Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προσωπικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προσωπικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2025

Δύο χιλιάδες κι εικοσιπέντε χρόνια...

 



Είμαστε επιβιώσαντες, διαρκούμε πέρα απ' τον θάνατο των άλλων. Δεν γίνεται αλλιώς. Και δεν γίνεται παρά να κληρονομήσουμε οτιδήποτε. Ένα σπίτι, έναν χαρακτήρα, μια κοινωνία, μια χώρα, μια γλώσσα. Ύστερα θα έρθουν άλλοι• και είμαστε άνθρωποι που θα φτάσουν. Τι κάνουμε μ' αυτή την κληρονομιά; 

Μαρσέλο Κοέν.

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Φτάσαμε τα 40

 


Και να λοιπόν που πατήσαμε και τα σαράντα. Ένας αριθμός που κάποτε μου φαινόταν τόσο μακρινός κι η έλευσή του μου έφερνε μια απροσδιόριστη αναταραχή. 
Σήμερα μπαίνω στην πέμπτη δεκαετία της ζωής μου. Υποτίθεται πως βρίσκομαι στην πιο παραγωγική μου περίοδο αλλά οι βίαιες συνθήκες των περασμένων δεκαετιών με έχουν αναγκάσει στο να περιοριστώ σε έναν σχετικά ανεκτό τρόπο ζωής και κάθε πρωί που ξυπνάω να λέω ένα συμβιβαστικό "πάλι καλά...". 
Όμως η ζωή τρέχει σαν νερό. Χρόνο με το χρόνο το αισθάνομαι όλο και πιο έντονα. Προς τα πού οδεύουμε και τι αφήνουμε τελικά πίσω μας. 
Όταν έκλεισα τα τριάντα κοίταξα πίσω μου και σκέφτομαι πως "ως εδώ πάμε καλά". Κλείνοντας σήμερα τα σαράντα ξανακάνω τον ίδιο απολογισμό. Εξακολουθώ να λέω σε ατομικό επίπεδο πως "ως εδώ πάμε καλά" όμως έχει προστεθεί ένα "αλλά". 
"Ως εδώ πάμε καλά αλλά με λιγότερα αγαπημένα πρόσωπα στη ζωή. 
Ως εδώ πάμε καλά αλλά η κατάσταση γύρω μου μυρίζει μπαρούτι κι αυτό με ανησυχεί αρκετά.
Ως εδώ πάμε καλά αλλά ένα ένα τα όνειρά μου σβήνουν και τα μελλοντικά μου σχέδια περιορίζονται".
Όλα τα παραπάνω δεν τα λέω με μια δόση μιζέριας και μελαγχολίας. 
Είναι επακόλουθο να χάσεις σημαντικούς για τη ζωή σου ανθρώπους. 
Είναι πιο ρεαλιστικό να αρχίσεις να πατάς πιο γερά στα πόδια σου και να αρχίσεις να διεκδικείς πιο λογικές προσδοκίες κι επιθυμίες. 
Είναι πιο ώριμο να σταματάς να αναζητάς την επιβεβαίωση από πολλούς κι άγνωστους ανθρώπους και να στρέφεσαι μόνο στους λίγους κι αληθινούς ανθρώπους που έχεις αποφασίσει να κρατήσεις στη ζωή σου. 
Σε μια λοιπόν περίοδο που κυριαρχεί το σκοτάδι της καθεστωτικής ανελευθερίας και της δολοφονημένης δικαιοσύνης, οι οποίες στερούν σε κάθε ευσυνείδητο συνάνθρωπό μου να κοιτά με αισιοδοξία το κοντινό του μέλλον, θα επιμείνω στην προσπάθειά μου να συνεχίσω να ζω την κάθε στιγμή που περνά και χάνεται. Να συνεχίσω την ίδια τακτική ώστε να νιώσω τα πόδια μου να πατούν πιο γερά πάνω στη γη. Να συνεχίσω να κυνηγώ τα όνειρά μου κάνοντας εφικτές υπερβάσεις, ώστε να φτάσω στα πενήντα και να πω για τρίτη φορά το "ως εδώ πάμε καλά".

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2024

Σε μια νέα εποχή εσωστρέφειας...


Ο χρόνος περνάει, οι καιροί αλλάζουν κι η εμπειρία μου δείχνει πως το μέλλον που έρχεται γίνεται όλο και πιο δυσοίωνο. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο πως η νέα χρονιά μπήκε με συγκρατημένη απαισιοδοξία.
Δεν υπάρχουν πια οι πολυτέλειες για τις ευχές που ανταλλάσσαμε στο παρελθόν. Η μόνη ευχή που μπορώ να δώσω είναι στο να καταφέρουμε να παραμείνουμε άνθρωποι ως το τέλος κι αυτού του έτους.
Με κάθε τίμημα;
Φυσικά με κάθε τίμημα.
Διότι για να παραμείνω άνθρωπος θα πρέπει να αποτραβηχτώ από το υπόλοιπο σύνολο. 
Εξάλλου, δεν έχω πια εμπιστοσύνη στους ανθρώπους παρά μόνο στα πολύ κοντινά μου πρόσωπα. 
Δεν έχω πια κουράγιο και διάθεση για τις ανασφάλειες και τις ματαιοδοξίες τρίτων προσώπων. 
Ήρθε ο καιρός να κοιτάξω και να προστατεύσω τον εαυτό μου.
Ήρθε ο καιρός για μια εποικοδομητική εσωστρέφεια. 
Και μετά βλέπουμε...

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2023

Μια ηλιόλουστη χειμερινή συνάντηση με τον Γιώργο Μιχαήλοβιτς

 


Κατηφορίσαμε προς το φαράγγι Τάρας και διασχίσαμε την εντυπωσιακή γέφυρα προσπαθώντας να αποβάλλουμε απ’ το μυαλό μας τη σκέψη πως από κάτω μας το ποτάμι κυλούσε σε βάθος χιλίων τριακοσίων μέτρων. Η φύση γύρω μας οργίαζε, σαν να μην είχε περάσει ποτέ άνθρωπος απ’ αυτά τα άγριας ομορφιάς θεόρατα βουνά. Αυτά εδώ τα μέρη ήταν η πατρίδα των παππούδων ενός γλυκού ανθρώπου που είχα γνωρίσει εκείνη τη χρονιά σε μια από τις επισκέψεις μου στη Θεσσαλονίκη. 
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν θα ξεχάσω εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό που συνάντησα την ανθρωπιά στην όψη ενός γέροντα, που μια ζωή περιφερόταν ανάμεσα σε κυπαρίσσια και στρατιωτικά μνήματα. Μέχρι τότε πίστευα πως η γνήσια ανθρωπιά κρύβεται σε κάποιο έρημο περιγιάλι ή σε κάποιο απόμακρο χωριό. Είχα την εντύπωση πως φώλιαζε στις καρδιές ταπεινών ανθρώπων της θάλασσας, του κάμπου και των βουνών. Ανθρώπων που σπάνια συναντάει κανείς στην καρδιά μιας μεγάλης πόλης. Πόσο μάλλον σε έναν άνθρωπο που σ’ όλη του τη ζωή είναι κλεισμένος μέσα σε ένα νεκροταφείο. 
Έφερα στο μυαλό μου το πρωινό εκείνης της ηλιόλουστης Δευτέρας του Γενάρη που στάθηκα έξω από τη σιδερένια είσοδο του συμμαχικού νεκροταφείου Ζέιτενλικ, έχοντας πίσω μου τη λεωφόρο Λαγκαδά πηγμένη στην κίνηση. Μπροστά μου μία σιδερένια πόρτα χώριζε δυο τελείως αντιφατικούς τόπους. Από τη μια τα κορναρίσματα και το καυσαέριο κάτω από έναν απίστευτα ζεστό για κείνες τις μέρες ήλιο κι από την άλλη ένα δάσος όπου κυριαρχούσε η νεκρική σιωπή. Έσπρωξα την πόρτα να ανοίξει αλλά, απ’ ό,τι φάνηκε, κάπου είχε σκαλώσει. Έκανα δύο βήματα πίσω, προσπαθώντας να διακρίνω που είχε μαγκώσει ή έστω να βρω κάποιον τρόπο για να την ξεκλειδώσω. Όσο κι αν την παρατήρησα, δεν μπόρεσα τελικά να βγάλω άκρη. 
Έριξα μια τελευταία ματιά στην επιγραφή της πόρτας που έγραφε κάτι στα σέρβικα ενώ στο βάθος εξακολουθούσε να με καλεί κοντά του ο ναΐσκος του κοιμητηρίου με το υπέροχο ψηφιδωτό του Αϊ-Γιώργη πάνω από τη μεγάλη του πύλη. 
Πεισμωμένος για τον σκοπό της επίσκεψής μου στο συμμαχικό νεκροταφείο, στερέωσα το κεφάλι μου πάνω στα κάγκελα σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια αναζήτησης του τελευταίου Σέρβου στρατιώτη που υπηρετεί ακόμη στην Ελλάδα. Όμως το τοπίο έδειχνε απελπιστικά έρημο. Αποτραβήχτηκα και κίνησα προς την Εγνατία, απογοητευμένος που δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά τον Γιώργο Μιχαήλοβιτς. 
Για καλή μου τύχη, λίγα μέτρα πιο πέρα από την κεντρική πύλη, διέκρινα ένα μικρό πέρασμα που οδηγούσε σε μια άλλη είσοδο του κοιμητηρίου. Κατηφόρισα προς τα εκεί με μια λάμψη στο πρόσωπό μου καθώς ένιωθα πως μου δινόταν μια δεύτερη ευκαιρία. Διέσχισα ένα μονοπάτι που περνούσε πρώτα από τον τομέα των Ιταλών και στη συνέχεια των Γάλλων που σκοτώθηκαν μαχόμενοι στον τόπο μας κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Ένα επιβλητικό μνημείο ανάμεσα στους τάφους ανέφερε πως οι Γάλλοι στρατιώτες έπεσαν για την πατρίδα. 
«Είναι τα Βαλκάνια πατρίδα των Γάλλων;» αναρωτήθηκα καθώς έστριβα προς το σερβικό νεκροταφείο. 
Περπατούσα σιωπηλός διαβάζοντας φευγαλέα όσα ονόματα ήταν γραμμένα στην πρώτη συστοιχία μέχρι που έφτασα στο αίθριο και κοντοστάθηκα κάτω από τη σκιά του ναΐσκου, που από κοντά έδειχνε ακόμη μεγαλύτερος. Σε μια άκρη του ξέφωτου, μία μικρή βρύση έδινε ρυθμό στη νεκρική στασιμότητα του τόπου, στάζοντας ρυθμικά στη μικρή λιμνούλα που είχε σχηματιστεί από κάτω της. Σκέφτηκα να κάτσω δίπλα της, περιμένοντας να βρεθεί κάποιος στην ανάγκη της. Πηγαίνοντας όμως κοντά της, άκουσα ανεπαίσθητα τον απαλό θόρυβο που κάνει η τσάπα όταν χώνεται σε μαλακό χώμα κι αμέσως κίνησα προς τα κει, ελπίζοντας πως η διαίσθησή μου αυτή τη φορά θα ήταν αλάνθαστη. 
Όταν τον διέκρινα στη σκιά των ψηλών κυπαρισσιών να καθαρίζει τον χώρο μεταξύ των μνημάτων πλημμύρισα από χαρά. Αμέσως αντιλήφθηκε τη παρουσία μου και σήκωσε το κεφάλι του για να με κοιτάξει καλύτερα, παρόλο που ήταν σκυμμένος κι απορροφημένος στο καθαρισμό από ξερόχορτα και πεσμένα κλαδιά. Με ένα χαμόγελο ανταποκρίθηκα στη ματιά του. Φτάνοντας κοντά του, παρατήρησα πως είχε την ίδια ευγενική φυσιογνωμία που είχα πρωταντικρίσει στην τηλεόραση. 
«Καλημέρα σας», του είπα φανερώνοντας απλόχερα τη χαρά μου που τον συναντούσα από κοντά. 
«Καλημέρα και σε σένα», μου ανταποκρίθηκε γεμάτος απορία καθώς προσπαθούσε να στηριχτεί στη τσάπα του. 
«Για σας ήρθα». 
«Το ξέρω», μου απάντησε με σιγουριά κι έκατσε σε ένα πεζούλι που βρήκε μπροστά του. «Από την τηλεόραση με έμαθες, σωστά;» 
«Σωστά», του απάντησα σχεδόν ψιθυριστά. 
«Τόσα χρόνια δεν με ήξερε κανείς, αλλά από τότε που μ’ έδειξε η τηλεόραση δέχομαι καθημερινά επισκέψεις». 
Μια θλίψη ξεπετάχτηκε από μέσα μου καθώς άκουγα το παράπονό του. Χωρίς να το σκεφτώ, γονάτισα μπροστά του και τον κοίταξα ευθέως στα μάτια. Αν κι ενενήντα χρονών, είχε το βλέμμα ενός μικρού παιδιού. Στο κεφάλι του εξακολουθούσε να φοράει το στρατιωτικό δίκοχο καπέλο, ενώ στο μανίκι του χακί μπουφάν του δέσποζε το εθνόσημο της Σερβίας. Το βλέμμα μου έπεσε στα χέρια του, που το ένα είχε ακουμπήσει απαλά στο πόδι και το άλλο κρατούσε την τσάπα. Δυο πρόχειροι επίδεσμοι προστάτευαν τις παλάμες του από το σκάψιμο. Όταν ξανασήκωσα το βλέμμα μου τον είδα να με κοιτάει με ζεστασιά. Του χαμογέλασα από αμηχανία καθώς δεν ήξερα από πού να ξεκινήσω τις ερωτήσεις που είχα συγκεντρώσει για τη συνάντησή μας. 
«Σας λείπει η πατρίδα;» 
«Εδώ γεννήθηκα, νεαρέ μου, παρόλο που πατρίδα μου είναι το Μαυροβούνι. Είμαι Σέρβος του Μαυροβουνίου. Μην κοιτάς που γίνανε άλλο κράτος. Σέρβοι ορθόδοξοι είμαστε κι εμείς». 
«Και πώς βρεθήκατε εδώ;» 
«Ο παππούς μου πολέμησε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και θάφτηκε εδώ. Έπειτα ο πατέρας μου έγινε φύλακας του νεκροταφείου. Εδώ θάφτηκε κι εκείνος. Κι έμεινα εγώ να συνεχίζω το χρέος αυτό μέχρι σήμερα». 
«Κι από πού αντλείτε τόση δύναμη να υπηρετείτε μέχρι σήμερα αυτό το χρέος;» συνέχισα να τον ρωτάω κάπως κοφτά κι απότομα, δίνοντας χρόνο στο να νιώσω άνετα μαζί του. 
«Πρώτα απ’ όλα τιμάω τους νεκρούς μας. Εκείνη την εποχή πολέμησαν όλοι οι Σέρβοι. Γι’ αυτόν τον λόγο είχαν και τους περισσότερους νεκρούς από κάθε άλλη χώρα. Αυτά εδώ τα μνήματα ανήκουν σε παιδιά που ήταν δεκαπέντε χρονών μέχρι ανθρώπους που είχαν φτάσει στα εξήντα πέντε», μου είπε κι άπλωσε τα χέρια του θέλοντας να αγκαλιάσει όλο το νεκροταφείο με μια τρυφερότητα σαν να ήταν δικά του παιδιά όλοι οι θαμμένοι. «Έπειτα είναι η μνήμη. Έχω χρέος να κρατήσω αυτή τη μνήμη ζωντανή. Και γιατί πρέπει να την κρατήσω ζωντανή; Για να βροντοφωνάζω σ’ αυτούς τους μεγάλους πως ο πόλεμος είναι μεγάλη καταστροφή κι αυτό που αφήνει πίσω του είναι όλοι αυτοί εδώ οι τάφοι». 
Με μια απαλή κίνηση προσπάθησε να δώσει μια ώθηση στο κορμί του να σηκωθεί. Τα πόδια του όμως έτρεμαν και από το βλέμμα του ξεχείλισε απογοήτευση. Με κοίταξε πάλι παραπονεμένα και μου ζήτησε ευγενικά να τον βοηθήσω. Συνεχίσαμε την κουβέντα μας περπατώντας ανάμεσα στα μνήματα. Μου διάβαζε διάφορα ονόματα εξηγώντας μου πως η κάθε κατάληξη μαρτυρούσε την καταγωγή του κάθε νεκρού. 
«Αυτός είναι Σέρβος» μου είπε δείχνοντάς μου με την τσάπα ένα μνήμα. «Κι αυτός Μαυροβούνιος. Βλέπεις που διαφέρουν τα ονόματά τους;» 
«Έχετε δίκιο», του είπα σκύβοντας να τα διαβάσω. 
«Α να! Κι αυτός εδώ είναι από τη Βοϊβοντίνα. Εκείνων τα ονόματα είναι τελείως διαφορετικά». 
«Σωστά», του απάντησα ψιθυριστά για να μη διακόψω τον οίστρο του. 
«Έχουμε και Βόσνιους εδώ πολλούς». 
«Κροάτες;» επενέβη προβοκατόρικα για να δω την αντίδρασή του. 
«Οι Κροάτες δεν είναι Σλάβοι», μου απάντησε απότομα και τα μάτια του αμέσως γυάλισαν. «Οι Κροάτες πάντα ανήκαν αλλού. Είναι και καθολικοί». 
«Όπως οι Σλοβένοι;» 
«Αυτοί δεν μιλάνε καν σλάβικα». 
Με τη συζήτηση είχαμε φτάσει στα όρια του σερβικού κοιμητηρίου χωρίς να το καταλάβουμε. Από κει και πέρα ξεκινούσαν τα μνήματα των Γάλλων πεσόντων. 
«Η διαφορά του δικού μας νεκροταφείου με των Γάλλων ήταν πως οι δικοί μας νεκροί ήταν μόνο Σέρβοι ενώ των Γάλλων ήταν μισθοφόροι. Βλέπεις τις μικρές λεπτομέρειες που υπάρχουν σε ορισμένους σταυρούς;» 
Έκανα μερικά βήματα μπροστά κι αναζήτησα τα σημάδια που ανέφερε, διακρίνοντας αμέσως στα μπροστινά μνήματα διάφορα περίεργα σύμβολα. 
«Έχετε δίκιο. Τι είναι αυτά τα σύμβολα;» 
«Όσα έχουν το “S” ανήκουν σε Σενεγαλέζους κι όσα έχουν την ημισέληνο σε Αλγερινούς. Υπάρχει κι ένα άλλο σύμβολο γ’ αυτούς που προέρχονταν από την Ινδοκίνα. Άνθρωποι που δεν πολέμησαν για τη δική τους πατρίδα και τα δικά τους ιδανικά, αλλά πολέμησαν για κάποιους άλλους και μάλιστα σε ξένο έδαφος. Αυτή είναι η τρέλα του συγκεκριμένου πολέμου αλλά και του κάθε πολέμου». 
Κάναμε μεταβολή κι επιστρέψαμε προς τον ναΐσκο του σερβικού κοιμητηρίου. Μέσα σε ένα δάσος μνημάτων και κυπαρισσιών, δυο τελείως διαφορετικές γενιές προσπαθούσαν να καλύψουν το μεταξύ τους χάσμα. Σε κάθε μας βήμα αισθανόμουν πως αναπτυσσόταν όλο και περισσότερο μια συγκινητική οικειότητα με τον Γιώργο Μιχαήλοβιτς. 
«Όλα αυτά τα χρόνια, εγκλωβισμένος σ’ αυτή τη μοναχική δουλειά, μου άρεσε πολύ να μελετάω την ιστορία. Όμως, νεαρέ μου, όλα αυτά τα βιβλία που πέρασαν από τα χέρια μου δεν θα ξεπεράσουν ποτέ το δώρο που μου πρόσφερε τούτο εδώ το πόστο». 
«Τι δώρο;» τον ρώτησα ξαφνιασμένος. 
«Όπως καταλαβαίνεις, όλοι αυτοί που θάφτηκαν εδώ άφησαν απογόνους που έρχονταν συχνά στο νεκροταφείο. Τώρα έρχονται αραιά και πού μερικά δισέγγονα. Όμως παλιότερα έρχονταν εγγόνια, γιοι, αδέλφια και τον πρώτο καιρό είχα την τιμή να συναντήσω κι αρκετούς φίλους των νεκρών, οι οποίοι είχαν πολεμήσει μαζί στο μέτωπο. Ο καθένας κουβαλούσε τη δική του ιστορία κι εγώ τότε είχα πολλή όρεξη να τις ακούω και μεγάλη διάθεση να τις καταγράφω. Πίστεψέ με, όλες τους ήταν συγκλονιστικές, αλλά δυστυχώς για καμιά δεν υπήρξε λίγος χώρος στις σελίδες της επίσημης Ιστορίας κι έτσι με τον χρόνο χάθηκαν στη λήθη. Σαν να τις πήρε ο αέρας και να τις σκόρπισε…» είπε κι η φωνή του έσβηνε καθώς με μια απαλή κίνηση προσπάθησε να αρπάξει κάτι άυλο στον αέρα. «Όμως είναι και κάτι άλλο που με πονάει πιο πολύ σήμερα. Όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο ξεχνιέται η ιστορία και διογκώνεται η αδιαφορία των νέων γενεών. Σήμερα, διάφοροι δάσκαλοι φέρνουν τους μαθητές τους εδώ και μου ζητούν να μιλήσω στα παιδιά για τον πόλεμο. Αλλά να πω τι; Βλέπω τα βλέμματά τους κι αντιλαμβάνομαι πως βαριούνται και δεν ακούνε τίποτα. Και δυστυχώς, νεαρέ μου, μέσα απ’ αυτή την αδιαφορία ξεπηδάει η άγνοια και πάνω στην άγνοια πατάει ο φασισμός. Αυτό είναι που με φοβίζει πολύ. Και πες εγώ είμαι γέρος και θα πεθάνω σύντομα, αλλά φοβάμαι αυτά που ίσως ζήσετε εσείς. Θα είναι μεγάλο κρίμα να ξεφυτρώσουν από τη γη νέοι σταυροί», μου είπε και στράφηκε για μία ακόμη φορά και παρατήρησε σιωπηλός τα μνήματα. «Αυτό που έχω διαπιστώσει είναι πως η ιστορία παρουσιάζεται πολύ συχνά σαν μια σειρά από ασοβάρευτες πράξεις που έβλαψαν πολλούς. Πάμπολλα συμβάντα που ανέκοψαν την ανθρώπινη πρόοδο. Νομίζω πως δεν υπάρχει πια καιρός για τέτοιες ασοβάρευτες πράξεις. Ο κλήρος αυτή τη φορά θα είναι βαρύτατος». 
«Απαισιοδοξείτε;» 
«Πιστεύω πως κάποτε οι καιροί θα ηρεμήσουν, κι όσοι επιβιώσουν θα μαζέψουν τα σπαραγμένα τους μέλη και θα σχηματίσουν ένα νέο σώμα με ένα νέο πρόσωπο. Εξάλλου όσα είναι ενδεχόμενα σήμερα θα μεταβληθούν σε πραγματικότητες αύριο κι οι εκπλήξεις θα πάψουν να ξαφνιάζουν» 
«Πολύ φοβάμαι πως θα αργήσει να συμβεί αυτό». 
«Ήδη έχει αρχίσει να συμβαίνει. Αλλά δυστυχώς είμαστε ακόμη στην αρχή». Σε μια σκιερή γωνιά του ναΐσκου βρισκόταν ένα τραπεζάκι με έναν δίσκο, πάνω στον οποίο στεκόταν ένα πολυχρησιμοποιημένο μπουκάλι και σκόρπια ποτηράκια. Ακούμπησε απαλά την τσάπα του στο τραπέζι κι έπιασε το μπουκάλι. Με αργές κινήσεις έβγαλε το πώμα και γέμισε δυο καθαρά ποτήρια. 
«Αυτό είναι το παραδοσιακό μας ποτό που πίνουμε για να τιμάμε τους νεκρούς μας», μου εξήγησε καθώς μου έτεινε το ένα ποτήρι. 
«Στη μνήμη τους», του είπα ταπεινά κι άδειασα όλο το περιεχόμενο στο στεγνό μου λαρύγγι. 
«Και στην υγειά μας», μου απάντησε χαμογελαστός. 
Πάντα απορούσα πόσο εύκολα συγκρατούσα συζητήσεις που μ’ ενδιέφεραν. Τις έφερνα στο μυαλό μου και τις ζούσα ξανά. Όπως επίσης είναι ανατριχιαστικός ο τρόπος που νιώθω ξανά τα συναισθήματα εκείνων των στιγμών, όπως την απόγνωσή μου όταν συνειδητοποίησα ότι η ώρα είχε περάσει κι έπρεπε να φύγω βιαστικά για τον σιδηροδρομικό σταθμό. Ο αποχαιρετισμός ήταν άγαρμπος και βεβιασμένος, τερματίζοντας άδοξα μια υπέροχη συζήτηση που με ταξίδεψε πίσω στον χρόνο. Όταν του είπα πως έπρεπε να φύγω για να προλάβω το τρένο, σήκωσε το χέρι του με δυσκολία και με χτύπησε φιλικά στην πλάτη. 
«Όταν ανέβω ξανά Θεσσαλονίκη θα έρθω να σας βρω», του είπα φανερά συγκινημένος. 
«Να μου ξανάρθεις. Θα χαρώ να σε ξαναδώ». 
Πριν περάσω την πύλη του νεκροταφείου, κοντοστάθηκα και του έριξα μια τελευταία ματιά. Τελευταία μου εικόνα απ’ αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο ήταν η μορφή του να χάνεται προς τα μνήματα, αγέρωχη, ακάματη και περήφανη. 

 Απόσπασμα από το βιβλίο «Βαλκανευτές» Εκδόσεις Ενύπνιο

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2023

Η χρονιά της περισυλλογής (;)

 


Το '22 έφυγε παίρνοντας μαζί του έναν από τους σημαντικότερους ανθρώπους της ζωής μου. 
Με το φευγιό της γιαγιάς μου, έκλεισε οριστικά ένα κεφάλαιο της ζωής μου που με συνέδεε με την αθωότητα και τις σκανταλιές των παιδικών μου χρόνων. Το ζεστό της χαμόγελο, τα καλοσυνάτα της λόγια και το χαρακτηριστικό της άρωμα μεταφέρθηκαν, με μια άκρως τραυματική εμπειρία, από την καθημερινότητά μου στο φορτωμένο σεντούκι των αναμνήσεών μου.
Αυτό το γεγονός συντάραξε το είναι μου, κάνοντάς με να αναθεωρήσω αρκετές από τις υπαρξιακές μου αρχές, θέτοντάς μου νέους προβληματισμούς και νέους στόχους. 
Το '23 με βρίσκει σε μια νέα καθημερινότητα, με πρωτόγνωρους ρυθμούς και νέες εικόνες. Οι συνθήκες είναι πλέον κατάλληλες για μια νέα περισυλλογή αξιών και ιδεών, ευελπιστώντας πως θα είναι άκρως εποικοδομητικές στον νέο μου εαυτό που επιθυμώ να χτίσω. Οι πνευματικές αλλαγές θα ρθουν. Είμαι σίγουρος γι' αυτό. Το θέμα είναι να ακολουθήσουν κι οι καίριες και πολυπόθητες αλλαγές της καθημερινότητάς μου. 
Ας ελπίσουμε πως το '23 θα μου στρώσει το έδαφος γι' αυτό που αποζητώ. Τη ψυχική μου ηρεμία και την σωτήρια απομάκρυνσή μου από το χρόνιο τοξικό περιβάλλον που με πνίγει. 
Από τη μεριά μου, σας εύχομαι καλή χρονιά γεμάτη υγεία, αγάπη, τύχη και μπόλικες όμορφες στιγμές. 

Τρίτη 30 Αυγούστου 2022

Βαλκανευτές



της Αγγέλα Μάντζιου

Το βιβλίο καταγράφει ένα ταξίδι στα Δυτικά Βαλκάνια. Πρόκειται για μια εκδρομή τριών φίλων στα κράτη της περιοχής αυτής. Με σταθμούς προορισμού σε διάφορες πόλεις και από περάσματα- αναχωρήσεις από συνοριακούς σταθμούς, καταγράφεται ένα οδοιπορικό περιπλάνησης σε μια ιδιαίτερη περιοχή που αποτέλεσε πεδίο μαχών αλλά και τόπο συνάντησης-συνύπαρξης διαφορετικών λαών και πολιτισμών. Το κείμενο πλαισιώνουν φωτογραφίες τοπίων, μνημείων, ανθρώπων, που απαθανατίζουν αφαιρετικά και με καλλιτεχνική ματιά, χαρακτηριστικές στιγμές και όψεις των εικόνων του ταξιδιού.
Ο συγγραφέας κάνει ορατή την παρουσία του παρεμβαίνοντας με στοχασμούς, εσωτερικές σκέψεις και ερωτήματα τα οποία κάποιες φορές θέτει προς συζήτηση και διερεύνηση στην παρέα των φίλων του, Γιάννη και Σπύρου, ανιχνεύοντας διαθέσεις, προκαλώντας την ανταλλαγή επιχειρημάτων, σκέψεων και απόψεων.
Το χρονικό του ταξιδιού καταγράφεται με πολλές λεπτομέρειες. Οι αναφορές σε σχετικά πρόσφατα και επίκαιρα γεγονότα, όπως ο πόλεμος και οι συνέπειές του στην ζωή και στις σχέσεις των ανθρώπων, στα μνημεία και στο τοπίο, υποδηλώνουν μια τάση αναζήτησης, διερεύνησης και αναψηλάφησης της αλήθειας όσων συνέβησαν στην ευρύτερη περιοχή, επηρεάζοντας τις σχέσεις κρατών, φυλών και εθνοτήτων, διαγράφοντας εν πολλοίς ένα αβέβαιο ή ασταθές μέλλον. 
Ιστορικά συμβάντα, μνημεία, άνθρωποι, πολιτισμικά στοιχεία, μύθοι, θρύλοι, καταγραφές, αρχεία, πληροφορίες, ορόσημα, σύμβολα, συνθήκες, θηριωδίες, επεμβάσεις, περνούν στα στοιχεία της γεωγραφίας του τόπου, καταγράφοντας ιδιοτυπίες, διαφορές αλλά και ομοιότητες λαών που έζησαν μαζί για αιώνες σε πολυπολιτισμικές κοινότητες. 
Στο σώμα του βιβλίου και στην ροή της αφήγησης παρεμβάλλονται σκηνές της καθημερινής ζωής, θρησκευτικές εορταστικές εκδηλώσεις, συναντήσεις και συζητήσεις με ντόπιους κατοίκους, φευγαλέες εντυπώσεις και βλέμματα συνεννόησης και κατανόησης ανορθόδοξων και τραγελαφικών καταστάσεων. Στην εξιστόρηση μπλέκονται εικόνες των πόλεων και κάποιες αλλόκοτες συμπεριφορές των ανθρώπων, κατάλοιπο των δεινών του πολέμου, της βίας, των θανάτων, της καταστροφής και της φτώχειας. 
Όλα σχετίζονται με τις ιδιομορφίες του τοπίου, ενός κοινωνικοπολιτικού και φυσικού τοπίου που περιγράφεται και με λογοτεχνικές πινελιές, ιδωμένο ως αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχοσύνθεσης λαών και εθνοτήτων. Εκκλησίες, κάστρα, μοναστήρια, πλατείες, ποταμοί, λίμνες, νησιά, λιμάνια, οροσειρές, χωριά και πόλεις, συνοικίες, γεφύρια, δρόμοι, αγάλματα, φιγούρες ανθρώπων, προβάλλουν μια πολυπολιτισμική πολυφυλετική και ζωηρή πραγματικότητα. Η δημιουργία νέων κρατών, η χάραξη καινούργιων συνόρων, οι εύθραυστες ισορροπίες, οι ανατροπές, καθώς και η εχθρότητα και η καχυποψία, η συνύπαρξη, οι παρανοήσεις, αποτυπώνονται στα πρόσωπα, αντανακλούν στην όψη των κτιρίων, στην αισθητική των πόλεων και στην Ιστορία των λαών της περιοχής. 
Άξονας της οπτικής είναι η κρίση και ο τρόπος που βιώνεται από γενιές και λαούς. Συγκρίνονται γεγονότα και ανιχνεύονται ομοιότητες και αναλογίες αισθημάτων, συμπεριφορών, διαθέσεων, τοπίων. Αναμνήσεις, ονειροπολήσεις, μια τάση ενδοσκόπησης και στοχασμού, κριτική σε κοινωνικοπολιτικά θέματα, συνειρμοί, συσχετίσεις, επαληθεύουν ή καταρρίπτουν στερεότυπα και φόβους. Εξετάζονται ρεαλιστικά στην αύρα του τοπίου της χώρας και της κληρονομιάς των πόλεων, των καιρικών φαινομένων και των ανέμων, στο διαχωριστικό πεδίο συνόρων και εθνικών ιδιαιτεροτήτων-συνθηκών. 
Με μια παιδιάστικη θέρμη ο συγγραφέας περιγράφει και αναλύει, αφήνοντας να παρασυρθεί από θυμικές διαθέσεις και τάσεις εξωτερίκευσης των σκέψεών του. Εξομολογούμενος παιδικές αναμνήσεις, όνειρα, ωθείται σε παρεκβάσεις σχετιζόμενες με το εκάστοτε θέμα που θίγεται και αφορά ανάλογα το τοπίο ή τις ανθρώπινες καταστάσεις και τύχες των λαών. 
Ποιήματα, μουσικές, ταινίες, αναφορές σε μύθους και συγγραφείς, σε ιστορικά περιστατικά και ηγέτες, δίνουν στο βιβλίο έναν αέρα διακειμενικότητας επεκτείνοντας τις γραμμές αφήγησης και ανοίγοντας τα θεματικά πεδία. 
Θέματα της πολιτικής επικαιρότητας υπεισέρχονται στις συζητήσεις και στους υπαρξιακούς-φιλοσοφικούς προβληματισμούς και θίγονται φιλτραρισμένα από την προσωπική ματιά των ομιλητών, δίνοντας και το στίγμα της ερμηνείας των συνθηκών του παρόντος και του μέλλοντος του κόσμου. Ανακύπτουν και προβληματισμοί για θέματα όπως το προσφυγικό, η κρίση, οι επιλογές κρατών και κηδεμόνων, οι αξίες και το μέλλον της ευρωπαϊκής ένωσης. 
Το ταξίδι τελειώνει με την άφιξη στην Αθήνα και με τον αποχαιρετισμό των φίλων με μια αίσθηση ικανοποίησης για την κατάκτηση ενός κοινού στόχου, με την έμπειρη βεβαιότητα της αποθησαυρισμένης γνώσης που εμπλουτίζεται και μοιράζεται και με μια διάθεση νοσταλγίας, έναυσμα αναζήτησης περιπετειών και προγραμματισμού, σχεδιασμού και οργάνωσης νέων ταξιδιών. 

Αποσπάσματα 

«Άφησα τη βαλίτσα στο πάτωμα και το σακίδιο στον καναπέ και στάθηκα στη μέση του σαλονιού, προσπαθώντας να προσαρμοστώ ξανά στα περιορισμένα όρια της καθημερινότητάς μου.[…] «Φίλε μου, διανύσαμε ακριβώς 4.730 χιλιόμετρα». Σελ. 529 

«Γι’ αυτό ταξιδεύω. Για να ξεφεύγω απ’ αυτή την αόρατη αρρώστια. Για να βρω το φάρμακο που μπορεί να με προστατεύσει από τον επικίνδυνο χειμώνα της συνείδησης που διανύουμε εδώ και χρόνια. Εκεί που άλλοι αποστρέφουν το ενδιαφέρον τους για τις ουμανιστικές γνώσεις, εγώ αισθάνομαι πως έχω το έμφυτο καθήκον να περισώσω όσες μπορώ. Μια διακριτική αντίσταση κατά της βαρβαρότητας των ημερών μας. Μια επίμονη διάσωση της μνήμης κι όλων εκείνων των γεγονότων που αδίκως έχουν αφεθεί στο καταστροφικό έργο της λήθης». Σελ. 341 

«Την απάντηση την είχα βρει κάποτε σ’ ένα από τα αποφθέγματα του Σαίξπηρ, που επισήμαινε πως το παρελθόν είναι ο πρόλογος για όλα αυτά που θα συμβούν. Γι’ αυτά που ο κάθε άνθρωπος μπορεί να είναι, να σκέφτεται και να νιώθει». Σελ.353 

«Στο Λεξικό του Διαβόλου που έγραψε ο πικρόχολος Αμπρόουζ Μπιρς, είχα κάποτε διαβάσει πως η Ιστορία είναι «μια σχεδόν πάντα εσφαλμένη αφήγηση γεγονότων χωρίς σημασία», διότι είναι προϊόν αρχηγών κρατών που διακρίνονται για την κουτοπονηριά τους. Επίσης, σύμφωνα με τον Φερνάν Μπροντέλ, «την Ιστορία δεν την φτιάχνουν τα γεγονότα αλλά η αφήγησή τους». Σελ.164 

«Όμως στο πρόσωπό τους μπορούσα κάλλιστα να αναγνωρίσω τη φυσιογνωμία του παππού μου. Ίδιο βλέμμα, ίδιο στήσιμο κορμιού… ίσως κι ίδια συναισθήματα. Δύο συνομήλικοι άνθρωποι που έζησαν σε διαφορετικούς τόπους, μεγάλωσαν μαθαίνοντας την ιστορία από μία διαφορετική σκοπιά και πορεύτηκαν πατώντας σε αντίθετη ιδεολογία, έφτασαν στο λυκόφως της ζωής τους υποταγμένοι στην ίδια απογοήτευση». Σελ.70 

«Η απαλλαγή του φόρου υποτέλειας ήταν ένα ακόμη κοινό στοιχείο που είχε το Ντουμπρόβνικ με τη Χίο, σκέφτηκα κι έσκυψα το κεφάλι για να μη φανεί το μειδίαμα στα χείλη μου». Σελ.122

«Στεκόμασταν πάνω στο πρωτότυπο μουσικό όργανο του Nicola Basic, το οποίο λειτουργούσε με την κίνηση των κυμάτων και του αέρα. Εντυπωσιασμένοι καθίσαμε στα σκαλοπάτια και κοιτούσαμε προς τη θάλασσα ακούγοντας μαγεμένοι τη μελωδία της. […]. Είχα γείρει στο πίσω σκαλοπάτι κι απολάμβανα την αλμύρα των κυμάτων που έσκαγαν μπροστά μου καθώς αναρωτιόμουν αν υπήρχε κάτι πιο όμορφο πέρα από τα σύννεφα της Ζαντάρ. Άραγε να είναι η άγρια ομορφιά του τοπίου ή η παγανιστική μουσική της φύσης;». Σελ. 191-192 

«Μεμιάς το Σαράγεβο μετατράπηκε στα μάτια μου σε ένα ανοιχτό βιβλίο,…» Σελ. 424 

« Υπάρχουν ανά την υφήλιο άνθρωποι οι οποίοι συγκροτούν έναν Τέταρτο Κόσμο, μια δική τους διασπορά… Άμα βρεθείς ανάμεσά τους, δεν πρόκειται ούτε να σε κοροϊδέψουν ούτε να σε πικράνουν, γιατί δεν τους ενδιαφέρει ούτε η φυλή σου ούτε το θρήσκευμά σου, ούτε το φύλο ή η εθνικότητά σου · τους βλάκες τους ανέχονται, αν όχι ευχάριστα, οπωσδήποτε με κατανόηση. Γελάνε εύκολα. Δεν δυσκολεύονται να αισθανθούν ευγνωμοσύνη. Δεν είναι ποτέ τους μικρόψυχοι. Δεν τους αναχαιτίζει ούτε η μόδα, ούτε η κοινή γνώμη, ούτε το πολιτικά ορθό. Είναι εξόριστοι μέσα στην ίδια τους την κοινότητα, γιατί πάντα ανήκουν σε κάποια μειοψηφία, όμως είναι ένα έθνος πανίσχυρο, και κρίμα που δεν το ξέρουν. Είναι το έθνος του πουθενά και έχω καταλήξει να πιστεύω ότι είναι φυσικό να έχει πρωτεύουσά του την Τεργέστη». Σελ. 278-279 

«…μία αστραπή έσκασε μπρος στα μάτια μου κι αμέσως το μυαλό μου γέμισε εικόνες με καστροπολιτείες, αρχαία λιμάνια, καταπράσινα νερά και πόλεις με εμφανή τα σημάδια ενός σχετικά πρόσφατου πολέμου. «Φεύγουμε για Δυτικά Βαλκάνια!» Σελ.18 


Πηγή: Cityportal

Τρίτη 16 Αυγούστου 2022

Με τον Γιώργο Χατζελένη και τους Βαλκανευτές



της Ελένης Γκόρα 

  • Πότε πραγματοποιήσατε το road trip στα Δυτικά Βαλκάνια και ποιες χώρες επισκεφτήκατε; Υπήρξε κάποια χώρα που για κάποιους λόγους δεν επισκεφτήκατε; 

 Το οδοιπορικό στα Δυτικά Βαλκάνια πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 2016 και διήρκεσε δύο βδομάδες. Πρωταρχικό μας μέλημα ήταν να φτάσουμε στο σημείο που η βαλκανική χερσόνησος συνορεύει με την κεντρική Ευρώπη κι από εκεί η κάθοδος μέσα από τα άγρια κι άγνωστα για μας βουνά των Βαλκανίων. Χαράσοντας λοιπόν, τη γραμμή του ταξιδιού μας στον χάρτη, επιλέγαμε αυθαίρετα και τις χώρες που θα επισκεπτόμασταν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διασχίσουμε πόλεις και τοπία από την Αλβανία, το Μαυροβούνιο, την Κροατία, τη Σλοβενία, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, καθώς και το μοναδικό κομμάτι της Ιταλίας που βρίσκεται σε βαλκανικό έδαφος. Συνολικά επισκεφθήκαμε έξι χώρες, οι οποίες αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα των Δυτικών Βαλκανίων. Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, δεν παραλείψαμε κάποια χώρα. Όμως, πιστεύω πως αδικήσαμε την Αλβανία, διότι δεν της αφιερώσαμε το χρόνο που της αναλογούσε. Η ανυπομονησία μας να φτάσουμε εγκαίρως στις Δαλματικές ακτές και να θαυμάσουμε τις ιστορικές και πανέμορφες πόλεις της Αδριατικής θάλασσας, μας ώθησε να διασχίσουμε κάπως βεβιασμένα την Αλβανία προσπερνώντας πανέμορφες πόλεις όπως το Αργυρόκαστρο, το Μπεράτ και το Πόγραδετς. Ίσως επιδιώξω μελλοντικά να επισκεφθώ ξανά τη γειτονική μας χώρα για να εξερευνήσω περαιτέρω τις καλά κρυμμένες ομορφιές της. 




  • Ποια η άποψή σου για το Μακεδονικό ονοματολογικό ζήτημα, μιας και στο βιβλίο σου παραθέτεις τις πολιτικές σου απόψεις; 

 Δεν είμαι αρμόδιος του συγκεκριμένου θέματος για να μπορέσω να δώσω μια ξεκάθαρη απάντηση. Το Μακεδονικό ονοματολογικό ζήτημα είναι αρκούντως πολύπλοκο κι αυτό αποδεικνύεται τόσο από τα βιβλία που έχουν γραφτεί γι’ αυτό, όσο κι από τη σχετική αρθρογραφία, που εμπλουτίστηκε περαιτέρω κατά την περίοδο της υπογραφής της Συμφωνίας των Πρεσπών. Αυτό όμως που μπορώ να επισημάνω είναι πως σε μια γωνιά της Ευρώπης που οι μεγαλοϊδεατισμοί και τα ξένα συμφέροντα προξένησαν κατά συρροή πολέμους (με τελευταίο τον βομβαρδισμό της Σερβίας το 1999) κι εξακολουθούν να πυροδοτούν επικίνδυνες εντάσεις όπως συμβαίνει με το Κόσσοβο, τη Σερβική Δημοκρατία στη Βοσνία Ερζεγοβίνη, τις διενέξεις που υπάρχουν μεταξύ Αλβανών και Βούλγαρων με τη Βόρεια Μακεδονία και φυσικά τις προκλήσεις του Ερντογάν στο Αιγαίο, βρέθηκαν δυο αρχηγοί κρατών που ανέλαβαν το πολιτικό κόστος και πήραν την απόφαση να λύσουν με ώριμο κι ειλικρινή τρόπο ένα επίμαχο και χρόνιο ζήτημα. Το γεγονός ότι αντέδρασαν ταυτόχρονα τα ακροδεξιά ρεύματα και των δύο κρατών φανερώνει κατ’ εμέ πως ο συμβιβασμός της συμφωνίας υπήρξε δίκαιος. Προσωπικά θεωρώ πως είναι προτιμότερο να παραγκωνίζονται κάποιες εθνικιστικές αγκυλώσεις, ώστε να μπορέσουν να στηθούν γέφυρες αμοιβαίας εμπιστοσύνης κι ειλικρινούς συνεργασίας με τις γειτονικές μας χώρες, παρά να διαιωνίζεται το εχθρικό κλίμα, το οποίο πέρα από επιζήμιο, στις μέρες μας έχει γίνει κι επικίνδυνο. 

  • Για τη συγγραφή του ταξιδιωτικού σου μυθιστορήματος τι είδους βιβλία διάβασες πιο πριν; 

Η συγγραφή του βιβλίου διήρκεσε τρία χρόνια. Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, διάβασα κάμποσες ιστορικές μελέτες για τους Βαλκανικούς πολέμους και τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους καθώς κι ανταποκρίσεις από τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, ώστε να αντλήσω πληροφορίες για τα ιστορικά γεγονότα που συνόδευσαν τις περιπλανήσεις μου στις πόλεις των Δυτικών Βαλκανίων. Παράλληλα, μελέτησα αρκετά ταξιδιωτικά δοκίμια, όπως ο «Δούναβης» του Κλαούντιο Μαγκρίς (Εκδόσεις Πόλις), η «Τεργέστη, η Έννοια του Πουθενά» της Ζαν Μόρις (Εκδόσεις Πάπυρος) κι οι «Δακτύλιοι του Κρόνου» του Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ (Εκδόσεις Άγρα). Επίσης ανέγνωσα πολυάριθμα μυθιστορήματα που πραγματεύονταν με τα Βαλκάνια, σταχυολογώντας κι από εκεί πληροφορίες όπως για παράδειγμα «Το Γεφύρι του Δρίνου» του Ίβο Άντριτς (Εκδόσεις Καστανιώτη). Η συγγραφή των «Βαλκανευτών» ήταν μια γόνιμη σύζευξη των εμπειριών, των στιγμών, των σκέψεων και των συζητήσεων που μου πρόσφερε απλόχερα το οδοιπορικό, με το σύνολο των πληροφοριών που συνέλλεξα από τις παραπάνω πηγές. 




  • Ποια στιγμή θυμάσαι εντονότερα από το ταξίδι σου στα Δυτικά Βαλκάνια και γιατί επέλεξες να γράψεις ένα ταξιδιωτικό μυθιστόρημα; Τα προηγούμενά σου βιβλία τι θέμα έχουν; 

Το ταξίδι μας στα Δυτικά Βαλκάνια επεφύλαξε και στους τρεις μας απρόσμενες συναρπαστικές στιγμές που υπήρξαν έντονα συγκινητικές. Γι’ αυτό τον λόγο, αδυνατώ να διακρίνω μια και μοναδική. Τι να πρωτοθυμηθώ; Την αδιασάλευτη ηρεμία που επικρατούσε στην κορυφή του επιβλητικού φρουρίου στο Κότορ, τα στενά γραφικά σοκάκια με την κυρίαρχη λευκή μαρμάρινη απόχρωση στην παλιά πόλη του Σπλιτ, που ήταν «στοιβαγμένη» εντός του παλατιού του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, το τοξωτό γεφύρι του Μόσταρ, το οποίο θαυμάζαμε από τη βεράντα μιας καφετέριας παρακολουθώντας παράλληλα από την οθόνη ενός κινητού την ανατίναξή του στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, την εντυπωσιακά επιβλητική εμφάνιση που μας επεφύλασσαν τα θεόρατα τείχη του Ντουμπρόβνικ, καθώς κατηφορίζαμε από τα κροατοβοσνιακά σύνορα προς τη θάλασσα, την ομίχλη που προσπαθούσε ανεπιτυχώς να σκεπάσει τις πληγές του πολέμου στα κτίρια του Σαράγεβο ή τις περιπλανήσεις μου τόσο στην προκυμαία όσο και στη μαγευτική πλατεία της ομορφότερης κατ’ εμέ πόλης του ταξιδιού, της Τεργέστης; Όλες αυτές οι στιγμές που αντικρίσαμε, βιώσαμε και μας αιχμαλώτισαν, μου ανασκάλευσαν την επιθυμία να γράψω για το οδοιπορικό μας στα Δυτικά Βαλκάνια. Το τέταρτο βιβλίο μου διαφέρει από τα προηγούμενα, τα οποία καταπιάνονται με διαφορετικά θέματα. Στο πρώτο μου βιβλίο, «Καθημερανοητότητα» (Εκδόσεις Γαβριηλίδη), ο ήρωας προσπαθεί να καταπιαστεί με έναν δίαυλο δημιουργικής έκφρασης, ώστε να προσδώσει κάποιο νοηματικό βάρος στην καθημερινότητά του. Στο δεύτερο βιβλίο μου, «Βαλκανεύοντας» (Εκδόσεις Γαβριηλίδη), ο ήρωας αναγκάζεται να μεταναστεύσει στο εξωτερικό, για να δραπετεύσει από την οικονομική κρίση και τον αξιακό μαρασμό. Στην απόφασή του αυτή, σχεδιάζει ένα μοναχικό ταξίδι διατρέχοντας σε πέντε πόλεις (Στρασβούργο, Μιλάνο, Βουδαπέστη, Βελιγράδι και Θεσσαλονίκη), προσπαθώντας να ψηλαφήσει τον εαυτό του και να πειστεί πως κατέληξε στην ορθή απόφαση να εγκαταλείψει την παλιά του ζωή, τους φίλους του και την Ελλάδα. Στο τρίτο μου βιβλίο, «Εντεύθεν» (Εκδόσεις Γαβριηλίδη), καταπιάνομαι με τη Μνήμη και τη Λήθη. Ο ήρωας επισκέπτεται τον γενέθλιο τόπο του, για να μελετήσει κάποια αρχεία σχετικά με τον δοσιλογισμό στο νησί του κατά την περίοδο της Κατοχής. Μελετώντας όμως παλιά ντοκουμέντα, συνειδητοποιεί πως ενώ έχει ασχοληθεί με ζέση με τη γενική ιστορία του τόπου του και της χώρας του, παράλληλα έχει αδιαφορήσει αδικαιολόγητα για την ιστορία που κουβαλούν τα αγαπημένα οικογενειακά του πρόσωπα. Αυτό έχει αποτέλεσμα, η μελέτη που πραγματοποιεί για την περίοδο της Κατοχής στη Χίο, να καταστεί αφορμή να καταγράψει τις εμπειρίες του παππού του και της γιαγιάς του ανατρέχοντας σ’ εκείνη τη σκοτεινή περίοδο. Μ’ αυτόν τον τρόπο, θεμελιώνει μια ουσιαστική εγγύτητα με τους δικούς του ανθρώπους και συνάμα χρήζεται φύλακας των πολύτιμων αναμνήσεών τους. 




  • Μια ρήση λέει «Αν δεν περπατήσεις έναν τόπο, δεν τον μαθαίνεις». Και αυτό πραγματικά το τηρείς ευλαβικά. Το επόμενό σου ταξίδι λοιπόν, θα είναι… 

Μα ένας τόπος αποκαλύπτεται μόνο σε όσους θυσιάζουν τα πόδια τους κι ενίοτε τα υποδήματά τους. Οι πόλεις ξετυλίγονται σαν βεντάλια μέσα από τις περιπλανήσεις στα σοκάκια των γειτονιών τους και στις κεντρικές αρτηρίες με τα μουσεία και τα αξιοθέατά τους. Όσο για τους επικείμενους προγραμματισμούς μου, πάντα εμπεριέχουν κάποια εξόρμηση σε μια άλλη χώρα ή σε έναν καινούριο τόπο. Δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος προορισμός που να με ελκύει αυτή τη στιγμή, αλλά μια εκτεταμένη λίστα προορισμών, μια λίστα που όσο περνάνε τα χρόνια επιμηκύνεται ασταμάτητα. Σίγουρα θα ήθελα να περιπλανηθώ ξανά στα Βαλκάνια και συγκεκριμένα στη Σόφια, διότι δεν της έδωσα την ανάλογη σημασία την πρώτη φορά που την είχα επισκεφθεί. 




Ο Γιώργος Χατζελένης με καταγωγή από την Χίο και κάτοικος Αθήνας βρίσκεται σε ένα τσιπουράδικο μαζί με τους φίλους του, τον Γιάννη και τον Σπύρο. Προβληματισμένος ο Γιώργος από την έντονη και πολύβουη καθημερινότητα προτείνει στους φίλους του να κάνουν ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο. Προορισμός τα Δυτικά Βαλκάνια, Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κροατία, Μαυροβούνιο, Σλοβενία. Οι φίλοι συμφωνούν και κάθε Τετάρτη δίνουν ραντεβού στο στέκι τους μέχρι να σχεδιάσουν και την τελευταία λεπτομέρεια του ταξιδιού τους με μια έκτακτη προσθήκη της Τεργέστης, πόλη της Ιταλίας κοντά στα σύνορα με τη Σλοβενία. 
Θα περιπλανηθούμε σε πέντε χώρες, λέγαμε γεμάτοι χαρά και πιανόμασταν ο ένας από τον ώμο του άλλου. “Στην περιπέτειά μας!” φωνάζαμε ζαλισμένοι κάθε φορά που τσουγκρίζαμε τα ποτήρια. Έκτοτε οι Τετάρτες απέκτησαν άλλο νόημα. Μαζευόμασταν στο ίδιο στέκι κι οργανώναμε το πρόγραμμα του ταξιδιού. Χαράζαμε πάνω στον χάρτη τις ημερήσιες εκδρομές, ενώ εγώ αναζητούσα πληροφορίες για τις πόλεις, τα μνημία και τα τοπία που θα συναντούσαμε στο διάβα μας. 
Κάπως έτσι ξεκινάει το ταξιδιωτικό βιβλίο του Χατζελένη που πλέκει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση και τον διάλογο με την περιγραφή και την εξιστόρηση σημαντικών ιστορικών και πολιτικών γεγονότων που σημάδεψαν τα Βαλκάνια. 
Και τότε, σαν να το είχαμε κάνει από καιρό πρόβα, τραγουδήσαμε και οι τρεις με δυνατή φωνή “Δεν είναι εδώ Βαλκάνια σου το ‘πα…”, κάνοντας τους οδηγούς των διπλανών αυτοκινήτων να μας κοιτούν έκπληκτοι. “Στα χέρια σου, αφήνω το τιμόνι”, συνεχίζαμε εγώ κι ο Σπύρος προς τον Γιάννη “κι η πιο μεγάλη νύχτα ξημερώνει”, συμπλήρωνε εκείνος κοιτώντας συνεχώς μπροστά.“Εδώ είναι παίξε, γέλασε και σώπα…”. 
Οι τρεις φίλοι, στο εξής οι Βαλκανευτές, ξεκινούν ευδιάθετοι και πολύ καλά οργανωμένοι από την Αθήνα για να εξερευνήσουν και να ανακαλύψουν το επίκεντρο της ευρύτερης παγκόσμιας πολιτικής. Επισκέπτονται Αργυρόκαστρο, Δυρράχιο, Σκόδρα, Κότορ, Μπούντβα, Πέραστ, Ντουμπρόβνικ, Όμις, Σπλιτ, Ζαντάρ, Ριέκα, Πούλα, Ρόβινι, Κοπέρ, Τεργέστη, Μιραμάρε, Ντουίνο, Λίμνη Μπλεντ, Λουμπλιάνα, Νόβο Μέστο, Ζάγκρεμπ, Μπάνια Λούκα, Γιάιτσε, Σαράγεβο, Μόσταρ, Μπλάγκαϊ, Άγιος Στέφανος, Ντούρμιτορ, Ποντγκόριτσα, Τίρανα. 
Το ανοιξιάτικο αεράκι που ερχόταν από τη θάλασσα μας έσπρωξε απαλά προς τον θεόρατο πύργο Μιντσέτα, ο οποίος είναι και το ψηλότερο σημείο των οχυρώσεων. Από τις πολεμίστρες του η πόλη έμοιαζε σαν μια πελώρια ανθοδέσμη με τριάνταφυλλα ίδιας απόχρωσης αλλά διαφορετικού τονισμού. Αρκετές σκεπές είχαν το έντονο κόκκινο χρώμα του κεραμιδιού ενώ άλλες, κυρίως αυτές που βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα, είχαν μια πιο ξεθωριασμένη όψη. Ο Γιάννης μας έδειξε την απότομη πλαγιά του βουνού που κατέληγε στα προάστια του Ντουμπρόβνικ, και μας εξήγησε πως από εκεί ψηλά το πυροβολικό του Γιουγκοσλαβικού Λαϊκού Στρατού βομβάρδιζε για επτά μήνες την πόλη. Οπότε τα σπίτια που είχαν καινούριες σκεπές ήταν κι αυτά που είχαν καταστραφεί ολοσχερώς. 
Άρχες της Άνοιξης με το αυτοκίνητό τους περνούν και σταματούν σε παραπάνω από τριάντα περιοχές. Το τοπίο αλλάζει συνεχώς, η βροχή τούς βρίσκει στα καλά καθούμενα και οι άνθρωποι που συνομιλούν-τυχαία ή για χάρη της ιστορίας- έχουν ακόμα αποτυπωμένο στο πρόσωπό τους τον φόβο για αναταραχές. Οι Βαλκανευτές κάνουν συνολικά 4.730 χιλιόμετρα! Αλλού ξαποσταίνουν για λίγο και αλλού διαμένουν έστω για ένα βράδυ για να μπορέσουν να συνεχίσουν την επόμενη ημέρα και να ολοκληρώσουν τον στόχο τους. Ανάμεσα σε καφέδες, μπίρες και γεύματα συζητούν για τη θρησκεία, τη φυλή, τα έθνη, την κουλτούρα, τα έθιμα, την αριστερά, την ελευθερία, τα σύνορα. 
Πόσο δύσκολη κάνουν τελικά τη ζωή μας αυτά τα σύνορα και πόσο πόνο προκαλούν; Για ποιον λόγο εκατομμύρια άνθρωποι σκοτώνονται γι’ αυτές τις γραμμές άλλες φορές υπερασπίζοντάς τες κι άλλες φορές προσπαθώντας να επεκταθούν πέρα από αυτές; Θυσιάζονται για γραμμές που ποτέ δεν έχουν μείνει σταθερές πάνω στον χάρτη. 
Ο συγγραφέας πολλές φορές νιώθει την ανάγκη να απομονωθεί για να σκεφτεί και να γράψει. Θυμάται στίχους, ταινίες και παλιότερες συζητήσεις, ενώ από τον νου του ποτέ δεν φεύγει το Αιγαίο και το νησί του. Του αρέσει να φυλακίζει στον φακό τη φύση, τα μνημεία, τα κτίρια-αρκετά από αυτά τρυπημένα και τραυματισμένα από σφαίρες-, τους περαστικούς, τα γκράφιτι των πόλεων. Για αυτό και το βιβλίο του συνοδεύεται κι από ασπρόμαυρες φωτογραφίες, οι οποίες χαρίζουν ζωντάνια στις περιγραφές του.




“Οι Βαλκανευτές” είναι ένα ταξιδιωτικό μυθιστόρημα 529 σελίδων για τα Δυτικά Βαλκάνια, όπου η προσωπική εμπειρία δένει με την περιήγηση. Θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί κι ως οδηγός. Όχι φυσικά, με την έννοια του παραδοσιακού οδηγού, εκείνου με τα προτεινόμενα εστιατόρια και καταλύματα, αλλά με την έννοια του ανορθόδοξου oδηγού, εκείνου με τις πιο αξιομνημόνευτες πληροφορίες για έναν τόπο υπό το πρίσμα του βιώματος και της μαρτυρίας.


Πηγή: elenigkora

Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

Γιώργος Χατζελένης: "Σκοπός της λογοτεχνίας στις μέρες μας είναι να καταφέρει να ανασκευάσει την πρότερη αυθεντική της ταυτότητα"



 

Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου

  • Κύριε Χατζελένη, για ποιο λόγο αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή; Ποιο υπήρξε το βασικό ερέθισμα που καθόρισε την λογοτεχνική σας πορεία; 

Η συγγραφή δεν ήταν κατάληξη κάποιας συγκεκριμένης απόφασης, αλλά το αποτέλεσμα ορισμένων συγκυριών. Κατά κάποιον τρόπο, παρασύρθηκα από μια αλληλουχία συγκεκριμένων αναγκών που με πίεζαν να βρω τον κατάλληλο τρόπο επικοινωνίας για μια ουσιώδη, ανιδιοτελή κι εποικοδομητική ανταλλαγή καθημερινών σκέψεων και χρόνιων προβληματισμών. Η ανάγκη μου αυτή με ώθησε στη γραφή, η οποία θεωρώ πως για μένα είναι η πιο εύκολη κι αποτελεσματική διαδικασία μέσα από την οποία μπορώ να αναπτύσσω με υπομονή και ηρεμία την όποια επιχειρηματολογία μου. Επίσης, κατά τη γνώμη μου είναι μια πολιτισμένη κι ατάραχη διαδικασία «διαλόγου», καθώς έχω διαπιστώσει μέσα από αρκετές συζητήσεις που έχω συμμετάσχει ή παρακολουθήσει, πως το παθιασμένο ταπεραμέντο κι η ημιμάθεια που κυριαρχούν στις μέρες μας, μας έχουν στερήσει το χάρισμα ενός ορθού δια ζώσης ή κι εξ’ αποστάσεως διαλόγου που να κυριαρχούν ο σεβασμός κι η υπομονή. Όσον αφορά το βασικό μου ερέθισμα που με οδήγησε στην επιθυμία μου να γράψω, θα μπορούσα να πω πως ήταν η συγκίνηση που μου προκάλεσε το βιβλίο του Ηλία Βενέζη «Το Νούμερο 31328», το οποίο είχα διαβάσει το καλοκαίρι του 2004. 

  • Πώς συνδυάζεται η συγγραφική σας δραστηριότητα με τις πολύ αξιόλογες σπουδές σας, αλλά και την επαγγελματική σας ενασχόληση; 

Η συγγραφική μου δραστηριότητα δεν σχετίζεται επ’ ουδενί με την επαγγελματική μου ενασχόληση. Παρόλα αυτά, η μια αλληλοσυμπληρώνει την άλλη, καθώς ένα μεγάλο μέρος των επαγγελματικών μου δραστηριοτήτων είναι μοναχικό, σιωπηλό κι επαναλαμβανόμενο, γεγονός που μου παραχωρεί τη δυνατότητα να μπορώ να πλάσω και να εμπλουτίσω μες στο μυαλό μου τις ιστορίες που επιθυμώ να περιγράψω. Αυτό έχει ως απόρροια, αρκετά μεσημέρια να επιστρέφω σπίτι φορτωμένος με σκέψεις, τις οποίες καταγράφω σε κάποιο σημειωματάριο για να τις επεξεργαστώ στον ελεύθερο, ανέμελο και δημιουργικό μου χρόνο. 

  • Τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για εσάς; 

Το καθετί δύναται να αποτελέσει έμπνευση. Το ζήτημα είναι κατά πόσο μπορεί κανείς να το αξιοποιήσει και να δημιουργήσει βασιζόμενος σ’ αυτό. Στη δική μου περίπτωση, θεωρώ πως είναι τα ταξίδια που έχω πραγματοποιήσει, αλλά κι οι αξιομνημόνευτες συζητήσεις που έχω μοιραστεί με άλλους ανθρώπους. 

  • Υπήρξε κάποιο γεγονός στη ζωή σας που νιώσατε την ανάγκη να το μεταφέρετε αυτούσιο στο χαρτί; 

Στα βιβλία μου συμπεριλαμβάνονται αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Το τελευταίο βιβλίο, στο οποίο αποτυπώνω τις περιπλανήσεις μου στα Δυτικά Βαλκάνια είναι κατάμεστο από γεγονότα και στιγμές που βίωσα μαζί με τους συνταξιδευτές μου τόσο στις όμορφες πόλεις της Αδριατικής όσο και στα κρυμμένα φρούρια, αλλά και στις απόκοσμες ομορφιές των φυσικών τοπίων που συναντήσαμε στα βαλκανικά βουνά. Όπως επίσης και τα συναπαντήματα κι οι στιχομυθίες με άλλους ανθρώπους που είχαν πράγματι κάτι να μας πουν, όπως η συνάντηση με τον ενενηντάχρονο κύριο Γεώργιο Μιχαήλοβιτς, τον τελευταίο Σέρβο στρατιώτη που εξακολουθεί να «υπηρετεί» στο συμμαχικό νεκροταφείο Ζέιτελνικ στη Θεσσαλονίκη. 

  • Έχετε πρότυπα ως συγγραφέας; Στα γραπτά σας θα διαπιστώσει ο αναγνώστης επιρροές από άλλους αγαπημένους σας συγγραφείς; 

Κάθε εποχή διαθέτει και τις δικές της επιρροές, διότι με τα χρόνια ανακαλύπτω όλο και περισσότερους συγγραφείς που δε γνώριζα τόσο τους ίδιους όσο και τα πονήματά τους. Κάθε συγγραφέας που με στιγματίζει με το έργο του, ασκεί μια αδιαφιλονίκητη επιρροή τόσο στον τρόπο σκέψης μου, όσο και στον τρόπο γραφής μου. Όλα αυτά τα χρόνια που διαβάζω μανιωδώς, έχω επηρεαστεί από αρκετούς συγγραφείς όπως ο Μίλαν Κούντερα, ο Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ, ο Γιώργος Μακρής, ο Βασίλης Αλεξάκης κι άλλοι. Στο τελευταίο μου βιβλίο επηρεάστηκα καθοριστικά από τους Κλαούντιο Μάγκρις, Πάτρικ Λη Φέρμορ και Τζαν Μόρις. 

  • Ποιος θεωρείτε ότι είναι ο σκοπός της λογοτεχνίας στις μέρες μας; Τι έχει να προσφέρει στον σύγχρονο άνθρωπο; 

Η λογοτεχνία, όπως και κάθε άλλη μορφή τέχνης, έχει ως απώτερο σκοπό την πνευματική γενναιοδωρία και την ψυχική ανάταση των αναγνωστών της. Όμως στις μέρες μας, έχω την αίσθηση πως η τέχνη έχει απολέσει τον σκοπό της μέσα από τις πράξεις και τις αποφάσεις κάποιων προσώπων, οι οποίοι έχουν θυσιάσει την ποιότητα και την ουσία στο βωμό του κέρδους, της ματαιοδοξίας, του εγωκεντρισμού και των δημοσίων σχέσεων που κυριαρχούν στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Μαζί με την κοινωνική, οικονομική και πολιτική κρίση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, έχουμε καταστεί μάρτυρες και της κρίσης που από την οποία διακατέχεται ο πνευματικός χώρος. Οπότε κατά τη γνώμη μου, σκοπός της λογοτεχνίας στις μέρες μας είναι να καταφέρει να ανασκευάσει την πρότερη αυθεντική της ταυτότητα. 

  • Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι με την ολοένα και αυξανόμενη χρήση του διαδικτύου διαβάζουν βιβλία στις μέρες μας; 

Το αναγνωστικό κοινό ήταν πάντα περιορισμένο και συγκεκριμένο στην πάροδο των χρόνων. Δε γνωρίζω κατά πόσο το διαδίκτυο έχει επηρεάσει την παρούσα συγκυρία, διότι οι άνθρωποι που εμμένουν στην ανάγνωση βιβλίων εξακολουθούν να το πράττουν και στις μέρες μας, παρόλο που μια διόλου αμελητέα μερίδα της κοινωνίας έχει αποχαυνωθεί στις οθόνες των κινητών και των υπολογιστών. Θεωρώ πως για ορισμένους η κυριαρχία του διαδικτύου προσφέρεται περισσότερο ως πρόσχημα, παρά ως αιτιολογικός παράγοντας που τους αποτρέπει από το να διαβάσουν ένα βιβλίο. Προσωπικά, το διαδίκτυο έχει συμβάλλει αρκετά στο να ανακαλύψω νέους συγγραφείς κι ενδιαφέροντα βιβλία που δε γνώριζα. 

  • Η κρίση αναμφίβολα έχει επηρεάσει σημαντικά τη λογοτεχνία. Μπορεί σήμερα ένας συγγραφέας να βιοποριστεί μόνο από τα έργα του; 

Η ελληνική λογοτεχνική αγορά είναι σημαντικά περιορισμένη κι οι περισσότεροι αναγνώστες εμπιστεύονται τους ξένους εμπορικούς συγγραφείς παρά τους εγχώριους δημιουργούς. Οπότε, θεωρώ πως είναι αρκούντως δύσκολο για έναν συγγραφέα να μπορεί να βιοπορίζεται μέσα από τα έργα του. Επομένως δε θεωρώ πως η οικονομική κρίση επιδρά αρνητικά στους συγγραφείς, αλλά οι επιλογές του αναγνωστικού κοινού κι η προώθηση που εκτυλίσσεται μέσα από τις λογοτεχνικές στήλες των εφημερίδων και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που ασχολούνται με τον χώρο του βιβλίου. 

  • Έχετε ιδιαίτερη αδυναμία σε κάποιο από τα βιβλία σας; Κι αν ναι, γιατί; 

Παρόλο που κάθε μου βιβλίο είναι ξεχωριστό, θεωρώ πως όλα μαζί είναι ένα συνεχές κομμάτι της δημιουργικής μου πορείας, μ’ αποτέλεσμα να αδυνατώ να αγαπήσω κάποιο περισσότερο από τα υπόλοιπα. 

  • Υπάρχει κάποιο βιβλίο σας, το οποίο θα προτείνατε οπωσδήποτε να διαβάσουν οι αναγνώστες; 

Δε συνηθίζω να προτείνω βιβλία μου σε αναγνώστες. Μου αρέσει όμως να προτείνω βιβλία άλλων συγγραφέων που λάτρεψα σε φίλους μου βιβλιοφάγους. 

  • Ας μιλήσουμε τώρα για το τελευταίο σας βιβλίο, που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2021 τις εκδόσεις «Ενύπνιο» και φέρει τον τίτλο «Βαλκανευτές». Πρόκειται για ένα αρκετά πολυσέλιδο μυθιστόρημα, το οποίο στην ουσία περιγράφει τη δική σας προσωπική οδική απόδραση στα Δυτικά Βαλκάνια και των φίλων σας, παρόλο που δε στέκεται μόνο σ’ αυτό. Πείτε μας δυο λόγια για το περιεχόμενό του. 

Οι «Βαλκανευτές» γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια του οδοιπορικού μου στα Δυτικά Βαλκάνια, την άνοιξη του 2016. Τα μέρη που επισκεφθήκαμε, οι άνθρωποι που συναντήσαμε αλλά κι οι πολύωρες συζητήσεις με τους φίλους μου μετατράπηκαν σε μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης για το εν λόγω βιβλίο. Ωστόσο, δε γνωρίζω σε ποιο είδος μπορώ να το κατατάξω, διότι είναι αυτοβιογραφικό αλλά και δεν είναι, είναι ταξιδιωτικό αλλά και δεν είναι, έχει δοκιμιακή χροιά αλλά και δεν έχει. Αυτό το αφήνω να το κρίνει ο εκάστοτε αναγνώστης που θα επιλέξει να το διαβάσει. Από πλευράς μου αυτό που επιδιώκω συγγραφικά μέσα απ’ αυτό το βιβλίο είναι να ταξιδέψω τους αναγνώστες στα μέρη που επισκέφθηκα και να μοιραστώ μαζί τους προβληματισμούς καθημερινούς, αλλά κι ατίθασες σκέψεις που ξεπήδησαν μέσα από τις πόλεις που επισκεφθήκαμε και τις σιωπηλές αλλά και ηχηρές ιστορίες που αυτές κουβαλούν τόσο στον πολεοδομικό όσο και στον ανθρώπινο ιστό τους. 

  • Ποιο υπήρξε το βασικό ερέθισμά σας για να ξεκινήσετε τη συγγραφή του συγκεκριμένου έργου; 

Το ταξίδι στα Δυτικά Βαλκάνια υπήρξε το κυρίαρχο ερέθισμα για να αρχίσω τη συγγραφή του βιβλίου, αλλά κι οι παροτρύνσεις των δυο φίλων μου που διοργανώσαμε κι απολαύσαμε συντροφικά το συγκεκριμένο οδοιπορικό. 

  • Οι άνθρωποι έχουν την τάση να δένονται με τα βιώματά τους, τα οποία στην πορεία τρέπονται σε αναμνήσεις. Κι όταν αυτές ξεθωριάζουν με τον καιρό και ξαποσταίνουν στα βάθη του χρόνου αφήνουν πάντα πίσω τους ένα αβάσταχτο κενό. Το βιβλίο σας αυτό πέρα από μυθιστόρημα, εμπεριέχει και το ταξιδιωτικό αφήγημα, τον ιστορικό χάρτη-οδηγό, αφήνει όμως κι αρκετό χώρο ανάμεσά τους για να προκύψει και η προσωπική ενδοσκόπηση. Κινείται επομένως μια διαδικασία αυτό -αντανάκλασης ή αλλιώς αυτοπροβληματισμού, προκειμένου να κατανοήσετε καλύτερα ως συγγραφέας – ταξιδιώτης το ποιος πραγματικά είστε, ποιες είναι οι αξίες και τα πιστεύω σας και γιατί τελικά όλα αυτά επιδρούν στις σκέψεις και στις πράξεις σας. Αυτό κατά συνέπεια περνάει και στον αναγνώστη, καθώς είναι ο αποδέκτης του βιβλίου σας. Εσείς ως συγγραφέας αυτού του βιβλίου πως θα το χαρακτηρίζατε με λίγες λέξεις; Ποιο είναι το πιο σημαντικό μήνυμα που θέλετε να περάσετε στον αναγνώστη; 

Τα ταξίδια για μένα είναι μια σωτήρια διαφυγή από την καθημερινή ρουτίνα, ένα παυσίπονο της μιζέριας, αλλά και της εσωστρέφειας που έχουν κυριαρχήσει ανησυχητικά στις μέρες μας. Όμως παρά την ευεργετική τους φύση, τα ταξίδια παραμένουν μια πρόσκαιρη απόδραση, μια ολιγοήμερη αίσθηση ελευθερίας που δυστυχώς εξαχνώνεται αυτομάτως με την επιστροφή μου στην κατάσταση από την οποία προσπάθησα να ξεφύγω. Όμως, εκείνες τις μέρες που περιπλανιέμαι σε άγνωρες πόλεις, αφήνω τα μάτια μου ελεύθερα να παρασυρθούν από τη γοητεία των νέων εικόνων και το μυαλό ανάλαφρο να αναζητήσει επιλύσεις σε χρόνιους καταχωνιασμένους προβληματισμούς στα πιο άδυτα σημεία του μυαλού μου. Παρακάμπτοντας για λίγες μέρες τις καθημερινές σκοτούρες κι υποχρεώσεις προσφέρω χρόνο στον εαυτό μου για εσωστρεφείς αναζητήσεις, μια διαδικασία πολύπλοκή που με την πείρα των ετών κατόρθωσα να διαχειρίζομαι ολίγον τι πιο αποτελεσματικά. Για να βγει όμως κάποιο ωφέλιμο συμπέρασμα μέσα απ’ αυτή τη δίνη των σκέψεων, οφείλω να αντιμετωπίσω τον εγωισμό μου, αλλά και τον πόνο που επιφέρει η αλήθεια. Παρήλθε αρκετός καιρός για να αντιληφθώ πως μέσα απ’ αυτό το εσώψυχο ξεγύμνωμα αναδύομαι πιο δυνατός και πιο ζωντανός. Οπότε για μένα τα ταξίδια δεν είναι μόνο λίγες μέρες διαφυγής κι αναψυχής, αλλά και μερικές μέρες πνευματικής ανανέωσης και ψυχικής ενδυνάμωσης. Ίσως αυτό να είναι και το βασικό μήνυμα που επιθυμώ να εμφυσήσω στους αναγνώστες του βιβλίου. 

  • Γράφετε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου σας: «Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει». Η μοναξιά κατά τη γνώμη σας υποσκάπτει την έννοια της ύπαρξης; Πώς μπορεί να επιτευχθεί η εσωτερική αναζήτηση της μυστικής πλευράς των πραγμάτων και των υποσυνείδητων γωνιών του δικού μας ψυχισμού με παρέα; 

Θεωρώ πως η μοναξιά είναι μια δυσάρεστη συνθήκη που επιβάλλεται εξαιτίας κάποιων εξωγενών συγκυριών στους ανθρώπους πάντοτε αθέλητα. Κατά συνέπεια δεν μπορώ να τη συσχετίσω με την έννοια της ύπαρξης. Αντιθέτως, η μοναχικότητα είναι μια συνειδητή επιλογή, μια ειλικρινής και θαρραλέα επιλογή ενδοσκοπικής εσωστρέφειας, για να ορθώσει ασφαλέστερα στεγανά απέναντι στην κοινωνική τοξικότητα, αλλά και για την επίτευξη της γνωριμίας με τον ίδιον εαυτό, ώστε να μπορεί μετέπειτα να επιλέγει ο ίδιος ορθά με ποιους ανθρώπους επιθυμεί να συναναστραφεί. Η εσωτερική αναζήτηση της μυστικής πλευράς των πραγμάτων και των υποσυνείδητων γωνιών, όπως πολύ σωστά αναφέρατε, είναι μια διαδικασία που ο καθένας μας οφείλει να τη διατελέσει μόνος του, θυσιάζοντας αρκετό και πολύτιμο χρόνο και διώχνοντας κάμποσα πρόσωπα από γύρω του μέχρι να φτάσει στην πολυπόθητη πηγή. Νιώθω τυχερός που έχω γνωρίσει κάποιους ανθρώπους που έχουν βιώσει τη δική τους προσωπική οδύσσεια και στέκονται πλέον θριαμβευτές στην πηγή αυτή ή έστω λίγα βήματα μακριά της. Άλλοι έχουν σκύψει κι έχουν γευτεί τη δροσιά της αυτογνωσίας κι άλλοι διστάζουν να έρθουν αντιμέτωποι με την αλήθεια και με τα φαντάσματα του παρελθόντος τους. Και οι δυο αυτές αντιδιαμετρικές περιπτώσεις ανθρώπων παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον κι αυτό αναδύεται στην επιφάνεια μόλις συναναστραφείς μαζί τους. Σε εκείνες τις μαγικές στιγμές κυριαρχεί μια ανιδιοτελής προσπάθεια κοινής εσωτερικής αναζήτησης, όπου ο ένας μοιράζεται εμπειρίες, γνώσεις και σκέψεις με τον άλλον προσπαθώντας μ’ αυτόν τον τρόπο να προβούν σε έναν συντονισμένο δρασκελισμό προς την πηγή. Οπότε νιώθω αν μη τι άλλο τυχερός που το ταξίδι αυτό ήταν μια συμβιωτική εμπειρία με δυο επιστήθιους φίλους που έχουν προσεγγίσει την πηγή της αυτογνωσίας και μαζί τους μοιράζομαι εδώ και πολλά χρόνια αυτούς τους καθημερινούς γλυκόπικρους εσωτερικούς προβληματισμούς. 

  • Θεωρείτε απαραίτητη την ύπαρξη των φωτογραφιών στο συγκεκριμένο βιβλίο σας; Γιατί; 

Δε θεωρώ πως είναι απαραίτητη η παρουσία των φωτογραφιών στο βιβλίο, διότι η εικόνα κατευθύνει αρκετά τη φαντασία των αναγνωστών. Διαφορετική αίσθηση έχει η φανταστική σύλληψη ενός τοπίου μέσω της λεκτικής περιγραφής και αλλιώτικο να το βλέπεις μπροστά σου σε μια φωτογραφία. Όμως, η αλήθεια είναι, πως παράλληλα με τη συγγραφή θέλησα να τιμήσω και μια ακόμη αναπόσπαστη ταξιδιωτική μου συνήθεια κι αυτή είναι η φωτογραφία. Επίσης, είχα επηρεαστεί από τα βιβλία του Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ, ο οποίος συνοδεύει τις συναρπαστικές περιγραφές του με τις ισορροπημένες φωτογραφικές του λήψεις. 

  • Το βιβλίο σας απευθύνεται μόνο σε ενήλικες ή και σε έφηβους; 

Εξαρτάται από τις αξιώσεις του εκάστοτε αναγνώστη. Έχω αναμειχθεί σε υπέροχες συζητήσεις με αρκετά ώριμους εφήβους κι έχω απογοητευτεί από κάμποσους σοβαροφανείς ενήλικες. Οπότε δεν υπολογίζω την ηλικία του καθενός ως κριτήριο ανάγνωσης του βιβλίου. 

  • Μιλήστε μας για το εκδοτικό σας σπίτι. Είστε ευχαριστημένος από τη συνεργασία σας με τις εκδόσεις «Ενύπνιο»; 

Τα προηγούμενα βιβλία μου είχαν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, αλλά με τους «Βαλκανευτές» μετακόμισα στις εκδόσεις Ενύπνιο. Αισθάνομαι τυχερός που ο εκδότης μου Στάθης Ιντζές με ενέταξε στην ομάδα των συγγραφέων και των ποιητών του οίκου του, διότι μέσα απ’ αυτόν τον εκδοτικό οίκο έχω γνωρίσει αξιόλογους ανθρώπους με ιδιαίτερους προβληματισμούς και με διάθεση για ειλικρινείς συνδιαλέξεις. Επίσης, υπάρχει μια συγκινητική αλληλοεκτίμηση μεταξύ των δημιουργών του εκδοτικού οίκου που οδήγησε στη δημιουργία απρόσμενων φιλικών σχέσεων. Αυτό για μένα είναι η πιο ανεκτίμητα ουσιώδης ανταμοιβή που μπορεί να σου προσφέρει απροσδόκητα η έκδοση ενός βιβλίου. 

  • Έχετε ήδη παρουσιάσει το βιβλίο σας στην πρωτεύουσα, στη συμπρωτεύουσα και στη γενέτειρά σας τη Χίο. Σχεδιάζετε και άλλες παρουσιάσεις αυτού το προσεχές διάστημα; 

Έχω παρουσιάσει το βιβλίο τρεις φορές στην Αθήνα κι από μια φορά σε Θεσσαλονίκη και Χίο. Οι παρουσιάσεις αποτελούν μια απαραίτητη διαδικασία για να γνωστοποιηθεί και να διαδοθεί ένα νεοαφιχθέν βιβλίο. Όμως, σε κάθε παρουσίαση έρχομαι αντιμέτωπος με το κοινό κι αυτό με φορτώνει με δυσβάσταχτες ποσότητες άγχους. Είναι ένα τίμημα εντούτοις που οφείλω να υποστώ, καθώς επιθυμώ να στηρίξω και να προωθήσω τους «Βαλκανευτές». Η αλήθεια είναι πως θα ΄θελα να δρομολογήσω λίγες ακόμη παρουσιάσεις και σε άλλες πόλεις. Είναι μια σκέψη που θα επεξεργαστώ μες στο φθινόπωρο. 

  • Μια ευχή σας για το μέλλον; 

Εύχομαι να κατορθώσουμε να βγούμε όσο το δυνατόν λιγότερο λαβωμένοι απ’ αυτήν τη σκοταδιστική περίοδο που έχει κυριαρχήσει τα τελευταία χρόνια και μας έχει εκτοξεύσει δεκαετίες πίσω. 

  • Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας.

[…Παρατηρούσα τις κινήσεις τους στον άδειο χώρο του φρουρίου κι αναλογιζόμουν πόσο απαραίτητες είναι οι μοναχικές στιγμές στα ταξίδια. Με τα χρόνια είχα διαπιστώσει πως οι εντυπώσεις σε μοναχικούς ταξιδιώτες είναι πιο βαθιές και ζωηρές απ’ ότι στους κοινωνικούς ανθρώπους, διότι οι σκέψεις, οι εικόνες κι οι στιγμές απασχολούν περισσότερο τους πρώτους διότι κατακαθίζουν στην ψυχή τους κι αποκτούν μεγαλύτερες διαστάσεις στη σιωπή. Στην μοναξιά ωριμάζει η σκέψη κι αποκτά μια απόκοσμη ομορφιά. Μετατρέπεται σε συναίσθημα…

  • Κύριε Χατζελένη, σας ευχαριστώ πολύ για τη συζήτησή μας και σας εύχομαι κάθε επιτυχία προσωπική και συγγραφική. 

Εγώ σας ευχαριστώ για την εποικοδομητική συζήτηση και για τη ζεστή σας φιλοξενία.


Πηγή: texnesonline.gr

Τρίτη 31 Μαΐου 2022

Παρουσίαση του βιβλίου "Βαλκανευτές" στη Χίο

 

 Το μυθιστόρημα του Γιώργου Χατζελένη “Βαλκανευτές” από τις εκδόσεις “Ενύπνιο” παρουσιάστηκε την Δευτέρα 23 Μαΐου στο Ίδρυμα Μαρία Τσάκος. 
Μιλούν για το βιβλίο οι: (με τη σειρά που ακούγονται, μετά τον συντονιστή Κώστα Ζαφείρη, ιστορικό- συγγραφέα): 
Ανδρέας Μιχαηλίδης, Δρ. Ιστορίας της Ιατρικής και βουλευτής Χίου του ΣΥΡΙΖΑ 
Θωμάς Κοσμίδης, οικονομικός αναλυτής 
Βασίλης Παχουνδάκης, σκηνοθέτης 
Μανώλης Βουρνούς, Αρχιτέκτων μηχανικός και τέως Δήμαρχος Χίου 
Μιχάλης Ανεζίρης, εκπαιδευτικός

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2022

Η ομιχλώδης υπομονή της αισιοδοξίας...


 

Η εισχώρησή μου σε ένα ακόμη δυστοπικό έτος περιορίζει αρκετά το αίσθημα αισιοδοξίας για μια πολυπόθητη ανανέωση. Ένα συναίσθημα που κάποτε κυριαρχούσε εντός μου σε κάθε αλλαγή του έτους, δίνοντάς μου την ψευδαίσθηση πως κάθε νέο έτος είναι και μια αφορμή να αλλάξω και να βελτιώσω κάθε τι που με περιβάλλει με με δυσαρεστεί. 
Όμως ζούμε πλέον στην εποχή της αμφιβολίας και της στασιμότητας που γεννά τέρατα. Κι εμείς βρισκόμαστε σε μια επίμονη και διαρκή προσπάθεια να διατηρήσουμε την ανθρώπινη υπόστασή μας. Μια προσπάθεια που είναι αρκετή για να μας στερήσει τη διάθεση για άλλες εποικοδομητικές δράσεις και δημιουργίες. 
Παρόλα αυτά, η διατήρηση της ανθρωπιάς μας είναι από τη φύση της επαναστατική κι είμαι βέβαιος πως θα ανθίσει και θα ευοδώσει καρπούς όταν κάποια στιγμή κατατροπωθούν τα τέρατα που μας περιβάλλουν και μας εξουσιάζουν. 
Η συγκρατημένη αυτή αισιοδοξία που με κρατάει ακόμη όρθιο κι επίμονα αντιδραστικό απέναντι σε κάθε άδικο κι ανήθικο που συμβαίνει γύρω μου, στηρίζεται στη πεποίθησή μου πως η ιστορία κάνει κύκλους. Μπορεί τα τελευταία χρόνια να διανύουμε ένα επικίνδυνο σκοτάδι που μας έχει στερήσει όνειρα κι ελευθερία, αλλά σύντομα θα επανέλθει ξανά το φως. Αυτό δε θα συμβεί επειδή οι εξουσιαστές θα το επιτρέψουν αλλά επειδή η κοινή ανάγκη θα το επιφέρει. Κι όπως φαίνεται το τέλος όλο και ζυγώνει. Το αισθάνεσαι στην αγανάκτηση που υπάρχει δίπλα σου, στην οργή που εκδηλώνεται μέσα σε συζητήσεις αλλά και στο δηλητηριώδη χείμαρρο που ξεχειλίζει από τους τηλεοπτικούς μας βόθρους. Το τέλος βρυχάται γιατί έχει πια ξεγυμνωθεί. 
Είναι βέβαιο πως μέσα σ' αυτό το έτος θα αλλάξουν πολλά και θα γίνουμε μάρτυρες σημαντικών γεγονότων. Γι' αυτό το λόγο διατηρώ μια συγκρατημένη αισιοδοξία και μ' αυτήν θα επιδιώξω να πορευτώ στο ομιχλώδες μονοπάτι του 2022. Ελπίζω να συναντήσω αρκετούς από σας μέσα σ' αυτό. 
Καλή μας στράτα λοιπόν...

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2021

Το τέταρτο βιβλίο μου





Πάνε πέντε χρόνια από τότε που ολοκληρώθηκε η αλησμόνητη οδική μας περιπλάνηση στα Δυτικά Βαλκάνια. Από τα μισά του ταξιδιού είχα εκμυστηρευτεί στους δυο αγαπημένους μου φίλους και συνταξιδευτές, Σπύρο και Γιάννη, πως κάποια στιγμή στο μέλλον που θα κατασταλάξουν εντός μου όλες οι εικόνες, οι στιγμές κι οι συζητήσεις του συγκεκριμένου ταξιδιού, θα επεδίωκα να τις γράψω σε ένα βιβλίο. Λίγους μήνες αργότερα, η δροσερή έλευση του φθινοπώρου έφερε μαζί της και τις πρώτες μου σημειώσεις πάνω στις οποίες πάτησε για την πραγμάτωσή του το τελευταίο μου βιβλίο. 
Ξεκινώντας τότε τη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου, δεν περίμενα πως θα κρατούσε πάνω από τρία απαιτητικά χρόνια, φορτωμένα με έναν μεγάλο αριθμό βιβλίων κι αναφορών που σχετίζονταν με την ιστορία των Βαλκανίων. Επίσης δεν είχα υπολογίσει τη θυσία αρκετού από τον ελεύθερό μου χρόνο αλλά και χαμένων στιγμών που υπό άλλες συνθήκες θα επιθυμούσα να ήμουν παρών. 
Πέρα απ' αυτό, ήταν και κάποιες στιγμές που όλη αυτή η διαδικασία μου φαινόταν ως ένα απροσπέλαστο βουνό. Μάλιστα υπήρξαν μέρες που άφησα το βιβλίο στην άκρη, νιώθοντας πως δεν είχα άλλο τις αντοχές αλλά και την υπομονή για να το προχωρήσω. 
Και να που τελικά μετά από τρία χρόνια, ήρθε αυτή η πολυπόθητη στιγμή που το βιβλίο ολοκληρώθηκε, κάτι που συνέβη κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας. Όμως ο Γολγοθάς συνεχίστηκε καθώς έπρεπε να βρω μια νέα εκδοτική στέγη, κι αυτό έτυχε να το επιχειρήσω σε μια περίοδο που όλα ήταν μουδιασμένα και στάσιμα εξαιτίας της πρωτόγνωρης πανδημίας. 
Σ' εκείνην την προσπάθεια βίωσα την μεγαλύτερη απογοήτευση στο χώρο του βιβλίου, καθώς έγινα δέκτης απαξιωτικών συμπεριφορών που μου τσάκισαν κάθε διάθεση που είχα ως τότε για κάθε είδους γραφή. Ίσως γι' αυτόν τον λόγο έχω περιορίσει αρκετά και τις δραστηριότητές μου στο προσωπικό μου ιστολόγιο, το οποίο λειτουργώ αδιαλείπτως πάνω από μια δεκαετία. Μέσα στους μήνες αναζήτησης έλαβα έναν άσχημο σνομπισμό αλλά και μια "σοφιστικέ" χαιρεκακία γνωστών κι αλλοτινών φίλων για την αδυναμία μου να βρω εκδοτικό οίκο. Από τον Μάιο του 2020 που άρχισα να ψάχνω νέα στέγη, έφτασα στον Οκτώβρη όπου αποφάσισα να τα παρατήσω. Κι εκεί ακριβώς είναι που συνέβη μια αλληλουχία συμπτώσεων που με οδήγησαν στον νέο μου εκδοτικό οίκο. Νιώθω ευγνώμων που όλες αυτές οι συγκυρίες με οδήγησαν στον εκδοτικό οίκο του Ενυπνίου, καθώς η συνεργασία μου με τον εκδότη Στάθη Ιντζέ ήταν άψογη απέναντι σε ένα βιβλίο αρκετά απαιτητικό τόσο στον όγκο του όσο και με το φωτογραφικό υλικό που συνοδεύει το κείμενο. Τώρα που το βιβλίο έχει πλέον εκδοθεί και βρίσκεται στα ράφια, θέλω να τον ευχαριστήσω από καρδιάς για την υπομονή του σε όλες αυτές τις πολύωρες διορθώσεις που κάναμε μαζί πάνω στο κείμενο. 
Επίσης θα ήθελα πολύ να ευχαριστήσω την φίλη μου Δήμητρα Λιτσάι που μου εμπιστεύτηκε την μαρτυρία της με την μετανάστευση της οικογένειάς της στην Ελλάδα και τον Hamza Pecar που μας εξιστόρησε τα βιώματα της οικογένειάς του κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών στο Σαράγιεβο. Επιπροσθέτως θέλω να ευχαριστήσω τον φίλο μου Βαγγέλη Χερουβείμ για το εξαιρετικό του σχέδιο που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου και την Ελένη μου που έγραψε μια υπέροχη περίληψη για το οπισθόφυλλο του. 
Και τέλος, θέλω να ευχαριστήσω μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου τον Σπύρο και τον Γιάννη τόσο για τις όμορφες στιγμές που ζήσαμε μαζί σ' ένα από τα ομορφότερα ταξίδια της ως τώρα ζωής μου, όσο και για την στήριξή τους κατά τη διάρκεια της συγγραφής του συγκεκριμένου βιβλίου. Τους το αφιερώνω με όλη μου την αγάπη. 


Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

Καραντινάτα μεν αλλά πιο ανθρώπινα τριανταεφτά

 


Να λοιπόν που τα γενέθλιά μου πέφτουν λίγο μετά την ολοκλήρωση του πρώτου ετήσιου κύκλου όπου οι ζωές όλων μας άλλαξαν απότομα και ριζικά. Οι δύο πρώτοι μήνες αυτής της αλλαγής, με βρήκαν κλειδωμένο σπίτι και υπάκουο στις εντολές μιας κυβέρνησης που δεν εμπιστευόμουν καθόλου. Αρχικά, η στάση μου αυτή μετατράπηκε σε ευκαιρία να ολοκληρώσω ένα βιβλίο που με ταλαιπώρησε τρία χρόνια και να αλλάξω τη διαρρύθμιση ενός σπιτιού που πλέον έχει αρχίσει να με πνίγει αφάνταστα. Παράλληλα, μέσα σ' αυτούς τους δυο πρώτους μήνες, βρήκα τον χαμένο ελεύθερο χρόνο που αναζητούσα εναγωνιωδώς τα τελευταία έτη που ήταν γεμάτα τρέξιμο κι άγχος. 
Η πανδημία για μένα λειτούργησε ως ένα αναγκαίο φρένο σε μια ξέφρενη καθημερινότητα που δυσκολευόμουν να βάλω σε μια τάξη. Μια σωτήρια παύση, η οποία μου έδωσε την ευκαιρία να πάρω τη ζωή αλλιώς. Κι όταν απελευθερωθήκαμε, χύμηξα σαν άγριο ζώο από το κλουβί με την ανάγκη να δω νέους τόπους και να συλλέξω περισσότερες εικόνες, στιγμές και συναισθήματα έχοντας στην πίσω άκρη του μυαλού μου τον φόβο πως πιθανότατα να μας κλειδαμπαρώσουν πάλι μες στα σπίτια μας. 
Με αυτήν την νοοτροπία έφτασα ως το φθινόπωρο, έχοντας την αίσθηση πως η πρωτόγνωρη περίοδος της καραντίνας είναι πια παρελθόν. Κι όμως, η αποτυχημένη κυβέρνηση αποφάσισε να μας κλειδώσει ξανά στα σπίτια μας όχι μόνο επειδή είναι ανίκανη κι έκανε τραγικά λάθη αλλά κι επειδή το βρήκε ως ευκαιρία να καταλύσει κάθε τι δημοκρατικό που είχε εναπομείνει στο πολίτευμα της χώρας μας. 
Μέσα σε λίγο καιρό ενισχύθηκε η αστυνομική δύναμη και συνάμα η αστυνομοκρατία, διογκώθηκε η προπαγάνδα μέσα από τα τηλεοπτικά κανάλια αναγκάζοντας επιτέλους αρκετό κόσμο να σβήσει τη ριμάδα την τηλεόραση, ξεκίνησε η αποκρουστική λογοκρισία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τα οποία μέχρι πρόσφατα διατηρούσαν την ελευθερία του λόγου, περάστηκαν αποτροπιαστικοί νόμοι για τα πανεπιστήμια και τα εργασιακά μας δικαιώματα. Και το κυριότερο, οι καθεστωτικοί κυβερνόντες έδειξαν ξεκάθαρα πως αδιαφορούν για την υγεία και την ασφάλεια των πολιτών καθώς το μόνο που τους νοιάζει είναι να φάνε όσο το δυνατόν περισσότερο κρατικό χρήμα οδηγώντας τη χώρα μας σε μια νέα κι άκρως εφιαλτική οικονομική κρίση, η οποία ήδη έχει αρχίσει να φαίνεται στον ορίζοντα. 
Αν λοιπόν μου ζητήσει κανείς να περιγράψω τον ένα χρόνο που άφησα πίσω μου, θα του έλεγα με κάθε ειλικρίνεια πως όσο κι αν προσπαθώ να περισώσω το ήθος μου, την αξιοπρέπειά μου και τον μικρόκοσμό μου, τόσο πιο πολύ βλέπω πως η χώρα μου ολισθαίνει σε έναν επικίνδυνο ζόφο που δεν μας οδηγεί μόνο σε μια νέα οικονομική κρίση αλλά και σε ένα απάνθρωπο καθεστώς που δύσκολα θα απαλλαγούμε. 
Πλέον έχω την αίσθηση πως με τους σημερινούς καθεστωτικούς η περίοδος της μεταπολίτευσης ολοκληρώθηκε. Η 45χρονη δημοκρατία από το 1974 ως το 2019 ολοκλήρωσε τον κύκλο της με την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ήταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια δημοκρατία στη χώρα μας, αν αναλογιστούμε τα γεγονότα των 200 χρόνων τηγς ιστορίας της. Είναι πια στο χέρι μας και στις δυνάμεις που μας έχουν απομείνει, να επαναφέρουμε τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη και την ελευθερία σε τούτο εδώ τον τόπο. Να οδηγηθούμε σε μια νέα μεταπολίτευση, πιο ώριμη και πιο σκληρή. Μια μεταπολίτευση που να μην κυριαρχεί η κουτοπονηριά των δωσίλογων που απαλλάχτηκαν από τα εγκλήματα της Κατοχής και των καθαρμάτων που αιματοκύλησαν τη χώρα μας την περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Μια μεταπολίτευση όπου θα πατάει σε μια ορθή δημοκρατία.   
Όσο για την ελπίδα, θεωρώ πως μέσα σ' αυτό το ζόφο που ζούμε, έχει μετατραπεί σε ένα ακόμη μοιρολατρικό στοιχείο. 

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

Η χρονιά της επιστροφής(;)...




Όταν έγραφα το περσινό αντίστοιχο πρωτοχρονιάτικο κείμενο, δυσκολευόμουν να διανοηθώ αυτό που θα ακολουθούσε. Παρόλο που είχαν ακουστεί οι πρώτες φήμες της έξαρσης του COVID-19, όλοι λίγο πολύ πιστεύαμε πως θα εξελισσόταν ως μια ακόμη περίπτωση του ιού SARS. 
Μάλιστα η χρονιά ξεκίνησε όμορφα, αισιόδοξα και δυναμικά. Όμορφα συναισθήματα που συναντούσα στους ανθρώπους γύρω μου, στους φίλους μου αλλά και στο στενό οικογενειακό μου κύκλο. Ίσως η είσοδος σε μια νέα δεκαετία κι η ανάγκη όλων μας για μια αλλαγή, να δημιούργησαν ένα αισιόδοξο κλίμα που δυστυχώς πατούσε σε μια λεπτή στρώση πάγου. 
Οι πρώτες ρωγμές της άστατης επιφάνειας που πατούσαμε, φάνηκαν στις αρχές του Φλεβάρη. Οι επιφυλάξεις μετατράπηκαν σε ανησυχία με τον φόβο να παραμονεύει σε κάθε ραγδαία εξέλιξη. Η πανδημία ήταν πλέον γεγονός κι όλοι περιμέναμε μουδιασμένοι την επερχόμενη καραντίνα. Ίσως γι' αυτόν τον λόγο, η άνοιξη μας φάνηκε πως ήρθε ψυχρή και μουντή. 
Ο Μάρτιος ήταν από τους πιο παγωμένους χειμώνες που έχω βιώσει. Σαν να προσπάθησε ο καιρός να συμμεριστεί τον φόβο και τις ανησυχίες μας αλλά το κυριότερο να μας κρατήσει κλεισμένους στα σπίτια. Οι πόλεις άδειασαν κι οι βόλτες στους έρημους δρόμους της πρωτεύουσας δεν ήταν τίποτα παραπάνω από εικόνες μιας δυστοπικής ταινίας. Πρόσωπα χαμένα και φοβισμένα με τις εργασιακές, οικονομικές αλλά κι ερωτικές ανασφάλειες να χτυπούν κόκκινο. Μοναδική μας συντροφιά, οι εγκλωβισμένοι γείτονες και οι φίλοι μέσα από τις οθόνες των κινητών και των υπολογιστών μας. Ακολούθησαν στιγμές αναγκαστικής μοναξιάς που μας οδήγησαν σε αναστοχασμούς και νέους προβληματισμούς. Σαν κάποιος να μας οδήγησε σε μια αναθεώρηση αξιών, προτεραιοτήτων και σχέσεων. 
Ακολούθησαν καραντινάτα γενέθλια, καραντινότατο Πάσχα αλλά κι ο καραντινάτος ερχομός του καλοκαιριού. Ξανασμίξαμε, αγκαλιαστήκαμε ξανά και ξεχυθήκαμε ευτυχισμένοι και γεμάτοι ζωντάνια στα νησιά. Ανασάναμε. Ίσως ζήσαμε το ομορφότερο καλοκαίρι της ζωής μας. 
Κι έπειτα ήρθε το φθινόπωρο όπου διαπιστώσαμε βιαίως πως το καλοκαίρι του '19 εναποθέσαμε τις ελπίδες μας στους πιο άχρηστους, ηλίθιους κι επικίνδυνους ανθρώπους που μπορούσε να μας προτείνει ο εγχώριος πολιτικός κόσμος. Αυτοί οι γνώριμοι εγκληματίες, αντί να ενισχύσουν το σύστημα υγείας, προτίμησαν να τροφοδοτήσουν με εκατομμύρια τα τηλεοπτικά κανάλια, τον στρατό και την αστυνομία. Ένα νέο αντιδημοκρατικό καθεστώς εδραιώθηκε ύπουλα και διακριτικά εν μέσω πανδημίας στη χώρα μας. 
Ο φόβος του ιού έγινε φόβος κατά της αστυνομοκρατίας και των αφεντικών. Ένας φόβος πρωτόγνωρος για τη δικιά μου γενιά αλλά και τις νεότερες καθώς πρώτη φορά βιώνουμε την κατάργηση της δημοκρατίας και τον επικίνδυνο περιορισμό της ελευθερίας. Πρώτη φορά συνειδητοποιήσαμε πως μόνο οι εκλεκτοί των κυβερνώντων μπορούν να επωφεληθούν αλλά και να επιβιώσουν. Πρώτη φορά νιώθουμε γυμνοί κι ανήμποροι απέναντι σε ένα νεοφιλελεύθερο κράτος εφιαλτικά αστυνομοκρατούμενο.  
Μέσα από το '20 αποδείχθηκε πως η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση που κάποτε μας είχε οδηγήσει στην οικονομική καταστροφή, εξακολουθεί να αδιαφορεί επικίνδυνα για μας, πως η εκκλησία έγινε περισσότερο σκοταδιστική θέτοντας σε κίνδυνο το ποίμνιό της, πως οι ιδιώτες γύρισαν την πλάτη (κυρίως οι ιδιωτικές κλινικές) στον πόλεμο που ξέσπασε και οι κεφαλαιοκράτες πλούτισαν με λεφτά του δημοσίου. Πολλαπλά εγκλήματα που δύσκολα μπορούν να κρυφτούν παρά τη φίμωση των Μ.Μ.Ε. Η χρονιά που πέρασε γέμισε το βιβλίο της σύγχρονης ιστορίας με πολλές μαύρες σελίδες κι εμείς ως λαός συνειδητοποιήσαμε πως οι περισσότεροι κληρικοί, ένστολοι και κυβερνώντες είναι οι νέοι μας ύπουλοι κι ανήθικοι εχθροί που οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε με θάρρος και πείσμα. Αν τελικά επικρατήσουν οριστικά, ο αργός θάνατος της χώρας μας θα γίνει ακαριαίος.
Γι' αυτόν το λόγο υποδέχομαι το νέο έτος με πολλές επιφυλάξεις καθώς θεωρώ πως είναι ένα έτος επιστροφής. Επιστροφή στο σκοταδισμό ή επιστροφή στην κανονικότητα; Αυτό θα φανεί στην πορεία αλλά πολύ φοβάμαι πως όλα αυτά τα χρόνια αποβλάκωσης κι ευθυνοφοβίας, θα μας οδηγήσουν άπραγους κι ανυπεράσπιστους σε εποχές επικίνδυνες και βίαιες. 
Όμως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
Και μ' αυτήν την ελπίδα πορευόμαστε σε μια χρονιά περισσότερο δύσκολη απ' αυτήν του '20. 
Καλή δύναμη λοιπόν και καλή χρονιά γεμάτη υγεία, αγάπη και δημιουργία. 
Μόνο η αλληλεγγύη κι η αγάπη μπορούν να νικήσουν το σκοτάδι που μας έχει σκεπάσει.

Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Ξημέρωμα ελπίδας



Κείμενο του Νίκου Γραικού
Φωτογραφία της Frederique Bouvier

Συχνά ξυπνώ νωρίς. Λίγο πριν σβήσει ο δημοτικός φωτισμός. Φτιάχνω έναν καφέ κι αν το επιτρέπει ο καιρός βγαίνω σε ένα από τα μικρά μπαλκόνια που έχει το διαμέρισμα που μένω στο Παρίσι.
Μου αρέσει ο ανοιχτός ορίζοντας. Το φως. Οι Λέξεις στροβιλίζονται στο μυαλό μου. Χάραμα, ανατολή, αυγή. Το κέντρο που έπαιζε ο Τσιτσάνης. Όμορφες αναμνήσεις, εφημερίδα αγαπημένη, αλλά κι απαράδεκτη ιδεολογία. Η κάθε λέξη φορτωμένη αναφορές κι ιστορίες. Θυμάμαι τους γονείς που είχαν πάει στο κέντρο αυτό και μας μιλούσαν λες κι είχαν ζήσει μία εμπειρία μύησης σε κάποιο μυστήριο.
Θυμάμαι ότι η εφημερίδα αυτή μου έκανε την τιμή να δημοσιεύσει άρθρα μου, αλλά πιο πολύ τους νέους που την μπερδεύουν με την άλλη την επαίσχυντη. Θυμώνω που δεν την κρατά τρυφερά στα χέρια του πολύς κόσμος. Θυμάμαι επίσης ότι αγάπησα την ανατολή στο Παλιό Χωριό στην Αλόννησο. Ξυπνούσα για να συνοδεύσω φίλους στο πρωινό καράβι. Θυμάμαι ότι στο χωριό που μένει η αδελφή μου έπινα καφέ στη θάλασσα την ώρα που ο ήλιος ανέτειλε και συχνά κολυμπούσα προσπαθώντας να τον φτάσω.
Ίσως όμως πρέπει να ζήσω πιο πολύ με το τώρα, να επικεντρωθώ στο παρόν. Να πω πράγματα στους φίλους που δεν ένιωσαν τον πόνο μίας βίαιης ανατροπής των πραγμάτων. Ο έκτος όροφος, συχνά συνώνυμος με ρετιρέ και πλούτο στην Αθήνα, αλλά ... με δωμάτια υπηρεσίας και πονεμένες ιστορίες στο Παρίσι.
Χαίρομαι που βλέπω πίσω από τις εικόνες, που διαβάζω πίσω από τις λέξεις.
Το Παρίσι ξυπνά στη σκέψη των περισσοτέρων μία γλυκιά αίσθηση. Σε εμένα πολλές δύσκολες ιστορίες. Όχι τόσο γιατί τις έζησα, αλλά πιο πιο πολύ διότι έμαθα να βλέπω τι κρύβεται πίσω από τη βιτρίνα. Πόσοι ηλικιωμένοι χάθηκαν σε αυτά τα δωμάτια υπηρεσίας πριν λίγα χρόνια από τον καύσωνα. Πόσοι ίσως πεθαίνουν σήμερα από την πανδημία.
Κι ο φίλος που πίνει τον καφέ του στην αγαπημένη Κυψέλη στην Αθήνα, μου στέλνει καλημέρα συνενοχής κάθε πρωί.
Η φίλη η γκαρδιακή που έβγαλε τη φωτογραφία μένει λίγο μακριά. Απαγορεύεται να έρθει να μείνει λίγο μαζί μας. "Μας προστατεύουν". Δε ξέρω. Ίσως προτιμούσα να φύγω κοντά στους αγαπημένους κι όχι να ζήσω λίγο ακόμα κλεισμένος στην "ασφάλεια" των τεσσάρων τοίχων.
Όλοι οι δικοί μου άνθρωποι που πέθαναν, αναχώρησαν νωρίς το πρωί. Τις περισσότερες κρίσεις πανικού τις έχω πάθει τέτοια ώρα. Ίσως κάποιες φορές να μην αντέχουμε τόση ομορφιά. Να μην αντέχουμε τον πόνο που κρύβεται πίσω από την καινούρια ημέρα. Τον κόπο που απαιτεί. Κι όμως το κόκκινο χρώμα μου αρέσει. "Έτσι κι αλλιώς η ζωή θα γίνει κόκκινη, ή κόκκινη από τη ζωή ή κόκκινη από τον θάνατο. Θα φροντίσουμε εμείς γι΄αυτό". Έχει απόλυτο δίκιο ο ποιητής. Κι εγώ θα βγαίνω στο μπαλονάκι να χαιρετώ το πρωί. Να ψέλνω μέσα μου τον ύμνο της κατάφασης στη ζωή. Μάθαμε στον αγώνα. Δε θα κάνουμε τώρα πίσω. Πρέπει να περιμένω και τη Φρεντερίκ. Πρέπει να ξαναπάω να πιω καφέ στη θάλασσα, στο χωριό που μένει η αδελφή μου.

Πηγή: belleepoque7.blogspot.com