Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αριστουργήματα του παρελθόντος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αριστουργήματα του παρελθόντος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 5 Μαΐου 2024

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Αποστολή στη ΝΙκαράγουα (1983)




Επηρεασμένος από την μέχρι τώρα κινηματογραφική έκπληξη της χρονιάς, η οποία είναι ο προβοκατόρικος "Εμφύλιος Πόλεμος" του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου Α24, αναζήτησα μια παλιότερη ταινία που καταπιανόταν πάνω στο ίδιο θέμα, παρουσιαζόμενο από μία άλλη διαφορετική σκοπιά. Το συγκλονιστικό αντιπολεμικό αριστούργημα "Αποστολή στη Νικαράγουα" είναι μια ειλικρινή κι άκρως ενοχική ματιά της άλλοτε αμερικανικής υπερδύναμης απέναντι στις αμερικανοκίνητες δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής. Ένα κινηματογραφικό "κατηγορώ" για τα εγκλήματα πολέμου που έγιναν με τις ευλογίες των Αμερικανών, οι οποίοι διένυαν εκείνο τον καιρό μια περίοδο εσωστρέφειας μετά την ήττα τους στο Βιετνάμ. Επίσης, μέσω της ταινίας γίνεται μια δριμύτατη κριτική στο ρόλο που παίζουν τα Μ.Μ.Ε. σε καίριες στιγμές αλλοιώνοντας τις εκβάσεις των ιστορικών γεγονότων.
Ο Καναδός σκηνοθέτης Ρότζερ Σπότισγουντ. μας ταξιδεύει στην καταταλαιπωρημένη Νικαράγουα λίγο πριν την κατάρρευση της 12ετούς βάναυσης δυναστείας του δικτάτορα Αναστάσιο Σομόζα μετά την ηρωική εξέγερση των Σαντινίστας. Πρωταγωνιστές στην ιστορία είναι ο Νικ Νόλτε, ο οποίος υποδύεται έναν έμπειρο πολεμικό φωτορεπόρτερ του περιοδικού Time, ο οποίος ταξιδεύει στη Νικαράγουα για να καλύψει την πτώση του καθεστώτος αλλά και για να φωτογραφίσει τον Ραφαέλ, τον θρυλικό ηγέτη της επανάστασης που κρύβεται στη πυκνή ζούγκλα της πατρίδας του. Τον Νικ Νολτε ακολουθούν η Τζοάνα Κάσιντι που υποδύεται μια πολεμική ανταποκρίτρια κι ο εξαιρετικός Τζιν Χάκμαν, που ερμηνεύει τον πρώην σύζυγός της, ο οποίος καταφθάνει εκτάκτως στην εμπόλεμη ζώνη θέλοντας να πάρει συνέντευξη από τον μυθικό ηγέτη των Σαντινίστας. 
Και τα τρία βασικά πρόσωπα της ιστορίας έχουν ζήσει αρκετές εμπόλεμες καταστάσεις στο παρελθόν κι έχουν εξοικειωθεί με το θάνατο και τη φρίκη που επιφέρουν οι συρράξεις. Όμως η στάση τους θα αλλάξει με τα γεγονότα που συντελούνται στη πολύπαθή χώρα της Κεντρικής Αμερικής, εξαιτίας των ενεργειών των Ηνωμένων Πολιτειών που επεμβαίνουν συνεχώς για να μπορούν να έχουν υπό έλεγχο την έκρυθμη κατάσταση της Νικαράγουας. 
Ένας ακόμη παράγοντας που θα τους επηρεάσει, θα είναι η συναναστροφή που έχουν με πρόσωπα τα οποία διαδραματίζουν σημαντικούς ρόλους στις εξελίξεις του πολέμου, όπως οι δράσεις ενός Γάλλου κατάσκοπου που παίζει σε διπλό ταμπλό, τον οποίον ερμηνεύει ο εκπληκτικός Ζαν Λουί Τρεντινιάν αλλά και του παραστρατιωτικού καιροσκόπου, τον οποίον υποδύεται ο Εντ Χάρις που διψά για αίμα και καταστολή, χωρίς να υποστηρίζει καμία απολύτως ιδεολογία πέρα από τον τρόμο και το θάνατο που σπέρνει ο απανταχού φασισμός. 




Οι τρεις πρωταγωνιστές θα βρεθούν στα πεδία των μαχών, θα έρθουν σε επαφή με τους αντάρτες και τον εξεγερμένο λαό της Νικαράγουα, θα δουν τις πόλεις να απελευθερώνονται η μια μετά την άλλη και θα μάθουν όλα τα καθεστωτικά εγκλήματα που διέπραξε η περιβόητη οικογενειοκρατία των Σομόζα, οι οποίοι δυνάστευσαν το λαό τους για πέντε δεκαετίες. Όλα αυτά θα τους επηρεάσουν, ωθώντας τους να πάρουν θέση στο συγκεκριμένο πόλεμο. Κι ενώ πιστεύουν πως συντελούν σημαντικό έργο στην καταγραφή των γεγονότων, είτε φωτογραφίζοντάς τα είτε παίρνοντας συνεντεύξεις από πρόσωπα που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του πυρός, τελικά η ματαιοδοξία τους κι ο αθέμιτος ανταγωνισμός των Μ.Μ.Ε. όπου εργάζονται, θα τους μετατρέψουν σε χρήσιμα πιόνια του καθεστώτος. Όταν το συνειδητοποιούν θα είναι πολύ αργά καθώς θα έχουν πάρει στο λαιμό τους αρκετά από τα ηγετικά στελέχη των ανταρτών αλλά θα θέσουν και τους ίδιους τους εαυτούς σε κίνδυνο.  
Ωστόσο, μέχρι να έρθει η στιγμή της αποκάλυψης, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να μας περάσει την παραποίηση της αλήθειας μέσα από τις δράσεις των πολεμικών ανταποκριτών, οι οποίοι καταφέρνουν να διαστρεβλώνουν την αλήθεια ηθελημένα ή ασυνείδητα, επηρεάζοντας σε σημαντικό βαθμό την έκβαση των γεγονότων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργεί στο κοινό ένα βάσιμο προβληματισμό στο κατά πόσο είναι αλήθεια όλα αυτά που μας έρχονται "σερβιρισμένα" στην τηλεόραση ή στο διαδίκτυο από τις σημερινές εξελίξεις των ενεργών εμπόλεμων ζωνών, αποδεικνύοντάς μας πως η κοινή γνώμη αρκετές φορές ξεγελάστηκε στο παρελθόν κι αμάθητη από τα λάθη της εξακολουθεί να ξεγελιέται από την τηλεοπτική προπαγάνδα. Κατά τη γνώμη μου, η αλήθεια αναδεικνύεται όταν όλα έχουν τελειώσει κι οι μεγάλες δυνάμεις έχουν τακτοποιήσει τα συμφέροντά τους με την έκβαση του κάθε περιφερειακού πολέμου.
Παράλληλα, στην ταινία παρουσιάζονται δύο γεγονότα με άκρως σαρκαστικό ύφος, προσπαθώντας να αποδείξουν την επιρροή που έχει η αμερικανική κουλτούρα στη ζωή των ανθρώπων άλλων χωρών. Το ένα γεγονός παρουσιάζεται στη σκηνή όπου ένας αντάρτης ζητάει από τον φωτορεπόρτερ να παραδώσει μια υπογεγραμμένη από εκείνον μπάλα του μπέιζμπολ σε κάποιο ίνδαλμά του, λέγοντάς του πως εκείνος ρίχνει  καλύτερες βολές απ' ότι ο Αμερικάνος παίκτης, μόνο που στη δική του περίπτωση αντί για μπάλες ρίχνει χειροβομβίδες προς το στρατό του δικτάτορα. Η άλλη σκηνή έχει πρωταγωνιστή τον πολυαγαπημένο ηθοποιό Εντ Χάρις, ο οποίος υποδύεται πειστικά έναν κόντρα ρόλο. Στη μια σχεδόν κωμική σκηνή, ο Εντ Χάρις δεν γνωρίζει με ποιο κομβόι μετακινείται στα πεδία των μαχών, δείχνοντας πως βρίσκεται ιδεολογικά εκτός τόπου και χρόνου παρά την ενεργή συμμετοχή του στα εγκλήματα πολέμου. Εξάλλου, όπως ο ίδιος δηλώνει, μετά το τέλος του πολέμου στη Νικαράγουα, θα πάει σε άλλη εμπόλεμη ζώνη για να συνεχίσει το εγκληματικό του έργο, φανερώνοντας τον ενεργό ρόλο των Αμερικανών τόσο σε στρατιωτικό όσο και παραστρατιωτικό επίπεδο. 


Το πιο ηχηρό χαστούκι της συγκεκριμένης ταινίας, πραγματοποιείται στη γενική κατακραυγή από την εκτέλεση ενός Αμερικανού δημοσιογράφου από τους στρατιώτες της δικτατορίας. Μόνο τότε κινητοποιείται η κοινή γνώμη κι αναγκάζονται οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής να πάρουν επίσημα θέση κατά του καθεστώτος (καθώς ανεπίσημα σιγοντάριζαν για χρόνια τον δικτάτορα Σομόζα). Μόνο τότε οι Αμερικανοί ανταποκριτές βιώνουν την τραγικότητα μιας απώλειας και δρουν με τη σειρά τους για τον τερματισμό του εμφύλιου πολέμου. Κι εκεί είναι που έρχεται η συγκλονιστική δήλωση μιας γυναίκας από τη Νικαράγουα που μας φέρνει όλους αντιμέτωπους απέναντι στη στάση που κρατάμε σε αντίστοιχες πολεμικές συρράξεις. "Τόσα χρόνια πολέμου κι ήδη μετράμε 50.000 νεκρούς αλλά έπρεπε να σκοτωθεί ένας Αμερικανός για να κινητοποιηθεί η υπερδύναμη κι η κοινή γνώμη". Και στη δήλωση αυτή, νιώθουμε κι εμείς κάπως ενοχικά διότι ως θεατές περισσότερο συγκλονιστήκαμε με το θάνατο του Αμερικανού δημοσιογράφου παρά με τους μαζικούς θανάτους των ανταρτών Σαντινίστας. 
Παρόλο που η πλοκή της ταινίας είναι μυθοπλαστική, η σκηνή της δολοφονίας βασίστηκε σε αληθινό γεγονός κι αναφέρεται στην εκτέλεση του δημοσιογράφου του ABC Μπιλ Στιούαρτ και του μεταφραστή του Χουάν Εσπινόζα από τα στρατεύματα της Εθνικής Φρουράς της Νικαράγουας στις 20 Ιουνίου 1979. Η εκτέλεση των δυο προσώπων κινηματογραφήθηκε τυχαία από τον κάμεραμαν του ABC, ο οποίος κατέγραφε το συγκεκριμένο επεισόδιο χωρίς να γνωρίζει την επικινδυνότητα που βρισκόντουσαν κι οι τρεις τους. Το βίντεο προβλήθηκε στην εθνική τηλεόραση των Ηνωμένων Πολιτειών και έγινε ένα σημαντικό διεθνές περιστατικό αλλά κι η τελευταία σταγόνα για τη τελειωτική ρήξη της κυβέρνησης Κάρτερ με το καθεστώς Σομόζα, το οποίο τελικά έπεσε στις 19 Ιουλίου.
Η "Αποστολή στη Νικαράγουα" είναι ένα ώριμο αντιπολεμικό αριστούργημα, το οποίο αποφεύγει να εντυπωσιάσει και να προβληματίσει με πολεμικά πλάνα κι αυτοθυσίες προσώπων. Σκοπός του από το πρώτο κιόλας πλάνο είναι να επικεντρωθεί στους ανθρώπινους χαρακτήρες που δρουν επηρεασμένοι από τα γεγονότα που συντελούνται γύρω τους. Με τις ανθρώπινες αδυναμίες τους και τα τρωτά τους σημεία, τους κάνουν πιο αληθινούς και προσιτούς, φέρνοντας κι εμάς αντιμέτωπους με τα εγκλήματα που συμβαίνουν στις εμπόλεμες ζώνες και θέτοντάς μας το ερώτημα στο τι θα κάναμε αν ήμασταν στη δική τους θέση. Μια απάντηση σ' αυτό το καίριο ερώτημα της ταινίας κατάφερε να δώσει ένα σπουδαίο πρόσωπο που δε ζει πια. Αναφέρομαι στον Γιάννη Μπεχράκη, ο οποίος είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή του πως η συγκεκριμένη ταινία τον ώθησε να γίνει πολεμικός φωτορεπόρτερ, για να μπορέσει να αναδείξει την πραγματική αλήθεια που τόσο αποτελεσματικά καλύπτουν τα μέσα μαζικής προπαγάνδας. Ένας επιπλέον λόγος λοιπόν, που με κάνει να εκτιμήσω τη συγκεκριμένη ταινία, είναι πως χάρης σ' αυτήν έχουμε σήμερα ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό αφύπνισης από τον σπουδαίο φωτορεπόρτερ που έφυγε πρόωρα από τη ζωή το 2019. 


Βαθμολογία: 9/10

Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Η Επιφώτιση (1973)

 



Ο χώρος του κινηματογράφου είναι ένα απέραντο σύμπαν γεμάτο αριστουργήματα που ακόμη αγνοούμε την ύπαρξή τους. Μέσα σ' αυτή τη χρόνια αναζήτηση σπάνιων κινηματογραφικών διαμαντιών, διαπίστωσα πως όσο περισσότερο πορευόμαστε μέσα στον αχανή κόσμο της έβδομης τέχνης, τόσο περισσότερο πειθόμαστε πως υπάρχουν ένα σωρό ταινίες που περιμένουν καρτερικά να μας μαγέψουν, να μας συνταράξουν, να μας προβληματίσουν και να μας βελτιώσουν ως ανθρώπους. Κι αυτό από μόνο του είναι ένα κίνητρο να συνεχίσω να τις αναζητώ. Η τελευταία μου αναπάντεχη ανακάλυψη είναι ένα σπάνιο υπαρξιακό κινηματογραφικό δοκίμιο, η "Επιφώτηση" (ή "Επιφοίτηση") του Πολωνού σκηνοθέτη Κριστόφ Ζανούσι. Μια κινηματογραφική ανακάλυψη που την οφείλω στις εκπληκτικές επιλογές του Cinemarian. 
Η σύνθετη κι άκρως πρωτοποριακή ταινία του Κριστόφ Ζανούσι, μας παρουσιάζει την πορεία ενός νεαρού Πολωνού, ο οποίος προσπαθεί από την πρώτη μέρα της φοιτητικής του ζωής να αναζητήσει το σκοπό της ύπαρξής του και το νόημα των επιλογών του, αλλά και το να κατανοήσει το θαύμα της ζωής. Για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο σκηνοθέτης επιλέγει μια περσόνα που δεν μας είναι ούτε συμπαθητική, αλλά ούτε κι αντιπαθητική. Η συνηθισμένη κι αδιάφορη όψη του, δίνει τη δυνατότητα στους θεατές να τον αφουγκραστούν και να τον κρίνουν αντικειμενικά και καθαρά τόσο για τις καθημερινές του σκέψεις όσο και για τις επιλογές που κάνει. 
Οι σπουδές του πάνω στη φυσική, του δίνουν τη δυνατότητα να συνδιαλέγεται σε καθημερινή βάση με ανθρώπους που έχουν κοινούς στόχους, κοινές αντιλήψεις, παρόμοιες ανασφάλειες και προβληματισμούς. Μέσα από αυθόρμητους διαλόγους πανεπιστημιακών που πραγματοποιούνται στις φοιτητικές αίθουσες, ανοίγεται ο άγνωστος κόσμος αυτών των τόσο κλειστών ανθρώπων της επιστημονικής ελιτ. Κάποιοι πιστεύουν πως ο κλάδος τους φέρει το βάρος του πυρηνικού ολέθρου, καθώς φυσικοί ήταν οι επιστήμονες που δημιούργησαν την ατομική βόμβα. Άλλος πιστεύει πως η φυσική είναι μια επιστήμη ξεπερασμένη, καθώς στις μέρες μας τα πρωτεία τα κουβαλάει η γενετική κι η βιολογία. Άλλοι πάλι επέλεξαν αυτό το επάγγελμα, διότι θέλουν να βγάλουν χρήμα και να αποκτήσουν κύρος μες στην κοινωνία. Και φυσικά υπάρχουν κάποιοι ρομαντικοί που πιστεύουν πως μέσα απ' αυτήν την επαγγελματική επιλογή θα καταφέρουν να γνωρίσουν ανθρώπους με κοινά ενδιαφέροντα. 
Οι απαντήσεις που ακούει ο πρωταγωνιστής από τους συμφοιτητές του και τους καθηγητές, δεν τον πείθουν. Όμως, αυτό δεν τον πτοεί καθώς βρίσκεται σε μια φάση της ζωής του που τον ελκύουν οι πειραματισμοί κι οι περιπέτειες. Οπότε τον βλέπουμε άλλες φορές να βυθίζεται σαν φάντασμα σε φοιτητικές μαζώξεις όπου κυριαρχεί η τάση της ανατολίτικης ψυχεδέλειας κι άλλες φορές να αναρριχάται σαν αερικό στους ορεινούς όγκους της νότιας Πολωνίας. Και στις δυο περιπτώσεις διαπιστώνει πως αποτυγχάνει να έρθει κοντά στην αλήθεια κι αδυνατεί να καλύψει το κενό που νιώθει πως υπάρχει μέσα του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επιλέξει ένα άλλο μονοπάτι που θεωρεί ότι θα τον οδηγήσει στην ανθρώπινη ολοκλήρωσή του, το οποίο είναι η δημιουργία της δικής του οικογένειας. 




Αναζητώντας ο πρωταγωνιστής την πλήρη ολοκλήρωσή του, παίρνει το ρίσκο να πείσει τη σύντροφό του να συνεχίσει την κύησή της. Όμως, η απόφασή τους αυτή, είναι ολίγον επιπόλαιη, καθώς κανείς τους δεν έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του και δεν έχει αναλογιστεί τις ευθύνες που κουβαλάει το μεγάλωμα ενός παιδιού. Ο πρωταγωνιστής θα αναγκαστεί να αφήσει τις σπουδές του για να δουλέψει, ώστε να μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες της οικογένειάς του, κάτι που θα τον ρίξει απότομα στο στίβο της εργασιακής ζούγκλας, όπου θα διαπιστώσει βιαίως πως στις νέες για εκείνον κοινωνικές συνθήκες, κανείς δεν υπολογίζει κανέναν κι ο αλληλοσεβασμός πάει περίπατο. 
Την ίδια περίοδο, ένας φίλος του μουσικός χάνει τη μάχη με τη ζωή μετά από μια δύσκολη επέμβαση. Η εξέλιξη αυτή θα φέρει τον πρωταγωνιστή αντιμέτωπο με ηθικά διλήμματα στο κατά πόσο η επιστήμη μπορεί να επεμβαίνει βάναυσα στο σώμα των ασθενών με απώτερο σκοπό να σώσει τις ψυχές τους. Μέσα από συζητήσεις που κάνει με εξειδικευμένους γιατρούς, αναρωτιέται με ποιο δικαίωμα το ανθρώπινο είδος κάνει πειράματα πάνω σε άλλα ζώα, αναζητώντας την πολυπόθητη θεραπεία των ανθρώπινων ασθενειών. Με ποιο ήθος οι επιστήμονες αντιμετωπίζουν ως αντικείμενα μελέτης κι έρευνας τα ζωτικά όργανα νεκρών ασθενών τους; Οι απαντήσεις που παίρνει δεν τον ικανοποιούν, εκδηλώνοντας την αγανάκτησή του με τη συνταρακτική σκηνή όπου ο πρωταγωνιστής κάνει χίλια κομμάτια το δοχείο με τον εγκέφαλο του φίλου του μουσικού. 
Τα αδιέξοδα και τα αναπάντητα ερωτήματα των θετικών επιστημών θα στρέψουν τον πρωταγωνιστή στο μυστικισμό των θρησκειών. Θέλοντας απογοητευμένος να εγκαταλείψει τα εγκόσμια, θα αναζητήσει την ψυχική του γαλήνη σε κάποιο μοναστήρι. Όμως κι εκεί θα διαπιστώσει πως η παράνοια της ανθρώπινης απελπισίας χτίζει αβάσιμα δόγματα κι ανύπαρκτους θεούς, οδηγώντας τους ανθρώπους σε μια πνευματική αποχαύνωση που σε όλες τις θρησκείες ερμηνεύεται ως θεία επιφώτιση. Μέσα από διαλόγους που έχει με τους μοναχούς, διαπιστώνει πως ο γνωστικισμός δεν αρκεί, για να απαντήσει στα ζητήματα που θέτει η ανθρώπινη περιέργεια, καθώς προσφέρει μόνο μερική γνώση της πραγματικότητας. Μια αδυναμία που την είχε παρατηρήσει και στο χώρο της επιστήμης, η οποία αδυνατεί με τη σειρά της να συλλάβει την έννοια του απόλυτου.





Μετά από μια ατέρμονη υπαρξιακή οδύσσεια, ο πρωταγωνιστής θα επιλέξει την απλή λογική, βάζοντας τους προβληματισμούς του για λίγο στην άκρη, θέλοντας να επιλύσει πρώτα τα οικογενειακά του προβλήματα και να σταθεί αντάξιος των ευθυνών του, τόσο ως γονιός, όσο κι ως σύντροφος. Θα ολοκληρώσει τις σπουδές του και θα προχωρήσει σε διδακτορικό πάνω στη βιολογία, προσπαθώντας να θέσει νέους ηθικούς κανόνες στη συγκεκριμένη επιστήμη. 
Όμως, εκεί που η ζωή του έχει πάρει μια εποικοδομητική πορεία κι όλα κυλούν αρμονικά κι αποτελεσματικά, έρχεται ένα θέμα υγείας που θα τον προσγειώσει ανώμαλα, υποτάσσοντάς τον σε πιο αργούς και χαλαρούς ρυθμούς, τόσο στην επαγγελματική του καριέρα, όσο και στην καθημερινή του ζωή. 
Κι εκεί που επανέρχεται η απελπισία στον πρωταγωνιστή, η αναγκαστική παύση των αγχωτικών του ρυθμών θα του προσφέρει την πολυπόθητη επιφώτιση διότι μέσα στη σωτήρια στασιμότητά του θα συνειδητοποιήσει πως το μυστήριο νόημα της ζωής βρίσκεται στις μικρές ανθρώπινες στιγμές που περνούν και χάνονται χωρίς να το συνειδητοποιούμε εγκαίρως. 
Η μορφή του ήρωα μέσα στα τρεχούμενα νερά του ποταμού είναι ένα ποίημα, διότι συμβολίζει με τον πιο εύστοχο τρόπο τη φυσική μας αδυναμία να ελέγξουμε το χρόνο που περνά και να διαχειριστούμε σωστά τη ζωή μας που κυλάει αδιάκοπα. 
Ο Κριστόφ Ζανούσι κατάφερε να μας προσφέρει ένα σπάνιο κινηματογραφικό δοκίμιο, μέσω του οποίου προσπαθεί να μας αποδείξει πως ούτε η λογική της επιστήμης, αλλά ούτε κι ο μυστικισμός των θρησκειών θα καταφέρουν ποτέ να δώσουν κάποια ορθή απάντηση, τόσο για το μυστήριο της ζωής, όσο και για το σκοπό της ύπαρξής μας. Για να καταφέρει να μας πείσει για τη θεωρεία του αυτή, έχει επιλέξει διακεκριμένα μέλη της επιστημονικής ελίτ της χώρας του, τα οποία αντιπαρατίθενται με επιστημονικά επιχειρήματα σχετικά με την ηθική της επιστήμης και το μέλλον που μας επιφυλάσσεται. 
Κατά τη γνώμη μου, η τρίτη του ταινία δεν είναι μόνο ένα ακόμη αριστούργημα του πολωνικού κινηματογράφου, αλλά και μια από τις σπουδαιότερες στιγμές του ευρωπαϊκού κινηματογράφου προτάσσοντας αποφασιστικά τις πιο κραυγαλέες και μύχιες υπαρξιακές παλινωδίες των σκέψεών μας.


Βαθμολογία: 10/10

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Γράμματα ενός Νεκρού Ανθρώπου (1986)




Υπάρχουν κάποια αριστουργήματα του κινηματογράφου που ξεφεύγουν από τα όχι και τόσο στενά πλαίσια της ελεύθερης έκφρασης κι από έργα τέχνης μετατρέπονται σε ιδεολογικά κι άκρως επαναστατικά μανιφέστο. Γι' αυτό το λόγο, οι προβολές αυτών των αριστουργημάτων είναι εμπειρίες ζωής κι αστείρευτες πηγές προβληματισμών, στοιχειώνοντας κάθε σκεπτόμενο θεατή που επιλέγει να τις παρακολουθήσει, απροετοίμαστο αρκετές φορές γι' αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει με το σβήσιμο των φώτων στις σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες. Το συγκλονιστικό σοβιετικό αριστούργημα "Γράμματα ενός Νεκρού Ανθρώπου", το οποίο έχει διακριθεί με το Μεγάλο Βραβείο στο Φεστιβάλ Μανχάιμ-Χαϊδελβέργης, ανήκει στην παραπάνω κατηγορία ταινιών, όπου με τα χρόνια έχει μετατραπεί σε μια ταινία θρύλος που εξακολουθεί να εμπνέει και να προβληματίζει με το διαχρονικό εφιαλτικό της θέμα, το οποίο δεν είναι άλλο από την αυτοκαταστροφική φύση των ανθρώπων.
Το είδος της συγκεκριμένης ταινίας θα μπορούσε να τοποθετηθεί στην κατηγορία της επιστημονικής φαντασίας καθώς παρουσιάζει κι αναλύει τους μεγάλους κινδύνους που διατρέχει η ανθρωπότητα από ενδεχόμενους λανθασμένους χειρισμούς των μεγάλων επιτευγμάτων της επιστήμης, ειδικά σε μια περίοδο που ο εφιάλτης του πυρηνικού ολοκαυτώματος ήταν ανατριχιαστικά πιθανός. Πολλά θα μπορούσαν να συμβούν τότε ή να συμβούν σήμερα, αν λάθος άτομα τοποθετηθούν σε καίριες θέσεις. Ακόμη κι ένα απρόσεκτο ανθρώπινο λάθος ή ένα φυσικό γεγονός θα μπορούσαν να αποβούν μοιραία για τον πλανήτη και την ανθρωπότητα, όπως έχει ήδη συμβεί με το Τσέρνομπιλ και τη Φουκουσίμα...  
Η συγκεκριμένη ταινία πατάει πάνω σ' ένα απρόσεκτο λάθος ενός υπολογιστή και στην αδυναμία ενός χειριστή να προλάβει μια εκτόξευση, για να δείξει πόσο αναπόφευκτα μπορεί να προκληθεί ένα πυρηνικό δυστύχημα, ισοπεδώνοντας πόλεις και μολύνοντας τον πλανήτη με ραδιενεργά στοιχεία. Οι νέες συνθήκες διαβίωσης μετά το πυρηνικό ολοκαύτωμα είναι θανατηφόρες μ' αποτέλεσμα να τεθεί ένας αυστηρός αστυνομικός νόμος, ο οποίος παρέχει προστασία σε υπόγεια καταφύγια μόνο σε δυνατούς κι απολύτως υγιείς ανθρώπους. 
Κεντρικό πρόσωπο σ' αυτήν την εφιαλτική πυρηνική δυστοπία, είναι ένας νομπελίστας φυσικός επιστήμονας, ο οποίος ζει μαζί με μια ομάδα επιβιωσάντων στους υπόγειους χώρους ενός μουσείου ιστορίας. Κατά τη διαμονή του στα σκοτεινά κι υγρά έγκατα του κτηρίου, γράφει γράμματα στο γιο του Έρικ, παρόλο που είναι σίγουρος πως δεν πρόκειται ποτέ να τα διαβάσει, καθώς τον θεωρεί νεκρό. Μέσα από τα γράμματά του, εκφράζει την απογοήτευσή του τόσο για την επιστήμη όσο και για τους ανθρώπους που επέλεξαν να τη χρησιμοποιήσουν εναντίον τους, οδηγώντας την οικουμένη σε μια μεγάλη καταστροφή. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο και να παλεύει γι' αυτό, κάνοντας καθημερινές αποδράσεις από το ασφαλές του καταφύγιο, αναζητώντας και φροντίζοντας εγκαταλελειμμένα παιδιά που συναντά στην αφιλόξενη επιφάνεια της γης, θέτοντας τον ίδιο του τον εαυτό σε θανάσιμο κίνδυνο. 




Πατώντας πάνω σ' αυτήν την απόλυτη καταστροφή, στήνεται ένα συγκλονιστικό διαχρονικό μανιφέστο, το οποίο εκλιπαρεί στη σωστή χρήση της επιστημονικής προόδου, η οποία θα εξυπηρετεί τη ζωή και δε θα την εξοντώνει, θα προβλέπει και θα βελτιώνει το μέλλον κι όχι να το ισοπεδώνει. Παράλληλα παρουσιάζει τις επικίνδυνες πορείες που μπορεί να πάρει η ανθρώπινη ματαιοδοξία οδηγώντας την ανθρωπότητα σε θανάσιμους κινδύνους και μη αναστρέψιμες καταστροφές. Άραγε, μέχρι που μπορεί να φτάσει η αυτοκαταστροφική αλαζονεία του ανθρώπινου είδους και ποιο είναι το τίμημα που επιφυλάσσει για τις επόμενες γενιές; 
Το σπουδαίο αριστούργημα του Κονσταντίν Λοπουσάνσκι θέτει όλα τα παραπάνω ερωτήματα κι αποδεικνύει πως τα "Γράμματα ενός Νεκρού Ανθρώπου" δε συγκαταλέγεται στα έργα επιστημονικής φαντασίας αλλά στις προφητικές ταινίες που κραυγάζουν για την έλευση ενός μέλλοντος αρκετά δυσοίωνου κι απειλητικού. Αποκρυπτογραφεί τα σημεία της ψυχροπολεμικής περιόδου και τα αποτυπώνει με μαθηματική ακρίβεια, αποδεικνύοντας τους λόγους που η συγκεκριμένη ταινία είναι εφιαλτικά επίκαιρη. Συμπωματικά η ταινία γυρίστηκε την ίδια χρονιά που συνέβη το τραγικό δυστύχημα του Τσέρνομπιλ. 
Ο δημιουργός επιλέγει να χρησιμοποιήσει κοντινά πλάνα δημιουργώντας μια αποπνικτική ατμόσφαιρα, θέλοντας να δείξει πως η αναπόφευκτη καταστροφή είναι μη αναστρέψιμη. Όμως, παρά τον έντονο πεσιμισμό της, στην ταινία εμφανίζονται μικρές χαραμάδες ελπίδας όπως ο στολισμός ενός νεκρού χριστουγεννιάτικου δέντρου με ευτελή υλικά από μια ομάδα μικρών παιδιών που κατάφερε να διασώσει ο πρωταγωνιστής. Είναι όμως αυτό αρκετό; 
Παράλληλα, ο σκηνοθέτης επικεντρώνεται στα πάθη της ανθρώπινης ψυχής και της αδυναμίας του ανθρώπινου νου σε κάθε είδους υλιστικής εξάρτησης που μπορεί να τον οδηγήσει στην παράνοια.  Στην επίτευξη των παραπάνω αναλύσεων και στην αποτύπωση της εξαθλίωσης και των αδιεξόδων της ανθρωπότητας μετά από ένα πυρηνικό όλεθρο, έπαιξαν σημαντικό ρόλο και τα φωτογραφικά κάδρα του σπουδαίου φωτογράφου Νικολάι Ποκόπτσεφ, ο οποίος πειραματίστηκε έντονα με τις αποχρώσεις του κίτρινου και της σέπιας, προσδίδοντας στα πλάνα της ταινίας την αίσθηση της σήψης και της παρακμής. 
Αυτό που κρατάω από την ταινία, είναι τα τελευταία συγκλονιστικά λόγια ενός συνειδητοποιημένου αυτόχειρα, λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή στα υπόγεια του μουσείου. Θα ήθελα να κλείσω την ανάρτησή μου μ΄ αυτά τα λόγια, τα οποία κορυφώνουν την ουσία του νοήματος που κουβαλάει το συγκεκριμένο κινηματογραφικό μανιφέστο: 
"Σήμερα θα ήθελα να σας μιλήσω ως νεκρός προς τους νεκρούς. Με άλλα λόγια, ντόμπρα. Παρακαλώ επιτρέψτε μου να δώσω έναν λόγο για τα ανθρώπινα όντα ως βιολογικά όντα. Ήταν τραγικά όντα, ίσως καταδικασμένα απ’ την αρχή. Η θαυμάσια και μοιραία μας μοίρα έγκειται στην αποφασιστικότητά μας να είμαστε ένα βήμα μπροστά απ’ τους εαυτούς μας. Να γίνουμε καλύτεροι, απ’ ό,τι η φύση προόριζε για εμάς να είμαστε. Βρήκαμε βαθιά μέσα μας την συμπόνια, παρόλο που αυτό αλληλοαναιρούσε τους νόμους της επιβίωσης. Να βιώσουμε το αίσθημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, παρόλο που πάντα την ποδοπατούσαμε. Να δημιουργούμε έργα τέχνης, γνωρίζοντας πολύ καλά την χρησιμότητα και την ευθραυστότητα τους. Βρήκαμε βαθιά μέσα μας την αγάπη. Κύριέ μου, πόσο δύσκολο ήταν αυτό. Οι ανελέητες δυνάμεις του χρόνου θα έφθειραν το σώμα, το πνεύμα, και τα συναισθήματα. Αλλά ο άνθρωπος συνέχισε να αγαπά, και η αγάπη δημιουργούσε έργα τέχνης. Οι τέχνες, οι οποίες αιχμαλώτισαν την απόκοσμη λαχτάρα για ένα ιδεώδες, την ατέλειωτη απελπισία μας, και την καθολική κραυγή του φόβου μας. Η κραυγή νοημόνων πλασμάτων που εγκαταλείφθηκαν στην κρύα και απαθή έρημο της πλάσης. Εδώ, πίσω απ’ αυτούς τους τοίχους, έχουμε προφέρει πολλές λέξεις μίσους, λοιδορίας και εμπαιγμού προς την ανθρωπότητα. Αλλά δεν θα την κατηγορήσω σήμερα. Όχι. Αυτό που θα ήθελα να πω είναι τούτο. Αγάπησα την ανθρωπότητα. Και την αγάπησα περισσότερο, τώρα που έχει χαθεί, ακριβώς εξαιτίας αυτής της τραγικής μοίρας". 
Μετά απ' αυτά τα λόγια, ότι κι αν προσπαθήσω να προσθέσω θα είναι περιττό. 


Βαθμολογία: 10/10

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Άνθρωποι εναντίον Ανθρώπων (1970)

 



Καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας του παγκόσμιου κινηματογράφου έχουν γυριστεί σπουδαία και συγκλονιστικά αντιπολεμικά αριστουργήματα. Λίγα όμως έχουν καταφέρει να αποτυπώσουν την ανελέητη σφαγή που συντελείται στα πεδία των μαχών, καθώς και την παράνοια των αξιωματικών που στέλνουν στρατιώτες στη σφαγή, επιθυμώντας να αποκτήσουν την πολυπόθητη γι' αυτούς δόξα. Μία απ' αυτές τις δυνατές ταινίες που σου μένουν έντονα χαραγμένες στη μνήμη, είναι το σπουδαίο αντιπολεμικό αριστούργημα "Άνθρωποι εναντίον Ανθρώπων" του πολιτικοποιημένου σκηνοθέτη Φραντσέσκο Ρόσι, βασισμένο στα απομνημονεύματα του συγγραφέα Εμίλιο Λούσου (Emilio Lussu), ο οποίος είχε καταγράψει τις εμπειρίες του από τις συρράξεις της Ιταλίας με την Αυστροουγγαρία στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. 
Αυτό που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία μοναδική, είναι ότι πέρα από τις φρικαλεότητες του πολέμου, ο σκηνοθέτης εστιάζει και στην ψυχοσύνθεση ενός αποκαρδιωμένου τάγματος Ιταλών, οι οποίοι χάνουν από τους Αυστριακούς ένα ύψωμα κι αναγκάζονται να το ανακαταλάβουν πριν οχυρωθούν για τα καλά οι εχθροί στην κορυφή του. Πέρα όμως από την απελπισία που τους έχει κυριεύσει, οι Ιταλοί στρατιώτες έχουν να αντιμετωπίσουν και τη σκληρή πειθαρχεία του ηλικιωμένου στρατηγού Leone, η παράνοια του οποίου επιφέρει επιπλέον θύματα στο στράτευμά του. Η επικράτηση του δικού του στρατιωτικού δογματισμού θα ρίξει κι άλλο το ήδη καταρρακωμένο ηθικό των στρατιωτών του και θα προκαλέσει μια απορρύθμιση, η οποία θα οδηγήσει σε μια αναπόφευκτη ανταρσία του ίδιου του του στρατεύματος. 
Η εξιστόρηση των γεγονότων έχει ως σημείο αναφοράς την επιμονή του στρατηγού Leone (τον οποίον ενσαρκώνει με εκπληκτικό τρόπο ο Αλέν Κινί) στην ανακατάληψη του υψώματος που χάθηκε, παρά τον θάνατο 3.000 Ιταλών που άφησε πίσω της η αυστροουγγρική πολιορκία που είχε προηγηθεί. Η παράνοιά του έχει ως σκοπό να κρατήσει υπό τον έλεγχό του το αποδεκατισμένο του στράτευμα, υιοθετώντας τις θεωρίες ενός αβάσιμου ηρωισμού (ο οποίος οδηγεί στο θάνατο) και της γοητείας του πολέμου που μόνο στο πεδίο των μαχών μπορεί να γίνει αντιληπτή. Με κάθε τρόπο, ο ψυχρός κι ανέκφραστος στρατηγός, προσπαθεί να αποτρέψει οποιαδήποτε στοχαστική διείσδυση στο στράτευμα, έχοντας αντιληφθεί πως είναι ήδη μισητός στους στρατιώτες του, αλλά κι έχοντας γνώση του ότι το κράτος συμπεριφέρεται με τον πιο χυδαίο τρόπο στους νέους που θυσιάζονται στις μάχες, γεγονός που φανερώνεται ακόμη και με το περιστατικό των χάρτινων αρβυλών που προσφέρονται στους στρατιώτες του μετώπου, προς όφελος των κερδοσκόπων προμηθευτών.




Ο στρατηγός Leone θα διερευνήσει αρκετές μεθόδους ανακατάληψης του βουνού στέλνοντας στρατιώτες εμφανώς σε αποστολές αυτοκτονίας, είτε για να κόψουν ακάλυπτοι τα συρματοπλέγματα των Αυστριακών, είτε για να προελάσουν σε κατά μέτωπο επίθεση με τις ολόσωμες πανοπλίες Brewster, οι οποίες υποτίθεται πως αντέχουν τις βολές κατά ριπάς, δημιουργώντας ένα σουρεαλιστικό σκηνικό, το οποίο θυμίζει σκηνές από ταινίες των Monty Python. Οι επιθέσεις των Ιταλών επιφέρουν τόσες πολλές απώλειες ανάμεσά τους, που αναγκάζουν ακόμη και τους ίδιους τους Αυστριακούς να αγανακτήσουν έντονα, ανθρώπινα κι άκρως συγκινητικά με τη σφαγή των εχθρών τους, προσφέροντας μια αναπάντεχη συγκλονιστική στιγμή ανθρωπιάς. 
Απέναντι στην τυραννική συμπεριφορά του στρατηγού Leone θα σταθεί ο υπολοχαγός Ottoleghi (τον οποίο υποδύεται ο πολυαγαπημένος Τζιαν Μαρία Βολοντέ), ο οποίος προστατεύει με κάθε τρόπο τους στρατιώτες που έχει στο λόχο του. Γλιτώνει έναν νεαρό από το εκτελεστικό απόσπασμα και θα συγκρατήσει τον θάλαμό του από την αποτυχημένη ανταρσία του υπόλοιπου τάγματος, λέγοντάς στους στρατιώτες πως θα είναι μαζί τους στην πρώτη γραμμή όταν θα έρθει η κατάλληλη στιγμή της εξέγερσης. Μια υπόσχεση την οποία τηρεί. Όσο για την ανταρσία των Ιταλών στρατιωτών, όχι μόνο δε θα επιφέρει πιο ανθρώπινες κι υποφερτές συνθήκες στο τάγμα, αλλά θα οδηγήσει στην εκτέλεση μιας ομάδας στασιαστών, προσφέροντάς μας σκηνοθετικά μια ακόμη συγκλονιστική σκηνή στη συγκεκριμένη ταινία. 
Σε έναν άκρως αποκαλυπτικό διάλογο που θα έχει με τον ιδεαλιστή υπολοχαγό Sassu (τον οποίον ερμηνεύει ο ταλαντούχος Μαρκ Φρεσέτ), ο υπολοχαγός Ottoleghi θα απαριθμήσει με θάρρος έναν-έναν τους πραγματικούς εχθρούς του ιταλικού λαού, τους οποίους θα ήθελε να εκτελέσει ώστε να έρθει επιτέλους ο πολυπόθητος σοσιαλισμός, φανερώνοντας μ' αυτόν τον τρόπο πως ο πραγματικός εχθρός των λαών είναι οι τύραννοί τους που τους δυναστεύουν κι όχι οι υποτιθέμενοι εξωτερικοί εχθροί που ξεπηδούν μέσα από τις αφηγήσεις του μεγαλοϊδεατισμού. 
Ο υπολοχαγός Ottoleghi είναι ο πιο οραματιστής κι ανθρώπινος χαρακτήρας της ιστορίας, και φυσικά ο προστάτης των στρατιωτών-θυμάτων του στρατηγού Leone. Η ασφάλεια όμως που τους προσφέρει θα διακοπεί απότομα με τον θάνατό του. Το τέλος έρχεται ακριβώς τη στιγμή που ο υπολοχαγός συνειδητοποιεί πως δεν αντέχεται άλλο αιματοκύλισμα κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης και δείχνει στους στρατιώτες του πως ο εχθρός τους δεν είναι οι Αυστριακοί, που έχουν ταμπουρωθεί στο βουνό, αλλά οι Ιταλοί αξιωματικοί που τους στέλνουν για σφαγή, Εκείνη ακριβώς τη στιγμή σκοτώνεται από φίλια πυρά.
 



Μετά τον θάνατό του, τη σκυτάλη παίρνει ο υπολοχαγός Sassu, ο οποίος εμπνέεται από το θάρρος και την ανθρωπιά του αδικοχαμένου υπολοχαγού Ottoleghi. Ο νεαρός υπολοχαγός θα φτάσει σε απόσταση αναπνοής απ' την εξόντωση του στρατηγού Leone, καθοδηγώντας τον με δόλο στα πυρά των Αυστριακών σκοπευτών, αλλά το πανούργο σχέδιό του θα αποβεί αναποτελεσματικό. Η μεταστροφή του συγκεκριμένου αρχικά πολεμοχαρή υπολοχαγού, επήλθε μέσα από τις συζητήσεις που είχε με τον υπολοχαγό Ottoleghi, αλλά και μέσα από τις μικρές ανθρώπινες στιγμές που βίωσε με τους υπόλοιπους στρατιώτες σε στιγμές ανάπαυλας, όπως στη σκηνή που όλοι μαζί παρατηρούν μια συλλογή σκίτσων με πτηνά, καθώς κι όταν μοιράζεται από χέρι σε χέρι μια φωτογραφία ενός γυμνού κοριτσιού, υπενθυμίζοντας τη χαρά της ζωής που δυστυχώς χάνεται στα χαρακώματα του μετώπου. 
Πάνω σ' αυτό πατάει ο σκηνοθέτης για να δείξει πως ο απλός λαός δε θέλει να αλληλοσκοτώνεται στα πεδία των μαχών, κάτι το οποίο καταφέρνει να παρουσιάσει με δυο τρόπους. Από τη μια είναι οι στρατιώτες που αλληλοτραυματίζονται με κάθε τρόπο για να βγουν ελεύθεροι υπηρεσιών κι από την άλλη, το τάγμα που αρνείται να επιτεθεί στον εχθρό και μαζεύεται σαν έντρομο κοπάδι σε κάποιο καταφύγιο. Όταν ο αξιωματικός απαιτεί να εκτελεστούν κάποιοι από τους στρατιώτες που δείλιασαν στη μάχη(με την επιλογή των προσώπων να γίνεται με έναν άκρως ανατριχιαστικό τρόπο), ξεσπάει μια δεύτερη ανταρσία, η οποία θα είναι επιτυχής αλλά θα οδηγήσει λίγο αργότερα τον υπολοχαγό Sassu στο απόσπασμα. Σ' αυτή την τελική σκηνή, ο σκηνοθέτης φανερώνει όλη τη δημιουργική του μαεστρία, κάνοντας τον υπολοχαγό να φαίνεται γίγαντας απέναντι στους στρατιώτες που στοχεύουν προς την καρδιά του. 
Το "Άνθρωποι εναντίον Ανθρώπων" είναι ένα σπουδαίο αντιπολεμικό αριστούργημα με εκπληκτικά πλάνα χάρης στον εξαιρετικό κινηματογραφιστή-φωτογράφο Pasqualino De Santis και με τις εξαιρετικές ερμηνείες που παραδίδονται από τα τρία πρωταγωνιστικά πρόσωπα Τζιαν Μαρία Βολοντέ, Αλέν Κινί και Μαρκ Φρεσέτ. Ο Φραντσέσκο Ρόσι μαεστρικά κατορθώνει  να αποδώσει κινηματογραφικά, με συνταρακτική αμεσότητα και γλαφυρό ρεαλισμό, τόσο τα αντιπολεμικά μηνύματα του συγγραφέα Εμίλιο Λούσου όσο και τη χαρακτηριστική πολιτική χροιά που ανελλιπώς συναντάμε στην πλούσια φιλμογραφία του, εξαπολύοντας συνάμα ένα δριμύ κι άτεγκτο κατηγορώ ενάντια στους φιλοπόλεμους ηγέτες που εξώθησαν τις ανώνυμες για εκείνους ορδές των στρατιωτών σε προεξοφλημένα αιματοκυλήσματα, ενάντια σε όλους εκείνους τους μεγαλόσχημους που αντιλαμβάνονται την ανθρώπινη ζωή σαν άλλο ένα αναλώσιμο πιόνι στην αιμοδιψή σκακιέρα των ατελείωτων κι ατελέσφορων πολέμων τους.


Βαθμολογία: 10/10

Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2023

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Βρέχει πάνω από το Σαντιάγο (1975)




Πενήντα χρόνια πέρασαν από τη μέρα που η αμερικανοκίνητη χούντα του Αουγούστο Πινοσέτ ανέτρεψε την κυβέρνηση ενός σπουδαίου ανθρώπου και πολιτικού, του Σαλβαδόρ Αλιέντε, επιβάλλοντας στη Χιλή μια άγρια κι απάνθρωπη δικτατορία, η οποία άφησε πίσω της χιλιάδες νεκρούς κι εκατοντάδες χιλιάδες αγνοούμενους. Για τη συγκεκριμένη περίοδο έχουν γραφτεί συγκινητικά βιβλία κι έχουν κινηματογραφηθεί συγκλονιστικές ταινίες, φανερώνοντας πως ο σπουδαίος χιλιάνικος λαός δεν έπαψε ποτέ να αγωνίζεται, αποφασισμένος να διατηρεί την εθνική του μνήμη, αλλά και να τιμά διαρκώς τους ήρωές του, που έπεσαν μαχόμενοι τη μέρα του πραξικοπήματος ή δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια της σκοτεινής περιόδου που ακολούθησε μέχρι το 1990. Ένας απ' αυτούς τους δημιουργούς που άφησαν το αποτύπωμά τους στη συγκινητική προσπάθεια διατήρησης της συγκεκριμένης μνήμης είναι κι ο Χιλιανός σκηνοθέτης Έλβιο Σότο. 
Εμπνευσμένος από την πολιτικοποιημένη φιλμογραφία του Κώστα Γαβρά, ο Χιλιανός σκηνοθέτης επιλέγει ως τίτλο της ταινίας του το σύνθημα που δόθηκε στον στρατό για να κατέβει στους δρόμους του Σαντιάγο και παρουσιάζει με συνταρακτικό ρεαλισμό τις πρώτες ώρες του πραξικοπήματος, κάνοντας παράλληλα συχνές αναφορές σε παρελθοντικές ενδείξεις που φανέρωναν τις προθέσεις των Αμερικανών για ανατροπή της τότε κυβέρνησης. 
Η παρουσίαση των ιστορικών γεγονότων ξεκινάει με την κατάληψη καίριων στρατιωτικών σημείων της πόλης Βαλπαραϊσό από μονάδες του πολεμικού ναυτικού. Εκείνη την ώρα ακούγεται από το φιλοχουντικό ραδιοφωνικό σταθμό "Αγκρικαλτούρα" το σύνθημα "βρέχει πάνω από το Σαντιάγο", το εναρκτήριο λάκτισμα του πραξικοπήματος. Ξημερώνει η 11η Σεπτέμβρη του 1973, η οποία βρίσκει τους ηγέτες του συνασπισμού της "Λαϊκής Ενότητας" να συσκέπτονται με τον Σαλβαδόρ Αλιέντε, καθώς οι πρώτες στρατιωτικές μονάδες παρελαύνουν προς το προεδρικό μέγαρο. Η πρώτη αντίδραση από την κυβέρνηση είναι η άμεση κινητοποίηση της εργατικής πολιτοφυλακής της "Λαϊκής Ενότητας" και της "Λαϊκής Δύναμης" σε εργοστάσια και πανεπιστημιακούς χώρους. Όμως, η ανελέητη μάχη που είναι έτοιμη να ξεσπάσει πέρα από αναπόφευκτη, φαίνεται εξαρχής πως είναι κι άνιση...




Από τις πρώτες πρωινές ώρες, τεθωρακισμένα έχουν περικυκλώσει το προεδρικό μέγαρο κι ελεύθεροι σκοπευτές πυροβολούν προς τα παράθυρά του, την ίδια στιγμή που φοιτητές έχουν ταμπουρωθεί στα πανεπιστήμια κι εργάτες στήνουν οδοφράγματα έξω από τα εργοστάσιά τους. Ο φιλοχουντικός ραδιοφωνικός σταθμός που μετέδωσε το πραξικοπηματικό σύνθημα, προσπαθεί να κάμψει το ηθικό του μαχόμενου λαού με προπαγανδιστικές ανακοινώσεις και με ένα επαναλαμβανόμενο μήνυμα που καλεί τον Σαλβαδόρ Αλιέντε να παραιτηθεί και να παραδοθεί στον στρατό που τον έχει περικυκλώσει. Αντ' αυτού, ο Σαλβαδόρ Αλιέντε θα βγάλει έναν από τους πιο ηρωικούς πολιτικούς λόγους που έχουν ακουστεί στην παγκόσμια ιστορία: «Αυτή είναι η τελευταία φορά που ακούτε τη φωνή μου! Θα παραμείνω στο προεδρικό μέγαρο, στις επάλξεις της Δημοκρατίας, εάν χρειαστεί δίνοντας τη ζωή μου! Υπερασπιστείτε την Επανάσταση!». 
Λίγο πριν τη λήξη του τελεσίγραφου και την τελική εισβολή του στρατού στο προεδρικό μέγαρο, ο Σαλβαδόρ Αλιέντε θα αποχαιρετήσει τους ανθρώπους του και την κόρη του, που βρίσκονταν μαζί του εγκλωβισμένοι και θα παραμείνει με κάποια στελέχη της κυβέρνησης της "Λαϊκής Ενότητας" και της εργατικής πολιτοφυλακής. Κατά το μεσημέρι, το προεδρικό μέγαρο αρχίζει να φλέγεται μετά από τους βομβαρδισμούς των πολεμικών αεροσκαφών, την ώρα που οργισμένοι φασίστες προαναγγέλλουν από τα ραδιόφωνα τη δολοφονία του Χιλιανού προέδρου, ακόμη κι αν δεχτεί να παραδοθεί. 
Η σφοδρή μάχη θα ολοκληρωθεί το μεσημέρι, με τον στρατό να εισβάλει στο φλεγόμενο μέγαρο και τον Σαλβαδόρ Αλιέντε να πέφτει νεκρός με ένα αυτόματο όπλο στο χέρι. Η χούντα αρχικά θα δηλώσει πως ο Αλιέντε αυτοκτόνησε. Η αλήθεια όμως είναι αδύνατον να κρυφτεί για πάντα. Με την πάροδο των χρόνων πολλά στοιχεία των γεγονότων του πραξικοπήματος άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια, αποκαλύπτοντας την πραγματικότητα, όπως η φωτογραφία που δείχνει τον Σαλβαδόρ Αλιέντε να εξέρχεται ζωντανός από το προεδρικό μέγαρο λίγο πριν την τελική εισβολή του στρατού. 
Παρά την κατάληψη του προεδρικού μεγάρου, οι μάχες θα συνεχιστούν σε ολόκληρο το Σαντιάγο. Στην ταινία παρουσιάζονται κάποιες απ' αυτές που έλαβαν χώρα στο πανεπιστήμιο της πόλης και σε κάποιες φάμπρικες των προαστίων. Όμως, η θαρραλέα στάση του λαού στην υπεράσπιση της δημοκρατίας θα καμφθεί, μ' αποτέλεσμα να ακολουθήσουν μαζικές συλλήψεις κι επί τόπου εκτελέσεις στελεχών της "Λαϊκής Ενότητας". Η παρουσίαση των γεγονότων του πραξικοπήματος θα ολοκληρωθεί στο Στάδιο του Σαντιάγο όπου έχουν συγκεντρωθεί χιλιάδες συλληφθέντες,. Στις κερκίδες του σταδίου θα συντελεστεί μια από τις χειρότερες θηριωδίες της σύγχρονης ιστορίας, καθώς μπροστά στους έντρομους πολίτες θα εκτελούνται εκατοντάδες κρατούμενοι με ανελέητο ξύλο. Ένα από τα θύματα των φασιστών είναι κι ο λαϊκός τραγουδιστής Βίκτορ Χάρα, ηγέτης του κινήματος Nievo Cancion, ο οποίος βασανίστηκε και δολοφονήθηκε με τον πιο φρικαλέο τρόπο. 
Η ταινία ολοκληρώνεται με την κηδεία του ποιητή Πάμπλο Νερούδα, όπου η νεκρώσιμος ακολουθία μετατράπηκε σε παλλαϊκή αντιφασιστική διαδήλωση, αφήνοντας μια ελπίδα (η ταινία γυρίστηκε τρία χρόνια μετά το πραξικόπημα) πως η δημοκρατική συνείδηση εξακολουθεί να φωλιάζει στις ψυχές των Χιλιάνων, παρά τα βασανιστήρια και τις δολοφονίες της χούντας του Πινοσέτ. Δυστυχώς όμως, η ιστορία απέδειξε πως τα καθεστώτα πέφτουν συνήθως μόνα τους...
 



Ο σκηνοθέτης Έλβιο Σότο παρουσιάζει αρκετά γεγονότα που προηγήθηκαν του πραξικοπήματος, θέλοντας να κάνει πιο κατανοητή την κοινωνικοπολιτική κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα του εκείνη την περίοδο. Οπότε αναφέρεται στην προηγούμενη απόπειρα πραξικοπήματος που πήγε να σημειωθεί ανεπιτυχώς τον Οκτώβρη του 1970 από τον Εντουάρντο Φράι, λίγο πριν την ανάληψη εξουσίας από τον Σαλβαδόρ Αλιέντε. Η τότε απόπειρα σταμάτησε από την ίδια την Ουάσιγκτον, καθώς το Πεντάγωνο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ θεωρούσαν ανέτοιμο τον πρώην πρόεδρο της Χιλής κι απροετοίμαστα τα σώματα των Ενόπλων Δυνάμεων. Επίσης στην ταινία γίνονται αναφορές στις αποτυχημένες απόπειρες δολοφονίας του Σαλβαδόρ Αλιέντε, όπως εκείνη που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια των δημοτικών εκλογών τον Απρίλη του 1971, αλλά και κατά τις μεγάλες απεργίες των φορτηγατζήδων, οι οποίες τελικά απέτυχαν να ρίξουν τον Χιλιανό πρόεδρο. 
Η περίοδος που γυρίστηκε η συγκεκριμένη ταινία ήταν έντονα πολιτικοποιημένη, ωθώντας αρκετούς διάσημους ηθοποιούς να παίξουν σε τέτοιου είδους ταινίες, παρόλο που τους έχουμε συνηθίσει σε άλλους ρόλους. Στο "Βρέχει πάνω από το Σαντιάγο" έχουμε την εξαιρετική ερμηνεία του σπουδαίου Ζαν Λουί Τρεντινιάν (ο οποίος είχε πάρει μέρος και στο θρυλικό "Ζ" του Κώστα Γαβρά), ενώ πέρασμα από την ταινία κάνει κι η μούσα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, Μπίμπι Άντερσον. 
Στην ταινία υπήρχαν πολλές σκηνές που με συγκίνησαν, όπως τα αποχαιρετιστήρια λόγια του Σαλβαδόρ Αλιέντε στην κόρη του και άλλες που με συγκλόνισαν, όπως οι αντιφρονούντες στρατιωτικοί που στάθηκαν στο πλευρό του λαού και θυσιάστηκαν, αλλά κι η φρικιαστική εκτέλεση του τραγουδοποιού Βίκτορ Χάρα. Υπήρχε όμως και μια σκηνή που με εξόργισε, καθώς φανερώνει το ύπουλο καρκίνωμα που κρύβεται σε όλες τις μικρές χώρες αυτού του κόσμου. Τη στιγμή λοιπόν που τα τανκς σφυροκοπούν το προεδρικό μέγαρο, κάποιοι βιομήχανοι και λοιποί κεφαλαιοκράτες με τις συζύγους τους παρακολουθούν τα τεκταινόμενα από ένα διπλανό ξενοδοχείο και πανηγυρίζουν ανοίγοντας σαμπάνιες. Είναι όλοι αυτοί οι σύγχρονοι γραβατομένοι εφιάλτες που θυσιάζουν τους απανταχού λαούς στο βωμό της ντροπιαστικής αισχροκέρδειας και του απάνθρωπου νεοφιλελευθερισμού. 
Το συνταρακτικό "Βρέχει πάνω από το Σαντιάγο" είναι ένα από τα σπάνια και λιγότερο γνωστά αριστουργήματα αυτής της τόσο έντονα πολιτικοποιημένης δεκαετίας του '70, που καταπιάνονται με το πραξικόπημα της Χιλής και ξεσκεπάζουν με θαρραλέο τρόπο τους ηθικούς αυτουργούς των απανταχού καταλύσεων των δημοκρατικών θεσμών. Επίσης, είναι μια ειλικρινέστατη ταινία που δυστυχώς δεν αφήνει αρκετά περιθώρια ελπίδας, καθώς όσο περνάνε τα χρόνια τόσο πιο ισχυρές είναι οι βάσεις με τις οποίες έρχονται τα καθεστώτα να επιβληθούν σε δοκιμασμένους λαούς. Ήδη αυτό το βιώνουμε τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, αλλά το παρακολουθούμε μουδιασμένοι να εφαρμόζεται και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Γι' αυτόν τον λόγο, αλλά και για πολλούς άλλους, θεωρώ πως το "Βρέχει πάνω από το Σαντιάγο" είναι ένα μοναδικό στο είδος του αριστούργημα αφύπνισης κι επιφυλακής. 


Βαθμολογία: 9/10

Παρασκευή 26 Μαΐου 2023

Αριστουργήματα του Παρελθόντος: Ρωσική Κιβωτός (2002)

 


Η «Ρώσικη Κιβωτός» έχει θεωρηθεί από αρκετούς κριτικούς κινηματογράφου, ως το πρώτο αυθεντικό αριστούργημα του 21ου αιώνα. Για την παραγωγή της χρειάστηκαν 867 ηθοποιοί, πάνω από 1000 κομπάρσοι, 150 τεχνικοί στο κινηματογραφικό συνεργείο και τρεις συμφωνικές ορχήστρες. Επίσης για τα γυρίσματα χρησιμοποιήθηκαν αναρίθμητα κοστούμια και περούκες εποχής. Όμως ο μεγάλος πρωταγωνιστής της ταινίας είναι το μουσείο του Ερμιτάζ, στην καρδιά της Αγίας Πετρούπολης. 
Ξεναγοί της ιστορίας είναι η φωνή ενός αφηγητή (του ίδιου του σκηνοθέτη Αλεξάντερ Σοκούροφ) κι ενός κυνικού Γάλλου διπλωμάτη (προσωπικά θεωρώ πως είναι ο Αυστριακός διπλωμάτης Κλέμενς φον Μέττερνιχ), οι οποίοι συναντιούνται κατά έναν παράδοξο τρόπο εντός του μουσείου, κάπου στα μισά του 18ου αιώνα. Μέσα από τις συζητήσεις τους, καταφέρνουν να παρασύρουν τους θεατές σε ένα μαγικό ταξίδι τόσο στην ιστορία του ρωσικού λαού όσο και στον κόσμο της τέχνης. 
Κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής τους στις αίθουσες του μουσείου, πραγματοποιείται μια αναβίωση των 300 χρόνων της ρωσικής ιστορίας, από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου και της Μεγάλης Αικατερίνης μέχρι την πτώση της δυναστείας των Ρομανόφ, ξεδιπλώνοντας τις ίντριγκες και τις συγκρούσεις που διαδραματίστηκαν εντός του Χειμερινού Ανακτόρου. Η παρουσίαση κι ανάλυση των ιστορικών γεγονότων, γίνονται αφορμή για ειρωνικά και κυνικά σχόλια, κυρίως από τον σκηνοθέτη, για τις κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις που υφίστανται σήμερα τόσο στη Ρωσία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, όσο και την ασαφή θέση των δυτικών χωρών στις γρήγορους ρυθμούς της σύγχρονης ιστορίας. 
Ωστόσο, η ταινία καταφέρνει να παρουσιάσει τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα του μουσείου αλλά και τα υπέροχα και σπουδαία έργα τέχνης της συλλογής του, χωρίς να χρησιμοποιεί κάποια ντοκιμαντερίστικη περιγραφή, δημιουργώντας μ' αυτήν την επιτυχία ένα νέο κινηματογραφικό είδος. Επίσης, η "Ρώσικη Κιβωτός" εντυπωσιάζει για το τεράστιο και πολυσύνθετο μονοπλάνο της, μέσα στο οποίο παντρεύει τον κινηματογράφο με τις υπόλοιπες τέχνες και τη ρώσικη ιστορία με το χώρο του θεάτρου. Μπροστά από τον φακό περνάει μια πλούσια γκάμα εποχών, ανθρώπων, έργων τέχνης, γεγονότων, καλλιτεχνικών τάσεων, ντυσιμάτων, διασκεδάσεων κι ιντρίγκων. Κατά κάποιον τρόπο περνάει η ίδια η ζωή, η οποία με ένα ξαφνικό παλαμάκι πετάει σαν πουλάκι στους κομψούς διαδρόμους του μουσείου και χάνεται. Ένα ακόμη στοιχείο που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία εντυπωσιακή είναι το μεγάλο πλήθος των ηθοποιών και των κομπάρσων κι η κίνησή τους μέσα στους χώρους του μουσείου. 




Ο σκηνοθέτης Αλεξάντερ Σοκούροφ, του οποίου η παρουσία εκδηλώνεται με την κίνηση της κάμερας στο χώρο, προσπαθεί να εξηγήσει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, εισχωρώντας στο μουσείο μαζί με άλλους ανθρώπους. Παρατηρώντας τα κοστούμια γύρω του, αναρωτιέται αν βρίσκεται στον 18ο αιώνα. Παράλληλα, ο φωτισμός που χρησιμοποιεί, δημιουργεί ένα οπτικό παιχνίδισμα, κάνοντας τους θεατές να αισθανθούν πως βρίσκονται μέσα σε κάποιο όνειρο. Η κίνηση της κάμερας, η οποία υποδηλώνει την μετακίνηση του σκηνοθέτη μέσα στο πλήθος, δημιουργεί ένα αίσθημα αποπροσανατολισμού, αντίστοιχο μ’ αυτό που βιώνει κάποιος άνθρωπος, όταν βυθίζεται σε ένα βαρύ ύπνο. Παράλληλα, ο σκηνοθέτης αναρωτιέται αν γίνεται αντιληπτός από τους γύρω του ή είναι αόρατος, δημιουργώντας στους θεατές ένα αίσθημα ηδονοβλεψίας προς έναν άγνωστο κόσμο που αρχίζει να αποκαλύπτεται μέσα από τις σκοτεινές περιπλανήσεις στις αίθουσες του μουσείου. 
Μέσα σ' αυτή τη σκοτεινή περιδίνηση, ο σκηνοθέτης συναντιέται με έναν μυστηριώδη Ευρωπαίο διπλωμάτη, ο οποίος γίνεται συνοδοιπόρος του στο όνειρο. Ο Ευρωπαίος διπλωμάτης δείχνει το ίδιο χαμένος με τον σκηνοθέτη κι απορεί που μιλάει τόσο καλά τη ρωσική γλώσσα. 
Η πρώτη ορχήστρα που συναντούν τα δύο πρόσωπα, σηματοδοτεί τις περιπλανήσεις τους στις αίθουσες του μουσείου Ερμιτάζ. Ο σκηνοθέτης αναγνωρίζει την Μεγάλη Αικατερίνη, επιβεβαιώνοντάς τον ότι βρίσκεται στον 18ο αιώνα. Οι δυο πρωταγωνιστές συνεχίζουν να περιφέρονται στις αίθουσες του μουσείου, σχολιάζοντας τον πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο του και συγκρίνοντας τον με τις αντίστοιχες αίθουσες του Βατικανού. Στις συζητήσεις τους γίνεται ένας συσχετισμός των τοιχογραφιών του μουσείου Ερμιτάζ με την τεχνοτροπία στους πίνακες του Ραφαήλ. Ο Ευρωπαίος διπλωμάτης γίνεται εριστικός απέναντι στις καλλιτεχνικές ανησυχίες των Ρώσων, οι οποίοι προτιμούν να αντιγράφουν τους υπόλοιπους Ευρωπαίους δημιουργούς χωρίς να επενδύουν στις δικές τους δημιουργικές δυνατότητες. 
Συγκινητική είναι η στιγμή, στην οποία οι δυο πρωταγωνιστές συναντούν μια εργαζόμενη του μουσείου, η οποία παρόλο που είναι τυφλή, έχει αρκετές γνώσεις σχετικά με τα εκθέματα του μουσείου. Η τυφλή ξεναγός, της οποίας η παρουσία αποκτά μια συμβολική αξία, ξεναγεί τα δυο πρόσωπα στη αίθουσα των Φλαμανδών ζωγράφων, όπου αναλύει κάποιους από τους πίνακες, όπως «Η Παρθένος με τις πέρδικες» του Άντονι Βαν Ντάικ, ο οποίος αποκτήθηκε από την Αικατερίνη Β’, «Η Γιορτή στο Σπίτι του Σίμωνα του Φαρισαίου» του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς κι οι «Απόστολο και Παύλο» του Ελ Γκρεκο. Στη συγκεκριμένη σκηνή προηγείται κι η στιγμιαία εμφάνιση του Ρώσου ποιητή Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν.
Ωστόσο, ο σκηνοθέτης Αλεξάντερ Σοκούροφ, με μια έντονα φορτισμένη σκηνή, κάνει μνεία στην Πολιορκία του Λένινγκραντ  ή αλλιώς την «Πολιορκία των 900 ημερών», που πραγματοποιήθηκε από τις 8 Σεπτέμβριου του 1941 μέχρι τις 27 Ιανουαρίου του 1944, κι αποτέλεσε κομβικό ιστορικό γεγονός του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου ή αλλιώς Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αφήνοντας πίσω της πάνω από ένα εκατομμύριο νεκρούς από τη μεριά της Ρωσίας (και πεντακόσιες χιλιάδες νεκρούς από τη μεριά του Άξονα). Το γεγονός αυτό ξεδιπλώνεται σε μια παγωμένη αίθουσα με άδεια κάδρα, θέλοντας ο σκηνοθέτης μ’ αυτόν τον τρόπο να δηλώσει την απομάκρυνση των έργων τέχνης από το μουσείο κατά την περίοδο του πολέμου, ενώ η ύπαρξη των νεκρών δηλώνεται με την παρουσία ενός Ρώσου στρατιώτη (το κοστούμι κι η ψυχική του διαταραχή λόγω της χρόνιας πολιορκίας παίζουν σημαντικό ρόλο στη δήλωση του ιστορικού γεγονότος), ο οποίος κατασκευάζει το δικό του φέρετρο.




Ο δημιουργός δε παραλείπει να αφιερώσει ένα πλάνο και στους διευθυντές του μουσείου Ερμιτάζ, που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους. Τα ονόματα που ακούγονται κι οι ενδύσεις βοηθούν τους θεατές να αναγνωρίσουν τα ιστορικά πρόσωπα που υποδύονται οι ηθοποιοί, με εξαίρεση τον Mikhail Piotrovsky που υποδύεται τον εαυτό του. Τα πρόσωπα τα οποία παρουσιάζονται στη συγκεκριμένη σκηνή είναι οι Iosif Orbeli που διετέλεσε διευθυντής του μουσείου από το 1934 μέχρι το 1951, ο Mikhail Artamonov που υπηρέτησε στην ίδια θέση από το 1951 μέχρι το 1964, ο Boris Piotrovsky που συνέχισε στον ίδιο θώκο από το 1964 μέχρι το 1990 κι ο γιος του Mikhail Piotrovsky που εξακολουθεί να είναι διευθυντής του μουσείου μέχρι σήμερα. 
Η κορύφωση της ταινίας έρχεται με την πτώση της δυναστείας των Ρομανόφ. Το φοβισμένο «αντίο» που ακούγεται από τον τσάρο Νικόλαο, μαρτυρά το τέλος μιας εποχής τόσο για τη Ρωσία όσο και για το μέχρι τότε Χειμερινό Ανάκτορο Ερμιτάζ. Η νέα εποχή καλωσορίζεται με μια ακόμη ορχήστρα, οι οποία συνοδεύει τους πρωταγωνιστές, τους κομπάρσους αλλά και τους θεατές της ταινίας προς την Μεγάλη Έξοδος. Η τελευταία σκηνή ξεκινάει με την αποθέωση της ορχήστρας από τους παρόντες ηθοποιούς και με τον κυνικό Ευρωπαίο διπλωμάτη να συγκινείται από την αριστοκρατική ατμόσφαιρα, το αισιόδοξο κλίμα των αρχών του 20ου αιώνα και την αίγλη που αποπνέουν τόσο οι Ρώσοι (μέσα από το χορό και τις ενδυμασίες τους) όσο και το μουσείο Ερμιτάζ. Αρνείται να ακολουθήσει τον σκηνοθέτη προς το μέλλον κι αποφασίζει να μείνει για πάντα στο νοσταλγικό όνειρο του παρελθόντος, αποχαιρετώντας μια νέα Ευρώπη που αρχίζει να χτίζεται. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να αναδείξει την ελκυστική αίγλη και το αξεπέραστο μεγαλείο του μουσείου Ερμιτάζ. 
Η κάμερα ακολουθεί το πλήθος προς την έξοδο του μουσείου, εντυπωσιάζοντας τους θεατές με την ομορφιά του πλούσιου εσωτερικού διακόσμου. Διασχίζει σχεδόν όλους τους συντελεστές της ταινίας, καταλήγοντας σε μια πόρτα από πού φαίνεται μια ταραγμένη σκοτεινή θάλασσα. Η θάλασσα υποδηλώνει τον έξω κόσμο και το άγνωστο που επιφυλάσσει το μέλλον, αφήνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την υπόνοια πως το μουσείο Ερμιτάζ είναι μια κιβωτός πολιτισμού, που έχει καταφέρει να επιβιώσει από πολλές καταιγίδες (πολέμους, επαναστάσεις, καθεστώτα, φυσικές καταστροφές κ.α.).




Ο Αλεξάντερ Σοκούροφ, ο οποίος υπήρξε μαθητής και φίλος του Αντρέι Ταρκόφσκι, συνδύασε πρωτοποριακές κινηματογραφικές τεχνολογίες και τεχνικές, δημιουργώντας την πρώτη ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου που δε χρειάστηκε να γίνει μοντάζ καθώς ολόκληρο το έργο ήταν μονοπλάνο. Το όραμα του Ρώσου δημιουργού, το στήριξε κι ο Αμερικανός σκηνοθέτης Μάρτιν Σκορσέζε, ο οποίος συμμετείχε στην παραγωγή της ταινίας. Μέσα από την ταινία, ο σκηνοθέτης παρομοιάζει το σπουδαίο μουσείο Ερμιτάζ ως μια «Ρωσική Κιβωτό», η οποία έχει συγκεντρώσει εντός της σπουδαία έργα των Λεονάρντο Ντα Βίντσι, Ογκίστ Ροντέν, Πάμπλο Πικάσο, Ανρί Ματίς, Πολ Γκογκέν, Πολ Σεζάν, Κλοντ Μονέ κι άλλων, με τον συνολικό αριθμό των έργων που ανήκουν στις συλλογές του μουσείου να ξεπερνούν τα 3.000.000. Οπότε εύλογα, το μουσείο Ερμιτάζ μετατρέπεται συμβολικά σε μια Κιβωτό Ιστορίας, Μνήμης και Πολιτισμού. 
Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας έλαβε χώρα στο Φεστιβάλ των Καννών του 2002 και συμμετείχε σε μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ τόσο σε Αμερική όσο και σε Ευρώπη (Στοκχόλμη, Σαν Σεμπάστιαν, Γκέτεμποργκ, Βρυξέλλες, Κάρλοβυ Βάρυ, Ρόττερνταμ), όπως επίσης στο Τόκυο και στο Σάο Πάολο. Η ταινία είχε τεράστια εισπρακτική επιτυχία σε Η.Π.Α. κι Ευρώπη ενώ δέχτηκε διθυραμβικά σχόλια από κριτικούς κινηματογράφου. Κάποια απ’ αυτά τα σχόλια είναι τα παρακάτω: «Ένα από τα πιο εκπληκτικά φιλμ όλων των εποχών. Η τελική σκηνή κόβει την ανάσα…» από Chicago Sun, «Ασύγκριτη δεξιοτεχνία» από το περιοδικό TIME. «Μια υπέροχη πράξη δημιουργίας, μια παράξενη ιστορική οφθαλμαπάτη…» από τους NEY YORK TIMES,  «Το πρώτο αυθεντικό αριστούργημα του 21ου αιώνα…» από την Washington Post, «Ανοίγει νέους δρόμους στην κινηματογραφική γραφή…» από την El Pais. 
Η "Ρώσικη Κιβωτός" είναι ένα ανεπανάληπτο αριστούργημα, το οποίο αντανακλά τόσο το όνειρο του Αλεξάντερ Σοκούροφ, όσο και το όνειρο πολλών ανθρώπων που οι ζωές τους έχουν συνδεθεί με το μουσείο Ερμιτάζ. Είναι μια ταινία ύμνος για την ιστορική μνήμη, την ατέρμονη αξία των έργων τέχνης και τη διαχρονικότητα όλων των καλλιτεχνικών εκφράσεων. Η "Ρώσικη Κιβωτός" είναι ένα απερίγραπτο κινηματογραφικό όνειρο που μας παρασύρει σε πρωτόγνωρες χορογραφίες και λαμπερά χρώματα. 


Βαθμολογία: 10/10

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Museum Hours (2012)

 



Κατά τη διάρκεια των ερευνών που πραγματοποίησα για τη διεκπεραίωση της διπλωματικής μου εργασίας, αναζήτησα αρκετές ταινίες που έχουν γυριστεί σε μουσειακούς χώρους. Ανατρέχοντας πίσω στον χρόνο, διαπίστωσα πως η λίστα ήταν απρόσμενα μεγάλη, με αρκετές απ' αυτές τις ταινίες να έχουν κερδίσει κάμποσες διακρίσεις ή να έχουν κάνει εισπρακτικές επιτυχίες. Απ' όσες ταινίες έχω δει, οι οποίες είναι γυρισμένες μέσα σε μουσεία, έχω ξεχωρίσει τα δυο αξεπέραστα αριστουργήματα του Αλεξάντερ Σοκούροφ, "Ρωσική Κιβωτός" και "Κιβωτός των Ανθρώπων", μέχρι τη στιγμή που παρακολούθησα το "Museum Hours" (Ωράριο Μουσείου) του Αμερικανοαφγανού σκηνοθέτη Τζεμ Κόχεν.
Η ταινία διαδραματίζεται στη Βιέννη της περασμένης δεκαετίας. Πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι ένας φύλακας μουσείου που αγαπάει το επάγγελμά του και σέβεται τους θησαυρούς που προστατεύει και μια αινιγματική Καναδέζα επισκέπτρια που καταφθάνει εκτάκτως στη Βιέννη διότι ένα συγγενικό της πρόσωπο βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση σε κάποιο νοσοκομείο της πόλης. Όμως πρωταγωνιστής της ταινίας είναι το Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης της Βιέννης, το "Kunsthistorisches Museum". 
Η ταινία ξεκινάει με την αυτοπαρουσίαση του φύλακα Γιόχαν, τον οποίον υποδύεται με απίστευτη ευαισθησία ο Μπόμπυ Σόμερ (Bobby Sommer). Με μια ανθρώπινη γλυκύτητα περιγράφει τις αρμοδιότητές του μέσα στο μουσείο, τις σχέσεις του με τους συναδέλφους του και στο κατά πόσον έχουν την ενσυναίσθηση για τον χώρο στον οποίον εργάζονται. 
Όπως ο ίδιος δηλώνει αγαπάει αρκετά τη δουλειά του και στις στιγμές ανάπαυλας προτιμάει να περιφέρεται στις εκθεσιακές αίθουσες παρατηρώντας τα έργα τέχνης. Κάθε φορά του κεντρίζει την προσοχή μια διαφορετική λεπτομέρεια, μ' αποτέλεσμα να περνούν εποικοδομητικά κι ευχάριστα οι εργάσιμες ώρες του. Επίσης, μέσα από τις συνθέσεις των πινάκων αναζητεί συνήθειες που εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι σήμερα, όπως για παράδειγμα τα σκουπίδια που αφήνουν οι άνθρωποι στους δρόμους. Παράλληλα, με κομψή διακριτικότητα, παρατηρεί τα βλέμματα των επισκεπτών, προσπαθώντας να αφουγκραστεί τα συναισθήματα που πηγάζουν από μέσα τους παρατηρώντας τους εκθεσιακούς πίνακες, ενώ κάθε τόσο αφουγκράζεται τις ομιλίες των ξεναγών, συλλέγοντας πληροφορίες και γνώσεις για τις κρυφές λεπτομέρειες που κουβαλούν οι θησαυροί του μουσείου. 
Σε μια από τις υπηρεσίες του γνωρίζει μια επισκέπτρια, την οποία υποδύεται η τραγουδοποιός, συνθέτρια κι ηθοποιός Μαίρη Μάργκαρετ Ο'Χάρα. Η Άννι καταφέρνει να του τραβήξει την προσοχή καθώς δείχνει να μην ενδιαφέρεται ιδιαίτερα με τα εκθέματα του μουσείου. Αντιθέτως περιφέρεται χαμένη στους εκθεσιακούς χώρους αναζητώντας βουβά βοήθεια από κάποιον. Ο Γιόχαν την προσεγγίζει για να τη βοηθήσει, ξεκινώντας μ' αυτόν τον τρόπο μια πρόσκαιρη κι ευχάριστη φιλία καθόλη τη διάρκεια της παραμονής της στη Βιέννη. 




Μέσα απ' αυτήν  την όμορφη παρέα αρχίζουν τρεις ξεχωριστές ξεναγήσεις. Η μια αφορά το μουσείο, η δεύτερη την πόλη της Βιέννης κι η τρίτη τις ψυχές των δυο προσώπων που συνδιαλέγονται. Ο δημιουργός καταφέρνει με εύστοχο τρόπο να μπλέξει τις τρεις αυτές ξεναγήσεις σε μια, μ' αποτέλεσμα το μουσείο, η πόλη κι οι ζωές των ανθρώπων να γίνουν ένα συμπαγές σύνολο. 
Στο θέμα του μουσείου, ο δημιουργός μέσα από τις εξομολογήσεις και τις εξιστορήσεις του Γιόχαν, περνάει αρκετές αλήθειες και προβληματισμούς. Ο φύλακας αναφέρεται στην αδιαφορία της νέας γενιάς απέναντι στους θησαυρούς που φυλάγονται εντός του μουσείου. Όμως δεν τους κατηγορεί καθώς θεωρεί πως κι ο ίδιος στην ηλικία τους την ίδια στάση θα κρατούσε. Ωστόσο δεν παραλείπει την αμηχανία που έχουν οι νέοι απέναντι στο γυμνό που αποτυπώνεται σε αρκετούς καμβάδες. Μια αμηχανία που συνήθως εκδηλώνεται με πνιχτά γέλια και σεξιστικά αστεία. Η στάση τους προβληματίζει αρκετά τον Γιόχαν, θεωρώντας πως οι νέοι έχουν πλέον εξοικειωθεί με το γυμνό, καθώς προωθείται ελεύθερα μέσα από το διαδίκτυο. Πατώντας πάνω σ' αυτόν τον προβληματισμό, ο Γιόχαν συσχετίζει το γυμνό των έργων με την εξωστρέφεια των σκέψεων και των συναισθημάτων μιας άλλης εποχής κι αμέσως φαντάζεται τους επισκέπτες να περιφέρονται γυμνοί ανάμεσα στα εκθέματα, δημιουργώντας έναν ειλικρινή, αποκαλυπτικό κι εποικοδομητικό διάλογο παρελθόντος και παρόντος. 
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που παρατήρησα παρακολουθώντας την ταινία, είναι η παρουσίαση μιας άποψης που ακούγεται σχετικά με την ιστορία και το ρόλο των μουσείων, η οποία τεκμηριώνεται στη συζήτηση που είχε κάποτε ο Γιόχαν με έναν αναρχικό φύλακα του μουσείου. Ο νεαρός αναρχικός είχε δηλώσει πως βλέπει με αποστροφή τόσο τη λειτουργία των μουσείων όσο και των εκθεμάτων του, δηλώνοντας πως όλα αυτά ήταν στοιχεία εκμετάλλευσης φτωχών καλλιτεχνών κι ανάδειξης του πλούτου των αριστοκρατών. Για εκείνον, οι περισσότεροι ζωγράφοι πέθαναν φτωχοί ενώ τα έργα τους πουλήθηκαν με μυθικές τιμές, κάνοντάς τον να θεωρεί πως οι συλλογές των μουσείων δεν είναι κάτι παραπάνω από την παρουσίαση του πλούτου των άλλοτε αριστοκρατών. Οπότε για 'κείνον, το μόνο με το οποίο μπορεί ένα μουσείο να εξιλεωθεί, είναι να έχει δωρεάν είσοδο για το κοινό του. Στις απόψεις του αυτές, ο Γιόχαν του είχε ανταπαντήσει αναφέροντας τη Γαλλική Επανάσταση και τη δημιουργία του Λούβρου σε μουσείο, προσφέροντας για πρώτη φορά τη δυνατότητα στους απλούς πολίτες να απολαύσουν τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς των πλουσίων, ενώ για τη δωρεάν πρόσβαση των μουσειακών εκθέσεων του έφερε ως παράδειγμα τα εισιτήρια στον κινηματογράφο, θέλοντας μ' αυτόν τον τρόπο να του επισημάνει πως κάθε έργο και κάθε υπηρεσία που προσφέρονται σε κοινό, έχουν κι ένα τίμημα.




Ωστόσο, η ταινία βγαίνει κι εκτός μουσείου. Ο Γιόχαν γίνεται ξεναγός παρουσιάζοντας στην Καναδέζα φίλη του τη Βιέννη. Όπως ο ίδιος δηλώνει, απολαμβάνει τις βόλτες αυτές καθώς του δίνεται η ευκαιρία να δει την πόλη που κατοικεί μέσα από τα μάτια ενός επισκέπτη. Μέσα από τις βόλτες τους μαθαίνουμε για την ιστορία της πόλης, για τα έθιμά της, τα σύμβολα που βρίσκονται σε κάθε της γωνιά όπως τα ερυθρόλευκα δόρατα έξω από τα καταστήματα, τα οποία συσχετίζονται με την πολιορκία της Βιέννης από τους Τούρκους ή την εφημερίδα που πουλάνε οι άστεγοι στο δρόμο, ο τίτλος της οποίας συσχετίζεται με έναν άγιο της πόλης. 
Παράλληλα, μέσα από τις συζητήσεις τους γίνεται αναφορά στην πολιτική κατάσταση της χώρας, θέλοντας ο δημιουργός μ' αυτόν τον τρόπο να περάσει τις ανησυχίες του για τη δεξιά (και μετέπειτα ακροδεξιά) στροφή της χώρας, δίνοντας έναν προφητικό τόνο στα λεγόμενα του Γιόχαν. Εξαιρετικό είναι το καυστικό σχόλιό του, όπου αναφέρει πως οι Βιεννέζοι κατάφεραν να νικήσουν τους Τούρκους στις δυο πολιορκίες της Βιέννης αλλά σήμερα φοβούνται ξανά την επέλασή τους, θέλοντας να εκφράσει τις ξενοφοβικές αντιλήψεις που είχαν αρχίσει να εδραιώνονται στην Αυστρία. Πάνω σ' αυτό το κομμάτι ο δημιουργός παίρνει θέση, οδηγώντας τους δυο πρωταγωνιστές σε ένα μεταναστευτικό στέκι Μαυροβούνιων για να πιούν τη μπύρα τους και να συνεχίσουν τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις τους εκεί, συνοδεία οικείων βαλκάνιων μελωδιών. 
Τέλος, ο σκηνοθέτης Τζεμ Κόχεν προσεγγίζει με μεγάλη ευαισθησία τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Επικεντρώνεται στη μοναξιά που κυριαρχεί στις μεγάλες πόλεις και στη ροπή των ανθρώπων προς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τον ηλεκτρονικό τζόγο. Επίσης δίνει μεγάλη έμφαση στην αποπροσωποποίηση των κοινωνιών και κυρίως στην αποξένωση των ανθρώπων με τις πόλεις τους. Εξαιρετική η σκέψη του Γιόχαν, ο οποίος βολτάροντας με την Άννι στη Βιέννη, διαπιστώνει για μια ακόμη φορά πόσο όμορφη πόλη είναι. Και φυσικά, στις μικρές ασήμαντες στιγμές της καθημερινότητας που περνούν φευγαλέα από τα μάτια των κατοίκων και σβήνουν αργά κι αθόρυβα στη λήθη του παρελθόντος, εστιάζοντας μ' αυτόν τον τρόπο στην εφήμερη ύπαρξη όλων μας.
Το "Ωράριο Μουσείου" είναι ένα σπάνιο κινηματογραφικό "δοκίμιο", το οποίο παντρεύει με τόσο όμορφο τρόπο τους σύγχρονους προβληματισμούς με την αιώνια ομορφιά της Τέχνης. Είναι ένας ύμνος των καθημερινών σκέψεων που κάνει ο καθένας μας προσπαθώντας να ξεφύγει από την καθημερινή του ρουτίνα. Είναι μια σπονδή στη συνεχή καταβύθιση της αυτογνωσίας αναζητώντας το πολυπόθητο νόημα της ζωής. Το "Ωράριο Μουσείου" είναι ένα από τα πιο όμορφα και συνάμα ταπεινά αριστουργήματα του σύγχρονου ευρωπαϊκού κινηματογράφου. 

Βαθμολογία: 9/10 

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Το Δείπνο μου με τον Αντρέ (1981)




Οι φετινές θερινές κινηματογραφικές βραδιές ήταν αφιερωμένες στον πολυαγαπημένο σκηνοθέτη Λουί Μάλ, τιμώντας μ' αυτόν τον τρόπο τα ενενήντα χρόνια από τη γέννησή του. Αυτό στάθηκε αφορμή να παρακολουθήσω κάποιες από τις ταινίες από την πλούσια φιλμογραφία του που μου είχαν διαφύγει. Μια απ' αυτές ήταν "Το Δείπνο μου με τον Αντρέ", την οποία είχα αποφύγει παρελθοντικά φοβούμενος πως θα με απογοήτευε το πειραματικό της ύφος καθώς είχα συσχετίσει τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη με τα αξεπέραστα αριστουργήματά του "Η Φλόγα που Τρεμοσβήνει", "Ασανσέρ για Δολοφόνους" και "Αντίο Παιδιά". Παρόλα αυτά αποφάσισα να την δω κι ομολογώ πως με μια επιφύλαξη την κατέταξα στην προσωπική μου λίστα με τα αριστουργήματα του παρελθόντος κι αυτό χάρη στην συγκλονιστική ολοκλήρωση του χαοτικού σουρεαλιστικού διαλόγου που μου πρόσφεραν οι δυο συγγραφικοί φίλοι Γουόλας Σον κι Αντρέ Γκρέγκορι.
Το πρωτοποριακό (για εκείνην την εποχή) κινηματογραφικό πείραμα του Λουί Μαλ ξεκινάει με μια άκρως διασκεδαστική κι αυτοσαρκαστική διάθεση, με τη βαριεστημένη φιγούρα του Γουόλας Σον να περιφέρεται στους δρόμους της Νέας Υόρκης μοιραζόμενος μαζί μας τις σκέψεις του. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του θεωρώ πως περισσότερο προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του παρά τους θεατές, πως το επάγγελμα του συγγραφέα είναι αρκετά σκληρός κι απαιτητικό. Παράλληλα προσπαθεί να συνοψίσει τα αδιέξοδα της προσωπικής του ζωής αλλά και της φιλίας του με τον Αντρέ που διεκόπη απότομα, γεγονός που τον απογοήτευσε αρκετά μαζί του αλλά και τον έκανε να απορήσει που δέχτηκε την πρότασή του για ένα δείπνο μετά από πολλά χρόνια. 
Μέσα από τη σύντομη περιπλάνηση του Γουόλας Σον μαθαίνουμε ότι ο "Γουόλι" νιώθει πως έχει αποτύχει ως θεατρικός συγγραφέας και προσπαθεί να επιβιώσει ψάχνοντας δεύτερες δουλειές, έχοντας απαρνηθεί τα χρήματα των γονιών του θέλοντας από μικρός να γίνει καλλιτέχνης. Όμως η έμπνευσή του έχει στερέψει κι η διάθεσή του έχει χαθεί καθώς σε καθημερινή βάση αγχώνεται για εύρεση δουλειά αλλά και για την αποπληρωμή των λογαριασμών που κατακλύζουν το γραμματοκιβώτιό του. Αντιθέτως ο Αντρέ, τον οποίον υποδύεται ο Αντρέ Γκρέγκορι, είναι ένας πετυχημένος κι αναγνωρισμένος θεατρικός σκηνοθέτης που στο απόγειο της δόξας του τα παράτησε όλα κι άρχισε να ταξιδεύει σε διάφορες μεριές του κόσμου (Πολωνία, Σαχάρα, Αγγλία κ.α.) προσπαθώντας από τη μια να συλλέξει εμπειρίες κι από την άλλη να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του, τον ρόλο του στη ζωή αλλά και την σχέση του με τον θάνατο. Μετά από τις πολύχρονες περιπλανήσεις του επιστρέφει στην Νέα Υόρκη τελείως αλλαγμένος. Μάλιστα ο Γουόλι αναφέρει μια φήμη που άκουσε πως τον είδαν να βγαίνει από την προβολή της ταινίας "Φθινοπωρινή Σονάτα" του Ινγκμαρ Μπέργκμαν και να μονολογεί με αναφιλητά την εξής φράσης: «Μπορώ να ζήσω μόνο μέσα στο έργο μου, αλλά όχι στη ζωή μου».
Έχοντας σχηματίσει μια εικόνα για τις ζωές των δυο πρωταγωνιστών, γίνονται φανεροί οι λόγοι που ο Γουόλι δεν έχει διάθεση να δειπνίσει με τον Αντρέ. Όμως τον τρώει η περιέργεια να μάθει από πρώτο χέρι όλα αυτά που έζησε ο Αντρέ στα ταξίδια που έκανε και κατά κάποιον τρόπο θέλει να "απολαύσει" τον δημιουργικό εκπεσμό του άλλοτε στενού του φίλου. 





Η ταινία αποκτά άλλη ροή όταν οι δυο φίλοι συναντιούνται στο εστιατόριο. Από εκείνο το σημείο και μετά, τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον παίρνει η ίδια η συζήτηση που φουντώνει ανάμεσά τους. Ωστόσο, από την πρώτη στιγμή γίνεται αισθητή η αμηχανία και η ψυχρότητα τους, η οποία σιγά σιγά εξαφανίζεται όταν καταφθάνουν στο τραπέζι τα ποτά και τα κυρίως πιάτα. Για τη συζήτηση αυτή, ο Λουί Μαλ προσφέρει εξαιρετικές λήψεις, δίνοντας μας την εντύπωση πως κι εμείς συμμετέχουμε στην κουβέντα των δυο φίλων, σαν να είμαστε το τρίτο πρόσωπο που κάθεται στο τραπέζι και παρακολουθεί βουβά τον αχαλίνωτο μονόλογο του Αντρέ. 
Από ένα σημείο κι έπειτα έχασα τον ειρμό των απόψεων του Αντρέ. Το εκπαιδευτικό του ταξίδι στην Πολωνία τον έκανε να αναθεωρήσει αρκετές απόψεις που είχε για το θέατρο και την ίδια του την ζωή. Έπειτα ακολούθησαν κι άλλες φυγές σε διάφορα μέρη του κόσμου. Κι από παντού κουβαλούσε μια εμπειρία που ξέφευγε από τα όρια της πραγματικότητας. Φαντασιώσεις, οράματα, οπτασίες κι άλλα πολλά που δυστυχώς αδυνατούσα να κατανοήσω και να συγκρατήσω στη μνήμη μου. Ο Αντρέ μετατρέπεται σταδιακά σε έναν χείμαρρο σουρεαλιστικών περιγραφών και πνευματικών προβληματισμών, τα οποία προσωπικά μου φάνηκαν αβάσιμα κι ανούσια. Κατά κάποιον τρόπο, η ροή της συζήτησης κατάφερε να αποστρέψει την προσοχή μου και το ενδιαφέρον μου από την ίδια την ταινία. Περισσότερο κοιτούσα την ώρα που περνούσε κι αναρωτιόμουν για ποιον λόγο χάνω τον χρόνο μου παρακολουθώντας μια φλύαρη συζήτηση δυο διανοούμενων της Νέας Υόρκης. 
Όμως, στο σημείο που αποφάσισα να σηκωθώ από την καρέκλα μου και να φύγω, ήρθε η απόλυτη ανατροπή της συζήτησης καθώς ακολούθησε μια συγκλονιστική ανάλυση σύγχρονων σκέψεων κι επίκαιρων προβληματισμών που μ' ενδιαφέρουν και μ' αφορούν απόλυτα. Μια αντίρρηση του Γουόλι στα πιστεύω του Αντρέ, έδωσε το έναυσμα μιας εσώψυχης κατάθεσης και ενός οργουελικού εφιάλτη για τον μοντέρνο τρόπο ζωής που όχι μόνο αποδείχτηκε ανατριχιαστικά προφητικός αλλά θεωρώ πως τον βιώνω κι εγώ ο ίδιος τα τελευταία χρόνια. 
Έχοντας πλέον παραδοθεί ψυχικά και σωματικά, πορεύομαι προς τη λήξη του διαλόγου και την ολοκλήρωση της ταινίας με την λατρεμένη μελωδία του Ερίκ Σατί, την οποία ο Λουί Μαλ είχε επιλέξει και στην πολυαγαπημένη μου ταινία "Η Φλόγα που Τρεμοσβήνει". Ο Γουίλι συγκινημένος από την συζήτηση με τον φίλο του, επιστρέφει με ταξί στο σπίτι παρατηρώντας την πόλη του από το πίσω μέρος του καθίσματος, αντικρίζοντας μέρη γνώριμα με άλλο μάτι, καθώς η συνάντησή του με τον Αντρέ μετατράπηκε σε μια αφετηρία αναθεώρησης και της δικής του ύπαρξης. Την ίδια τακτική προσπάθησα να εφαρμόσω κι εγώ μετά το πέρας της προβολής γυρνώντας με τα πόδια στο σπίτι. 
Η πρωτοποριακή για εκείνη την εποχή ταινία ήταν ένα δημιούργημα τόσο του Λουί Μαλ όσο και των δυο θεατρικών συγγραφέων Γουόλας Σον κι Αντρέ Γκρέγκορι. Οι δυο πρωταγωνιστές ερμήνευαν τους ίδιους τους εαυτούς. Μάλιστα, ο Αντρέ Γκρέγκορι είχε πράγματι φύγει σε ένα ταξίδι προσωπικής και καλλιτεχνικής αναζήτησης. Όμως δεν γνωρίζω στο κατά πόσο αυτοσχεδίασαν τη συζήτηση που ανέπτυξαν μπροστά στην κάμερα, αν και κάπου διάβασα πως ο διάλογός τους ήταν προϊόν προηγούμενων ηχογραφημένων τους συζητήσεων. 
Όπως και να χει, ο Λουί Μαλ, ο Γουάλας Σον κι ο Αντρέ Γκρέγκορι, μας πρόσφεραν ένα αφοπλιστικό έργο, το οποίο καταφέρνει να μας κερδίσει και να μας προβληματίσει μέσα από τα ερωτήματα που θέτει σχετικά με τη ζωή, τις ανθρώπινες σχέσεις, την τέχνη, την επιτυχία ή την αποτυχία του καθενός αλλά και την αναζήτηση της πολυπόθητης ευτυχίας. Τα θέματα τα οποία θίγονται είναι επίκαιρα και οι ανησυχίες του Αντρέ δυστυχώς επιβεβαιώθηκαν λίγες δεκαετίες μετά από την κινηματογραφική του συζήτηση με τον Γουόλι. 
Είναι όμως εντυπωσιακό το πως μεταστρέφεται η κουβέντα κι από τα (ψευτο)φιλοσοφικά θέματα επικεντρώνεται σε καίρια ερωτήματα όπως το νόημα της ύπαρξή μας κι ο τελικός μας ρόλος στη ζωή. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, η συζήτηση μετατρέπεται από ακαδημαϊκή και φιλοσοφική σε υπαρξιακή κι ανθρώπινη κι αποκτά μια ειλικρίνεια, μια ζεστασιά και μια ανησυχία. 
Επίσης ένα άλλο στοιχείο που διέκρινα στη συγκεκριμένη ταινία είναι η τέχνη του διαλόγου, η οποία δυστυχώς έχει εκλείψει στις μέρες μας τόσο σε κινηματογραφικό όσο και σε πραγματικό επίπεδο. Οι άνθρωποι έπαψαν να συνδιαλέγονται και να μοιράζονται απόψεις και σκέψεις καθώς ο εγωισμός έχει καλύψει μάτια κι έχει βουλώσει αυτιά. Στις μέρες μας θεωρούμε πως έχουμε περισσότερη αξία μόνο όταν μιλάμε κι όχι όταν ακούμε τους διπλανούς μας. Γι' αυτόν τον λόγο γοητεύομαι μ' αυτού του είδους τις ταινίες. Διότι παρακολουθώ μια κατάσταση που πλέον δεν υφίσταται πια. 
Είμαι βέβαιος πως "Το Δείπνο μου με τον Αντρέ" θα φανεί φλύαρος και κουραστικούς κι οι ιδέες του θα θεωρηθούν όχι αδίκως ξεπερασμένες. Όμως το νόημα της ζωής που τίθεται στη συζήτηση των δύο φίλων, αποδεικνύεται πως είναι ένα ζήτημα διαχρονικό. Επίσης επιβεβαιώνει πως τα ερωτήματα που προκύπτουν πάνω σ' αυτό το θέμα παραμένουν αναπάντητα. Αυτό όμως δεν γίνεται αφορμή για παραίτηση κάθε προσπάθειας καθώς αυτά τα ερωτήματα είναι που μετατρέπονται σε μοχλούς δημιουργικότητας κι ατέρμονης αναζήτησης του ίδιου μας του εαυτού ως στο τέλος της ύπαρξης μας. 


Βαθμολογία: 8/10

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2022

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Σκηνές Από Ένα Γάμο (1974)

 



Η προβολή ενός εκ των αριστουργημάτων του σπουδαίου δημιουργού Ίνγκμαρ Μπέργκμαν δεν είναι μόνο μια ξεχωριστή κινηματογραφική απόλαυση αλλά και μια ουσιώδης ψυχανάλυση σε θέματα που είναι διαχρονικά κι όπως φαίνεται γι' αρκετό καιρό ακόμα θα παραμένουν άλυτα. Όπως ισχύει και για τις υπόλοιπες ταινίες του κορυφαίου Σουηδού σκηνοθέτη, έτσι κι οι "Σκηνές Από Ένα Γάμο" είναι ένα αξεπέραστο και μοναδικό αριστούργημα που παρουσιάζει με έναν εύστοχο κι άκρως θεατρικό τρόπο τη φθορά ενός ζευγαριού τόσο από τις μεταξύ τους καθημερινές τριβές όσο κι από συγκεκριμένους εξωγενείς παράγοντες (γονείς, παιδιά, εξωσυζυγικές σχέσεις κτλ). Νιώθω πολύ τυχερός που απορροφήθηκα στους συγκεκριμένους "μπεργκμανικούς" διαλόγους μέσα σε μια σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα κι όχι σε μια κατ'οίκον προβολή, μιας κι είχα στη συλλογή μου τη συγκεκριμένη ταινία σε dvd από την πλούσια κασετίνα που είχε προσφέρει πριν αρκετά χρόνια το περιοδικό Σινεμά.  
Η ταινία ξεκίνησε ως τηλεοπτική μίνι σειρά των έξι 50λεπτων επεισοδίων σημειώνοντας τεράστια επιτυχία σε Σουηδία κι εξωτερικό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μετατραπεί σε μια εξαιρετική ταινία μεγάλης διάρκειας, μέσα από την οποία παρακολουθούμε τη σχέση ενός ερωτευμένου και πετυχημένου ζευγαριού. Από την μια έχουμε τον καθηγητή Γιόχαν, τον οποίο ερμηνεύει ο εξαιρετικός Ερλαντ Γιόζεφσον κι από την άλλη την δικηγόρο σύζυγό του Μαριάν που ερμηνεύεται από την εκπληκτική Λιβ Ούλμαν.  Η ιστορία της ζωής τους χωρίζεται σε έξι κεφάλαια, όπου στο καθένα παρατηρούμε τα διάφορα στάδια της συμβίωσής τους. Στην αρχή έχουμε τα πρώτα δέκα χρόνια γάμου όπου ήταν μια περίοδος γεμάτη αληθινή αγάπη και στοργή. Στη συνέχεια περνάει σε μια περίοδο σεξουαλικής αποχής κάτι που θα οδηγήσει στους πρώτους τριγμούς της σχέσης και στην απιστία. Η εξέλιξη αυτή θα ολοκληρωθεί με την ψυχοφθόρα περίοδο του διαζυγίου. Όμως η ιστορία δε σταματάει εκεί αλλά συνεχίζεται με την συνάντηση των δυο αυτών προσώπων δέκα χρόνια αργότερα. Παρόλο που έχουν παντρευτεί με νέους συντρόφους, διαπιστώσουν πως τα νέα πρόσωπα στις ζωές τους δεν κατάφεραν να γεμίσουν το κενό που οι ίδιοι ένιωθαν όσο ήταν μεταξύ τους παντρεμένοι. 
Η άλλοτε ευτυχισμένη σχέση των δυο αυτών προσώπων πατάει σε ένα και μόνο συναίσθημα κι αυτό είναι η στοργή καθώς ο έρωτας δεν ήταν κεραυνοβόλος. Η σχέση τους όπως οι ίδιοι δηλώνουν στην αρχή της ταινίας, προέκυψε μετά από δυο ταυτόχρονες ερωτικές απογοητεύσεις που τους έφεραν πιο κοντά. Κατά κάποιον τρόπο τόσο η σχέση τους όσο κι ο έγγαμος βίος τους ήταν το αποτέλεσμα συμβιβασμών, ανασφαλειών, ενοχικών συναισθημάτων και κοινωνικών απαιτήσεων. Ο πιο αδύναμος χαρακτήρας κυριάρχησε επιβλητικά κι ο πιο δυναμικός υποτάχθηκε προσπαθώντας να διατηρήσει τις εύθραυστες ισορροπίες της σχέσης. Σ' αυτόν τον "άδικο" χορό επικράτησης κυριαρχούσε μια ασυνήθιστη γαλήνη, η οποία εκδηλώθηκε έντονα στη σκηνή που ο Γιόχαν ανάγγειλε στη Μαριάν ότι ερωτεύθηκε κάποιαν άλλη. Η Μαριάν όχι μόνο παρέμεινε ψύχραιμη στην απιστία του συζύγου της αλλά δέχτηκε την απόφασή του στωικά, σχεδόν με συμπόνια. Ωστόσο, με την απιστία και εν συνεχεία εγκατάλειψή του Γιόχαν, φανερώνεται η μοναξιά που κυριαρχούσε όλα αυτά τα χρόνια στους δυο τους. 
Η γαλήνη αυτή θα εξανεμιστεί όταν τα δυο αυτά πρόσωπα καταφέρουν να βρουν ξανά τους εαυτούς τους μετά την λυτρωτική τους απελευθέρωση από τα δεσμά του γάμου. Εκεί η Μαριάν θα διαπιστώσει το πόσο δυναμική είναι κι ο Γιοχάν θα χάσει την έπαρση που διατηρούσε όλα αυτά τα χρόνια μέσα στον γάμο του. Φτάνοντας στη στιγμή της υπογραφής του διαζυγίου τους, θα ανοιχτούν παρελθοντικές πληγές και θα ενταθούν οι ενοχές, προκαλώντας αλληλοκατηγορίες που θα οδηγήσουν το ζευγάρι σε κατακριτέες βιαιοπραγίες. 
Όμως το τέλος δεν έρχεται με το διαζύγιο. Τα λάθη, οι προδοσίες κι οι σκοτεινές στιγμές του έγγαμου βίου τους θα επουλωθούν και θα σβηστούν, αφήνοντας στη μνήμη μόνο τις όμορφες στιγμές που πέρασαν μαζί. Για χάρη αυτών των όμορφων αναμνήσεων, το ζευγάρι θα συναντηθεί ξανά μετά από χρόνια, επιβεβαιώνοντας πως παρόλο που έχει σβηστεί το παρελθοντικό τους πάθος, έχει διατηρηθεί η στοργή κι η ανιδιοτελής τους αγάπη. Εξάλλου αυτά είναι που έχουν την μεγαλύτερη σημασία στις ανθρώπινες σχέσεις.   




Οι "Σκηνές Από Ένα Γάμο" είναι από τις ταινίες που δίνουν πλούσια τροφή για πολύωρες συζητήσεις μετά το πέρας της προβολής τους. Προσφέρει απλόχερα σκέψεις, προβληματισμούς κι αναλύσεις που στροβιλίζονται στο μυαλό μας για αρκετές μέρες. Πρώτα απ' όλα εντυπωσιάστηκα με την θεατρική οπτική του έργου. Λήψεις σε κλειστούς χώρους, στατικά πλάνα, χαμηλός φωτισμός που επικεντρώνεται κυρίως στα πρόσωπα, πλούσιοι διάλογοι και λιτά σκηνικά που περισσότερο θυμίζουν σκηνές θεατρικού έργου παρά κινηματογραφικού. Με την επιλογή αυτή, δίνεται περισσότερη έμφαση στα δύο πρόσωπα που πρωταγωνιστούν αλλά και στα πρόσωπα που ενώ απουσιάζουν από τα πλάνα δυστυχώς παίζουν καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις της ιστορίας όπως είναι οι γονείς των δυο πρωταγωνιστών, τα παιδιά τους κι η ερωμένη του Γιοχάν.
Από τα πρώτα στοιχεία που αντιλαμβανόμαστε στην ταινία είναι πως οι προσωπικότητες των δυο πρωταγωνιστών είναι επηρεασμένες κι ευνουχισμένες από τους γονείς τους. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που πραγματοποιείται στο πρώτο κεφάλαιο της ταινίας, ο Γιοχάν παρουσιάζει τον εαυτό του ως άξιο γιο, ο οποίος με την αναφορά του αυτή προσπαθεί από την μια να δείξει την αγάπη που οφείλει να έχει προς τους γονείς του κι από την άλλη να κρύψει τον φόβο που έχει για αυτούς. Έπειτα, η ηττοπαθής στάση του ζεύγους απέναντι στις απαιτήσεις των γονιών τους φανερώνεται και στη σκηνή που αποφασίζουν να ακυρώσουν ένα κυριακάτικο δείπνο με τους γονείς της Μαριάν. Μέσα απ' αυτό το ελαφρώς κωμικό περιστατικό, θα αποκαλυφθεί η αδυναμία της Μαριάν να επιβληθεί στις απαιτήσεις της μητέρας της και τελικώς να υποκύψει στις πιέσεις της. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Γιοχάν ο οποίος φοβάται να πει στον πατέρα του ότι εγκαταλείπει την Μαριάν επειδή έχει ερωτευτεί κάποια άλλη γυναίκα. Μέσα από τα δυο παραπάνω γεγονότα αλλά κι από άλλα που αποκαλύπτονται μέσα από τους διαλόγους της ταινίας, διαπιστώνεται πως οι δυο πρωταγωνιστές προσπαθούν να κουκουλώσουν τα παρελθοντικά τους τραύματα και το παράπονο των μη ικανοποιημένων παιδικών τους συναισθημάτων μέσα από τις επαγγελματικές τους καταξιώσεις και την υποτιθέμενη ευτυχία του γάμου τους. Όμως η αλήθεια είναι πως ο Γιοχάν κι η Μαριάν είναι δυο μικρά παιδιά που προσπαθούν να το παίξουν ενήλικες. 
Έπειτα έχουμε το παιχνίδι της κυριαρχίας μέσα στο ζευγάρι. Από την μια έχουμε την έπαρση του πιο αδύναμου και του πιο ανασφαλούς της σχέσης, όπου στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο Γιόχαν, ο οποίος γνωρίζει πως έχει δίπλα του μια δυναμική κι επαγγελματικά πετυχημένη σύζυγο, γεγονός που τον ωθεί να της επιβληθεί υποβιβάζοντάς την έξυπνα κι ανώδυνα, πιστεύοντας πως μ' αυτόν τον τρόπο διατηρεί τα ηνία της σχέσης. Η έπαρσή του μέσα στη σχέση γίνεται ολοφάνερη από την πρώτη κιόλας σκηνή της ταινίας. Όταν ρωτάει η δημοσιογράφος για τις προσωπικότητές τους, ο Γιοχάν αραδιάζει μια μεγάλη λίστα προτερημάτων για τον εαυτό του σε αντίθεση με την Μαριάν που κρατούσε μια πιο ταπεινή στάση. Αυτή η πετυχημένη εικόνα που είχε καταφέρει να δημιουργήσει γύρω από το πρόσωπό του αρχίζει να γκρεμίζεται όταν αποφασίζει να αποκαλύψει στην σύζυγό του την παράνομη σχέση του. Οι απαντήσεις που της δίνει όχι μόνο δεν είναι ανακουφιστικές για την Μαριάν αλλά εξακολουθούν να την μειώνουν, προσπαθώντας κατά κάποιον τρόπο να ρίξει όλο το φταίξιμο σ' εκείνην. Όμως η αξιοπρεπής στάση της Μαριάν καταφέρνει να τον γονατίσει, μετατρέποντάς τον σε μικρό παιδί που εναγωνιωδώς αναζητά να βρει μια "μητρική" ασφάλεια στην αγκαλιά της πληγωμένης συζύγου του. 
Η κατρακύλα του κύρους του Γιόχαν θα επιταχυνθεί όταν οι δυο πρωταγωνιστές συναντηθούν ξανά λίγους μήνες μετά τον χωρισμό τους και κρυφά από την νέα σύντροφο του Γιοχάν. Η Μαριάν είναι εμφανώς ανανεωμένη και δυναμωμένη ενώ ο Γιοχάν φαίνεται πιο μαζεμένος κι εξαντλημένος. Στη συνάντησή τους αυτή έχουμε μια συγκινητική αποκάλυψη της προσωπικότητας της Μαριάν καθώς εκείνη αποφασίζει να διαβάσει στον πρώην σύζυγό της ένα αυτοβιογραφικό κείμενο που είχε γράψει μετά τον χωρισμό τους προσπαθώντας μέσα απ' αυτόν τον τρόπο να βρει απαντήσεις στα ερωτήματα που την βασανίζουν. Η ειλικρίνεια στα λόγια της προσδίδουν επιπλέον ωριμότητα και σοβαρότητα στο πρόσωπό της ενώ παράλληλα μέσα από το κείμενό της γίνεται ακόμη πιο εμφανής ο ευνουχισμός που υπέστη από τους γονείς της στα παιδικά της χρόνια. Τα λόγια που λέει είναι συνταρακτικά κι ακούγονται στα αυτιά μας ανατριχιαστικά οικεία. Αναλύοντας τα λάθη του παρελθόντος καταφέρνει να βρει τα σωστά βήματα που θα την βοηθήσουν να απελευθερωθεί από τα συμπλεγματικά δεσμά που την κρατούσαν τόσα χρόνια άβουλη και στάσιμη. Σε αντίθεση με την Μαριάν, ο Γιοχάν αδιαφορεί για τα συμπλέγματα του παρελθόντος καθώς ο ίδιος έχει βρει ως λύση (ξέσπασμα) την επιβολή του σε άλλα πρόσωπα. Το ίδιο θα προσπαθήσει ανεπιτυχώς να κάνει κι εκείνο το βράδυ, γεγονός που αποδεικνύει πως η περίοδος της κυριαρχίας του πάνω στην Μαριάν έχει πια τελειώσει.  
Η απόλυτη ήττα θα έρθει την στιγμή του διαζυγίου. Η Μαριάν είναι πλέον συνειδητοποιημένη κι αποφασισμένη για το οριστικό τέλος του γάμου της κι ανακουφισμένη με την ελευθερία που της προσφέρει η εξέλιξη αυτή. Αντιθέτως ο Γιοχάν είναι η σκιά του εαυτού του. Με κάθε τρόπο προσπαθεί να καθυστερήσει την έκδοση του διαζυγίου, αναζητώντας τρόπους να μεταπείσει την Μαριάν χωρίς να θίξει τον περίφημο εγωισμό του. Συνειδητοποιώντας η Μαριάν τα κίνητρα του Γιοχάν, παίρνει την εκδίκησή της φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με τις ευθύνες του και την λάθος συμπεριφορά του όλα αυτά τα χρόνια του γάμου τους, γεγονός που θα τον εξοργίσει και θα τον οδηγήσει στη βιαιοπραγία. Με αυτόν τον τρόπο αποκαλύπτει το "τέρας" που έκρυβε μέσα του όλα αυτά τα χρόνια.
Κι εκεί φτάνουμε πια στο τέλος όπου οι δυο πρωταγωνιστές δεν έχουν κάτι άλλο να μοιράσουν. Ούτε έχουν κάποιον λόγο να επιβληθούν ο ένας στον άλλον. Έπειτα με το πέρασμα των χρονών έχουν συνειδητοποιήσει πως ούτε οι μετέπειτα σχέσεις τους βοήθησαν στην αντιμετώπιση και την επούλωση των παιδικών τους συμπλεγμάτων. Σε μια ακόμη απογοήτευσή τους, βρίσκουν παρηγοριά στην ειλικρινή στοργή που ένιωθαν ο ένας για τον άλλον. Μια στοργή που δεν βρήκαν στους νέους τους συντρόφους. Μια στοργή που φανερώνεται στην τελευταία σκηνή όταν η Μαριάν πετάγεται από έναν εφιάλτη κι αναζητά ασφάλεια στην αγκαλιά του Γιοχάν. 



Τελικά τι είναι αυτό που κάνει δυο ανθρώπους που έχουν ζήσει είκοσι χρόνια κοινής ζωής να νιώθουν ξαφνικά τόσο ξένοι κι απόμακροι; Συναισθήματα όπως η αγάπη, η εμπιστοσύνη κι η στοργή σβήνουν απότομα σαν να μην υπήρξαν ποτέ; Κι από την άλλη πως γίνεται ένας άνθρωπος που αγάπησες τόσο πολύ να μετατρέπεται στα μάτια σου ως ο χειρότερος εχθρός σου; Οι απαντήσεις δεν είναι ποτέ εύκολες και ξεκάθαρες. Πατώντας όμως πάνω σ' αυτές ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν προσπαθεί να τις αναλύσει και να καταγράψει την ελεύθερη πτώση που βιώνει ένα ζευγάρι όταν ανοίγεται το επικοινωνιακό χάσμα ανάμεσά του. «Χρειάστηκαν δυόμισι μήνες για να γράψω αυτές τις “σκηνές” αλλά μου πήρε μια ολόκληρη ενήλικη ζωή για να τις ζήσω», είχε δηλώσει ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν θέλοντας να τονίσει το περιεχόμενο της συγκεκριμένης ταινίας. Βασιζόμενος τόσο στο περιεχόμενο της ταινίας όσο και στα λόγια του δημιουργού, θα μπορούσα εύκολα να θεωρήσω την συγκεκριμένη ταινία ως ένα κινηματογραφικό δοκίμιο πάνω στη συζυγική ζωή. 
Σκηνοθετικά η ταινία ξεχωρίζει καθώς κινηματογραφήθηκε με κάμερα των 16χλστμ., προσφέροντας μ' αυτόν τον τρόπο πολύ κοντινά πλάνα στα κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας, ξεγυμνώνοντάς τα ευλαβικά μέσα από την εξαιρετική ματιά του σπουδαίου φωτογράφου Σβεν Νίκβιστ. Επίσης δεν μπορούμε να παραλείψουμε τις αξεπέραστες ερμηνείες της Λιβ Ούλμαν και του Ερλαντ Γιόζεφσον, οι οποίοι καταφέρνουν από το πρώτο κιόλας λεπτό να δεθούν με μια απρόσμενη ειλικρίνεια με τους θεατές του έργου ενώ τα βιώματά τους φαίνονται ανατριχιαστικά οικεία με τα αντίστοιχα δικά μας. 
Πενήντα χρόνια μετά την κινηματογράφησή της, η ταινία παραμένει φρέσκια, επίκαιρη και διαχρονικά αριστουργηματική. Κατά τη γνώμη μου ξεπερνάει τα πλαίσια του κινηματογραφικού είδους και προσφέρει μια πρωτόγνωρη ψυχαναλυτική εμπειρία στο κοινό της. Είναι μια υπόκωφη κραυγή της οριστικής ισοπέδωσης του ανασφαλούς εγωισμού και της τελικής παραδοχής πως η αγάπη κι η στοργή βρίσκονται πάνω από κάθε σύμβαση. Στην τελευταία μάλιστα σκηνή αφήνει να εννοηθεί πως ίσως η σωτηρία της ψυχής να βασίζεται τελικά στην ενέργεια που πηγάζει ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που καταφέρνουν σ' αυτές τις δύσκολες συνθήκες της μοντέρνας ζωής να νιώσουν πως έχουν γίνει ένα.  


Βαθμολογία: 9/10