Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κινηματογράφος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κινηματογράφος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

Οι καλύτερες ταινίες του 2024

 

To 2024 ήταν ένα κινηματογραφικό έτος με αρκετές εκπλήξεις αλλά και πολλές απογοητεύσεις. Για μένα ήταν μια χρονιά όπου έζησα αρκετές όμορφες στιγμές στις σκοτεινές αίθουσες, άλλες συγκινητικές κι άλλες ευχάριστες. Η πιο δυνατή στιγμή ήταν η προβολή του "Dourgouti Town" στην πλατεία Δουργουτίου στον Νέο Κόσμο, όπου παρέα με τους άγνωστους γείτονές μου και τους συντελεστές της ταινίας, παρακολούθησα ένα από τα ομορφότερα ντοκιμαντέρ που έχω δει μέχρι σήμερα, κάτω από τον γλυκό φθινοπωρινό ουρανό της Αθήνας. 
Από τις ταινίες που δεν με άγγιξαν παρόλο που ακούστηκαν αρκετά, ήταν το κινέζικο "Black Dog", το οποίο με κούρασε αρκετά τόσο στο σενάριο όσο και στις ερμηνείες των ηθοποιών. Επίσης, μου φάνηκαν άκυρες οι τοποθετήσεις των κομματιών των Pink Floyd μες στην ταινία. Για παράδειγμα, δεν κολλούσε το υπέρτατο κομμάτι "Mother" με την έκλειψη ηλίου. Μια ακόμη ταινία που συζητήθηκε αρκετά αλλά δε με συγκίνησε παρά το δυνατό της θέμα ήταν το "Μικρά πράγματα σαν κι αυτά" του Τιμ Μίλαντς. Μία ακόμη ταινία που συζητήθηκε αρκετά αλλά εμένα μου φάνηκε αρκετά αδιάφορη, ήταν το "Perfect Days" του Βιμ Βέντερς. Θεωρώ πως η δηθενιά έχει αρχίσει να κουράζει πια.
Οι ταινίες όμως που ήταν σκέτη απογοήτευση, ήταν το "Διπλανό Δωμάτιο" του Πέδρο Αλμοδόβαρ, το οποίο όσο με κέρδισαν στα υπέροχα και πολύχρωμα κάδρα του, τόσο μου προκάλεσαν αποστροφή οι ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστριών και το άχρωμο σενάριο. Επίσης, μαρτύρησα για να ολοκληρώσω το "Megalopolis" του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Μια ταινία άκρως κουραστική, αδιάφορη και τραγικά κενή με ερμηνείες για κλάματα και πλάνα που θύμιζαν περισσότερο τηλεταινία παρά κινηματογραφική παραγωγή. Επίσης, καλό είναι να ενημερώσει κάποιος τον Άνταμ Ντράιβερ πως δεν έχει ίχνος υποκριτικής πάνω του. Ακόμη αναρωτιέμαι τι είχε στο μυαλό του, ο σπουδαίος σκηνοθέτης που μας χάρισε αξεπέραστα αριστουργήματα στο παρελθόν, όπως την τριλογία των Νονών, τον "Δράκουλα", τη "Συνομιλία" και το "Αποκάλυψη Τώρα". Τέλος, για μια ακόμη φορά αναρωτιέμαι τι συμβαίνει στο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Καννών και βραβεύει με τον Χρυσό Φοίνικα άκυρες ταινίες όπως το φετινό "Anora". Όπως έχω πει και τις περασμένες χρονιά, η τελευταία αξιόλογη ταινία που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα, ήταν η "Χειμερία Νάρκη" του Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλαν το 2014.
Αφήνοντας λοιπόν τις παραπάνω ταινίες στην άκρη, παρουσιάζω τη δική μου λίστα με τις δέκα καλύτερες ταινίες της χρονιάς που μας έφυγε (για περισσότερη κριτική, πατήστε πάνω στους τίτλους των ταινιών).


10.Κονκλαβιο 



Το Κονκλάβιο είναι ένα καλογραμμένο καθηλωτικό θρίλερ που παρουσιάζει με ατμοσφαιρικό τρόπο τη λεπτή ισορροπία κατά τη διάρκεια της κλειστής θρησκευτικής διαδικασίας για την ανάδειξη ενός νέου Πάπα. Μέσα από τις εξαιρετικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών, ξετυλίγεται ένα αγωνιώδες δράμα, το  οποίο πατάει σε πολιτικά και ηθικά διλήμματα. Αυτό όμως που το κάνει ακόμη πιο δυνατό, είναι το ξεσκέπασμα της θρησκευτικής εξουσίας, η οποία έχουμε μετατρέψει το πνευματικό της λειτούργημα σε έναν ανηλεή αγώνα διεκδίκησης κάποιου διοικητικού θώκου, αποδεικνύοντας πως δεν είναι και τόσο αγνός, ο πολυπόθητος λευκός καπνός που βγαίνει μετά από την επίτευξη μιας εκλογής θρησκευτικού ηγέτη.

Βαθμολογία: 7/10





Οι κινηματογραφικές χρονιές πάντα περιέχουν αξιόλογες κι ενδιαφέρουσες προτάσεις από τη Λατινική Αμερική και συγκεκριμένα από την αγαπημένη μου χώρα, τη Χιλή, η οποία επικεντρώνεται τόσο στις μέχρι πρότινος αμερικανοκίνητες δικτατορίες όσο και στα σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά αδιέξοδα. Υπάρχουν όμως και ταινίες που εστιάζουν στις πιο σκοτεινές περιόδους εκείνων των περιοχών. Με μια απ' αυτές τις άγνωστες πτυχές της ιστορίας καταπιάνεται ο Φελίπε Γκαλβέζ στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, παρουσιάζοντας με ωμό κι ανατριχιαστικό τρόπο την ανελέητη γενοκτονία που υπέστησαν οι ιθαγενείς της Παταγονίας από τους δυτικούς τυχοδιώκτες που αποίκησαν με απληστία στα συγκεκριμένα παρθένα μέρη. Με ένα πρωτοποριακό ύφος, ο σκηνοθέτης αναμοχλεύει τα στάσιμα και σκοτεινά νερά της άγνωστης χιλιανής ιστορίας, ασκώντας με δριμύτητα κριτική για τις θηριωδίες της δυτικής αποικιοκρατίας, αποσπώντας με το έργο του το βραβείο FIPRESCI, στο τελευταίο φεστιβάλ των Καννών.
Οι "Άποικοι" είναι ένα μοντέρνο και σκοτεινό γουέστερν, το οποίο τολμάει να πειραματιστεί με νέες οπτικές γωνίες, καταφέρνοντας να προσεγγίσει τις σκοτεινές πτυχές ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος, με απώτερο σκοπό να καταγγείλει την ανελέητη βαρβαρότητα των αποίκων και τη μη αναστρέψιμη καταστροφή ενός φιλήσυχου πολιτισμού που ζούσε για αιώνες ειρηνικά στην πιο απομακρυσμένη περιοχή του Νέου Κόσμου. Επίσης, ο δημιουργός προσπαθεί να αναδείξει και να ερμηνεύσει με έναν εύστοχο τρόπο την καταδικασμένη ιστορία της χώρας του, η οποία θεμελιώθηκε με τις βαρβαρότητες των αποίκων, προετοιμάζοντας το έδαφος των δικτατοριών που επιβλήθηκαν στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Με λίγα λόγια, οι «Άποικοι», προσεγγίζουν με ειλικρίνεια, αλλά και με κυνισμό την απάνθρωπη φύση του ιμπεριαλισμού και της βάρβαρης κληρονομιάς του, η οποία δεν είναι άλλη από τη βίαιη κατάκτηση της εξουσίας, την επιδίωξη κάθε ανήθικου αισχροκερδούς πλούτου και τον ασφυκτικό έλεγχο των μαζών. 

Βαθμολογία: 7/10




Ο ιρλανδικός κινηματογράφος έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που καθιστά την κάθε του κινηματογραφική πρόταση άκρως ενδιαφέρουσα στα μάτια μου. Αυτό δεν είναι άλλο από το ιρλανδικό ζήτημα πάνω στον απελευθερωτικό του αγώνα, τον εμφύλιο και τον διαχωρισμό του νησιού σε δύο κράτη. Η λίστα των ταινιών που καταπιάνεται με αυτό το θέμα είναι μεγάλη κι αξιοσημείωτη, δίνοντας την εντύπωση πως το ζήτημα αυτό έχει καλυφθεί από κάθε πλευρά. Να όμως που έρχεται ξανά μια νέα πρόταση να προσθέσει μια ακόμη ψηφίδα σ' αυτήν την ιστορική καταγραφή που χρόνια τώρα κάνει ο ιρλανδικός κινηματογράφος. Αυτή τη φορά το πραγματοποιεί μέσα από τη μουσική και συγκεκριμένα τη χιπ χοπ σκηνή, προσφέροντάς μας μια καταιγιστική πρόταση, το "Kneecap".
Το "Kneepcap" είναι ένα νοσταλγικό κινηματογραφικό διαμάντι που μας θυμίζει αρκετές όμορφες στιγμές του παλιού αγγλικού σινεμά που αγαπήσαμε. Είναι μια εκρηκτική αναζωογονητική εμπειρία με φρενήρεις ρυθμούς που σε προκαλεί να χτυπηθείς σε ακούσματα χιπ χοπ από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό. Είναι ένας μοντέρνος ύμνος για μια γενιά που χρόνια παλεύει να διατηρήσει την εθνική της ταυτότητα απέναντι σε ένα θηρίο. Είναι μια από τις ταινίες που με κέρδισαν αναπάντεχα τη φετινή χρονιά. 

Βαθμολογία: 7/10





Έχουν υπάρξει ταινίες που έχω διστάσει να τις δω, διότι μου φαινόταν αδιάφορο το θέμα τους αλλά κι από φόβο ότι το είδος τους δε θα μου αρέσει καθόλου. Όταν όμως τους έδωσα μια ευκαιρία, με ενθουσιάζουν διπλά. Με την ίδια επίφοβη διάθεση ξεκίνησα να δω το "Emilia Perez" του Ζακ Οντιάρ, έχοντας απορία να δω πως μπορεί να εξελιχθεί μια ιστορία με έναν έμπορο ναρκωτικών που θέλει να κάνει διόρθωση φύλου και πως όλη αυτή η ιστορία μπορεί να παρουσιαστεί μέσα από ένα μιούζικαλ. Που να το περίμενα ότι αυτός ο τόσο αταίριαστος συνδυασμός, θα μου πρόσφερε ένα αναπάντεχο κινηματογραφικό διαμάντι. Η "Εμίλια Πέρεζ" είναι ένα δυναμικό, έξυπνο, σοβαρό, αστείο, δραματικό κι εκρηκτικό κινηματογραφικό διαμάντι που εξυμνεί τη βαθιά πίστη στους ανθρώπους, η οποία όλο και περισσότερο σβήνει στο πέρασμα των χρόνων και στην επιθυμία κάποιων προσώπων που επιλέγουν να αυτοθυσιαστούν για να σβήσουν τα εγκλήματά του παρελθόντος και να απαλλαγούν από τις δυσβάσταχτες ενοχές τους. 

Βαθμολογία: 8/10





Είναι κρίμα που κάποιες ταινίες περνούν τόσο αθόρυβα από τις κινηματογραφικές αίθουσες, χωρίς να παίρνουν την αναγνωρισιμότητα που τους αναλογει. Μια απ' αυτές τις ταινίες είναι κι η ιταλική "Χίμαιρα" της Αλίτσε Ροχβάχερ, ένα κινηματογραφικό διαμάντι μοναδικό στο είδος του αλλά και στο θέμα με το οποίο καταπιάνεται.
Η "Χίμαιρα" της Αλίτσε Ροχβάχερ είναι ένα μοντέρνο κινηματογραφικό διαμάντι το οποίο μας παρουσιάζει με παραμυθένιο τρόπο το παρελθόν που λεηλατείται και σβήνει ενώ παράλληλα το μέλλον δυσκολεύεται να γεννηθεί. Είναι ένας ύμνος των ατέρμονων μαχών που δίνει ο καθένας μοναχός του στη ζωή για να δώσει σάρκα κι οστά στα πιο απατηλά του όνειρα. Είναι ένας μύθος που ενώνει με έναν κόκκινο σπάγκο τον κόσμο των ζωντανών με τον αθέατο κάτω κόσμο των νεκρών. Είναι ένας φόρος τιμής για όλους αυτούς τους θησαυρούς που ατιμάστηκαν στο βωμό του κέρδους αλλά κι όλους αυτούς που εξακολουθούν να βρίσκονται στα σπλάχνα της γης, ευελπιστώντας πως θα έχουν μια καλύτερη μεταχείριση απ' αυτούς που θα τα ανακαλύψουν. 

Βαθμολογία: 8/10


5.Ο Σπόρος της Ιερής Συκιάς



Είναι αδύνατον να σχηματίζεται κάποια ετήσια αγαπημένη κινηματογραφική δεκάδα που να μην περιέχει μια ιρανική ματιά. Ο σκηνοθέτης Μοχάμαντ Ρασούλοφ εμπνεύστηκε στον απόηχο των αναταραχών κατόπιν του βίαιου θανάτου της Μάχσα Αμίνι από την αστυνομία, προσφέροντάς μας ένα αγωνιώδες κοινωνικοπολιτικό δράμα, το οποίο εκτυλίσσεται ανάμεσα στα καταπιεσμένα μέλη μιας παραδοσιακής οικογένειας. Με μεθοδικό τρόπο συσχετίζει τις εκρηκτικές διαδηλώσεις που έλαβαν χώρα στους δρόμους της Τεχεράνης με τις διαπροσωπικές σχέσεις των παιδιών με τους γονείς τους. Ο σκηνοθέτης καταφέρνει μέσα από ρεαλιστικούς διαλόγους να παρουσιάσει τη σύγκρουση των γενεών και την ανάγκη αναγέννησης μιας νέας κοινωνίας με πιο δίκαιους κι ισότιμους κανόνες. Επίσης, μέσα από τη σχέση της μάνας με τις κόρες της, αναδύεται η αγωνιώδη κραυγή των καταπιεσμένων νεαρών γυναικών που θέλουν να ξεφύγουν από τις επιβολές του θεοκρατικού καθεστώτος. Επιπλέον, καταδεικνύει τη δύναμη που φέρει ο λαός, όταν χρησιμοποιεί προς όφελός του τις δυνατότητες που του παρέχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κι οι κάμερες των κινητών τους, καταγράφοντας την ανεπιθύμητη για τα καθεστώτα αλήθεια. Τέλος, για μια ακόμη φορά, μέσα από τον ιρανικό φακό γίνεται εμφανής η ομοιότητα αυτών των κοινωνιών με τη δική μας, δημιουργώντας μας την απορία αν περισσότερο ανήκουμε στην Ανατολή κι όχι στη Δύση. 

Βαθμολογία: 8/10





Όπως συμβαίνει με συγκεκριμένους αγαπημένους μου δημιουργούς, έτσι κι εδώ, περίμενα με μεγάλη ανυπομονησία να παρακολουθήσω τη νέα ταινία του Φίλιππου Κουτσαφτή, "Ελευσίνιοι", καθώς η ίδια η πόλη που την τίμησε πριν τρεις δεκαετίες με την αξεπέραστη "Αγέλαστος Πέτρα", τον κάλεσε ξανά, αυτή τη φορά ως πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, για να περιπλανηθεί ξανά στις γειτονιές της και να συναναστραφεί με πρόσωπα παλιά κι αγαπημένα αλλά και με τις νέες γενιές που επιμένουν να αγωνίζονται και να ονειρεύονται σ' αυτή τη ξεχασμένη γωνιά της Αττικής γης. Οι "Ελευσίνιοι" είναι ένα πολυεπίπεδο δοκιμιακό έργο που καταπιάνεται με αρκετά θέματα και καταφέρνει να τα δέσει αρμονικά, δημιουργώντας ένα τελικό αποτέλεσμα αρκετά νοσταλγικό, συγκινητικό και πάνω απ' όλα ανθρωποκεντρικό. Θα προσπαθήσω να παρουσιάσω κάποια απ' αυτά, αν και θεωρώ αρκετά δύσκολο να περιγράψω όλα αυτά τα συναισθήματα που αναδύθηκαν από μέσα μου τόσο κατά τη διάρκεια της προβολής όσο και μετά...
Με μια σύγχρονη αλλά ταυτοχρόνως απόκοσμη ματιά, ο Φίλιππος Κουτσαφτής αναβιώνει τα Ελευσίνια Μυστήρια με τον δικό του ανεξίτηλο τρόπο, δημιουργώντας υπαρξιακές προεκτάσεις του ένδοξου παρελθόντος με το στάσιμο παρόν, αφήνοντας τις νέες γενιές να μιλήσουν για το μέλλον. Με τη δική του κινηματογραφική ματιά, η Ελευσίνα μετατρέπεται σε ένα καίριο σημείο αναφοράς της πρόσφατης ιστορίας του νεοελληνικού κράτους, από την Καταστροφή της Σμύρνης εν καιρώ πολέμου μέχρι την Καταστροφή της Ελευσίνας εν καιρώ ειρήνης (;), η οποία μας διηγείται ξανά ένα μοντέρνο θλιμμένο παραμύθι προσπαθώντας με κάθε τρόπο να διασώσει την Ιστορία που είτε έχει γκρεμιστεί, είτε έχει μπαζωθεί, είτε έχει τσιμεντωθεί. Πάνω σ' αυτό το χρόνιο έγκλημα, ο Φίλιππος Κουτσαφτής αφήνει στην άκρη το ενοχικό συγγνώμη του φινάλε της "Αγελάστου Πέτρας" και δίνει το βήμα και συνάμα την ώθηση στη νέα γενιά να συνεχίσει τον αγώνα για ένα καλύτερο αύριο. 

Βαθμολογία: 9/10


3.Dourgouti Town



Το "Dourgouti Town" ήταν μια ιδιαίτερη κινηματογραφική εμπειρία για μένα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έβλεπα σε μεγάλη οθόνη, πλάνα της καθημερινότητάς μου, δρόμους γνώριμους που τους έχω περπατήσει πολλές φορές στα δεκαεπτά χρόνια που βρίσκομαι στον Νέο Κόσμο, πρόσωπα που συναντώ τυχαία στο δρόμο, τα οποία μέσα από το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ απέκτησαν μια νέα υπόσταση στα μάτια μου. Μπροστά μου προβλήθηκαν εικόνες και ντοκουμέντα από ιστορίες και στέκια που έχω ακούσει από φίλους που μεγάλωσαν στη συγκεκριμένη γειτονιά και συγκινήθηκα με το πείσμα της παρελθοντικής λαϊκής αύρας που εξακολουθεί να υφίσταται, παρόλο που η γειτονιά κάηκε ολοσχερώς τον Αύγουστο του 1944 κι ισοπεδώθηκε τη δεκαετία του '60, ώστε να μπαζωθεί στη συνέχεια από τόνους τσιμέντο. Αυτό όμως που η ταινία κατόρθωσε, κερδίζοντάς με περισσότερο, ήταν που με ώθησε να αγαπήσω ακόμη πιο πολύ τη γειτονιά μου. 
Το "Dourgouti Town" είναι ένα δημιούργημα αγάπης προς έναν τόπο που παρέμεινε απόκεντρος, παρόλο που βρίσκεται στην καρδιά της Αθήνας. Είναι μια επισήμανση για ένα μικρό κομματάκι γης μέσα στην απέραντη τσιμεντένια χαβούζα του Λεκανοπεδίου, που εξακολουθεί να ζει με τους δικούς του ρυθμούς κι όρους. Είναι η επιμονή της άσβεστης ιστορίας του μεσοπολέμου και του εμφυλίου. Είναι επίσης η ανυπότακτη κραυγή απέναντι στη λαίλαπα της ανεξέλεγκτης τουριστικοποίησης του αθηναϊκού κέντρου. Για όλους τους παραπάνω λόγους πιστεύω πως το "Dourgouti Town" είναι ένα από τα καλύτερα ελληνικά ντοκιμαντέρ των τελευταίων χρόνων. 

 Βαθμολογία: 9/10




Με τα χρόνια έχω γίνει αρκετά επιλεκτικός με την πρώτη ταινία του νέου έτους, έχοντας την αίσθηση πως μια καλή επιλογή σηματοδοτεί και μια πλούσια κινηματογραφική χρονιά. Για μια ακόμη φορά, θεωρώ πως έκανα ένα εξαιρετικά ελπιδοφόρο ξεκίνημα, επισκεπτόμενος τον κινηματογράφο Ατλαντίς για να παρακολουθήσω την πολωνική ταινία "Οι Χωρικοί" σε σκηνοθεσία του κινηματογραφιστικού ανδρόγυνου Ντορότα Κομπιέλα και Χιού Βέλχμαν. Στη συγκεκριμένη προβολή πήγα με μεγάλες προσδοκίες, τις οποίες όχι μόνο μου τις ικανοποίησε, αλλά μου πρόσφερε ακόμη περισσότερη κινηματογραφική μαγεία και συγκίνηση. Αυτό όμως που μου έκανε εντύπωση, ήταν πως η μικρή κινηματογραφική αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο, ο οποίος προσήλθε να απολαύσει αυτό το σπάνιο κινηματογραφικό διαμάντι, το οποίο δε διαφημίστηκε και δεν προωθήθηκε καθόλου, φανερώνοντας την επιθυμία του κινηματογραφόφιλου κοινού για αληθινό και ποιοτικό κινηματογράφο, τη στιγμή που στη μεγάλη αίθουσα του Ατλαντίς, η ουρά των επισκεπτών ήταν μεγάλη για το πολυδιαφημισμένο Poor Things του υπερεκτιμημένου Γιώργου Λάνθιμου. 
Οι "Χωρικοί" δεν είναι μόνο μια ιστορία ενός απαγορευμένου ερωτικού πάθους που ανθίζει σε μια μικρή και συντηρητική κοινωνία, αλλά κι ένας ύμνος για τον αρχέγονο δεσμό του ανθρώπου με τη φύση και τον κύκλο της ζωής μέσα στις εναλλαγές των τεσσάρων εποχών. Είναι ένας φόρος τιμής στις παγανιστικές παραδόσεις που είναι τόσο κοινές στους ανθρώπους της υπαίθρου, οι οποίες δυστυχώς σβήνουν με το πέρασμα του χρόνου. Είναι μια αναφορά στις διαχρονικές οικογενειακές συγκρούσεις για τα κληρονομικά αλλά και στις ηθικές καταπιέσεις των κλειστών τόπων. Όμως πάνω απ' όλα, οι "Χωρικοί" είναι μια πλούσια κι ονειρική πανδαισία χρωμάτων και μελωδιών που μόνο ο κινηματογράφος μπορεί να προσφέρει. 

Βαθμολογία: 9/10


1.Civil War



Ομολογώ πως επισκέφθηκα τον κινηματογράφο Μικρόκοσμο με μικρές προσδοκίες, καθώς οι εγχώριες κριτικές για τον πολλά υποσχόμενο "Εμφύλιο Πόλεμο" του Άλεξ Γκάρλναντ ήταν οι περισσότερες χλιαρές κι αρνητικές. Να όμως που κι αυτές έπαιξαν σημαντικό ρόλο, εντείνοντάς μου μια από τις πιο συγκλονιστικές κινηματογραφικές εμπειρίες των τελευταίων χρόνων, άφηνοντάς με μουδιασμένο για κάμποση ώρα μετά το τέλος της προβολής, να προσπαθώ να ξαναβρώ την ανάσα μου και να κατευνάσω την ανεξέλεγκτη ταχυπαλμία που μου προκάλεσε η ταινία. Πάνω σ' αυτό θα ήθελα να τονίσω πως δεν ήταν ο καταιγιστικός ρυθμός του έργου που με αιφνιδίασε και με σόκαρε αλλά στο κατά πόσο κοντά είναι ο δυτικός κόσμος σε ένα τόσο ακραία πολωμένο δυστοπικό μέλλον, ειδικά αν αναλογιστούμε τον πρόεδρο-μαριονέτα που έχει σήμερα η άλλοτε υπερδύναμη χώρα του δυτικού κόσμου αλλά κι αυτόν που επανεκλέγει πριν λίγους μήνες...
Ο "Εμφύλιος Πόλεμος" δεν είναι μια ακόμη από τις πολλές αξιόλογες αντιπολεμικές ταινίες αλλά μια από τις πιο προβοκατόρικες δημιουργίες που έχει προσφέρει ο αμερικανικός κινηματογράφος τα τελευταία χρόνια. Είναι ένα κινηματογραφικό εγχείρημα που ενώ προσελκύει το κοινό με τις πολεμικές του σκηνές, τελικά καταφέρνει να το προβληματίσει με το ανησυχητικό του περιεχόμενο. Είναι ένα ύστατο καμπανάκι για το αδιέξοδο που έχει οδηγηθεί η αμερικανική κοινωνία συμπαρασύροντας μαζί της και τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Παρόλο που η ταινία σε προϊδεάζει για ένα δυστοπικό μέλλον, τελικά σε συνταράζει για την ειλικρινή της ανάλυση σε ένα υπαρκτό διχαστικό παρόν που βρίσκεται ένα βήμα πριν την εμφύλια σύρραξη. Για όλους αυτούς τους λόγους, τη θεωρώ ως ένα αναπάντεχο κινηματογραφικό αριστούργημα και σίγουρα ως μια από τις καλύτερες και συγκλονιστικότερες ταινίες της φετινής χρονιάς. Επίσης, είναι μια ταινία που αξίζει οπωσδήποτε να την παρακολουθήσει κανείς σε κινηματογραφική αίθουσα. 

Βαθμολογία: 9/10

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

Emilia Perez (2024)

 


Έχουν υπάρξει ταινίες που έχω διστάσει να τις δω, διότι μου φαινόταν αδιάφορο το θέμα τους αλλά κι από φόβο ότι το είδος τους δε θα μου αρέσει καθόλου. Όταν όμως τους έδωσα μια ευκαιρία, με ενθουσιάζουν διπλά. Με την ίδια επίφοβη διάθεση ξεκίνησα να δω το "Emilia Perez" του Ζακ Οντιάρ, έχοντας απορία να δω πως μπορεί να εξελιχθεί μια ιστορία με έναν έμπορο ναρκωτικών που θέλει να κάνει διόρθωση φύλου και πως όλη αυτή η ιστορία μπορεί να παρουσιαστεί μέσα από ένα μιούζικαλ. Που να το περίμενα ότι αυτός ο τόσο αταίριαστος συνδυασμός, θα μου πρόσφερε ένα αναπάντεχο κινηματογραφικό διαμάντι.
Η ταινία ξεκινάει με την μουσικοχορευτική παρουσίαση μιας εκ των πρωταγωνιστριών της ταινίας, της Ρίτα, μιας νέας δικηγόρου στην Πόλη του Μεξικού, την οποία υποδύεται εκρηκτικά η Ζόι Σαλντάνια (Zoe Saldaña). Η Ρίτα έχει κουραστεί να χάνεται στη σκιά του αφεντικού της κι έχει βαρεθεί να αθωώνει ενόχους. Με έναν ευφάνταστο τρόπο αρχίζει να περιγράφει την απογοήτευσή της όσον αφορά τα επαγγελματικά της. Όμως μετά από μια δικαστική της επιτυχία, την οποία την επωμίζεται για μια ακόμη φορά το αφεντικό της, η Ρίτα θα δεχτεί ένα τηλεφώνημα που της υπόσχεται πως θα την κάνει πλούσια και θα την αναδείξει επαγγελματικά, αν δεχτεί να συναντηθεί με τη φωνή που ακούγεται από την άλλη άκρη του ακουστικού. 
Η Ρίτα θα αποδεχτεί την πρόσκληση και θα παραβρεθεί στο ραντεβού με έναν κάπως ανορθόδοξο τρόπο. Εκεί θα διαπιστώσει πως η αινιγματική φωνή του τηλεφώνου ανήκει στον Μανίτας Ντελ Μόντε, έναν διαβόητο αρχηγό καρτέλ ο οποίος την προειδοποιεί πως αν έχει σκοπό να ακούσει την πρότασή του, θα είναι κι υποχρεωμένη να την εφαρμόσει. Ζυγίζοντας η Ρίτα, τη στασιμότητα του παρόντος με το άγνωστο που της επιφυλάσσει η πρόταση του βαρόνου, θα δεχτεί. Από εκείνη τη στιγμή, η Ρίτα θα κάνει τα πάντα για να βοηθήσει τον Μανίτας στις προσπάθειες που θα κάνει για να εξαφανιστεί από προσώπου γης και να αλλάξει φύλο κάτω από συνθήκες άκρας μυστικότητας. Παράλληλα θα βοηθήσει την οικογένειά του, η οποία θα καταφύγει στην Ελβετία για να προστατευθεί από τα αντίπαλα καρτέλ.  
Όμως η ιστορία δεν ολοκληρώνεται εκεί. Τέσσερα χρόνια μετά, ο Μανίτας επανέρχεται στη ζωή της καταξιωμένης πια δικηγόρου Ρίτα, ως Εμίλια Πέρεζ και της προτείνει μια νέα συνεργασία. Επιστρέφουν στο Μεξικό και ξεκινούν ένα διαρκή αγώνα κατά της εγκληματικότητας και της αδικίας. Αποδεσμευμένος/η από το σκοτεινό του/ης παρελθόν και την σεξουαλική του/ης καταπίεση, θα επανέλθει στο προσκήνιο ως μια αγία των φτωχών και μια προστάτιδα των οικογενειών που έχουν θρηνήσει νεκρούς απ' αυτόν τον ατέρμονο πόλεμο των ναρκωτικών. 
Η Εμιλία Πέρεζ ζει μια νέα νιότη κι απολαμβάνει πρωτόγνωρα συναισθήματα που έχουν αναδυθεί από την αναγέννησή της. Όμως υπάρχει ένα κενό που δεν μπορεί να το καλύψει καμία της φιλανθρωπία και καμιά από τις νέες της ερωτικές συντρόφους. Η αγάπη για τα παιδιά της και την παλιά της οικογένεια θα την κάνουν να πάρει λάθος αποφάσεις, των οποίων οι συνέπειες όχι μόνο θα είναι καταστροφικές αλλά κι άκρως θανατηφόρες. 





Μου έκανε μεγάλη εντύπωση που ένας σκηνοθέτης αποφάσισε να αναμείξει πολλά κινηματογραφικά είδη μαζί και να περάσει μέσα απ' αυτά πολλά θέματα που φαίνονται αταίριαστα μεταξύ τους. Ομολογώ πως άρχισα να παρακολουθώ την ταινία με αρκετές επιφυλάξεις, προϊδεασμένος πως θα παρακολουθήσω κάτι τελείως αλλοπρόσαλλο. Στην πορεία όμως διαπίστωσα πως ο Ζακ Οντιάρ κατάφερε να προσφέρει ένα πρωτοποριακό μιούζικαλ στην ισπανική γλώσσα, με μουσικά νούμερα γραμμένα από την Γαλλίδα μουσικό και τραγουδίστρια Camille και τον συνθέτη Clement Ducol και χορογραφημένα από τον Βέλγο Damien Jalet, το οποίο εξιστορεί σε ποπ ρυθμούς γνώριμες ιστορίες βίας, αγάπης κι εξιλέωσης. Αυτό όμως που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία ξεχωριστή, είναι ο έξυπνος τρόπος με τον οποίον ο σκηνοθέτης παντρεύει το δράμα με την κωμωδία και την αστυνομική περιπέτεια με τις γνώριμες τηλεοπτικές σαπουνόπερες. Παντρεύοντας όλα τα παραπάνω στοιχεία, ο σκηνοθέτης δημιουργεί έναν εποικοδομητικό κοινωνικό σχολιασμό πάνω σε καίρια θέματα όπως είναι η διαφθορά του κράτους που οδηγεί σε περισσότερη εγκληματικότητα κι η ταξική ανισότητα.
Αυτό όμως που κάνει την ταινία ξεχωριστή είναι ο υποδειγματικός τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης χειρίζεται το θέμα της φυλομετάβασης. Σε άλλα σημεία είναι κωμικός (ως εκεί που πρέπει) όπως συμβαίνει με το μουσικό κομμάτι σε κάποιο νοσοκομείο της Ταϊλάνδης και σε άλλα σημεία είναι αρκετά εσωτερικός αγγίζοντας τη ψυχή του προσώπου που παίρνει αυτήν την απόφαση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η Εμιλία Πέρεζ, την οποία ερμηνεύει εκπληκτικά η Κάρλα Σοφία Γκασκόν, καταφέρνοντας να υποστηρίξει έναν χαρακτήρα που υπήρξε ταυτόχρονα πατέρας και θεία, εγκληματίας κι αγία, πόνος και χάδι. 
Η ταινία γίνεται ακόμη πιο δυνατή με το να μετατρέψει την Εμίλια Πέρεζ σε τραγική ηρωίδα. Μπορεί να έχει μετανοήσει για τα εγκλήματά της, προσπαθώντας να εξιλεωθεί για το κακό που έχει κάνει, αλλά το παρελθόν έρχεται να την τιμωρήσει, αποδεικνύοντας πως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σκληρή απ' ότι ο κόσμος του κινηματογράφου. Οπότε ζούμε το τέλος ενός προσώπου, το οποίο αποδέχεται τη μοίρα του με αξιοπρέπεια και σιωπή, δημιουργώντας ένα μεγάλο βάρος στο κοινό που έχει να παλέψει μεταξύ της ηθικής και της μετάνοιας.
Ωστόσο, αξίζει να μνημονεύσω και τις άλλες δύο πρωταγωνίστριες, την Ζόι Σαλντάνια και την Σελίνα Γκόμεζ, οι οποίες συμπληρώνουν μαζί με την Κάρλα Σοφία Γκασκόν, ενα εκρηκτικό γυναικείο σύμπλεγμα υπέροχων και δυναμικών χαρακτήρων που αλληλοϋποστηρίζονται κι αλληλοσυγκρούονται ταυτόχρονα. Δεν είναι τυχαίο πως το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο φετινό φεστιβάλ των Καννών, δόθηκε ομαδικώς στο γυναικείο καστ της ταινίας. Θεωρώ πως ήταν μια από τις πιο έντιμες αποφάσεις του θεσμού, ο οποίος μας έχει απογοητεύσει οικτρά με τον Χρυσό Φοίνικα των τελευταίων χρόνων.
Η "Εμίλια Πέρεζ" είναι ένα δυναμικό, έξυπνο, σοβαρό, αστείο, δραματικό κι εκρηκτικό κινηματογραφικό διαμάντι που εξυμνεί τη βαθιά πίστη στους ανθρώπους, η οποία όλο και περισσότερο σβήνει στο πέρασμα των χρόνων και στην επιθυμία κάποιων προσώπων που επιλέγουν να αυτοθυσιαστούν για να σβήσουν τα εγκλήματά του παρελθόντος και να απαλλαγούν από τις δυσβάσταχτες ενοχές τους. 

 
Βαθμολογία: 8/10

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024

Kneecap (2024)

 



Ο ιρλανδικός κινηματογράφος έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που καθιστά την κάθε του κινηματογραφική πρόταση άκρως ενδιαφέρουσα στα μάτια μου. Αυτό δεν είναι άλλο από το ιρλανδικό ζήτημα πάνω στον απελευθερωτικό του αγώνα, τον εμφύλιο και τον διαχωρισμό του νησιού σε δύο κράτη. Η λίστα των ταινιών που καταπιάνεται με αυτό το θέμα είναι μεγάλη κι αξιοσημείωτη, δίνοντας την εντύπωση πως το ζήτημα αυτό έχει καλυφθεί από κάθε πλευρά. Να όμως που έρχεται ξανά μια νέα πρόταση να προσθέσει μια ακόμη ψηφίδα σ' αυτήν την ιστορική καταγραφή που χρόνια τώρα κάνει ο ιρλανδικός κινηματογράφος. Αυτή τη φορά το πραγματοποιεί μέσα από τη μουσική και συγκεκριμένα τη χιπ χοπ σκηνή, προσφέροντάς μας μια καταιγιστική πρόταση, το "Kneecap".
Η ταινία αναφέρεται στα μέλη ενός χιπ χοπ συγκροτήματος από το Δυτικό Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας. Οι δυο νεαροί κουβαλούν εντός τους όλα τα γεγονότα που σημάδεψαν τους κατοίκους της πόλης τις δεκαετίες των '80s και '90s, και προσπαθούν να εκφράσουν την οργή τους μέσα από στίχους  που γράφουν. Μέσα από τα τραγούδια τους προσπαθούν να ερμηνεύσουν τα γεγονότα που συλλέγουν από την καθημερινότητά τους και  περνούν τη δική τους θέση πάνω στο χρόνιο αίτημα των Ιρλανδών Ρεπουμπλικανών για πλήρη ανεξαρτησία της Ιρλανδίας, το οποίο δεν έχει υποχωρήσει παρά την κατάπαυση του πυρός από τον IRA. 
Πέρα όμως από την κοινωνικοπολιτική τους θέση, οι δυο νεαροί επιμένουν να γράφουν τους στίχους στα ιρλανδικά, προκαλώντας την οργή των αρχών, οι οποίες τους προπηλακίζουν με κάθε τρόπο. Σε μια από τις συλλήψεις τους, οι νεαροί θα γνωρίσουν έναν καθηγητή μουσικής, ο οποίος θα ανακαλύψει τυχαία τα τραγούδια των νεαρών και θα τα λατρέψει. Με την πρώτη ευκαιρία, τους παροτρύνει να δουν με περισσότερη σοβαρότητα το ταλέντο τους και τους προτείνει να ηχογραφήσουν τα τραγούδια τους σε ένα αυτοσχέδιο στούντιο που ο ίδιος έχει φτιάξει σε ένα γκαράζ. Μετά τις πρώτες ηχογραφήσεις, το συγκρότημα θα ονομαστεί Kneecap, εμπνευσμένο από το διαδεδομένο βασανιστήριο της περιόδου των ταραχών στη Βόρεια Ιρλανδία, όπου οι αντίπαλες πλευρές πυροβολούσαν ο ένας τα γόνατα του άλλου. Η κάπως ανορθόδοξη συνεργασία τους θα γίνει η αρχή μιας σειράς επεισοδιακών συναυλιών, όπου θα εκφραστούν θέσεις υπέρ της Παλαιστίνης και κατά της Αγγλίας και του παλατιού. Το συγκρότημα θα αποκτήσει αμέσως φήμη και θα κερδίσει γρήγορα αρκετούς οπαδούς. Παράλληλα όμως θα βρεθεί αντιμέτωπο και με αρκετούς εχθρούς.





Η ιστορία του συγκροτήματος παρουσιάζεται μέσα από ένα καταιγιστικό σενάριο, το οποίο καταφέρνει να ελιχθεί σε ένα εντυπωσιακό μοντάζ που κάνει τον κάθε θεατή της ταινίας να τραντάζεται στους φρενήρης ρυθμούς του ιρλανδικού χιπ χοπ. Μέσα σ' αυτή τη πανδαισία ήχων και χρωμάτων, γινόμαστε μέτοχοι σε μια ιστορία γεμάτη κυνηγητά με τις αρχές, ναρκωτικά με συμμορίες, ερωτικές σκηνές με φιλοβρετανίδες και απανωτά συνθήματα στους τοίχους του Μπέλφαστ. Κι αν όλο αυτό ακούγεται κάπως χαοτικό, ομολογώ πως θαύμασα αρκετά τον σκηνοθέτη Ριτς Πέπιατ, ο οποίος καταφέρνει με μαεστρία να περνάει από τη σοβαρότητα του θέματος στο χαβαλέ, παρουσιάζοντας από μια νέα οπτική γωνία το συλλογικό τραύμα μιας ολόκληρης γενιάς. 
Η ταινία καταφέρνει να πατάει σε αρκετά κινηματογραφικά ύφη. Από την μια έχει μια ντοκιμαντερίστικη ματιά, παρουσιάζοντας στιγμιαία ντοκουμέντα από γεγονότα που σημάδεψαν την νεότερη ιστορία του Μπέλφαστ, κι από την άλλη, μετατρέπεται σε ένα ξέφρενο βίντεο κλιπ που σε παρασέρνει με ευφάνταστους τρόπους στους ρυθμούς του συγκροτήματος. Επίσης, πολλά κοινωνικοπολιτικά θέματα τα περνάει με μια μορφή "κινηματογραφικού κόμικς" θυμίζοντας αρκετά, πλάνα από ταινίες του Γκάι Ρίτσι και του Ντάνι Μπόιλ, κάνοντάς τα πιο προσιτά σε νεότερες γενιές. 
Όταν όμως η ταινία εστιάζει σε φλέγοντα ζητήματα της ιρλανδικής κοινωνίας, η ματιά του σκηνοθέτη σοβαρεύει, κρατώντας μια αρκετά ώριμη στάση, όπως συμβαίνει στο ζήτημα της ιρλανδικής γλώσσας, την οποία οι νεαροί μουσικοί προσπαθούν με κάθε τρόπο να την αναδείξουν, ξεφεύγοντας από όλες τις απαγορεύσεις των βρετανικών αρχών. Κι είναι λογικό να έχουν το δίκιο με το  μέρος τους διότι "μια πατρίδα χωρίς δική της γλώσσα, είναι έθνος λειψό" όπως δηλώνει στην ταινία μια από τις υπέρμαχους της ιρλανδικής γλώσσας.
Τέλος, ένα ακόμη στοιχείο που με κέρδισε στη συγκεκριμένη ταινία, είναι η άνεση που είχαν τα μέλη του συγκροτήματος στο φακό, περνώντας μια αυθεντικότητα μέσα από την ασόβαρη συμπεριφορά τους και το αστείρευτο χιούμορ τους. Εξάλλου, τι πιο ενδιαφέρον να σου επικοινωνούν πολύ σοβαρά θέματα όπως είναι η εμπορευματοποίηση του πολιτισμού, η καταπίεση της εργατικής τάξης κι η απαγόρευση μιας γηγενούς γλώσσας, με έναν έξυπνο χιουμοριστικό τρόπο. 
Η τρέλα αυτών των προσώπων φάνηκε και στους πανηγυρισμούς τους για τα επτά βραβεία που κέρδισαν στo British Independent Film Awards (BIFA), ανάμεσα σ' αυτά το βραβείο καλύτερης ταινίας, καλύτερου casting, κοινής ερμηνείας για τους πρωταγωνιστές και φυσικά της μουσικής. Όταν πολλοί συντηρητικοί δυσανασχέτησαν ζητώντας μια εξήγηση, για το πώς γίνεται μια ταινία που μιλάει ενάντια της αγγλικής κατοχής στη Βόρειο Ιρλανδία να κερδίζει τα παραπάνω βραβεία, εκείνοι τους απάντησαν πως "πρώτα σας πήραμε τα λεφτά (δηλαδή την κρατική επιχορήγηση από το Κέντρο Κινηματογράφου) και τώρα τα βραβεία σας". Αυτή η άκρως διασκεδαστική προκλητική τους δήλωση συνοψίζει το όλο πνεύμα της ταινίας.
Το "Kneepcap" είναι ένα νοσταλγικό κινηματογραφικό διαμάντι που μας θυμίζει αρκετές όμορφες στιγμές του παλιού αγγλικού σινεμά που αγαπήσαμε. Είναι μια εκρηκτική αναζωογονητική εμπειρία με φρενήρεις ρυθμούς που σε προκαλεί να χτυπηθείς σε ακούσματα χιπ χοπ από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό. Είναι ένας μοντέρνος ύμνος για μια γενιά που χρόνια παλεύει να διατηρήσει την εθνική της ταυτότητα απέναντι σε ένα θηρίο. Είναι μια από τις ταινίες που με κέρδισαν αναπάντεχα τη φετινή χρονιά.


Βαθμολογία: 7/10

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2024

Dourgouti Town (2024)



Όταν μετακόμισα στον Νέο Κόσμο το 2007, είχα την αίσθηση πως βρέθηκα σε μια τσιμεντένια ζούγκλα που ασφυκτιούσε ανάμεσα στις λεωφόρους Συγγρού και Βουλιαγμένης βορειοδυτικά και στην αστική συνοικία της Νέας Σμύρνης στη νότια πλευρά. Ομολογώ πως στην αρχή με έπιασε μια απελπισία, όμως όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο περισσότερο μάθαινα τα πρόσωπα και την ιστορία της νέας μου γειτονιάς κι ανακάλυπτα τις υπέροχες αφανείς γωνιές της. Δεκαεπτά χρόνια μετά, αισθάνομαι πια πως έχω γίνει αναπόσπαστο κομμάτι μιας γειτονιάς πλούσιας σε γεγονότα, στέκια και πρόσωπα. 
Μέσα στον πυκνοδομημένο ιστό του Νέου Κόσμου, εξακολουθούν να υπάρχουν τα ίχνη μιας συνοικίας που ιδρύθηκε από τους πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής και κυρίως τους Αρμένιους. Το Δουργούτι υπήρξε ένας τόπος σκληρός, αλλά συνάμα και γλυκόπικρος για τους κατοίκους του, οι οποίοι κατάφεραν να ριζώσουν και να προοδεύσουν κάτω από αντίξοες συνθήκες, ενώ στην πορεία αναγκάστηκαν να το δουν να εξαφανίζεται τμηματικά για να μετατραπεί σε μια πρωτοποριακή για τα χρόνια εκείνα εργατική συνοικία. Γι' αυτόν τον τόπο που δεν είχε ποτέ του σαφή όρια κι εξακολουθεί να διατηρείται σε διάσπαρτα κρυφά σημεία του Νέου Κόσμου, μας μιλάει ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μπαβέλλας μαζί με τους Τάκη Κατσαμπάνη και Μελέτη Ζαχαράκη, μέσα από το αυτοχαρακτηριζόμενο λαϊκό ντοκιμαντέρ τους "Dourgouti Town".
Είχα την τύχη να παρακολουθήσω την ταινία στην κατάμεστη αίθουσα του κινηματογράφου Μικρόκοσμου μαζί με τους συντελεστές της ταινίας, οι οποίοι αποδείχτηκαν το ίδιο ευχάριστοι κι αληθινοί, όπως παρουσιάστηκαν μέσα από το έργο τους. Κεντρικό πρόσωπο της κινηματογραφικής μας περιπλάνησης στις γειτονιές του Νέου Κόσμου είναι ένας μυστηριώδης μαυροντυμένος τύπος που αναζητά αγγελίες  ενοικίασης ή πώλησης ακινήτων. Στις απεγνωσμένες του προσπάθειες συναντιέται με πρόσωπα της γειτονιάς κι ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την τοπική κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα, σε κάθε του βήμα επαναφέρει πλάνα από παλαιότερες ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν στο Δουργούτι.
Η επιλογή των προσώπων που εμφανίζονται στο ντοκιμαντέρ, είναι πλούσια κι απολαυστική. Ο σκηνοθέτης ξεκινάει από τις εξιστορήσεις του πατέρα του και συνεχίζει με ποικίλα πρόσωπα που καταφέρνουν να συνθέσουν το πολλαπλό είδωλο του Νέου Κόσμου. Από την οθόνη περνάνε άνθρωποι μεγάλης ηλικίας που θυμόντουσαν την τενεκεδούπολη του Δουργουτίου και τις δύσκολες συνθήκες ζωής, καθώς και τις μέρες της Κατοχής, κατά τις οποίες η περιοχή τους λειτουργούσε ως τόπος διαφυγής και προστασίας των κατατρεγμένων από τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους. 
Αρκετοί απ' αυτούς μιλάνε για το μπλόκο του Δουργουτίου, το οποίο εξακολουθεί να είναι ευρέως άγνωστο λόγω της αδιαφορίας των δημάρχων της Αθήνας, οι οποίοι ήταν κατά πλειονότητα δεξιοί κι έτσι κανείς τους δε θέλησε να τιμήσει την ιστορία της συνοικίας (σε αντίθεση με άλλες συνοικίες όπως στην Κοκκινιά, που τα γεγονότα αυτά μνημονεύονται κάθε χρόνο). Σημαντικό ρόλο στις συγκεκριμένες μαρτυρίες των προσώπων που βίωσαν αυτά τα γεγονότα, παίζει το πολύτιμο αρχειακό υλικό από την Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Δουργουτίου. Με ευφάνταστο τρόπο, ο σκηνοθέτης αναπαριστά κάποια από τα γεγονότα που σημειώθηκαν τις μέρες εκείνες, τοποθετώντας τα στο σημερινό αστικό τοπίο. 




Οι μαρτυρίες όμως είναι πλούσιες και πολυπληθείς, ανοίγοντας περαιτέρω την κοινωνική βεντάλια του Δουργουτίου. Από τον φακό περνούν μεταγενέστερες γνωστές φυσιογνωμίες της συνοικίας, αλλά και διάσημες προσωπικότητες που έζησαν για ένα χρονικό διάστημα εκεί, οπότε συναντάμε: τη Χάρις Αλεξίου που έζησε για λίγο καιρό στο σπίτι της Σμυρνιάς θείας της, τον συνθέτη Γιάννη Μπαχ Σπυρόπουλο κάτω από τη διάσημη στριφογυριστή σκάλα του Δουργουτίου, τον παλαίμαχο ποδοσφαιριστή Γιώργο Δέδε, τους ηθοποιούς Ζαχαρία Ρόχα και Σπύρο Μπιμπίλα που θυμούνται τα γυρίσματα της τηλεοπτικής σειράς "Η Κάθοδος" της ΕΡΤ στις "ιταλικές" εργατικές κατοικίες, καθώς και τον ιδιοκτήτη του κινηματογράφου Μικρόκοσμος, Αντρέα Σωτηρακόπουλο. 
Επίσης, ο σκηνοθέτης δίνει το λόγο στους Αρμένιους, οι οποίοι μιλούν για τη δική τους εθνική οντότητα που ίδρυσε τη συνοικία του Νέου Κόσμου και συνυπήρξε αρμονικά κι ευχάριστα με το ελληνικό στοιχείο. Τέλος, φτάνει στις μέρες μας, όπου ακούγονται ιστορίες από κάποιους εναπομείναντες αυθεντικούς Δουργουτιώτες, τραβεστί που ένιωσαν από την πρώτη στιγμή οικειότητα κι ασφάλεια στη συγκεκριμένη γειτονιά και νέες γενιές που εξακολουθούν να κουβαλούν λίγη από την τρέλα των προκατόχων τους. Μέσα από τις συζητήσεις είναι διάχυτη η συγκίνηση των εξιστορήσεων, αλλά κι ο αυτοσαρκασμός των κατοίκων για τα καμώματα, τόσο των ίδιων όσο και των γειτόνων φίλων τους. Αυτή η αβίαστη αυθεντικότητα και το ειλικρινές χιούμορ των προσώπων, δημιουργεί μεμιάς μια ευχάριστη οικειότητα μεταξύ των θεατών και του άγνωστου για πολλούς Δουργουτίου. 
Ωστόσο, ο σκηνοθέτης δεν περιορίζεται μόνο στις μαρτυρίες των προσώπων. Με ένα έξυπνο μοντάζ ενώνει τα ασπρόμαυρα πλάνα γνωστών ταινιών με τις σημερινές όψεις της συνοικίας και επιδιώκει να τα αναπαραστήσει για μια ακόμη φορά, δίνοντας τη δυνατότητα στους θεατές να συγκρίνουν το παρελθόν με το παρόν. Πάνω σ' αυτό το κινηματογραφικό παιχνίδι, γίνεται εμφανές το μεράκι των δημιουργών για την παρούσα ταινία. 
Στη συγκεκριμένη θεματολογία της ταινίας, μου έκανε μεγάλη εντύπωση το εύρος των ταινιών και των σειρών που οι δημιουργοί τους επέλεξαν να γυρίσουν στο Δουργούτι. Αρκετοί απ' αυτούς, όπως ο Νίκος Κούνδουρος (ο οποίος γύρισε τη "Μαγική Πόλη" το 1954) κι ο Κώστας Φέρρης (ο οποίος γύρισε τη μικρού μήκους ταινία "Τα Ματόκλαδά σου Λάμπουν" το 1961) μιλούν μέσα από παλαιότερες συνεντεύξεις τους, για την ατμόσφαιρα της συνοικίας που κατάφεραν να διασώσουν μέσα από το φακό τους.




Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μπαβέλλας καταφέρνει να συνδέσει όμορφα το παρόν με όλα τα παραπάνω κινηματογραφικά στοιχεία της ταινίας. Ο κεντρικός του ήρωας επιμένει να αναζητά κάποιο διαμέρισμα στην περιοχή, η οποία μαστίζεται από τα υψηλά ενοίκια, αλλά και τη λαίλαπα του airbnb. Οι κάτοικοι του Δουργουτίου αναφέρονται στις επιπτώσεις αυτής της τάσης, τόσο στη γειτονιά όσο και στην καθημερινότητά τους. Ο σκηνοθέτης εστιάζει σ' αυτά τα προβλήματα που προκύπτουν και προσπαθεί να μας τα περάσει με έναν πρωτότυπο σαρκαστικό τρόπο. Όμως, η γειτονιά εξακολουθεί να αντιστέκεται μέσα από τους ενεργούς κατοίκους της, γεγονός που εκδηλώνεται τόσο στο πάθος που πηγάζει μέσα από τα λεγόμενά τους όσο και στις μουσικές κομπανίες που συναντά ο πρωταγωνιστής στο δρόμο.
Για την επίτευξη όλων των παραπάνω στοιχείων, σημαντικό ρόλο έπαιξε κι η μουσική επένδυση του Άγη Παπαπαναγιώτου, η οποία δημιουργεί έναν ευχάριστο διάλογο των μαρτυριών του έντονου παρελθόντος με τη διακριτική σημερινή κατάσταση του Δουργουτίου. 
Το μόνο που λείπει, είναι η αναφορά του απάνθρωπου πογκρόμ των νεοναζί στο τότε μανάβικο και καφενείο των μεταναστών, που συνέβη στη συμβολή Κασομούλη και Ντρουμ, δίπλα στις εργατικές κατοικίες. Το συγκεκριμένο εγκληματικό συμβάν αφύπνισε τον ανθρώπινο χαρακτήρα της γειτονιάς μετατρέποντας τον Νέο Κόσμο σε έναν ακόμη αντιφασιστικό κοινωνικό πνεύμονα, σε μια περίοδο που οι νεοναζιστικές φωνές είχαν βήμα στη Βουλή. 
Το "Dourgouti Town" ήταν μια ιδιαίτερη κινηματογραφική εμπειρία για μένα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έβλεπα σε μεγάλη οθόνη, πλάνα της καθημερινότητάς μου, δρόμους γνώριμους που τους έχω περπατήσει πολλές φορές στα δεκαεπτά χρόνια που βρίσκομαι στον Νέο Κόσμο, πρόσωπα που συναντώ τυχαία στο δρόμο, τα οποία μέσα από το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ απέκτησαν μια νέα υπόσταση στα μάτια μου. Μπροστά μου προβλήθηκαν εικόνες και ντοκουμέντα από ιστορίες και στέκια που έχω ακούσει από φίλους που μεγάλωσαν στη συγκεκριμένη γειτονιά και συγκινήθηκα με το πείσμα της παρελθοντικής λαϊκής αύρας που εξακολουθεί να υφίσταται, παρόλο που η γειτονιά κάηκε ολοσχερώς τον Αύγουστο του 1944 κι ισοπεδώθηκε τη δεκαετία του '60, ώστε να μπαζωθεί στη συνέχεια από τόνους τσιμέντο. Αυτό όμως που η ταινία κατόρθωσε, κερδίζοντάς με περισσότερο, ήταν που με ώθησε να αγαπήσω ακόμη πιο πολύ τη γειτονιά μου. 
Το "Dourgouti Town" είναι ένα δημιούργημα αγάπης προς έναν τόπο που παρέμεινε απόκεντρος, παρόλο που βρίσκεται στην καρδιά της Αθήνας. Είναι μια επισήμανση για ένα μικρό κομματάκι γης μέσα στην απέραντη τσιμεντένια χαβούζα του Λεκανοπεδίου, που εξακολουθεί να ζει με τους δικούς του ρυθμούς κι όρους. Είναι η επιμονή της άσβεστης ιστορίας του μεσοπολέμου και του εμφυλίου. Είναι επίσης η ανυπότακτη κραυγή απέναντι στη λαίλαπα της ανεξέλεγκτης τουριστικοποίησης του αθηναϊκού κέντρου. Για όλους τους παραπάνω λόγους πιστεύω πως το "Dourgouti Town" είναι ένα από τα καλύτερα ελληνικά ντοκιμαντέρ των τελευταίων χρόνων. 

Βαθμολογία: 9/10

Τρίτη 13 Αυγούστου 2024

Πράσινα Σύνορα (2023)

 



Η κατάληψη της Τροίας από τους Αρχαίους Έλληνες υπήρξε μια σημαντική στιγμή πολεμικής νίκης. Όταν όμως καταλάγιασαν οι πανηγυρισμοί, άρχισαν να αναδύονται όλα τα εγκλήματα που σημειώθηκαν στα πεδία των μαχών και στην πολιορκία, εντείνοντας το ενοχικό σύμπλεγμα των Ελλήνων, το οποίο εκτονώθηκε μέσα από τις συγκλονιστικές τραγωδίες που γράφτηκαν μετέπειτα. Ακριβώς το ίδιο μπορούμε να πούμε ότι συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη. Εδώ και μια δεκαετία συντελείται στα ευρωπαϊκά σύνορα ένα από τα χειρότερα εγκλήματα του 21ου αιώνα, με μια μεγάλη μερίδα της κοινωνίας να το παρακολουθεί άβουλα και με απάθεια. Υπάρχουν όμως ένα μέρος των συμπολιτών μας που στέκονται με κάθε δύναμη δίπλα στους σημερινούς κατατρεγμένους είτε προσφέροντας τη βοήθειά τους με πράξεις είτε δημιουργώντας έργα αφύπνισης κι ευαισθητοποίησης του κοινού απέναντι στις σύγχρονες τραγωδίες. Μια απ' αυτές τις προσπάθειες είναι "Τα Πράσινα Σύνορα", η τελευταία συνταρακτική ταινία της 74χρονης Ανιέσκα Χόλαντ, η οποία απέσπασε το Ειδικό βραβείο της επιτροπής στο 80ό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.
Θεωρώ πως τα "Πράσινα Σύνορα" είναι ένα από το δυνατότερα κοινωνικά δράματα που έχουν σκηνοθετηθεί τα τελευταία χρόνια, το οποίο κατάφερε να τραβήξει το ενδιαφέρον του ευρωπαϊκό κοινού και να ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από την προηγούμενη ακροδεξιά κυβέρνηση της Πολωνίας. Μου προκαλεί μεγάλη εντύπωση που η ταινία θάφτηκε από τους Έλληνες κριτικούς και πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από τις σκοτεινές αίθουσες τον περασμένο χειμώνα. Από την άλλη, κακώς που με ξαφνιάζει η παραπάνω αντιμετώπιση που δέχτηκε η ταινία εδώ, σκεφτόμενος την εγχώρια πολιτικοκοινωνική κατάσταση.
Η δημιουργός της ταινίας μας μεταφέρει στα σύνορα Πολωνίας και Λευκορωσίας, τα οποία είναι καλυμμένα απο τα πυκνά δάση της Κεντρικής Ευρώπης. Μέσα σ' αυτά τα δάση κινούνται σα σκιές πρόσφυγες από τη Συρία, το Αφγανιστάν και την Αφρική, ζητώντας μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη. Όμως, η απελπισία που τους κυριεύει έχοντας αφήσει τους κόπους μιας ζωής πίσω, η διαρκής τους ταλαιπωρία από τις κακουχίες της προσφυγικής τους οδύσσειας αλλά κι η ελπίδα τους για κάτι καλύτερο τόσο για τους ίδιους όσο και για τα παιδιά τους, τους κάνει ακόμη πιο ευάλωτους στα σαδιστικά ένστικτα των συνοριοφυλάκων τόσο της Πολωνίας όσο και της Λευκορωσίας. Ένστολοι τραμπούκοι γεμάτοι μίσος κι αηδία, κλέβουν τα χρηματικά ποσά κι ότι άλλο πολύτιμο κουβαλούν πάνω τους οι πρόσφυγες, περνώντας τους κρυφά από τα σύνορα της μιας χώρας στα σύνορα της άλλης.
Η ανοχή της πολωνικής κοινωνίας γίνεται σύμμαχος στα εγκλήματα που συντελούνται στα σύνορα της χώρας τους, επηρεασμένη από τη συνεχή παραπληροφόρηση των συστημικών Μ.Μ.Ε. Οι μόνοι που αντιστέκονται στην ηθική κατρακύλα των Ευρωπαίων είναι οι λιγοστοί αλληλέγγυοι, οι οποίοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να βοηθήσουν τους πρόσφυγες και να σώσουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπινου είδους. Όμως κι εκείνοι δεν μπορούν να κάνουν πολλά καθώς οι νόμοι της χώρας τους είναι άδικοι κι αμείλικτοι. 




Για τη δημιουργία της συγκεκριμένης ταινίας, φαίνεται πως η σκηνοθέτιδα συγκέντρωσε ένα μωσαϊκό μαρτυριών που συνέλεξε, για να παρουσιάσει το έγκλημα που συντελέστηκε το 2021, σε μια παραμεθόρια περιοχή που το πολωνικό καθεστώς "Νόμος και Δικαιοσύνη" είχε απαγορεύσει την πρόσβαση από γιατρούς και δημοσιογράφους, αφήνοντας τον στρατό και τους συνοριοφύλακες να δρουν ανενόχλητα. Μπορεί για κάποιους να φανεί ακραίος κι υπερβολικός ο τρόπος αφήγησής της, αλλά όσοι έχουν ζήσει από κοντά το προσφυγικό ζήτημα, μπορούν κάλλιστα να επιβεβαιώσουν αντίστοιχα γεγονότα που έχουν συμβεί και στο Ανατολικό Αιγαίο. Εξάλλου, η Ελλάδα έχει ήδη κατηγορηθεί για τα απάνθρωπα pushbacks κι ήδη κατηγορείται για το πολύνεκρο ναυάγιο της Πύλου. Οπότε, όσοι κατηγορούν τη συγκεκριμένη ταινία για υπερβάλλον μελοδραματισμό, καλό είναι να ανατρέξουν πρώτα σε γεγονότα που έχουν καταγραφεί και στον ελλαδικό χώρο. 
Παρόλο που ξεκινάει με ένα έγχρωμο κάδρο, η ταινία είναι γυρισμένη με ασπρόμαυρα πλάνα θέλοντας να επισημάνει την επιστροφή της ευρωπαϊκής κοινωνίας σε ένα όχι και τόσο μακρινό παρελθόν και χωρίζεται σε κεφάλαια, μέσα από τα οποία παρακολουθούμε την οδύσσεια μιας οικογένειας μεταναστών, τα εγκλήματα των ένστολων, τις πρωτοβουλίες των αλληλέγγυων αλλά και τις ερινύες που βασανίζουν έναν Πολωνό συνοριοφύλακα. 
Η Ανιέσκα Χόλαντ μαζί με τον φωτογράφο Τόμας Νάουμιουκ επιλέγουν το ασπρόμαυρο κάδρο θέλοντας να επισημάνει τους κύκλους που κάνει η Ιστορία και σ' αυτό αξίζει να δώσουμε προσοχή διότι σαν δημιουργός έχει ασχοληθεί με το Ολοκαύτωμα. Επίσης κατάφερε να γυρίσει μια δυνατή ταινία κάτω από τη μύτη ενός ακροδεξιού καθεστώτος, με το τελικό της αποτέλεσμα να είναι άκρως συγκλονιστικό. Κι ενώ μας παρουσιάζει ένα παρόν αρκετά ζοφερό κι εφιαλτικό, αφήνει μια χαραμάδα ελπίδας στη νέα γενιά, μέσα από τη σκηνή όπου τα παιδιά μιας εύπορης Πολωνικής οικογένειας τραγουδούν μαζί με τρία προσφυγόπουλα που φιλοξενούν σπίτι τους.
Επίσης, οφείλω να παραδεχτώ την τόλμη της δημιουργού να παρουσιάσει τον τρόπο με τον οποίο οι Πολωνοί υποδέχτηκαν τους Ουκρανούς πρόσφυγες σε αντίθεση με τους πρόσφυγες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής. Από τη μια έχουμε την εικόνα μιας εγκύου γυναίκας, την οποία οι συνοριοφύλακες την πέταξαν σα σακί πάνω από τα σύρματα των συνόρων κι από την άλλη έχουμε την οργανωμένη υποδοχή κι εξυπηρέτηση των Ουκρανών θυμάτων και των οικόσιτων ζώων συντροφιάς που κουβαλούν μαζί τους. Επίσης, οι μερικές χιλιάδες πρόσφυγες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής παρουσιάζονταν από τα Μ.Μ.Ε. ως εισβολή στη χώρα τους ενώ τα εκατομμύρια των Ουκρανών όσο υποχρέωση στήριξης κι αλληλεγγύης. Για να μην υπάρξει παρεξήγηση στο συγκεκριμένο κομμάτι, θα πω μόνο το εξής: Μακάρι όλοι οι πρόσφυγες του κόσμου να δέχονταν την ίδια μεταχείριση που είχαν οι Ουκρανοί πρόσφυγες. Είμαι βέβαιος πως θα μπορούσαν να γραφτούν πολλές σειρές πάνω σ' αυτό το κομμάτι.
Τα "Πράσινα Σύνορα" είναι ένα αιχμηρό κινηματογραφικό αγκάθι στα πήλινα πόδια της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς που προσπαθεί να αφυπνίσει την κοινωνία για τα εγκληματικά pushbacks, την απάνθρωπη εργαλειοποίηση των προσφύγων από τις εκάστοτε κυβερνήσεις και τον εξοργιστικό ευτελισμό της ανθρώπινης ζωής από τα νεοφιλελεύθερα συστήματα που βλέπουν τους σημερινούς κατατρεγμένους ως ανεπιθύμητα "τίποτα" που θέλουν να εισβάλλουν στις δυτικές κοινωνίες. Επίσης, η ταινία είναι ένα κινηματογραφικό κατηγορώ απέναντι στο εχθρικό αφήγημα των συστημικών μέσων μαζικής ενημέρωσης που έχει καταφέρει να διαβρώσει την ήδη ταλαιπωρημένη κοινωνική μας ενσυναίσθηση. Τα "Πράσινα Σύνορα" είναι μια απέλπιδα προσπάθεια για να ξυπνήσει έστω την ύστατη στιγμή τις ναρκωμένες μας συνειδήσεις κι αυτό την κατατάσσει ως μια από τις σημαντικότερες ταινίες της περασμένης χρονιάς.

Βαθμολογία: 9/10

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2024

Με τα Μυαλά που Κουβαλάς 2 (2024)

 



Πάνε πόσα χρόνια που μια παρέα με είχε τραβήξει τέλη καλοκαιριού σε ένα από τα θερινά του Γαλατσίου, για να απολαύσουμε ένα πρωτοποριακό animation της Pixar. Στην προβολή πήγα με μικρό καλάθι, έχοντας δει το trailer της ταινίας "Τα Μυαλά που Κουβαλάς", καθώς θεωρούσα το θέμα που ανέλυε αρκετά πολύπλοκο για να μπορέσει να αναπτυχθεί σε ένα animation. Όταν όμως έπεσαν οι τίτλοι τέλους, βρέθηκα σε ένα ντελίριο ατίθασων συναισθημάτων που χόρευαν εντός μου κι έκτοτε δεν με έχουν αφήσει σε ησυχία. Αυτό όμως που παρατήρησα, ήταν πως όλοι οι ενήλικες που παρακολουθήσαμε την ταινία βρισκόμασταν στην ίδια συναισθηματική φόρτιση σε αντίθεση με τα πιτσιρίκια που αποχωρούσαν κάπως βαριεστημένα από την προβολή. 
Σχεδόν δέκα χρόνια μετά, η Pixar επανήλθε για να μας παρουσιάσει τη συνέχεια της ιστορίας, παρουσιάζοντας τον ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο της μικρής Ράιλι καθώς μπαίνει στην εφηβεία. Αμέσως αναρωτήθηκα κατά πόσο μπορεί να διατηρήσει η Pixar την ποιότητα και τις αξίες της πρώτης ταινίας. Σίγουρα η πρωτοτυπία απουσιάζει σε μια συνέχεια, πόσο δε σε μια ταινία που ξεχώρισε στο κομμάτι αυτό. Παρά τις επιφυλάξεις μου, πήγα με τρομερή ανυπομονησία σε ένα συνοικιακό θερινό σινεμά για να δω τη συνέχεια. Και μόνο που άκουσα τη γνώριμη μελωδία στους τίτλους αρχής, με πλημμύρισε μια όμορφη κι ανακουφιστική χαρμολύπη, ζωντανεύοντας στη μνήμη μου όλα αυτά τα συναισθήματα που μου έφερε απρόσμενα στην επιφάνεια η πρώτη ταινία. Μπορεί στη νέα ταινία "Τα Μυαλά που Κουβαλάς" να λείπει η ανεπανάληπτη συγκίνηση της πρώτης, αλλά οι δημιουργοί της ασχολήθηκαν με αρκετή ευαισθησία, καλαισθησία κι ευστοχία στα νέα συναισθήματα που ξεπετάχτηκαν στο μυαλό της Ράιλι, προσφέροντας μια εκπληκτική κι άκρως παρηγορητική ανάλυση της εφηβείας.
Η ιστορία ξεκινάει κάπως εκρηκτικά. Η μικρή Ράιλι ξυπνάει κι αμέσως μέσα της ξεπηδάει ένας νέος άγνωστος ψυχικός κόσμος. Η μέχρι πρότινος πλατφόρμα που χειρίζονται τα πέντε βασικά της συναισθήματα (Χαρά, Λύπη, Φόβος, Οργή κι Αηδία) αφαιρείται και στη θέση της μπαίνει μια καινούργια που δείχνει αρκετά πολύπλοκη και δύσχρηστη. Παράλληλα, "τα νησιά" που πλάθουν την προσωπικότητά της, έχουν μετασχηματιστεί, δίνοντας προτεραιότητα σε νέες προσδοκίες, αφήνοντας στην άκρη άλλες παλιότερες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι δημιουργοί δείχνουν με έξυπνο τρόπο το πώς οι έφηβοι παραγκωνίζουν στην πίσω άκρη του μυαλού τους την οικογένεια, δίνοντας έμφαση στη φιλία και στην πολυπόθητη αποδοχή τους από τρίτους. 
Παράλληλα, η Χαρά προσπαθεί να πλάσει τον χαρακτήρα της Ράιλι, ενισχύοντάς τον με θετικές αναμνήσεις. Όμως η καλοπροαίρετη διάθεση της Χαράς, δεν είναι βάσιμη καθώς κρύβει όλες τις αρνητικές στιγμές στο κομμάτι της λήθης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργεί έναν χαρακτήρα ασταθή κι ανασφαλή. Και σ' αυτό το κομμάτι της ταινίας θέλω να αναφερθώ στην εύστοχη και κάπως λυρική σκηνή όπου η Λύπη ζητάει από την Χαρά, να την ακολουθήσει στο κεντρικό σημείο της συνείδησης για να δει πώς πλάθεται ο χαρακτήρας της Ράιλι, με την Χαρά να της λέει "όπου πάω εγώ έρχεσαι κι εσύ", δείχνοντας ξεκάθαρα πως τα δύο αυτά συναισθήματα είναι αλληλένδετα.
Όλη αυτή η συναισθηματική ισορροπία των παιδικών χρόνων θα μεταβληθεί με την είσοδο της Ράιλι στην εφηβεία. Το πρώτο συναίσθημα που θα κάνει την εμφάνισή του είναι τη Ανησυχία και θα ακολουθήσουν η Ζήλεια, η Βαρεμάρα κι η Ντροπή.
Με τη νέα ποικιλία συναισθημάτων, οι δημιουργοί του animation προσφέρουν μια υπέροχη εσωτερική ενδοσκόπηση στην πιο ταραχώδη και παράδοξη περίοδο του ανθρώπου. Ο φακός στρέφεται στον ψυχικό κόσμο της Ράιλι αλλά γίνεται ταυτοχρόνως κι οδηγός του δικού μας ψυχική κόσμου, βοηθώντας μας να ξεδιαλύνουμε συναισθηματικά μπερδέματα κι αδιέξοδα που ενδεχομένως κουβαλάμε ακόμη μέσα μας.



Ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα που κατάφεραν να κερδίσουν οι δημιουργοί στη συνέχεια της ιστορίας, είναι που δε διαχώρισαν τα συναισθήματα σε καλά και κακά. Το κάθε συναίσθημα επιδιώκει το καλό της Ράιλι και κάνει τα πάντα για να το πετύχει. Απλώς οι προσδοκίες του ενός δεν έχουν τις ίδιες κατευθύνσεις με τις προσδοκίες του άλλου, μ' αποτέλεσμα να έρχονται σε μια πολύπλοκη σύγκρουση. Για παράδειγμα η Χαρά προσπαθεί να κρύψει στο υποσυνείδητο όλες τις ντροπιαστικές, στενάχωρες και δύσκολες στιγμές της Ράιλι, σε αντίθεση με την Ανησυχία, η οποία θεωρεί πως όλες οι παραπάνω εμπειρίες μπορούν να βοηθήσουν την κοπέλα στο να χτίσει εναν δυνατό χαρακτήρα που θα την οδηγήσει πιο εύκολα προς την ενηλικίωση. Κατά την άποψή μου, θεωρώ πως η Ανησυχία έχει τα πιο λογικά και βάσιμα επιχειρήματα, τα οποία προσπαθεί να τα εφαρμόσει σε έναν άνθρωπο που δεν είναι ακόμη προετοιμασμένος. 
Διατηρώντας μόνο τις θετικές της αναμνήσεις, η Ράιλι είναι ανέτοιμη να κάνει τα πρώτα της βήματα στο χώρο της εφηβείας. Έχοντας κρύψει στην πίσω άκρη του μυαλού της όλες τις αρνητικές της σκέψεις και τις άσχημες στιγμές της, νιώθει απροετοίμαστη κι αδύναμη να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις που συναντά μπροστά της. Ένας πλήρης χαρακτήρας θέλει μια πληθώρα εμπειριών κι εικόνων, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει την κάθε αναποδιά που του τυχαίνει και την κάθε δυσκολία που πιθανότατα θα συναντήσει στη ζωή του. Όλη αυτή την πολυπλοκότητα της εφηβείας που μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή, οι δημιουργοί την αναλύουν με μπόλικη δόση αλήθειας κι ειλικρίνειας, προσφέροντάς μας μια σπάνια κινηματογραφική εμπειρία.
Το τελικό μήνυμα που εισέπραξα από την ταινία, είναι πως πρέπει να είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα ερεθίσματα που λαμβάνουμε από το περιβάλλον μας, να τα αναλύουμε και να τα αξιοποιούμε κι όχι να τα κουβαλάμε σαν αθέατα βάρη μέσα μας. Τόσο οι όμορφες στιγμές όσο κι οι άσχημες έχουν τη δική τους αξία και βαρύτητα. Η κάθε εμπειρία είναι κι ένα λιθαράκι στην προσωπικότητα που χτίζουμε χρόνο με το χρόνο. Όσο πιο ειλικρινείς λοιπόν είμαστε με τον εαυτό μας, τόσο πιο δυνατή και γερή προσωπικότητα μπορούμε να χτίσουμε. Η εφηβεία είναι μια από τις δυσκολότερες περιόδους της ζωής μας αλλά ειναι κι από τις πιο δημιουργικές καθώς κατά τη διάρκεια αυτής ορίζουμε το μονοπάτι που θα μας οδηγήσει στην ενήλικη ζωή. 
Τα "Μυαλά που Κουβαλάς 2" είναι μια ακόμη πανδαισία χρωμάτων κι αφηρημένων εννοιών που μας ταξιδεύουν στον αθέατο και μυστηριώδη κόσμο του ανθρώπινου εγκεφάλου. Είναι μια ακόμη όμορφη προσπάθεια της Pixar να μας βοηθήσει να συμφιλιωθούμε με τον πλούσιο ψυχικό μας κόσμο με τα αμέτρητα καλά αλλά και κακά στοιχεία που κουβαλάμε. Είναι ένας ευφάνταστος τρόπος να κατανοήσουμε πως όχι μόνο δεν είμαστε τέλειοι αλλά πως αυτή η ατέλειά μας είναι που μας κάνει τόσο γοητευτικούς, αληθινούς κι ειλικρινείς. Τι χρειαζόμαστε λοιπόν για να φύγουμε μπροστά; Μια ζεστή σφιχτή αγκαλιά όλων των συναισθημάτων μας. 

Βαθμολογία: 8/10

Κυριακή 5 Μαΐου 2024

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Αποστολή στη ΝΙκαράγουα (1983)




Επηρεασμένος από την μέχρι τώρα κινηματογραφική έκπληξη της χρονιάς, η οποία είναι ο προβοκατόρικος "Εμφύλιος Πόλεμος" του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου Α24, αναζήτησα μια παλιότερη ταινία που καταπιανόταν πάνω στο ίδιο θέμα, παρουσιαζόμενο από μία άλλη διαφορετική σκοπιά. Το συγκλονιστικό αντιπολεμικό αριστούργημα "Αποστολή στη Νικαράγουα" είναι μια ειλικρινή κι άκρως ενοχική ματιά της άλλοτε αμερικανικής υπερδύναμης απέναντι στις αμερικανοκίνητες δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής. Ένα κινηματογραφικό "κατηγορώ" για τα εγκλήματα πολέμου που έγιναν με τις ευλογίες των Αμερικανών, οι οποίοι διένυαν εκείνο τον καιρό μια περίοδο εσωστρέφειας μετά την ήττα τους στο Βιετνάμ. Επίσης, μέσω της ταινίας γίνεται μια δριμύτατη κριτική στο ρόλο που παίζουν τα Μ.Μ.Ε. σε καίριες στιγμές αλλοιώνοντας τις εκβάσεις των ιστορικών γεγονότων.
Ο Καναδός σκηνοθέτης Ρότζερ Σπότισγουντ. μας ταξιδεύει στην καταταλαιπωρημένη Νικαράγουα λίγο πριν την κατάρρευση της 12ετούς βάναυσης δυναστείας του δικτάτορα Αναστάσιο Σομόζα μετά την ηρωική εξέγερση των Σαντινίστας. Πρωταγωνιστές στην ιστορία είναι ο Νικ Νόλτε, ο οποίος υποδύεται έναν έμπειρο πολεμικό φωτορεπόρτερ του περιοδικού Time, ο οποίος ταξιδεύει στη Νικαράγουα για να καλύψει την πτώση του καθεστώτος αλλά και για να φωτογραφίσει τον Ραφαέλ, τον θρυλικό ηγέτη της επανάστασης που κρύβεται στη πυκνή ζούγκλα της πατρίδας του. Τον Νικ Νολτε ακολουθούν η Τζοάνα Κάσιντι που υποδύεται μια πολεμική ανταποκρίτρια κι ο εξαιρετικός Τζιν Χάκμαν, που ερμηνεύει τον πρώην σύζυγός της, ο οποίος καταφθάνει εκτάκτως στην εμπόλεμη ζώνη θέλοντας να πάρει συνέντευξη από τον μυθικό ηγέτη των Σαντινίστας. 
Και τα τρία βασικά πρόσωπα της ιστορίας έχουν ζήσει αρκετές εμπόλεμες καταστάσεις στο παρελθόν κι έχουν εξοικειωθεί με το θάνατο και τη φρίκη που επιφέρουν οι συρράξεις. Όμως η στάση τους θα αλλάξει με τα γεγονότα που συντελούνται στη πολύπαθή χώρα της Κεντρικής Αμερικής, εξαιτίας των ενεργειών των Ηνωμένων Πολιτειών που επεμβαίνουν συνεχώς για να μπορούν να έχουν υπό έλεγχο την έκρυθμη κατάσταση της Νικαράγουας. 
Ένας ακόμη παράγοντας που θα τους επηρεάσει, θα είναι η συναναστροφή που έχουν με πρόσωπα τα οποία διαδραματίζουν σημαντικούς ρόλους στις εξελίξεις του πολέμου, όπως οι δράσεις ενός Γάλλου κατάσκοπου που παίζει σε διπλό ταμπλό, τον οποίον ερμηνεύει ο εκπληκτικός Ζαν Λουί Τρεντινιάν αλλά και του παραστρατιωτικού καιροσκόπου, τον οποίον υποδύεται ο Εντ Χάρις που διψά για αίμα και καταστολή, χωρίς να υποστηρίζει καμία απολύτως ιδεολογία πέρα από τον τρόμο και το θάνατο που σπέρνει ο απανταχού φασισμός. 




Οι τρεις πρωταγωνιστές θα βρεθούν στα πεδία των μαχών, θα έρθουν σε επαφή με τους αντάρτες και τον εξεγερμένο λαό της Νικαράγουα, θα δουν τις πόλεις να απελευθερώνονται η μια μετά την άλλη και θα μάθουν όλα τα καθεστωτικά εγκλήματα που διέπραξε η περιβόητη οικογενειοκρατία των Σομόζα, οι οποίοι δυνάστευσαν το λαό τους για πέντε δεκαετίες. Όλα αυτά θα τους επηρεάσουν, ωθώντας τους να πάρουν θέση στο συγκεκριμένο πόλεμο. Κι ενώ πιστεύουν πως συντελούν σημαντικό έργο στην καταγραφή των γεγονότων, είτε φωτογραφίζοντάς τα είτε παίρνοντας συνεντεύξεις από πρόσωπα που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του πυρός, τελικά η ματαιοδοξία τους κι ο αθέμιτος ανταγωνισμός των Μ.Μ.Ε. όπου εργάζονται, θα τους μετατρέψουν σε χρήσιμα πιόνια του καθεστώτος. Όταν το συνειδητοποιούν θα είναι πολύ αργά καθώς θα έχουν πάρει στο λαιμό τους αρκετά από τα ηγετικά στελέχη των ανταρτών αλλά θα θέσουν και τους ίδιους τους εαυτούς σε κίνδυνο.  
Ωστόσο, μέχρι να έρθει η στιγμή της αποκάλυψης, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να μας περάσει την παραποίηση της αλήθειας μέσα από τις δράσεις των πολεμικών ανταποκριτών, οι οποίοι καταφέρνουν να διαστρεβλώνουν την αλήθεια ηθελημένα ή ασυνείδητα, επηρεάζοντας σε σημαντικό βαθμό την έκβαση των γεγονότων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργεί στο κοινό ένα βάσιμο προβληματισμό στο κατά πόσο είναι αλήθεια όλα αυτά που μας έρχονται "σερβιρισμένα" στην τηλεόραση ή στο διαδίκτυο από τις σημερινές εξελίξεις των ενεργών εμπόλεμων ζωνών, αποδεικνύοντάς μας πως η κοινή γνώμη αρκετές φορές ξεγελάστηκε στο παρελθόν κι αμάθητη από τα λάθη της εξακολουθεί να ξεγελιέται από την τηλεοπτική προπαγάνδα. Κατά τη γνώμη μου, η αλήθεια αναδεικνύεται όταν όλα έχουν τελειώσει κι οι μεγάλες δυνάμεις έχουν τακτοποιήσει τα συμφέροντά τους με την έκβαση του κάθε περιφερειακού πολέμου.
Παράλληλα, στην ταινία παρουσιάζονται δύο γεγονότα με άκρως σαρκαστικό ύφος, προσπαθώντας να αποδείξουν την επιρροή που έχει η αμερικανική κουλτούρα στη ζωή των ανθρώπων άλλων χωρών. Το ένα γεγονός παρουσιάζεται στη σκηνή όπου ένας αντάρτης ζητάει από τον φωτορεπόρτερ να παραδώσει μια υπογεγραμμένη από εκείνον μπάλα του μπέιζμπολ σε κάποιο ίνδαλμά του, λέγοντάς του πως εκείνος ρίχνει  καλύτερες βολές απ' ότι ο Αμερικάνος παίκτης, μόνο που στη δική του περίπτωση αντί για μπάλες ρίχνει χειροβομβίδες προς το στρατό του δικτάτορα. Η άλλη σκηνή έχει πρωταγωνιστή τον πολυαγαπημένο ηθοποιό Εντ Χάρις, ο οποίος υποδύεται πειστικά έναν κόντρα ρόλο. Στη μια σχεδόν κωμική σκηνή, ο Εντ Χάρις δεν γνωρίζει με ποιο κομβόι μετακινείται στα πεδία των μαχών, δείχνοντας πως βρίσκεται ιδεολογικά εκτός τόπου και χρόνου παρά την ενεργή συμμετοχή του στα εγκλήματα πολέμου. Εξάλλου, όπως ο ίδιος δηλώνει, μετά το τέλος του πολέμου στη Νικαράγουα, θα πάει σε άλλη εμπόλεμη ζώνη για να συνεχίσει το εγκληματικό του έργο, φανερώνοντας τον ενεργό ρόλο των Αμερικανών τόσο σε στρατιωτικό όσο και παραστρατιωτικό επίπεδο. 


Το πιο ηχηρό χαστούκι της συγκεκριμένης ταινίας, πραγματοποιείται στη γενική κατακραυγή από την εκτέλεση ενός Αμερικανού δημοσιογράφου από τους στρατιώτες της δικτατορίας. Μόνο τότε κινητοποιείται η κοινή γνώμη κι αναγκάζονται οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής να πάρουν επίσημα θέση κατά του καθεστώτος (καθώς ανεπίσημα σιγοντάριζαν για χρόνια τον δικτάτορα Σομόζα). Μόνο τότε οι Αμερικανοί ανταποκριτές βιώνουν την τραγικότητα μιας απώλειας και δρουν με τη σειρά τους για τον τερματισμό του εμφύλιου πολέμου. Κι εκεί είναι που έρχεται η συγκλονιστική δήλωση μιας γυναίκας από τη Νικαράγουα που μας φέρνει όλους αντιμέτωπους απέναντι στη στάση που κρατάμε σε αντίστοιχες πολεμικές συρράξεις. "Τόσα χρόνια πολέμου κι ήδη μετράμε 50.000 νεκρούς αλλά έπρεπε να σκοτωθεί ένας Αμερικανός για να κινητοποιηθεί η υπερδύναμη κι η κοινή γνώμη". Και στη δήλωση αυτή, νιώθουμε κι εμείς κάπως ενοχικά διότι ως θεατές περισσότερο συγκλονιστήκαμε με το θάνατο του Αμερικανού δημοσιογράφου παρά με τους μαζικούς θανάτους των ανταρτών Σαντινίστας. 
Παρόλο που η πλοκή της ταινίας είναι μυθοπλαστική, η σκηνή της δολοφονίας βασίστηκε σε αληθινό γεγονός κι αναφέρεται στην εκτέλεση του δημοσιογράφου του ABC Μπιλ Στιούαρτ και του μεταφραστή του Χουάν Εσπινόζα από τα στρατεύματα της Εθνικής Φρουράς της Νικαράγουας στις 20 Ιουνίου 1979. Η εκτέλεση των δυο προσώπων κινηματογραφήθηκε τυχαία από τον κάμεραμαν του ABC, ο οποίος κατέγραφε το συγκεκριμένο επεισόδιο χωρίς να γνωρίζει την επικινδυνότητα που βρισκόντουσαν κι οι τρεις τους. Το βίντεο προβλήθηκε στην εθνική τηλεόραση των Ηνωμένων Πολιτειών και έγινε ένα σημαντικό διεθνές περιστατικό αλλά κι η τελευταία σταγόνα για τη τελειωτική ρήξη της κυβέρνησης Κάρτερ με το καθεστώς Σομόζα, το οποίο τελικά έπεσε στις 19 Ιουλίου.
Η "Αποστολή στη Νικαράγουα" είναι ένα ώριμο αντιπολεμικό αριστούργημα, το οποίο αποφεύγει να εντυπωσιάσει και να προβληματίσει με πολεμικά πλάνα κι αυτοθυσίες προσώπων. Σκοπός του από το πρώτο κιόλας πλάνο είναι να επικεντρωθεί στους ανθρώπινους χαρακτήρες που δρουν επηρεασμένοι από τα γεγονότα που συντελούνται γύρω τους. Με τις ανθρώπινες αδυναμίες τους και τα τρωτά τους σημεία, τους κάνουν πιο αληθινούς και προσιτούς, φέρνοντας κι εμάς αντιμέτωπους με τα εγκλήματα που συμβαίνουν στις εμπόλεμες ζώνες και θέτοντάς μας το ερώτημα στο τι θα κάναμε αν ήμασταν στη δική τους θέση. Μια απάντηση σ' αυτό το καίριο ερώτημα της ταινίας κατάφερε να δώσει ένα σπουδαίο πρόσωπο που δε ζει πια. Αναφέρομαι στον Γιάννη Μπεχράκη, ο οποίος είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή του πως η συγκεκριμένη ταινία τον ώθησε να γίνει πολεμικός φωτορεπόρτερ, για να μπορέσει να αναδείξει την πραγματική αλήθεια που τόσο αποτελεσματικά καλύπτουν τα μέσα μαζικής προπαγάνδας. Ένας επιπλέον λόγος λοιπόν, που με κάνει να εκτιμήσω τη συγκεκριμένη ταινία, είναι πως χάρης σ' αυτήν έχουμε σήμερα ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό αφύπνισης από τον σπουδαίο φωτορεπόρτερ που έφυγε πρόωρα από τη ζωή το 2019. 


Βαθμολογία: 9/10

Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Η Χίμαιρα (2023)

 


Είναι κρίμα που κάποιες ταινίες περνούν τόσο αθόρυβα από τις κινηματογραφικές αίθουσες, χωρίς να παίρνουν την αναγνωρισιμότητα που τους αναλογει. Μια απ' αυτές τις ταινίες είναι κι η ιταλική "Χίμαιρα" της Αλίτσε Ροχβάχερ, ένα κινηματογραφικό διαμάντι μοναδικό στο είδος του αλλά και στο θέμα με το οποίο καταπιάνεται. 
Η ιστορία μας γυρνάει στην Ιταλία των 80s, έχοντάς μας ως οδηγό-εξερευνητή της πλούσιας σε αρχαιολογικούς θησαυρούς ιταλική γη, τον Άρτουρ, τον οποίον αποκαλούν Άγγλο. Ο πρωταγωνιστής διατηρεί μια μυστηριώδη αύρα καθώς δεν μας ξεκαθαρίζεται το αν είναι όντως Άγγλος, για ποιους λόγους είχε βρεθεί στη φυλακή αλλά και γιατί επιμένει να μένει σε μια παράγκα σε ένα από τα χωριά της επαρχίας του Βιτέρμπο, η οποία είναι γεμάτη πανάρχαιους τάφους. 
Βγαίνοντας από τη φυλακή, ο Άρτουρ θα επισκεφθεί τη Φλώρα, μια ηλικιωμένη γυναίκα που υποδύεται η Ιζαμπέλα Ροσελίνι, η οποία υπήρξε διάσημη τραγουδίστρια της όπερας αλλά πλέον ζει σαν μια ξεχασμένη αριστοκράτισσα σε ένα ετοιμόρροπο παλάτσο της Τοσκάνης. Η Φλώρα είναι η μητέρα της Βιεναμίνα, του μεγάλου έρωτα του Άρτουρ, η οποία έχει πεθάνει  Παρόλα αυτά, η ηλικιωμένη γυναίκα εξακολουθεί να πιστεύει πως η κόρη της κάποια στιγμή θα επιστρέψει. Κατά κάποιον τρόπο αντλεί δύναμη για να συνεχίσει να ζει κυνηγώντας μια χίμαιρα. Αντίστοιχες χίμαιρες βασανίζουν και τον Αρτούρ, ο οποίος έχει αναπτύξει μια μαγική σύνδεση με το παρελθόν, καθώς διάφορα "οράματα" του υποδεικνύουν σημεία της υπαίθρου, όπου βρίσκονται καλά κρυμμένοι αρχαίοι τάφοι. 
Μια ομάδα τυμβωρύχων αξιοποιεί το χάρισμα του Αρτούρ για να βγάλουν στην επιφάνεια τους ανεκτίμητους θησαυρούς που κάποτε θάφτηκαν μαζί με τους νεκρούς για να τους συνοδεύσουν στην άλλη ζωή. Απ' αυτήν την ομάδα, μόνο ο Αρτούρ εκτιμά και σέβεται την αρχαία ομορφιά και προσπαθεί μέσα απ' αυτήν να κατανοήσει το παρόν. Ανάμεσα στα σπουδαία και σπάνιας ομορφιάς τεχνουργήματα, ο Αρτουρ αναζητά την κόκκινη κλωστή των ονείρων του που θα τον φέρει ξανά κοντά στη χαμένη του αγάπη, πιστεύοντας πως μόνο έτσι θα μπορέσει να εξαγνιστεί για τα λάθη του παρελθόντος. Αντιθέτως, οι υπόλοιποι τυμβωρύχοι εκπροσωπούν μια γενιά που έχει πια αποκοπεί από τις ρίζες και την ιστορία τους και κυνηγούν το γρήγορο κέρδος, ξεπουλώντας με μεγάλη ευκολία καθετί παρελθοντικό. 




Πατώντας στην παραπάνω ιστορία, η δημιουργός δημιουργεί ένα πρωτοποριακό ποιητικό έργο μέσω του οποίου το παρελθόν μπλέκει με το παρόν κι η αλόγιστη απληστία οδηγεί στην μη αναστρέψιμη καταστροφή της αιώνιας ομορφιάς. Με οδηγό τον λευκοντυμένο Αρτούρ, τον οποίο υποδύεται εξαιρετικά ο Τζος Ο Κόνορ, περνάμε από τον απτό κόσμο των ανθρώπων στον αθέατο κόσμο των ψυχών, παρακολουθώντας το θάνατο της παλιάς Ιταλίας, ο οποίος παρομοιάζεται με ένα άδειο και μουχλιασμένο παλάτσο που εξακολουθεί να διατηρεί την αριστοκρατική του αίγλη αλλά και τη γέννηση μιας νέας χώρας-κοινωνίας, η οποία ξεπηδά μέσα από ένα εγκαταλειμμένο σταθμό τραίνων, πατώντας πάνω στην αλληλεγγύη, στη συντροφικότητα και τη γυναικεία φύση. Παράλληλα, η δημιουργός τονίζει ευφάνταστο τρόπο την ασέβεια των σημερινών ανθρώπων απέναντι στην ομορφιά των περασμένων αιώνων αλλά και την αναγκαία ύπαρξη της αλληλεγγύης, η οποία αναδύεται μέσα από τα χαλάσματα του πρόσφατου παρελθόντος για να αναθρέψει τις νέες γενιές αυτής της χώρας.
Επίσης η δημιουργός επιδιώκει να φανερώσει μια άλλη όψη της Ιταλίας, μακριά από τις υπέροχες πόλεις-μνημεία. Παρόλο που η ταινία είναι γυρισμένη στην Τοσκάνη, η σκηνοθέτης παρουσιάζει κάποια από τα άγνωστα χωριά της, τα οποία προσπαθούν να ομορφύνουν την εικόνα τους για χάρη των τουριστών κατεδαφίζοντας τις εναπομείνασες παράγκες και τις μολυσμένες παραλίες του Τυρρηνικού Πελάγους όπου τα διυλιστήρια είναι χτισμένα πάνω στην σπουδαία Ετρουσκική Νεκρόπολη, θυμίζοντας αρκετά την πληγωμένη Ελευσίνα. Στην παραλία με τα διυλιστήρια υπάρχει μια από τις δυνατότερες σκηνές της ταινίας, με τη σύληση ενός ναού της Κυβέλης που θα προκαλέσει το απότομο ξεθώριασμα των τοιχογραφιών που ξανάρχονται σε επαφή με τον αέρα μετά από αιώνες, προσφέροντάς μας ένα άκρως αριστουργηματικό και συγκλονιστικό πλάνο. 
Η καταστροφική ασέβεια του ιερού της Κυβέλης θα κάνει τον Αρτουρ να αναλογιστεί τις ευθύνες του σ' αυτό το πλιάτσικο, με τις Ερινύες να τον επισκέπτονται μέσα από υπαρκτά πρόσωπα για να τον "καταδικάσουν" για να κλεμμένα κτερίσματα των αρχαίων τάφων. Ζώντας πια ενοχικά και νιώθοντας πως η αιθέρια παρουσία της Βενιαμίνα αρχίζει να ξεθωριάζει, ο Αρτούρ θα ενστερνιστεί την άποψη της νεαρής "Ιταλίας" που πιστεύει πως όλοι αυτοί οι θησαυροί δεν πρέπει να εκτεθούν σε ανθρώπινα μάτια αλλά να παραμείνουν στην προστατευτική αγκαλιά της γης.  Όμως δε θα προλάβει να εξιλεωθεί πλήρως καθώς η μελαγχολική του φύση, τον έχει ήδη προετοιμάσει για το αναπόφευκτο, οδηγώντας τον τελικά στην άλλη άκρη της κόκκινης κλωστής...
Η "Χίμαιρα" της Αλίτσε Ροχβάχερ είναι ένα μοντέρνο κινηματογραφικό διαμάντι το οποίο μας παρουσιάζει με παραμυθένιο τρόπο το παρελθόν που λεηλατείται και σβήνει ενώ παράλληλα το μέλλον δυσκολεύεται να γεννηθεί. Είναι ένας ύμνος των ατέρμονων μαχών που δίνει ο καθένας μοναχός του στη ζωή για να δώσει σάρκα κι οστά στα πιο απατηλά του όνειρα. Είναι ένας μύθος που ενώνει με έναν κόκκινο σπάγκο τον κόσμο των ζωντανών με τον αθέατο κάτω κόσμο των νεκρών. Είναι ένας φόρος τιμής για όλους αυτούς τους θησαυρούς που ατιμάστηκαν στο βωμό του κέρδους αλλά κι όλους αυτούς που εξακολουθούν να βρίσκονται στα σπλάχνα της γης, ευελπιστώντας πως θα έχουν μια καλύτερη μεταχείριση απ' αυτούς που θα τα ανακαλύψουν. 


Βαθμολογία: 8/10

Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

Εμφύλιος Πόλεμος (2024)

 



Ομολογώ πως επισκέφθηκα τον κινηματογράφο Μικρόκοσμο με μικρές προσδοκίες, καθώς οι εγχώριες κριτικές για τον πολλά υποσχόμενο "Εμφύλιο Πόλεμο" του Άλεξ Γκάρλναντ ήταν οι περισσότερες χλιαρές κι αρνητικές. Να όμως που κι αυτές έπαιξαν σημαντικό ρόλο, εντείνοντάς μου μια από τις πιο συγκλονιστικές κινηματογραφικές εμπειρίες των τελευταίων χρόνων, άφηνοντάς με μουδιασμένο για κάμποση ώρα μετά το τέλος της προβολής, να προσπαθώ να ξαναβρώ την ανάσα μου και να κατευνάσω την ανεξέλεγκτη ταχυπαλμία που μου προκάλεσε η ταινία. Πάνω σ' αυτό θα ήθελα να τονίσω πως δεν ήταν ο καταιγιστικός ρυθμός του έργου που με αιφνιδίασε και με σόκαρε αλλά στο κατά πόσο κοντά είναι ο δυτικός κόσμος σε ένα τόσο ακραία πολωμένο δυστοπικό μέλλον, ειδικά αν αναλογιστούμε τον πρόεδρο-μαριονέτα που έχει σήμερα η άλλοτε υπερδύναμη χώρα του δυτικού κόσμου αλλά κι αυτόν που πολύ πιθανόν θα επανεκλέξει σε λίγους μήνες...
Η θέση που παίρνει ο σκηνοθέτης πάνω στο φλέγον θέμα ενός εμφυλίου πολέμου, γίνεται εμφανής από τα πρώτα λεπτά. Καταφέρνει να μας ρίξει κατευθείαν στην πρώτη γραμμή του πυρός, χωρίς να δίνει έμφαση στα αίτια της σύρραξης. Από τη μια στιγμή στην άλλη, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είναι χωρισμένες στα δύο, ή για να το θέσω καλύτερα στα τρία. Από την μια είναι οι Δυτικές Δυνάμεις που απαρτίζονται από την Καλιφόρνια και το Τέξας, έχοντας με το μέρος τους την πολιτεία της Φλόριντα κι από την άλλη το κράτος της Ουάσιγκτον που είναι έτοιμο να πέσει, με τις υπόλοιπες πολιτείες να διατηρούν μια ουδέτερη στάση, αναμένοντας την τελική έκβαση του πολέμου. 
Πρωταγωνιστές σ' αυτήν την εμπόλεμη ζώνη των Ηνωμένων Πολιτειών είναι δύο δημοσιογράφοι και δύο φωτορεπόρτερ, οι οποίοι παίρνουν την απόφαση να ταξιδέψουν από τη Νέα Υόρκη στην Ουάσινγκτον, ελπίζοντας πως θα προλάβουν να πάρουν μια τελευταία συνέντευξη από τον έκπτωτο πρόεδρο. Στην άκρως επικίνδυνη διαδρομή τους, θα αποκαλυφθεί όλη η παράνοια ενός πολέμου καθώς τα τέσσερα πρόσωπα θα έρθουν αντιμέτωπα με μανιακούς τύπους που ταμπουρωμένοι πυροβολούν ότι κινείται στην περιοχή τους, με φασίστες που βρίσκουν τον πόλεμο ως ευκαιρία εθνοκάθαρσης ανοίγοντας ομαδικούς τάφους για να πετάξουν μέσα κάθε ξένο πολίτη που σκοτώνουν ανεξέλεγκτα, με οπλισμένους πολίτες που έχουν πάρει τον νόμο στα χέρια τους σκορπώντας τον τρόμο στις πόλεις που δρουν αλλά και πολιτείες που προσπαθούν να ζήσουν μακριά από τις ταραχές, έχοντας όμως τις κάννες των ελεύθερων σκοπευτών να σημαδεύουν απειλητικά πάνω από τα κεφάλια των πολιτών τους.




Το χαρακτηριστικό που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία να ξεχωρίζει από άλλες αντίστοιχες του είδους που αναφέρονται σε ένα κοντινό δυστοπικό μέλλον, είναι πως ο δημιουργός αποφεύγει έξυπνα να πάρει κάποια πολιτική θέση, αφήνοντας τον θεατή να κρίνει ελεύθερα κι ανεπηρέαστα την όλη κατάσταση. Ούτε ακολουθεί την εμπορική πλέον αντιτραμπική ρητορική (αν κι ο πρόεδρος της ταινίας φέρει την αλαζονεία του πρώην προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών). Προσωπικά βρήκα αρκετά εύστοχη τη δημιουργική ασάφεια του σκηνοθέτη, ο οποίος δεν προσδιορίζει ποιοι ανήκουν στο ρεπουμπλικανικό μέτωπο και ποιοι στο δημοκρατικό. Το μόνο που αφήνει να εννοηθεί είναι πως η πλειοψηφία των εμπλεκομένων εκφράζει μια απέχθεια στον πρόεδρο που είναι ταμπουρωμένος στον Λευκό Οίκο. Με το να μην παίρνει κάποια ξεκάθαρη θέση, αποφεύγει να παρουσιάσει το συνηθισμένο μοντέλο της μάχης του καλού με το κακό, διότι θέλει να δείξει πως οι χαρακτηρισμοί αυτοί ορίζονται στο τέλος κάθε πολέμου κι αναλόγως με την έκβαση που έχει.
Επίσης, ένα άλλο ευφάνταστο στοιχείο της ταινίας, το οποίο ο σκηνοθέτης αξιοποίησε εύστοχα κι έξυπνα, είναι πως πήρε ένα σύνολο πολεμικών γεγονότων και το ένταξε στον αμερικανικό χώρο. Εικόνες που παρακολουθούμε άπραγοι κι αδιάφοροι στους τηλεοπτικούς μας δέκτες, γίνονται ξαφνικά απτά γεγονότα της καθημερινότητάς μας. Άνθρωποι που ζητούν πόσιμο νερό πέφτουν θύματα βομβιστικής ενέργειας, άνθρωποι άλλης φυλής ή θρησκείας, κείτονται σε ανοιχτούς λάκκους μαζί με άλλα θύματα της ξενοφοβικής βίας και φυσικά, ο Λευκός Οίκος να σφυροκοπείται ανελέητα, όπως συνέβη το 1973 στο κοινοβούλιο της Χιλής από την αμερικανοκινούμενη χούντα του Πινοσέτ. Άραγε, πως θα αντιδρούσαμε σε μια αντίστοιχη εμπόλεμη κατάσταση μετά από μια χρόνια αναισθητοποίηση που μας έχει προκαλέσει η εξ αποστάσεως παρακολούθηση των ολέθριων συνεπειών των πολεμικών εγκλημάτων και των συνεχών συρράξεων σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου; Ποιος μας εγγυάται πως αυτή η επικίνδυνη αστάθεια δεν έχει φτάσει έξω από τη δική μας πόρτα;
Αυτό το κινηματογραφικό κέντημα γεγονότων, δίνει το έναυσμα για έναν απαραίτητο προβληματισμό στο κατά πόσο είναι εφικτό να συμβεί ένας εμφύλιος πόλεμος σε κάποια από τις κοινωνικοπολιτικά ταραγμένες κι οικονομικά δοκιμασμένες χώρες του Δυτικού Κόσμου. Πόσο κοντά είμαστε σε μια πιθανή πολιτική εκτροπή στις Η.Π.Α., οι οποίες διανύουν πλέον τα τελευταία χρόνια της παντοδυναμίας τους. Πως θα λήξει γι' αυτούς, αυτή η περίοδος; Άραγε τι θα συμβεί αν όλοι αυτοί οι πόλεμοι που δεκαετίες τώρα "εξάγουν" σε άλλες χώρες, περιοριστούν και ξεσπάσουν εντός των συνόρων των Ηνωμένων Πολιτειών;  




Ένα ακόμη στοιχείο που η συγκεκριμένη ταινία αναδεικνύει και κρίνει με εύστοχο τρόπο είναι η ηθική των εικόνων. Ο σκηνοθέτης Άλεξ Γκάρλναντ, ο οποίος έγραψε και το σενάριο της συγκεκριμένης ταινίας, θίγει σταδιακά το συγκεκριμένο θέμα μέσα από τους διαλόγους δυο προσώπων, της Λι μιας έμπειρης πολεμικής φωτορεπόρτερ, την οποία ερμηνεύει η Κίρστεν Ντανστ και της Τζέισι, μιας νεαρής φωτορεπόρτερ, την οποία υποδύεται η Κέιλι Σπέινι, που κάνει τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Την τετράδα συμπληρώνουν ο ταλαντούχος Βάγκνερ Μόοουρα που υποδύεται τον δημοσιογράφο που επιθυμεί να πάρει μια τελευταία δήλωση από τον πρόεδρο της Αμερικής και τον Στίβεν Χέντερσον, ο οποίος εκπροσωπεί τη φωνή της λογικής που προσπαθεί να ακουστεί μες στον παραλογισμό του πολέμου.
Από την μια πλευρά, η έμπειρη Λι υπηρετεί στην ωμή καταγραφή των γεγονότων, θεωρώντας πως ο ρόλος της είναι να συγκεντρώνει στοιχεία και ντοκουμέντα, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιήσουν άλλοι άνθρωποι, για να θέσουν τα κατάλληλα ερωτήματα που θα μπορέσουν να αναλύσουν τα ιστορικά γεγονότα. Κατά κάποιον τρόπο, το λειτούργημά της τοποθετείται στο πρώτο στάδιο διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Γι' αυτό το λόγο, βλέπουμε την πρωταγωνίστρια να παρατηρεί ατάραχη δυο βασανισμένους ανθρώπους που είναι κρεμασμένοι σε ένα επαρχιακό βενζινάδικο και ζητάει να τους φωτογραφίσει, δηλώνοντας στην νεαρή φωτορεπόρτερ που την ακολουθεί πως δεν τη νοιάζει αν είναι με τη μεριά των καλών ή των κακών διότι ο ρόλος της δεν είναι να ρωτά αλλά να καταγράφει. 
Από την άλλη, έχουμε τη νέα τάση του φωτογραφικού ρεπορτάζ, η οποία βλέπει αυτές τις εμπόλεμες σκηνές ως ευκαιρία καλλιτεχνικής έκφρασης. Ως μια νέα μορφή τέχνης που προορίζεται για μαζική κατανάλωση, όπου σ' αυτήν την κατηγορία, ο φωτορεπόρτερ δεν κυνηγάει μόνο την καταγραφή των γεγονότων αλλά και την αναγνωρισιμότητα μέσα από το έργο του. Κι αυτήν την αναγνωρισιμότητα, την κυνηγάει με κάθε τίμημα. 
Εδώ όμως τίθεται το εξής ερώτημα. Τελικά ο φωτορεπόρτερ και συγκεκριμένα ο πολεμικός ανταποκριτής, καταφέρνουν να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη για τα εγκλήματα που διαπράττονται σε πολεμικές συρράξεις ή όλος αυτός ο καταιγισμός εικόνων και βίντεο το μόνο που πετυχαίνει είναι να εξοικειώνει την ανθρωπότητα με τις φρικαλεότητες; Πάνω σ' αυτό το ζήτημα, ο σκηνοθέτης θέτει ανησυχητικά διλήμματα κι άβολους προβληματισμούς τόσο για το λειτούργημα των δημοσιογράφων όσο και για την ανθρωποφαγία και την απάνθρωπη αδιαφορία της υπερκαταναλωτικής δυτικής κοινωνίας. 
Και κάπου εδώ έρχεται να με εντυπωσιάσει η σκηνοθετική μαεστρία του δημιουργού, ο οποίος αναπτύσσει όλους τους παραπάνω προβληματισμούς ανάμεσα σε συγκλονιστικές σκηνές αδρεναλίνης, τις οποίες έζησα με μια απίστευτα πρωτόγνωρη ένταση, όπως για παράδειγμα το εφιαλτικό δεκάλεπτο όπου εμφανίζεται ο ταλαντούχος Τζέσι Πλίμον αλλά κι η πολιορκία του Λευκού Οίκου, η οποία καταφέρνει να κόψει την ανάσα κάθε απαιτητικού θεατή. Σημαντικό ρόλο στην ένταση των παραπάνω σκηνών έπαιξε κι ο βραβευμένος με όσκαρ ηχητικού μοντάζ Γκλεν Φρίμαντλ. 
Ο "Εμφύλιος Πόλεμος" δεν είναι μια ακόμη από τις πολλές αξιόλογες αντιπολεμικές ταινίες αλλά μια από τις πιο προβοκατόρικες δημιουργίες που έχει προσφέρει ο αμερικανικός κινηματογράφος τα τελευταία χρόνια. Είναι ένα κινηματογραφικό εγχείρημα που ενώ προσελκύει το κοινό με τις πολεμικές του σκηνές, τελικά καταφέρνει να το προβληματίσει με το ανησυχητικό του περιεχόμενο. Είναι ένα ύστατο καμπανάκι για το αδιέξοδο που έχει οδηγηθεί η αμερικανική κοινωνία συμπαρασύροντας μαζί της και τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Παρόλο που η ταινία σε προϊδεάζει για ένα δυστοπικό μέλλον, τελικά σε συνταράζει για την ειλικρινή της ανάλυση σε ένα υπαρκτό διχαστικό παρόν που βρίσκεται ένα βήμα πριν την εμφύλια σύρραξη. Για  όλους αυτούς τους λόγους, τη θεωρώ ως ένα αναπάντεχο κινηματογραφικό αριστούργημα και σίγουρα ως μια από τις καλύτερες και συγκλονιστικότερες ταινίες της φετινής χρονιάς. Επίσης, είναι μια ταινία που αξίζει οπωσδήποτε να την παρακολουθήσει κανείς σε κινηματογραφική αίθουσα.

Βαθμολογία: 9/10