των σπιτιών.
Κι αφού χορτάσαμε όλη αυτήν την ομορφιά, σφίξαμε τα δόντια κι ανηφορίσαμε προς το αμάξι. Η αλήθεια είναι πως στο αυτοκίνητο φτάσαμε εξαντλημένοι αλλά ενθουσιασμένοι από την πόλη αυτή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου