Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

Βαλκανευτές, όπως λέμε περιηγητές


Βαλκανευτές του Γιώργου Χατζελένη 
Εκδόσεις Ενύπνιο, 2021 

της συγγραφέως Αθηνάς Παπανικολάου

Στην εκπνοή του χρόνου, επιτρέψτε μου να παρουσιάσω ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα σιμά στο τέλος του. Στα χνάρια των παλιών ταξιδιωτών ο Γιώργος Χατζελένης μου/μας πρόσφερε ένα οδοιπορικό στα Δυτικά Βαλκάνια, με τη ματιά του ανθρώπου που σκύβει με αγάπη και ειλικρινές ενδιαφέρον στον τόπο που επισκέπτεται και στοχάζεται με αφορμή τα τοπία, τη γεωγραφία, τη φύση, τους ανθρώπους και τα δημιουργήματά τους, τα μνημεία, τους δρόμους, τα σπίτια, την ιστορία, τον καθημερινό βίο, το παρόν και το παρελθόν των γειτονικών μας χωρών. 
Το βιβλίο του δεν είναι ένας ακόμη τουριστικός οδηγός, γιατί ο συγγραφέας και η παρέα του δεν πραγματοποίησαν αυτό το ταξίδι σαν τρελαμένοι τουρίστες που τρέχουν να απαθανατίσουν την ύπαρξή τους στα προβεβλημένα τοπόσημα των ταξιδιωτικών πρακτορείων. 
Ο Γ. Χατζελένης και οι δύο φίλοι του, στους οποίους μάλιστα αφιερώνει το βιβλιο, οργάνωσαν μόνοι τους το οδοιπορικό σε έξι χώρες. Στην πορεία δεν ανακάλυψαν μόνο τις αθέατες όψεις των τόπων που επισκέφθηκαν αλλά και τις κρυμμένες πτυχές του εσωτερικού τους κόσμου. 
Το ταξίδι είχε διπλή παράλληλη πορεία. Μία προς τη θέαση του εξωτερικού κόσμου και μία προς τα μέσα, στα ενδότερα αφανή στρώματα της ψυχής τους. Έτσι η διαδρομή εμπλουτίστηκε φιλοσοφικά με τους κραδασμούς που προκαλεί η βαθύτερη ματιά στα πράγματα. Αυτή είναι η διαφορά και το χάρισμα του βιβλίου. 
Στα χνάρια ενός Βενιαμίν της Τουδέλης(12ος αιώνας) και του Κυριακού Αγκωνίτη (14ος αιώνας) ή ενός Πουκεβίλ(18ος αιώνας), για να μην αναφέρω τους δυτικούς περιηγητές του 19ου αιώνα στη Βαλκανική ενδοχώρα, ο Γιώργος Χατζελένης με πήρε στα βήματά τους και με συνεπήρε τόσο η περιγραφή του που ονειρεύομαι το επόμενο ταξίδι προς την αγαπημένη αυτή περιοχή της ευρύτερης γειτονιάς μας, μήπως και προλάβω να νιώσω το πνεύμα της προτού προλάβει να το αλλοιώσει εντελώς η περίφημη τουριστική ανάπτυξη. Κι αν δεν καταφέρω να πάω, θα έχω κερδίσει αυτήν την "άλλη ματιά" και στα κοντινά μου τοπία. 
Εχω ταξιδέψει στη Σερβία, τη Βοσνία, τη Βουλγαρία και τη Β. Μακεδονία αλλά όχι στην Αλβανία, στο Μοντενέγκρο την Κροατία και την Σλοβενία. Θα είναι η επόμενη έξοδος. 
Το οδοιπορικό, που εξελίσσεται σε 529 σελίδες και με ασπρόμαυρες φωτογραφίες (εξαιρετική επιλογή, σαν γκραβούρες, θύμισαν τα παλιά βιβλία ) άνοιξε τον ορίζοντά μου πλουτίζοντάς τον με εικόνες, μελωδίες, γεύσεις, κουβέντες με τους ντόπιους, στοχασμού κοινωνικούς και πολιτικούς για παλιά και πρόσφατα γεγονότα της ιστορίας των πολύπαθων Βαλκανίων. Ανέτρεψε στερεότυπα, διηγώντας τα όλα με έξοχη λογοτεχνική γλώσσα, με αναφορές σε ταινίες, μουσικές και διαβάσματα που πολύ αγάπησα. 
Το αιτούμενο είναι να μην είμαστε τουρίστες ούτε στη ζωή ούτε στα ταξίδια. Η προοπτική του αληθινού περιηγητή απαιτεί υπομονή, χρόνο και ενατένιση, όχι την ταχύτητα και τη φευγαλέα ματιά της ρηχής καθημερινότητάς μας ούτε βέβαια πεντάστερα ξενοδοχεία, SPA, αγορές και λουξ παροχές. 
Την κατάδυση στην απλότητα της ομορφιάς απόλαυσα στην ξενάγηση του Χατζελένη, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, εργάζεται ως συντηρητής αρχαιοτήτων στο Μουσείο της Ακρόπολης. 
Δυσκολεύτηκα να διαλέξω ένα απόσπασμα γιατί θα αδικούσα το σύνολο. Κάποια βιβλία δε μας ταξιδεύουν απλώς, μας κάνουν καλύτερους με τον ανθρωπισμό που εκλύει σαν άρωμα κάθε γραμμή τους. Οι Βαλκανευτές ανήκουν σ' αυτά.

Πηγή: parallaximag

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Μια γνώμη για τους “Βαλκανευτές” του Γιώργου Χατζελένη

 


της Εύας Αραμπατζή 

Το βιβλίο του Γιώργου Χατζελένη “Βαλκανευτές” περιγράφει το ταξίδι με αυτοκίνητο τριών φίλων στα δυτικά Βαλκάνια. Πρόκειται για ένα σύγχρονο road trip στην καρδιά των Βαλκανίων. Το αυτοκίνητο ξεκινάει το ταξίδι του από την Αθήνα, διασχίζει την Ελλάδα φτάνει στα σύνορα με την Αλβανία και στη συνέχεια “χάνεται” σε τόπους ξένους. Βουτάει στην ιστορία των λαών που συναντάει και αναδύεται στο παρόν και στο σήμερα για να πιάσει τον παλμό της καθημερινής ζωής και των ανθρώπων. 
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι θεματολογικά το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Στην περιγραφή του ταξιδιού, στις εκτενείς κι εμπεριστατωμένες ιστορικές αναφορές και στην εσωτερική ενδοσκόπηση του συγγραφέα. Ίσως να μπορούσαμε να αναφερθούμε και σε μία τέταρτη κατηγορία, τον σχολιασμό της ελληνικής πραγματικότητας. 
Σε ότι αφορά στο ταξίδι, η παρέα των νέων ανδρών ακολουθεί τον χάρτη, επισκέπτεται τα μνημεία της κάθε πόλης, τα καφέ, τις μπιραρίες, τα εστιατόρια. Φλερτάρει, ανακατεύεται στις αγορές με τους ντόπιους και γενικά κάνει ό,τι θα έκανε και ο κάθε ξένος επισκέπτης. Μόνο που η δική τους επίσκεψη έχει έναν προσκυνηματικό χαρακτήρα. Ο συγγραφέας δεν βλέπει απλώς τους ανθρώπους, του κάθε τόπου. Δεν τους προσπερνάει. Τους παρατηρεί. Το βλέμμα του τους σκανάρει, σχεδόν ηδονοβλεπτικά. Προσπαθεί να μαντέψει και άλλοτε είναι σίγουρος για τα κίνητρα των πράξεων τους, για τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους. 

Διαβάζουμε: 
“Σε ένα από αυτά τα φαρδιά σκαλοπάτια κάθονταν δύο κοπέλες κι απολάμβαναν τον τον απογευματινό τους καφέ, ενώ διπλά τους ένας κύριος διάβαζε προσηλωμένος την εφημερίδα του. Η όψη του μου κέντρισε την προσοχή καθώς κουβαλούσε την αύρα ενός αυτοεξόριστου συγγραφέα που επιθυμούσε να κρυφτεί από κάποιο παρελθόν, έχοντας συντροφιά ένα πανέμορφο σκυλί.” 

Οι τρεις φίλοι στέκονται με θαυμασμό απέναντι στα δημιουργήματα των ανθρώπων και απολαμβάνουν στο έπακρο τα μνημεία της φύσης. Τα νιώθουν με όλες τις αισθήσεις τους. Ένα παράλληλο ταξίδι των αισθήσεων που ξεκινάει με το βλέμμα στο καινούργιο, με τους ήχους των δρόμων, τις μυρωδιές από τα πλακόστρωτα στενά των ιστορικών κέντρων των πόλεων, τις ιδιαίτερες γεύσεις και τη βροχή που πέφτει πάνω τους. Γιατί αυτή η βροχή είναι σαν να ποτίζει για πάντα τις ψυχές τους με τα τοπία. 

Διαβάζουμε: 
“Μέσα σ΄ αυτό το βροχερό σύθαμπο, ήχοι και μυρωδιές ξύπνησαν τη ναρκωμένη μου παιδικότητα. Κοιτούσα τις λακκούβες που είχαν γεμίσει νερό και γλιστρούσα πάνω στη ρευστή τους επιφάνεια που χοροπηδούσε ασταμάτητα από τις σταγόνες της βροχής.” 

Παράλληλα με την περιγραφή του ταξιδιού, εκτενείς είναι και οι ιστορικές αναφορές. Ο συγγραφέας δεν μας παρασύρει μόνο στον τόπο αλλά μας καθοδηγεί και στον χρόνο μέσα από τα ιστορικά γεγονότα τόσο της μακρινής όσο και της πρόσφατης ιστορίας των λαών που άλλαξε τον γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής των Βαλκανίων. Ο αναγνώστης αποκομίζει από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου, την εντύπωση ότι οι Βαλκανευτές - οι ταξιδευτές των Βαλκανίων – στέκονται με σεβασμό απέναντι στους ανθρώπους, στους τόπους και στην ιστορία. Και αυτό είναι ένα από τα επιτεύγματα του συγγραφέα, ο οποίος δεν περιγράφει απλά, αλλά εξιστορεί τα γεγονότα με τρόπο που φανερώνει φροντίδα και επιμέλεια χωρίς να φοβηθεί να πάρει θέση απέναντι στην ιστορία. 

Διαβάζουμε: 
“Για μια ακόμα φορά ξεπήδησαν από μέσα μου πολλά ερωτήματα προσπαθώντας να κάνω εικόνα το Σπλιτ να βομβαρδίζεται από το Σπλιτ. Τι είναι τελικά το έθνος; Είναι πράγματι μια αιώνια πραγματικότητα ή μια αρχέγονη κι ανεξάλειπτη οντότητα που στηρίζεται στην ανθρώπινη ύπαρξη κι επομένως επηρεάζει διαρκώς το ανθρώπινο γίγνεσθαι; Ή πρόκειται για μια προσωρινή πραγματικότητα;” 

Αυτό όμως που πραγματικά κάνει απολαυστική την ανάγνωση του βιβλίου είναι το εσωτερικό ταξίδι του αφηγητή στον κόσμο των προσωπικών του αναζητήσεων. Άλλοτε με αφορμή την εικόνα και άλλοτε αναίτια και εντελώς συνειρμικά, ο αφηγητής βρίσκει ευκαιρία και καταβυθίζεται στις προσωπικές του σκέψεις. Και είναι τόσο πραγματική και οικεία αυτή η εικόνα του ταξιδιώτη – στοχαστή. Γιατί με τα ταξίδια μπορεί να καταφέρνουμε να δραπετεύουμε από την καθημερινότητα, όμως ποτέ δεν θα ξεφύγουμε από τον εαυτό μας τον ίδιο όσο μακριά και αν πάμε. Και όσο ευγενικός – γιατί πράγματι, και ας μου επιτραπεί να πω, ότι ένα από τα κύρια γνωρίσματα του Χατζελένη θα πρέπει να είναι η ευγένεια – όσο ευγενικός λοιπόν είναι ο συγγραφέας με τη στάση του απέναντι στους ανθρώπους, φίλους και ξένους, τόσο αυστηρός και σκληρός στέκεται απέναντι στον εαυτό του. Έτσι ανελέητα και μια σχεδόν ηδονική εμμονή πηγαίνει όλο και πιο βαθιά στον ψυχισμό του. 

“Ήρθαν πάλι να με ταράξουν διάφορες σκέψεις που σχετίζονταν με το πέρασμα του χρόνου. Σκέψεις που με αγχώνουν όταν συνειδητοποιώ πως κάθε λεπτό που περνάει φθείρει όχι μονάχα το σώμα μου αλλά και την ψυχή μου. Πίεσα το μυαλό μου και αναζήτησα μια φυγή, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διώξω τον πανικό. Τελικά το μόνο που κατάφερα ήταν να βυθιστώ απεγνωσμένος σε ανήσυχα όνειρα που με ξυπνούσαν συνεχώς. Όμως ακόμα και σε αυτήν τη δυσάρεστη κατάσταση, παρηγοριόμουν στη σκέψη πως είναι προτιμότερη από μια νύχτα δίχως όνειρα, διότι περισσότερο από το πέρασμα του χρόνου, με τρόμαζε ο μαύρος ύπνος που μοιάζει αρκετά με πρόβα θανάτου.” 

Ενώ σε άλλο σημείο αναφέρει: 

“Νομίζω πως η σημερινή μέρα είναι ιδανική για μια ακόμη ενδοσκόπηση. Αυτός ο ψυχρός ήλιος, που κρύβεται πίσω από τα σύννεφα του ουρανού δίχως ορίζοντα διεισδύει ευλαβικά και ανεμπόδιστα εντός μου μέσα από τις μικρές οπές των δύο υπνωτισμένων μου ματιών. Αυτό το απαλό φως αρκελι για να μπορέσω να ατενίσω τον ίδιο μου τον εαυτό. Όμως είναι στιγμές που φοβάμαι να εισχωρήσω πιο βαθιά μήπως και δεν βρω κάποιο νόημα” 

Όπως προανέφερα, χαρακτηριστικά είναι τα σχόλια του συγγραφέα για την ελληνική πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Σκέψεις που μας μεταφέρουν από το άγνωστο στο οικείο και που προσωρινά διακόπτουν τη γραμμική αφήγηση. 

“Όμως, αν το καλοσκεφτώ νομίζω πως οι περισσότεροι κάτοικοι της Αθήνας αποφεύγουν να δεθούν μαζί της. Μια σπάνια μη λειτουργική σχέση μεταξύ κατοίκων και πόλης, που ξεκίνησε όταν άρχισε να συγκεντρώνεται η μισή Ελλάδα στο λεκανοπέδιο της Αττικής.” 

και πιο κάτω ο συγγραφέας μας λέει: 

“Εκείνη την Παρασκευή που γέμισε η πλατεία Συντάγματος από χιλιάδες νέους που τάσσονταν υπέρ του “όχι”, εγώ βρισκόμουν στο πλοίο και ταξίδευα για Χίο. Οι τηλεοράσεις που ήταν διασκορπισμένες στα σαλόνια του καραβιού εξακολουθούσαν να τρομοκρατούν τους πολίτες με κάθε τρόπο.”

Τελειώνοντας αυτή τη σύντομη τοποθέτηση για τους Βαλκανευτές, θα ήθελα να επισημάνω τον πλούσιο λόγο του Γιώργου Χατζελένη. Η γραφή του είναι γενναιόδωρη, χωρίς να λυπάται να ξοδευτεί στις ενδελεχείς περιγραφές. 

Διαβάζουμε: 

“Σε μια από τις γέφυρες του ποταμού που διασχίσαμε, συναντήσαμε δυο δράκους που έστεκαν φρουροί του περάσματος. Με το στητό τους σώμα και τους σφιγμένους τους μυς μαρτυρούσαν την επιφυλακτική τους στάση καθώς επιτηρούσαν όσους περνούσαν από εκεί για να ανηφορήσουν προς το φρούριο. Τα γαμψά τους νύχια μπήγονταν στις τσιμεντένιες βάσεις και το στόμα τους ανοιχτό με α κοφτερά δόντια έχασκε απειλητικά πάνω από τα κεφάλια μας, προσπαθώντας να επιβληθούν με την επιθετική τους όψη. Όμως πίσω από το τρομακτικό τους παρουσιαστικό κρυβόταν επιδέξια ένα βλέμμα τρομαγμένο.” 

Μέσα από το ταξίδι των Βαλκανευτών, πέρα από του τόπους, τους λαούς και την ιστορία τους, ο αναγνώστης θα κάνει ένα παράλληλο ταξίδι στον ψυχισμό του συγγραφέα και θα ταξιδέψει μαζί του στις απορίες που γεννούν στο νου οι παναθρώπινες αξίες. Θα έρθει αντιμέτωπος με ανομολόγητες φοβίες και αδιέξοδα κοινά και για τον ίδιο. Θα βρεθεί όμως μπροστά και σε μια αξία δυνατή χαλκευμένη από την κοινή πορεία στον χρόνο και από την ανιδιοτέλεια. Θα γνωρίσει την αληθινή φιλία. Γιατί εκτός από όλα όσα ανέφερα παραπάνω, το βιβλίο του Γιώργου Χατζελένη είναι ένας ύμνος στη φιλία, στην αποδοχή και στον σεβασμό του πλουραλισμού της γνώμης και των απόψεων. Και προχωρώντας ακόμα περισσότερο τη σκέψη μου, το βιβλίο είναι μια δυνατή φωνή απέναντι στον ρατσισμό κάθε είδους.

Πηγή: culturebook.gr

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Η παρουσίαση του βιβλίου “Βαλκανευτές” του Γιώργου Χατζελένη στην Κοζάνη

 

Στιγμιότυπα από την παρουσίαση του βιβλίου "Βαλκανευτές" που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου στο cafe-bar το "Μπλέ Ελάφι" (Παύλου Μελά 42). Διοργανωτής της παρουσίασης ήταν το βιβλιοπωλείο η "Στοά του βιβλίου" του Δημήτρη Μόσχου κι οι εκδόσεις Ενύπνιο. Την παρουσίαση υποστήριξαν η τοπική εφημερίδα "Χρόνος" και το τοπικό κανάλι "Top Channel".
Για το βιβλίο μίλησαν οι: 
Ελένη Γκόρα, Δρ. Δημιουργικής Γραφής 
Εύα Αραμπατζή, συγγραφέας 
Σταύρος Γαβριηλίδης, ιστορικός 
Την παρουσίαση συντόνισε ο δημοσιογράφος κι εκδότης Ιωάννης Κωσταρέλλας.

Τους ευχαριστώ όλους θερμά!

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022

Σόφια, η πρωτεύουσα των καταπράσινων πάρκων & της διακριτικής κομψότητας



Πριν επτά χρόνια υπήρξα περαστικός στη Σόφια. Η μονοήμερη διαμονή μου στην πρωτεύουσα της Βουλγαρίας αρκούσε για να συνειδητοποιήσω πως είναι μια παρεξηγημένη και αδίκως υποτιμημένη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Επιστρέφοντας από εκείνο το ταξίδι, έβαλα σκοπό να επισκεφθώ ξανά τη Βουλγαρία για να μπορέσω να δω με άλλο μάτι τις καλά κρυμμένες ομορφιές της και για να αφιερώσω περισσότερο χρόνο τόσο στη Σόφια όσο και σε κάποιες άλλες πόλεις της. Πραγματοποίησα την υπόσχεσή μου το φετινό φθινόπωρο, όπου μέσα από μια εβδομαδιαία οδοιπορική περιπλάνηση στην καταπράσινη βαλκανική χώρα, συμπέρανα πως οι βουλγαρικές πόλεις είναι πανέμορφες, ατμοσφαιρικές, ανθρώπινες, ήρεμες και πλούσιες σε ιστορία και μνημεία. 
Η Σόφια είναι η 14η μεγαλύτερη πόλη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με πληθυσμό πάνω από 1,3 εκατομμύρια κατοίκους. Η γεωγραφική της θέση είναι μοναδική καθώς βρίσκεται στο κέντρο της βαλκανικής χερσονήσου μεταξύ Μαύρης Θάλασσας κι Αδριατικής, αλλά η πιο κοντινή της θάλασσα είναι το Αιγαίο. Η Σόφια θεωρείται πως είναι η δεύτερη αρχαιότερη πόλη στην Ευρώπη καθώς έχει ίχνη κατοίκισης από το 7000 π.Χ., με αρχαιότερη επίσημη αναφορά της πόλης τον 7ο αιώνα π.Χ. Γι' αυτό το λόγο έχει το "μότο" πως είναι μια πόλη που "μεγαλώνει αλλά δεν γερνά". Η Σόφια είναι χτισμένη σε υψίπεδο 545 μέτρων, στους πρόποδες του όρους Βίτοσα, κατατάσσοντάς της στην πρώτη υψομετρική θέση των ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης, αποτελούσε πάντοτε σημαντικό σταυροδρόμι πολλών αυτοκρατοριών, κάτι το οποίο μαρτυρείται με τα πολλά ρωμαϊκά, βυζαντινά και οθωμανικά της μνημεία. 
Σε αντίθεση με την κρατούσα σλαβική ετυμολογία των υπολοίπων βουλγαρικών πόλεων, το όνομα Σόφια προέρχεται από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Τα αρχαιότερα έργα, στα οποία έχει καταγραφεί το όνομα αυτό, είναι ένα αντίγραφο του Ευαγγελίου της Σαρδικής, ένας διάλογος μεταξύ δύο εμπόρων από το Ντουμπρόβνικ γύρω στα 1359, ο Καταστατικός Χάρτης της Βίτοσα του Βούλγαρου τσάρου Ιβάν Σισμάν του 14ου αιώνα και οι σημειώσεις ενός εμπόρου, επίσης από το Ντουμπρόβνικ, του 1376. Στα έγγραφα αυτά η πόλη αναφέρεται Σόφια, αλλά συγχρόνως η περιοχή και οι κάτοικοί της ονομάζονται ακόμη με την παλαιότερη ονομασία Σρεντέτσεσκι. Η συγκεκριμένη ονομασία προέρχεται από το σλαβικό όνομα Σρέντετς, που πρωτοεμφανίσθηκε σε γραπτά κείμενα του 11ου αιώνα και παρέμεινε σε χρήση μεταξύ των ντόπιων Βουλγάρων μέχρι και τον 20ό αιώνα. Το 1879, η Σόφια έγινε πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου της Βουλγαρίας, ενώ το 1944, μετά την είσοδο του ρωσικού στρατού στη χώρα, ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα της Κομμουνιστικής Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας. 
Αναχωρήσαμε πρωί από τα ΚΤΕΛ της Θεσσαλονίκης, για να φτάσουμε μεσημέρι στη Σόφια, έχοντας κάνει στο ενδιάμεσο μια σύντομη στάση στον συνοριακό έλεγχο και στη φοιτητούπολη Μπλαγκόεβγκραντ, ενώ κατά τη διάρκεια της διαδρομής προσπεράσαμε διάφορα άγνωστα γραφικά χωριά της βουλγαρικής υπαίθρου. Η ηλιόλουστη Σόφια μας υποδέχτηκε με ένα ψηλό γκρίζο τείχος σοσιαλιστικών μπλοκ που έστεκαν σαν παρελθοντικοί φρουροί στα προάστειά της. Η μονοτονία αυτών των τσιμεντένιων γιγάντων έσπαγε με τις διακριτές πολύχρωμες πινελιές των μικρών μπαλκόνια τους. Όμως, θεωρώ πως οι τσιμεντένιοι όγκοι λειτουργούσαν κι ως προστάτες της άγνωστης ομορφιάς που κρύβει η συγκεκριμένη πόλη. 
Φεύγοντας από τον σταθμό των λεωφορείων κι εισχωρώντας στο κέντρο της Σόφιας, παρατήρησα πως υπάρχουν πάρα πολλές εκτεταμένες πράσινες ζώνες και τεράστια πάρκα. Περισσότερο συναντούσες διάσπαρτες πολυκατοικίες μέσα σε πράσινες εκτάσεις παρά μικρές οάσεις πρασίνου εγκλωβισμένες ανάμεσα σε κτίρια. Από τα μεγάλα πάρκα της πόλης ξεχωρίζουν ο Κήπος Μπορίσοβα και τα πάρκα Νότιο, Δυτικό και Βόρειο. Υπάρχουν όμως κι αρκετά άλλα μικρότερα όπως ο Δημοτικός Κήπος και ο Κήπος των Γιατρών, τα οποία βρίσκονται στην καρδιά του ιστορικού κέντρου. Επίσης υπάρχει και το Φυσικό Πάρκο Βίτοσα, το οποίο είναι κι ο παλαιότερος εθνικός δρυμός των Βαλκανίων και περιλαμβάνει μεγάλο τμήμα του ομώνυμου όρους, καταλαμβάνοντας μια έκταση 270 τ.χλμ. Το εντυπωσιακό είναι πως το συγκεκριμένο πάρκο-δρυμός βρίσκεται εντός των όριων της πόλης. Κατά τη γνώμη μου, η Σόφια είναι ένα πελώριο πάρκο.
Μπαίνοντας στο ιστορικό κέντρο, μας καλωσόρισε ο επιβλητικός καθεδρικός ναός του Αλέξανδρου Νιέφσκι κι η κομψή ρωσική εκκλησία με τους χρυσούς της τρούλους και τη φουντωτή ιτιά στον προαύλιο χώρο της. Η όψη της πόλης άλλαξε απότομα καθώς τα σοσιαλιστικού ύφους κτίρια αντικαταστάθηκαν με αναγεννησιακά και μπαρόκ μέγαρα, τα οποία ανταγωνίζονταν με τον πλούσιο γλυπτό διάκοσμο των προσόψεών τους. Επίσης, μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση τα παλιά ειδικά φυλάκια που χρησιμοποιούσαν οι τροχονόμοι για να ελέγχουν την κυκλοφορία, που λόγω του χαρακτηριστικού τους σχήματος, οι κάτοικοι τα ονομάζουν «χωνάκια παγωτού». Και φυσικά, τα πάρκα που εξακολουθούσαν να κυριαρχούν, προσφέροντας μια διάθεση ανεμελιάς και ξεγνοιασιάς τόσο στους κατοίκους όσο και στους επισκέπτες της πόλης.  
Η Σόφια είναι μια πόλη απλωμένη κι αραιοκατοικημένη. Παρόλο που έχει 1,5 εκατομμύριο κατοίκους, η έκτασή της φτάνει στο μέγεθος της Αθήνας. Μπορεί οι αποστάσεις να είναι μεγάλες όμως υπάρχει εξαιρετική συγκοινωνία κι οι συνοικίες της έχουν ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης. Επίσης, η πόλη έχει μια ποικιλία καλοδιατηρημένων μνημείων, τα οποία αναδεικνύονται με σεβασμό, όπως οι αρχαιότητες που αναδύθηκαν κατά τη διάρκεια των έργων κατασκευής του σταθμού μετρό στην πλατεία Λάργκο και διατηρηθήκανε στη θέση τους, σε αντίθεση με το έγκλημα που σημειώθηκε στο σταθμό Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη. Με τις εικόνες που αντίκρισα μέσα από τις πρώτες μου περιπλανήσεις στη Σόφια, θεωρώ πως οι κάτοικοι της μπορούν να περηφανεύονται για μια καταπληκτική ποιότητα ζωής σε αντίθεση με τον πρωθυπουργό της χώρας μας, ο οποίος ζει στο δικό του τόπο και χρόνο.   
Οι περιπλανήσεις μου στις όμορφες γωνιές της Σόφια που ακολούθησαν τις επόμενες μέρες, ξεκινούσαν από τον πεζόδρομο Βίτοσα, ο οποίος έχει πάρει το όνομά του από το τεράστιο βουνό που δεσπόζει πάνω από την πόλη. Στον συγκεκριμένο πεζόδρομο χτυπάει ο παλμός της Σόφιας, καθώς οι κάτοικοι της τον επιλέγουν για τις αγορές τους αλλά και για τον καφέ τους. 
Η μια άκρη του πεζόδρομου καταλήγει στην τεράστια πλατεία της Βουλγαρίας. Η συγκεκριμένη πλατεία συνδέεται με το πάρκο Yuzhen μέσω μιας εναέριας πεζογέφυρας, η οποία παρόλο που δεν έχει επίσημο όνομα, είναι δημοφιλής στους ντόπιους ως η "Γέφυρα των Ερωτευμένων", διότι πολλά ερωτευμένα ζευγάρια κάθονται εκεί τα καλοκαιρινά βράδια, χαζεύοντας τα οχήματα που περνούν από κάτω τους. Επίσης, στη πλατεία της Βουλγαρίας βρίσκεται το NDK, ή αλλιώς «Εθνικό Παλάτι Πολιτισμού», το οποίο είναι ένα από τα πιο γνωστά αξιοθέατα της πόλης. Πρόκειται για το μεγαλύτερο, πολυλειτουργικό Συνεδριακό και Εκθεσιακό Κέντρο στη νοτιοανατολική Ευρώπη, το οποίο άνοιξε τις πύλες του το 1981 για τον εορτασμό της 1300ης επετείου της Βουλγαρίας. Στα εγκαίνιά του είχε τραγουδήσει ο Μίκης Θεοδωράκης. Με έκταση 123.000 τετραγωνικών μέτρων σε οκτώ ορόφους και τρία υπόγεια επίπεδα, το Εθνικό Παλάτι Πολιτισμού διαθέτει 13 αίθουσες και 15.000 τετραγωνικά μέτρα εκθεσιακού χώρου, ενώ παράλληλα διαθέτει εμπορικό κέντρο και χώρο στάθμευσης. Στην κύρια αίθουσά του μπορεί να φιλοξενήσει πάνω από 3.000 άτομα. Τον Ιούλιο του 2005 ανακηρύχθηκε ως το καλύτερο Συνεδριακό Κέντρο στον κόσμο, από τον Διεθνή Οργανισμό Συνεδριακών Κέντρων.  
Η άλλη άκρη του πεζόδρομου Βίτοσα φτάνει στον πολυσύχναστο κόμβο Σερντίκα (Sedika) ο οποίος έχει πάρει το όνομά του από το ρωμαϊκό όνομα της πόλης Ουλπία Σερδίκη (Ulpia Serdika). Εκεί βρίσκεται το στιβαρό Μέγαρο της Δικαιοσύνης (Sadebna Palata), από το οποίο ξεχωρίζουν οι δυο λέοντες που στέκουν άγρυπνοι φρουροί στην είσοδό του και το πολυτελέστατο ξενοδοχείο "Sofia Hotel Balkan". Επίσης, πάνω στην πλατεία του κόμβου, στέκει ο καθεδρικός ναός της Αγίας Κυριακής (Sveta Nedelya), ο οποίος χτίστηκε μεταξύ 1856-1863 κι ανακατασκευάστηκε το 1925 μετά από μια βομβιστική επίθεση που υπέστη. Η ιστορία της εκκλησίας πηγαίνει πάρα πολύ πίσω στον χρόνο και δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή, καθώς έχει καταστραφεί και έχει ξαναχτιστεί πολλές φορές. Πιθανότατα, η πρώτη εκκλησία που χτίστηκε στο σημείο αυτό να ήταν τον 10ο αιώνα και ήταν ξύλινη με πέτρινα θεμέλια. Ωστόσο η πρώτη αναφορά, γι' αυτήν γίνεται από έναν Γερμανό περιηγητή το 1578. Στα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ου ονομαζόταν "ο Άγιος Βασιλέας" (Свети Крал), επειδή στην εκκλησία αυτή είχαν τοποθετηθεί τα οστά του Σέρβου βασιλέα  Στέφανο Ούρο Β' Μιλουτίν (Стефан Урош II Милутин 1253-1321). Όμως στις 25 Απριλίου του 1856, άρχισε να χτίζεται στη θέση της ένας νέος εντυπωσιακός καθεδρικός ναός, ο οποίος άνοιξε επίσημα στις 11 Μαΐου του 1867, ενώ το 1898 προστέθηκαν νέοι τρούλοι στην οροφή του. Η καθυστέρηση αυτή οφείλεται στον σεισμό του 1858 που προκάλεσε αρκετές ζημιές στη μέχρι τότε κατασκευή του. Στις 16 Απριλίου του 1925, κατά την διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας για τον Στρατηγό Κονσταντίν Γεοργκίεβ (Константин Георгиев), ο οποίος είχε σκοτωθεί από επίθεση κομμουνιστών στις 14 του ίδιου μήνα, η στέγη του ναού κατέρρευσε μετά από έκρηξη βόμβας. Η ενέργεια έγινε από μέλη του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος κι είχε ως στόχο τον Τσάρο Μπόρις Γ'. Εκείνος κατάφερε να γλιτώσει από την απόπειρα δολοφονίας του, και σαν αντίποινα οδήγησε στον θάνατο πάνω από 150 άτομα, από τα οποία τα περισσότερα ανήκαν στην στρατιωτική, πολιτική και οικονομική ελίτ της χώρας. Η εκκλησία πήρε την σημερινή της μορφή μετά τις ανακαινίσεις που σημειώθηκαν στο διάστημα από το καλοκαίρι του 1927 έως την 7η Απριλίου του 1933. Το εικονοστάσι της, το οποίο είχε γλιτώσει από την έκρηξη του 1925, έχει φιλοτεχνηθεί πιθανότατα γύρω στο 1856, ενώ οι υπόλοιπες τοιχογραφίες του ναού φιλοτεχνήθηκαν την περίοδο 1971-1973. Ωστόσο μου δημιουργήθηκε μεγάλη απορία για την αγιογράφηση του ναού κατά την διάρκεια της σοβιετικής περιόδου.
Κάτω από την εκκλησία της Αγίας Κυριακής απλώνεται το διασημότερο κομμάτι της πόλης, το οποίο είναι το αρχιτεκτονικό σοσιαλιστικό σύμπλεγμα της πλατείας του Λάργκο. Το συγκεκριμένο κτιριακό συγκρότημα χτίστηκε το 1950 και θεωρείται χαρακτηριστικό παράδειγμα «σταλινικής αρχιτεκτονικής», η οποία μετέβαλε αισθητά την αρχιτεκτονική γραμμή του ιστορικού κέντρου, που μέχρι τότε αποτελούσε έναν συνδυασμό Νεομπαρόκ, Νεοροκοκό, Νεοαναγέννησης και Νεοκλασσικισμού. Το κεντρικό κτήριο υπήρξε η έδρα της Κομμουνιστικής Κυβέρνησης, που εγκαθιδρύθηκε στη Βουλγαρία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1944. 
Στην πλατεία του Λάργκο υπάρχουν πολλά μνημεία κι αξιοθέατα που μπορεί να θαυμάσει κανείς. Αρχικά, το βλέμμα πέφτει σε μια στήλη 15 μέτρων, όπου στέκει το χάλκινο άγαλμα της Αγίας Σοφίας. Το μνημειακό γλυπτό ανεγέρθηκε το 2000 και το συνολικό του ύψος είναι 24 μέτρα, παίρνοντας τη θέση που κατείχε παλαιότερα ένα άγαλμα του Λένιν. Ακριβώς κάτω από το χάλκινο άγαλμα της Αγίας Σοφίας, βρίσκεται το εκκλησάκι της Αγίας Πέτκας των Σελοποιών, το οποίο είναι εν μέρει σκαμμένο στο έδαφος και χρονολογείται από τον 16ο αιώνα. Το εκκλησάκι αυτό είναι κτισμένο στη θέση ενός παλαιότερου ρωμαϊκού θρησκευτικού κτηρίου και είναι γνωστό για τις τοιχογραφίες του από τον 14ο, 15ο, 17ο και 19ο αιώνα, όπου απεικονίζονται βιβλικές σκηνές. Στην ίδια περιοχή στέκουν υπογείως τα αρχαία απομεινάρια της ρωμαϊκής πόλης, τα οποία δεν αποσπάστηκαν για τις εργασίες κατασκευής του σταθμού μετρό, το τζαμί Banya Bashi, το εντυπωσιακό Μουσείο Ιστορίας, η επιβλητική συναγωγή και το κτήριο της κλειστής αγοράς Χαλίτη ή Χάλι. Μέσα σε μια μικρή έκταση είναι αρμονικά συγκεντρωμένα πολλά και διαφορετικά εθνολογικά και θρησκευτικά στοιχεία, δημιουργώντας ένα υπέροχο και πολύχρωμο πολιτισμικό μωσαϊκό
To εντυπωσιακό τζαμί Banya Bashi της Σόφιας αποτελεί ένα από τα λίγα εναπομείναντα αρχιτεκτονικά μνημεία της μακραίωνης οθωμανικής κυριαρχίας στην βουλγαρική πρωτεύουσα. Ακριβώς δίπλα του στέκεται το Ιστορικό Μουσείο, το οποίο λειτουργούσε στο παρελθόν ως κτίριο ορυκτών λουτρών λόγω των ιαματικών πηγών που υπάρχουν εκεί. Το Ιστορικό Μουσείο εντυπωσιάζει με την πλούσια διακοσμημένη πρόσοψή του, χάρη στον νεοβυζαντινό του ρυθμό, τις σύνθετες αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες της στέγης του και τον παρακείμενο κήπο του που είναι πάντα γεμάτος με ντόπιους. Το Μουσείο παρουσιάζει την ιστορία της πόλης από το 6000 π.Χ. έως το 1940, φιλοξενώντας συνολικά πάνω από 1.000 εκθέματα, μεταξύ των οποίων και ένα χρυσό άρμα από το παλάτι των Βερσαλλιών. Όσον αφορά τις ιαματικές πηγές και το μεταλλικό νερό, η Σόφια θα έπρεπε να είναι παγκοσμίως γνωστή γι' αυτό. Η πόλη είναι γεμάτη ιαματικές πηγές, με μια απ' αυτές (κι η πιο γνωστή) να βρίσκεται στην πλατεία Banski, δίπλα ακριβώς από το Ιστορικό Μουσείο. 
Κοντά στην πλατεία Λάργκο βρίσκεται το Προεδρικό Μέγαρο με τις φημισμένες αλλαγές της προεδρικής φρουράς. Το συγκεκριμένο κτιριακό συγκρότημα σχηματίζει μια εσωτερική αυλή, θέλοντας μ' αυτόν τον τρόπο να προστατεύσει τη Ροτόντα του Αγίου Γεωργίου, η οποία είναι το παλαιότερο σωζόμενο κτίριο της πόλης, κτισμένο με κόκκινα τούβλα και διακοσμημένο εσωτερικά με σημαντικές τοιχογραφίες, οι οποίες χρονολογούνται από τον 10ο αιώνα. Απ' αυτές, ξεχωρίζουν οι τοιχογραφίες 22 προφητών στον θόλο της εκκλησίας.
Φεύγοντας από την πλατεία Λάργκο συναντάμε το πρώην Βασιλικό Ανάκτορο, στο οποίο σήμερα συστεγάζονται η Εθνική Πινακοθήκη και το Εθνογραφικό Μουσείο. Το παλάτι άρχισε να κτίζεται το 1880 στην θέση του παλιού τούρκικου κονακίου (Διοικητηρίου) κι εγκαινιάστηκε στις 26 Δεκεμβρίου του 1882. Ο σχεδιασμός έγινε από τον Αυστριακό Friedrich Grünanger, ο οποίος ήταν ο αρχιτέκτονας της βουλγαρικής βασιλικής αυλής και από το 1879 έως και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σχεδίασε έναν μεγάλο αριθμό δημοσίων κτιρίων στη Βουλγαρία. Στη συλλογή των μουσείων υπάρχουν τουλάχιστον 50.000 εξαιρετικά δείγματα κλασικής τέχνης της χώρας, αλλά και πολλά εκθέματα από τη μεσαιωνική περίοδο. Επίσης υπάρχουν έργα μοντέρνα τέχνης από τους σημαντικότερους εκπροσώπους των σύγχρονων εικαστικών τεχνών της Βουλγαρίας. 
Πάνω στη λεωφόρο Tsar Osvobotitel που βρίσκονται η Εθνική Πινακοθήκη και το Εθνογραφικό Μουσείο, υπάρχουν κι άλλα σημαντικά κι όμορφα κτίρια κι αξιοθέατα, όπως το κτήριο της Εθνοσυνέλευσης της Βουλγαρίας και το άγαλμα του Τσάρου Osvobotitel (Τσάρος Απελευθερωτής), ο οποίος ατενίζει προς τη βουλγαρική εθνοσυνέλευση καθήμενος πάνω στο άλογό του. Το άγαλμα αυτό είναι προς τιμήν του Ρώσου ηγεμόνα Αλέξανδρου Β', από τον οποίο πήρε το όνομά της η συγκεκριμένη κεντρική λεωφόρος. Επίσης στην ίδια λεωφόρο βρίσκεται η πανέμορφη ρωσική εκκλησία του Αγίου Νικολάου, η οποία είναι χτισμένη με το διάσημο μοσχοβίτκο ύφος κι η επιβλητική Λέσχη των Αξιωματικών, η οποία είναι περιτριγυρισμένη από πανέμορφα κτίρια, τα οποία σήμερα φιλοξενούν πρεσβείες άλλων χωρών. Στο τέρμα της λεωφόρου ορθώνεται το Πανεπιστήμιο της Σόφιας «Άγιος Κλήμης της Αχρίδας» (Sofia University «St. Kliment Ohridski»), το παλαιότερο και σημαντικότερο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Βουλγαρίας, το οποίο ιδρύθηκε το 1888 κι αποτελεί σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα και αναγνωρισμένου κύρους πανεπιστημιακά και επιστημονικά κέντρα της χώρας, προσφέροντας 92 προγράμματα σπουδών σε 5 γλώσσες.
Όλα αυτά τα αξιόλογα σημεία της πόλης που αξίζει κανείς να επισκεφθεί και να θαυμάσει, περιστοιχίζουν το πιο αναγνωρίσιμο μνημείο της Σόφιας, το οποίο είναι ο Καθεδρικός ναός του Αλέξανδρου Νιέφσκι. Ο συγκεκριμένος καθεδρικός νεοβυζαντινού αρχιτεκτονικού ύφους, είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος ναός στα Βαλκάνια (μετά τον Καθεδρικό του Άγιου Σάββα, στο Βελιγράδι) και ένας από τους μεγαλύτερους στον κόσμο (11ος μεγαλύτερος ναός της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας). Το συγκεκριμένο οικοδόμημα απλώνεται σε 3.170 τετραγωνικά, έχοντας τη δυνατότητα να φιλοξενήσει μέχρι 10.000 άτομα. Ο επιβλητικός αυτός ναός ολοκληρώθηκε το 1912, με τον χρυσό του θόλο να φτάνει στα 45 μέτρα και το καμπαναριό του στα 50 μέτρα. Η εκκλησία έχει 12 καμπάνες με συνολικό βάρος 23 τόνους. 
Ο ναός άρχισε να χτίζεται το 1892, κάμποσα χρόνια μετά τη λήξη των απαγορεύσεων της οθωμανικής διακυβέρνησης στη Βουλγαρία, που αφορούσαν την ανέγερση χριστιανικών εκκλησιών (καταργήθηκαν το 1839). Η κατάργηση αυτή έφερε μια άνθηση στη θρησκευτική αρχιτεκτονική, η οποία εντάθηκε όταν επικράτησε η Ορθόδοξη Εκκλησία ως εθνική θρησκεία των Βουλγάρων. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια την εξαφάνιση του αρχιτεκτονικού τύπου της βυζαντινής βασιλικής, υπό την επίδραση της ρωσικής σχολής. Η κατασκευή του καθεδρικού ναού του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι (που σχεδιαζόταν από τις 19 Φεβρουαρίου 1879) ξεκίνησε το 1882, όταν τέθηκε ο θεμέλιος λίθος, αλλά το μεγαλύτερο τμήμα του χτίστηκε μεταξύ 1904 και 1912. Ο Άγιος Αλέξανδρος Νιέφσκι ήταν Ρώσος πρίγκιπας και ο καθεδρικός ναός κατασκευάστηκε προς τιμή των Ρώσων στρατιωτών που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1877-1878, αποτέλεσμα του οποίου ήταν να απελευθερωθεί η Βουλγαρία από την Οθωμανική κυριαρχία. 
Ο καθεδρικός ναός σχεδιάστηκε από τον Αλέξανδρο Πομεράντσεφ, με τη βοήθεια των Αλέξανδρου Σμιρνόφ και του Αλέξανδρου Γιάκοβλεφ, που άλλαξε ριζικά το αρχικό σχέδιο του 1884-1885 του Ιβάν Μπογκομόλοφ. Το τελικό σχέδιο ολοκληρώθηκε το 1898, και η κατασκευή και διακόσμησή του έγιναν από ομάδα Βούλγαρων, Ρώσων, Αυστροούγγρων και άλλων Ευρωπαίων καλλιτεχνών, αρχιτεκτόνων και εργατών, περιλαμβανομένων των προαναφερθέντων αρχιτεκτόνων, καθώς και των Πέτκο Moμτσίλοφ, Γιορντάν Μιλάνοφ, Χαραλάμπι Tάτσεφ, Ιβάν Μρκβίτσκα, Βασίλι Μπολότνοφ, Νικολάι Μπρούνι, Αλέξανδρου Κισέλιοφ, Αντον Μίτοφ και πολλών άλλων. Τα μαρμάρινα μέρη και τα φωτιστικά κατασκευάσθηκαν στο Μόναχο, τα μεταλλικά στοιχεία για τις πύλες στο Βερολίνο, οι ίδιες οι πύλες κατασκευάστηκαν στο εργοστάσιο του Καρλ Μπάμπεργκ στη Βιέννη ενώ τα ψηφιδωτά μεταφέρθηκαν από τη Βενετία.
Δίπλα στον καθεδρικό ναό, βρίσκεται η βασιλική της Αγίας Σοφίας, η οποία χάρισε το όνομά της στην πόλη. Η εκκλησία χτίστηκε στη θέση πολλών παλαιότερων εκκλησιών από τον 4ο αιώνα και τόπων λατρείας που χρονολογούνται από τις μέρες που λειτουργούσε ως νεκρόπολη της ρωμαϊκής πόλης Σερδική. Στη θέση αυτή υπήρξε κι ένα ρωμαϊκό θέατρο τον 2ο αι. Κατά τους επόμενους αιώνες, αρκετές άλλες εκκλησίες κατασκευάστηκαν στο ίδιο σημείο, αλλά καταστράφηκαν από εισβολείς όπως Γότθους και Ούννους. Το σχέδιο της σημερινής βασιλικής, με τους δύο ανατολικούς πύργους και έναν πύργο-τρούλο, πιστεύεται ότι είναι η πέμπτη κατασκευή που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού στα μέσα του 6ου αιώνα (527-565). Είναι επομένως σύγχρονη της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. 
Κατά τη Δεύτερη Βουλγαρική Αυτοκρατορία, ο ναός απέκτησε το καθεστώς μητροπολιτικής εκκλησίας και τον 14ο αιώνα έδωσε το όνομά της στην πόλη. Τον 16ο αιώνα, κατά την οθωμανική κυριαρχία, η εκκλησία μετατράπηκε σε τζαμί, μ' αποτέλεσμα να προστεθούν μιναρέδες και να καταστραφούν οι αρχικές τοιχογραφίες του 12ου αιώνα. Τον 19ο αιώνα, δύο σεισμοί, ένας το 1818 και ένας το 1856 κατέστρεψαν έναν από τους μιναρέδες και το τζαμί εγκαταλείφθηκε. Μετά την αυτονομία της Βουλγαρίας το 1878, ο μισοκατεστραμμένος ναός χρησίμευσε ως αποθήκη πετρελαίου ενώ στην κορυφή του είχε κτιστεί ένας πύργος της πυροσβεστικής. Οι εργασίες αποκατάστασης άρχισαν μετά το 1900 και λειτούργησε ως εκκλησία μετά το 1930 ενώ το 1950 ανακηρύχθηκε μνημείο, καθώς η εκκλησία της Αγίας Σοφίας είναι πλέον ένα από τα πιο πολύτιμα κομμάτια της παλαιοχριστιανικής αρχιτεκτονικής στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Το σημερινό κτίριο είναι μια σταυροειδής βασιλική με τρεις βωμούς. Το δάπεδο της εκκλησίας είναι καλυμμένο με πολύπλοκα παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά με φυτικά και ζωικά μοτίβα. Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας βρίσκεται στη μέση μιας αρχαίας νεκρόπολης και έχουν ανακαλυφθεί πολλοί τάφοι, περίπου 100, κάτω και κοντά στην εκκλησία. Μερικοί από τους τάφους διαθέτουν ακόμη τοιχογραφίες.
Πίσω από τον Καθεδρικό ναό του Αλέξανδρου Νέφσκι, βρίσκεται το "Kvadrat 500", το νεότερο Mουσείο Τέχνης της πόλης, όπου φιλοξενούνται περισσότερα από 2.000 έργα τέχνης απ’ όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων πίνακες ζωγραφικής από τους Delacroix, Renoir, Picasso κι άλλους διάσημους δημιουργούς. Προσπερνώντας το νεότερο Μουσείο Τέχνης και το ήσυχο πάρκο των γιατρών, φτάνουμε στο πάρκο με το εντυπωσιακό μνημείο του Σοβιετικού Στρατού, το οποίο έχει μετατραπεί σε σημείο συνάντησης για τους νέους καθώς εκεί κοντά βρίσκεται και το Πανεπιστήμιο της Σόφιας. Το μνημείο κατασκευάστηκε το 1954 με αφορμή την 10η επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης από τον Σοβιετικό Στρατό. Στο τεράστιο σύμπλεγμα που δεσπόζει στη κορυφή μιας πανύψηλης βάσης, απεικονίζεται ένας στρατιώτης του Σοβιετικού Στρατού, ένας εργάτης και μια γυναίκα αγρότισσα. Όμως το εντυπωσιακό χαρακτηριστικό αυτού του ιδιαίτερου δυναμισμού μνημείου, είναι πως τα ανάγλυφα που βρίσκονται στη βάση του έχουν μετατραπεί κατά καιρούς σε καμβά των ντόπιων καλλιτεχνών. Παρόλα αυτά το μνημείο παραμένει άριστα διατηρημένο κι ο χώρος γύρω του εξαιρετικά περιποιημένος. Μάλιστα, την μέρα που το επισκέφθηκα δε συνάντησα κάποια εικαστική πινελιά πάνω του.
Επιστρέφοντας στο ιστορικό κέντρο της πόλης, διασχίσαμε ένα ακόμη πάρκο, όπου βρίσκεται το πανέμορφο Εθνικό Θέατρο της Βουλγαρίας, το οποίο έχει φιλοξενήσει μερικές από τις σπουδαιότερες παραστάσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στη βουλγαρική πρωτεύουσα. Το θέατρο ιδρύθηκε το 1904 από τους καλλιτέχνες της ομάδας "Δάκρυα και Γέλιο" (Salza i Smyah) κι η αρχική του ονομασία ήταν απλά Εθνικό Θέατρο. Τη σημερινή κι επίσημη ονομασία του, την πήρε από τον γνωστό Βούλγαρο συγγραφέα Ιβάν Βαζόφ, του οποίου το έργο «The Outcasts» ήταν το πρώτο που έκανε πρεμιέρα στη σκηνή του θεάτρου αμέσως μετά τα εγκαίνια. Όμως, προτού ονομαστεί προς τιμήν του εξέχοντα συγγραφέα Ιβάν Βάζοφ, έφερε από το 1952 έως το 1962 το όνομα του Κραστιού Σαράφοφ. Το κτίριο του θεάτρου είναι νεοκλασικό, σχεδιασμένο από τους διάσημους Βιεννέζους αρχιτέκτονες θεάτρων Χέρμαν Χέλμερ και Φέρνιναντ Φέλνερ. Ολοκληρώθηκε το 1906 και άνοιξε στις 3 Ιανουαρίου 1907. Το θέατρο υπέστη εκτεταμένες ζημιές από πυρκαγιά το 1923, κατά τη διάρκεια ενός εορτασμού επετείου, αλλά ανακατασκευάστηκε το 1929 από το Γερμανό αρχιτέκτονα Μάρτιν Ντούλφερ. Οι βομβαρδισμοί της Σόφιας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο προκάλεσαν σημαντικές ζημιές στο κτήριο, το οποίο ανακατασκευάστηκε το 1945. Άλλη μια ανακατασκευή ακολούθησε τα χρόνια 1971-1975, και μια εργασία αποκατάστασης κόστους 100,000€ τέθηκε σε εφαρμογή το 2006. Η όψη του είναι εντυπωσιακή με το επιχρυσωμένο του αέτωμα και τον γλυπτό του διάκοσμο. Πολλοί όμως λένε ότι ακόμη πιο εντυπωσιακός είναι ο εσωτερικός του χώρος. Μπορεί να μην κατάφερα να αντικρύσω την εσωτερική ομορφιά του θεάτρου αλλά στάθηκα τυχερός κι απόλαυσα ένα φολκλορικό δρώμενο στον προαύλιο χώρο του με παραδοσιακή μουσική και κυκλικούς χορούς κι επίσης μαγεύτηκα με το γοητευτικό άγαλμα της χορεύτριας στο σιντριβάνι. 
Όμως οι πόλεις δεν είναι μόνο τα μνημεία και τα αξιοθέατά τους. Οι πόλεις έχουν και τις αθέατες πλευρές τους που αξίζουν ένα πέρασμα κι από αυτές. Μια απ' αυτές είναι η υπαίθρια αγορά Zhenski Pazar, το παζάρι των γυναικών. Πίσω από τη συναγωγή υπάρχει ένα μεγάλο παζάρι εκατό μέτρων γεμάτο αρώματα και μεθυστικές μυρωδιές που μας ταξιδεύει σε ανατολίτικες εποχές. Έχουν διατηρηθεί ακόμα παλιά μαγαζάκια με πραμάτειες κι υπαίθριες φωτογραφίες που παρουσιάζουν την παλιά του όψη. Στην περιοχή αυτή στέκει κι η εκκλησία του Κύριλλου και Μεθόδιου που έχει ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον ενώ στον εσωτερικό της χώρο κυριαρχεί ένας μυσταγωγικός φωτισμός λόγω των κιτρινωπών της παραθύρων. 
Την τελευταία μέρα στη Σόφια, αποφασίσαμε να ανεβούμε στις χαμηλότερες πλαγιές του βουνού Βίτοσα για να επισκεφθούμε ένα μοναδικό Μνημείο Πολιτισμικής Κληρονομιάς της Unesco (ανακηρύχθηκε το 1979). Εκεί βρίσκεται η περίφημη Εκκλησία της Μπογιάνα κρυμμένη στις σκιές πανύψηλων σεκογίων, και ένα από τα πληρέστερα και καλύτερα διατηρημένα μνημεία της μεσαιωνικής τέχνης στα Βαλκάνια. Η εκκλησία αυτή χτίστηκε σε πολλά στάδια, τα οποία είναι εμφανή τόσο εσωτερικά όσο κι εξωτερικά. Η ανατολική πτέρυγα της διώροφης εκκλησία κατασκευάστηκε αρχικά στα τέλη του 10ου ή στις αρχές του 11ου αιώνα, στη συνέχεια προστέθηκε η κεντρική πτέρυγα το 13ο αιώνα επί της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, ενώ το κτίριο ολοκληρώθηκε με μια περαιτέρω επέκταση προς τα δυτικά στα μέσα του 19ου αιώνα. Στους τοίχους του ναού απεικονίζεται ένα σύνολο 89 σκηνών με 240 ανθρώπινες μορφές και δύο Βούλγαρων ηγεμόνων, του Τσάρου Κωνσταντίνου Άσεν και του Τσάρου Κολογιάν. Το κτίσμα αυτό ανήκει στο διώροφο τύπο τάφου-εκκλησίας. Αποτελείται από ισόγειο οικογενειακό τάφο, με ένα ημικυλινδρικό θόλο και δύο αρκοσόλια στο βόρειο και νότιο τοίχο, και ένα άνω όροφο, οικογενειακό παρεκκλήσι, πανομοιότυπου σχεδιασμού με την ανατολική εκκλησία. Η εξωτερική όψη είναι διακοσμημένη με κεραμικά. Το τελευταίο τμήμα χτίστηκε με δωρεές από την τοπική κοινωνία στα μέσα του 19ου αιώνα. Η εκκλησία έκλεισε για το κοινό το 1954, προκειμένου να συντηρηθεί και να αποκατασταθεί κι άνοιξε ξανά το 2006. 
Οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό του ναού, οι καλύτερα σωζόμενες από τις οποίες χρονολογούνται από το 1259, είναι από τα σπουδαιότερα δείγματα βουλγαρικής μεσαιωνικής ζωγραφικής, που επηρέασαν τη θρησκευτική εικονογραφία σε εκκλησίες και μονές της Σερβίας και της Ρωσίας. Οι ανώνυμοι καλλιτέχνες, οι οποίοι δημιούργησαν τις αριστουργηματικές αυτές νωπογραφίες, ακολουθώντας το εικονογραφικό ύφος της Βυζαντινής παράδοσης, προσέδωσαν στις εικονιζόμενες μορφές μια έντονη ζωντάνια κι ένα βαθύ ρεαλισμό. Εκτός από το πρώτο στρώμα των τοιχογραφιών του 11ου και 12ου αιώνα, από τις οποίες σώζονται μόνο θραύσματα, και το περίφημο δεύτερο στρώμα τοιχογραφιών από το 1259, η εκκλησία διαθέτει επίσης ένα μικρότερο αριθμό μεταγενέστερων τοιχογραφιών του 14ου και 16ου και 17ου αιώνα, καθώς και από το 1882. Οι τοιχογραφίες αποκαταστάθηκαν και καθαρίστηκαν το 1912-1915 από έναν Αυστριακό και ένα Βούλγαρο ειδικό, ενώ στην πορεία ακολούθησαν κι άλλες αποκαταστάσεις το 1934 και το 1944. Η εκκλησία οφείλει την παγκόσμια φήμη της κυρίως στις τοιχογραφίες της του 1259, οι οποίες αποτελούν ένα δεύτερο στρώμα πάνω από τα έργα ζωγραφικής των προηγούμενων αιώνων. Από μια επιγραφή στο βόρειο τοίχο του νάρθηκα, γίνεται γνωστό ότι η εκκλησία εικονογραφήθηκε στη διάρκεια της ηγεμονίας του τσάρου της Βουλγαρίας Κωνσταντίνου Α΄ Τιχ το 1259. Δεκαοκτώ σκηνές στο νάρθηκα απεικονίζουν τη ζωή του Αγίου Νικολάου. Ο ζωγράφος εδώ απεικόνισε ορισμένες πτυχές της ζωής της εποχής του. Στο Θαύμα στη Θάλασσα, το πλοίο και τα καπέλα των ναυτικών θυμίζουν τον Ενετικό στόλο. Οι προσωπογραφίες των προστατών της εκκλησίας - του Σεβαστοκράτορα Καλογιάν και της συζύγου του Ντεσισλάβα, που προσφέρουν ένα ομοίωμα του ναού στον προστάτη της εκκλησίας Άγιο Νικόλαο, καθώς και εκείνες του Βούλγαρου τσάρου Κωνσταντίνου Α΄ Τιχ και της Τσαρίνας Ειρήνης, κόρης του Θεοδώρου Β' Λάσκαρι, θεωρούνται από τις εντυπωσιακότερες και ζωντανότερες τοιχογραφίες της εκκλησίας και βρίσκονται στον βόρειο τοίχο της. Εδώ εικονίζεται και ο προστάτης άγιος του βουλγαρικού λαού, ο Άγιος Ιωάννης της Ρίλα, ιδρυτής του περίφημου Μοναστηριού της Ρίλα.
Αναχώρησα από τη Σόφια και τη Βουλγαρία μαγεμένος από τις ομορφιές που συνάντησα και αναπάντεχα φορτωμένος με υπέροχες εικόνες και ιδιαίτερες στιγμές. Η Βουλγαρία μου ξεδίπλωσε τις ομορφιές της απλόχερα και ταπεινά, φανερώνοντάς μου πως είναι ένας τόπος πλούσιος σε ιστορία και μνημεία. Ένας τόπος αξιοζήλευτος για τον σεβασμό που δείχνει τόσο στη φύση όσο και στην πολιτιστική του κληρονομιά. Ένας τόπος ζεστός αλλά ακόμη απόμακρος. Αντί λοιπόν να πω πως ολοκλήρωσα την υπόσχεση που είχα θέσει στον εαυτό μου για μια μελλοντική επίσκεψή μου στη Βουλγαρία, θεωρώ πως απλώς την ανανέωσα καθώς είμαι πεπεισμένος πως έχω να ανακαλύψω κι άλλους θησαυρούς στη γειτονική μας χώρα. 
Οπότε δεν έχω κάτι παραπάνω να πω πέρα από ένα "Ще се видим отново България" (εις το επανιδείν Βουλγαρία!).