Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Museum Hours (2012)

 



Κατά τη διάρκεια των ερευνών που πραγματοποίησα για τη διεκπεραίωση της διπλωματικής μου εργασίας, αναζήτησα αρκετές ταινίες που έχουν γυριστεί σε μουσειακούς χώρους. Ανατρέχοντας πίσω στον χρόνο, διαπίστωσα πως η λίστα ήταν απρόσμενα μεγάλη, με αρκετές απ' αυτές τις ταινίες να έχουν κερδίσει κάμποσες διακρίσεις ή να έχουν κάνει εισπρακτικές επιτυχίες. Απ' όσες ταινίες έχω δει, οι οποίες είναι γυρισμένες μέσα σε μουσεία, έχω ξεχωρίσει τα δυο αξεπέραστα αριστουργήματα του Αλεξάντερ Σοκούροφ, "Ρωσική Κιβωτός" και "Κιβωτός των Ανθρώπων", μέχρι τη στιγμή που παρακολούθησα το "Museum Hours" (Ωράριο Μουσείου) του Αμερικανοαφγανού σκηνοθέτη Τζεμ Κόχεν.
Η ταινία διαδραματίζεται στη Βιέννη της περασμένης δεκαετίας. Πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι ένας φύλακας μουσείου που αγαπάει το επάγγελμά του και σέβεται τους θησαυρούς που προστατεύει και μια αινιγματική Καναδέζα επισκέπτρια που καταφθάνει εκτάκτως στη Βιέννη διότι ένα συγγενικό της πρόσωπο βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση σε κάποιο νοσοκομείο της πόλης. Όμως πρωταγωνιστής της ταινίας είναι το Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης της Βιέννης, το "Kunsthistorisches Museum". 
Η ταινία ξεκινάει με την αυτοπαρουσίαση του φύλακα Γιόχαν, τον οποίον υποδύεται με απίστευτη ευαισθησία ο Μπόμπυ Σόμερ (Bobby Sommer). Με μια ανθρώπινη γλυκύτητα περιγράφει τις αρμοδιότητές του μέσα στο μουσείο, τις σχέσεις του με τους συναδέλφους του και στο κατά πόσον έχουν την ενσυναίσθηση για τον χώρο στον οποίον εργάζονται. 
Όπως ο ίδιος δηλώνει αγαπάει αρκετά τη δουλειά του και στις στιγμές ανάπαυλας προτιμάει να περιφέρεται στις εκθεσιακές αίθουσες παρατηρώντας τα έργα τέχνης. Κάθε φορά του κεντρίζει την προσοχή μια διαφορετική λεπτομέρεια, μ' αποτέλεσμα να περνούν εποικοδομητικά κι ευχάριστα οι εργάσιμες ώρες του. Επίσης, μέσα από τις συνθέσεις των πινάκων αναζητεί συνήθειες που εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι σήμερα, όπως για παράδειγμα τα σκουπίδια που αφήνουν οι άνθρωποι στους δρόμους. Παράλληλα, με κομψή διακριτικότητα, παρατηρεί τα βλέμματα των επισκεπτών, προσπαθώντας να αφουγκραστεί τα συναισθήματα που πηγάζουν από μέσα τους παρατηρώντας τους εκθεσιακούς πίνακες, ενώ κάθε τόσο αφουγκράζεται τις ομιλίες των ξεναγών, συλλέγοντας πληροφορίες και γνώσεις για τις κρυφές λεπτομέρειες που κουβαλούν οι θησαυροί του μουσείου. 
Σε μια από τις υπηρεσίες του γνωρίζει μια επισκέπτρια, την οποία υποδύεται η τραγουδοποιός, συνθέτρια κι ηθοποιός Μαίρη Μάργκαρετ Ο'Χάρα. Η Άννι καταφέρνει να του τραβήξει την προσοχή καθώς δείχνει να μην ενδιαφέρεται ιδιαίτερα με τα εκθέματα του μουσείου. Αντιθέτως περιφέρεται χαμένη στους εκθεσιακούς χώρους αναζητώντας βουβά βοήθεια από κάποιον. Ο Γιόχαν την προσεγγίζει για να τη βοηθήσει, ξεκινώντας μ' αυτόν τον τρόπο μια πρόσκαιρη κι ευχάριστη φιλία καθόλη τη διάρκεια της παραμονής της στη Βιέννη. 




Μέσα απ' αυτήν  την όμορφη παρέα αρχίζουν τρεις ξεχωριστές ξεναγήσεις. Η μια αφορά το μουσείο, η δεύτερη την πόλη της Βιέννης κι η τρίτη τις ψυχές των δυο προσώπων που συνδιαλέγονται. Ο δημιουργός καταφέρνει με εύστοχο τρόπο να μπλέξει τις τρεις αυτές ξεναγήσεις σε μια, μ' αποτέλεσμα το μουσείο, η πόλη κι οι ζωές των ανθρώπων να γίνουν ένα συμπαγές σύνολο. 
Στο θέμα του μουσείου, ο δημιουργός μέσα από τις εξομολογήσεις και τις εξιστορήσεις του Γιόχαν, περνάει αρκετές αλήθειες και προβληματισμούς. Ο φύλακας αναφέρεται στην αδιαφορία της νέας γενιάς απέναντι στους θησαυρούς που φυλάγονται εντός του μουσείου. Όμως δεν τους κατηγορεί καθώς θεωρεί πως κι ο ίδιος στην ηλικία τους την ίδια στάση θα κρατούσε. Ωστόσο δεν παραλείπει την αμηχανία που έχουν οι νέοι απέναντι στο γυμνό που αποτυπώνεται σε αρκετούς καμβάδες. Μια αμηχανία που συνήθως εκδηλώνεται με πνιχτά γέλια και σεξιστικά αστεία. Η στάση τους προβληματίζει αρκετά τον Γιόχαν, θεωρώντας πως οι νέοι έχουν πλέον εξοικειωθεί με το γυμνό, καθώς προωθείται ελεύθερα μέσα από το διαδίκτυο. Πατώντας πάνω σ' αυτόν τον προβληματισμό, ο Γιόχαν συσχετίζει το γυμνό των έργων με την εξωστρέφεια των σκέψεων και των συναισθημάτων μιας άλλης εποχής κι αμέσως φαντάζεται τους επισκέπτες να περιφέρονται γυμνοί ανάμεσα στα εκθέματα, δημιουργώντας έναν ειλικρινή, αποκαλυπτικό κι εποικοδομητικό διάλογο παρελθόντος και παρόντος. 
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που παρατήρησα παρακολουθώντας την ταινία, είναι η παρουσίαση μιας άποψης που ακούγεται σχετικά με την ιστορία και το ρόλο των μουσείων, η οποία τεκμηριώνεται στη συζήτηση που είχε κάποτε ο Γιόχαν με έναν αναρχικό φύλακα του μουσείου. Ο νεαρός αναρχικός είχε δηλώσει πως βλέπει με αποστροφή τόσο τη λειτουργία των μουσείων όσο και των εκθεμάτων του, δηλώνοντας πως όλα αυτά ήταν στοιχεία εκμετάλλευσης φτωχών καλλιτεχνών κι ανάδειξης του πλούτου των αριστοκρατών. Για εκείνον, οι περισσότεροι ζωγράφοι πέθαναν φτωχοί ενώ τα έργα τους πουλήθηκαν με μυθικές τιμές, κάνοντάς τον να θεωρεί πως οι συλλογές των μουσείων δεν είναι κάτι παραπάνω από την παρουσίαση του πλούτου των άλλοτε αριστοκρατών. Οπότε για 'κείνον, το μόνο με το οποίο μπορεί ένα μουσείο να εξιλεωθεί, είναι να έχει δωρεάν είσοδο για το κοινό του. Στις απόψεις του αυτές, ο Γιόχαν του είχε ανταπαντήσει αναφέροντας τη Γαλλική Επανάσταση και τη δημιουργία του Λούβρου σε μουσείο, προσφέροντας για πρώτη φορά τη δυνατότητα στους απλούς πολίτες να απολαύσουν τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς των πλουσίων, ενώ για τη δωρεάν πρόσβαση των μουσειακών εκθέσεων του έφερε ως παράδειγμα τα εισιτήρια στον κινηματογράφο, θέλοντας μ' αυτόν τον τρόπο να του επισημάνει πως κάθε έργο και κάθε υπηρεσία που προσφέρονται σε κοινό, έχουν κι ένα τίμημα.




Ωστόσο, η ταινία βγαίνει κι εκτός μουσείου. Ο Γιόχαν γίνεται ξεναγός παρουσιάζοντας στην Καναδέζα φίλη του τη Βιέννη. Όπως ο ίδιος δηλώνει, απολαμβάνει τις βόλτες αυτές καθώς του δίνεται η ευκαιρία να δει την πόλη που κατοικεί μέσα από τα μάτια ενός επισκέπτη. Μέσα από τις βόλτες τους μαθαίνουμε για την ιστορία της πόλης, για τα έθιμά της, τα σύμβολα που βρίσκονται σε κάθε της γωνιά όπως τα ερυθρόλευκα δόρατα έξω από τα καταστήματα, τα οποία συσχετίζονται με την πολιορκία της Βιέννης από τους Τούρκους ή την εφημερίδα που πουλάνε οι άστεγοι στο δρόμο, ο τίτλος της οποίας συσχετίζεται με έναν άγιο της πόλης. 
Παράλληλα, μέσα από τις συζητήσεις τους γίνεται αναφορά στην πολιτική κατάσταση της χώρας, θέλοντας ο δημιουργός μ' αυτόν τον τρόπο να περάσει τις ανησυχίες του για τη δεξιά (και μετέπειτα ακροδεξιά) στροφή της χώρας, δίνοντας έναν προφητικό τόνο στα λεγόμενα του Γιόχαν. Εξαιρετικό είναι το καυστικό σχόλιό του, όπου αναφέρει πως οι Βιεννέζοι κατάφεραν να νικήσουν τους Τούρκους στις δυο πολιορκίες της Βιέννης αλλά σήμερα φοβούνται ξανά την επέλασή τους, θέλοντας να εκφράσει τις ξενοφοβικές αντιλήψεις που είχαν αρχίσει να εδραιώνονται στην Αυστρία. Πάνω σ' αυτό το κομμάτι ο δημιουργός παίρνει θέση, οδηγώντας τους δυο πρωταγωνιστές σε ένα μεταναστευτικό στέκι Μαυροβούνιων για να πιούν τη μπύρα τους και να συνεχίσουν τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις τους εκεί, συνοδεία οικείων βαλκάνιων μελωδιών. 
Τέλος, ο σκηνοθέτης Τζεμ Κόχεν προσεγγίζει με μεγάλη ευαισθησία τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Επικεντρώνεται στη μοναξιά που κυριαρχεί στις μεγάλες πόλεις και στη ροπή των ανθρώπων προς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τον ηλεκτρονικό τζόγο. Επίσης δίνει μεγάλη έμφαση στην αποπροσωποποίηση των κοινωνιών και κυρίως στην αποξένωση των ανθρώπων με τις πόλεις τους. Εξαιρετική η σκέψη του Γιόχαν, ο οποίος βολτάροντας με την Άννι στη Βιέννη, διαπιστώνει για μια ακόμη φορά πόσο όμορφη πόλη είναι. Και φυσικά, στις μικρές ασήμαντες στιγμές της καθημερινότητας που περνούν φευγαλέα από τα μάτια των κατοίκων και σβήνουν αργά κι αθόρυβα στη λήθη του παρελθόντος, εστιάζοντας μ' αυτόν τον τρόπο στην εφήμερη ύπαρξη όλων μας.
Το "Ωράριο Μουσείου" είναι ένα σπάνιο κινηματογραφικό "δοκίμιο", το οποίο παντρεύει με τόσο όμορφο τρόπο τους σύγχρονους προβληματισμούς με την αιώνια ομορφιά της Τέχνης. Είναι ένας ύμνος των καθημερινών σκέψεων που κάνει ο καθένας μας προσπαθώντας να ξεφύγει από την καθημερινή του ρουτίνα. Είναι μια σπονδή στη συνεχή καταβύθιση της αυτογνωσίας αναζητώντας το πολυπόθητο νόημα της ζωής. Το "Ωράριο Μουσείου" είναι ένα από τα πιο όμορφα και συνάμα ταπεινά αριστουργήματα του σύγχρονου ευρωπαϊκού κινηματογράφου. 

Βαθμολογία: 9/10 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου