Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

Αριστουργήματα του παρελθόντος: La Ciociara (1960)



Μία από τις σπουδαιότερες προσφορές του ιταλικού κινηματογραφικού νεορεαλισμού είναι τόσο το κυρίαρχο ταξικό χάος που επέφερε ο πόλεμος προκαλώντας μια χρόνια κοινωνική αδικία όσο κι η αντιπολεμική ειλικρινής ματιά μας χώρας που ενώ αρχικά εισχώρησε στον Άξονα παρασυρόμενη από τον φασιστικό μεγαλοϊδεατισμό του Μουσολίνι τελικά βρέθηκε να βάλλεται τόσο από τους Γερμανούς όσο κι από τους Συμμάχους, με θύματα αυτής της ανελέητης καταστροφής να είναι ο άμαχος πληθυσμός. Η "Ατιμασμένη" του σπουδαίου Βιττόριο Ντε Σίκα, αναφέρεται στο δράμα ενός λαού που προδόθηκε και βρέθηκε περικυκλωμένος από δύο θανάσιμους εχθρούς. Παρά την ξεκάθαρα αντιπολεμική κι άκρως κοινωνικοπολιτική της ματιά, ο τίτλος της ταινίας μεταφράστηκε στα ελληνικά με έναν παραπλανητικά γελοίο κι άκρως εξοργιστικό χαρακτηρισμό ως "Ατιμασμένη". Ειλικρινά δε μπορώ να καταλάβω τη λογική που επικρατούσε τότε. Καλό είναι λοιπόν κάποια στιγμή να αναθεωρηθούν κάποιοι παλιοί ελληνοποιημένοι τίτλοι ταινιών ώστε να τους δοθεί η ανάλογη προσοχή στις νέες κινηματογραφοφιλικές γενιές 
Η ιστορία μας μεταφέρει στη δοκιμασμένη Ρώμη, την περίοδο που οι Ιταλοί συνθηκολογούν, έχοντας από τη μια να αντιμετωπίσουν τις γερμανικές μονάδες που βρίσκονται στην ιταλική χερσόνησο κι από την άλλη να προστατευτούν από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων. Η Τσεζίρα που την υποδύεται εκπληκτικά η Σοφία Λόρεν, είναι μια νεαρή χήρα που ζει με την δωδεκάχρονη κόρη της στην ιταλική πρωτεύουσα. Φοβούμενη για την ασφάλεια του παιδιού της και θέλοντας να γλιτώσουν από τους συνεχής βομβαρδισμούς της Ρώμης, αποφασίζει να καταφύγουν στο ορεινό χωριό απ' όπου κατάγεται. Εκεί θα συναντήσει ξανά γνώριμα πρόσωπα, θα θυμηθεί την τοπική της διάλεκτο και θα ρθει σε επαφή με ανθρώπους διαφόρων κοινωνικών τάξεων και μορφωτικών επιπέδων. Το χωριό έχει γεμίσει με κατοίκους των πόλεων που ανέβηκαν πάνω στο βουνό για να γλιτώσουν. Ήρεμοι από τη δίνη του πολέμου, συζητούν για τον φασισμό, τους Γερμανούς που υποχωρούν στο βορρά αλλά και τους Συμμάχους που επελαύνουν από τον ιταλικό νότο. Παρόλο που διαφωνούν σε πολλά θέματα, όλοι μαζί αρχίζουν και πάλι να ελπίζουν για ένα καλύτερο αύριο. Σ' αυτήν την πολυεπίπεδη κοινωνία του βουνού, η Τσεζίρα θα γνωρίσει έναν ντροπαλό ιδεαλιστή, τον Μικέλε, τον οποίον υποδύεται εκπληκτικά ο Ζαν Πολ Μπελμοντό. Η αξιοπρέπεια και το ήθος αυτού του ανθρώπου έχουν τόσο έντονη διαχρονική αύρα που τα λεγόμενά του προκαλούν ακόμη και σήμερα μια απερίγραπτη ανατριχίλα. 
Η χαρμόσυνη είδηση του τέλους του πολέμου κι η έλευση των Συμμάχων, θα σημάνει και το τέλος των βασάνων για τον άμαχο πληθυσμό με τους κατοίκους του ορεινού χωριού να κατηφορίζουν ξανά στους κάμπους και τις πεδινές πόλεις αφήνοντας πίσω τους την κόπωση των δύσκολων συνθηκών αλλά και του πόνου που τους προκάλεσαν οι απώλειες δικών τους προσώπων. Μέσα σ' αυτούς βρίσκεται κι ο αγνοούμενος Μικέλε, που πιάστηκε αιχμάλωτος από μια μονάδα εναπομεινάντων Γερμανών στρατιωτών οι οποίοι απαιτούσαν να τους ακολουθήσει κάποιος από το χωριό για τους δείξει το μονοπάτι που οδηγεί στο βορρά. 
Όμως στον ιταλικό νεορεαλισμό δεν υπάρχει αυτό το ευχάριστο τέλος που συνήθως συναντάμε στον αμερικάνικο κινηματογράφο. Εξάλλου η αλήθεια είναι σκληρή και καμία ιστορία δε μπορεί να έχει κάποιο τέλος. Έτσι κι εδώ, επιστρέφοντας η Τσεζίρα με την κόρη της στη Ρώμη, θα συναντήσουν μια συμμαχική μονάδα μ'αποτέλεσμα οι δυο ανυπεράσπιστες γυναίκες να πέσουν βορά στις σεξουαλικές ορέξεις των στρατιωτών. Με μιας η ελπίδα χάνεται. Η Τσεζίρα γερνάει απότομα κι η μικρή της κόρη ενηλικιώνεται βίαια. Κι ενώ το σώμα τους γλίτωσε από τις οβίδες και τις σφαίρες του πολέμου, η ψυχή τους θα βγει βαριά τραυματισμένη από τους ίδιους τους Συμμάχους. Κουρελιασμένες θα μαζέψουν τα κομμάτια τους για να συνεχίσουν το δρόμο της επιστροφής τους προς την ιταλική πρωτεύουσα. Όμως το άκουσμα της εκτέλεσης του Μικέλε θα λειτουργήσει ως χαριστική βολή στις όποιες ελπίδες τους για ένα καλύτερο αύριο. Δεν είναι η απώλεια του συγκεκριμένου ανθρώπου αλλά ο άδικος θάνατος της αγνότητας και της ανιδιοτέλειας. Είναι πόνος που προκαλεί η σκέψη πως όταν πεθαίνει μια ιδέα χάνεται παράλληλα και το όραμα κι η διάθεση να υλοποιηθεί...



Υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι που μ' έκαναν να λατρέψω αυτήν την ταινία. Πρώτα απ' όλα, είναι η παρουσίαση του διαφορετικού τρόπου που βλέπει ο καθένας το φασισμό και τον πόλεμο. Έχοντας φτάσει η Ιταλία σε ένα καθοριστικό σταυροδρόμι με ένα λαό γονατισμένο από τις κακουχίες και την απογοήτευση του μεγαλοϊδεατισμού, αρχίζουν και οι πρώτοι ψίθυροι κατά του φασισμού. Η Σοφία Λόρεν αρχικά, παρουσιάζεται ως μια αδιάφορη για τα τεκταινόμενα γυναίκα, η οποία νοιάζεται μόνο για το κατάστημα που διατηρεί και την υγεία της κόρης της. Στις απόψεις της δε κρύβει το θαυμασμό της απέναντι στο Μουσολίνι και τον φασισμό. Φυσικά η στάση της αυτή πατάει πάνω στην άγνοια και την αδιαφορία, δυο στοιχεία που δυστυχώς κυριαρχούν επικίνδυνα τα τελευταία χρόνια τόσο στη χώρα μας όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη (εξάλλου δεν είναι τυχαίο που το ολιγαρχικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε από το περασμένο καλοκαίρι στην Ελλάδα πάτησε πάνω σ αυτά τα δύο στοιχεία για να επιστρέψει στην εξουσία). Η αδιαφορία της για τα γεγονότα που συμβαίνουν εκείνη την περίοδο στον κόσμο, φανερώνεται ακόμη και στη συμπάθεια που δείχνει απέναντι στα πρόσωπα των Γερμανών φαντάρων που βρίσκονται μαζί της στο τραίνο. Κατά την άποψή μου, η Σοφία Λόρεν ερμηνεύει με απίστευτη πειστικότητα τον "κυρ Παντελή" των ημερών μας.
Παράλληλα η μικρή κοινωνία που σχηματίζεται στο ορεινό χωριό αντιπροσωπεύει ένα αξιοσημείωτο κομμάτι των πολιτικών τάσεων τόσο εκείνης της εποχής όσο και της σημερινής. Υπάρχουν άνθρωποι που εξακολουθούν να εμπιστεύονται τον φασισμό διότι ο καθένας νοιάζεται για το δικό του συμφέρον και μόνο. Έπειτα είναι οι αριστεροί που εξακολουθούν να μη χωνεύουν την εδραίωση των μελανοχιτώνων (το ίδιο θα συμβεί και σε μας τα επόμενα χρόνια έτσι όπως πάει η πολιτική κατάσταση στη χώρα μας) και τέλος είναι ένα μικρό αλλά σημαντικό κομμάτι οραματιστών που μπορούν και βλέπουν την όλη κατάσταση πιο καθαρά αφήνοντας εγωισμούς και πάθη στην άκρη. Δυστυχώς όμως κανείς δεν τους ακούει. Ο Ζαν Πολ Μπελμοντό εκφράζει απίστευτα την τάση αυτή, πράος και διακριτικός όταν επιχειρηματολογεί τα πιστεύω του αλλά απίστευτα εκρηκτικός κι απόλυτος όταν βλέπει μπροστά του την αδικία και την ανθρώπινη ηλιθιότητα. Ο ίδιος ξεσπάει στο τραπέζι δηλώνοντας πως ντρέπεται που τρώει αμέριμνος πάνω στο βουνό ενώ άλλοι άνθρωποι πολεμούν κατά του φασισμού. Έχοντας επίγνωση των καταστάσεων προσπαθήσει να εξηγήσει στη Τσεζίρα πως η χώρα τους θα ορθοποδήσει αρκεί να επιστρέψει ο λαός στον πρωτογενή τομέα. Της δείχνει να λιβάδια και της λέει γεμάτος αισιοδοξία πως απ' αυτά θα αναγεννηθεί η νέα Ιταλία θεωρώντας πως η αστική τάξη που γέννησε τον φασισμό θα εξακολουθήσει να ζει παρασιτικά εις βάρος του απλού λαού. Κερδίζει το θαυμασμό όταν προτάσσει ηρωικά τα στήθη του απέναντι σε δυο φασίστες που τον σημαδεύουν με όπλο λέγοντάς του γεμάτοι οργή πως ο Μουσολίνι φυλακίστηκε κι ενώ φοβάται να εκφράσει τον έρωτά του στη Τσεζίρα, υψώνει τη φωνή του ατρόμητος σε έναν αξιωματικό των SS που τρώει στο σπίτι ενός συγγενή του (πιθανότατα δοσίλογου). Εκεί όμως που κερδίζει τον απόλυτο σεβασμό είναι όταν οι Γερμανοί στρατιώτες απαιτούν να τους ακολουθήσει κάποιος από το χωριό ως όμηρο που θα τους δείξει το μονοπάτι προς το βορρά, αποχαιρετά με απίστευτη αξιοπρέπεια τους συγχωριανούς του ξέροντας πως υπάρχει πιθανότητα να μην τους ξαναδεί. Για μένα ο Μικέλε είναι ένας σπουδαίος ήρωας που σπανίζει σε αντιπολεμικές ταινίες για έναν πολύ απλό λόγο. Διότι ο ρόλος του είναι αντιεμπορικός. 



Ένα ακόμη στοιχείο που λάτρεψα στη συγκεκριμένη ταινία ήταν οι κοινωνικές αναφορές κι οι άκρως προοδευτικές οπτικές του σκηνοθέτη απέναντι στις ανθρώπινες σχέσεις. Η Τσεζίρα φεύγοντας από την Ρώμη, ζητά από εναν φίλο του πεθαμένου της άνδρα, να προσέχει τα υπάρχοντά της όσο εκείνη θα λείπει στο βουνό. Στη συνάντησή τους αυτή μας αποκαλύπτεται ο παράνομος δεσμός τους. Όταν ο φίλος του νεκρού της άνδρα την ρωτά για ποιον λόγο παντρεύτηκε έναν ηλικιωμένο, εκείνη του απαντά με απίστευτο δυναμισμό κι ειλικρίνεια πως "παντρεύτηκε την Ρώμη κι όχι τον άνδρα της" θέλοντας να δείξει πως ο γάμος της ήταν μια αφορμή να φύγει από το χωριό και να ζήσει την πολυπόθητη αστική καλοπέραση. Λάτρεψα τόσο πολύ την φράση της αυτή που την συγκράτησα στο μυαλό μου. 
Επίσης μου έκανε μεγάλη εντύπωση η ιδιαίτερη αγάπη που είχαν οι άνθρωποι με την τοπική τους διάλεκτος. Με τη στάση τους αυτή θυμήθηκα ένα ιστορικό άρθρο που είχα διαβάσει για την προσπάθεια του Μουσολίνι να σβήσει κάθε τοπική ντοπιολαλιά και να θάψει κάθε μειονότητα ώστε να δημιουργήσει την απόλυτη καθαρή Ιταλία. Με την τακτική του αυτή είχαν απαγορευτεί και τα γκρεκάνικα της Κάτω Ιταλίας και πολλά ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας αντικατέστησαν τα ελληνικά τους ονόματα. 
Και τέλος, με τον βιασμό των δυο γυναικών που αποτυπώθηκε με απίστευτα σκληρό τρόπο, ο Βιττόριο Ντε Σίκα ξεσπάει οργισμένα για τις θηριωδίες του μαροκινού τάγματος που κατέφθασε στην Ιταλία μέσω των Γάλλων κι έσπειρε τον τρόμο σ' ολόκληρη την ιταλική χερσόνησο καθώς υπήρξαν αρκετοί βιασμοί γυναικών κι εκτελέσεις νέων και ιερέων. Με την αποτύπωση αυτών των γεγονότων συνειδητοποιούμε πως οι Σύμμαχοι δεν έκαναν θηριωδίες μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες που υπήρξαν κατεχόμενες ή σύμμαχοί τους στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Με λίγα λόγια, στον πόλεμο δεν υπήρχαν καλοί και κακοί αλλά τέρατα που αλληλοσφάζονταν και ξεσπούσαν τη λύσσα τους στον άμαχο πληθυσμό.
Η ταινία αυτή υπήρξε ορόσημο για τους δυο πρωταγωνιστές. Από τη μια η Σοφία Λόρεν κέρδισε το Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου και το βραβείο Καλύτερης Ηθοποιού στο Φεστιβάλ των Καννών και στα βραβεία BAFTA. Η σπουδαία Ιταλίδα ηθοποιός όχι μόνο σάρωσε τα βραβεία εκείνης της χρονιάς αλλά έγινε η πρώτη γυναίκα που πήρε όσκαρ ερμηνείας ενώ έπαιξε σε ξενόγλωσση ταινία. Όμως κι ο Ζαν Πολ Μπελμοντό με την ερμηνεία του αυτή έγινε πανευρωπαϊκά γνωστός.
Όσο για τον σπουδαίο Ιταλό σκηνοθέτη, αυτό που θέλει να περάσει μέσα από την ταινία αυτή, είναι πως κάθε πόλεμος έχει θύματα από όλες τις μεριές και πως κανείς από τους αντιμαχόμενους δεν είναι αγνός και καθαρός. Αλλά ακόμη κι αν τελειώσει ο πόλεμος θα χει προλάβει να σπέρνει νέα τέρατα στη βομβαρδισμένη γη, έτοιμα να ξεπηδήσουν στις επερχόμενες καταστροφές που θα 'ρθουν σε μια επόμενη κρίση. 
Πιστός στο δόγμα του νεορεαλισμού, εκτός από την ενδιαφέρουσα παρουσίαση των χαρακτήρων και τις δυσκολίες τους στην συγκεκριμένη περίοδο, ο Βιττόριο Ντε Σίκα περνάει παράλληλα και μηνύματα για την αυστηρότητα του καθολικισμού και την παραπλάνηση του λαού από τον φασισμό ενώ παράλληλα αναπτύσσει τον προβληματισμό του για την μεταπολεμική κατάσταση στην Ιταλία. Με μια σπάνιας ομορφιάς ευαίσθητη μαεστρία, μπλέκει τις απλές ιστορίες των ανθρώπων που προσπαθούν να επιβιώσουν, δημιουργώντας ένα ενδιαφέρον μωσαϊκό που αποτυπώνει το σκληρό πρόσωπο του πολέμου. 
Η "Ατιμασμένη" είναι ένα σπάνιο αντιπολεμικό αριστούργημα που εντυπωσιάζει τόσο για τις εξαιρετικές του ερμηνείες όσο και για την βαθύτητα ουμανιστική του ουσία. 

Βαθμολογία: 9/10

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Φλώρινα, η πόλη της αγγελοπουλικής ομίχλης



Πρώτη φορά που μου τράβηξε την προσοχή η Φλώρινα, ήταν κάπου στα μισά της δεκαετίας του '90 όταν έγιναν επεισόδια εις βάρος του μειονοτικού κόμματος "Ουράνιο Τόξο". Σε 'κείνη την τόσο παιδική ηλικία μου έκανε εντύπωση η ύπαρξη μειονοτήτων στην Ελλάδα καθώς ακόμη δεν γνώριζα τίποτα για τους Βαλκανικούς Πολέμους και τις αλλαγές των συνόρων που οδήγησαν σε εθνολογικές εκκαθαρίσεις περιοχών. Με τα χρόνια έμαθα και για την υπόθεση Σιδηρόπουλου, η οποία δικαιώθηκε στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Χάγης (εις βάρος της Ελλάδας φυσικά) ενώ πολλά χρόνια αργότερα που ανακάλυψα την σπουδαία φιλμογραφία του κ.Θόδωρου Αγγελόπουλου διέκρινα την ιδιαίτερη αγάπη του για την πόλη αυτή αλλά και τη σκοταδιστική επίθεση που δέχτηκε από τον περιβόητο μητροπολίτη της τον Αυγουστίνο Καντιώτη. Όλα αυτά τα γεγονότα είχαν συνθέσει ένα αινιγματικό προφίλ για τη συγκεκριμένη πόλη. Με τον καιρό, η Φλώρινα μετατράπηκε σε ένα στοιχειό που ομιχλώδες περιφερόταν στο μυαλό όποτε έβρισκα κάτι που συσχετιζόταν με την πόλη αυτή.
Η αλήθεια είναι πως δε με είχε τραβήξει η Φλώρινα κι έτσι ποτέ δεν επεδίωξα να εξιχνιάσω το μυστήριο πέπλο που την κάλυπτε. Να όμως που η επιστροφή μου από το πρόσφατο οδοιπορικό σε Οχρίδα και Μπίτολα, στάθηκε αφορμή να κάνουμε μια μικρή στάση στην πόλη αυτή.
Κάπως απογοητευμένοι από τη μίζερη μουντάδα της Μπίτολα, προτιμήσαμε να περάσουμε το ανοιξιάτικο απόγευμά μας στη Φλώρινα καθώς ήταν η πρώτη πόλη που θα συναντούσαμε μετά τα σύνορα. Απροετοίμαστος για την αριστοκρατική ομορφιά της πόλης, πάρκαρα το αμάξι έξω από τα στρατόπεδα της πόλης, κι αφού περπατήσαμε μέσα από το σύγχρονο κομμάτι της, καταλήξαμε στο πεζόδρομο δίπλα στον ποταμό Σακουλέβα. Περνώντας από τις πολύβουες καφετέριες που ζούσαν τις τελευταίες μέρες πριν την καραντίνα, περπατήσαμε κατά μήκος του ποταμού θαυμάζοντας τα πανέμορφα αρχοντικά που στέκουν ερειπωμένα στα ριζά του βουνού. Όσο απομακρυνόμασταν από την μητρόπολη της Φλώρινας, τόσο μας αποκαλυπτόταν η ομορφιά της. Μετά τα υπέροχα αρχοντικά του ποταμού, συναντήσαμε μικρές γλυκές μονοκατοικίες με τους όμορφους μπαχτσέδες τους. Σπίτια γεμάτα μεράκι κι ευγένεια. Εκεί συνάντησα και το περίφημο Διεθνές Καφενείο, το αγαπημένο στέκι του κ.Θόδωρου Αγγελόπουλου όπου γυρίστηκαν αρκετές σκηνές από τις ταινίες του. Η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Εκείνη ακριβώς την ώρα που περπατούσα στο δρόμο του καφενείου, ο ήλιος είχε ήδη γείρει στον ορίζοντα, προσφέροντας ένα μυσταγωγικό φως που έγλειφε με χάρη τις ανάγλυφες λεπτομέρειες των προσόψεων. Για μια στιγμή ένιωσα πως περπατούσαμε μέσα σε ένα κινηματογραφικό πλάνο και πως από κάπου θα ακούσω τη βραχνή φωνή του σπουδαίου Έλληνα σκηνοθέτη να δίνει εντολές στο κινηματογραφικό του συνεργείο.
Οι περιπλανήσεις μου έκλεισαν σε ένα από τα ομορφότερα κουτούκια που έχω επισκεφθεί στα ταξίδια μου. Συνήθως δεν μου αρέσει να κάνω διαφημίσεις αλλά εδώ ομολογώ πως οφείλω να κάνω μια εξαίρεση καθώς απολαύσαμε πλουσιοπάροχα και γευστικότατα πιάτα και ήπια για πρώτη φορά στη ζωή μου γράπα. Αναφέρομαι σε ένα γλυκύτατο κουτούκι με το όνομα "Γκιώνης".
Καθώς η νύχτα άρχισε να απλώνεται, κινήσαμε προς το αμάξι, περνώντας ξανά από τα πανέμορφα αρχοντικά της πόλης. Κάθε τόσο σταματούσα και προσπαθούσα να κρατήσω διάφορες εξαίσιες λεπτομέρειες από τη διακόσμησή τους. Αυτό όμως που με κέντρισε περισσότερο ήταν τα έντονα γήινα χρώματα που πρόσφεραν μια εξωπραγματική διάσταση στην όψη της πόλης.
Φεύγοντας από κει, θυμήθηκα μια φράση που είχα ακούσει για την Φλώρινα. "Στη Φλώρινα όλοι έρχονται κλαίγοντας και φεύγουν κλαίγοντας". Παρά το λίγο που έκατσα εκεί, ομολογώ πως μπορώ να καταλάβω την έννοιά της...

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

Καστοριά, η αρχόντισσα της λίμνης



Η Καστοριά ήταν ένας προορισμός που με ιντρίγκαρε για πολλά χρόνια αλλά η γεωγραφική της θέση μ' έκανε να την έχω εκτός πλάνων στις ταξιδιωτικές μου εξορμήσεις. Τη μόνη φορά που βρέθηκα κοντά της, ήταν όταν επέστρεφα από το μεγάλο οδοιπορικό των Δυτικών Βαλκανίων. Να όμως που η περίοδος της πανδημίας με τα κλειστά σύνορα, στάθηκε αφορμή να επισκεφθώ διάφορα μέρη της Ελλάδος που είχα αφήσει όλα αυτά τα χρόνια στην άκρη.
Για την αρχόντισσα της λίμνης είχα διαβάσει αρκετά κείμενα που μιλούσαν για την ομορφιά της και την ιστορία της κι είχα απολαύσει κάμποσες φωτογραφίες της που έβρισκα κατά καιρούς σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάνοντάς με να θέλω όλο και πιο πολύ να την επισκεφθώ. Όταν λοιπόν βρέθηκε η ευκαιρία να την συναντήσω από κοντά, σημείωσα αμέσως τα μέρη της πόλης που άξιζε να επισκεφθώ.
Η πρώτη αναφορά για την πόλη γίνεται με το όνομα Ιουστινιανούπολη και Διοκλητιανούπολη. Για το Καστοριά που βγήκε μετέπειτα, κάποιοι το συσχέτισαν με το "κάστρο" καθώς η πόλη ήταν σε οχυρωματική θέση. Γι' αυτό το λόγο κι οι κάτοικοι της λέγονται Καστρινοί. Όμως η άποψη αυτή θεωρείται αβάσιμοι με πολλούς να θεωρούν πως το όνομα προέρχεται από τον Κάστορα καθώς σύμφωνα με τη μυθολογία, η πόλη χτίστηκε το 840 π.Χ. από τον αδελφό του τον Πολυδεύκη. Πέρα όμως από την προέλευση του ονόματος, αυτό όμως που με αγγίζει και συγκινεί περισσότερο από την ιστορία αυτής της πόλης είναι οι ιστορικές στιγμές που έζησε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου καθώς η Καστοριά βρίσκεται ανάμεσα στο Γράμμο και στο Βίτσι όπου διατελέστηκαν εγκλήματα πολέμου από τον ελληνικό στρατό και τους συμμάχους.
Από την πρώτη στιγμή που φτάσαμε εκεί, συνειδητοποίησα πως η πόλη δεν είναι καθόλου εύκολη και προσιτή στους επισκέπτες. Σαν μια ντροπαλή κοπέλα, κρύβει την αρχοντική της ομορφιά πίσω από τις κλειστοφοβικές πολυκατοικίες που στέκουν κρεμασμένες πάνω από τα καταπράσινα νερά της λίμνης ενώ τα αδιάφορα μπαρ της ακτής μας προκαλούσαν μια άδικη αποστροφή για την πόλη αυτή. Στρίβοντας όμως προς την περιοχή του Ντολτσό όλη η αύρα της Καστοριάς αλλάζει. Τα αρχοντικά παίρνουν την θέση των άχαρων πολυκατοικιών και οι μυρωδάτοι κήποι προσθέτουν μια πανδαισία χρωμάτων στους παραλίμνιους περιπάτους.
Για καλή μας τύχη αλλά όχι για το ατρόμητο αμάξι μας, το διαμέρισμα που θα μέναμε βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο της πλαγιάς απ' όπου ξεκινούσε η χερσόνησος που εισχωρούσε στη λίμνη της Ορεστιάδας. Από το μπαλκόνι μας είχαμε μια πανοραμική όψη της λίμνης ενώ από κάτω μας απλωνόταν το σύγχρονο μουντό κομμάτι της Καστοριάς. Όταν όμως η νύχτα έπεφτε, τα θαμπά φώτα των δρόμων έσβηναν τις τσιμεντένιες ουλές της πόλης κι η λίμνη μετατρεπόταν σε έναν υδάτινο καθρέφτη. Μάλιστα η μαγεία του τοπίου έπαιρνε άλλη διάσταση όταν έβγαινε πίσω από τη χερσόνησο το ολόγιομο φεγγάρι που μάλιστα εκείνες τις νύχτες παραήταν λαμπερό.
Απολαμβάνοντας από το μπαλκόνι την Καστοριά, προσπάθησα να θυμηθώ τους κατακτητές που διεκδίκησαν την πόλη. Πέρα από τους Βούλγαρους και τους Οθωμανούς, είχαν έρθει ακόμη κι οι Νορμανδοί σ' αυτήν την γωνιά των Βαλκανίων. Αυτό φανερώνει πως η πόλη αυτή υπήρξε πόλος έλξης για πολλούς λαούς κάτι που αποδεικνύεται κι από τον μεγάλο αριθμό βυζαντινών κι οθωμανικών (κρίμα που τα αποκαλούμε μεταβυζαντινά σβήνοντας μ' αυτόν τον τρόπο ένα κομμάτι της ιστορίας του κάθε τόπου) μνημείων αλλά κι αρκετών αρχοντικών οικιών που ορθώνονται στην περιοχή του Ντολτσό.
Η ομορφιά της πόλης, μας αποκαλύφθηκε σταδιακά καθώς περιπλανιόμασταν κατά μήκος της λίμνης. Αφήνοντας πίσω τα άχρωμα κι αδιάφορα μπαρ της ακτής, φτάνουμε στη παλιά συνοικία της πόλης, το Ντολτσό. Το τοπίο ανοίγει αμφιθεατρικά χρησιμοποιώντας ως ορχήστρα την κεντρική πλατεία ενώ δεκάδες αρχοντικά, άλλα ερειπωμένα κι άλλα αναστηλωμένα στέκουν στις φανταστικές κερκίδες ώστε να παρακολουθούν την παράσταση της κεντρικής σκηνής αλλά και να απολαμβάνουν ανεμπόδιστα την ομορφιά της λίμνης. Αυτά τα υπέροχα κτίσματα μαζί με τις εβδομήντα βυζαντινές εκκλησίες, γίνονται αφορμή για ένα ακόμη ταξίδι στο χρόνο και στον πολυεθνικό πολιτισμό των Βαλκανίων.
Αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η ευγένεια και η φιλήσυχη διάθεση των κατοίκων της πόλης. Μάλιστα σε ένα κεντρικό καφέ της πλατείας Ντολτσό πέρα από το υπέροχο πρωινό που απολαύσαμε, μεγάλη εντύπωση μας έκανε η ζεστή εξυπηρέτηση και συμπεριφορά των ανθρώπων που το έχουν. 
Πριν αναχωρήσουμε από την πόλη απολαύσαμε έναν υπέροχο περίπατο προς τη Σπηλιά του Δράκου και τη Βυζαντινή Μονή της Παναγιάς Μαυριώτισσας. Ο περίπατος είναι μες στα δέντρα, γεμίζοντας με πράσινο κάθε κάδρο. Στις καλαμιές της λίμνης κρυβόντουσαν διάφορα μικρά πουλιά που έκαναν αρκετό θόρυβο με τις τραγουδιστές φωνές τους ενώ στις πέτρες της ακτής ξεπρόβαλαν αρκετά νερόφιδα τα οποία αμέσως βυθίζονταν στα θολά νερά φοβισμένα από τη παρουσία μας. Δυστυχώς τη μέρα εκείνη το σπήλαιο ήταν κλειστό οπότε αρκεστήκαμε στο να θαυμάσουμε τις θαυμάσιες αγιογραφίες της μονής που χρονολογείται από τον 11ο αι. όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αλέξιος Α' Κομνηνός.
Φεύγοντας από την Καστοριά μας έπιασε μια ψιλή βροχή, η οποία όλο και δυνάμωνε καθώς οδεύαμε προς τον περιφερειακό. Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στη λίμνη πριν χαθώ προς τα νοτιοανατολικά, συνειδητοποίησα πως η πόλη αυτή μετατρέπεται σε μία υδρόβια νύμφη όταν βρέχεται ευλαβικά από τα σύννεφα. Πόσο μάλλον όταν ντύνεται στα λευκά τον χειμώνα.

Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

Νυμφαίο, η παραμυθένια νύμφη του χιονιού




Πάντα επισκέπτομαι με επιφυλάξεις ένα μέρος που είναι πολυδιαφημισμένο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι φήμες θέλουν το Νυμφαίο να θεωρείται ως ένα από τα ομορφότερα χωριά της Ελλάδος ενώ αρκετοί ταξιδιωτικοί οδηγοί το κατατάσσουν στα δέκα ομορφότερα της Ευρώπης. Η φήμη του όμως δε σταματάει εκεί καθώς το Νυμφαίο διεκδικεί το Βραβείο Μελίνα Μερκούρη από τον παγκόσμιο οργανισμό της Unesco όσον αφορά την άριστη διαχείριση του πολιτιστικού αποθέματος και φυσικού περιβάλλοντος. Κι επειδή πιστεύω στις παροιμίες, κίνησα κατά κει με "μικρό καλάθι".
Ανεβαίνοντας λοιπόν σε ένα υψόμετρο 1.350 μέτρων, παίρνοντας τις συνεχόμενες στροφές που ξεκινούσαν από το χωριό Αετός, βρεθήκαμε σε ένα αλπικό τοπίο που μας μάγεψε προτού ακόμη μπούμε στον παραδοσιακό οικισμό του Νυμφαίου. Ένα μεγάλος χώρος στάθμευσης έξω από το χωριό, στάθηκε αφορμή να αλλάξουμε ρούχα καθώς είχαμε πάει αρκετά απροετοίμαστοι απέναντι στη βουνίσια ψύχρα παρόλο που βρισκόμασταν στις αρχές του καλοκαιριού. Απέναντί μας ορθωνόταν μια καταπράσινη πλαγιά που καλυπτόταν από πυκνά σύννεφα τα οποία γλιστρούσαν πάνω από τις φουντωτές φυλλωσιές των δέντρων ξυπνώντας όλες τις αποχρώσεις του πράσινου.
Μπαίνοντας πεζοί στο χωριό, συναντήσαμε ένα ξύλινο τοξωτό γεφυράκι που ένωνε δύο αρχοντικά τα οποία στέκουν στην είσοδο του χωριού. Έπειτα ακολούθησαν διάφορες πετρόχτιστες αρχοντικές πόρτες καλυμμένες με πυκνούς κισσούς. Περπατούσαμε και δε ξέραμε που τελειώνει το δάσος και που αρχίζει το χωριό. Ο δρόμος μας έβγαλε στην κεντρική γραφική πλατεία. Ευτυχώς που κυμάτιζε η ελληνική σημαία σε ένα κοντάρι αλλιώς δε θα πίστευα πως βρίσκομαι σε ελληνικό έδαφος. Σημαντικό ρόλο σ' αυτήν την παραπλάνηση παίζει η επιβλητική όψη της Νίκειος Σχολή που στέκει πάνω από τις στέγες των υπόλοιπων σπιτιών με το ψηλό της πύργο με το ρολόι να θυμίζει εικόνες βγαλμένες από πόλεις της κεντρικής Ευρώπης.
Είναι εντυπωσιακό κι άκρως συγκινητικό που αυτό το χωριό κατάφερε να αποφύγει μια ερημοποίηση που το είχε φέρει στα πρόθυρα του αφανισμού τη δεκαετία του '80. Παρόλο που σήμερα έχει τριανταπέντε μόνιμους κατοίκους, το Νυμφαίο σφύζει από επισκέπτες καθώς έχει γίνει ένας από τους δυνατότερους πόλους έλξης της ευρύτερης περιοχής. Σημαντικό ρόλο σ' αυτό έπαιξε το μεράκι αλλά κι η αγάπη των ανθρώπων που φρόντισαν τον τόπο τους, μετατρέποντάς τον σε ένα εντυπωσιακό κινηματογραφικό σκηνικό.
Διασχίζοντας την πλατεία του χωριού μας περικύκλωσαν τρία υπέροχα τσομπανόσκυλα. Αμέσως σταθήκαμε και κάναμε χάζι τα θλιμμένα τους πρόσωπα και τις εντυπωσιακές τους πατούσες ενώ οι όψεις τους έδεναν αρμονικά με την ομορφιά του τοπίου. Ένας γεροντάκος που στεκόταν εκεί κοντά, μας είπε τα ονόματά τους δείχνοντας τον πιο φουντωτό λέγοντας πως είναι δεκαεννιά χρονών. "Υπό άλλες συνθήκες θα μας είχε αφήσει χρόνους αλλά εδώ πάνω κάνει υπέροχη ζωή". Μας μιλούσε γι' αυτόν τον γλυκύτατο γίγαντα και μας έδινε την εντύπωση πως αναφερόταν σε κάποιον συγχωριανό του.
Συνεχίσαμε τη βόλτα μας στα πέτρινα σοκάκια του χωριού. Όλα τα αρχοντικά έμοιαζαν τόσο πολύ μεταξύ τους χάρης στην πέτρινη τοιχοδομία τους και στις λαμπερές στέγες από λαμαρίνα (για να μη συγκρατούν το χιόνι). Όμως το κάθε κτίριο ξεχώριζε με μικρές διακοσμητικές πινελιές. Αυτό όμως που μας εντυπωσίασε πιο πολύ, ήταν που παντού επικρατούσε τάξη και καθαριότητα παρουσιάζοντας μια παιδεία αλλά και μια ευγένεια που δυστυχώς λείπει στις περισσότερες ελληνικές πόλεις.
Τώρα λίγα λόγια για το πανέμορφο χωριό Νυμφαίο. Η παλιότερη ονομασία ήταν Νιβέστα κι είχε βλάχικη προέλευση. Η έμπνευση της συγκεκριμένης ονομασίας έχει τρεις ερμηνείες. Πρώτα απ' όλα ως «Νύφη» λόγω της ομορφιάς του (Νιβέστα). Έπειτα λόγω τοποθεσίας του καθώς ήταν «αθέατο» (ni vista). Και τέλος ως «χιονάτη» ή «όπου μένει το χιόνι» (nives sta). Ο οικισμός μετονομάστηκε από Νέβεσκα σε Νυμφαίον (και συνακόλουθα η κοινότητα Νεβέσκης σε κοινότητα Νυμφαίου) με το Προεδρικό Διάταγμα της 9/2/1926 "Περί μετονομασίας κοινοτήτων και οικισμών της Μακεδονίας". Τότε που ελληνοποιήθηκαν οι ονομασίες αρκετών χωριών της βορείου Ελλάδος σβήνοντας μ' αυτόν τον τρόπο το παρελθόν αρκετών τόπων για να κρύψουν κάθε τι σλαβικό που κουβαλούσαν.
Το Νυμφαίο οικίστηκε περί το 1385 από Βλάχους Οδίτες, δηλαδή λατινοφωνήσαντες αυτόχθονες Μακεδόνες, που επί 1.400 χρόνια φύλαγαν τη γειτονική Εγνατία Οδό και οι οποίοι κατέφυγαν τότε στα απρόσιτα βουνά, ύστερα από σκληρές μάχες με τους Οθωμανούς. Αυτοί οι πολεμιστές οικιστές του Νυμφαίου συνθηκολόγησαν αργότερα υπό όρους. Έτσι παρέμειναν ένοπλοι και αυτοδιοικούμενοι, υπαγόμενοι απευθείας στη Βαλιντέ Σουλτάνα, δηλαδή τη μητέρα του Σουλτάνου, στην οποία πλήρωναν πολύ μειωμένους φόρους. Μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα ζούσαν κυρίως με ληστρικές επιδρομές στα τσιφλίκια του κάμπου. Περί το 1630 άρχισαν να επιδίδονται στην ασημουργία και ανέδειξαν το χωριό τους σε περιώνυμο κέντρο αργυροχρυσοχοΐας όλης της Μακεδονίας για τους υπόλοιπους τρεις αιώνες. Κατά τις σαρωτικές επιδρομές των Αλβανών, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα μετά τα Ορλωφικά, το Νυμφαίο δέχτηκε πολλούς Βλάχους, Μακεδόνες, Έλληνες πρόσφυγες από τη Μοσχόπολη, τη Νικολίτσα, το Λινοτόπι και άλλα μέρη που καταστράφηκαν από τους επιδρομείς. Παράλληλα, ένας σημαντικός αριθμός κατοίκων του χωρίου μετακινήθηκε προς την ανατολική Μακεδονία, στα χωριά Άνω Πορόια, Κάτω Τζουμαγιά, Αλιστράτη, Νιγρίτα, στις Σέρρες και αλλού. Κατά την Ελληνική επανάσταση του 1821 σημαντική ήταν η προσφορά των κατοίκων του Νυμφαίου, όπως η οικογένεια του Μίχα Τσίρλη, που χρηματοδότησε τον αγώνα, του Νάκα, καθώς και τον αδερφών Αντώνιου και Βασίλειου Ζούρκου. Στο Μακεδονικό κίνημα του 1878 κατά της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, ιδιαίτερη μορφή του Νυμφαίου αναδείχτηκε ο οπλαρχηγός Βασίλειος Ζούρκας, που δρούσε έως τις περιοχές Βαρνούντα και Μοριχόβου ενώ κατά το Μακεδονικό Αγώνα, οι κάτοικοι πρωτοστάτησαν στις Ελληνικές προσπάθειες με κυριότερο αγωνιστή, τον οπλαρχηγό Δημήτριο Γκόλνα. Επίσης το Νυμφαίο ανέδειξε σημαντικούς ευεργέτες, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ο Μίχας Τσίρλης.
Στο Νυμφαίο γεννήθηκαν και έζησαν βαθύπλουτοι διεθνείς έμποροι καπνού και βαμβακιού, ενώ ταυτόχρονα το χωριό υπήρξε πάντα ορμητήριο όλων των εθνικών αγώνων, αλλά και πατρίδα πολλών αγωνιστών, ευεργετών και επιστημόνων. Κατά την ακμή του, λοιπόν, το χωριό διέθετε υποδειγματικές υποδομές, πυκνή δόμηση και πλούσιο πολιτισμό. Η παρακμή, ωστόσο, ξεκίνησε από το 1930 και μετά, λόγω οικονομικών, κοινωνικών και τεχνολογικών μεταβολών που οδήγησαν στην διάσπαση της τοπικής και ευρύτερης αγοράς, ενώ οι δραματικοί πόλεμοι έως το 1949, σχεδόν ερήμωσαν το χωριό, διώχνοντας τους περισσότερους κατοίκους του στην διασπορά.
Η βόλτα μας συνεχίστηκε κι έξω από το χωριό. Περπατώντας ανάμεσα σε πανύψηλες οξιές που άφηναν το χρυσαφί χρώμα του ήλιου να φτάνει διακριτικά ως το έδαφος, πήραμε το μονοπάτι που οδηγεί προς το Ξινό Νερό. Εκεί βρίσκεται το γνωστό σε όλους μας καταφύγιο Αρκτούρος.
Σταθήκαμε τυχεροί καθώς την ώρα που φτάναμε ξεκινούσε μια ξενάγηση στις φωλιές των αρκούδων που φιλοξενούνται εκεί. Ένας συμπαθητικός κι άκρως επικοινωνιακός κύριος που ανήκει στη συγκεκριμένη ΜΚΟ, μας μίλησε για τις αρκούδες αλλά και για την άσχημη ζωή όσων φιλοξενούνται αυτή τη στιγμή εκεί ενώ ακριβώς από πίσω του γυρόφερναν η Σάσα κι η Αλεξάνδρα, δυο αρκούδες που ήρθαν από το ζωολογικό κήπο της Θεσσαλονίκης, οι οποίες μαθημένες να ζουν εγκλωβισμένες σε ένα περιορισμένο κλουβί, τους ήταν δύσκολο να προσαρμοστούν στη φύση. Τουλάχιστον το καταφύγιο τους παραχωρεί ένα μεγάλο κομμάτι γης όπου μπορούν να κινηθούν πιο άνετα και να νιώσουν κάπως ελεύθερες για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Ο ξεναγός μας περιέγραψε την άσχημη κατάσταση που τους είχε επιφέρει η αιχμαλωσία, η οποία τους άφησε συμπτώματα «στερεοτυπικής συμπεριφοράς» (ένα είδος αυτισμού για τα ζώα). Επίσης μας μίλησε για το πώς φροντίζονται οι αρκούδες μέσα στο καταφύγιο, πως τροφοδοτούνται αλλά και τη μέθοδο που οι ίδιοι οι φροντιστές τους έχουν φτιάξει τα σπίτια στα οποία εκείνες κοιμούνται. Έπειτα μας πληροφόρησε πως είναι στειρωμένες καθώς δεν είναι σε θέση να μεγαλώσουν μικρά αρκουδάκια. Στη συνέχεια μας έδωσε συμβουλές για το τι πρέπει να κάνουμε αν έρθουμε σε επαφή με ένα απ' αυτά τα ζώα κι έκλεισε τη κουβέντα του επισημαίνοντας το σπουδαίο έργο του Αρκτούρου καθώς την δεκαετία του '80 που ξεκίνησε τη δράση του υπήρχαν μόνο πενήντα αρκούδες στον ελλαδικό χώρο ενώ σήμερα υπάρχουν πεντακόσιες πενήντα ελεύθερες στα βουνά της Ελλάδος. Δηλώνοντας αυτό το αστρονομικό ποσό, μας εξήγησε πως αυτό το στοιχείο φανερώνει πως τα ελληνικά βουνά είναι υγιείς τόποι.
Επιστρέφοντας από το καταφύγιο στο χωριό, επισκεφθήκαμε τον ναό του Αγίου Νικολάου. Η θέση που βρίσκεται ο ναός, δίνει την δυνατότητα στον επισκέπτη να απολαύσει την αμφιθεατρική ανάπτυξη του χωριού πάνω στη πλαγιά. Παρόλο που ήταν Ιούνης, κάποια τζάκια ήταν αναμμένα κάνοντας τους καπνούς να ανεβαίνουν βιαστικά θέλοντας να συναντήσουν τα σύννεφα που αιωρούνταν ακριβώς πάνω από τις στέγες των σπιτιών.
Από εκεί πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Στην είσοδο του χωριού στεκόταν ο μαθουσάλας σκύλος που είχαμε συναντήσει πρωτύτερα στην κεντρική πλατεία. Αγέρωχος και περήφανος όπως οι κάτοικοι του χωριού, μας αποχαιρέτησε εγκάρδια, κάνοντάς μας με τη σειρά μας να του δώσουμε την υπόσχεση πως θα επισκεφθούμε ξανά το χωριό για να απολαύσουμε και τη χειμερινή του όψη.

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Ο Θυρωρός της Νύχτας (1974)


Υπάρχουν κάποιες ταινίες που συνήθως τις αποφεύγω θεωρώντας τες με έναν απροσδιόριστο τρόπο καλτ, αν και υποθέτω πως με την προκατάληψή μου αυτή αγνοώ αρκετά κινηματογραφικά διαμάντια. Μια απ' αυτές τις ταινίες που τις είχα στο περιθώριο της κινηματογραφικής μου λίστας ήταν ο "Θυρωρός της Νύχτας". Μάλιστα όταν μου προτάθηκε να την δω, κάπως δίστασα κι η αλήθεια είναι πως από τα πρώτα της λεπτά, ένιωθα πως παρακολουθώ μια φτηνή ευρωπαϊκή παραγωγή της δεκαετίας του '70 που θα μου προκαλούσε δυσφορία. 
Τελικά οι επιφυλάξεις μου υποχώρησαν όσο η ιστορία προχωρούσε και με εισχωρούσε με έναν άκρως σκοτεινό τρόπο στο σκοτεινό ναζιστικό παρελθόν της Γηραιά Ηπείρου. Μάλιστα, αυτό που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία ξεχωριστή είναι η εντρύφηση της στη σαδομαζοχιστική πλευρά του ναζισμού καθώς και στην αρρωστημένη ερωτική σχέση που δημιουργείται κάποιες φορές μεταξύ θύτη και θύματος. 
Όμως από την άλλη, ο τρόπος που η συγκεκριμένη ταινία χειρίστηκε το επίμαχο θέμα, στάθηκε αφορμή να δεχτεί μια σωρεία αρνητικών κριτικών με αρκετούς να τη θεωρήσουν κι ως φιλοναζιστική. Πράγματι είναι γεγονός πως το έργο καθ'όλη τη διάρκειά του πατάει σε ένα τεντωμένο σκοινί και σε αρκετά σημεία ταλαντώνεται επικίνδυνα. Ακόμη κι εγώ ενοχλήθηκα αρκετές φορές. Ζυγίζοντας όμως αυτά που αποκόμισα στο φινάλε, κατέληξα στο συμπέρασμα πως πέρα από την σαδομαζοχιστική σχέση που παρουσιάζεται, ο "Θυρωρός της Νύχτας" είναι ένα δριμύ κατηγορώ όχι μόνο στο ναζισμό αλλά και στο μεταπολεμικό σύστημα που κουκούλωσε τα εγκλήματα πολλών αξιωματικών των SS και τους άφησε να ζήσουν μια ήρεμη ζωή με τους ίδιους να παραμένουν αμετανόητοι για το βεβαρημένο τους παρελθόν και την τερατώδης ιδεολογία τους.
Η ιστορία μας μεταφέρει στη Βιέννη μια δεκαετία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου κεντρικό πρόσωπο είναι ένας αινιγματικός νυκτερινός ρεσεψιονίστ ενός μπαρόκ ξενοδοχείου, ο οποίος καλύπτει το σκοτεινό του παρελθόν διατηρώντας χαμηλούς τόνους τόσο με τους συναδέλφους του όσο και με τους πελάτες του ξενοδοχείου. Όμως η ήρεμη καθημερινότητά του θα διαταραχθεί όταν συναντηθεί με μια γοητευτική γυναίκα, η οποία υπήρξε κάποτε κρατούμενη σε ένα από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης που εκείνος υπηρετούσε. Εκείνη αμέσως αναγνωρίζει στο πρόσωπό του τον σαδιστή αξιωματικό των SS με τον οποίον είχε συνάψει ερωτική σχέση την περίοδο που βρισκόταν φυλακισμένη στο ναζιστικό κολαστήριο. Η τυχαία αυτή συνάντηση θα ξυπνήσει τα φαντάσματα του παρελθόντος που κι οι δυο είχαν θάψει μέσα τους κι αναζωπυρώνει την άλλοτε αρρωστημένη ερωτική τους σχέση. 
Παράλληλα εκείνην την περίοδο ο μυστηριώδης ρεσεψιονίστ προετοιμάζεται για τη δίκη που στήνεται εναντίον του για τα εγκλήματα πολέμου που ο ίδιος διέπραξε. Παρά το βάρος των καταγγελιών, ο ίδιος δείχνει ατάραχος καθώς βασίζεται σε μια ομάδα πρώην αξιωματικών των SS που ζουν κι αυτοί στη Βιέννη και καταστρέφουν κάθε αρχείο αλλά και κάθε μαρτυρία για τα εγκλήματα που ο καθένας τους έχει κάνει. Όμως μέσα σ' αυτά τα στοιχεία που πρέπει να εξαφανιστούν είναι κι οι μάρτυρες-θύματα αυτών των εγκλημάτων που βρίσκονται ακόμη σε ζωή. Αυτή είναι η λεπτομέρεια που θα οδηγήσει τον ρεσεψιονίστ σε αδιέξοδο καθώς πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στη ζωή της ερωμένης του και στην ολοκληρωτική κάθαρση του μητρώου του που θα του προσφέρει μια φιλήσυχη καθημερινότητα για το υπόλοιπο της ζωής του. Η εσωτερική του πάλη είναι σφοδρή κι η ηρωική του έξοδος στο τέλος άκρως επικίνδυνη ηθικά καθώς μ' αυτόν τον τρόπο αφήνεται μια υπόνοια πως ο αξιωματικός των SS αθωώνεται μέσα από την "τιμωρία".


Επιτρέψτε μου να παρακάμψω τη σαδομαζοχιστική πλευρά της ταινίας και να επικεντρωθώ στο πολιτικό της κομμάτι καθώς είναι λίγες οι φορές που έχω παρακολουθήσει κάποιο έργο που να αναφέρεται στο ξέπλυμα του σκοτεινού παρελθόντος όσων ναζί αξιωματικών γλίτωσαν μετά τον πόλεμο. Στο "Θυρωρό της Νύχτας" παρατηρούμε βήμα βήμα τις κινήσεις των εγκληματιών να κρύψουν το παρελθόν τους. Το κράτος είναι ανύπαρκτο, φανερώνοντας την αδυναμία ενός συστήματος να εξοντώσει τα τέρατα που το ίδιο εκκόλαψε. Επίσης η κοινωνία είναι βουβή κι απούσα, μαρτυρώντας την εξοργιστική κοινή άγνοια κι αδιαφορία στα πρόσφατα εγκλήματα πολέμου ενώ παράλληλα την δείχνει ως "έτοιμη" ως βουβός θεατής στο ενδεχόμενο ύπαρξης νέων κολαστηρίων και πολέμων. Τα τέρατα κυκλοφορούν μαζί με τους ανθρώπους το ίδιο ελεύθερα όπως συνέβαινε και στο πόλεμο, με την μόνη διαφορά πως τώρα τα τέρατα έχουν κρύψει τα σύμβολα και τις στολές τους σε ντουλάπες και μπαούλα. Τα δικαστήρια γελοιοποιούνται καθώς αποδεικνύεται πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα θεσμό με θεατρικό χαρακτήρα που απλώς κρύβει τη σκόνη κάτω από το χαλάκι της λήθης. 
Στην περίπτωση του πρωταγωνιστή, διαπιστώνουμε πως ο ίδιος δεν νιώθει σε καμία στιγμή μετανιωμένος για τα εγκλήματά του. Μάλιστα φτάνει στο σημείο να δολοφονήσει κάποιον πρώην συνεργάτη του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, διότι φοβάται πως θα τον καρφώσει στη δικαιοσύνη. Ούτε εξανθρωπίζεται όταν συναντά την πρώην κρατούμενή του, παρόλο που η ταινία αφήνει μία υπόνοια μεταστροφής του (κάτι που θεωρώ ως μεγάλο φάουλ της ταινίας). Κατά κάποιο τρόπο, η ταινία εξομαλύνει την εγκληματική φύση του αξιωματικού θέλοντας να δείξει πως ακόμη κι οι ίδιοι οι ναζί μπορούν να φαγωθούν από τους ομοϊδεάτες τους αν παρεκκλίνουν έστω και λίγο από το κοινό τους συμφέρον.
Καθώς η ιστορία ξεδιπλώνεται δημιουργώντας μία μίξη παραδικαστικού θρίλερ κι ερωτικής ιστορίας, μας παρουσιάζονται διάφορες παρελθοντικές αναδρομές που αποκαλύπτουν τόσο το παρελθόν των δυο προσώπων όσο και την πρότερη σύνδεσή τους. Σ' αυτήν την αναδρομή αρχίζει να μας αποκαλύπτεται η προσωπικότητα της Λουτσία, η οποία από τρομοκρατημένο παιδί ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης μετατρέπεται σε μια σεξουαλικά χειραφετημένη γυναίκα. Σ' ένα απ' αυτά τα φλας μπακ παρακολουθούμε την περιβόητη σκηνή όπου η Λουτσία εμφανίζεται ημίγυμνη φορώντας μόνο ένα παντελόνι, ένα ζευγάρι γάντια κι ένα ναζιστικό καπέλο ενώ δυο τιράντες προσπαθούν ανεπιτυχώς να καλύψουν το γυμνόστηθο κορμί της. Η ίδια με βλέμμα χαμένο, χορεύει ανάμεσα σε γκρίζα και παγερά πρόσωπα τραγουδώντας το «Wenn ich mir was wunschen durfte» της Μαρλέν Ντίτριχ κι αποπνέει μια απίστευτη σεξουαλική απελευθέρωση σβήνοντας μ' αυτόν τον τρόπο την αρχική της τρομοκρατημένη όψη. Κλείνοντας το χορό, ο ρεσεψιονίστ (ως αξιωματικός των SS τότε) την ευγνωμονεί προσφέροντάς της ένα κουτί στο οποίο περιέχει το κομμένο κεφάλι ενός συγκρατούμενού της που την παρενοχλούσε. Εκείνη ως μια σύγχρονη Σαλώμη, αρχικά παγώνει στη θέα του κομμένου κεφαλιού αλλά στη συνέχεια αφήνει να ξεγλιστρήσει ένα κυνικό χαμόγελο καθώς συνειδητοποιεί πως κι η ίδια έγινε ένα με το τέρας που μέχρι πρότινος φοβόταν. Ίσως σ' αυτήν την ενοχή πατάει κι η αρρωστημένη ερωτική τους σχέση.
Η συνάντησή τους που θα πραγματοποιηθεί δέκα χρόνια μετά τον πόλεμο θα αποδείξει πως το πάθος τους δεν πέθανε με το τέλος του πολέμου παρόλο που οι δύο ήρωες ζούσαν ως ζωντανοί-νεκροί. Από τη μια η γοητευτική κοπέλα ζει στη σκιά του διάσημο άνδρα της κι από την άλλη ο ρεσεψιονίστ προτιμά να κινείται την νύχτα καθώς δεν αντέχει το φως της μέρας. Όταν συναντιούνται, ο έρωτας επιστρέφει. Όμως η επανασύνδεσή τους που θα τους φέρει σε θανάσιμο κίνδυνο κάτι που αναγκάζει την ταινία να χάσει κάπως τις ισορροπίες καθώς τα δύο αυτά πρόσωπα γίνονται σταδιακά συμπαθείς προς το κοινό. Μάλιστα η ηθική ισορροπία κλονίζεται ανεπανόρθωτα όταν πραγματοποιείται η τελική ηρωική τους έξοδος.


Παρόλα αυτά, η ταινία αξίζει να τοποθετηθεί στα αριστουργήματα του παρελθόντος γι' αρκετούς λόγους. Πρώτα απ' όλα οι δυο πρωταγωνιστές δίνουν ρεσιτάλ ερμηνειών, σε σημείο που φτάνουμε να γινόμαστε θεατές της πλήρης αφομοίωσης των χαρακτήρων τους. Ο Ντιρκ Μπόγκαρντ στο ρόλο του πρώην αξιωματικού ναζί, χτίζει μια προσωπικότητα που ξεχωρίζει για την μελαγχολική του αλαζονεία αλλά και την αντικοινωνική του ευγένεια με την οποία υψώνει τείχη γύρω του επιδιώκοντας μια φιλήσυχη ζωή αποκομμένη από το σκοτεινό παρελθόν του. Από την άλλη, η Σαρλότ Ράμπλινγκ δημιουργεί μια προσωπικότητα σκοτεινή, αινιγματική κι άκρως ερωτική, ενώ το βλέμμα της βγάζει μια φλόγα αιώνιας εφηβείας σε σημείο που την λάτρεψα πολύ στο συγκεκριμένο ρόλο. Το σπουδαίο αυτό πρωταγωνιστικό δίδυμο καταφέρνει με ιδιαίτερη ευκολία να εγείρει διαχρονικά ερωτήματα για τις δυναμικές που αναπτύσσονται μεταξύ του απόλυτου θύματος και του απόλυτου θύτη. Ίσως γι' αυτό το λόγο να ενόχλησε πολύ, καθώς ακόμη και σήμερα προκαλεί αγανάκτηση η υπόνοια πως ένας ναζί εκτός από την τερατώδη πλευρά, διαθέτει επίσης και μία ανθρώπινη.
Η ταινία προκάλεσε πολλές αντιδράσεις κυρίως στην Αμερική ενώ στην Ιταλία απαγορεύτηκε λόγω αισχρότητας με τις κόπιες να κατάσχονται από τις ιταλικές αρχές ενώ παράλληλα ασκήθηκαν ποινικές διώξεις στη Λιλιάνα Καβάνι για απεικόνιση σεξουαλικών βασανιστηρίων. Αυτό προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από σπουδαίους Ιταλούς δημιουργούς όπως ο Βισκόντι, ο Αντονιόνι κι ο Παζολίνι, οι οποίοι τάχθηκαν υπέρ της ταινίας και της σκηνοθέτιδος. Τελικά μετά την νικηφόρα λήξη της δικαστικής διαμάχης και παρά τον θόρυβο που είχε προηγηθεί «Ο θυρωρός της νύχτας» χαιρετίστηκε σχεδόν ομόφωνα ως ένα θαρραλέο αριστούργημα και εγκωμιάστηκε για την ασυμβίβαστα διεισδυτική ματιά του στο θέμα της παρεκκλίνουσας σεξουαλικότητας που συνδέεται με παιδικό τραύμα και στις ψυχολογικές ασάφειες που γεννά η εκμετάλλευση της εξουσίας.
Προσωπικά αγάπησα τη συγκεκριμένη ταινία καθώς μέσα απ' αυτήν ανάγνωσα το μεγάλο κατηγορώ της δημιουργού για την οργανωμένη αθώωση τόσο των ναζί όσο και της πλούσιας αστικής τάξης που σιγοντάρισε τα εγκλήματα του φασισμού. Μάλιστα έχω την αίσθηση πως, η κραυγή της συγκεκριμένης ταινίας γίνεται περισσότερο εκκωφαντική στη δική μας χώρα όπου οι δωσίλογοι και λοιποί εγκληματίες της Κατοχής όχι μόνο δεν καταδικάστηκαν αλλά πήραν την εξουσία στα χέρια τους με τις ευλογίες των "συμμάχων" Βρετανών. Γι' αυτήν και μόνο την κραυγή, τόσο η συγκεκριμένη ταινία όσο κι άλλες που αναφέρονται στην προστασία των εγκληματιών πολέμου (όπως για παράδειγμα ο Γερμανός Γιατρός), πρέπει να προβάλλονται κάθε τόσο για να υπενθυμίζουν την ανατριχιαστική ρήση του Μπέρτολτ Μπρέχτ "Μη χαίρεστε που σκοτώσατε το κτήνος. H σκύλα που το γέννησε ζει και είναι πάλι σε οργασμό".

Βαθμολογία: 8/10

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Πρέσπες, λίμνες χωρίς σύνορα



Ξεκινήσαμε σχετικά νωρίς το πρωί από την πόλη της Καστοριάς για να πάμε στις Πρέσπες. Η καταρρακτώδης βροχή της προηγούμενης μέρας είχε αφήσει ένα τοπίο φρέσκο και δροσερό, έτοιμο να μας υποδεχτεί. Οι βρεγμένες φυλλωσιές των δέντρων της λίμνης έλαμπαν στον πρωινό ήλιο ενώ η ήρεμη επιφάνεια του νερού είχε μετατραπεί σε έναν πελώριο καθρέφτη δημιουργώντας μια ανεστραμμένη όψη της πόλης. Σου δινόταν η εντύπωση πως η Καστοριά έγερνε πάνω από την όχθη ως ένας μελαγχολικός τσιμεντένιος νάρκισσος που επιθυμούσε να αντικρίσει το είδωλό του.
Ο περιφερειακός που πήραμε για να βγούμε από την πόλη, είχε τεράστια κλίση και πολλές στροφές, ταλαιπωρώντας αλύπητα το αμάξι που αγκομαχούσε παραπονεμένα από τα πρώτα κιόλας μέτρα της διαδρομής. Όμως από ένα σημείο κι έπειτα, ο δρόμος έγινε πιο ομαλός κι ευχάριστος καθώς ακολουθούσε μια μικρή κοιλάδα που απλωνόταν προς το βορρά. Το τοπίο ήταν γεμάτο δάση και μικρά διάσπαρτα βράχια ενώ ένα μικρό ποτάμι κυλούσε από κάτω μας. Εικόνες ονειρεμένες που μας προετοίμαζαν για την ομορφιά που θα συναντούσαμε στις Πρέσπες.
Κάπου στα μισά της διαδρομής, πριν φτάσουμε στο πρώτο χωριό που είχαμε βάλει στο πρόγραμμά μας, συναντήσαμε το χωριό Γάβρος, το οποίο μας αποκαλύφθηκε με έναν άκρως κινηματογραφικό τρόπο, δίνοντάς μας την αίσθηση πως εισχωρούσαμε σε κάποιο από τα θρυλικά πλάνα του κ.Θόδωρου Αγγελόπουλου. Θα μπορούσαμε να σταματήσουμε εκείνη τη στιγμή να το δούμε αλλά το αφήσαμε για την επιστροφή.
Μετά από λίγη ώρα φτάσαμε στο χωριό Ανταρτικό, το οποίο παλιότερα ονομαζόταν Ζέλοβο. Η αλλαγή αυτή προέκυψε μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, όπου πολλά από τα χωριά της Μακεδονίας μετονομάστηκαν για να αποκτήσουν ξεκάθαρη ελληνική ταυτότητα. Η επιλογή της ονομασίας του Ανταρτικού έγινε για να τιμηθούν οι κάτοικοί του που συμμετείχαν στον Μακεδονικό Αγώνα.
Παρόλο που το χωριό αυτό υπήρξε κάποτε σημαντικό εμπορικό κέντρο, σήμερα η όψη του δείχνει απελπιστικά ερημική και μαρασμένη. Ο οικισμός αναπτύσσεται γύρω από ένα κεντρικό δρόμο που ξεκινάει από το σχολείο κι αφού πρώτα περάσει μπροστά από την κεντρική πλατεία καταλήγει στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Μια διαδρομή γεμάτη πλινθόκτιστα κτίρια που επιμένουν στη φθορά του χρόνου, δημιουργώντας διάφορους ορθωμένους ερυθρούς όγκους που ξεπετάγονται ακανόνιστα μέσα από το πυκνό πράσινο. Από τα κτίρια που στέκουν ακόμη όρθια, μεγάλο ενδιαφέρον έχει το ταχυδρομείο της πλατείας, όπου μέσα από τα σπασμένα του τζάμια μπορεί κανείς να δει τον σταματημένο χρόνο περασμένων δεκαετιών στον εσωτερικό του χώρο.
Να ήταν ζήτημα αν συναντήσαμε δυο τρεις ανθρώπους μέσα στο χωριό, με την ανθρώπινη απουσία να γίνεται περισσότερο εμφανής όταν μας γάβγιζαν τα λιγοστά οικόσιτα σκυλιά. Ακόμη κι η εκκλησία φαινόταν πως εξέπεμπε μια αίσθηση εγκατάλειψης. Το κρεμασμένο κλειδί δίπλα στη πόρτα αρκούσε για να καταλάβουμε πως κανείς δεν υπάρχει για να μας την ανοίξει. Μόνο το χαρτί με το τηλέφωνο του ιερέα που ήταν καρφιτσωμένο στη μέσα μεριά της πόρτας άφηνε μια υπόνοια πως ακόμη υπάρχουν κάποιοι κάτοικοι που προσπαθούν με κάθε τρόπο να διατηρήσουν τον συγκεκριμένο τόπο ζωντανό.
Βγαίνοντας από το έρημο Ανταρτικό που δεν είχε κάτι παραπάνω να μας δείξει, σταματήσαμε σε ένα μαγαζί που βρισκόταν στην είσοδό του χωριού, το μοναδικό που βρήκαμε ανοιχτό. Αφού απολαύσαμε δύο αναζωογονητικούς ελληνικούς καφέδες, γευτήκαμε τις πλούσιες ομελέτες και τα τεράστια κομμάτια τυρόπιτας και χορτόπιτας που μας πρόσφεραν. Πάνω στο τραπέζι είχε απλωθεί ένα πλούσιο πρωινό που μας κράτησε ως το απόγευμα. Καθώς δοκίμαζα τις εξαίσιες γεύσεις του χωριού, το αυτί μου έπιασε την κουβέντα δυο γερόντων που καθόντουσαν πιο πέρα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που άκουγα τα ελληνικά να μπλέκουν τόσο όμορφα με τα σλάβικα. Άλλες φορές καταλάβαινα τι έλεγαν κι άλλες χανόμουν μέσα σε άγνωστες λέξεις. Απέφυγα να τους αντικρίσω καθώς δεν ήθελα να διακόψω την άνεση με την οποία έδεναν τις δυο μητρικές τους γλώσσες. Από την άλλη, προσπάθησα να κρατήσω μια διακριτική στάση ξέροντας πως οι κάτοικοι αυτών των περιοχών υπέστησαν άσχημες μεθόδους για να αποτινάξουν από πάνω τους κάθε τι σλαβικό που κουβαλούσαν. Να όμως που η μνήμη επιμένει...
Φεύγοντας από το Ανταρτικό, κινηθήκαμε προς τον Άγιο Γερμανό. Στα μισά της διαδρομής μας αποκαλύφθηκε η ομορφιά της Μικρής Πρέσπας. Κι ενώ οδηγούσαμε προς τα σύνορα με την Βόρειο Μακεδονία, στα δυτικά μας είχαμε το Βιδρονήσι και το νησί του Αγίου Αχίλλειου να επιπλέουν σαν δυο μικρές βαρκούλες καταμεσής της λίμνης.
Ο Άγιος Γερμανός που είναι η πρωτεύουσα των Πρεσπών, βρίσκεται λίγες εκατοντάδες μέτρα από τα σύνορα με την Βόρειο Μακεδονία, χτισμένος σε μια πλαγιά έχοντας μπροστά του σε πανοραμική θέα την Μικρή Πρέσπα και το νότιο τμήμα της Μεγάλης. Η ονομασία του χωριού οφείλεται στον ομώνυμο ναό που χτίστηκε εκεί τον 10ο αιώνα και είχε αφιερωθεί στη μνήμη του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού. Αυτό που με εντυπωσίασε στο συγκεκριμένο μνημείο ήταν η συνύπαρξή του με ένα τζαμί μεγαλύτερου μεγέθους που σήμερα λειτουργεί ως εκκλησία. Στο περίεργο αυτό σύμπλεγμα των δύο διαφορετικών θρησκευτικών κτιρίων ήρθε να δεθεί και το καμπαναριό που στήθηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα, όταν όλα πια είχαν κριθεί κι η περιοχή αυτή είχε περαστεί στην Ελλάδα.
Σε αντίθεση με το Ανταρτικό, ο Άγιος Γερμανός ήταν πιο ζωντανό χωριό γεμάτο επισκέπτες που απολάμβαναν το μεσημεριανό τους καφέ στα μαγαζιά της κεντρικής πλατείας. Πέρα όμως από τη ζωντάνια του δεν είχε κάτι περισσότερο να μας προσφέρει. Ακόμη κι ο περιβόητος αναστηλωμένος νερόμυλος που είχε βραβευτεί το 2016 με το βραβείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Πολιτιστική Κληρονομία Europa Nostra, έδειχνε παραμελημένος, έτοιμος να τον καταπιεί για μια ακόμη φορά η πυκνή φύση της περιοχής.
Χωρίς να χρονοτριβούμε κατηφορίσαμε προς τον Άγιο Αχίλλειο, ο οποίος μας καλούσε περιβαλλόμενος από τα αρυτίδωτα νερά της λίμνης. Παρκάραμε το αμάξι απέναντι από μια μεγάλη πεζογέφυρα 650 μέτρων που ενώνει το μοναδικό κατοικήσιμο νησί των Πρεσπών με τη στεριά. Καθώς τη διασχίζαμε, παρακολουθούσαμε τον κυκλικό χορό των πελεκάνων πάνω από τα κεφάλια μας ενώ κάμποσοι μικροί κορμοράνοι μας συνόδευαν κολυμπώντας δίπλα στο ξύλινο περίπατό μας. Σε κάθε μας βήμα αισθανόμασταν πως γινόμαστε ένα με τη φύση ενώ μόλις πατήσαμε στο νησί, μας υποδέχτηκαν γελάδια ελευθέρας βοσκής. Μου ήταν πρωτόγνωρο να περπατάω ανάμεσα σ' αυτά τα ζώα που κινούνταν αμέριμνα στο χώρο αδιαφορώντας για την παρουσία μας. Μόνο ένας τεράστιος ταύρος, στεκόταν πάνω σε ένα βράχο και παρακολουθούσε με σοβαρό ύφος τους επισκέπτες. Σαν να μετρούσε τις ενοχλητικές μας παρουσίες πάνω στο νησί.
Ακολουθώντας ένα μονοπάτι, βρεθήκαμε στα απομεινάρια της βασιλικής του Αγίου Αχιλλείου, ένα εκπληκτικό κτίσμα του 10ου αιώνα που χτίστηκε με έξοδα του Βουλγάρου τσάρου Σαμουήλ με τη βοήθεια Λαρισαίων μαστόρων. Ήταν άκρως συγκινητικό να δω μπροστά μου αυτό το πανέμορφο μνημείο, το οποίο μου είχε τραβήξει την προσοχή από τότε που είχα αρχίσει να ονειρεύομαι ταξίδια εντός κι εκτός Ελλάδος. Ένα μνημείο που με στοίχειωσε για δεκαετίες διότι λόγω της γεωγραφικής του θέσης (ακριβώς στην άκρη της Ελλάδος), δεν το είχα βάλει σε κανένα ταξιδιωτικό μου πλάνο. Και να που τώρα βρέθηκα στο κέντρο της βασιλικής, να θαυμάζω την αρμονία του ιερού που στέκει ακόμη όρθιο και την συνύπαρξη των υπολοίπων αρχιτεκτονικών τμημάτων με το περιβάλλον που ευλαβικά έχει γείρει δίπλα στο μνημείο για να το προστατεύσει.
Στον Άγιο Αχίλλειο ένιωσα την απερίγραπτη μαγεία των λιμνών. Αυτήν την μυσταγωγική αύρα που δυσκολεύεται κανείς να προσδώσει γραπτώς ή προφορικώς. Απλώς πηγαίνει σ' αυτά τα μέρη κι αφήνεται ψυχή και σώμα ενώ παράλληλα αισθάνεται πως ο χρόνος σταματάει με το που πατήσει τη γέφυρα ενώ ο καθαρός αέρας φρεσκάρει το μέσα του διώχνοντας κάθε τι τοξικό που κουβαλάει από την καθημερινότητά του.
Πέρα από τα κοπάδια που βόσκουν σ' ολόκληρο το νησί, συναντήσαμε και τους λιγοστούς κατοίκους του χωριού. Γνήσιοι ψαράδες που σου δίνουν την αίσθηση πως παρόλη τη μεγάλη τους ηλικία εξακολουθούν να κάνουν τη δουλειά τους με μεράκι. Τους βρήκαμε να απολαμβάνουν τον μεσημεριανό τους ρεμβασμό έξω από τα σπιτάκια τους. Είμαι σίγουρος πως στα βλέμματά τους διέκρινα το μυστικό της εσωτερικής τους γαλήνης. Μας χαιρετούσαν με ένα ευγενικό χαμόγελο που συνάμα άφηνε την υπόνοια της λύπησης προς το πρόσωπό μας, αφουγκραζόμενοι με έναν απροσδιόριστο τρόπο το άγχος της καθημερινότητάς μας. "Έχει ο θεός" μας είπε ένας, δίνοντάς μας ένα ψήγμα ελπίδας πως κάποια στιγμή θα βρούμε κι εμείς τις δικές μας εσωτερικές ισορροπίες.
Από τον Άγιο Αχίλλειο κινήσαμε προς τους Ψαράδες, το τελευταίο βορειοδυτικό κατοικήσιμο μέρος της Ελλάδος. Το χωριό αυτό βρίσκεται μέσα σ' έναν μικρό στενό κόλπο που καταλήγει σε ένα ακόμη βοσκοτόπι. Στους Ψαράδες λέγεται πως οι άνθρωποι γεννιούνται μες στις βάρκες και μαθαίνουν από τα παιδικά τους χρόνια να ζουν με το ψάρεμα. Βλέποντας τα πρόσωπα των λιγοστών κατοίκων, ομολογώ πως πείστηκα για τη συγκεκριμένη φήμη.
Περιπλανώμενοι στην κεντρική οδό του χωριού, μας σταμάτησε ένας γεροντάκος έξω από έναν καφενέ. Το θολό του βλέμμα κι η κοκκινωπή του μύτη μαρτυρούσαν λίγη παραπάνω κατανάλωση αλκοόλ. Όταν μας αντιλήφθηκε, το βλέμμα του άλλαξε και το σώμα του ορθώθηκε στητό προσπαθώντας να κρύψει το καμπούριασμα της μέθης. "Θα θέλατε να σας πάω στα βυζαντινά;" μας ρώτησε με ένα γλυκό κι άκρως ευγενικό τόνο που δεν ταίριαζε με τη σακατεμένη του όψη. Ευγενικά του αρνηθήκαμε συνεχίζοντας τη βόλτα μας στο χωριό συναντώντας την ίδια εγκατάλειψη που αντικρίσαμε και στο Ανταρτικό. Μόνο στο παραλιακό κομμάτι έχει ζωή καθώς βρίσκονται τα ταβερνάκια και τα καφέ του χωριού. Λίγο πριν φύγουμε ένας άλλος ψαράς μας σταμάτησε για να μας κάνει την ίδια ερώτηση. Αρνηθήκαμε και σ' αυτόν ευγενικά για να εισπράξουμε ένα παράπονο "πως αν δε δούμε τα βυζαντινά ερείπια θα 'ναι σαν να μην ήρθαμε στους Ψαράδες". Είμαι βέβαιος πως είχε απόλυτο δίκιο καθώς στους Ψαράδες πράγματι δεν είδαμε τίποτα. Όμως η ώρα είχε περάσει κι έπρεπε να γυρίσουμε Καστοριά πριν νυχτώσει για τα καλά.
Πριν όμως επιστρέψουμε στο κατάλυμά μας, κάναμε μια τελευταία στάση στη Μικρολίμνη, ξέροντας πως εκεί θα αντικρίσουμε την ομορφότερη θέα της Μικρής Πρέσπας και θα απολαύσουμε εξαιρετικό φαγητό από την ταβέρνα του Χάσου. Και πράγματι, από την εξέδρα με τα τραπεζάκια του συμπαθητικού αυτού μαγαζιού, είχαμε μπροστά μας ολόκληρη την λίμνη. Στο κέντρο δέσποζε το Βιδρονήσι, που θεωρείται καταφύγιο για τους κορμοράνους μ' αποτέλεσμα να απαγορεύεται η επισκεψιμότητά του από ανθρώπους αλλά και η παραγωγή κάθε θορύβου. Για να επιτευχθεί αυτό, έχει σταματήσει να χτυπάει ακόμη κι η καμπάνα της μικρής εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου που βρίσκεται πάνω στο νησί. Ακριβώς από πίσω, διακρίνεται το νησί του Αγίου Αχίλλειου κι η στενή λωρίδα που χωρίζει τη Μικρή με τη Μεγάλη Πρέσπα. Στα δυτικά μια στενή λωρίδα λίμνης χάνεται ανάμεσα σε απότομα βουνά, καταλήγοντας σε ένα στενόμακρο άκρο που ανήκει στην Αλβανία.
Με απαλή ταξιδιάρικη μουσική συνοδευόμενη από τον ήπιο παφλασμό των κυμάτων κάτω από τα πόδια μας και με την ευχάριστη κουβέντα που είχαμε με τον ιδιοκτήτη της ψαροταβέρνας αποχαιρετήσαμε την ονειρεμένη φυσική ομορφιά των Πρεσπών.
Ρίξαμε ένα τελευταίο βλέμμα προς το τοπίο λίγο πριν χαθούμε στα βουνά της επιστροφής μας. Ο ήλιος είχε πια αγγίξει τις κορυφογραμμές του Βροντερού και μας αποχαιρετούσε διαχέοντας μια χρυσή απόχρωση τόσο στον ουρανό όσο και στα νερά της λίμνης. Ένα δροσερό αεράκι του βουνού μας ανάγκασε να γυρίσουμε πάλι πίσω στο αμάξι. Γεμάτος ικανοποίησης που επισκέφθηκα επιτέλους τις Πρέσπες και χορτασμένος από τις όμορφες εικόνες έβαλα μπρος στο όχημα κι αναχωρήσαμε για Καστοριά.