Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2021

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Κοντινό Πλάνο (1990)

 



Παρόλο που είμαι λάτρης της ευαίσθητης κι ανθρώπινης φύσης του ιρανικού κινηματογράφου, άργησα πολύ να δω κάποια ταινία του Αμπάς Κιαροστάμι, κι ας έπεφτα συνεχώς πάνω σε πλάνα της πιο αναγνωρισμένης του ταινίας, του "Close-Up". Η θρυλική σκηνή με τη μοτοσυκλέτα αλλά και τα διθυραμβικά σχόλια που είχα διαβάσει για τα τελευταία λεπτά της ταινίας, μου είχαν προκαλέσει μια εμμονική επιθυμία γι' αυτήν την ταινία, αλλά για έναν αδιευκρίνιστο λόγο την ανέβαλα συνεχώς, σαν να αναζητούσα υποσυνείδητα την κατάλληλη στιγμή για να την δω. Κι όταν ήρθε τελικά η στιγμή αυτή, προτίμησα να ακολουθήσω την ίδια λογική που κάνω και με άλλες διάσημες ταινίες του παρελθόντος. Δε διάβασα την υπόθεση της ταινία, ούτε ανέτρεξα σε παλιότερες κριτικές της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να απολαύσω αυτό το μοναδικό κινηματογραφικό αριστούργημα αλλά να γίνω κομμάτι του ίδιου του έργου και να ζήσω την κάθε του στιγμή σαν να ήμουν παρών στα γεγονότα. 
Η ιστορία μιλάει για έναν νεαρό απατεώνα, ο οποίος προσπάθησε να εξαπατήσει μια πλούσια κινηματογραφοφιλική οικογένεια, υποδυόμενος τον διάσημο Ιρανό σκηνοθέτη Μοχσέν Μαχμαλμπάφ. Το γεγονός αυτό, τράβηξε το ενδιαφέρον του Αμπάς Κιαροστάμι, ο οποίος επισκέφθηκε τον νεαρό στη φυλακή ζητώντας του να κινηματογραφήσει τη δίκη που θα ακολουθούσε. Από την πρώτη στιγμή γίνεται αντιληπτή η ευγένεια αλλά και η ταπεινότητα του συγκεκριμένου ανθρώπου, ο οποίος καταφέρνει να κερδίσει τη συμπάθεια τόσο της οικογένειας που τον μήνυσε, όσο και των σκηνοθετών Αμπάς Κιαροστάμι που τελικά αποφασίζει να κινηματογραφήσει τη συγκεκριμένη ιστορία αλλά και του Μοχσέν Μαχμαλμπάφ που δέχεται να πάρει μέρος στην ταινία αυτή, συγκινημένος από την καλοσύνη αλλά και την αγάπη που είχε ο νεαρός κατηγορούμενος για τον κινηματογράφο. Όπως γίνεται κατανοητό, ο άνθρωπος αυτός καταφέρνει να κερδίσει και τις δικές μας καρδιές.
Η ταινία ξεκινάει λίγο μουδιασμένα και μονότονα με το πρώτο πλάνο να είναι μέσα σε ένα ταξί που μεταφέρει ένα δημοσιογράφο και δυο αστυνομικούς. Ακολουθεί η αναμονή μιας σύλληψης κι έπειτα η προσπάθεια του σκηνοθέτη Κιαροστάμι να συλλέξει στοιχεία για το περίεργο αυτό συμβάν. Η μη δομημένη περιγραφή των γεγονότων κουράζει και δημιουργεί ερωτήματα σχετικά με τους λόγους που έχει θεωρηθεί η συγκεκριμένη ταινία ως αριστούργημα της έβδομης τέχνης. Όμως αυτή η αμηχανία κρατάει για λίγο καθώς η συναισθηματική έκρηξη της ιστορίας έρχεται αστραπιαία, καθηλώνοντας ως τους τίτλους τέλους και τον πιο απαιτητικό θεατή. 



Η πρώτη συναισθηματική φόρτιση έρχεται με την επίσκεψη του Κιαροστάμι στις φυλακές για να συναντηθεί με τον Χοσέιν Σαμπζιάν. Ο νεαρός απατεώνας (αν και θεωρώ άδικο τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό γι' αυτόν τον άνθρωπο) αμέσως αναγνωρίζει τον Ιρανό σκηνοθέτη και με μεγάλο ενθουσιασμό δέχεται να κινηματογραφηθεί η δίκη του. Μάλιστα ο ίδιος φτάνει στο σημείο να παροτρύνει τον σκηνοθέτη να ασχοληθεί με το ζήτημά του καθώς θεωρεί πως μ' αυτόν τον τρόπο μπορούν να ακουστούν τα βάσανά του στους υπόλοιπους ανθρώπους. 
Ακολουθεί η δίκη, όπου τα πλάνα της δίνουν την εντύπωση πως είναι γυρισμένα κατά τη διάρκεια της πραγματικής δικαστικής ακρόασης. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθεται ο Χοσέιν Σαμπζιάν κι από πίσω του είναι μαζεμένη η οικογένεια που πήγε να εξαπατήσει. Αρχικά το κλίμα είναι αρνητικό απέναντί του, κάτι που επιβεβαιώνεται όταν η οικογένεια αρνείται να αποσύρει τη μήνυση. Παρόλα αυτά, το βλέμμα αλλά κι η χροιά της φωνής του Χοσέιν φανερώνουν μια απίστευτη ψυχική ηρεμία. Ο ίδιος έχοντας αναγνωρίσει το παράπτωμά του, προσπαθεί απλώς να εξηγήσει τους λόγους που τον οδήγησαν στην πράξη αυτή. Παράλληλα με τις περιγραφές τόσο των κατήγορων όσο και του κατηγορουμένου, προβάλλονται διάφορα πλάνα που μας παρουσιάζουν τα γεγονότα, όπου στις σκηνές συμμετέχουν τα πραγματικά πρόσωπα του συμβάντος. Μ' αυτόν τον ευφάνταστο τρόπο, ο Αμπάς Κιαροστάμι, βοηθάει στη συμπλήρωση του παζλ της ιστορίας.  
Τα λόγια του Χοσέιν Σαμπζιάν μαρτυρούν μια ευαίσθητη ψυχή ενός ταπεινού ανθρώπου που σε μια ανύποπτη στιγμή ένιωσε σημαντικός και πως έχει κάποια αξία. Ο ίδιος δεν είχε σκοπό να κλέψει ούτε να ασκήσει βία. Ζώντας όμως σε μια κατάσταση ανέχειας, κατάφερε να νιώσει ανθρώπινα όταν για μια στιγμή υποδύθηκε κάποιον άλλον. Κατά κάποιον τρόπο αυτό που επιθυμούσε ήταν η αναγνωρισιμότητα αλλά κι η αξιοπρέπεια που έχουν οι άνθρωποι των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων και πρόσωπα καταξιωμένα. Η όμορφη συμπεριφορά της πλούσιας οικογένειας προς το πρόσωπό του ήταν γι' αυτόν εθιστική, κάτι που τον απέτρεπε να τους αποκαλύψει την αλήθεια ενώ παράλληλα δεν αρνήθηκε το ενδεχόμενο πως ίσως να υποδυόταν ξανά τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη και σε άλλους ανθρώπους. Ο Χοσέιν Σαμπζιάν αναγνωρίζει την αδυναμία του αυτή. Γι' αυτό κι ο λόγος του στο δικαστήριο δεν είναι μελοδραματικός. Ούτε ζητάει τη λύπηση κανενός. 
Αντιθέτως, με τα λόγια του αυτά προσπαθεί να μας περάσει την εικόνα ενός αθέατου κόσμου, ο οποίος αποτελείται από μεροκαματιάρηδες, άνεργους, φτωχούς αλλά κι ανθρώπους αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων που δυσκολεύονται να αναδειχθούν και να ακουστούν. Όμως μέσα σ' αυτόν τον αθέατο κόσμο εξακολουθεί να υπάρχει η ανθρωπιά, η ευγένεια, η καλοσύνη και η ταπεινότητα. Στοιχεία που έχουν εξαφανιστεί στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, ενώ στις μέρες μας έχουν εκλείψει κι από τον δυτικό κόσμο ανεξαρτήτου κοινωνικής κι οικονομικής κατάστασης. Πρωταγωνιστής σ' όλη την ιστορία είναι η ζεστή φωνή του και το ειλικρινές του βλέμμα που μας καθηλώνουν ως το τέλος της ταινίας. Η αγάπη του για τον κινηματογράφο είναι συγκινητική κι ο τρόπος που μιλάει για την τέχνη αυτή, δείχνει πως στο εδώλιο κάθεται ένας άνθρωπος με πλούσιο ψυχικό κόσμο, για τον οποίον ποτέ δε δόθηκε η ανάλογη προσοχή αλλά κι η δυνατότητα να αξιοποιηθεί. Κι αν δε συνέβαινε το γεγονός αυτό, ίσως να μη μαθαινόταν ποτέ. 




Χωρίς μεγάλη προσπάθεια, ο Χοσέιν Σαμπζιάν θα κερδίσει την εκτίμηση και τη συμπάθεια της οικογένειας που πήγε να εξαπατήσει, οι οποίοι λίγο πριν την ολοκλήρωση της δίκης θα αποσύρουν τη μήνυση που του 'χουν κάνει. Όμως το παράπτωμα του πρέπει να τιμωρηθεί, κάτι το οποίο γίνεται με μειωμένη ποινή. Η όλη υπόθεση μας φέρνει όλους σε ένα δίλημμα καθώς από την μια καταδικάζουμε την απατεωνιά του αλλά από την άλλη ακούγοντας τους πραγματικούς σκοπούς του κατηγορουμένου για την πράξη του αυτή, αναγνωρίζουμε την σπανιότητα του χαρακτήρα του, την ευγένειά του και το ήθος του. Μεμιάς γινόμαστε εμείς ένοχοι απέναντι του, καθώς εκείνος αντιπροσωπεύει έναν κόσμο που χρόνια τώρα απαξιούμε να ασχοληθούμε μαζί του. 
Τα τελευταία λεπτά της ταινίας ξεπερνούν τα καθορισμένα όρια της κινηματογραφικής τέχνης καθώς φτάνουν στο σημείο να αποτυπώσουν ως έργο τέχνης ένα κομμάτι της πραγματικότητας, σπάραζοντας περαιτέρω την ήδη φορτισμένη συναισθηματική μας κατάσταση. Η κορύφωση έρχεται όταν ο συγκινημένος με την ιστορία του Χοσέιν Σαμπζιάν σκηνοθέτης Μοχσέν Μαχμαλμπάφ, συναντά τον νεαρό την μέρα της αποφυλάκισής του. Αναγνωρίζοντας ο Χοσέιν Σαμπζιάν το κινηματογραφικό του ίνδαλμα, και νιώθοντας τύψεις που χρησιμοποίησε το όνομά του για να εξαπατήσει μια οικογένεια, ξεσπάει σε αναφιλητά. Μεμιάς η σκηνή αυτή αποκτά μια πανανθρώπινη αξία που δύσκολα μπορεί να αποτυπωθεί γραπτώς. Το μόνο που θα μπορούσα να πω είναι πως ως θεατές γινόμαστε μάρτυρες ενός θαύματος που μόνο η αυθεντική τέχνη μπορεί να προσφέρει στους ανθρώπους. Με αυτόν τον τρόπο ο σκηνοθέτης Μοχσέν Μαχμαλμπάφ συγχωρεί τον νεαρό, δίνοντάς του τη δυνατότητα να εξιλεωθεί για το παράπτωμά του. 
Ακολουθεί η θρυλική σκηνή με τα δυο αυτά πρόσωπα πάνω στη μοτοσυκλέτα. Ο ενθουσιασμός του Χοσέιν Σαμπζιάν δε μπορεί να κρυφτεί, παρά το χαλασμένο μικρόφωνο που δεν επέτρεψε να καταγραφούν αυτά που λέει στο σκηνοθέτη κουνώντας με πάθος το χέρι του στον αέρα. Μ' αυτόν τον τόσο όμορφο κι ανθρώπινο τρόπο, πραγματοποιείται κι ένα όνειρό του που είχε εκμυστηρευτεί σε ένα από τα παιδιά της πλούσιας οικογένειας όταν υποδυόταν ακόμα πως είναι ο διάσημος σκηνοθέτης Μοχσέν Μαχμαλμπάφ. Αυτό το μαθαίνουμε κατά τη διάρκεια της δίκης όπου ένας από τους γιούς της οικογένειας δηλώνει πως ο Χοσέιν Σαμπζιάν, του είχε πει πως ήθελε να γυρίσει μια ταινία όπου εκείνος ως σκηνοθέτης συνομιλεί με τον πρωταγωνιστή πάνω σε ένα μηχανάκι που περιφέρεται μες στην πόλη. 
Το "Κοντινό Πλάνο" είναι ένα μοναδικό κινηματογραφικό θαύμα καθώς καταφέρνει να δέσει το ντοκουμέντο με τη μυθοπλασία, χρησιμοποιώντας τα ίδια πρόσωπα που συμμετείχαν στο γεγονός αυτό. Είναι μια πράξη καλοσύνης κι ανθρωπιάς καθώς υλοποιεί το όνειρο μιας ρομαντικής ψυχής που δεν έπαψε να ονειρεύεται κάτω από τα ασφυκτικά βάρη της ανέχειας και της φτώχιας. Είναι ένα πάντρεμα της πραγματικής ζωής με την τέχνη. Ή για να το θέσω καλύτερα, είναι μια σπάνια στιγμή όπου η πραγματική ζωή μετατρέπεται σε έργο τέχνης. 

Βαθμολογία: 9/10 

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2021

Soul

 



Η κινηματογραφική μου σχέση με τη Pixar ξεκινάει από τότε που άρχισα να εκτιμώ και να αναζητώ συνεχώς την μαγεία του καλού κινηματογράφου. Από το πολύ μακρινό πρώτο Toy Story, φτάνω στο σήμερα για να συνειδητοποιήσω πως η συγκεκριμένη παραγωγή animation έχει ωριμάσει τόσο πολύ που πλέον δεν περιορίζεται στις ιστορίες διασκέδασης αλλά προχωράει σε θεματολογίες υψηλής ψυχανάλυσης και συναισθηματικής νοημοσύνης. Την πρώτη φορά που παρατήρησα αυτήν την εντυπωσιακή μεταστροφή, ήταν με το αξεπέραστο διαμαντάκι "Inside Out" αλλά και με το συγκινητικό "Coco". Αυτή τη φορά η Pixar έρχεται με το "Soul" για να μας υπενθυμίσει πως μια ζωή την έχουμε κι οφείλουμε να απολαύσουμε τη κάθε μας στιγμή πριν είναι πια αργά διότι όσο πιο νωρίς συνειδητοποιήσουμε αυτό το θαύμα που βιώνουμε καθημερινά τόσο πιο κερδισμένοι και πλήρεις θα φτάσουμε στο τέλος της πορείας μας. 
Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο Τζόι, ένας δάσκαλος μουσικής που έχει όνειρο να παίξει στα φημισμένα υπόγεια τζαζ μπαρ της Νέας Υόρκης. Το πάθος του για τη μουσική πέρα από δημιουργικό, λειτουργεί κι ως μια διακριτική παρωπίδα που τον αποκόπτει από τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς είναι επικεντρωμένος σε νότες και μελωδίες χάνοντας τις υπόλοιπες στιγμές της ζωής. Από το λίγο που τον μαθαίνουμε, παρατηρούμε πως δεν έχει φίλους ή κάποια σύντροφο και πως παραμένει αγκιστρωμένος στις πρωτοβουλίες της μητέρας του. Κατά κάποιον τρόπο δεν έχει ωριμάσει.
Όλα όμως θα αλλάξουν μετά από ένα αναπάντεχο ατύχημα που θα οδηγήσει τη ψυχή του Τζόι στο μεταίχμιο μεταξύ Υπερπέραν και Γης. Φοβούμενος το επερχόμενο άγνωστο κι επιθυμώντας να επιστρέψει στη γη καθώς του 'χε δοθεί η ευκαιρία να παίξει σε ένα κονσέρτο που για κείνον ήταν όνειρο ζωής, θα περάσει στο μεταβατικό στάδιο όπου οι αγέννητες ψυχές συγκεντρώνουν τα απαραίτητα εφόδια, ώστε να πάνε στη γη με τις κατάλληλες προδιαγραφές που θα ορίσουν τη νέα τους προσωπικότητα. Με ένα μπέρδεμα που θα ακολουθήσει, θα αναθέσουν στον Τζόι την πιο δύσκολη και πεισματάρα αγέννητη ψυχή, η οποία δε θέλει να επισκεφθεί τη γη. Σκοπός του είναι να κλέψει το "εισιτήριο" της και να επιστρέψει ο ίδιος πίσω για να επαναφέρει το σώμα του, το οποίο βρίσκεται σε κώμα. 
Η επιστροφή γίνεται αλλά με μια αναποδιά, η οποία θα κάνει τον Τζόι θεατή της ως τότε ζωής του. Από κείνη τη θέση θα παρατηρήσει ξεκάθαρα τους λάθος χειρισμούς και τις λάθος επιλογές που τον είχαν αιχμαλωτίσει σε ένα μανιακό πάθος για τη μουσική. Θα ανακαλύψει μικρές χαρές και απλές στιγμές που κρύβουν μια άγνωστη γι' αυτόν μαγεία και θα συγκινηθεί με εικόνες που μέχρι χθες τις προσπερνούσε αδιάφορα. Θα ενδιαφερθεί για τις ζωές άλλων ανθρώπων που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε ρωτήσει. Στιγμές ανθρώπινες και ζεστές που καταφέρνουν να συγκινήσουν και την πιο πεισματάρα αγέννητη ψυχή. 
Μετά απ' αυτό το ψυχεδελικό ταξίδι μεταξύ ζωής και υπερπέραν, ο Τζόι θα ωριμάσει, θα αναγνωρίσει τα λάθη του και με θα νιώσει έτοιμος στη δεύτερη ευκαιρία που θα του δοθεί, να ζήσει μια πιο ισορροπημένη καθημερινότητα, όπου το πάθος του για μουσική μπορεί να συνυπάρξει με τις ανθρώπινες ανάγκες σου.   





Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που καταφέρνει ένα animation να εισχωρήσει στη μεταφυσική θεωρία του υπαρξισμού, όπου οι ψυχές, αγέννητες και πεθαμένες, συναντιούνται για να προετοιμάσουν το μεγάλο θαύμα της ζωής. Το "Soul" είναι ένα πετυχημένο πάντρεμα του αξεπέραστου "Inside Out" με το συγκινητικό "Coco". Μ' αυτόν τον τρόπο, τα δυο προηγούμενα διαμαντάκια της Pixar γίνονται προπομποί του "Soul", κλείνοντας μ' αυτόν τον τρόπο μια πετυχημένη μεταφυσική τριλογία. 
Στη συγκεκριμένη ιστορία, βρήκα απίστευτα εύστοχη την παρουσίαση των γραφειοκρατικών συμβούλων που προετοιμάζουν τις ψυχές κι έχουν όλοι το όνομα Τζέρι, καθώς κανείς δεν μπορεί να καταλάβει το ρόλο τους σ' εκείνον τον λαμπερά ονειρικό κι απόκοσμα χρωματιστό μινιμαλιστικό χώρο που δρουν. 
Πέρα όμως από τον φουτουριστικό κόσμο των ψυχών, η ταινία ξεχωρίζει και με την εντυπωσιακή σκιαγράφηση της Νέας Υόρκης, όπου παρουσιάζει με γήινα φθινοπωρινά χρώματα (η πιο όμορφη εποχή του χρόνου) τις γειτονιές, τους ανθρώπους και τα σπίτια-καταφύγιά τους ενώ παράλληλα εκφράζει μια δριμύτατη κριτική στους απάνθρωπους ρυθμούς των μεγαλουπόλεων με ανθρώπους-ζόμπι να ζουν και να περιφέρονται ως ζωντανοί-νεκροί στα μετρό και στις επιχειρήσεις. 
Αυτό είναι ένα σημείο της ταινίας που αξίζει να επισημανθεί. Πέρα από τους ζωντανούς και τους πεθαμένους-αγέννητούς όπου περιφέρονται σε χώρους φωτεινούς και χρωματιστούς, υπάρχουν κι οι "νεκρές" ψυχές που βρίσκονται σε ένα ενδιάμεσο τοπίο, το οποίο είναι σκοτεινό και γκρίζο. Ψυχές που λειτουργούν αυτοματοποιημένα χωρίς να γνωρίζουν πως ο χρόνος κυλάει σαν σκόνη και πως η μετάβασή τους από τη ζωή στο θάνατο δε θα γίνει αντιληπτή ούτε από τους ίδιους. Προσωπικά, εντυπωσιάστηκα πολύ όχι μόνο με τη σύλληψη αλλά και με την αποτύπωση και παρουσίαση αυτής της αρρωστημένης κατάστασης. 
Τέλος, ομολογώ πως μαγεύτηκα με τη μουσική της ταινίας, η οποία δε σταματά να παίζει καθ'όλη τη διάρκειά τους. Τόσο το περιεχόμενο όσο και η εξέλιξη της ιστορίας, μας κάνει μουσικές βόλτες από το φυσικό στο μεταφυσικό κομμάτι, μεταφέροντάς μας παράλληλα από τις υπέροχες τζαζ μελωδίες του Jon Batiste στις ψυχεδελικές νότες των Trent Reznor και Atticus Ross. Μ' αυτόν τον τρόπο, η μετάβαση πέρα οπτικά πραγματοποιείται και μουσικά.
Το "Soul" είναι ένα αριστούργημα που μιλάει κατευθείαν στη ψυχή. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι μια ωδή στη ψυχή του κάθε ανθρώπου. Κι επειδή η ψυχή του καθενός μας είναι άυλη, η ταινία επικεντρώνεται περισσότερο στα ερεθίσματά της, τα οποία μπορούν να ταλαντευτούν με χρώματα και μελωδίες. Από την άλλη, εισχωρεί σε απίστευτα απαιτητικά μονοπάτια που πολύ φοβάμαι πως δύσκολα γίνονται κατανοητά στους εμπορικούς κινηματογραφικούς χώρους που κινείται η εταιρία παραγωγής. Αυτό όμως δεν μειώνει καθόλου την αξία της συγκεκριμένης ταινίας. Εξάλλου η Pixar το χει επεξεργαστεί αυτό με τις προηγούμενες ταινίες της κι έχει στρώσει το έδαφος τόσο για το "Soul" όσο και για τα επόμενα αριστουργήματα που μας επιφυλάσσει στο μέλλον. 

Βαθμολογία: 8/10

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2021

Εάλω το κράτος!



Κάθε καθεστώς έχει από τη φύση του μια ημερομηνία λήξης. Ένα χαρακτηριστικό που το γνωρίζουν ακόμη κι αυτοί που καταλύουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και την ελευθερία. Γι' αυτό το λόγο, κάνουν ότι είναι δυνατόν για να δώσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη παράταση στην εξουσία που καταλαμβάνουν, άλλες φορές βιαίως κι άλλες φορές με ψέματα κι εθνικοπατριωτικές κορώνες. 
Πρώτη τους κίνηση είναι η δημιουργία ενός ελεγχόμενου επιτελικού κράτους, σπέρνοντας με αυτόν τον τρόπο το αντιδημοκρατικό καρκίνωμα στη διοίκηση ενός τόπου. Κι όσο μεγαλύτερο είναι το επιτελικό κράτος τόσο περισσότερο δαπανηρό για κάθε λαό είναι το εκάστοτε καθεστώς. 
Έπειτα ακολουθεί η φίμωση της ενημέρωσης και του δημόσιου λόγου. Με μεγάλα ποσά από το δημόσιο ταμείο (κίνηση που πέρα από αισχρή, αναδεικνύει και το πόσο τσίμπηδες είναι οι καθεστωτικοί) μετατρέπουν αναγνωρισμένους από το τηλεοπτικό κοινό δημοσιογράφους σε προπαγανδιστικά φερέφωνα. Δεν είναι τυχαίο που η ελευθεροτυπία στη χώρα μας κατρακύλησε στα επίπεδα του απύθμενου βούρκου άλλων μη δημοκρατικών χωρών. Το ότι υπάρχει αντιπολιτευτική φωνή μέσα από λίγες εφημερίδες, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ύπουλη κίνηση στο να ρίχνουν οι καθεστωτικοί στάχτη στα μάτια, δηλώνοντας πως η δημοκρατία εξακολουθεί να υφίσταται στη χώρα μας καθώς υπάρχουν κι αντιπολιτευτικές φωνές. Όμως, οι φωνές αυτές παρεμποδίζονται μέσα από την μονοπωλιακή διανομή του Τύπου που ελέγχει γνωστός μεγαλοεπιχειρηματίας (ίσως κι ο άτυπος πρωθυπουργός της χώρας μας). Το ελπιδοφόρο της όλης κατάστασης είναι πως αυτές οι λιγοστές εφημερίδες εξακολουθούν να επιβιώνουν με τη στήριξη του λαού και κυρίως όσων δεν έχουν αποβλακωθεί από τα τηλεοπτικά κανάλια και δεν έχουν θαμπωθεί με τις προσφορές προπαγανδιστικών εφημερίδων. 
Στη συνέχεια, το καθεστώς ενισχύει την αστυνομοκρατία για να ελέγξει τον εγχώριο εχθρό που δεν είναι άλλος από τον καταπιεσμένο λαό αλλά και τις ένοπλες δυνάμεις πουλώντας εθνικισμό και μίσος. Περισσότερο όμως επενδύουν στο φόβο του δικούς του λαού. 
Κι όταν πια το καθεστώς εδραιωθεί, αρχίζει το μεγάλο φαγοπότι μέχρι τελικής πτώσεων. 
Αν όλα αυτά σας φαίνονται οικεία, τότε καλό είναι να αρχίσετε να προβληματίζεστε με το που βαδίζουμε.
Αυτή τη φορά όμως το λουκούλλειο γεύμα στο τραπέζι είχε δυο καλεσμένους, ή για να το θέσω καλύτερα, το φαγοπότι των καθεστωτικών στερεί το επιδόρπιο των εγχώριων σκοταδιστών που δεν είναι άλλοι από τους εκπροσώπους της εκκλησίας. Αυτό είχε ως συνέπεια να γίνουμε μάρτυρες στην ανελέητη διαμάχη δυο τσακαλιών πάνω από το πτώμα ενός θύματος, του οποίου στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο ίδιος ο λαός. 
Μετά λοιπόν από δέκα μήνες καταστολής και κατάλυσης τόσο των δημοκρατικών αξιών όσο και της ελευθερίας, οι καθεστωτικοί φάνηκαν πως είναι γυμνοί κι αδύναμοι καθώς η εκκλησία κατάφερε να τους ξεφτιλίσει με το να ανοίξει τους ναούς σε καιρό πανδημίας και με το φοβισμένο λαό να μετράει δεκάδες θανάτους σε καθημερινή βάση. Σαφώς και δε πανηγυρίζουμε με την νίκη των σκοταδιστών αλλά είμαστε πλέον σε θέση να διακρίνουμε την ασυδοσία, τη φτηνή μαγκιά και το δούλεμα που έχουμε φάει όλους αυτούς τους μήνες. 
Πως θα καταφέρει πλέον η εξουσία να κρατήσει τα καταστήματα και τις επιχειρήσεις κλειστές όταν οι ρασοφόροι ανοίγουν με το έτσι θέλω τα μαγαζάκια τους;
Πως μπορούν να εμποδίσουν ξανά την ελεύθερη διακίνηση των πολιτών όταν με το έτσι θέλω οι εκκλησίες γεμίζουν με πιστούς;
Πως μπορούν να μας κουνήσουν ξανά το δάχτυλο όταν στις εσωκομματικές τους διαμάχες αλληλοκαρφώνονται με ευθύνες και ψεύδη;
Πως μπορούν να λένε πως έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους ενώ δεν έχουν προσφέρει τίποτα απολύτως, φτάνοντας στο σημείο να ζούμε τις καταστροφικές συνέπειες ένα χρόνο μετά την έξαρση της πανδημίας, αναμένοντας πλέον το τρίτο κύμα;
Κι εμείς ως λαός, πως μπορούμε κι ανεχόμαστε ακόμα όλη αυτή τη κατάσταση χωρίς να αντιδράμε. 
Σήμερα οι παπάδες κατέλυσαν το κράτος. Εάλω το κράτος!
Αυτό θα 'χει ως συνέπεια μια σφοδρότερη αντεπίθεση από μεριάς των καθεστωτικών. Μόνο που το μένος τους θα ξεσπάσει πάνω μας κι όχι πάνω στην εκκλησία. 
Καιρός λοιπόν να πέσει αυτό το καθεστώς κι επιτέλους να γίνει ο αναγκαίος διαχωρισμός εκκλησίας-κράτους. 

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

Οι καλύτερες ταινίες του 2020




Παρόλο που η χρονιά κύλησε με κλειστές τις κινηματογραφικές αίθουσες, θεωρώ πως άφησε πίσω της μια γκάμα αξιόλογων ταινιών, από τις οποίες κάποιες τις λάτρεψα και θεωρώ πως αξίζουν τον τίτλο των κλασικών έργων που μπορούν να διατηρήσουν τη μαγεία τους στο πέρασμα του χρόνου. Δυστυχώς λόγω της πανδημίας, λίγες απ' τις φετινές ταινίες κατάφερα να απολαύσω στις σκοτεινές αίθουσες. Ευελπιστώ πως αυτή η δυσάρεστη συνέπεια των δυστοπικών καιρών μας θα πάψει να υφίσταται με τη νέα χρονιά. 
Όπως και πέρσι, έτσι και φέτος αρκετές πολυδιαφημισμένες ταινίες με απογοήτευσαν οικτρά όπως το "Βαμμένο Πουλί", ο "Φάρος" και το "Mank" που με ανάγκασε να το διακόψω στα μισά της προβολής καθώς το βρήκα αρκετά βαρετό, ενώ το "Tenet" του Κρίστοφερ Νόλαν, με άφησε αδιάφορο οπότε δεν εντάχθηκα ούτε στους θαυμαστές αλλά ούτε και στους δυσαρεστημένους. Ομολογώ όμως ότι απόλαυσα τη μάχη που έδωσαν τα δυο αυτά στρατόπεδα το καλοκαίρι.
Σε αντίθεση με τις άλλες χρονιές, φέτος υπήρξαν αρκετές ταινίες αξιόλογες που δυστυχώς δεν κατάφεραν να μπουν στη δικιά μου δεκάδα. Θα μπορούσα όμως να τις επισημάνω συνοπτικά εδώ καθώς αρκετές απ' αυτές θεωρώ πως αξίζουν να αναφερθούν. Πρώτα απ' όλα το "Κατηγορώ" του Ρομάν Πολάνσκι, με το οποίο άνοιξα την περσινή κινηματογραφική χρονιά στον κινηματογράφο Μακεδονικόν της Θεσσαλονίκης αλλά και την νέα αντιρατσιστική κι αντιτραμπική ταινία του Σπάικ Λι "Da 5 Bloods", η οποία είχε μια δυναμική πολιτική χροιά και μια διαφορετική οπτική ματιά στον πόλεμο του Βιετνάμ αλλά σα σενάριο με απογοήτευσε σε αρκετά σημεία της. Επίσης η νέα υπαρξιακή ταινία του Τσάρλι Κάουφμαν "Σκέφτομαι να Βάλω ένα Τέλος", ενώ ξεκίνησε με ενδιαφέρον και με εύστοχους προβληματισμούς, τελικά κατέληξε σε ένα χαοτικό φινάλε που δυσκολεύτηκα να κατανοήσω. Επίσης νιώθω τυχερός που πρόλαβα να δω σε κινηματογραφική αίθουσα το "1917" του Σαμ Μέντες, μια καθαρά πολεμική ταινία που ήταν γυρισμένη μόνο για σκοτεινές αίθουσες. Είμαι βέβαιος πως χάνει ένα μεγάλο κομμάτι από τη μαγεία της αν η προβολή της περιοριστεί στις μικρές οθόνες των τηλεοράσεων και των υπολογιστών. Επίσης μέσα στο '20 είδα ένα αριστουργηματικό animation του '19 για το οποίο δεν ήξερα αν μπορώ να το εντάξω στη δεκάδα καθώς είχε κυκλοφορήσει τον προπερασμένο Σεπτέμβριο. Όμως το παραθέτω εδώ διότι πραγματικά αξίζει, οπότε επιτρέψτε μου να αναφερθώ στο εξαιρετικό "Έχασα το Σώμα μου". Τέλος, κλείνω με το συγκινητικό γαλλικό animation "Τα Χελιδόνια της Καμπούλ" καθώς κι αυτό αξίζει το ενδιαφέρον του κινηματογραφόφιλου κοινού. Κι αφού κατεύνασα τις ενοχές μου για τις παραπάνω ταινίες που δεν τοποθέτησα στη φετινή δεκάδα, συνεχίζω με τις δέκα καλύτερες ταινίες της χρονιάς (για περισσότερη κριτική, πατήστε πάνω στους τίτλους των ταινιών).







Παρότι είμαι επίμονος λάτρης του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, ομολογώ πως παραδέχομαι τον αμερικανικό για τα δικαστικά του θρίλερ. Πόσο μάλλον όταν αυτά περιέχουν μια εκρηκτική πολιτική χροιά, επαναφέροντας χρόνια κοινωνικοπολιτικά προβλήματα τα οποία όχι μόνο δεν έχουν επιλυθεί αλλά μας φανερώνουν πως οδεύουμε σε σκοτεινότερες και περισσότερο δυστοπικές περιόδους. Η "Δίκη των 7 του Σικάγο" δεν είναι απλά μια ακόμη δικαστική υπόθεση αλλά ένα ιστορικό συμβάν που μας παρουσιάζει την δύναμη της λαϊκής οργής απέναντι στο άδικο αλλά και το ατέρμονο πάθος για την ελευθερία όταν το κράτος παραβιάζει το ίδιο του το σύνταγμα. 
Βαθμολογία: 7/10







Αυτό που έχω διαπιστώσει τα τελευταία χρόνια είναι πως ο ιταλικός κινηματογράφος δεν έχει κανένα σκοπό να μας απογοητεύσει κάθε φορά που καταπιάνεται με σοβαρότητα κι ειλικρίνεια στο επίμαχο θέμα της μαφίας. Μετά το σκληρό αριστούργημα "Σκοτεινές Ψυχές", το εσωστρεφές "Dogman" και το πιο εμπορικό "Suburra", ήρθε η κινηματογραφική απόδοση της πολύκροτης "Δίκης Μάξι", της μεγαλύτερης που πραγματοποιήθηκε στη γειτονική μας χώρα καθώς οδήγησε στο εδώλιο 475 μαφιόζους, γράφοντας μ' αυτόν τον τρόπο τον επίλογο της περιβόητης Κόζα Νόστρα. Ο "Προδότης" είναι ένα ακόμη καλό δείγμα μαφιόζικης ταινίας με εξαιρετικές ερμηνείες, ρεαλιστική απεικόνιση του τότε κλίματος και των γεγονότων αλλά και μια άκρως ειλικρινή αφήγηση που δεν επιδιώκει ούτε να ωραιοποιήσει κάποια κατάσταση ούτε να ηρωοποιήσει κάποιο πρόσωπο. 
Βαθμολογία: 7/10







Υπάρχει ένας άγραφος κινηματογραφικός κανόνας που έμαθα μετά από πολλές επισκέψεις στις αγαπημένες μου σκοτεινές αίθουσες. Ένας κανόνας που πάντα επισημαίνω όποτε βλέπω πως εφαρμόζεται. Ο κανόνας αυτός λέει πως μέσα στη χρονιά υπάρχουν πολλές αξιόλογες ταινίες που περνούν απαρατήρητες διότι δεν έχουν τις μαρκετίστικες πλάτες άλλων παραγωγικών εταιριών που σιγοντάρουν λιγότερο ενδιαφέρουσες ταινίες. Το πολωνικό Corpus Chrsti είναι ένα απ' αυτά τα ταπεινά διαμαντάκια που διανύουν για λίγες βδομάδες τις σκοτεινές μας αίθουσες και προσφέρουν απλόχερα ενδιαφέρουσες θεματολογίες στους λίγους τυχερούς που επιλέγουν να πάνε να τα παρακολουθήσουν. Στη συγκεκριμένη ταινία, ο Πολωνός σκηνοθέτης Γιαν Κομασά αναλύει με έναν υποβλητικό ρεαλισμό τη δυσκολία της συγχώρεσης, η οποία απαιτεί την κατατρόπωση του εγωισμού αλλά και τις μορφές του εγκλεισμού είτε αυτός γίνεται με φυλακή είτε με τον συντηρητισμό που καλύπτει και πνίγει την κάθε κοινωνία. Γι' αυτούς τους λόγους, θεωρώ πως το Corpus Christi είναι ένα εξαιρετικό διαμαντάκι που γίνεται αφορμή για πολύωρες αναλύσεις μετά το πέρας της προβολής του. 
Βαθμολογία: 7/10







Οι κλειστοί κινηματογράφοι της περασμένης χρονιάς στάθηκαν αφορμή να χάσουμε κάποια αξιόλογα κινηματογραφικά διαμάντια που δυστυχώς δε καταφέραμε να απολαύσουμε στις σκοτεινές αίθουσες. Ένα απ' αυτά είναι το ιδιαίτερο αντιφασιστικό "Γιοσέπ" που αναφέρεται σε ένα σκοτεινό κομμάτι της γαλλικής ιστορίας. Ένα γεγονός που δυστυχώς συμβαίνει ξανά στις μέρες μας με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των προσφύγων στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Αυτό φανερώνει πως όσο παραμένει ο κόσμος αδαής για την ιστορία του, τόσο εκείνη θα επαναλαμβάνεται ως φάρσα, αφήνοντας για μια ακόμη φορά πόνο και θάνατο με το πέρασμά της.Το "Γιοσέπ" το οποίο επιλέχτηκε στο επίσημο πρόγραμμα του 73ου Φεστιβάλ Κανών (που δεν διεξήχθη λόγω πανδημίας) κι απέσπασε το βραβείο κοινού και σεναρίου στις 26ες Νύχτες Πρεμιέρας, είναι μια πολιτική και βαθιά ανθρώπινη ταινία υψηλής αισθητικής και ειλικρίνειας. Μια ιστορία σκληρή αλλά συνάμα τρυφερή κι ελπιδοφόρα. 
Βαθμολογία: 8/10



6. Soul




Η κινηματογραφική μου σχέση με τη Pixar ξεκινάει από τότε που άρχισα να εκτιμώ και να αναζητώ συνεχώς τη μαγεία του καλού κινηματογράφου. Από το πολύ μακρινό πλέον πρώτο "Toy Story", φτάνω στο σήμερα για να συνειδητοποιήσω πως η συγκεκριμένη παραγωγή animation έχει ωριμάσει τόσο πολύ που πλέον δεν περιορίζεται σε ιστορίες διασκέδασης αλλά προχωράει σε θεματολογίες υψηλής ψυχανάλυσης και συναισθηματικής νοημοσύνης. Την πρώτη φορά που παρατήρησα αυτήν την εντυπωσιακή μεταστροφή, ήταν με το αξεπέραστο διαμαντάκι "Inside Out" αλλά και με το συγκινητικό "Coco". Αυτή τη φορά έρχεται με το "Soul" για να μας υπενθυμίσει πως μια ζωή την έχουμε κι οφείλουμε να απολαύσουμε τη κάθε μας στιγμή πριν είναι πια αργά, διότι όσο πιο νωρίς συνειδητοποιήσουμε αυτό το θαύμα που βιώνουμε καθημερινά τόσο πιο κερδισμένοι και πλήρεις φτάνουμε στο τέλος της ύπαρξής μας. Το "Soul" είναι ένα αριστούργημα που μιλάει κατευθείαν στη ψυχή. Βασικά είναι μια ωδή στη ψυχή του κάθε ανθρώπου. Κι επειδή η ψυχή του καθενός μας είναι άυλη, η ταινία στηρίζεται κυρίως στα ερεθίσματα της, τα οποία μπορούν να ταλαντευτούν με χρώματα και μελωδίες. Από την άλλη, εισχωρεί σε απίστευτα απαιτητικά μονοπάτια που πολύ φοβάμαι πως δύσκολα γίνονται κατανοητά στους εμπορικούς κινηματογραφικούς χώρους που κινείται η Pixar. Όμως το ότι η ταινία γίνεται αποδεκτή σε πιο απαιτητικά μυαλά, δεν την μειώνει καθόλου. Εξάλλου η Pixar το χει επεξεργαστεί αυτό με τις προηγούμενες ταινίες της κι έχει στρώσει το έδαφος τόσο για το "Soul" όσο και για τα επόμενα αριστουργήματα που μας επιφυλάσσει μελλοντικά. 
Βαθμολογία: 8/10







Έχουμε συνηθίσει να παρακολουθούμε αντιπολεμικές ταινίες με φόντο τα μέτωπα και με επίκεντρο το δράμα των θυμάτων που βρέθηκαν στα πεδία των μαχών. Σπανίως έχουμε στρέψει το βλέμμα μας στα μετόπισθεν τόσο σε αυτούς που πρωταγωνιστούν με τον ίδιο ζήλο για την πατρίδα όσο και σ' αυτούς που επιβιώνουν από το μακελειό αλλά κουβαλούν τα ψυχικά τους τραύματα για το υπόλοιπο της ζωής τους. Και φυσικά ποτέ δεν έχουμε ασχοληθεί με το δύσκολο έργο των γυναικών, των οποίων ο αγώνας συνεχίζεται για πολλά χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου. Πάνω σ' αυτό το τόσο ευαίσθητο θέμα και πατώντας πάνω στο βιβλίο "Ο Πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας" της νομπελίστριας Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, ο νεαρός Ρώσος σκηνοθέτης Καντερίμ Μπαλάγκοφ προσφέρει ένα σπάνιο αντιπολεμικό δράμα, το οποίο τιμήθηκε στο περσινό φεστιβάλ των Καννών με το βραβείο 'Ένα Κάποιο Βλέμμα" και με το βραβείο FIPRESCI. 
Βαθμολογία: 8/10







Είναι κάποιες σπάνιες κινηματογραφικές στιγμές που τελειώνει η προβολή μιας ταινίας αλλά η ύπαρξή της εξακολουθεί να εξελίσσεται μες στο μυαλό μας για πολλές ώρες. Βγαίνεις από τη σκοτεινή αίθουσα συγκινημένος και περιφέρεσαι στους δρόμους της πόλης προβληματισμένος μες στην περιδίνηση ανήσυχων σκέψεων που σου 'χει επιφέρει. Γελάς ξανά με τις εύστοχες κι αστείες ατάκες των ηθοποιών, βουρκώνεις με τις συγκινητικές στιγμές της ιστορίας και μουδιάζεις όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με τον μεγαλύτερο εχθρό σου, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο σου τον εαυτό. Το JoJo Rabbit όχι μόνο ανήκει σ' αυτού του είδους τις ταινίες αλλά το ξεπερνάει καθώς σε πιάνει απροετοίμαστο με αυτό που σου επιφυλάσσει κατά τη διάρκειά του. Είναι μια ταινία που τολμά και παράγει αληθινό συναίσθημα το οποίο ενώ σου πλασάρεται αρχικά σε μορφή σάτιρας στο τέλος μετατρέπεται σε φιτίλι που οδηγεί σε μία ανεξέλεγκτη συγκινητική έκρηξη. 
Βαθμολογία: 9/10







Ο "Μάρτιν Ήντεν" είναι ένα κινηματογραφικό αριστούργημα που υμνεί την ατομική πρόοδο που συντελείται με προσπάθεια, μόχθο κι αξιοπρέπεια. Μόνο έτσι μπορεί ο καθένας να πιστέψει τον εαυτό του και παράλληλα να συνειδητοποιήσει τις ύπουλες κι ανήθικες καριέρες αρκετών που πάτησαν πάνω σε πλάτες άλλων για να αναγνωριστεί το κούφιο κι υποτυπώδες έργο τους. Και δυστυχώς στις μέρες μας υπάρχουν πολλοί τσίγκινοι τενεκέδες που κάνουν κρότο σε κάθε τομέα είτε πολιτιστικό, είτε πολιτικό, είτε φιλανθρωπικό. Είναι κρίμα που μόνο αυτοί ακούγονται, καθώς οι αληθινές κι ουσιώδεις πορείες κάποιων αυθεντικών ανθρώπων παραμένουν από τη φύση τους σιωπηλές και διακριτικές. Μέσα από την αυτοκαταστροφική μανία του πρωταγωνιστή, μένει ως δίδαγμα πως η απελπισία που πιάνει τον καθέναν όταν συνειδητοποιεί την ματαιότητα των πράξεών του, πρέπει να γίνεται κινητήριος μοχλός για την περαιτέρω προσωπική του βελτίωση. Εξάλλου όσο ξεχωρίζει κάποιος τόσο στενεύει ο κύκλος γύρω του. Είναι το τίμημα της προόδου. Αντιθέτως, αυτοί που πορεύονται με τους αυλικούς τους και κοκορεύονται για την ύπαρξή τους, δυσκολεύονται να συνειδητοποιήσουν πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από βαρίδια που τους κρατούν σε μια μη δημιουργική στασιμότητα. Είμαι βέβαιος πως οι κοινωνίες θα ήταν καλύτερες αν υπήρχαν αρκετοί "Μάρτιν Ήντεν" κι ο κινηματογράφος θα ήταν πολύ πιο πλούσιος αν έβγαιναν αντίστοιχες πετυχημένες μεταφορές βιβλίων στη μεγάλη οθόνη όπως συνέβη μ' αυτήν την ταινία. 
Βαθμολογία: 9/10 







Οι "Ιστορίες από το Δάσος με τις Καστανιές" είναι μια πανδαισία συναισθημάτων ζεστών κι ανθρώπινων. Με μια ταπεινή διακριτικότητα περιγράφει το δράμα της προσφυγιάς με τα καραβάνια των ανθρώπων που διασχίζουν τα δάση έχοντας μια βαλίτσα στο χέρι αλλά και της μετανάστευσης τόσο με την δύσκολη επικοινωνία που έχουν οι κάτοικοι με τους ξενιτεμένους όσο και με τις βουβές φιγούρες που στέκουν στη θάλασσα και θλιμμένες αγναντεύουν τον ορίζοντα καθώς ετοιμάζονται να επιβιβαστούν. Είναι ένας φόρος τιμής για μια περίοδο που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ένας ύμνος για έναν τρόπο ζωής που χάθηκε στη λησμονιά του παρελθόντος, σβήνοντας πολλά στοιχεία ανθρωπιάς κι ευγένειας που κουβαλούσαν οι λαοί τότε. Παράλληλα είναι μια επισκόπηση της περιόδου που υψωνόταν το Σιδηρούν Παραπέτασμα, χωρίζοντας τους ανθρώπους σε δυο κόσμους, αναγκάζοντας αρκετούς να μεταναστεύσουν από τη μια μεριά στην άλλη πριν προλάβουν να εγκλωβιστούν στο μη επιθυμητό "στρατόπεδο". Είναι ένα μυσταγωγικό ποίημα για τη χαρμολύπη των αναμνήσεών μας, την αγάπη για τον τόπο μας, τη θλίψη του ξενιτεμού και για τον πόνο της απώλειας. 
Βαθμολογία: 9/10







Ανακάλυψα τον μαγικό κινηματογραφικό κόσμο του Τέρενς Μάλικ τελείως τυχαία όταν πριν δυο δεκαετίες πήγα να δω το αντιπολεμικό αριστούργημα "Λεπτή Κόκκινη Γραμμή". Έκτοτε έγινα θαυμαστής της ματιάς του, της ευαισθησίας του αλλά της λυρικής περιγραφής που πετυχαίνει να την διαιωνίζει μέσα από τη σιωπή και τα βλέμματα των πρωταγωνιστών. Γι' αυτό το λόγο δεν με πτόησαν οι μέτριες κριτικές που διάβασα σε εγχώρια κινηματογραφόφιλα site κι έτρεξα αμέσως σε μια από τις λιγοστές σκοτεινές αίθουσες που φιλοξενούν την ταινία για να την απολαύσω. Κι η αλήθεια είναι πως παρά τις τρεις ώρες προβολής, βγήκα στο δρόμο συγκλονισμένος από τα πανέμορφα πλάνα της ορεινής αυστριακής φύσης, συγκινημένος από την τραγική ιστορία των δύο προσώπων και συνταραγμένος με το φινάλε που μου επιφύλασσε η ταινία. Η νέα ταινία του Τέρενς Μάλικ είναι ένας φόρος τιμής στους άγνωστους ήρωες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Σ' αυτούς που λησμονήθηκαν αμέσως μετά το θάνατό τους αλλά ευτυχώς κάποια ντοκούμεντα κατάφεραν να τους σώσουν από την λήθη. Παράλληλα είναι ένα λυρικό αντιφασιστικό αριστούργημα. Ένα από τα σπάνιας ομορφιάς κινηματογραφικά ποιήματα που έχω απολαύσει τα τελευταία χρόνια. 
Βαθμολογία: 9/10

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

Η χρονιά της επιστροφής(;)...




Όταν έγραφα το περσινό αντίστοιχο πρωτοχρονιάτικο κείμενο, δυσκολευόμουν να διανοηθώ αυτό που θα ακολουθούσε. Παρόλο που είχαν ακουστεί οι πρώτες φήμες της έξαρσης του COVID-19, όλοι λίγο πολύ πιστεύαμε πως θα εξελισσόταν ως μια ακόμη περίπτωση του ιού SARS. 
Μάλιστα η χρονιά ξεκίνησε όμορφα, αισιόδοξα και δυναμικά. Όμορφα συναισθήματα που συναντούσα στους ανθρώπους γύρω μου, στους φίλους μου αλλά και στο στενό οικογενειακό μου κύκλο. Ίσως η είσοδος σε μια νέα δεκαετία κι η ανάγκη όλων μας για μια αλλαγή, να δημιούργησαν ένα αισιόδοξο κλίμα που δυστυχώς πατούσε σε μια λεπτή στρώση πάγου. 
Οι πρώτες ρωγμές της άστατης επιφάνειας που πατούσαμε, φάνηκαν στις αρχές του Φλεβάρη. Οι επιφυλάξεις μετατράπηκαν σε ανησυχία με τον φόβο να παραμονεύει σε κάθε ραγδαία εξέλιξη. Η πανδημία ήταν πλέον γεγονός κι όλοι περιμέναμε μουδιασμένοι την επερχόμενη καραντίνα. Ίσως γι' αυτόν τον λόγο, η άνοιξη μας φάνηκε πως ήρθε ψυχρή και μουντή. 
Ο Μάρτιος ήταν από τους πιο παγωμένους χειμώνες που έχω βιώσει. Σαν να προσπάθησε ο καιρός να συμμεριστεί τον φόβο και τις ανησυχίες μας αλλά το κυριότερο να μας κρατήσει κλεισμένους στα σπίτια. Οι πόλεις άδειασαν κι οι βόλτες στους έρημους δρόμους της πρωτεύουσας δεν ήταν τίποτα παραπάνω από εικόνες μιας δυστοπικής ταινίας. Πρόσωπα χαμένα και φοβισμένα με τις εργασιακές, οικονομικές αλλά κι ερωτικές ανασφάλειες να χτυπούν κόκκινο. Μοναδική μας συντροφιά, οι εγκλωβισμένοι γείτονες και οι φίλοι μέσα από τις οθόνες των κινητών και των υπολογιστών μας. Ακολούθησαν στιγμές αναγκαστικής μοναξιάς που μας οδήγησαν σε αναστοχασμούς και νέους προβληματισμούς. Σαν κάποιος να μας οδήγησε σε μια αναθεώρηση αξιών, προτεραιοτήτων και σχέσεων. 
Ακολούθησαν καραντινάτα γενέθλια, καραντινότατο Πάσχα αλλά κι ο καραντινάτος ερχομός του καλοκαιριού. Ξανασμίξαμε, αγκαλιαστήκαμε ξανά και ξεχυθήκαμε ευτυχισμένοι και γεμάτοι ζωντάνια στα νησιά. Ανασάναμε. Ίσως ζήσαμε το ομορφότερο καλοκαίρι της ζωής μας. 
Κι έπειτα ήρθε το φθινόπωρο όπου διαπιστώσαμε βιαίως πως το καλοκαίρι του '19 εναποθέσαμε τις ελπίδες μας στους πιο άχρηστους, ηλίθιους κι επικίνδυνους ανθρώπους που μπορούσε να μας προτείνει ο εγχώριος πολιτικός κόσμος. Αυτοί οι γνώριμοι εγκληματίες, αντί να ενισχύσουν το σύστημα υγείας, προτίμησαν να τροφοδοτήσουν με εκατομμύρια τα τηλεοπτικά κανάλια, τον στρατό και την αστυνομία. Ένα νέο αντιδημοκρατικό καθεστώς εδραιώθηκε ύπουλα και διακριτικά εν μέσω πανδημίας στη χώρα μας. 
Ο φόβος του ιού έγινε φόβος κατά της αστυνομοκρατίας και των αφεντικών. Ένας φόβος πρωτόγνωρος για τη δικιά μου γενιά αλλά και τις νεότερες καθώς πρώτη φορά βιώνουμε την κατάργηση της δημοκρατίας και τον επικίνδυνο περιορισμό της ελευθερίας. Πρώτη φορά συνειδητοποιήσαμε πως μόνο οι εκλεκτοί των κυβερνώντων μπορούν να επωφεληθούν αλλά και να επιβιώσουν. Πρώτη φορά νιώθουμε γυμνοί κι ανήμποροι απέναντι σε ένα νεοφιλελεύθερο κράτος εφιαλτικά αστυνομοκρατούμενο.  
Μέσα από το '20 αποδείχθηκε πως η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση που κάποτε μας είχε οδηγήσει στην οικονομική καταστροφή, εξακολουθεί να αδιαφορεί επικίνδυνα για μας, πως η εκκλησία έγινε περισσότερο σκοταδιστική θέτοντας σε κίνδυνο το ποίμνιό της, πως οι ιδιώτες γύρισαν την πλάτη (κυρίως οι ιδιωτικές κλινικές) στον πόλεμο που ξέσπασε και οι κεφαλαιοκράτες πλούτισαν με λεφτά του δημοσίου. Πολλαπλά εγκλήματα που δύσκολα μπορούν να κρυφτούν παρά τη φίμωση των Μ.Μ.Ε. Η χρονιά που πέρασε γέμισε το βιβλίο της σύγχρονης ιστορίας με πολλές μαύρες σελίδες κι εμείς ως λαός συνειδητοποιήσαμε πως οι περισσότεροι κληρικοί, ένστολοι και κυβερνώντες είναι οι νέοι μας ύπουλοι κι ανήθικοι εχθροί που οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε με θάρρος και πείσμα. Αν τελικά επικρατήσουν οριστικά, ο αργός θάνατος της χώρας μας θα γίνει ακαριαίος.
Γι' αυτόν το λόγο υποδέχομαι το νέο έτος με πολλές επιφυλάξεις καθώς θεωρώ πως είναι ένα έτος επιστροφής. Επιστροφή στο σκοταδισμό ή επιστροφή στην κανονικότητα; Αυτό θα φανεί στην πορεία αλλά πολύ φοβάμαι πως όλα αυτά τα χρόνια αποβλάκωσης κι ευθυνοφοβίας, θα μας οδηγήσουν άπραγους κι ανυπεράσπιστους σε εποχές επικίνδυνες και βίαιες. 
Όμως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
Και μ' αυτήν την ελπίδα πορευόμαστε σε μια χρονιά περισσότερο δύσκολη απ' αυτήν του '20. 
Καλή δύναμη λοιπόν και καλή χρονιά γεμάτη υγεία, αγάπη και δημιουργία. 
Μόνο η αλληλεγγύη κι η αγάπη μπορούν να νικήσουν το σκοτάδι που μας έχει σκεπάσει.