θυμάμαι ακόμα το αιθέριο βάδισμά σου,
την μαύρη σου κοτσίδα, όταν έγερνες,
τη θάλασσα που ανοίγονταν μπροστά σου.
Χόρευε το φουστάνι σου, κουρτίνα που ανέμιζε
πανί πλεούμενου, σε θάλασσα ευφροσύνης,
το στόμα μου ευχές, κατάρες ,ψέλλιζε,
κορίτσι της οδύνης, της σαγήνης.
Κι εσύ εξόριστε Έλληνα, του ονείρου επαναστάτη,
άραγε ακόμα κυνηγιέσαι από τη μοίρα σου;
Θα ξαποστάσεις μήπως κάποτε κι εσύ σαν το Σωκράτη,
όταν μεσάνυχτα θα κρούσουνε τη θύρα σου;
Οι στίχοι που διαβάστηκαν ποιός ξέρει που ταξίδεψαν,
από του Ρίλκε τις μελαγχολικές τις ελεγείες,
την ελαφρότητα του σύννεφου να ζήλεψαν,
ή σε εφηβικό μυαλό, θρέφουν τις αϋπνίες;
Στίχοι που ακούστηκαν στου Ντουίνο τις απρόσιτες επάλξεις,
κι ύστερα θάφτηκαν στου εδάφους την σιγή,
στίχοι ατσάλινοι, τίποτα δεν θα αλλάξεις,
είναι για πάντα αγιάτρευτη ετούτη η πληγή.
Τεργέστη πόλη ανάπηρη, θύμα της ειμαρμένης,
στους δρόμους σου επανέρχομαι λάτρης του ξεπεσμού,
πόλη που δεν υπόσχεσαι, άλλο δεν περιμένεις
απ’ την αρχοντική κατάληξη του αυτοχειριασμού.
Πηγή: Ποιείν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου