Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

Οι καλύτερες ταινίες του 2024

 

To 2024 ήταν ένα κινηματογραφικό έτος με αρκετές εκπλήξεις αλλά και πολλές απογοητεύσεις. Για μένα ήταν μια χρονιά όπου έζησα αρκετές όμορφες στιγμές στις σκοτεινές αίθουσες, άλλες συγκινητικές κι άλλες ευχάριστες. Η πιο δυνατή στιγμή ήταν η προβολή του "Dourgouti Town" στην πλατεία Δουργουτίου στον Νέο Κόσμο, όπου παρέα με τους άγνωστους γείτονές μου και τους συντελεστές της ταινίας, παρακολούθησα ένα από τα ομορφότερα ντοκιμαντέρ που έχω δει μέχρι σήμερα, κάτω από τον γλυκό φθινοπωρινό ουρανό της Αθήνας. 
Από τις ταινίες που δεν με άγγιξαν παρόλο που ακούστηκαν αρκετά, ήταν το κινέζικο "Black Dog", το οποίο με κούρασε αρκετά τόσο στο σενάριο όσο και στις ερμηνείες των ηθοποιών. Επίσης, μου φάνηκαν άκυρες οι τοποθετήσεις των κομματιών των Pink Floyd μες στην ταινία. Για παράδειγμα, δεν κολλούσε το υπέρτατο κομμάτι "Mother" με την έκλειψη ηλίου. Μια ακόμη ταινία που συζητήθηκε αρκετά αλλά δε με συγκίνησε παρά το δυνατό της θέμα ήταν το "Μικρά πράγματα σαν κι αυτά" του Τιμ Μίλαντς. Μία ακόμη ταινία που συζητήθηκε αρκετά αλλά εμένα μου φάνηκε αρκετά αδιάφορη, ήταν το "Perfect Days" του Βιμ Βέντερς. Θεωρώ πως η δηθενιά έχει αρχίσει να κουράζει πια.
Οι ταινίες όμως που ήταν σκέτη απογοήτευση, ήταν το "Διπλανό Δωμάτιο" του Πέδρο Αλμοδόβαρ, το οποίο όσο με κέρδισαν στα υπέροχα και πολύχρωμα κάδρα του, τόσο μου προκάλεσαν αποστροφή οι ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστριών και το άχρωμο σενάριο. Επίσης, μαρτύρησα για να ολοκληρώσω το "Megalopolis" του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Μια ταινία άκρως κουραστική, αδιάφορη και τραγικά κενή με ερμηνείες για κλάματα και πλάνα που θύμιζαν περισσότερο τηλεταινία παρά κινηματογραφική παραγωγή. Επίσης, καλό είναι να ενημερώσει κάποιος τον Άνταμ Ντράιβερ πως δεν έχει ίχνος υποκριτικής πάνω του. Ακόμη αναρωτιέμαι τι είχε στο μυαλό του, ο σπουδαίος σκηνοθέτης που μας χάρισε αξεπέραστα αριστουργήματα στο παρελθόν, όπως την τριλογία των Νονών, τον "Δράκουλα", τη "Συνομιλία" και το "Αποκάλυψη Τώρα". Τέλος, για μια ακόμη φορά αναρωτιέμαι τι συμβαίνει στο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Καννών και βραβεύει με τον Χρυσό Φοίνικα άκυρες ταινίες όπως το φετινό "Anora". Όπως έχω πει και τις περασμένες χρονιά, η τελευταία αξιόλογη ταινία που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα, ήταν η "Χειμερία Νάρκη" του Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλαν το 2014.
Αφήνοντας λοιπόν τις παραπάνω ταινίες στην άκρη, παρουσιάζω τη δική μου λίστα με τις δέκα καλύτερες ταινίες της χρονιάς που μας έφυγε (για περισσότερη κριτική, πατήστε πάνω στους τίτλους των ταινιών).


10.Κονκλαβιο 



Το Κονκλάβιο είναι ένα καλογραμμένο καθηλωτικό θρίλερ που παρουσιάζει με ατμοσφαιρικό τρόπο τη λεπτή ισορροπία κατά τη διάρκεια της κλειστής θρησκευτικής διαδικασίας για την ανάδειξη ενός νέου Πάπα. Μέσα από τις εξαιρετικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών, ξετυλίγεται ένα αγωνιώδες δράμα, το  οποίο πατάει σε πολιτικά και ηθικά διλήμματα. Αυτό όμως που το κάνει ακόμη πιο δυνατό, είναι το ξεσκέπασμα της θρησκευτικής εξουσίας, η οποία έχουμε μετατρέψει το πνευματικό της λειτούργημα σε έναν ανηλεή αγώνα διεκδίκησης κάποιου διοικητικού θώκου, αποδεικνύοντας πως δεν είναι και τόσο αγνός, ο πολυπόθητος λευκός καπνός που βγαίνει μετά από την επίτευξη μιας εκλογής θρησκευτικού ηγέτη.

Βαθμολογία: 7/10





Οι κινηματογραφικές χρονιές πάντα περιέχουν αξιόλογες κι ενδιαφέρουσες προτάσεις από τη Λατινική Αμερική και συγκεκριμένα από την αγαπημένη μου χώρα, τη Χιλή, η οποία επικεντρώνεται τόσο στις μέχρι πρότινος αμερικανοκίνητες δικτατορίες όσο και στα σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά αδιέξοδα. Υπάρχουν όμως και ταινίες που εστιάζουν στις πιο σκοτεινές περιόδους εκείνων των περιοχών. Με μια απ' αυτές τις άγνωστες πτυχές της ιστορίας καταπιάνεται ο Φελίπε Γκαλβέζ στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, παρουσιάζοντας με ωμό κι ανατριχιαστικό τρόπο την ανελέητη γενοκτονία που υπέστησαν οι ιθαγενείς της Παταγονίας από τους δυτικούς τυχοδιώκτες που αποίκησαν με απληστία στα συγκεκριμένα παρθένα μέρη. Με ένα πρωτοποριακό ύφος, ο σκηνοθέτης αναμοχλεύει τα στάσιμα και σκοτεινά νερά της άγνωστης χιλιανής ιστορίας, ασκώντας με δριμύτητα κριτική για τις θηριωδίες της δυτικής αποικιοκρατίας, αποσπώντας με το έργο του το βραβείο FIPRESCI, στο τελευταίο φεστιβάλ των Καννών.
Οι "Άποικοι" είναι ένα μοντέρνο και σκοτεινό γουέστερν, το οποίο τολμάει να πειραματιστεί με νέες οπτικές γωνίες, καταφέρνοντας να προσεγγίσει τις σκοτεινές πτυχές ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος, με απώτερο σκοπό να καταγγείλει την ανελέητη βαρβαρότητα των αποίκων και τη μη αναστρέψιμη καταστροφή ενός φιλήσυχου πολιτισμού που ζούσε για αιώνες ειρηνικά στην πιο απομακρυσμένη περιοχή του Νέου Κόσμου. Επίσης, ο δημιουργός προσπαθεί να αναδείξει και να ερμηνεύσει με έναν εύστοχο τρόπο την καταδικασμένη ιστορία της χώρας του, η οποία θεμελιώθηκε με τις βαρβαρότητες των αποίκων, προετοιμάζοντας το έδαφος των δικτατοριών που επιβλήθηκαν στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Με λίγα λόγια, οι «Άποικοι», προσεγγίζουν με ειλικρίνεια, αλλά και με κυνισμό την απάνθρωπη φύση του ιμπεριαλισμού και της βάρβαρης κληρονομιάς του, η οποία δεν είναι άλλη από τη βίαιη κατάκτηση της εξουσίας, την επιδίωξη κάθε ανήθικου αισχροκερδούς πλούτου και τον ασφυκτικό έλεγχο των μαζών. 

Βαθμολογία: 7/10




Ο ιρλανδικός κινηματογράφος έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που καθιστά την κάθε του κινηματογραφική πρόταση άκρως ενδιαφέρουσα στα μάτια μου. Αυτό δεν είναι άλλο από το ιρλανδικό ζήτημα πάνω στον απελευθερωτικό του αγώνα, τον εμφύλιο και τον διαχωρισμό του νησιού σε δύο κράτη. Η λίστα των ταινιών που καταπιάνεται με αυτό το θέμα είναι μεγάλη κι αξιοσημείωτη, δίνοντας την εντύπωση πως το ζήτημα αυτό έχει καλυφθεί από κάθε πλευρά. Να όμως που έρχεται ξανά μια νέα πρόταση να προσθέσει μια ακόμη ψηφίδα σ' αυτήν την ιστορική καταγραφή που χρόνια τώρα κάνει ο ιρλανδικός κινηματογράφος. Αυτή τη φορά το πραγματοποιεί μέσα από τη μουσική και συγκεκριμένα τη χιπ χοπ σκηνή, προσφέροντάς μας μια καταιγιστική πρόταση, το "Kneecap".
Το "Kneepcap" είναι ένα νοσταλγικό κινηματογραφικό διαμάντι που μας θυμίζει αρκετές όμορφες στιγμές του παλιού αγγλικού σινεμά που αγαπήσαμε. Είναι μια εκρηκτική αναζωογονητική εμπειρία με φρενήρεις ρυθμούς που σε προκαλεί να χτυπηθείς σε ακούσματα χιπ χοπ από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό. Είναι ένας μοντέρνος ύμνος για μια γενιά που χρόνια παλεύει να διατηρήσει την εθνική της ταυτότητα απέναντι σε ένα θηρίο. Είναι μια από τις ταινίες που με κέρδισαν αναπάντεχα τη φετινή χρονιά. 

Βαθμολογία: 7/10





Πάνε πόσα χρόνια που μια παρέα με είχε τραβήξει τέλη καλοκαιριού σε ένα από τα θερινά του Γαλατσίου, για να απολαύσουμε ένα πρωτοποριακό animation της Pixar. Στην προβολή πήγα με μικρό καλάθι, έχοντας δει το trailer της ταινίας "Τα Μυαλά που Κουβαλάς", καθώς θεωρούσα το θέμα που ανέλυε αρκετά πολύπλοκο για να μπορέσει να αναπτυχθεί σε ένα animation. Όταν όμως έπεσαν οι τίτλοι τέλους, βρέθηκα σε ένα ντελίριο ατίθασων συναισθημάτων που χόρευαν εντός μου κι έκτοτε δεν με έχουν αφήσει σε ησυχία. Αυτό όμως που παρατήρησα, ήταν πως όλοι οι ενήλικες που παρακολουθήσαμε την ταινία βρισκόμασταν στην ίδια συναισθηματική φόρτιση σε αντίθεση με τα πιτσιρίκια που αποχωρούσαν κάπως βαριεστημένα από την προβολή. Σχεδόν δέκα χρόνια μετά, η Pixar επανήλθε για να μας παρουσιάσει τη συνέχεια της ιστορίας, παρουσιάζοντας τον ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο της μικρής Ράιλι καθώς μπαίνει στην εφηβεία. Αμέσως αναρωτήθηκα κατά πόσο μπορεί να διατηρήσει η Pixar την ποιότητα και τις αξίες της πρώτης ταινίας. Σίγουρα η πρωτοτυπία απουσιάζει σε μια συνέχεια, πόσο δε σε μια ταινία που ξεχώρισε στο κομμάτι αυτό. Παρά τις επιφυλάξεις μου, πήγα με τρομερή ανυπομονησία σε ένα συνοικιακό θερινό σινεμά για να δω τη συνέχεια. Και μόνο που άκουσα τη γνώριμη μελωδία στους τίτλους αρχής, με πλημμύρισε μια όμορφη κι ανακουφιστική χαρμολύπη, ζωντανεύοντας στη μνήμη μου όλα αυτά τα συναισθήματα που μου έφερε απρόσμενα στην επιφάνεια η πρώτη ταινία.
Τα "Μυαλά που Κουβαλάς 2" είναι μια ακόμη πανδαισία χρωμάτων κι αφηρημένων εννοιών που μας ταξιδεύουν στον αθέατο και μυστηριώδη κόσμο του ανθρώπινου εγκεφάλου. Είναι μια ακόμη όμορφη προσπάθεια της Pixar να μας βοηθήσει να συμφιλιωθούμε με τον πλούσιο ψυχικό μας κόσμο με τα αμέτρητα καλά αλλά και κακά στοιχεία που κουβαλάμε. Είναι ένας ευφάνταστος τρόπος να κατανοήσουμε πως όχι μόνο δεν είμαστε τέλειοι αλλά πως αυτή η ατέλειά μας είναι που μας κάνει τόσο γοητευτικούς, αληθινούς κι ειλικρινείς. Τι χρειαζόμαστε λοιπόν για να φύγουμε μπροστά; Μια ζεστή σφιχτή αγκαλιά όλων των συναισθημάτων μας. 

 Βαθμολογία: 8/10





Έχουν υπάρξει ταινίες που έχω διστάσει να τις δω, διότι μου φαινόταν αδιάφορο το θέμα τους αλλά κι από φόβο ότι το είδος τους δε θα μου αρέσει καθόλου. Όταν όμως τους έδωσα μια ευκαιρία, με ενθουσιάζουν διπλά. Με την ίδια επίφοβη διάθεση ξεκίνησα να δω το "Emilia Perez" του Ζακ Οντιάρ, έχοντας απορία να δω πως μπορεί να εξελιχθεί μια ιστορία με έναν έμπορο ναρκωτικών που θέλει να κάνει διόρθωση φύλου και πως όλη αυτή η ιστορία μπορεί να παρουσιαστεί μέσα από ένα μιούζικαλ. Που να το περίμενα ότι αυτός ο τόσο αταίριαστος συνδυασμός, θα μου πρόσφερε ένα αναπάντεχο κινηματογραφικό διαμάντι. Η "Εμίλια Πέρεζ" είναι ένα δυναμικό, έξυπνο, σοβαρό, αστείο, δραματικό κι εκρηκτικό κινηματογραφικό διαμάντι που εξυμνεί τη βαθιά πίστη στους ανθρώπους, η οποία όλο και περισσότερο σβήνει στο πέρασμα των χρόνων και στην επιθυμία κάποιων προσώπων που επιλέγουν να αυτοθυσιαστούν για να σβήσουν τα εγκλήματά του παρελθόντος και να απαλλαγούν από τις δυσβάσταχτες ενοχές τους. 

Βαθμολογία: 8/10





Είναι κρίμα που κάποιες ταινίες περνούν τόσο αθόρυβα από τις κινηματογραφικές αίθουσες, χωρίς να παίρνουν την αναγνωρισιμότητα που τους αναλογει. Μια απ' αυτές τις ταινίες είναι κι η ιταλική "Χίμαιρα" της Αλίτσε Ροχβάχερ, ένα κινηματογραφικό διαμάντι μοναδικό στο είδος του αλλά και στο θέμα με το οποίο καταπιάνεται.
Η "Χίμαιρα" της Αλίτσε Ροχβάχερ είναι ένα μοντέρνο κινηματογραφικό διαμάντι το οποίο μας παρουσιάζει με παραμυθένιο τρόπο το παρελθόν που λεηλατείται και σβήνει ενώ παράλληλα το μέλλον δυσκολεύεται να γεννηθεί. Είναι ένας ύμνος των ατέρμονων μαχών που δίνει ο καθένας μοναχός του στη ζωή για να δώσει σάρκα κι οστά στα πιο απατηλά του όνειρα. Είναι ένας μύθος που ενώνει με έναν κόκκινο σπάγκο τον κόσμο των ζωντανών με τον αθέατο κάτω κόσμο των νεκρών. Είναι ένας φόρος τιμής για όλους αυτούς τους θησαυρούς που ατιμάστηκαν στο βωμό του κέρδους αλλά κι όλους αυτούς που εξακολουθούν να βρίσκονται στα σπλάχνα της γης, ευελπιστώντας πως θα έχουν μια καλύτερη μεταχείριση απ' αυτούς που θα τα ανακαλύψουν. 

Βαθμολογία: 8/10





Όπως συμβαίνει με συγκεκριμένους αγαπημένους μου δημιουργούς, έτσι κι εδώ, περίμενα με μεγάλη ανυπομονησία να παρακολουθήσω τη νέα ταινία του Φίλιππου Κουτσαφτή, "Ελευσίνιοι", καθώς η ίδια η πόλη που την τίμησε πριν τρεις δεκαετίες με την αξεπέραστη "Αγέλαστος Πέτρα", τον κάλεσε ξανά, αυτή τη φορά ως πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, για να περιπλανηθεί ξανά στις γειτονιές της και να συναναστραφεί με πρόσωπα παλιά κι αγαπημένα αλλά και με τις νέες γενιές που επιμένουν να αγωνίζονται και να ονειρεύονται σ' αυτή τη ξεχασμένη γωνιά της Αττικής γης. Οι "Ελευσίνιοι" είναι ένα πολυεπίπεδο δοκιμιακό έργο που καταπιάνεται με αρκετά θέματα και καταφέρνει να τα δέσει αρμονικά, δημιουργώντας ένα τελικό αποτέλεσμα αρκετά νοσταλγικό, συγκινητικό και πάνω απ' όλα ανθρωποκεντρικό. Θα προσπαθήσω να παρουσιάσω κάποια απ' αυτά, αν και θεωρώ αρκετά δύσκολο να περιγράψω όλα αυτά τα συναισθήματα που αναδύθηκαν από μέσα μου τόσο κατά τη διάρκεια της προβολής όσο και μετά...
Με μια σύγχρονη αλλά ταυτοχρόνως απόκοσμη ματιά, ο Φίλιππος Κουτσαφτής αναβιώνει τα Ελευσίνια Μυστήρια με τον δικό του ανεξίτηλο τρόπο, δημιουργώντας υπαρξιακές προεκτάσεις του ένδοξου παρελθόντος με το στάσιμο παρόν, αφήνοντας τις νέες γενιές να μιλήσουν για το μέλλον. Με τη δική του κινηματογραφική ματιά, η Ελευσίνα μετατρέπεται σε ένα καίριο σημείο αναφοράς της πρόσφατης ιστορίας του νεοελληνικού κράτους, από την Καταστροφή της Σμύρνης εν καιρώ πολέμου μέχρι την Καταστροφή της Ελευσίνας εν καιρώ ειρήνης (;), η οποία μας διηγείται ξανά ένα μοντέρνο θλιμμένο παραμύθι προσπαθώντας με κάθε τρόπο να διασώσει την Ιστορία που είτε έχει γκρεμιστεί, είτε έχει μπαζωθεί, είτε έχει τσιμεντωθεί. Πάνω σ' αυτό το χρόνιο έγκλημα, ο Φίλιππος Κουτσαφτής αφήνει στην άκρη το ενοχικό συγγνώμη του φινάλε της "Αγελάστου Πέτρας" και δίνει το βήμα και συνάμα την ώθηση στη νέα γενιά να συνεχίσει τον αγώνα για ένα καλύτερο αύριο. 

Βαθμολογία: 9/10


3.Dourgouti Town



Το "Dourgouti Town" ήταν μια ιδιαίτερη κινηματογραφική εμπειρία για μένα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έβλεπα σε μεγάλη οθόνη, πλάνα της καθημερινότητάς μου, δρόμους γνώριμους που τους έχω περπατήσει πολλές φορές στα δεκαεπτά χρόνια που βρίσκομαι στον Νέο Κόσμο, πρόσωπα που συναντώ τυχαία στο δρόμο, τα οποία μέσα από το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ απέκτησαν μια νέα υπόσταση στα μάτια μου. Μπροστά μου προβλήθηκαν εικόνες και ντοκουμέντα από ιστορίες και στέκια που έχω ακούσει από φίλους που μεγάλωσαν στη συγκεκριμένη γειτονιά και συγκινήθηκα με το πείσμα της παρελθοντικής λαϊκής αύρας που εξακολουθεί να υφίσταται, παρόλο που η γειτονιά κάηκε ολοσχερώς τον Αύγουστο του 1944 κι ισοπεδώθηκε τη δεκαετία του '60, ώστε να μπαζωθεί στη συνέχεια από τόνους τσιμέντο. Αυτό όμως που η ταινία κατόρθωσε, κερδίζοντάς με περισσότερο, ήταν που με ώθησε να αγαπήσω ακόμη πιο πολύ τη γειτονιά μου. 
Το "Dourgouti Town" είναι ένα δημιούργημα αγάπης προς έναν τόπο που παρέμεινε απόκεντρος, παρόλο που βρίσκεται στην καρδιά της Αθήνας. Είναι μια επισήμανση για ένα μικρό κομματάκι γης μέσα στην απέραντη τσιμεντένια χαβούζα του Λεκανοπεδίου, που εξακολουθεί να ζει με τους δικούς του ρυθμούς κι όρους. Είναι η επιμονή της άσβεστης ιστορίας του μεσοπολέμου και του εμφυλίου. Είναι επίσης η ανυπότακτη κραυγή απέναντι στη λαίλαπα της ανεξέλεγκτης τουριστικοποίησης του αθηναϊκού κέντρου. Για όλους τους παραπάνω λόγους πιστεύω πως το "Dourgouti Town" είναι ένα από τα καλύτερα ελληνικά ντοκιμαντέρ των τελευταίων χρόνων. 

 Βαθμολογία: 9/10




Με τα χρόνια έχω γίνει αρκετά επιλεκτικός με την πρώτη ταινία του νέου έτους, έχοντας την αίσθηση πως μια καλή επιλογή σηματοδοτεί και μια πλούσια κινηματογραφική χρονιά. Για μια ακόμη φορά, θεωρώ πως έκανα ένα εξαιρετικά ελπιδοφόρο ξεκίνημα, επισκεπτόμενος τον κινηματογράφο Ατλαντίς για να παρακολουθήσω την πολωνική ταινία "Οι Χωρικοί" σε σκηνοθεσία του κινηματογραφιστικού ανδρόγυνου Ντορότα Κομπιέλα και Χιού Βέλχμαν. Στη συγκεκριμένη προβολή πήγα με μεγάλες προσδοκίες, τις οποίες όχι μόνο μου τις ικανοποίησε, αλλά μου πρόσφερε ακόμη περισσότερη κινηματογραφική μαγεία και συγκίνηση. Αυτό όμως που μου έκανε εντύπωση, ήταν πως η μικρή κινηματογραφική αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο, ο οποίος προσήλθε να απολαύσει αυτό το σπάνιο κινηματογραφικό διαμάντι, το οποίο δε διαφημίστηκε και δεν προωθήθηκε καθόλου, φανερώνοντας την επιθυμία του κινηματογραφόφιλου κοινού για αληθινό και ποιοτικό κινηματογράφο, τη στιγμή που στη μεγάλη αίθουσα του Ατλαντίς, η ουρά των επισκεπτών ήταν μεγάλη για το πολυδιαφημισμένο Poor Things του υπερεκτιμημένου Γιώργου Λάνθιμου. 
Οι "Χωρικοί" δεν είναι μόνο μια ιστορία ενός απαγορευμένου ερωτικού πάθους που ανθίζει σε μια μικρή και συντηρητική κοινωνία, αλλά κι ένας ύμνος για τον αρχέγονο δεσμό του ανθρώπου με τη φύση και τον κύκλο της ζωής μέσα στις εναλλαγές των τεσσάρων εποχών. Είναι ένας φόρος τιμής στις παγανιστικές παραδόσεις που είναι τόσο κοινές στους ανθρώπους της υπαίθρου, οι οποίες δυστυχώς σβήνουν με το πέρασμα του χρόνου. Είναι μια αναφορά στις διαχρονικές οικογενειακές συγκρούσεις για τα κληρονομικά αλλά και στις ηθικές καταπιέσεις των κλειστών τόπων. Όμως πάνω απ' όλα, οι "Χωρικοί" είναι μια πλούσια κι ονειρική πανδαισία χρωμάτων και μελωδιών που μόνο ο κινηματογράφος μπορεί να προσφέρει. 

Βαθμολογία: 9/10


1.Civil War



Ομολογώ πως επισκέφθηκα τον κινηματογράφο Μικρόκοσμο με μικρές προσδοκίες, καθώς οι εγχώριες κριτικές για τον πολλά υποσχόμενο "Εμφύλιο Πόλεμο" του Άλεξ Γκάρλναντ ήταν οι περισσότερες χλιαρές κι αρνητικές. Να όμως που κι αυτές έπαιξαν σημαντικό ρόλο, εντείνοντάς μου μια από τις πιο συγκλονιστικές κινηματογραφικές εμπειρίες των τελευταίων χρόνων, άφηνοντάς με μουδιασμένο για κάμποση ώρα μετά το τέλος της προβολής, να προσπαθώ να ξαναβρώ την ανάσα μου και να κατευνάσω την ανεξέλεγκτη ταχυπαλμία που μου προκάλεσε η ταινία. Πάνω σ' αυτό θα ήθελα να τονίσω πως δεν ήταν ο καταιγιστικός ρυθμός του έργου που με αιφνιδίασε και με σόκαρε αλλά στο κατά πόσο κοντά είναι ο δυτικός κόσμος σε ένα τόσο ακραία πολωμένο δυστοπικό μέλλον, ειδικά αν αναλογιστούμε τον πρόεδρο-μαριονέτα που έχει σήμερα η άλλοτε υπερδύναμη χώρα του δυτικού κόσμου αλλά κι αυτόν που επανεκλέγει πριν λίγους μήνες...
Ο "Εμφύλιος Πόλεμος" δεν είναι μια ακόμη από τις πολλές αξιόλογες αντιπολεμικές ταινίες αλλά μια από τις πιο προβοκατόρικες δημιουργίες που έχει προσφέρει ο αμερικανικός κινηματογράφος τα τελευταία χρόνια. Είναι ένα κινηματογραφικό εγχείρημα που ενώ προσελκύει το κοινό με τις πολεμικές του σκηνές, τελικά καταφέρνει να το προβληματίσει με το ανησυχητικό του περιεχόμενο. Είναι ένα ύστατο καμπανάκι για το αδιέξοδο που έχει οδηγηθεί η αμερικανική κοινωνία συμπαρασύροντας μαζί της και τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Παρόλο που η ταινία σε προϊδεάζει για ένα δυστοπικό μέλλον, τελικά σε συνταράζει για την ειλικρινή της ανάλυση σε ένα υπαρκτό διχαστικό παρόν που βρίσκεται ένα βήμα πριν την εμφύλια σύρραξη. Για όλους αυτούς τους λόγους, τη θεωρώ ως ένα αναπάντεχο κινηματογραφικό αριστούργημα και σίγουρα ως μια από τις καλύτερες και συγκλονιστικότερες ταινίες της φετινής χρονιάς. Επίσης, είναι μια ταινία που αξίζει οπωσδήποτε να την παρακολουθήσει κανείς σε κινηματογραφική αίθουσα. 

Βαθμολογία: 9/10

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025

Νίκαια, ατενίζοντας τη δαντελωτή ακτή



Η Νίκαια είναι η πέμπτη μεγαλύτερη πόλη της Γαλλίας και δεύτερη σε μέγεθος στην Κυανή Ακτή, μετά την Μασσαλία, με πληθυσμό που αγγίζει το ένα εκατομμύριο κατοίκους. Η πόλη ιδρύθηκε γύρω στο 350 π.Χ. από Έλληνες της Μασσαλίας και το όνομά της το πήρε προς τιμή της θεάς Νίκης. Τόσο η Νίκαια, όσο κι η ευρύτερη περιοχή, μετατράπηκαν σε τουριστικό θέρετρο από τα τέλη του 19ου αι. κυρίως από τους κύκλους της βρετανικής αριστοκρατίας. Επίσης, η καθαρή της ατμόσφαιρα κι η ηλιοφάνεια που έχει η πόλη καθόλη τη διάρκεια του έτους, προσέλκυσε σπουδαίους ζωγράφους όπως ο Marc Chagall κι ο Henri Matisse, μ' αποτέλεσμα αρκετά μουσεία της πόλης να φιλοξενούν έργα τους. 
Η ιδιαίτερη ομορφιά της πόλης οφείλεται στα αρχοντικά του 19ου αι., τη διάσημη παραλιακή της λεωφόρο, την παλιά πόλη με το ιταλικό της ύφος και το φυσικό τοπίο που την περιβάλλει. Για όλους τους παραπάνω λόγους, η Νίκαια απέκτησε τον ανεπίσημο ύμνο "Nissa La Bella". Τέλος, αξίζει  να επισημανθεί πως η πόλη χαρακτηρίστηκε μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς τη UNESCO το 2023. 
Οι περιπλανήσεις μας στο σύγχρονο κομμάτι της Νίκαιας ξεκινούν από τον πανέμορφο ρωσικό καθεδρικό του Αγίου Νικολάου. Ο ρωσικό καθεδρικός ναός της Νίκαιας χτίστηκε το 1912 από τον Τσάρο Νικόλαο Β', καθώς υπήρχε μια πολυάριθμη ρωσική κοινότητα, η οποία είχε εγκατασταθεί στη γαλλική Ριβιέρα στα τέλη του 19ου αι. Αρχικά υπήρχε μια μικρότερη εκκλησία, η οποία δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει την όλο κι αυξανόμενη τοπική ρωσική κοινότητα. Η ανέγερση της νέας εκκλησίας ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα Mikhail Preobrajenski, ο οποίος τη σχεδίασε σε ύφος "παλιού ρωσικού" ναού, με έναν μεγάλο κεντρικό τρούλο και τέσσερις περιμετρικούς μικρότερους. Σε αντίθεση με αντίστοιχους ναούς στη Ρωσία, για τον συγκεκριμένο επιλέχθηκαν πιο ανοιχτά κι έντονα χρώματα που ταιριάζουν περισσότερο με το μεσογειακό φως. Ο πρώτος λίθος τοποθετήθηκε στις 25 Απριλίου του 1903 και πέρα από τον επιβλέποντα αρχιτέκτονα, υπήρξαν κι άλλοι που συμμετείχαν στο χτίσιμό του όπως ο Hippolyte Chevalier κι ο Lucien Barbet. Δόθηκε έμφαση στην επιλογή των υλικών κι αυτό φαίνεται στο ότι χρησιμοποιήθηκαν τούβλα από την περιοχή του Ρήνου, μάρμαρα από την Ιταλία και πολύχρωμα πλακάκια από τη Φλωρεντία. Γι' αυτό το λόγο, το κτίσιμό του κόστισε γύρω στα 1.500.000 φράγκα. Ο ναός εντυπωσιάζει τόσο με τον αρχιτεκτονικό του ρυθμό όσο και με τον εσωτερικό του διάκοσμο, καθιστώντας τον ως τον μεγαλύτερο και πιο όμορφο ορθόδοξο ναό που βρίσκεται σε καθολική χώρα. Επίσης είναι πολύ ενδιαφέρουσα η συλλογή που βρίσκεται στην κρύπτη του, η οποία αποτελείται από διάφορα κειμήλια κι ενθύμια της οικογένειας Ρομανόφ και συγκεκριμένα του Τσάρεβιτς Νικολάου, γιου του Αλέξανδρου Β', ο οποίος πέθανε σε νεαρή ηλικία στη Νίκαια. 
Από τον ρωσικό καθεδρικό του Αγίου Νικολάου, κατηφορίσαμε στην Προμενάντ ντεζ Ανγκλέ (Promenade des Anglais), το διάσημο παραλιακό τόξο της Νίκαιας, το οποίο έχει μήκος επτά χιλιόμετρα και ξεκινάει από το αεροδρόμιο και καταλήγει στα ανατολικά κάτω από το λόφο του κάστρου που ορθώνεται πάνω από την παλιά πόλη. Η ιστορία της Προμενάντ ντεζ Ανγκλέ ξεκινά κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, όταν η αγγλική αριστοκρατία βρέθηκε να περνά το χειμώνα της στη Νίκαια απολαμβάνοντας την πανοραμική θέα κατά μήκος της ακτής. Το έργο χρηματοδοτήθηκε από τον κληρικό Λιούις Γουέι. Ο πεζόδρομος αρχικά ονομαζόταν από τους κατοίκους Camin deis Anglés (Ο δρόμος των Άγγλων) στην τοπική διάλεκτό τους. Ύστερα από την προσάρτηση της Νίκαιας στη Γαλλία το 1860 μετονομάστηκε σε La Promenade des Anglais. Στις μέρες μας, οι κάτοικοι της περιοχής και οι τουρίστες, κάνουν τις βόλτες τους με τις οικογένειές τους στο πεζόδρομο που χάριν συντομίας αποκαλούν La Prom. Στη περίφημη παραλιακή περαντζάδα, τόσο οι κάτοικοι της Νίκαιας όσο κι οι επισκέπτες της, απολαμβάνουν να περπατούν δίπλα στη θάλασσα έχοντας συντροφιά την αναζωογονητική αλμύρα της Μεσογείου και τα απαλά χάδια του ηλίου. Εξάλλου δεν είναι τυχαίο που οι περίφημες μπλε καρέκλες της παραλιακής, είναι όλες στραμμένες προς τον αχανή ορίζοντα του νότου. Ο κάθετος δρόμος που πήραμε από την ρωσική εκκλησία, μας έβγαλε στο εμβληματικό ξενοδοχείο Negrescο, το οποίο είναι ένα εξέχον δείγμα της Βelle Εpoque κι αποτελεί το χαρακτηριστικότερο τοπόσημο σε όλη την παραθαλάσσια διαδρομή.
Δίπλα στο διάσημο ξενοδοχείο της παραλιακής, βρίσκεται η Villa Massena, ένα μουσείο που στεγάζεται σε ένα περίτεχνο αρχοντικό. Το συγκεκριμένο παλάτι χτίστηκε μεταξύ 1898 και 1901 από τον αρχιτέκτονα Hans-Georg Tersling, ο οποίος επέλεξε νεοκλασικό στυλ με ιταλικές επιρροές. Η Villa Massena ήταν η χειμερινή κατοικία του πρίγκιπα Victor sd'Essling, ο οποίος το κληροδότησε στην πόλη της Νικαίας το 1919 Στο ισόγειο έχει πορτρέτα κι έργα τέχνης που συνδέονται με τους πλούσιους κατοίκους της πόλης κατά τον 19ο αι. ενώ στον πάνω όροφο η έκθεση εστιάζει στην ιστορία της πόλης από την εποχή της προσάρτησή της στη Γαλλία μέχρι την Μπελκ Επόκ. Στην εκθεσιακή της συλλογή υπάρχουν πολλά έργα τέχνης, αντικείμενα εκείνης της εποχής αλλά και μοναδικά κομμάτια όπως το νεκρικό προσωπείο του Ναπολέοντα, μια τιάρα της Ζοζεφίνας κι ένα έργο του Prefect Liegeard. Το πιο όμορφο σημείο του μουσείο είναι ο όμορφος κήπος του, σχεδιασμένος από  τον τοπιογράφο Edouard Andre, στον οποίον υπάρχει μια υπαίθρια φωτογραφική έκθεση με τη ζωή και τα δρώμενα της πόλης αλλά κι ένα μνημείο για τα θύματα της τρομοκτατικής επίθεσης στη Νίκαια στις 14 Ιουλίου του 2016, όπου σκοτώθηκαν 84 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 65. 
Στο μέτωπο της παραλιακής βρίσκεται και το Εκατονταετές μνημείο, το οποίο είναι αφιερωμένο στα εκατό χρόνια από την προσάρτηση της Νίκαιας στη Γαλλία. Δημιουργός του συγκεκριμένου μνημείου είναι ο Andre-Joseph Allar, ο οποίος δημιούργησε μια αλληγορία όπου η Νίκαια σε μορφή νεαρού κοριτσιού προσφέρεται στη Γαλλία, η οποία παρουσιάζεται σε μορφή γυναίκας που κρατά ένα δοκάρι. Στην κορυφή της στήλης στέκει μια φτερωτή νίκη που δίνει όρκο πίστης. Το μνημείο ορθώνεται στον κήπο Albert 1er. 
Ο συγκεκριμένος κήπος οδηγεί στην πλατεία Massena, μια περίτεχνη πλατεία του 19ου αι. γεμάτη νεοκλασικά κτίρια με κόκκινες προσόψεις και γλυπτά. Η συγκεκριμένη πλατεία κατασκευάστηκε το 1840 για να συνδέσει την παλιά πόλη με την νέα, η οποία αποτελούσε αγαπημένο χειμερινό προορισμό της αγγλικής κι αργότερα της ευρωπαϊκή αριστοκρατίας. Στην πλατεία αυτή βρίσκεται το σιντριβάνι του Ήλιου με το άγαλμα του θεού Απόλλωνα και κάποιες μεταλλικές στήλες ύψους δέκα μέτρων, στην κορυφή των οποίων είναι κάποιες καθιστές μορφές, οι οποίες φωτίζονται το βράδυ. Τα επτά γλυπτά είναι έργα του Καταλανού γλύπτη Jaume Plensa, με τον τίτλο "Conversation in Nice" καθώς οι καθιστές μορφές αντιπροσωπεύουν τις ηπείρους που συνομιλούν. 
Το σιντριβάνι του ήλιου και του φωτός, οφείλεται στο ότι αυτά τα στοιχεία ανέδειξαν την πόλη παγκοσμίως κι είναι έργο του Alfred Janniot κι ολοκληρώθηκε το 1956. Η ιδέα για το συγκεκριμένο σιντριβάνι ξεκίνησε από τη δεκαετία του '20 και του '30 αλλά ματαιώθηκε εξαιτίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Στο κέντρο του γλυπτού συμπλέγματος δεσπόζει το επτά μέτρων ύψος μαρμάρινο άγαλμα του θεού Απόλλωνα ενώ γύρω του έχουν τοποθετηθεί πέντε μπρούτζινα αγάλματα που συμβολίζουν τη Γαία, τον Άρη, τον Ερμή, τον Κρόνο και την Αφροδίτη. Ωστόσο, το συγκεκριμένο έργο είχε προκαλέσει αρκετές αντιδράσεις καθώς το άγαλμα του Απόλλωνα ήταν γυμνό, με τον δημιουργό να δίνει έμφαση στα σφιχτά οπίσθιά του και στο εκτεθειμένο του πέος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να απομακρυνθεί ο Απόλλωνας από τη θέση του και να στηθεί στο δημαρχείο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε πίσω από το γήπεδο Charles Erhmann. Μετά από δεκαετίες, η λογική υπερίσχυσε και το γλυπτό ξαναβρήκε τη θέση του στις 20 Ιουλίου του 2011. 
Από την πλατεία Massena ξεκινάει η λεωφόρος Jean Medecin, όπου βρίσκεται η κεντρική αγορά της πόλης. Στη συγκεκριμένη κεντρική αρτηρία βρίσκεται η Βασιλική της Notre-Dame de Nice, μια ρωμαιοκαθολική βασιλική γοτθικού ρυθμού, η οποία χτίστηκε μεταξύ 1854 με 1868 από τον Louis Lenormand κι είναι η μεγαλύτερη εκκλησία της πόλης αλλά όχι ο καθεδρικό της. Αυτό που ξεχωρίζει στη συγκεκριμένη εκκλησία είναι οι δυο τετράγωνοι πύργοι ύψους 65 μέτρων και το βιτρό με σκηνές από τη Κοίμηση της Θεοτόκου. Προσωπικά δε με εντυπωσίασε ιδιαίτερα καθώς έχω συναντήσει στη Γαλλία πολύ πιο όμορφους κι εκλεπτυσμένους ναούς. Ωστόσο, και σ' αυτό το μέρος σημειώθηκε ένα ακόμη τρομοκρατικό χτύπημα. Συγκεκριμένα, στις 29 Οκτωβρίου του 2020, ένας 21χρονος Τυνήσιος σκότωσε τρία άτομα.
Από τη λεωφόρο Jean Medecin φτάσαμε στην υπέροχη συνοικία Cimiez, στο αριστοκρατικό κομμάτι της πόλης με τις εντυπωσιακές επαύλεις, τα πολυτελή ξενοδοχεία, τα απομεινάρια της ρωμαϊκής πόλης, το μοναστήρι Cimiez με τις υπέροχες τοιχογραφίες του και τον κήπο του που έχει θέα όλη την πόλη και τα δυο διάσημα μουσεία, του Marc Chagall και του Henri Matisse. 
Στη κορυφή της συνοικίας δεσπόζει το μεγαλοπρεπές Excelsior Regina Palace, το οποίο χτίστηκε στα τέλη του 19ου αι. σε ρυθμό μπλε επόκ κι είναι εργο του Ιταλού S.M. Biasini. Το ιστορικό ξενοδοχείο υπήρξε η επιτομή της πολυτέλειας με τα 400 δωμάτια και τις απίστευτες για τότε παροχές. Ωστόσο, εγινε ακόμη πιο διάσημο από την παρουσία της βασίλισσας Βικτωρίας καθώς το προτιμούσε στις χειμερινές της εξορμήσεις μεταξύ 1897 και 1900, όπως επίσης και από την παρουσία του μεγάλου ζωγράφου Henri Matisse, που έζησε εκεί από το 1938 έως το 1943. Το 1937 μετατράπηκε σε κτήριο πολυτελών κατοικιών. Ωστόσο, εμένα περισσότερο με εντυπωσίασε ένα ερείπιο που βρίσκεται αντικριστά του θεόρατου Excelsior Regina Palace, το οποίο είχε στην πρόσοψη του αντίγραφα από τη ζωφόρο του Παρθενώνα. 
Μπαίνοντας στη συνοικία Cimiez, συναντάμε πρώτο το Εθνικό Μουσείο Μαρκ Σαγκάλ, το οποίο φιλοξενεί τη μεγαλύτερη δημόσια συλλογή έργων του σπουδαίου εκπροσώπου της μοντέρνας τέχνης. Το μουσείο Σαγκάλ αποτελεί θεματική και καλλιτεχνική μονογραφία που γεννήθηκε από την επιθυμία του ίδιου του ζωγράφου να συγκεντρωθούν σε έναν χώρο τα 17 έργα που δημιούργησε εμπνευσμένος από την Παλαιά Διαθήκη. Τη σειρά «Βιβλικό Μήνυμα» συμπληρώνουν συνολικά 400 δημιουργίες του Σαγκάλ, έργα ζωγραφικής, γκουάς, σκίτσα, ακουαρέλες, παστέλ. Ανάμεσα στα εκθέματα εντάσσονται και τα υαλογραφήματα (βιτρό) σε μπλε τόνους καθώς κι ένα υπαίθριο ψηφιδωτό αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία.Ένα ακόμη ιδιαίτερο χαρακτηρίστηκε του συγκεκριμένου μουσείου, είναι πως είναι το μοναδικό που στήθηκε από τον ίδιο τον δημιουργό. Ανοιξε τον Ιούλιο του 1973 από τον ίδιο τον Chagall στα 86ά του γενέθλια. 
Στο τελείωμα της συνοικίας Cimiez βρίσκεται το μουσείο Matisse. Ο σπουδαίος εκπρόσωπος του φοβισμού γοητεύτηκε από το φως της Νίκαιας, δηλώνοντας πως «όταν κατάλαβα ότι θα έβλεπα κάθε μέρα αυτό το φως, δεν μπορούσα να πιστέψω στην ευτυχία μου». Το μουσείο στεγάζεται στη γενουατική Villa des Arènes του 17ου αιώνα, η οποία ξεχωρίζει με το έντονο πορφυρό της χρώμα και φιλοξενεί μια εντυπωσιακή συλλογή πινάκων, φωτογραφιών και γλυπτών. Από τα έργα που συνάντησα, ξεχώρισα ορισμένες νεκρές φύσεις και κάποιες ψαλιδισμένες υδατογραφίες, που του έδωσαν τη δυνατότητα να αποτυπώσει το χρώμα και το σχέδιο με μια δυναμική κίνηση. Όμως, περισσότερο μου κέντρισε το ενδιαφέρον η εντυπωσιακή διαρρύθμιση της εισόδου με τον κούρο να δεσπόζει στο κέντρο της αίθουσας.
Κοντά στο μουσείο Matisse βρίσκεται το μοναστήρι και η εκκλησία Cimiez, που χρησιμοποιούνταν από τους Φραγκισκανούς μοναχούς από τον 16ο αιώνα. Η εκκλησία φημίζεται για τις υπερόχες τοιχογραφίες της και φιλοξενεί σπουδαία έργα τέχνης όπως έναν μαρμάρινο σταυρό του 1477 και τους πίνακες του Ιταλού καλλιτέχνη Ludovico Brea. Επίσης, στη συλλογή της υπάρχουν περισσότερα από 300 έγγραφα και έργα τέχνης από τον 15ο έως τον 18ο αιώνα. Τέλος, στο νεκροταφείο που βρίσκεται κοντά στο μοναστήρι είναι θαμμένοι οι ζωγράφοι Henri Matisse και Raoul Dufy, μαζί με τον κάτοχο του Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1937, Roger Martin du Gard.
Τέλος, στη συγκεκριμένη γειτονιά βρίσκονται και τα απομεινάρια της ρωμαϊκής πόλης, από τα οποία έχουν διατηρηθεί το ρωμαϊκό αμφιθέατρο και τα ιαματικά λουτρά, ενώ επίσης υπάρχει κι ένα μικρό αρχαιολογικό μουσείο με ενδιαφέροντα εκθέματα. Αξίζει μια περιπλάνηση στον αρχαιολογικό χώρο που βρίσκεται κάτω από το μουσείο Matisse.
Κατηφορίζοντας προς την πόλη, συναντήσαμε το Head Caree, ένα γλυπτό-κτήριο ύψους 30 μέτρων. Το συγκεκριμένο οικοδόμη αποτελείται από ένα πελώριο κεφάλι που φτάνει ως το ύψος των κάτω χειλιών και συνεχίζει σε σχήμα κύβου, του οποίου η κάθε πλευρά έχει διάσταση 14 μέτρων. Στο εσωτερικό του στεγάζει τα διοικητικά γραφεία της δημοτικής βιβλιοθήκης κι αποτελεί συνέχεια του Μουσείου Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης (ΜΑΜΑC), το οποίο φιλοξενεί αντιπροσωπευτικά έργα των κυριότερων εκπροσώπων της αμερικανικής pop art, όπως ο Andy Warhol και ο Roy Lichtenstein, αλλά και Γάλλων νεορεαλιστών, όπως ο César και ο Yves Klein. Σ' αυτή τη γειτονιά βρίσκεται και το υπέροχο εστιατόριο Lou Balico με τη γευστικότατη τοπική του κουζίνα. 
Οι περιπλανήσεις μας ολοκληρώνονται στο τελείωμα της Promenade des Anglais. Σ' εκείνο το σημείο, όπως και στο λόφο του κάστρου, βρίσκεται το καλύτερο σημείο για να απολαύσει κανείς το ηλιοβασίλεμα στην Κυανή Ακτή ακούγοντας τον απαλό παφλασμό των κυμάτων που σκάνε κάτω από τα πόδια σου. Σε εκείνο το σημείο έχει κανείς πιάτο όλο το παραλιακό μέτωπο της πόλης με τα υπέροχα μέγαρά του και τους ανέμελους κατοίκους του που περπατούν αμέριμνοι δίπλα στη θάλασσα. 
Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση στη συγκεκριμένη πόλη, ήταν η ευγένεια των κατοίκων της, οι οποίοι διαφέρουν πολύ από τους υπόλοιπους Γάλλους. Είναι πιο πρόσχαροι και δείχνουν ότι απολαμβάνουν την κάθε στιγμή. Χαιρόσουν να τους βλέπω να περπατούν στο παραλιακό μέτωπο, να κάθονται στις διάσημες γαλαζιες καρέκλες απολαμβάνοντας τη θέα και τον ήλιο ή διαβάζοντας ενα βιβλίο, να κουτσομπολεύουν τους περαστικούς ή να κάθονται να ακούσουν τους πλανόδιους μουσικούς. Κι όλα αυτά με ένα λαμπρό χαμόγελο, το οποίο δεν κατάφεραν να σβήσουν οι δύο σχετικά πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις. 

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2025

Νίκαια, η ιταλική φινέτσα της παλιάς πόλης



Αν ανέβει κανείς στο Λόφο του Κάστρου της Νίκαιας (Colline du Chateau), θα διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια, ότι από κάτω του δεν απλώνεται μια μόνο πόλη αλλά δυο, οι οποίες διαχωρίζονται από ένα μακρόστενο πάρκο, το Promenade du Paillon. Επίσης ξεχωρίζουν κι από το χρώμα, το σχήμα και την πυκνότητα των κτηρίων. Η παλιά πόλη της Νίκαιας με την ιταλική της φινέτσα, είναι μαζεμένη στο τρίγωνο που σχηματίζεται από το παραλιακό πάρκο του Albert 1er και φτάνει ως Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, ενώ ή τρίτη του άκρη αγγίζει τα ριζά του λόφου όπου ορθώνεται ο πύργος Bellanda με την μοναδική του θέα σε όλο το παραλιακό τόξο της Νίκαιας αλλά και στον ανοιχτό μεσογειακό ορίζοντα. Μέσα σ' αυτό το μικρό πολεοδομικό τρίγωνο υπάρχει ένα πλήθος υπέροχων σημείων, όμορφων μουσείων και γραφικών πλατειών όπως η Πλατεία Δικαστηρίου, η πλατεία Rossetti με τον καθεδρικό ναό του Saint Reparata κι η μικρή πλατεία του Αγίου Φραγκίσκου. 
Ο ιταλικός χαρακτήρας της παλιάς πόλης οφείλεται στο ότι η Νίκαια άνηκε ως το 1860 στην Ιταλία, ενώ στη Γαλλία προσαρτήθηκε με τη Συνθήκη του Τορίνο στις 24 Μαρτίου εκείνης της χρονιάς. Με αυτή τη συνθήκη, το βασίλειο της Σαρδηνίας-Πεδεμόντιο συναινούσε στην παραχώρηση των εδαφών της Σαβοΐας και της Νίκαιας στη Γαλλία, αφού επιβεβαιωνόταν η θέληση των κατοίκων με δημοψήφισμα.
Η παλιά πόλη φημίζεται για τα στενά σοκάκια της που κρύβονται κάτω από ψηλά κτίρια με γήινες αποχρώσεις, οι οποίες αποκτούν ένα ιδιαίτερο πορφυρό χρώμα κατά τη δύση του ηλιου. Ο κεντρικό της πεζόδρομος είναι η Rue Saint-Francouise de Paule, η οποία είναι παράλληλη με την Promenade des Anglais και καταλήγει στη γραφική αγορά Cours Saleya με την υπαίθρια πολύχρωμη αγορά των λουλουδιών. Στη συγκεκριμένη οδό υπάρχει το δημαρχείο κι η επιβλητική όπερα της πόλη. Αξίζει όμως να σταματήσει κανείς στο ιστορικό σοκολατοποιείο Maison Auer που έχει διατηρήσει την αίγλη του παρελθόντος. Το Maison Auer είναι ένα οικογενειακό ζαχαροπλαστείο που λειτουργεί από το 1820 κι αποτέλεσε πόλο έλξης της τότε αριστοκρατικής ελίτ, με πιο διάσημη θαμώνα την βασίλισσα Βικτώρια της Μ. Βρετανίας. 
Λίγα μέτρα πιο πέρα από το ιστορικό ζαραχοπλαστείο, βρίσκεται η Marche Aux Fleurs, όπου χτυπάει η καρδιά της παλιάς πόλης. Ένα κομμάτι της υπαίθριας αγοράς είναι γεμάτο λουλούδια κι αγροτικά προϊόντα που συναντούμε στις λαϊκές αγορές των ελληνικών πόλεων, αλλά από την Place Pierre Gautier κι έπειτα, αρχίζει ένα πανέμορφο υπαίθριο παζάρι με αντίκες, γυαλικά, πίνακες, παλιά βιβλία κι ένα σωρό θησαυρούς για συλλέκτες και μανιώδεις λάτρες παλαιών αντικειμένων. Ένα πολύβουο και πολύχρωμο παζάρι που αξίζει  να περπατηθεί από την μια του άκρη ως την άλλη και να φωτογραφηθεί.
Στη γειτονιά της Αγοράς των Λουλουδιών βρίσκεται και το Μουσείο Φωτογραφίας Τσαρλς Νεγκρέ, το οποίο στεγάζεται σε ένα παλιό βιομηχανικό κτήριο. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ο αρχιτεκτονικός του χαρακτήρας, ο φωτισμός των εκθεμάτων αλλά κι ο παλιός γερανός που εξακολουθεί να στέκει πάνω από τον εκθεσιακό χώρο. Το συγκεκριμένο μουσείο τιμήθηκε το 2018 με το βραβείο Qualité Tourisme, το οποίο του απονεμήθηκε για την ποιότητα της υποδοχής και των υπηρεσιών του. Στον όμορφα διομορφωμένο χώρο του μουσείου διοργανώνονται περιοδικές εκθέσεις διάσημων φωτογράφων. Τις μέρες που επισκεφθήκαμε την Νίκαια, πέσαμε πάνω στην έκθεση της εκκεντρικής φωτογράφου Βίβιαν Μέιερ. Λάτρεψα τα πρόσωπα των ανθρώπων που είχε αποθανατίσει στους δρόμους της Αμερικής αλλά περισσότερο μου έκανε εντύπωση το μελαγχολικό της βλέμμα στις αυτοπροσωπογραφίες της. Ακριβώς δίπλα στο μουσείο, υπάρχει ένας ακόμη εκθεσιακός χώρος, ο οποίος φιλοξενεί έργα τοπικών φωτογράφων. 
Πίσω από το μουσείο φωτογραφίας βρίσκεται η πλατεία του Δικαστηρίου με το επιβλητικό μέγαρο, το οποίο φωτίζεται τη νύχτα στα χρώματα της γαλλικής σημαίας. Από εκείνο το σημείο αρχίζουν τα στενά σοκάκια της παλιάς πόλης, τα οποία είναι  γεμάτα υπέροχα μπιστρό, όμορφα εστιατόρια με διαφορετική κουζίνα και χαρακτήρα, προσφέροντας μια γαστρονομική ποικιλία τόσο στους κατοίκους όσο και στους επισκέπτες της Νίκαιας. Επίσης συναντήσαμε πλούσιες κάβες με διάσημα γαλλικά κρασιά. Παρά την πληθώρα των επιλογών που μας πρόσφερε η περιοχή, εμείς λατρέψαμε μια συγκεκριμένη μπυραρία λόγω της ιδιαιτερης διαχρονικής διακόσμησή της αλλά και της ζεστασιά τόσο του προσωπικού όσο και των θαμώνων της. 
Στην καρδιά της παλιάς πόλης βρίσκεται ο καθεδρικός Sainte-Marie et Sainte-Reparate, ο οποίος είναι κι η έδρα της Μητρόπολης της Νίκαιας. Η κατασκευή του ναού ξεκίνησε το 1650 κι ολοκληρώθηκε το 1685. Ωστόσο, στον ναό έγιναν κι άλλες επεμβάσεις μετά τον καθαγιασμό  του το 1699. Τα τελευταία διακοσμητικά του στοιχεία προστέθηκαν το 1949. Στις 9 Αυγούστου του 1906, ο ναός χαρακτηρίστηκε εθνικό μνημείο. Αυτό που με εντυπωσίασε από το συγκεκριμένο μνημείο ήταν η μελωδία του καμπαναριού όταν χτυπούσε κι αντιλαλούσε στους στενούς δρόμους της παλιάς πόλης, δημιουργώντας μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα κατά τη διάρκεια των βραδινών μας περιπλανήσεων.
Κοντά στον ναό βρίσκεται ένα εντυπωσιακό μπαρόκ ανάκτορο του 17ου αι με εκπληκτικές τοιχογραφίες, ταπισερί και με μια πλούσια συλλογή παλαιών μουσικών οργάνων. Το Lascaris Palace ήταν μια ευχάριστη έκπληξη στη τριήμερη παραμονή μας στη Νίκαια. Με γοήτευσε ο ζωγραφιστος διάκοσμος των αιθουσών κι ο τρόπος που ειχε αναδειχθεί μέσω ειδικού φωτισμου. Επίσης εντυπωσιάστηκα με τα σπάνια είδη μεσαιωνικών μουσικών οργάνων που ήταν καλά φυλασσόμενα σε ειδικές προθηκές. Αυτό όμως που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν μια αίθουσα που ήταν αφιερωμένη στους συντηρητές έργων τέχνης του μουσείου και στο έργο που επιτελούν για τη διατήρηση και την ανάδειξη των εκθεμάτων του. Σε ένα τοίχο είχε τα χαμογελαστά πορτραίτα αυτών των αφανών πρωταγωνιστών, δημιουργώντας μια επιπλέον οικειότητα του επισκέπτη με το μουσείο. Επίσης, μου φάνηκε έξυπνη η συνύπαρξη της μοντέρνας τέχνης με τα μπαρόκ εκθέματα. Μπορεί τα σύγχρονα έργα τέχνης να μη με άγγιξαν ιδιαίτερα (ίσα ίσα που δε καταλάβαινα το νόημά τους), αλλά μου φάνηκε εύστοχος ο τρόπος με τον οποίον τοποθετήθηκαν μέσα στο χώρο του παλατιού. 
Οι περιπλανήσεις στην παλιά πόλη ολοκληρώνονται με την ανάβαση στο λόφο του Κάστρου, απ' όπου θαυμάσαμε πανοραμικά την ευρύτερη περιοχή. Σ' αυτό το σημείο βρισκόταν παλιά η ακρόπολη της Νίκαιας, η οποία χτίστηκε τον 11ο αι. αλλά ισοπεδώθηκε το 1706 μετά από διαταγή του Λουδοβίκου του 14ου. Σήμερα έχουν μείνει κάποια απομεινάρια, τα οποία βρίσκονται καλά κρυμμένα στις πυκνές φυλλωσιές του λόφου, σα να φοβούνται μην τυχόν βρεθεί κάποιος άλλος ηγέτης που θα απαιτήσει να ισοπεδωθούν κι αυτά.
Αξίζει η ανάβαση στον συγκεκριμένο λόφο καθώς είναι ένας πνεύμονας οξυγόνου στο παραλιακό μέτωπο της πόλης κι αξίζει το πέρασμά μας δίπλα από τον όμορφο καταρράκτη της πλαγιάς.
Από την παλιά πόλη της Νίκαιας, θα μου μείνουν οι ανέμελες παρέες που περιφέρονταν γελώντας στα σοκάκια της πόλης, ο μεθυσμένος που τριγυρνούσε βρίζοντας μια στα γαλλικά μια στα ιταλικά, ο τρελός που μου ζητούσε να τον φωτογραφήσω στην πλατεία του Δικαστηρίου και η πανδαισία των χρωμάτων στην Αγορά των Λουλουδιών. 
Με αυτές τις εικόνες διέσχισα την Porte fausse, θέλοντας να δω και τη σύγχρονη όψη της πόλης.

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

Αβινιόν, η αρχοντική αύρα της γαλλικής πόλης των Παπών




Αναχωρήσαμε από τη Μασσαλία με το πρωινό τραίνο με προορισμό την αρχοντική πόλη της Αβινιόν. Έχοντας προμηθευτεί ζεστούς καφέδες από το κυλικείο του σιδηροδρομικού σταθμού, καθίσαμε αναπαυτικά σε αντικριστές καρέκλες και παρατηρούσαμε ονειροπόλα τα παράκτια τοπία της Προβηγκίας καθώς το απαλό πρωινό φως χάιδευε παιχνιδιάρικα τα αγουροξυπνημένα και γεμάτα προσμονή για νέες εικόνες πρόσωπά μας.
Η διαδρομή μας από τη Μασσαλία μέχρι την Αβινιόν διήρκεσε μια ώρα, έχοντας ενδιάμεση στάση την Αρλ, την πόλη που έζησε κι εμπνεύστηκε ο Βίνσεντ βαν Γκογκ. Το τραίνο πέρασε ακριβώς δίπλα από την LUMA Arles, το καλλιτεχνικό κέντρο της πόλης με τον φουτουριστικό του πύργο, έργο του Αμερικανοκαναδού αρχιτέκτονα Φρανκ Γκέρι (διάσημου για το μουσείο Γκουγκενχάιμ στο Μπιλμπάο και του Σπιτιού που Χορεύει στην Πράγα). Από την Αρλ και μετά, μας συντρόφευε ο ποταμός Ροδανός, μέχρι που διακρίναμε τα παλιά τείχη της Αβινιόν, τα οποια εξακολουθούν να ορθώνονται περιμετρικά της παλιάς της πόλης. 
Η Αβινιόν θεωρείται μια από τις πιο ιστορικές πόλεις της Γαλλίας και στέκει στην καρδιά των διάσημων αμπελώνων που απλώνονται μεταξύ Προβηγκίας και Λάνγκετοκ. Η πόλη είναι διάσημη ως παπική πόλη της Γαλλίας, καθώς εκεί είχε μεταφερθεί η έδρα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας τον 14ο αι. για να αποφύγει τους κινδύνους των εθνικών και θρησκευτικών συγκρούσεων που μάστιζαν την Ρώμη εκείνον τον καιρό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα επτά διαδοχικοί πάπες να προέρχονται από τη συγκεκριμένη πόλη. Η "παπική αιχμαλωσία" της Αβινιόν διήρκεσε μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση, η οποία ανάγκασε τους θρησκευτικούς ηγέτες να φύγουν, αφήνοντας πίσω τους τα αρχοντικά τους απομεινάρια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Αβινιόν να χαρακτηριστεί ως "Δεύτερη Ρώμη". 
Το πρώτο αξιοθέατο που αντικρίσαμε βγαίνοντας από το σιδηροδρομικό σταθμό, ήταν οι καλοδιατηρημένοι Προμαχώνες. Από εκείνο το σημείο ξεκινούσε η Rue de la Republique, στην οποία συναντήσαμε το πρώτο μνημείο της πόλης, την γοτθική εκκλησία Saint Martial. Ο ναός χτίστηκε το 1346 αρχικά ως παλάτι της βασίλισσας Ιωάννας αλλά το 1380 δωρήθηκε στο τάγμα των Βενεδικτίνων. Τον 19ο αι. μετατράπηκε σε Μουσείο Φυσικής Ιστορίας μέχρι το 1881, όπου και παραδόθηκε στους Προτεστάντες. Έκτοτε, ο ναός ανήκει στην Ενωμένη Προτεσταντική Εκκλησία της Γαλλίας. Στον προαύλιο χώρο της βρίσκεται το σημείο μηδέν της πόλης, ή αλλιώς "La Via Avenio Km 0", καθώς εκεί βρίσκεται το θρησκευτικό σταυροδρόμι των μονοπατιών που το ένα οδηγεί στο Σαντιάγο ντε Κομποστέλα και το άλλο στη Ρώμη.
Λίγα μέτρα πιο πάνω στη συγκεκριμένη οδό, βρίσκεται το Musee Lapidaire, ένα μικρό αρχαιολογικό μουσείο με ρωμαϊκά, αιγυπτιακά κι ελληνικά εκθέματα που έχουν ανακαλυφθεί στην ευρύτερη περιοχή της Προβηγκίας. Το συγκεκριμένο μουσείο είναι "επέκταση" του φημισμένου μουσείου Calvert της Αβινιόν. Ένας μεγάλος χάρτης της Ελλάδος, μας υποδέχτηκε στον εκθεσιακό χώρο, κάνοντάς μας να νιώσουμε μια πρωτόγνωρη οικειότητα με τον μουσειακό χώρο. Όταν δυο εργαζόμενοι έμαθαν για την καταγωγή μας, μας έπιασαν για ώρα συζήτηση θέλοντας να μας εκθειάσουν τις ομορφιές της χώρα μας, δείχνοντάς μας φωτογραφίες από τις πρόσφατες επισκέψεις τους σε Αθήνα και σε κάποια νησιά. 
Το Musee Lapidaire ήταν μια ενδιαφέρουσα στάση στην πόλη καθώς εδρεύει σε μια εντυπωσιακή πρώην εκκλησία Ιησουιτών, η οποία χτίστηκε το 1615. Τα εκθέματα είναι προσεκτικά επιμελημένα κι όμορφα τοποθετημένα μέσα στο χώρο και καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα ειδών τέχνης όπως γλυπτά, ψηφιδωτά, επιτύμβια ανάγλυφα κ.α. αλλά και ιστορικών περιόδων. Επίσης, η είσοδος του είναι δωρεάν, καθιστώντας το προσβάσιμο σε όλους. 
Μετά την επίσκεψή μας στο Musee Lapidaire, συνεχίσαμε τη βόλτα μας ως την Place de l' Horloge. Στην κεντρική πλατεία της πόλης βρίσκεται το δημαρχείο, το οποίο στεγάζεται σε ένα μέγαρο του 19ου αι., ο πύργος με το ρολόι κι η Grand Opera που χτίστηκε το 1824. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα ακολουθούν τα σημαντικότερα αξιοθέατα της πόλης.
Φεύγοντας απο την Place de l' Horloge, βρεθήκαμε μπροστά στο θεόρατο Παπικό Παλάτι. Τόσο η μορφολογία του εδάφους όσο κι η τοποθεσία του πάνω στα απόκρημνα βράχια της περιοχής, δημιουργούσαν την αίσθηση πως το συγκεκριμένο φρούριο ίπταται πάνω από τα κεφάλια μας. Περπατήσαμε στην στενή τάφρο του, με μια απροσδιόριστη επιφύλαξη ότι αν πάσα στιγμή, το παλάτι θα μας καταπλακώσει. Περιπλανηθήκαμε περιμετρικά του Παλατιού για να το θαυμάσουμε απ' όλες τις ορατές του πλευρές μέχρι την Poterne de la Banasterie, μια μικρή και διακριτική οχυρωματική πύλη του 14ου αι., η οποία μας έβγαλε στις όχθες του Ροδανού ποταμού. Στο συγκεκριμένο σημείο έχουν αποκαλυφθεί σε ανασκαφές αρκετά ρωμαϊκά ψηφιδωτά.
Περνώντας από τη μικρή πύλη, βρεθήκαμε στην οδό Quai de la Ligne, η οποία ακολουθεί τον περίβολο του πρώτου μεσαιωνικού προμαχώνα της Αβινιόν. Το όνομα αυτού του δρόμου προήλθε από τους καλαθοπλέκτες που έφτιαχναν ψάθινα καλάθια χρησιμοποιώντας κλαδιά από τις ιτιές που φύτρωναν κατά μήκος του ποταμού Ροδανού και του Durançole, ο οποίος τροφοδοτούσε τις τάφρους του φρουρίου. Σε αυτή τη γωνιά της παλιάς πολης βρίσκονται οι υπερυψωμένοι κήποι Jardin des Doms. Δυστυχώς, ο χώρος ήταν κλειστός λόγω έργων, οπότε κινηθήκαμε μόνο στη μικρή πλατεία που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου, παρατηρώντας από την μια μεριά την πόλη που απλωνόταν από κάτω κι από την άλλη μεριά τους αμπελώνες στην αντίπερα όχθη του ποταμού. 
Το έντονο βοριαδάκι μας ανάγκασε να επισπεύσουμε την κάθοδό μας από τους Jardin des Doms και να κινηθούμε προς τη γέφυρα Σεν Μπενεζέ, τη θρυλική "Pont d' Avignon", η οποία χτίστηκε τον 12ο αι. για να συνδέει το παπικό κράτος (Comtat Venaissin) με την υπόλοιπη Γαλλία. Στην αρχή, η γέφυρα ήταν ξύλινη κι είχε τοποθετηθεί στο πιο στενό σημείο του Ροδανού, αλλά μετά από μια καταστροφή, ανακατασκευάστηκε από πέτρα. Στη νέα της μορφή, η γέφυρα είχε μήκος 915 μέτρα και στηριζόταν πάνω σε 22 καμάρες, καθιστώντας την ένα από τα εντυπωσιακότερα επιτεύγματα της εποχής της. Όμως, στα τέλη του 17ου αι. μετά από μια ισχυρή πλημμύρα, η γέφυρα καταστράφηκε, μ' αποτέλεσμα να απομείνουν μόνο 4 καμάρες και το ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου. Περπατήσαμε ως την άκρη της γέφυρας και σκύψαμε να δούμε τη ροή του ποταμού από κάτω μας. Αυτό όμως που μας εντυπωσίασε περισσότερο ήταν όταν γυρίσαμε πίσω κι αντικρύσαμε την επιβλητική καστροπολιτεία που ορθωνόταν σαν παπικό στέμμα ακριβώς πάνω από την παλιά πόλη.
Ξαναμπήκαμε στο οχυρωμένο κομμάτι της Αβινιόν και κινηθήκαμε προς την Place du Palais, μια πανέμορφη πλατεία, η οποία αγκαλιάζεται από το μουσείο Petit Palais, το οποίο φιλοξενεί έργα διάσημων ζωγράφων όπως του Giovanni Bellini, του Sandro Botticelli και του Vittorrio Carpacio, με σημαντικότερο έκθεμα της μουσειακής συλλογής να είναι το "La Vierge et l' Enfant" του Sandro Botticelli. Λίγο πιο πέρα ορθώνεται η Notre Dam de Doms, ο επιβλητικός καθεδρικός ναός της πόλης, ο οποίος χτίστηκε τον 12ο αι. Ακριβώς δίπλα τους στέκεται η πύλη του Παλατιού των Πάπων. 
Το Παλάτι των Παπών υπήρξε το μεγαλύτερο κατασκεύασμα γοτθικού ρυθμού στον Μεσαίωνα και σ' αυτό έλαβαν χώρα έξι κονκλάβια. Το οικοδόμημα αποτελεί  συνδυασμό δύο κτηρίων, του παλιού παλατιού του Βενέδικτου XII, το οποίο ήταν ένα πραγματικό φρούριο χτισμένο πάνω στον απόρθητο βράχο των Ντομ και το νέο παλάτι του Κλήμη VI, στο οποίο εκφράστηκε σε όλο του το μεγαλείο, ο αρχιτεκτονικός ρυθμός του διεθνούς γοτθικού ύφους. Η κατασκευή του ανατέθηκε από κοινού στους Γάλλους αρχιτέκτονες Πιέρ Πεϋσόν και Ζαν του Λουβρ, γνωστού ως Ντε Λουμπιέρ. 
Για πολλούς, το περίφημο γοτθικό ανάκτορο των Παπών θεωρείται το πιο μεγάλο κι όμορφο σπίτι του κόσμου. Ωστόσο αξίζει να σημειωθεί πως ο συγγραφέας Προσπέρ Μεριμέ το είχε χαρακτηρίσει ως φρούριο τυράννου παρά κατοικία των απεσταλμένων του Θεού. Ομολογώ πως για την εξωτερική όψη του παλατιού, θα συμφωνήσω με τον Γάλλο συγγραφέα αλλά όχι για την αίγλη του εσωτερικού του διάκοσμου. Εντυπωσιάστηκα με το μέγεθος των αιθουσών και την καλλιτεχνική τους καλαισθησία. Όμως μου θύμιζε περισσότερο ανάκτορο αριστοκρατών που έκαναν ντόλτσε βίτα παρά θρησκευτικών ηγετών. Οι εκπληκτικές τοιχογραφίες που συναντήσαμε σε κάποιες αίθουσες, ανήκουν στους σπουδαιότερους τοιχογράφους της Σχολής της Σιένα, Σιμόνε Μαρτίνι και Ματέο Τζιοβανέτι. Έχω την αίσθηση πως μείναμε αρκετή ώρα στις αίθουσες αυτές θέλοντας να παρατηρήσουμε την κάθε λεπτομέρεια των αναπαραστάσεων αλλά και των επαναλαμβανόμενων μοτίβων. Η πιο διάσημη αίθουσα του παλατιού είναι η Grand Tinel με την εντυπωσιακή ξύλινη οροφή αλλά και το ιδιωτικό παρεκκλήσι, του οποίου οι αγιογραφίες επιμελήθηκαν από τον Ματέο Τζιοβανέτι. Τόσο οι μορφές όσο και το κυρίαρχο μπλε, μου θύμισε αρκετά τις διάσημες τοιχογραφίες του Τζόττο στο παρεκκλήσι των Σκροβένι στην Πάντοβα.
Φεύγοντας από το Παλάτι των Παπών, περπατήσαμε σε μια μποέμικη γειτονιά που βρίσκεται κάτω από τη σκιά του θεόρατου μνημείου. Στα στενά σοκάκια της συγκεκριμένης συνοικίας συναντήσαμε μικρές γκαλερί, ήρεμα καφέ και μικρές πλατείες που ξεπετιούνταν σαν ξέφωτα μες στην παλιά πόλη. Σ' αυτή τη γειτονιά επισκεφθήκαμε τη Βασιλική του Αγίου Πέτρου, μια από τις πιο ιστορικές εκκλησίες της πόλης, η οποία κατασκευάστηκε τον 14ο αι. (εγκαινιάστηκε το 1358 από τον Πάπα Ιννοκέντιο ΣΤ') και ξεχωρίζει για την επιβλητική της πρόσοψη. Δυστυχώς εκείνη την ώρα ήταν κλειστή, οπότε δεν καταφέραμε να δούμε τα έργα τέχνης, το εκκλησιαστικό όργανο του 18ου αι. και το παρεκκλήσι των Μετανοιωμένων, το οποίο είναι διακοσμημένο με εκπληκτικούς πίνακες του 17ου αι. ΄
Στην ίδια συνοικία βρίσκεται κι ο πανέμορφος πύργο Saint Jean, ο οποίος άνηκε στον διοικητή των Ναϊτών. Ο συγκεκριμένος πύργος είναι ότι έχει απομείνει από το τότε διοικητήριο των ιπποτών, το οποίο καταστράφηκε το 1898. Η ιστορία του συγκεκριμένου μνημείου ξεκινάει από τον 13ο αι., όταν ο επίσκοπος της Notre Dame des Doms έδωσε την άδεια στον μεγάλο μάγιστρο του τάγματος Garsias de Liza να χτίσει μια εκκλησία, ένα νεκροταφείο και ένα διοικητήριο μέσα στα τείχη της πόλης. Στη συνέχεια, το 1379 οι Hospitallers μετακόμισαν στο λεγόμενο διοικητήριο του Saint Jean de Rhodes που ανήκε στους Templars. Οι ιππότες έφυγαν κι οι χώροι παραχωρήθηκαν στον καρδινάλιο Pierre Corsini (γνωστός ως Καρδινάλιος της Φλωρεντίας). Όταν οι πάπες εγκατέλειψαν την Αβινιόν, το διοικητήριο εγκαταλείφθηκε μέχρι τα μέσα του 16ου αι. που εγκαταστάθηκαν στρατεύματά του Καρόλου Ε'. Στη συνέχεια το παλιό διοικητήριο πουλήθηκε κατά τη διάρκεια της Επανάστασης και στη συνέχεια μετατράπηκε σε στρατώνες μεταξύ 1793 και 1833. Τίποτα σήμερα δεν θυμίζει αυτό το μακρύ παρελθόν, πέρα από μια διακριτική αναμνηστική πλακέτα στην πρόσοψη του πύργου.
Οι περιπλανήσεις μας στην Αβινιόν ολοκληρώθηκαν στην ομορφότερη γειτονιά της πόλης, την Rue des Teinturiers. Εκεί βρίσκεται ο δρόμος που άνθησε η βιομηχανία του μεταξιού το 1440. Σήμερα έχει απομείνει ένα κανάλι, το οποίο βοηθούσε στη μεταφορά των εμπορευμάτων ενώ ο ιστορικός δρόμος παραμένει μέχρι σήμερα ζωντανός χάρη στις ζεστές καφετέριες και τα εκλεπτυσμένα εστιατόρια του. Σε μια απ' αυτές ήπιαμε τον απογευματινό μας καφέ, θέλοντας να ξαποστάσουμε μετά από την πολύωρη βόλτα μας στη μεσαιωνική πόλη. 
Πριν αναχωρήσουμε από την Αβινιόν και καθώς τα φώτα της πόλης είχαν ανάψει αντικαθιστώντας τη μέρα που είχε απ' ώρα φύγει, επισκεφθήκαμε το παράρτημα του Musee Angladon που στεγάζει κάποια από τα αριστουργήματα της συλλογής του διάσημου Παριζιάνου σχεδιαστή μόδας Jacques Doucet. Περιπλανώμενοι στις αίθουσες του Hotel Massillon, θαυμάσαμε πίνακες των Modigliani, Sisley, Picasso, Van Gogh, Degas, Cezzane κι άλλων δημιουργών. 
Γυρνώντας προς τον σταθμό των τραίνων, περάσαμε έξω από μια μικρή πατισερί, της οποίας η αισθητική μας έκανε να σταθούμε αρκετή ώρα μπροστά στη βιτρίνα της. Χωρίς δεύτερη σκέψη μπήκαμε μέσα και γεμίσαμε δυο κουτιά με νόστιμα εκλέρ, τάρτες και σουδάκια, τα οποία μας συντρόφευσαν στην αποβάθρα του σταθμού καθώς περιμέναμε το τραίνο της επιστροφής. 
Με αυτόν τον αναπάντεχο γλυκό τρόπο αποχαιρετίσαμε μια από τις ομορφότερες πόλεις της Γαλλίας.

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2025

Μουζέν & Κάννες, από το χωριό των ζωγράφων στην ακτή των κινηματογραφικών αστέρων

 
 

Αναχωρήσαμε ένα ηλιόλουστο πρωινό από Νίκαια, με προορισμό τις Κάννες. Ομως, πριν πατήσουμε το πόδι μας στο φημισμένο κόκκινο χαλί του ιστορικού φεστιβάλ κινηματογράφου και περπατήσουμε στη Λα Κρουαζέτ, τη διάσημη παραλιακή λεωφόρο της πόλης, επισκεφθήκαμε το Μουζέν, ένα από τα πιο διάσημα μεσαιωνικά χωριά της Προβηγκίας, έχοντας θέα προς την Κυανή Ακτή στα νότια και τις Άλπεις στα βορειοανατολικά. Το Μουζέν έγινε ευρέως γνωστό από τις διασημότητες που επέλεξαν να ζήσουν για ένα χρονικό διάστημα εκεί, όπως ο Πάμπλο Πικάσο, ο Ζαν Κοκτώ, ο Υβ Σεν Λοράν, ο Κριστιάν Ντιόρ, η Ισιδώρα Ντάνκαν, ο Ουίστον Τσόρτσιλ κι η Κατρίν Ντενέβ. Σήμερα, έχει χάσει λίγη από την αυθεντικότητά του, καθώς τα πέτρινα σοκάκια του έχουν γεμίσει με μπουτίκ, γκαλερί κι ατελιέ καλλιτεχνών. 
Φτάνοντας στις Κάννες, πήραμε ένα από τα αστικά λεωφορεία που συνδέουν την πόλη με τον μεσαιωνικό οικισμό, μιας και το Μουζέν έχει πλέον επεκταθεί με πλούσιες επαύλεις προς τα ριζά του λόφου κι από ένα απομονωμένο χωριό έχει μετατραπεί σε κανονικό προάστιο των Καννών. Το λεωφορείο μας άφησε στον ήρεμο περιφερειακό δρόμο της σύγχρονης συνοικίας κι ανηφορίσαμε  με τα πόδια προς το χωριό, περνώντας ανάμεσα από μεγάλους μαντρότοιχους που προστάτευαν περιποιημένους κήπους και καλαίσθητες μονοκατοικίες. Κάθε φορά που το μάτι μας ανοιγόταν στον ορίζοντα, διαπιστώναμε πως υπήρχε μια αρμονική συνύπαρξη φύσης και κατοικήσιμης ζώνης. Στο τελείωμα της ανηφόρας, αποκαλύφθηκαν τα πρώτα σπίτια του παλιού χωριού με τις μπεζ τους αποχρώσεις, τις τραχιές επιφάνειες των λιθοδομών και τα διακριτά ίχνη που είχαν αφήσει οι αποξηραμένοι κισσοί σε κάποιες προσόψεις.
Το Μουζέν, όπως κι ολόκληρη η Κυανή Ακτή και κυρίως η Νίκαια, έγινε πόλος έλξης των καλλιτεχνών, λόγω της μεγάλης ηλιοφάνειας τους καθόλη τη διάρκεια του έτους. Την αρχή την έκανε ο σουρεαλιστής ζωγράφος Francis Picabia και στη συνέχεια ακολούθησαν οι διάσημοι φίλοι του από το χώρο της ζωγραφικής. Ακολούθησαν οι σχεδιαστές όπως οι Yves Saint Laurent κι ο Christian Dior κι οι μουσικοί όπως η Édith Piaf και ο Jacques Brel. Η γοητεία του συγκεκριμένου χωριού, προσέλκυσε και τον Pablo Picasso, ο οποίος έζησε τα τελευταία δώδεκα χρόνια της ζωής του εκεί (από το 1961 μέχρι το 1973) μετατρέποντας σε ατελιέ τη Notre-Dame de Vie, ένα παρεκκλήσι του 12ου αι. ενώ ο ίδιος έζησε σε ένα αγρόκτημα (mas), αντικριστά από το χωριό. Σήμερα στο στούντιο του στεγάζεται το τουριστικό γραφείο του χωριού και στο προαύλιο χώρο του ορθώνεται μια μεγάλων διαστάσεων προτομή του δημιουργού.
Το Μουζέν είναι αρκετά μικρό χωριό, οπότε δε χρειαστήκαμε κάποιον χάρτη ή το gps των κινητών μας για να το γυρίσουμε όλο. Εξάλλου, όλοι του οι δρόμοι είναι σχεδόν κυκλικοί κι οδηγούν προς την κορυφή του λόφου. Περπατώντας στα ηλιόλουστα σοκάκια του χωριού, συναντήσαμε την Porte Sarrazin, η οποία ήταν η αρχαία είσοδος του οικισμού, επισκεφθήκαμε την εκκλησία του St. Jacques Le Majeur κι ανακαλύψαμε το Μουσείο Φωτογραφίας και το μουσείο γυναικών καλλιτεχνών FAMM. Η βόλτα μας ολοκληρώθηκε στο παλιό στούντιο του Pablo Picasso με τη μεγάλη μεταλλική προτομή του καλλιτέχνη. 
Η εκκλησία του χωριού St. Jacques le Majeur, χτίστηκε σε τρία στάδια. Το σκευοφυλάκιο της χρονολογείται από τον 11ο αι. και στη συνέχεια το κτήριο επεκτάθηκε σαν κτίσμα τον 18ο και 19ο αι. Ο ναός είναι αρκετά απλός αλλά αξίζει να τον επισκεφθεί κανείς για να δει το εκκλησιαστικό όργανο το οποίο πατάει στο πάτωμα του ναού κι όχι σε κάποιον εξώστη. Το εκκλησιαστικό όργανο κατασκευάστηκε το 1995 κι ανακατασκευάστηκε το 2024 κι είναι μια αναπαραγωγή ενός μπαρόκ οργάνου γερμανικής έμπνευσης του 18ου αι. 
Γυρίσαμε ολόκληρο το χωριό μέσα σε λίγες ώρες, αναζητώντας σε κάθε του σοκάκι τις καλλιτεχνικές πινελιές που έχουν αφήσει τόσο οι παλιοί καλλιτέχνες όσο κι οι σημερινοί δημιουργοί που έχουν επιλέξει τον συγκεκριμένο τόπο για να εμπνευστούν. Υπήρξαν κάμποσα σημεία που υπήρχε καλαισθησία και χαιρόσουν να περπατήσεις ανάμεσα σε έργα τέχνης που ήταν εκτεθειμένα στο δρόμο. Όμως το μεγαλύτερο μέρος των υπαίθριων έργων τέχνης, μου φάνηκε αδιάφορο κι ανούσιο. Έχοντας περάσει καιρός από τις βόλτες εκείνης της μέρας, μπορώ να πω πως το μόνο που να με εντυπωσίασε κι έμεινε καλά χαραγμένο στη μνήμη μου, ήταν μια πινακίδα δίπλα από ένα φρεάτιο, που έγραφε ότι απ' αυτό το σημείο ξεκινάει η θάλασσα.
Η κοντινή απόσταση των Καννών με το Μουζέν, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο χαρακτήρα του χωριού, καθώς μετατράπηκε σε τουριστικό προορισμό για τους αστέρες που κατέφθαναν κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών. Επίσης, έχει γίνει διάσημο και για τη γαστρονομική του παράδοση, καθώς έχει αναδείξει δύο διάσημους σεφ, τον Roger Vergé και τον Alain Ducasse, ενώ κάθε Σεπτέμβρη διοργανώνεται το γαστρονομικό φεστιβάλ Les Etoiles de Mougin, μετατρέποντας το χωριό σε ένα υπαίθριο catering, στο οποίο συμμετέχουν κορυφαίοι σεφ από όλο τον κόσμο.
Λίγο μετά το μεσημέρι κατηφορίσαμε προς τις Κάννες, για τον απογευματινό μας περίπατο αλλά και για να νιώσουμε λίγη από την κινηματογραφική αίγλη της συγκεκριμένης πόλης. Από τα πρώτα μας βήματα διακρίναμε την έντονη παρουσία του φημισμένου κινηματογραφικού φεστιβάλ, το οποίο εχει συνδέσει τόσο στενά τη συγκεκριμένη πόλη με κάποια από τα πιο διάσημα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης, αν και τα τελευταία χρόνια με έχει απογοητεύσει αρκετά με τις απονομές του Χρυσού Φοίνικα. 
Κατηφορίζοντας προς τη θάλασσα, συναντήσαμε αρκετούς τυφλούς τοίχους κτηρίων, οι οποίοι ήταν ζωγραφισμένοι με γνώριμες σκηνές από θρυλικές ταινίες και πορτραίτα διάσημων ηθοποιών και σκηνοθετών. Όλες αυτές οι εικόνες μας συνόδευαν μέχρι το Palais des Festivals, στο οποίο πραγματοποιείται κάθε άνοιξη το κινηματογραφικό φεστιβάλ. Αμέσως ένιωσα μια οικειότητα με τις διάσημες σκάλες που καλύπτονται με το κόκκινο χαλί, πάνω στο οποίο έχουν πατήσει οι περισσότεροι διάσημοι αστέρες του κινηματογράφου. Περιμετρικά του κτηριακού συγκροτήματος, το οποίο περίμενα πιο καλαίσθητο κι εφάμιλλο με την αίγλη του κινηματογραφικού φεστιβάλ, συναντήσαμε το Cannes Walk of Fame, μια σειρά μεταλλικό πλακών, πάνω στις οποίες ήταν αποτυπωμένα τα χέρια αγαπημένων ηθοποιών. Απ' αυτά ξεχώρισα τα αποτυπώματα των χεριών του Ζαν Λουί Τρεντινιάν, της Μέριλ Στριπ, του Μικελάντζελο Αντονιόνι και του Σιλβέστερ Σταλόνε. Κάθε μας βήμα και μια έκπληξη, η οποία μας έφερνε πιο κοντά σε πρόσωπα που έχουν αποκτήσει πλέον μυθικές διαστάσεις στο κινηματογραφικό στερέωμα.
Από το "παλάτι" του φεστιβάλ, πήραμε το δρόμο προς την παλιά συνοικία των Καννών, την Le Suquet. Μου έκανε εντύπωση μια πινακίδα που συναντήσαμε κατά την ανάβασή μας στο φρούριο της κορυφής, η οποία έγραφε πως από το σημείο εκείνο κι έπειτα μπορεί να νιώθει κανείς ασφαλής σε περίπτωση που η πόλη πληγεί από κάποιο τσουνάμι. 
Η παλιά συνοικία των Καννών, ξεχωρίζει από τα γήινά της χρώματα, τα στενά ήρεμα σοκάκια της και την ιταλική της φινέτσα. Στην κορυφή της συνοικίας βρίσκεται το φρούριο το οποίο έχει μετατραπεί σε μουσείο κι ο καθεδρικός με τα κρεμασμένα καραβάκια από την οροφή, ως ναυτικά τάματα. Ο καθεδρικός είναι αφιερωμένος στη Notre Dame de l' Esperence, η κατασκευή της ξεκίνησε το 1521 με χρήματα των κατοίκων της πόλης και χρειάστηκε να περάσουν εκατό χρόνια μέχρι να ολοκληρωθεί, το 1627. Στις 28 Ιουλίου του 1937, η εκκλησία καταχωρήθηκε ως ιστορικό μνημείο. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης εκκλησίας είναι ότι τα παρεκκλήσια που βρίσκονται εντός της, είχαν παραχωρηθεί σε αδελφότητες χειροτεχνών της πόλης και χρονολογούνται από τον 17ο μέχρι τον 18ο αι. Επίσης, ο ναός ξεχωρίζει με το πάντρεμα των αρχιτεκτονικών ρυθμών που έχουν εφαρμοστεί πάνω της, με το ναό να έχει γοτθικό στυλ, τον προαύλιο χώρο της αναγεννησιακό ενώ ο πύργος της με το καμπαναριό είναι ρωμανικού ρυθμού.
 Έξω από τον ναό βρίσκεται η μικρή Place de la Castre, η οποία είναι περιστοιχισμένη από ένα τμήμα των οχυρώσεων της παλιάς όλης. Σταθήκαμε λίγη ώρα στις πολεμίστρες αγναντεύοντας την πόλη κάτω καθώς την έλουζε το φως του δειλινού. Στρέψαμε το βλέμμα μας προς τη δύση κι αμέσως διακρίναμε τον ήλιο που είχε κατηφορίσει στις απότομες πλαγιές του Σαιν-Τροπέ. 
Κατευθυνθήκαμε στην Λα Κρουαζέτ, τη διάσημη παραλιακή οδό που ντύνεται στα γιορτινά της κάθε φορά που διεξάγεται το κινηματογραφικό φεστιβάλ, κι η οποία πλέον συγκαταλέγεται στα Μνημεία Πολιτισμικής Κληρονομιάς στη Γαλλία. Η Λα Κρουαζέτ έχει μήκος δυο χιλιόμετρα και φημίζεται για τους ψηλούς της φοίνικες και την διαχρονική της αισθητική  που θυμίζει αρκετά μπελ επόκ. Κατά μήκος της παραλιακής οδού, δεσπόζουν πολυτελή ξενοδοχεία, ακριβά εστιατόρια και καταστήματα διάσημων οίκων μόδας. Όμως για μας, το πιο αξιοπρόσεκτο σημείο του συγκεκριμένου δρόμου, ήταν οι άνθρωποι, καθώς εκεί συναντήσαμε όλη την αφρόκρεμα της γαλλικής ελίτ, η οποία αποτελούταν από ανθρώπους που πολλές φορές προσπαθούσαν να παρουσιάσουν την οικονομική τους δύναμη με ακριβά κακόγουστα ντυσίματα. 
Απολαύσαμε τον απογευματινό μας καφέ κάτω από την επιβλητική όψη του ξενοδοχείου Carlton, παρατηρώντας τους ευκατάστατους περαστικούς και τους πανύψηλους φοίνικες της παραλιακής, προσπαθώντας να αφουγκραστούμε τους κοσμοπολίτικους παλμούς της πόλης. 
Όταν ο ήλιος άρχισε να αγγίζει τον ορίζοντα, σηκωθήκαμε από την καφετέρια και περπατήσαμε δίπλα στη θάλασσα. Η βουή της πόλης είχε κάπως καλμάρει κι οι κάτοικοί της κοντοστέκονταν κάθε τόσο για να δουν το ηλιοβασίλεμα. Η παραλία είχε γεμίσει με παρέες που κάθονταν στην άμμο, θέλοντας να απολαύσουν το τέλος μιας μέρας που περισσότερο θύμιζε καλοκαίρι παρά τέλη φθινοπώρου. 
Ως δια μαγείας, εκείνη τη στιγμή η Λα Κρουαζέτ μετατράπηκε σε ένα φωτεινό κόκκινο χαλί που οδηγούσε στο Palais des Festival, αλλάζοντας την όψη και το ύφος της πόλης. Από την μια είχαμε τα θερμά χρώματα του ηλιοβασιλέματος που όσο περνούσε η ώρα έσβηναν, από την άλλη είχαμε τις φωτισμένες όψεις των πολυτελών ξενοδοχείων που αντικαθιστούσαν το φως της μέρας και στη μέση ένα φωτεινό κόκκινο χαλί κάτω από τους θεόρατους φοίνικες της παραλιακής. Οι Κάννες των κινηματογραφικών μας ονείρων μόλις είχαν αποκτήσει σάρκα κι οστά...

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2025

Δύο χιλιάδες κι εικοσιπέντε χρόνια...

 



Είμαστε επιβιώσαντες, διαρκούμε πέρα απ' τον θάνατο των άλλων. Δεν γίνεται αλλιώς. Και δεν γίνεται παρά να κληρονομήσουμε οτιδήποτε. Ένα σπίτι, έναν χαρακτήρα, μια κοινωνία, μια χώρα, μια γλώσσα. Ύστερα θα έρθουν άλλοι• και είμαστε άνθρωποι που θα φτάσουν. Τι κάνουμε μ' αυτή την κληρονομιά; 

Μαρσέλο Κοέν.