Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

10+1 Ερωτήσεις στον Γιώργο Χατζελένη




Ο συγγραφέας Γιώργος Χατζελένης απέναντι στις 10+1 Ερωτήσεις που του θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου “Βαλκανευτές”.

  • Κυκλοφορεί το νέο σας μυθιστόρημα “Βαλκανευτές” από τις εκδόσεις Ενύπνιο. Τι πραγματεύεται; 

Το τέταρτο βιβλίο μου, οι «Βαλκανευτές», είναι η καταγραφή των περιπλανήσεών μου στα Δυτικά Βαλκάνια την άνοιξη του 2016. Το εν λόγω ανάγνωσμα αποτελεί ένα οδοιπορικό δοκίμιο μέσω του οποίου επεδίωξα να συνταιριάξω τις ονειρικές στιγμές του ταξιδιού και τις μαγευτικές ομορφιές των τοπίων, με την οδυνηρή ιστορία των πόλεων που επισκεφθήκαμε και τους προβληματισμούς που αναδύθηκανμέσα από συζητήσεις και συναντήσεις,τόσο σε μένα όσο και στους δυο συνταξιδευτές μου. 

  •  Πώς θα χαρακτηρίζατε τους τρεις βασικούς ήρωες. Ποια είναι τα κίνητρα και οι στόχοι τους; 

Οι τρεις βασικοί ήρωες του βιβλίου είναι συνακόλουθα και τρεις ετερόκλητες προσωπικότητες που έτυχε να συναντηθούν, να σμίξουν και να συμπορευτούν μέσα από τυχαίες περιστάσεις που τους επεφύλαξε η ζωή. Ανήκουμε στην πρώτη φουρνιά που αντίκρισε μουδιασμένη τα όνειρά της να θυσιάζονται στον βωμό των μνημονίων και των κοινωνικοπολιτικών ανωμαλιών της χώρας μας. Συγκαταλεγόμαστε στη χαμένη γενιά της οικονομικής κρίσης. Παρόλο που ο καθένας μας γαλουχήθηκε διαφορετικά, ορμώμενος από τη δική του αφετηρία και χαράσσοντας ξεχωριστή πορεία, δομώντας μ’ αυτόν τον τρόπο έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, οι συγκυρίες και τα γεγονότα της κοινωνικοοικονομικής κρίσης, μας έφεραν πιο κοντά και μας έσμιξαν γερά. Οι μεταξύ μας συζητήσεις, αναλύσεις και συγκρούσεις φανέρωσαν πως κι οι τρεις μαζί μπορούμε να καλύψουμε σφαιρικά και να αντιμετωπίσουμε αλληλέγγυα κάθε τι που μας απασχολεί. Έπειτα, μέσα στα χρόνια μάθαμε να σεβόμαστε τις προσδοκίες και τους στόχους του καθενός, πυροδοτώντας ο καθένας με τον τρόπο του το απαραίτητο κίνητρο για να εκπληρώσει ο άλλος τα όνειρα και τους σκοπούς του. 

  • Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα, ο αναγνώστης, από τους “Βαλκανευτές”; 

Εξαρτάται τι προσδοκά ο εκάστοτε αναγνώστης να αποκομίσει μέσα από το βιβλίο. Αναλογιζόμενος συζητήσεις που έχω μοιραστεί με αναγνώστες του βιβλίου, έχω παρατηρήσει την ικανοποίηση που αισθάνονται αντιλαμβανόμενοι πως όλοι κατακλυζόμαστε από παρόμοιες καθημερινές σκέψεις και κοινούς προβληματισμούς, τους οποίους διστακτικά αποφεύγουμε να εξωτερικεύσουμε. Είτε από ανασφάλεια, είτε από αδυναμία, αδυνατούμε να αποκαλύψουμε και να μοιραστούμε με τους γύρω μας όλα όσα μας απασχολούν. Επομένως θεωρώ και θέλω να πιστεύω πως διαβάζοντας κάποιες από τις σκέψεις μου αλλά και τις σκέψεις των φίλων μου, καθώς και τον τρόπο που τις μοιραζόμαστε μεταξύ μας, δίνεται η αφορμή στον αναγνώστη να ξεδιπλωθεί απελευθερωτικά κι ο ίδιος. Ίσως να είναι ένα από τα πιο εξέχοντα αποστάγματα του βιβλίου. Η διαφυγή μας. Όχι μόνο η αίσθηση της διαφυγής που μας παραχωρεί απλόχερα το κάθε ταξίδι από μια στάσιμη κατάσταση και μια μίζερη καθημερινότητα, αλλά και μια σωτήρια διαφυγή από το αποπνικτικά περίκλειστο κλουβί που οι ίδιοι έχουμε αναγείρει κι έχουμε εγκλωβιστεί εντός του. Μια διαφυγή από τον ίδιο μας τον εαυτό. 

  • Η ζωή είναι ένα ταξίδι με προορισμό ή ένας προορισμός χωρίς πυξίδα στο χέρι; 

Η ζωή είναι ένα θαύμα που δυστυχώς δυσκολευόμαστε να το αντιληφθούμε. Όσο πιο έγκαιρα το καταλάβουμε τόσο περισσότερες εμπειρίες, γνώσεις και συναισθήματα θα αποκομίσουμε και τόσο λιγότερες ανεπιστρεπτί χαμένες στιγμές θα προσμετρούμε για να θρηνήσουμε φτάνοντας προς την ολοκλήρωση του προορισμού. 

  • Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή; 

Η αδυναμία μου να επικοινωνήσω ουσιωδώς με τους ανθρώπους γύρω μου με ώθησε να προσφύγω στη γραπτή επικοινωνία. Η συγγραφή με ξεκλείδωσε, με απελευθέρωσε και συνέδραμε να προσδιορίσω τόσο τα προτερήματα όσο και τα ελαττώματά μου. 

  • Η έμπνευση ή η σκληρή δουλειά, παίζει το σημαντικότερο ρόλο στη δημιουργία ενός βιβλίου; 

Κι η έμπνευση αλλά κι η σκληρή δουλειά παίζουν σημαντικό ρόλο στη δημιουργικότητα, αλλά θεωρώ πως μεγαλύτερο ρόλο διαδραματίζει η ειλικρίνεια πρωτίστως απέναντι στον εαυτό μας κι επακόλουθα στους γύρω μας. Έχω διαβάσει αρκετά βιβλία με περίτεχνη γραφή, εντούτοις χωρίς ουσία και βιβλία με λιτή γραφή που βρίθουν από προβληματισμούς, περιγραφές, χαρακτήρες, νοήματα και συναισθήματα. Θεωρώ πως διανύουμε μια περίοδο που παρόλη τη σκληρή δουλειά που καταβάλλει ο καθένας μας, η έμπνευση έχει σχεδόν κορεστεί κι η ειλικρίνεια δυστυχώς έχει εκλείψει. 

  • Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας; 

Η πλειονότητα του κόσμου θεωρεί πως η ψηφιακή επανάσταση εκβάλει στο λυκόφως την εποχή του βιβλίου. Κατά την άποψή μου, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Συμφωνώ πως ο ψηφιακός κόσμος έχει διεισδύσει καθοριστικά στη ζωή μας κι έχει παραγκωνίσει αρκετές συνήθειές μας, ωστόσο για τους βιβλιοφάγους τα βιβλία θα αποτελούν δια παντός ένα ξεχωριστό κι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους, που μάλλον ακατόρθωτα θα αντικατασταθεί από tablets και κινητά. Όπως είχα αναφέρει και σε μια προηγούμενη συνέντευξή μου, πιστεύω ακράδαντα πως τα βιβλία μπορούν να συνυπάρξουν με τον ψηφιακό κόσμο και να επωφεληθούν απ’ αυτόν. Προσωπικά, έχω ανακαλύψει αρκετά αξιόλογα βιβλία μέσα από λογοτεχνικές σελίδες που ακολουθώ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. 

  • Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας; 

Σε έναν «επερχόμενο» μήνα καραντίνας θα προτιμούσα να ξαναδιαβάσω βιβλία που ήδη λάτρεψα και τα έχω συμπεριλάβει στη λίστα των λογοτεχνικών έργων που θα ήθελα να επιστρέψω ξανά με την πρώτη δοθείσα ευκαιρία. Δυστυχώς, η επιλογή είναι δύσκολη κι είμαι βέβαιος πως θα αδικήσω αρκετά. Οπότε, θα αναφερθώ σε αυτά που μου έρχονται πρώτα στο μυαλό. Σίγουρα είναι ο «Φίλος» της Σίγκριντ Νιούνεζ, «Εμείς οι άλλοι» του Γιάννη Κιουρτσάκη, τα «Γραπτά» του Γιώργου Μακρή, «Αναφορά στον Γκρέκο» κι «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη, οι «Καταστάσεις» του Ζαν-Πολ Σαρτρ και κάποια βιβλία του Κορνήλιου Καστοριάδη, διότι σκέφτομαι πως θα είναι μια ιδανική ευκαιρία στους ήπιους ρυθμούς που θα επιφέρει η στασιμότητα της καραντίνας να επικεντρωθώ στις θεωρίες του, οι οποίες είναι άψογα δομημένες σε ορισμένα από τα βιβλία του τα οποία είχα διαβάσει παρελθοντικά, όπως είναι «Η άνοδος της Ασημαντότητας» κι «Ο Θρυμματισμένος κόσμος». Συγχωρήστε με καθώς δεν κατάφερα να επικεντρωθώ σε μόνο πέντε βιβλία. 

  • Διαλέγετε παρέα για ολιγοήμερη απόδραση. Ποιους λογοτέχνες, ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου δράσης, θα συμπεριλαμβάνατε; 

Αδιαμφισβήτητα θα έμοιαζε ονειρικό να έπινα καφέ σε ένα μπιστρό δίπλα στα μονοπάτια του ποταμού Νέκαρ με συντροφιά τον Μίλαν Κούντερα, τον Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ και τον Βασίλη Ραφαηλίδη, καθώς συγκαταλέγονται στους συγγραφείς που έχω διατρέξει σχεδόν ολόκληρη τη βιβλιογραφία τους κι έχω συγκεντρώσει αρκετές ερωτήσεις για να τους απευθύνω. 

  • Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη; 

Πιστεύω στην τύχη, όμως περισσότερο πιστεύω στις συνέπειες των πράξεων και των αποφάσεών μας. 

  • Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας; 

Και τα δυο είναι εξίσου απαραίτητα. Ο ρομαντισμός είναι επιτακτικός για να διαφυλάξουμε την ανθρώπινη υπόστασή μας και να τροφοδοτούμαστε με εμπνευσμένα κίνητρα στο κυνήγι των στόχων μας, ακόμη κι όταν αυτοί είναι ανέφικτοι. Ο ρεαλισμός κρίνεται επωφελής για να πατάμε γερά τα πόδια μας στη γη, διότι οι αιθεροβάμονες κινδυνεύουν να γκρεμοτσακιστούν με την πρώτη αποτυχία ή δυσκολία. Επίσης θεωρώ πως είναι κατά καιρούς χρήσιμος κι ο κυνισμός, για να μπορέσουμε να αντιταχθούμε στην τοξικότητα που έχει εδραιωθεί τα τελευταία χρόνια στις ανθρώπινες σχέσεις και στις κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις της χώρας μας.


Πηγή: culturepoint.gr

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Το Δείπνο μου με τον Αντρέ (1981)




Οι φετινές θερινές κινηματογραφικές βραδιές ήταν αφιερωμένες στον πολυαγαπημένο σκηνοθέτη Λουί Μάλ, τιμώντας μ' αυτόν τον τρόπο τα ενενήντα χρόνια από τη γέννησή του. Αυτό στάθηκε αφορμή να παρακολουθήσω κάποιες από τις ταινίες από την πλούσια φιλμογραφία του που μου είχαν διαφύγει. Μια απ' αυτές ήταν "Το Δείπνο μου με τον Αντρέ", την οποία είχα αποφύγει παρελθοντικά φοβούμενος πως θα με απογοήτευε το πειραματικό της ύφος καθώς είχα συσχετίσει τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη με τα αξεπέραστα αριστουργήματά του "Η Φλόγα που Τρεμοσβήνει", "Ασανσέρ για Δολοφόνους" και "Αντίο Παιδιά". Παρόλα αυτά αποφάσισα να την δω κι ομολογώ πως με μια επιφύλαξη την κατέταξα στην προσωπική μου λίστα με τα αριστουργήματα του παρελθόντος κι αυτό χάρη στην συγκλονιστική ολοκλήρωση του χαοτικού σουρεαλιστικού διαλόγου που μου πρόσφεραν οι δυο συγγραφικοί φίλοι Γουόλας Σον κι Αντρέ Γκρέγκορι.
Το πρωτοποριακό (για εκείνην την εποχή) κινηματογραφικό πείραμα του Λουί Μαλ ξεκινάει με μια άκρως διασκεδαστική κι αυτοσαρκαστική διάθεση, με τη βαριεστημένη φιγούρα του Γουόλας Σον να περιφέρεται στους δρόμους της Νέας Υόρκης μοιραζόμενος μαζί μας τις σκέψεις του. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του θεωρώ πως περισσότερο προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του παρά τους θεατές, πως το επάγγελμα του συγγραφέα είναι αρκετά σκληρός κι απαιτητικό. Παράλληλα προσπαθεί να συνοψίσει τα αδιέξοδα της προσωπικής του ζωής αλλά και της φιλίας του με τον Αντρέ που διεκόπη απότομα, γεγονός που τον απογοήτευσε αρκετά μαζί του αλλά και τον έκανε να απορήσει που δέχτηκε την πρότασή του για ένα δείπνο μετά από πολλά χρόνια. 
Μέσα από τη σύντομη περιπλάνηση του Γουόλας Σον μαθαίνουμε ότι ο "Γουόλι" νιώθει πως έχει αποτύχει ως θεατρικός συγγραφέας και προσπαθεί να επιβιώσει ψάχνοντας δεύτερες δουλειές, έχοντας απαρνηθεί τα χρήματα των γονιών του θέλοντας από μικρός να γίνει καλλιτέχνης. Όμως η έμπνευσή του έχει στερέψει κι η διάθεσή του έχει χαθεί καθώς σε καθημερινή βάση αγχώνεται για εύρεση δουλειά αλλά και για την αποπληρωμή των λογαριασμών που κατακλύζουν το γραμματοκιβώτιό του. Αντιθέτως ο Αντρέ, τον οποίον υποδύεται ο Αντρέ Γκρέγκορι, είναι ένας πετυχημένος κι αναγνωρισμένος θεατρικός σκηνοθέτης που στο απόγειο της δόξας του τα παράτησε όλα κι άρχισε να ταξιδεύει σε διάφορες μεριές του κόσμου (Πολωνία, Σαχάρα, Αγγλία κ.α.) προσπαθώντας από τη μια να συλλέξει εμπειρίες κι από την άλλη να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του, τον ρόλο του στη ζωή αλλά και την σχέση του με τον θάνατο. Μετά από τις πολύχρονες περιπλανήσεις του επιστρέφει στην Νέα Υόρκη τελείως αλλαγμένος. Μάλιστα ο Γουόλι αναφέρει μια φήμη που άκουσε πως τον είδαν να βγαίνει από την προβολή της ταινίας "Φθινοπωρινή Σονάτα" του Ινγκμαρ Μπέργκμαν και να μονολογεί με αναφιλητά την εξής φράσης: «Μπορώ να ζήσω μόνο μέσα στο έργο μου, αλλά όχι στη ζωή μου».
Έχοντας σχηματίσει μια εικόνα για τις ζωές των δυο πρωταγωνιστών, γίνονται φανεροί οι λόγοι που ο Γουόλι δεν έχει διάθεση να δειπνίσει με τον Αντρέ. Όμως τον τρώει η περιέργεια να μάθει από πρώτο χέρι όλα αυτά που έζησε ο Αντρέ στα ταξίδια που έκανε και κατά κάποιον τρόπο θέλει να "απολαύσει" τον δημιουργικό εκπεσμό του άλλοτε στενού του φίλου. 





Η ταινία αποκτά άλλη ροή όταν οι δυο φίλοι συναντιούνται στο εστιατόριο. Από εκείνο το σημείο και μετά, τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον παίρνει η ίδια η συζήτηση που φουντώνει ανάμεσά τους. Ωστόσο, από την πρώτη στιγμή γίνεται αισθητή η αμηχανία και η ψυχρότητα τους, η οποία σιγά σιγά εξαφανίζεται όταν καταφθάνουν στο τραπέζι τα ποτά και τα κυρίως πιάτα. Για τη συζήτηση αυτή, ο Λουί Μαλ προσφέρει εξαιρετικές λήψεις, δίνοντας μας την εντύπωση πως κι εμείς συμμετέχουμε στην κουβέντα των δυο φίλων, σαν να είμαστε το τρίτο πρόσωπο που κάθεται στο τραπέζι και παρακολουθεί βουβά τον αχαλίνωτο μονόλογο του Αντρέ. 
Από ένα σημείο κι έπειτα έχασα τον ειρμό των απόψεων του Αντρέ. Το εκπαιδευτικό του ταξίδι στην Πολωνία τον έκανε να αναθεωρήσει αρκετές απόψεις που είχε για το θέατρο και την ίδια του την ζωή. Έπειτα ακολούθησαν κι άλλες φυγές σε διάφορα μέρη του κόσμου. Κι από παντού κουβαλούσε μια εμπειρία που ξέφευγε από τα όρια της πραγματικότητας. Φαντασιώσεις, οράματα, οπτασίες κι άλλα πολλά που δυστυχώς αδυνατούσα να κατανοήσω και να συγκρατήσω στη μνήμη μου. Ο Αντρέ μετατρέπεται σταδιακά σε έναν χείμαρρο σουρεαλιστικών περιγραφών και πνευματικών προβληματισμών, τα οποία προσωπικά μου φάνηκαν αβάσιμα κι ανούσια. Κατά κάποιον τρόπο, η ροή της συζήτησης κατάφερε να αποστρέψει την προσοχή μου και το ενδιαφέρον μου από την ίδια την ταινία. Περισσότερο κοιτούσα την ώρα που περνούσε κι αναρωτιόμουν για ποιον λόγο χάνω τον χρόνο μου παρακολουθώντας μια φλύαρη συζήτηση δυο διανοούμενων της Νέας Υόρκης. 
Όμως, στο σημείο που αποφάσισα να σηκωθώ από την καρέκλα μου και να φύγω, ήρθε η απόλυτη ανατροπή της συζήτησης καθώς ακολούθησε μια συγκλονιστική ανάλυση σύγχρονων σκέψεων κι επίκαιρων προβληματισμών που μ' ενδιαφέρουν και μ' αφορούν απόλυτα. Μια αντίρρηση του Γουόλι στα πιστεύω του Αντρέ, έδωσε το έναυσμα μιας εσώψυχης κατάθεσης και ενός οργουελικού εφιάλτη για τον μοντέρνο τρόπο ζωής που όχι μόνο αποδείχτηκε ανατριχιαστικά προφητικός αλλά θεωρώ πως τον βιώνω κι εγώ ο ίδιος τα τελευταία χρόνια. 
Έχοντας πλέον παραδοθεί ψυχικά και σωματικά, πορεύομαι προς τη λήξη του διαλόγου και την ολοκλήρωση της ταινίας με την λατρεμένη μελωδία του Ερίκ Σατί, την οποία ο Λουί Μαλ είχε επιλέξει και στην πολυαγαπημένη μου ταινία "Η Φλόγα που Τρεμοσβήνει". Ο Γουίλι συγκινημένος από την συζήτηση με τον φίλο του, επιστρέφει με ταξί στο σπίτι παρατηρώντας την πόλη του από το πίσω μέρος του καθίσματος, αντικρίζοντας μέρη γνώριμα με άλλο μάτι, καθώς η συνάντησή του με τον Αντρέ μετατράπηκε σε μια αφετηρία αναθεώρησης και της δικής του ύπαρξης. Την ίδια τακτική προσπάθησα να εφαρμόσω κι εγώ μετά το πέρας της προβολής γυρνώντας με τα πόδια στο σπίτι. 
Η πρωτοποριακή για εκείνη την εποχή ταινία ήταν ένα δημιούργημα τόσο του Λουί Μαλ όσο και των δυο θεατρικών συγγραφέων Γουόλας Σον κι Αντρέ Γκρέγκορι. Οι δυο πρωταγωνιστές ερμήνευαν τους ίδιους τους εαυτούς. Μάλιστα, ο Αντρέ Γκρέγκορι είχε πράγματι φύγει σε ένα ταξίδι προσωπικής και καλλιτεχνικής αναζήτησης. Όμως δεν γνωρίζω στο κατά πόσο αυτοσχεδίασαν τη συζήτηση που ανέπτυξαν μπροστά στην κάμερα, αν και κάπου διάβασα πως ο διάλογός τους ήταν προϊόν προηγούμενων ηχογραφημένων τους συζητήσεων. 
Όπως και να χει, ο Λουί Μαλ, ο Γουάλας Σον κι ο Αντρέ Γκρέγκορι, μας πρόσφεραν ένα αφοπλιστικό έργο, το οποίο καταφέρνει να μας κερδίσει και να μας προβληματίσει μέσα από τα ερωτήματα που θέτει σχετικά με τη ζωή, τις ανθρώπινες σχέσεις, την τέχνη, την επιτυχία ή την αποτυχία του καθενός αλλά και την αναζήτηση της πολυπόθητης ευτυχίας. Τα θέματα τα οποία θίγονται είναι επίκαιρα και οι ανησυχίες του Αντρέ δυστυχώς επιβεβαιώθηκαν λίγες δεκαετίες μετά από την κινηματογραφική του συζήτηση με τον Γουόλι. 
Είναι όμως εντυπωσιακό το πως μεταστρέφεται η κουβέντα κι από τα (ψευτο)φιλοσοφικά θέματα επικεντρώνεται σε καίρια ερωτήματα όπως το νόημα της ύπαρξή μας κι ο τελικός μας ρόλος στη ζωή. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, η συζήτηση μετατρέπεται από ακαδημαϊκή και φιλοσοφική σε υπαρξιακή κι ανθρώπινη κι αποκτά μια ειλικρίνεια, μια ζεστασιά και μια ανησυχία. 
Επίσης ένα άλλο στοιχείο που διέκρινα στη συγκεκριμένη ταινία είναι η τέχνη του διαλόγου, η οποία δυστυχώς έχει εκλείψει στις μέρες μας τόσο σε κινηματογραφικό όσο και σε πραγματικό επίπεδο. Οι άνθρωποι έπαψαν να συνδιαλέγονται και να μοιράζονται απόψεις και σκέψεις καθώς ο εγωισμός έχει καλύψει μάτια κι έχει βουλώσει αυτιά. Στις μέρες μας θεωρούμε πως έχουμε περισσότερη αξία μόνο όταν μιλάμε κι όχι όταν ακούμε τους διπλανούς μας. Γι' αυτόν τον λόγο γοητεύομαι μ' αυτού του είδους τις ταινίες. Διότι παρακολουθώ μια κατάσταση που πλέον δεν υφίσταται πια. 
Είμαι βέβαιος πως "Το Δείπνο μου με τον Αντρέ" θα φανεί φλύαρος και κουραστικούς κι οι ιδέες του θα θεωρηθούν όχι αδίκως ξεπερασμένες. Όμως το νόημα της ζωής που τίθεται στη συζήτηση των δύο φίλων, αποδεικνύεται πως είναι ένα ζήτημα διαχρονικό. Επίσης επιβεβαιώνει πως τα ερωτήματα που προκύπτουν πάνω σ' αυτό το θέμα παραμένουν αναπάντητα. Αυτό όμως δεν γίνεται αφορμή για παραίτηση κάθε προσπάθειας καθώς αυτά τα ερωτήματα είναι που μετατρέπονται σε μοχλούς δημιουργικότητας κι ατέρμονης αναζήτησης του ίδιου μας του εαυτού ως στο τέλος της ύπαρξης μας. 


Βαθμολογία: 8/10

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2022

Ένας Ήρωας (2021)


    


Κάθε σκηνοθέτης διακρίνεται από ένα χαρακτηριστικό στοιχείο που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους αναγνωρισμένους κι αγαπημένους δημιουργούς. Για τον Ασγκάρ Φαραντί, αυτό που τον κάνει ξεχωριστό είναι η διακριτικότητα των έργων του, μια άποψη την οποία βασίζω τόσο στην ταπεινή και σχεδόν αθόρυβη προώθηση των ταινιών του στις σκοτεινές αίθουσες όσο και στον τρόπο με τον οποίο διεισδύει στον κόσμο των ηρώων του και των προβλημάτων που οι ίδιοι κουβαλούν και τους βασανίζουν. Επίσης ένα άλλο χαρακτηριστικό που έχω παρατηρήσει στις ταινίες του Ιρανού σκηνοθέτη, είναι τα κοινωνικά ζητήματα που θέτει, τα οποία μου είναι τόσο οικεία, δημιουργώντας μου το ερώτημα στο αν τελικά υπάρχουν περισσότερα στοιχεία που μας ενώνουν με τους Ιρανούς παρά μας χωρίζουν. Η τελευταία ταινία του "Ένας Ήρωας" θα μπορούσε κάλλιστα να είχε γυριστεί στην Ελλάδα ή και σε κάποια άλλη χώρα του δυτικού κόσμου, όπως το ίδιο έχουμε πει και για τις προηγούμενες ταινίες του "Ο Εμποράκος" κι "Ένας Χωρισμός". 
Κεντρικό πρόσωπο στην νέα ταινία του Ασγκάρ Φαραντί είναι ο Ραχίμ (Ελεήμων στη γλώσσα μας), ο οποίος έχει φυλακιστεί επειδή δεν κατάφερε να εξοφλήσει ένα δάνειο που είχε ζητήσει κάποτε. Η ιστορία ξεκινάει με την έξοδό του από τη φυλακή για διήμερη άδεια. Αμέσως σπεύδει να συναντήσει τους δικούς του γεμάτος αισιοδοξία, διότι πιστεύει πως ίσως βρήκε τον τρόπο να αποφυλακιστεί νωρίτερα. Η ελπίδα του αυτή πατάει στο γεγονός πως η σύντροφός του Ραχίμ έχει βρει μια τσάντα με χρυσά νομίσματα, τα οποία σκέφτονται να τα εξαργυρώσουν για να πληρώσει το χρέος που τον κρατάει κλεισμένο στη φυλακή. Όμως τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως εκείνος κι η σύντροφός του σχεδιάζουν. Από την μια είναι το σκαμπανέβασμα της τιμής του χρυσού που δεν αρκεί για να καλύψει το χρέος του προς τον πιστωτή του κι από την άλλη τον βασανίζει το ηθικό δίλημμα στο αν πρέπει να επιστρέψει την τσάντα με τα χρυσά νομίσματα στον κάτοχό τους.  
Αποφασίζει λοιπόν να "σκηνοθετήσει" την εύρεση της τσάντας με τα χρυσά νομίσματα από τον ίδιο κι επιδιώκει να ακουστεί στον ευρύ περίγυρο η προσπάθειά του στην αναζήτηση του κατόχου, θέλοντας μ' αυτόν τον τρόπο να κερδίσει την εύνοια τόσο των δεσμοφυλάκων όσο και του πιστωτή στον οποίον χρωστάει τα χρήματα. Όμως το καλά οργανωμένο του σχέδιο γκρεμίζεται από τη στιγμή που εμφανίζεται μια γυναίκα ως κάτοχος της τσάντας, καθώς στην πορεία αποδεικνύεται πως ήταν μια απατεώνισσα που βρήκε την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί την όλη κατάσταση για να αποσπάσει το χρηματικό ποσό της τσάντας. 
Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, ο Ραχίμ μες στην απελπισία του προσπαθεί να υποστηρίξει το σχέδιό του λέγοντας το ένα ψέμα μετά το άλλο, μ' αποτέλεσμα να πέσει σε αρκετές αντιφάσεις. Παράλληλα, οι άνθρωποι που τον στήριξαν και βιάστηκαν να τον χαρακτηρίσουν ως "ήρωα" και συνάμα θύμα της σκληρότητας του δανειστή του, αρχίζουν να τον αντιμετωπίζουν ως έναν απατεώνα που προσπάθησε να τους εκμεταλλευτεί για να αποφυλακιστεί. Ο Ραχίμ έχοντας χάσει την αξιοπιστία του, πέρα από τον αμετανόητο δανειστή του, έρχεται αντιμέτωπος και με άλλους ανθρώπους αλλά και με την ίδια του την οικογένεια. Η μη αναστρέψιμη κατάσταση κάνει την ψυχολογία του να πέσει στα τάρταρα, οδηγώντας τον σε μια απελπισμένη παραίτηση κάθε προσπάθειας να αποφυλακιστεί.



Μετά από μια όχι και τόσο πετυχημένη προσπάθεια να γυρίσει μια ταινία σε ευρωπαϊκό έδαφος (αναφέρομαι στο "Το Ξέρουν Όλοι"), ο Ασγκάρ Φαραντί επιστρέφει στην πατρίδα του και ξανακαταπιάνεται με το θέμα που γνωρίζει καλύτερα απ' όλους τους σύγχρονους σκηνοθέτες, φέρνοντας τους θεατές αντιμέτωπους με τις ηθικές αξίες των κοινωνιών και την αυστηρότητα των νόμων των κρατών. Στη συγκεκριμένη ταινία θέτει ένα επιπλέον ερώτημα, στο αν πάντα το δίκαιο είναι και σωστό αλλά και στο κατά πόσο η ζωή μπορεί να σου ξεπληρώσει μια καλή πράξη που έχεις κάνει.
Με την τελευταία του ταινία, ο Ιρανός σκηνοθέτης πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα αποφεύγοντας την εύκολη λύση της ηθικολογίας. Αντιθέτως "τιμωρεί" αργά και βασανιστικά τον ήρωά του, επειδή αποφάσισε να αποκρύψει και να τροποποιήσει την αλήθεια, παρόλο που το έκανε για καλό σκοπό. Μέσα από τον αγχωτικό γολγοθά του Ραχίμ προσπαθεί να δείξει πως όσο καλές κι αν είναι οι προθέσεις του καθενός, το ψέμα πάντα οδηγεί στην καταστροφή κάνοντας τους ανθρώπους να χάνουν το δίκιο τους και την ψυχραιμία τους. Τους οδηγεί πιο γρήγορα προς την καταστροφή τόσο την δικιά τους όσο και των γύρω τους. 
Μέχρι όμως να φτάσουμε στο λυτρωτικό (;) φινάλε, ο Ασγκάρ Φαραντί μας περιστρέφει μαεστρικά ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό, εισχωρώντας μας στο άψογα δομημένο ψυχολογικό του θρίλερ. Με έξυπνο τρόπο καταφέρνει να μας βάλει στη θέση του πρωταγωνιστή, κάτι που βοηθάει στο να αντιληφθούμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πήρε τις όποιες λανθασμένες αποφάσεις αλλά και δημιουργώντας μας έναν προβληματισμό στο τι θα πράτταμε αν ήμασταν εμείς στη θέση του. 
Στην παραπάνω κινηματογραφική προσπάθεια του Ιρανού δημιουργού παίζει σημαντικό ρόλο κι η εξαιρετική ερμηνεία του πρωταγωνιστή Amir Jadidi, ο οποίος καταφέρνει να διατηρήσει μια συναισθηματική απόσταση με το κοινό της ταινίας, μ' αποτέλεσμα να μην γίνεται ούτε συμπαθητικός αλλά ούτε κι αντιπαθητικός. Εξάλλου σκοπός του Ασγκάρ Φαραντί δεν είναι να λυπηθούμε τον ήρωά του αλλά να τον κατανοήσουμε. Να μπορέσουμε να βιώσουμε την απελπισία ενός ηττημένου ανθρώπου που βάλλεται από παντού εξαιτίας κάποιων λανθασμένων επιλογών κι αποφάσεών του. Εξαιρετικοί στις ερμηνείες τους κι οι υπόλοιποι ηθοποιοί της ταινίας, οι οποίοι καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα ειλικρινές αληθοφανές κλίμα στην ταινία. 




Κλείνοντας το κείμενό μου για την συγκεκριμένη ταινία, θέλω να αναφερθώ και στον τίτλο της. Θεωρώ πως περισσότερο θα ταίριαζε ο χαρακτηρισμός "Ένας Αντιήρωας" καθώς αυτό προσπάθησε ο Ασγκάρ Φαραντί να περάσει. Από την άλλη όμως, αναγιγνώσκοντας ξανά τον τίτλο, διακρίνω έναν τόνο ειρωνείας. Ίσως ο δημιουργός να ήθελε να σαρκάσει μ' αυτόν τον τρόπο την ευκολία με την οποία δημιουργούνται στις μέρες μας οι ήρωες αλλά και το πόσο εύκολα μπορούν να αποκαθηλωθούν με τη συνδρομή των social media και των χειριζόμενων κοινωνιών από τα μέσα μαζικής προπαγάνδας. Εξάλλου τα καθεστώτα και τα συστήματα που τα εξυπηρετούν (όπως οι φυλακές στη συγκεκριμένη ταινία) έχουν ανάγκη από ήρωες για να μπορούν να υπερασπιστούν την εικόνα τους αλλά και για να μπορούν να κρύβουν τις αδυναμίες και τα εγκλήματά τους. Άλλο που δε θέλουν κι οι δοκιμαζόμενες κοινωνίες να αποκτούν νέους ήρωες που να τους εμπνέουν ή νέα θύματα για να στήνουν λαϊκά δικαστήρια. 
Η τελευταία ταινία του Ασγκάρ Φαραντί 'Ένας Ήρωας" είναι μια καλογραμμένη ιστορία που έφτασε να διεκδικήσει τον φετινό Χρυσό Φοίνικα, φεύγοντας τελικά από τις Κάννες με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής (από κοινού με την ταινία "Βαγόνι Αριθμός 6" του Γιούχο Κουοσμάνεν). Ωστόσο δεν κατάφερε να φτάσει στα επίπεδα των παλιών εξαιρετικών έργων του που τον ανέδειξαν στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα όπως το "Ένας Χωρισμός" κι "Ο Εμποράκος". Όμως υπάρχει ένα αγκάθι στη συγκεκριμένη ταινία που έχει μετατρέψει τον ίδιο τον Ασγκάρ Φαραντί σε έναν από τους αντιήρωες της φιλμογραφίας του, καθώς μια πρώην συνεργάτιδα και μαθήτριά του, τον μήνυσε για λογοκλοπή της πλοκής για την συγκεκριμένη ταινία. Μάλιστα η ίδια δήλωσε πως η πλοκή βασίστηκε σε ένα αληθινό περιστατικό, όχι ευρέως γνωστό, που ήταν γνώριμο στον σκηνοθέτη. Η ίδια το απέδειξε στο δικαστήριο κι η υπόθεση μέχρι σήμερα βρίσκεται σε εξέλιξη, με την πρώτη απόφαση να μην δικαιώνει τον Ιρανό σκηνοθέτη. Οπότε σύντομα θα μάθουμε αν το "Το Ξέρουν Όλοι" ήταν η αρχή ενός δημιουργικού κατήφορου και το "Ένας Ήρωας" η χαριστική βολή ενός αγαπημένου σκηνοθέτη. 


Βαθμολογία: 7/10

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2022

Στην Τεργέστη του Γιώργου

 


του Κοσμά Τσόλα 


Κορίτσι της Τεργέστης τι να έγινες, 
θυμάμαι ακόμα το αιθέριο βάδισμά σου, 
την μαύρη σου κοτσίδα, όταν έγερνες, 
τη θάλασσα που ανοίγονταν μπροστά σου. 

Χόρευε το φουστάνι σου, κουρτίνα που ανέμιζε 
πανί πλεούμενου, σε θάλασσα ευφροσύνης, 
το στόμα μου ευχές, κατάρες ,ψέλλιζε, 
κορίτσι της οδύνης, της σαγήνης. 

Κι εσύ εξόριστε Έλληνα, του ονείρου επαναστάτη, 
άραγε ακόμα κυνηγιέσαι από τη μοίρα σου; 
Θα ξαποστάσεις μήπως κάποτε κι εσύ σαν το Σωκράτη, 
όταν μεσάνυχτα θα κρούσουνε τη θύρα σου; 

Οι στίχοι που διαβάστηκαν ποιός ξέρει που ταξίδεψαν, 
από του Ρίλκε τις μελαγχολικές τις ελεγείες, 
την ελαφρότητα του σύννεφου να ζήλεψαν, 
ή σε εφηβικό μυαλό, θρέφουν τις αϋπνίες; 

Στίχοι που ακούστηκαν στου Ντουίνο τις απρόσιτες επάλξεις, 
κι ύστερα θάφτηκαν στου εδάφους την σιγή, 
στίχοι ατσάλινοι, τίποτα δεν θα αλλάξεις, 
είναι για πάντα αγιάτρευτη ετούτη η πληγή. 

Τεργέστη πόλη ανάπηρη, θύμα της ειμαρμένης, 
στους δρόμους σου επανέρχομαι λάτρης του ξεπεσμού, 
πόλη που δεν υπόσχεσαι, άλλο δεν περιμένεις 
απ’ την αρχοντική κατάληξη του αυτοχειριασμού.


Πηγή: Ποιείν