Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

Το πρόταγμα της αυτονομίας



του Θανάση Γιαλκέτση

Συμπληρώνονται φέτος είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Κορνήλιου Καστοριάδη. Ο Πολωνός κοινωνιολόγος Ζίγκμουντ Μπάουμαν (1925-2017), στο βιβλίο «Conversations with Zygmunt Bauman» (Polity Press, 2001), που είναι μια μακρά συνομιλία του με τον Αγγλο κοινωνιολόγο Κιθ Τέστερ, δέχεται από τον συνομιλητή του το ερώτημα: «Εσείς τρέφετε μεγάλη εκτίμηση για τον Καστοριάδη. Ποια έμπνευση αντλείτε από το έργο του;».

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η απάντηση που έδωσε ο Μπάουμαν.

«Χαίρομαι που αναφέρατε τον Καστοριάδη. Κατέχει μια ιδιαίτερη θέση μεταξύ των επιλεγμένων συγγενών μου από τότε που έμεινα εντυπωσιασμένος από τους παραλληλισμούς (τηρουμένων όλων των αναλογιών!) μεταξύ των διαδρομών του βίου μας, από την ομοιότητα εκείνου του παράξενου και πολύπλοκου μείγματος συνέχειας και ασυνέχειας.
Τη χρονιά του θανάτου του Καστοριάδη, προσπάθησα να εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους αισθανόμουν τόσο μυστηριωδώς κοντινός προς την εμπειρία του.
Επιτρέψτε μου να αναφέρω ένα απόσπασμα από ένα ανέκδοτο και ανολοκλήρωτο κείμενό μου: “Αν, όπως υποδεικνύει ο Χάιντεγκερ, η ζωή είναι μια συνεχής διαδικασία ανακεφαλαίωσης και εκ νέου αφομοίωσης, κάθε διαδοχική ανακεφαλαίωση της ατομικής ζωής πραγματοποιείται αναπόφευκτα σε τροποποιημένες περιστάσεις και στο πλαίσιο τροποποιημένων γνωστικών σχημάτων: δεν υπόκεινται όλα τα γεγονότα της παρελθούσας ζωής στην ανακεφαλαίωση και στην αφομοίωση, τουλάχιστον όχι χωρίς μια βαθιά μεταβολή μορφής. Για πολλούς ξυλοκόπους και νερουλάδες αυτή παραμένει μια ιδιωτική φροντίδα, να κάνουν δηλαδή τους λογαριασμούς τους μυστικά ή να συνεχίσουν να ζουν χωρίς να κάνουν τους λογαριασμούς τους.
Ωστόσο, οι συγγραφείς βιβλίων και οι πρωταγωνιστές του δημόσιου χώρου δεν μπορούν να επιτρέψουν στους εαυτούς τους καμιά μυστικότητα. Οποιοι ανάμεσά τους είχαν την αμφίσημη τύχη να θεωρούνται μακρόβιοι καταλήγουν συχνά να περνούν το δεύτερο μέρος της ζωής τους ασκώντας κριτική στο πρώτο, ξαναγράφοντας τα βιβλία τους και επαναλαμβάνοντας τις δράσεις τους, προσπαθώντας να δώσουν ένα νόημα σε αυτό που φαινόταν να έχει νόημα στο παρελθόν και που τώρα φαίνεται να το έχει χάσει, προσπαθώντας να ενταχθούν στον χορό των δυσφημιστών της εμπειρίας που είχε διαμορφώσει τη γενιά τους και των στρατηγικών που αυτοί οι ίδιοι είχαν επιλέξει για να ανταποκριθούν σε αυτήν την εμπειρία.
Οι νεότεροι που γράφουν διδακτορικές διατριβές για το έργο τους αντιμετωπίζουν ένα δύσκολο καθήκον, όταν προσπαθούν να συνδέσουν τα γραπτά που παρήχθησαν σε διαφορετικές δεκαετίες της ζωής ενός και του ίδιου συγγραφέα, επιχειρώντας να βρουν ένα κοινό νόημα σε όλα ή τουλάχιστον να διακρίνουν την εικόνα μιας ευθείας γραμμής μεταξύ των ελικοειδών διανοητικών διαδρομών τους.
Υπάρχουν λίγες φωτεινές εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα και ο Κορνήλιος Καστοριάδης είναι η πιο σημαντική. Αυτός ο συγγραφέας, μέλος της ελληνικής Αντίστασης, ο οποίος -όπως ο Κώστας Αξελός και ο Κώστας Παπαϊωάννου- εντάχθηκε στις γραμμές των Γάλλων διανοουμένων στη δεκαετία του 1940, δεν έμεινε στην άκρη σε καμιά φάση της μακράς δημιουργικής ζωής του.
Δεν επιχείρησε ποτέ να σταθεί μακριά από τα ενδιαφέροντα, τις ανησυχίες και τις επιδιώξεις των συγχρόνων του, ούτε προσπάθησε να διασφαλίσει τα δικά του συμφέροντα από τα κύρια πεδία των διανοητικών μαχών της εποχής του.
Η ζωή του προσεγγίζει το ιδεώδες μίξης ιστορίας και βιογραφίας που πολλοί ονειρεύονται, στο οποίο πολλοί άλλοι επιφυλάσσουν έναν καθαρά τυπικό σεβασμό, αλλά που μόνον λίγοι κατορθώνουν να υλοποιήσουν με την ύπαρξή τους.
Το σύνολο των έργων του Καστοριάδη φαίνεται σαν ένα διανοητικό χρονικό της εποχής, μια πιστή μαρτυρία των εμπειριών, των ανακαλύψεων και των αδύνατων σημείων, των ελπίδων, των απογοητεύσεων, των αφελειών και των πανουργιών των επόμενων γενεών.
Ο Καστοριάδης δεν υιοθέτησε ποτέ την υπεροπτική και αλαζονική στάση του υποτιθέμενου “αντικειμενικού παρατηρητή”, ο οποίος παριστάνει ότι κάθεται πάνω σε ένα βάθρο από όπου μπορεί να παρατηρεί, να επικρίνει και, όταν χρειάζεται, να χλευάζει τις καθημερινές προσπάθειες των συνηθισμένων προσώπων με όλη τους τη μυωπία και τους περιορισμένους ορίζοντες. Συμμετείχε σε αυτές τις προσπάθειες, πάντα κοντά στην πρώτη γραμμή.
Κι ωστόσο, υπάρχει μια εντυπωσιακή συνέχεια, συνέπεια, συνοχή και ενότητα προθέσεων, καθώς και μια αμετάθετη αφοσίωση στο πρόγραμμα μιας ολόκληρης ζωής, που στο έργο του Καστοριάδη επεκτείνεται για πάνω από πενήντα χρόνια και σε διάφορες γενιές. Ολα τα γραπτά του, από το πρώτο ώς το πιο πρόσφατο, έχουν έναν κυρίαρχο σκοπό, ένα ιδεώδες και μια στρατηγική αρχή.
Πρώτον, ο σκοπός: η επίμονη αναζήτηση, παρά τους καταναγκασμούς της ιστορίας ή χάρη σε αυτούς, της φιλόδοξης επιδίωξης του Διαφωτισμού να “οδηγήσει την ανθρώπινη ύπαρξη στον λόγο”.
Δεύτερον, το αναγκαίο ιδεώδες για την επίτευξη αυτού του στόχου (αν δεχθούμε ότι είναι εφικτό να τον πετύχουμε): το ιδεώδες σύμφωνα με το οποίο “παύει η προσχώρηση της ανθρώπινης ύπαρξης σε έναν ετερόνομο θεσμό της κοινωνίας, η εσωτερίκευση των αναπαραστάσεων με τις οποίες αυτός ο θεσμός ενσαρκώνεται”.
Η αυτονομία, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της αυτοχειραφέτησης από αθεράπευτα ετερόνομους θεσμούς, επιτρέπεται και ταυτόχρονα εμποδίζεται δραστικά -όπως ο Καστοριάδης δεν κουράζεται ποτέ να επαναλαμβάνει- από τη σύγχρονη κοινωνία μας. Αυτή η τελευταία εγγυάται ότι η δυνατότητα είναι υπαρκτή, αλλά δεν διασφαλίζει διόλου ότι θα γίνει πραγματικότητα.
Στη σύγχρονη κοινωνία υπάρχουν οι θεσμικές προϋποθέσεις, αλλά όχι τα θεσμικά θεμέλια της αυτονομίας: “Η αξία της παράδοσής μας έγκειται στο ότι έχει δημιουργήσει και το πρόταγμα της αυτονομίας, της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας, και έγκειται επίσης στο ότι έχει δημιουργήσει και δώσει αξία στη δυνατότητα της επιλογής (που αποκλειόταν, για παράδειγμα, στους εβραίους, στους χριστιανούς ή στους αυθεντικούς μουσουλμάνους)”.
Τρίτη, η στρατηγική αρχή, που αποκαλύπτεται ότι είναι αναπόφευκτα μια ηθική αρχή: “Εκείνο που οφείλουμε να κάνουμε είναι να αντιμετωπίσουμε την τραγική μας κατάσταση, που είναι ό,τι η μεταελληνική εποχή προσπαθεί να κρύψει ήδη από τον καιρό του Πλάτωνα: η ανθρώπινη ζωή θα έπρεπε να θεωρείται απόλυτη αξία, αλλά δεν μπορεί να είναι πάντα έτσι. Είναι προφανές ότι αυτό δεν αρέσει στους ανθρώπους. Μετέφεραν την εβραϊκή και χριστιανική Επαγγελία στην ανάγκη ενός ‘ορθολογικού θεμελίου’ και τις Δέκα Εντολές στην ανάγκη ενός βιβλίου με ηθικές συνταγές ή ενός ‘κανόνα’ ικανού να απαντάει από πριν σε όλες τις περιπτώσεις που μπορούν να παρουσιαστούν. Φόβος της ελευθερίας, απελπισμένη ανάγκη για διασφαλίσεις, συγκάλυψη της τραγικής μας κατάστασης”.
Αν παραμείνουμε πιστοί στον στόχο και οπλιστούμε με την ιδέα του πώς μπορούμε να υπηρετήσουμε καλύτερα την υπόθεσή του, ξαναβρισκόμαστε με μιαν αρκετά άμεση επιταγή, που δεν είναι όμως εύκολο να επιδιωχθεί: “Να γίνετε αυτόνομοι” και “Να κάνετε ό,τι είναι δυνατό προκειμένου οι άλλοι να γίνουν αυτόνομοι”.
Αυτή η επιταγή δεν είναι απλό να γίνει πράξη, καθώς η τραγική κατάσταση της ανθρωπότητας έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι “κανένα πρόβλημα δεν λύνεται από πριν. Οφείλουμε να δημιουργούμε το καλό σε αβέβαιες συνθήκες που γνωρίζουμε με τρόπο ατελή. Το πρόταγμα της αυτονομίας είναι σκοπός και οδηγός, αλλά δεν επιλύει αποτελεσματικά τις πραγματικές καταστάσεις”.
Ο σκοπός, το ιδεώδες και η στρατηγική αρχή έδωσαν ενότητα στο έργο του Καστοριάδη επί πολλά χρόνια…».

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου