Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

Ο Προδότης (2019)




Αυτό που έχω διαπιστώσει τα τελευταία χρόνια είναι πως ο ιταλικός κινηματογράφος δεν έχει κανένα σκοπό να μας απογοητεύσει κάθε φορά που καταπιάνεται με σοβαρότητα κι ειλικρίνεια στο επίμαχο θέμα της μαφίας. Μετά το σκληρό αριστούργημα "Σκοτεινές Ψυχές", το εσωστρεφές "Dogman" και το πιο εμπορικό "Suburra", ήρθε η κινηματογραφική απόδοση της πολύκροτης "Δίκης Μάξι", της μεγαλύτερης που πραγματοποιήθηκε στη γειτονική μας χώρα καθώς οδήγησε στο εδώλιο 475 μαφιόζους, γράφοντας μ' αυτόν τον τρόπο τον επίλογο της περιβόητης Κόζα Νόστρα.
Η εξιστόρηση των γεγονότων ξεκινάει από τη στιγμή που εισχωρεί το εμπόριο της ηρωίνης στους κύκλους της σικελικής μαφίας. Σε μια από τις τελευταίες εορταστικές μαζώξεις των φαμίλιων της Κόζα Νόστρα, ο Τομάσο Μπουσέτα που ήταν γνωστός με το παρατσούκλι "το αφεντικό των δύο κόσμων", θα υποψιαστεί την επερχόμενη σφαγή των μαφιόζων του Παλέρμο και του Κορλεόνε κάτι που θα τον κάνει να πάρει την απόφαση να διαφύγει με την οικογένειά του στη Βραζιλία. 
Όσο όμως κι αν προσπαθεί να αποκοπεί από το παρελθόν, τόσο αυτό θα τον κυνηγάει ανελέητα. Μετά από μια έφοδο της αστυνομίας στο σπίτι του που θα οδηγήσει στη σύλληψή του, θα ακολουθήσει μια σειρά βασανιστηρίων απαιτώντας του οι αρχές να μαρτυρήσει τους ανθρώπους με τους οποίους είχε συνεργαστεί στο παρελθόν. Ο ίδιος πιστεύοντας με τυφλό πάθος την ιδέα της Κόζα Νόστρα, θα αρνηθεί να ανοίξει το στόμα του ακόμη και τη στιγμή που θα εκβιαστεί βλέποντας τη γυναίκα του να αιωρείται στο κενό από ένα ελικόπτερο. 
Η σιωπή του θα σπάσει μετά την απέλασή του στην Ιταλία, όπου θα διαπιστώσει μόνος του πως η Κόζα Νόστρα έχει πεθάνει και τη θέση της έχει πάρει μια ομάδα εγκληματιών που δεν έχουν κανένα απολύτως ήθος και σεβασμό στον άλλοτε μαφιόζικο κώδικα τιμής. Σ' αυτό το κρίσιμο σημείο καμπής ο Τομάσο Μπουσέτα ως εκπρόσωπος της Κόζα Νόστρα θα ξεκινήσει έναν αποκαλυπτικό διάλογο με τον δικαστή Τζοβάνι Φαλκόνε που με τη σειρά του εκπροσωπήσει το ιταλικό κράτος. Μέσα απ' αυτήν τη συνεργασία, θα ξεσκεπαστούν όλα τα μυστικά της σικελικής μαφίας και θα αναδυθούν οι συγκαλυμμένες διαφορές των φατριών που οδήγησαν αρκετούς από τους ανθρώπους τους σε μια ανελέητη σφαγή. 
Από εκείνο το σημείο κι έπειτα μας παρουσιάζεται με ντοκιμαντερίστικη περιγραφή η "Δίκης Μάξι", στην οποία αποτυπώνεται πιστά το ύφος του ιταλικού νότου με τις γνωστές σε όλους μας δυνατές φωνές κι απότομες χειρονομίες. Σε πολλά σημεία η ένταση χτυπάει κόκκινο και σε άλλες μας παρουσιάζονται με γλαφυρό τρόπο οι κωμικοτραγικές καταστάσεις των τσακωμών μεταξύ των μαφιόζων. Αυτό όμως που προσθέτει έναν απρόσμενο λυρικό τονισμό στη περιγραφή της δίκης είναι η επιλογή του διάσημου χορωδιακού «Va Pensiero» από το «Nabucco» του Τζουζέπε Βέρντι που ακούγεται στη λήξη της.




Ο σκηνοθέτης Μάρκο Μπελόκιο καταπιάνεται με ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός και μας το παραθέτει σε τρία μέρη. Στο πρώτο είναι η εσωτερική μάχη που δίνει ο Τομάσο Μπουσέτα μέχρι να πάρει την απόφαση να καταπατήσει τον άγραφο κώδικα τιμής της Κόζα Νόστρα και να μαρτυρήσει όλα τα μυστικά της στον δικαστή Τζοβάνι Φαλκόνε. Στο δεύτερο μέρος έχουμε την πολύκροτη Δίκη Μάξι στο Παλέρμο καθώς και τη συνέχειά της στη Ρώμη όπου στους κατηγορούμενους βρέθηκε κι ο πρώην πρόεδρος της Ιταλίας Τζούλιο Αντρεότι ο οποίος παρόλο που αρχικά καταδικάστηκε για εμπλοκή του στην ιταλική μαφία τελικά αθωώθηκε λόγω έλλειψης στοιχείων. Στο τρίτο μέρος της ταινίας έχουμε το υπόλοιπο της ζωής του Τομάσο Μπουσέτα, ο οποίος δεν καταφέρνει ποτέ να συμφιλιωθεί με τα φαντάσματα του παρελθόντος και με την απόφασή του να καταδώσει τους υπόλοιπους μαφιόζους. Κατατρεγμένος και κυνηγημένος από τους διώκτες του, θα μετακινείται με την οικογένειά του συνεχώς από πόλη σε πόλη στην Αμερική μέχρι το θάνατό του. Με αυτόν τον δραματικό επίλογο θα πληρώσει το τίμημα του "προδότη".
Στο ρόλο του Τομάσο Μπουσέτα έχουμε τον Πιέρφρανσέσκο Φαβίνο σε ένα ρεσιτάλ ερμηνείας που μας παρασέρνει στη σκοτεινή άβυσσο της ψυχής του. Σε κανένα σημείο της ταινίας δεν παρουσιάζεται ως ήρωας ή ως άγιος. Ούτε μας γίνεται συμπαθής. Μέσα από τις πράξεις του, αφήνει να εννοηθεί πως έχει επίγνωση της ηθικής του κατάπτωση αλλά έχει παράλληλα κι ως παρηγοριά τη σκέψη πως η Κόζα Νόστρα δεν είναι η ίδια με αυτήν που άφησε φεύγοντας για τη Βραζιλία. Επίσης θεωρώ εξαιρετική την ερμηνεία και του Φαμπρίτσιο Φερακάνε στο ρόλο του Πίπο Κάλο, τον οποίον είχα λατρέψει στις "Σκοτεινές Ψυχές". Θεωρώ πάντως πως οι περισσότεροι ηθοποιοί έπαιξαν με τη ψυχή τους, βγάζοντας μια δυναμική ένταση στο παίξιμό τους όπως ο Φάουστο Ρούσο Αλέσι στο ρόλο του δικαστή Τζοβάνι Φαλκόνε. Μάλιστα η σκηνή της ανατίναξης του οχήματός του έξω από το αεροδρόμιο του Παλέρμο, είναι μια από τις δυνατότερες κινηματογραφικές σκηνές που έχω παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια. Εξαιρετική έμπνευση και λήψη.
Ο "Προδότης" είναι ένα ακόμη καλό δείγμα μαφιόζικης ταινίας που μας προσφέρει ο ιταλικός κινηματογράφος. Εξαιρετικές ερμηνείες, ρεαλιστική απεικόνιση του τότε κλίματος και των γεγονότων, ρεαλισμός κι ωμότητα στις ερμηνείες αλλά και μια άκρως ειλικρινής αφήγηση που δεν επιδιώκει ούτε να ωραιοποιήσει κάποια κατάσταση ούτε να ηρωοποιήσει κάποιο πρόσωπο. Είναι αναμφίβολα μια από τις καλύτερες και πιο ενδιαφέρουσες ταινίες της φετινής ελλιπής (και) κινηματογραφικά χρονιάς.


Βαθμολογία: 7/10

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Ο Φίλος της Φίλης μου (1987)


Γνωρίζοντας πως το 'χω παρακάνει με το να χαρακτηρίζω αριστούργημα την κάθε ταινία του Ερίκ Ρομέρ, αναγκάστηκα να γίνω αυστηρός κριτής στην υπόλοιπη φιλμογραφία του. Όπως γίνεται φανερό μ' αυτήν την ανάρτηση, τελικά δεν τα κατάφερα στο εγχείρημά μου αυτό κι ο λόγος της αποτυχίας μου οφείλεται στο ότι πάντα βρίσκω κάτι στα έργα του που με κάνουν να τα λατρεύω. Και να λοιπόν που γράφω ένα ακόμη κείμενο για μια ακόμη ταινία αυτού του τόσο ιδιαίτερου Γάλλου δημιουργού. Έχοντας πια παρακολουθήσει αρκετές από τις ταινίες του, διαπίστωσα πως αυτό που μου κάνει ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση μαζί του, είναι πως ενθουσιάζομαι με την κάθε του δημιουργία για διαφορετικούς λόγους παρόλο που η θεματολογία με την οποία είχε πιαστεί σε όλη του την κινηματογραφική του πορεία, είναι η ίδια. Στο συγκεκριμένο έργο, με το οποίο ολοκληρώνεται η θεματολογία "Κωμωδίες και Παροιμίες", ο σκηνοθέτης δεν επικεντρώνεται μόνο στις ανθρώπινες σχέσεις αλλά και στην επιρροή του αστικού τοπίου πάνω στη ψυχοσύνθεση των ανθρώπων που το κατοικούν. 
Η ιστορία μας περιορίζεται σε ένα νεόδμητο πλούσιο προάστιο του Παρισιού. Αρκετά χιλιόμετρα μακριά από το πολύβουο κέντρο της γαλλικής πρωτεύουσας, οι κάτοικοί του ζουν μια αρμονική καθημερινότητα χωρίς άγχος. Οι δημόσιες υπηρεσίες είναι τοποθετημένες σε κεντρικό σημείο μαζί με τις πανεπιστημιακές σχολές, το εμπορικό κέντρο και τους χώρους άθλησης και ψυχαγωγίας. Μ' αυτήν την άκρως εξυπηρετική οργάνωση, οι άνθρωποι που εργάζονται και ζουν εκεί συναντούν συνεχώς πρόσωπα φιλικά αλλά και πρόσωπα που θα 'θελαν να αποφύγουν. Το βασικότερο όμως χαρακτηριστικό αυτού του τρόπου ζωής είναι πως η ίδια η πόλη διαμορφώνει το πρόγραμμα και τις συνήθειες των κατοίκων της, οδηγώντας τους μ' έναν απίστευτα βολικό και πολυτελή τρόπο στη σύγχρονη μαζοποίηση. 




Κομμάτι αυτής της απρόσωπης κοινωνίας είναι η Λέα, μια μοναχική κοπέλα που εργάζεται στο πολιτιστικό τμήμα του δήμου, μαρτυρώντας μ' αυτόν τον τρόπο τον πλούσιο εσωτερικό της κόσμο που κρύβεται πίσω από την αντικοινωνική της συμπεριφορά. Η υπόθεση της ταινίας ξεκινά όταν σε ένα μεσημεριανό της διάλειμμα θα γνωριστεί με την Μπλανς, μια πανέμορφη φοιτήτρια που της ζητάει να φάει μαζί της για να αποφύγει τυχόν ενοχλητικά φλερτ. Από τηβ αρχή της γνωριμίας, η νέα της φίλη αποδεικνύεται πιο διαχυτική και πιο πολυλογού. Οι δυο τους θα δεθούν αμέσως παρόλο που δεν έχουν πολλά κοινά σημεία. 
Μέσα απ' αυτήν την φιλία, η Λέα θα εισχωρήσει στην άτυπη παρέα δύο ζευγαριών. Από τη μια είναι η Μπλανς με τον Φαμπιάν κι από την άλλη ο Αλεξάντρ με την Αντριάν. Το ενδιαφέρον στην όλη υπόθεση φουντώνει όταν αρχίζει να περιπλέκεται η κατάσταση ανάμεσα στα πέντε αυτά πρόσωπα. Η Λέα εκμυστηρευτεί στην Μπλανς το ενδιαφέρον της για τον Αλεξάντρ, τη στιγμή που αρχίζουν να φαίνονται διάφορα σημάδια που μαρτυρούν πως τα δυο ζευγάρια βρίσκονται στην πιο άσχημή τους φάση. Κάποια στιγμή η Μπλανς θα φύγει διακοπές με μια παρέα, λέγοντας στη Λεά πως μέσα σ' αυτούς βρίσκεται κάποιος που την ενδιαφέρει. Για να δικαιολογήσει την ατασθαλία της, εξηγεί στη φίλη της πως δεν είναι πια ερωτευμένη με τον Φαμπιάν δίνοντάς της το πράσινο φως να τον διεκδικήσει. 
Καθώς οι μέρες περνούν, η Λέα βιώνει την μια απογοήτευση μετά την άλλη με τον Αλεξάντρ ενώ παράλληλα απολαμβάνει τη διακριτική προσέγγιση του Φαμπιάν. Η χημεία είναι έντονη και το παιχνίδι του φλερτ κάνει ακόμη και μας ως θεατές να χαμογελάμε αμήχανα στα κομπλιμέντα και στις προσπάθειες του Φαμπιάν να ρθει όλο και πιο κοντά της. Η ίδια παρόλο που βλέπει πως έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον Φαμπιάν, αρνείται να αφεθεί στη γοητεία του για λόγους ηθικούς, με τους φραγμούς της τελικά να πέφτουν τη στιγμή που η Μπλανς επιστρέφει. Κι εκεί αρχίζει το μεγάλο μπλέξιμο μεταξύ φίλων. Η Λέα πνίγει τα συναισθήματά της για τον Φαμπιάν, ο Φαμπιάν ταλαντεύεται επικίνδυνα χωρίς να ξέρει από που πρέπει να πιαστεί, ο Αλεξάντρ χωρίζει με την Αντριάν και την πέφτει στην Μπλανς κι η Μπλανς πρέπει να αποφασίσει με ποιον από τους δυο θέλει να συνεχίσει τη ζωή της. Κι αν σας μπερδεύω έτσι όπως τα γράφω, δε φταίω εγώ γι' αυτό αλλά η συμπλεγματική φύση των ανθρωπίνων σχέσεων.




Για μια ακόμη φορά, ο Ερίκ Ρομέρ μας προσφέρει ένα ειλικρινέστατο έργο το οποίο φτάνει στα όρια του αυθορμητισμού με τις υπέροχες ερμηνείες όλων των ηθοποιών. Όπως έχω γράψει και σε άλλα κείμενά μου για τα έργα του συγκεκριμένου σκηνοθέτη, απολαμβάνω τόσο πολύ το παίξιμο των προσώπων που νιώθω πως διεισδύω ως ένας "Μεγάλος Αδελφός" στην καθημερινότητα πραγματικών προσώπων. Μόνο λίγες φορές δεν έδεσα με τα πρόσωπα των ταινιών του Ερίκ Ρομέρ όπως στην "Πράσινη Ακτίνα" και στη "Γυναίκα του Αεροπόρου". Αντιθέτως εδώ ταυτίστηκα με όλους τους χαρακτήρες διότι απ' όλους είχα κάτι να πάρω και σε όλους διέκρινα μια πτυχή του εαυτού μου. 
Στη συγκεκριμένη ταινία, ο κάθε χαρακτήρας είχε ένα από τα κυριότερα στοιχεία που συναντάμε στις σύγχρονες ανθρώπινες σχέσεις. Η Λέα εκπροσωπεί τους τελευταίους ρομαντικούς ανθρώπους που ασφυκτιούν στη σύγχρονη κοινωνία. Δεν είναι τυχαίο πως το πολυτελέστατο διαμέρισμά της είναι άδειο από διακοσμητικά στοιχεία ενώ από τη τεράστια τζαμαρία της, η πόλη κάτω φαίνεται απελπιστικά έρημη. Με αυτόν τον τρόπο, ο Γάλλος σκηνοθέτης δείχνει πως η αντικοινωνικότητα της Λέας δεν την αφήνει να φανερώσει τον πλούσιο εσωτερικό της κόσμο στους άλλους. Εξάλλου, όσοι πηγαίνουν σπίτι της δεν μπορούν να ανακαλύψουν κάποιο στοιχείο για την προσωπικότητά της καθώς αντικρίζουν λευκούς άδειους τοίχους. Από την άλλη και για την Λέα, η ζωή της είναι τόσο μοναχική σαν την ερημιά που αντικρίζει έξω από το παράθυρό της. Μόνο όταν αρχίσει να ανοίγεται με τον Φαμπιάν, βλέπουμε να γεμίζει η καθημερινότητά της με κόσμο, όπως τα πλάνα της λίμνης που μου θύμισαν έντονα τους "Λουόμενους στην Ανιέρ" και την "Κυριακή στο Νησί Γκραντ" του Ζωρζ Σερά. 
Κι αν η καθημερινότητα της Λέα είναι βαλτωμένη σ' αυτό το προάστιο του Παρισιού, για τον Αλεξάντρ και την Μπλανς είναι ονειρική καθώς απολαμβάνουν τις ανέσεις και την πολυτέλεια που τους προσφέρει το πλούσιοναστικό προάστιο. Χωρίς να κουράζονται έχουν ότι χρειάζονται στα πόδια τους και τους μένει άπλετος χρόνος για να φλερτάρουν με ότι κινείται. Οι δυο αυτοί χαρακτήρες είναι πιο επιφανειακοί τόσο πνευματικά όσο και συναισθηματικά. Η Μπλανς γνωρίζει πως είναι όμορφη μ' αποτέλεσμα να εναποθέτει την ερωτική της τύχη πάνω στην εμφάνισή της. Από την άλλη, ο Αλεξάντρ ξέροντας πως αρέσει στις γυναίκες, κάνει τα πάντα για να συλλέξει ερωτικές εμπειρίες αγνοώντας τα συναισθήματα αλλά και την ανασφάλεια των ανθρώπων με τους οποίους συναναστρέφεται. Η έξυπνη μαεστρία του Ερίκ Ρομέρ μας παρουσιάζει τα δυο αυτά πρόσωπα χωρίς κάποιο ίχνος κακίας πάνω τους. Αντιθέτως γίνονται και οι δυο συμπαθείς στο κοινό, ως δέσμιοι του ναρκισσισμού τους. 
Απ'όλη την παρέα, ο2 Φαμπιάν είναι η πιο αινιγματική φιγούρα καθώς ανήκει κι αυτός στους τελευταίους ρομαντικούς του σύγχρονου τρόπου ζωής. Γνωρίζοντας όμως πως δεν μπορεί να επιβιώσει σε μια κοινωνία που δεν ανέχεται τους ευαίσθητους, κλειδώνεται στον εαυτό του, γίνεται κι αυτός με τη σειρά του απρόσιτος και συμβιβάζεται σε μια σχέση που διατηρεί για να καταπολεμά την ανασφάλειά του. Ξεκλειδώνεται μόνο όταν γνωρίσει την Λέα, αφήνοντάς μας να δούμε τον πραγματικό του εαυτό με τα χαρίσματα και τις αδυναμίες που τον κάνουν να είναι το πιο συμπαθητικό πρόσωπο της ιστορίας. 




Ο "Φίλος της Φίλης μου" είναι ένας ύμνος στις συμβιβαστικές σχέσεις που βυθίζονται αργά στο τέλμα μιας μίζερης ρουτίνας. Είναι ένα σαρκαστικό ποίημα στους ανθρώπους που αφήνουν τη ζωή τους να κυλάει μέσα από τα χέρια τους είτε επειδή δεν έχουν την τόλμη στο να κάνουν το επόμενο βήμα είτε λόγω μιας σχέσης που διατηρούν διότι φοβούνται να 'ναι μόνοι. Είναι ένα ηχηρό χαστούκι στους ανθρώπους που κουβαλούν ενοχικά σύνδρομα τα οποία τους κάνουν να υποτιμούν συνέχεια τον εαυτό τους. Ανθρώπους που έχουν πιστέψει πως δεν αξίζουν τίποτα ενώ στην πραγματικότητα είναι οι "θησαυροί" των λιγοστών εναπομεινάντων ρομαντικών που εξακολουθούν επίμονα να αναζητούν την αδελφή ψυχή τους μέσα σε έναν κόσμο απρόσωπο και ψυχρό. Είναι ένα κατηγορώ στις παροχές του σύγχρονου τρόπου ζωής που αναγκάζουν τους ανθρώπους να θυσιάσουν ένα μεγάλο κομμάτι της προσωπικότητάς τους για να επωφεληθούν από τη βόλεψη του συστήματος. Είναι μια πικρή κωμωδία καθώς παρακολουθούμε αρκετά στοιχεία της δικής μας ζωής να ερμηνεύονται από άλλους ανθρώπους. Είναι ένα ανακουφιστικό χάδι στην πλάτη που μας υποδηλώνει πως όλοι μαζί βράζουμε στο ίδιο καζάνι. 
Η ταινία αυτή είναι ένα εξαιρετικό κλείσιμο μιας ακόμη ενδιαφέρουσας κινηματογραφικής θεματικής ενότητας του σπουδαίου Γάλλου σκηνοθέτη Ερίκ Ρομέρ.


Βαθμολογία: 8/10

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Έρωτας το Απόγευμα (1972)




Θα επιμείνω για μια ακόμη φορά στις ενδοσκοπικές ταινίες του Ερίκ Ρομέρ, ο οποίος έχει κερδίσει μια θέση στους πολυαγαπημένους μου σκηνοθέτες όλων των εποχών. Όταν τον ανακάλυψα κατά τη διάρκεια της καραντίνας, διαπίστωσα πως ένα σημαντικό μέρος της πλούσιας φιλμογραφίας του χωρίζεται σε δυο θεματικές ενότητες. Ρίχνοντας μια ματιά στο περιεχόμενο των ταινιών, αποφάσισα να τις απολαύσω εναλλάξ μπλέκοντας τις δυο ομάδες κι όχι με τη διαδοχική σειρά. Αυτή η επιλογή, μου 'δωσε τη δυνατότητα να διακρίνω πως οι προβληματισμοί του πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και τις ερωτικές ανασφάλειες των δύο φύλων, παραμένουν επίμονα οι ίδιοι και σε πολλές από τις ταινίες του μένουν αναπάντητοι. Ίσως όμως αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα είναι τα αίτια που προσφέρουν μια αγωνιώδης γοητεία στον αχαρτογράφητο κόσμο του ερωτισμού.
Στον "Έρωτα το Απόγευμα", ο Γάλλος σκηνοθέτης επιδιώκει να περιορίσει τον έρωτα σε ένα χρονικό αλλά και χωρικό περιθώριο. Κατά κάποιο τρόπο τον εγκλωβίζει σε ένα καλούπι θέλοντας μ' αυτόν τον τρόπο να καταδικάσει το ψυχρά "οργανωμένο" πρόγραμμα που έχουν επιλέξει οι άνθρωποι των μεγαλουπόλεων. Κεντρική φιγούρα σ' αυτό το δοκιμιακό του κατηγορώ είναι ο Φρεντερίκ, ο οποίος παρουσιάζεται στον πρόλογο της ταινίας περιγράφοντάς μας ένα κομμάτι της καθημερινής του ρουτίνας. Μέσα από τις σκέψεις του υποδηλώνει πως έχει βαλτώσει στο γάμο του και βρίσκει διέξοδο μόνο στις αναγνώσεις βιβλίων. Μας αναλύει τους λόγο υς που προτιμάει να τα διαβάζει στα μέσα μαζικής μεταφοράς ή στις απογευνατινές ήρεμες στιγμές του στο σπίτι, την ώρα που η σύζυγός του μελετάει στο γραφείο. 
Παρόλο που είναι αναλυτικός με τα βιβλία, δεν μας μιλάει καθόλου για τον γάμο του. Αντιθέτως συνεχίζει την παρουσίαση του εαυτού του, προσπαθώντας με ένα σχεδόν απολογητικό ύφος να αναλύσει τους λόγους που αγαπάει τις μεγάλες πόλεις αλλά και την κρυφή του επιθυμία να χάνεται μέσα στο πλήθος. Προσωπικά, μου δίνει την εντύπωση πως αναζητά τρόπους για να ξεφύγει από μια κατάσταση που δεν τον γεμίζει πια.
Επίσης η παρουσίαση της καθημερινότητας του πρωταγωνιστή, αφήνει μια αόριστη εικόνα για το επάγγελμα που κάνει και για τις συναναστροφές του. Με αυτήν την τόσο φλου ατμόσφαιρα, υποδηλωνει την παραδομένη φύση του και μας περνάει σιγά σιγά στο κυρίως θέμα.
Πνιγμένος στη ρουτίνα του, ο Φρεντερίκ προτιμά να ζει τη μέρα του μοναχικά. Κάνει υπερωρίες στη δουλειά για να καθυστερει την επιστροφή του σπίτι και προτιμά να κάνει διαλείμματα για ένα απλό γεύμα το μεσημέρι, την ώρα που οι υπόλοιποι εργαζόμενοι επιστρέφουν στο γραφείο και τα πεζοδρόμια του Παρισιού αδειάζουν από κόσμο. Σε 'κείνες τις μοναχικές στιγμές παρακολουθεί τις γυναίκες που περνούν έξω από το εστιατόριο και προσπαθεί να φανταστεί τον εαυτό του μαζί τους. Να τις προσεγγίζει, να τις φλερτάρει και να περνάει στιγμές μαζί τους. Εκεί συνειδητοποιεί πως ο γάμος του δεν είναι τίποτα παραπάνω από το τέλος της ερωτικής του ζωής. Κυριευμένος απ' αυτήν την συναισθηματική ήττα, αρχίζει να φθονεί τους ελεύθερους ανθρώπους που εξακολουθούν να ζουν μποέμικα.




Όμως η ζωή του θα αλλάξει από τη στιγμή που θα τον επισκεφθεί η Χλόη, μια παλιά του γνώριμη η οποία υπήρξε πρώην σύντροφος ενός παλιού του φίλου. Από την πρώτη τους συνάντηση δημιουργείται μια ερωτική έλξη μεταξύ τους. Αμήχανος στο χειρισμό πρωτόγνωρων συναισθημάτων που του βγάζει η Χλόη, ο Φρεντερίκ θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να την αποφεύγει διακριτικά, φοβούμενος μια τυχόν διατάραξη των καθημερινών του ισορροπιών. Με τον καιρό όμως διαπιστώνει πως η μποέμικη της φύση, έχει αρχίσει να αναθερμαίνει την δική του χαμένη ζωντάνια. Μετά από πολλές σκέψεις και παρά τους αρχικούς του ενδοιασμούς, τελικά θα υποκύψει στη γοητεία της. Όμως κάθε φορά που φτάνουν κοντά στην ερωτική πράξη εκείνος μαζευόταν κι απομακρυνόταν.
Μέσα απ' αυτό το άγαρμπο ερωτικό ειδύλλιο, παρατηρούμε πως ο Φρεντερίκ διακρίνει στο πρόσωπο της Χλόης, την προσωπικότητα που θα ήθελε ο ίδιος να έχει. Ελεύθερο πνεύμα, μποέμικη νοοτροπία, λάτρης της πολυγαμίας κι ολιγαρκής στους πειρασμούς του υλιστικού κόσμου. Μαζί της ανακαλύπτει το σημείο που πήρε τη δική του ζωή λάθος, επιλέγοντας το ρόλο ενός μπουρζουά που θέλει να δείχνει προς τους έξω πως είναι ένας πετυχημένος επαγγελματίας κι ένας σωστός οικογενειάρχης παρόλο που μέσα του αισθάνεται όλο και περισσότερο άδειος. 
Από την άλλη, η Χλόη είναι μια γυναίκα με δυναμισμό που ξέρει πως να κερδίσει και να χειριστεί τον κάθε άνδρα. Όμως ο Φρεντερίκ είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση. Ένα προσωπικό στοίχημα. Ένα ερωτικό απωθημένο από το παρελθόν που ήρθε να το ολοκληρώσει. Κι όσο ο Φρεντερίκ είναι απρόσιτος τόσο εκείνη ψάχνει τρόπους για να τον σαγηνεύσει. "Ζεις μέσα στις συμβάσεις" τον κατηγορεί συμπληρώνοντας πως "η φύση του ανθρώπου είναι να είναι πολυγαμικός" για να της απαντήσει πως "μπορεί να έχεις δίκιο" εξηγώντας πως "αν εφάρμοζα, όμως, την πολυγαμία στην κοινωνία μας θα ζούσα ένα ψέμα". 
Από τη στιγμή που θα αρχίσει ο Φρέντερικ να εκφράζει τις ερωτικές του προθέσεις, η Χλόη θα αλλάξει το ρου του παιχνιδιού παίρνοντας το ρόλο της απρόσιτης. Η μάχη των δυο φύλων κρατάει για τα καλά δίνοντας έναν απρόσμενα έντονο ερωτικό παλμό στην ως τώρα αδιάφορη ζωή του Φρέντερικ με τα απογεύματά του να αποκτούν άλλο νόημα καθώς γίνονται μια ερωτική όαση στη μίζερη ζωή του. Φτάνοντας όμως στο αποκορύφωμα της παράνομης σχέσης τους, ο Φρεντερίκ θα κοιταχτεί στο καθρέφτη και για μερικά δευτερόλεπτα θα καταδικάσει τον εαυτό του που καταπατά κάποιους ηθικούς κανόνες δείχνοντας ασέβεια στη σύζυγο και τα δυο παιδιά του. 
Η επιστροφή του στο σπίτι κι η ενοχική του εξομολόγηση στη σύζυγό του δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια έκφραση δείλιας κι αποδυναμομένων συναισθημάτων προς την σύντροφό του. Από την άλλη, το γοερό κλάμα της γυναίκας του αποδεικνύει πως η ίδια ξέρει πως έχει "χάσει" τον άνδρα της και πως η σχέση τους πια δε θα 'ναι τίποτα παραπάνω από έναν λευκό γάμο.




Για μια ακόμη φορά ο σπουδαίος Γάλλος σκηνοθέτης, δίνει την εντύπωση πως μέσω μιας μικρής κλειδαρότρυπας παρακολουθεί και καταγράφει τις πιο κρυφές μας σκέψεις και μας τις παρουσιάζει μέσα από τις ζωές άλλων προσώπων. Ωστόσο στη συγκεκριμένη ιστορία προσφέρει ένα σημαντικό κομμάτι του δοκιμιακού του λόγου αναλύοντας την μοναξιά των ανθρώπων που ζουν στις μεγάλες πόλεις και τη συναισθηματική φθορά της στασιμότητας των ανθρωπίνων σχέσεων. 
Όμως η ταινία υστερεί στις ερμηνείες των κεντρικών προσώπων. Κανείς δεν καταφέρνει να μπει στο πετσί του ρόλου, προσφέροντας ερμηνείες χωρίς συναίσθημα, μ' αποτέλεσμα να δυσκολευόμαστε να δεθούμε μαζί τους παρόλο που έχουμε κοινούς προβληματισμούς. Ωστόσο θα θελα να πω, πως ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου όταν αναγνώρισα την πολυαγαπημένη μου Μοντ (η ηθοποιός Φρανσουάζ Φαμπιάν), που πέρασε φευγαλέα έξω από το εστιατόριο όπου καθόταν ο Φρέντερικ, διεγείροντας τη φαντασία του.
Ο "Έρωτας το Απόγευμα" που κλείνει τη θεματική ενότητα με τους έξι μύθους περί ηθικής, αφήνει ένα στίγμα από το σύγχρονο φόβο που ονομάζεται μοναξιά. Άραγε πόσοι άνθρωποι έχουν εκπέσει αποζητώντας μια οποιαδήποτε συντροφιά εξαιτίας αυτού του φόβου. Πόσοι άνθρωποι θυσίασαν τον συναισθηματικό τους πλούτο για να συνυπάρξουν με έναν αδιάφορο σύντροφο. Πόσοι άνθρωποι έχασαν εμπειρίες και στιγμές επαναπαυόμενοι σε μια ρηχή σχέση. Και πόσοι άνθρωποι ζουν μελαγχολικά με ένα παραπονεμένο "αν..." στα χείλη. Γι' αυτούς τους ανθρώπους, ένας απογευματινός έρωτας αρκεί για να βάλουν πάλι χρώμα στη ζωή τους. Με αυτούς τους ανθρώπους, αφανείς θύματα των σύγχρονων ρυθμών της ζωής, ολοκληρώνει ο Ερίκ Ρομέρ τη σπουδαία θεματική του ενότητα. 


Βαθμολογία: 8/10

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2020

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Βίαιο Καλοκαίρι (1959)




Όσες ταινίες κι αν έχω παρακολουθήσει που να μ' έχουν ενθουσιάσει, πάντα διατηρώ στην άκρη του μυαλού μου το ενδεχόμενο πως υπάρχουν ακόμη αριστουργήματα που όχι μόνο δεν έχω απολαύσει αλλά δε γνωρίζω καν την ύπαρξή τους. Πολλά απ' αυτά τα ανακαλύπτω μέσα από συζητήσεις που κάνω με άλλους κινηματογραφόφιλους ή μέσω αναρτήσεων από ενδιαφέρουσες κινηματογραφοφιλικές ιστοσελίδες. Μία απ' αυτές τις τυχαίες ανακαλύψεις μου είναι και το "Βίαιο Καλοκαίρι", ένα συνταρακτικό αντιπολεμικό ερωτικό δράμα του Βαλέριο Τζουρλίνι. 
Η ταινία μας ταξιδεύει στο καλοκαίρι του 1943, τότε που ο ιταλικός φασισμός γκρεμιζόταν σαν χάρτινος πύργος, αναγκάζοντας την Ιταλία να συνθηκολογήσει με τους Συμμάχους και να βρεθεί έρμαια στην εκδικητική μανία των Γερμανών ναζί. Στον αναβρασμό εκείνου του περίεργου κομβικού σημείου, η χώρα μετρούσε θύματα τόσο από τους Συμμάχους όσο κι από τους Γερμανούς. Την ίδια περίοδο, ένα κομμάτι της τότε αστικής τάξης που είχε φύγει από τις μεγάλες πόλεις για να γλιτώσει τον πόλεμο, συνέχιζε να απολαμβάνει τις καλοκαιρινές μέρες στις ατέλειωτες αμμουδερές παραλίες του Ριτσόνε. Μέσα σ' αυτά τα αδαή κι άπραγα πρόσωπα ήρθε να προστεθεί κι ο πρωταγωνιστής Κάρλο, ο οποίος παρά το νεαρό της ηλικίας του, είχε αποφύγει τη στράτευση με τη μεσολάβηση του πατέρα του που ήταν μέλος του φασιστικού κόμματος. Στην παραθαλάσσια πόλη θα ξανασμίξει με την υπόλοιπη παιδική του παρέα, η οποία συνεχίζει να απολαμβάνει τις ανέμελες θερινές στιγμές αποφεύγοντας κάθε ενημέρωση για τις πολεμικές εξελίξεις. Από τις συζητήσεις του διαπιστώνει κανείς εύκολα πως δεν τους ανησυχεί ούτε η έκβαση του πολέμου ούτε ο καθημερινός θάνατος των συμπατριωτών τους. Όμως οι προσπάθειές τους να ζήσουν "ταμπουρωμένοι" στον ατάραχο μικρόκοσμό τους θα αποτύχουν με τη βίαιη εισχώρηση του πολέμου στην ανέμελη καθημερινότητά τους, έχοντας τη μορφή ενός γερμανικού μαχητικού αεροπλάνου να περνάει ξυστά πάνω από τα κεφάλια των παραθεριστών. Μέσα στον πανικό που προκαλείται, ο Κάρλο θα σώσει ένα μικρό κορίτσι και θα το παραδώσει στην μητέρα του. Με την πράξη του αυτή, θα ξεκινήσει μια νέα γνωριμία που θα εξελιχθεί σ' ένα ερωτικό ειδύλλιο ανάμεσά τους. Εκείνος νέος κι άγουρος ερωτικά ενώ εκείνη μεγαλύτερή του και χήρα ενός αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού που σκοτώθηκε σε μια μάχη.




Έκτοτε, ο Κάρλο θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να προσεγγίσει την Ρομπέρτα, αγνοώντας το ενδεχόμενο πως η σχέση τους αυτή μπορεί να προκαλέσει μεγάλο σκάνδαλο στην κλειστή κι άκρως συντηρητική κοινωνία των Ιταλών αστών. Μια μικρή εξόρμησή τους στο Σαν Μαρίνο και μια βραδινή μάζωξη στο σπίτι του Κάρλο, θα φέρουν το ζευγάρι πιο κοντά. Ο ερωτικός χορός των ζευγαριών μες στη σκοτεινή σάλα της έπαυλης του Κάρλο την ώρα που ο νυχτερινός ουρανός σκίζεται από τις φωτοβολίδες, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα εξαιρετικό αντιπολεμικό στιγμιότυπο. Όμως εγώ το ερμήνευσα με μια τελείως ειρωνική νότα καθώς οι νεαροί που χορεύουν είναι πλουσιόπαιδα που γλίτωσαν τον πόλεμο με τη βοήθεια των γονιών τους. Παρατηρώντας με απαξίωση τα πρόσωπα αυτά, θυμήθηκα τον αξεπέραστο μονόλογο του Ζεράρ Ντεπαρντιέ στο αριστουργηματικό "1900" που ανέλυε την πονηριά με την οποία οι πλούσιοι δημιούργησαν τον φασισμό κι έστειλαν τους φτωχούς Ιταλούς να πολεμήσουν σε Αλβανία, Ελλάδα κι Αιθιοπία. 
Η σχέση που συνάπτει ο Κάρλο κι η Ρομπέρτα θα προκαλέσει ίντριγκες τόσο στην παρέα του νεαρού όσο και στη σχέση της Ρομπέρτα με την μητέρα της. Οι φίλοι του Κάρλο βλέπουν την παρουσία της γοητευτικής χήρας ως ένα βαρίδι που θα ταράξει τις ισορροπίες της συντροφιάς ενώ η μητέρα της φοβάται το σκάνδαλο που μπορεί να προκύψει αν μαθευτεί στην κοινωνία η σχέση της κόρης της με τον γιο ενός φασίστα. 
Με την εξέλιξη αυτή εκδηλώνεται ένας εξαιρετικός διάλογος ανάμεσα σε μάνα και κόρη. "Θέλω να με δεις επιτέλους ως μια γυναίκα που είναι τριάντα χρονών και μάνα ενός μικρού κοριτσιού κι όχι ως παιδί σου" δηλώνει ενοχλημένη η Ρομπέρτα για να πάρει από την μάνα της την εξής απάντηση "θέλω να σε βλέπω ως γυναίκα τριάντα χρονών που έχει ένα παιδί να μεγαλώσει". Η διαμάχη αυτή δε θα εξελιχθεί σε καβγά αλλά θα οδηγήσει σε μια συγκινητική εξομολόγηση της Ρομπέρτα, η οποία θα αναφερθεί στο βαρετό γάμο που είχε με τον άνδρα της, την κενότητα που ένιωθε μαζί του και την κρυφή επιθυμία που κουβαλούσε έκτοτε στο να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Η σιωπή της μάνας φανερώνει την κατανόησή της απέναντι στο δράμα του παιδιού της όμως η αυστηρή της ματιά επιβεβαιώνει τα ηθικά δεσμά που επιβάλουν οι κλειστές συντηρητικές κοινωνίες στις σχέσεις των ανθρώπων.
Οι προσπάθειες των δυο πρωταγωνιστών να πατήσουν γερά στα πόδια τους και να ζήσουν τον έρωτά τους, διακόπτεται απότομα με τα όσα ακολουθούν με την πτώση του ιταλικού φασισμού. Ο κόσμος εξεγείρεται κι επιτίθεται στα τοπικά γραφεία του φασιστικού κόμματος με τους μισούς εξεγερμένους να μπαίνουν μέσα λεηλατώντας το κτίριο και προπηλακίζοντας τους φασίστες και τους άλλους μισούς να γκρεμίζουν την πελώρια προτομή του Μουσολίνι που δεσπόζει στην πρόσοψη του κτιρίου. Σκηνές εντυπωσιακές με απίστευτο πάθος στα πρόσωπα των συμμετεχόντων που φτάνουν στο σημείο να μοιάζουν με ντοκουμέντα εκείνης της εποχής. 
Μέσα σε ένα βράδυ ο Κάρλο χάνει την ασφάλεια που του παρείχε ο πατέρας του με το αξίωμά του στο φασιστικό κόμμα και την πατρική του έπαυλη καθώς επιτάσσεται για να στεγαστούν ξεριζωμένοι Ιταλοί που έχασαν τα σπίτια τους από τους βομβαρδισμούς. Η απόγνωση του νεαρού είναι μεγάλη σε σημείο που φτάνει μες στο θυμό του να ασπαστεί τις ιδέες του φασισμού. Με την στάση του αυτή, ο δημιουργός φανερώνει πως ο φασισμός είναι άκρως σκοταδιστικό μόρφωμα που πατάει πάνω στην οργή και το μίσος. Η απελπισία του Κάρλο θα κορυφωθεί όταν μετά από έναν τυπικό έλεγχο μιας νυχτερινής περιπόλου, θα αναγκαστεί να παρουσιαστεί στη στρατολογία της Μπολόνια. 
Σ' αυτήν την απρόσμενη εξέλιξη, η Ρομπέρτα θα προσπαθήσει να προστατεύσει τον σύντροφό της προτείνοντάς του να φυγαδευτούν σε ένα άλλο σπίτι που έχει κοντά στη Μπολόνια. Συνηθισμένς να βρίσκεται κάτω από μια ομπρέλα προστασίας, ο Κάρλο θα δεχτεί και την επομένη θα αναχωρήσουν για τον βορρά. Όμως το τραίνο που τους μεταφέρει προς τα εκεί θα ακινητοποιηθεί μετά από έναν ανηλεή βομβαρδισμό. Οι εκρήξεις που σκάνε γύρω τους, ο πανικός στα πρόσωπα των συνεπιβατών τους, ο θάνατος που καραδοκεί παντού αλλά και η τύχη να βγουν αλώβητοι απ' αυτήν την θηριωδία, θα αλλάξουν μονομιάς τον τρόπο σκέψης του Κάρλο. Μέσα στο χάος του πολέμου θα νιώσει τον θιγμένο του εγωισμό και θα ντραπεί για την ευθυνόφοβη φύση του συνειδητοποιώντας πως μια ακόμη αποφυγή των καθηκόντων του δε θα 'ναι τίποτα παραπάνω από μια συνεχής επανάληψη ενός φαύλου κύκλου που δε θα τον αφήσει να ωριμάσει ποτέ. Η απόφαση που θα πάρει την ύστατη στιγμή καθώς ένα έκτακτο δρομολόγιο θα επιστρέψει στο Ρίμινι τους επιβάτες που γλίτωσαν από το βομβαρδισμό, όσο σπαρακτική κι αν δείχνει στην πραγματικότητα θα είναι μια εξιλέωση για τον ίδιο. Μία αναζωογονητική πνοή ελευθερίας κι αξιοπρέπειας, διώχνοντας από πάνω του κάθε ίχνος από το σκοτεινό φασιστικό ιστορικό του πατέρα του που όλα αυτά τα χρόνια σκέπαζε και τον ίδιο.




Σ' αυτό το αντιπολεμικό αριστούργημα, γινόμαστε μάρτυρες αρκετών πολέμων. Πρώτα απ' όλα είναι η αντιφασιστική νότα που δίνει ο δημιουργός, παρουσιάζοντας τον πόλεμο μέσα από τα μάτια των άπραγων κι ανενεργών πολιτών που είχαν βολευτεί ή είχαν γίνει συνειδητά έρμαια του φασισμού. Επίσης είναι ένα κατηγορώ απέναντι στους καλοπερασάκηδες που δεν τους ένοιαζε ο πόλεμος ακόμη κι όταν αυτός είχε φτάσει σχεδόν έξω από την πόρτα τους. Μόνο όταν ο πρωταγωνιστής βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα συνειδητοποιεί πόσο λεπτές είναι οι ισορροπίες μεταξύ ζωής και θανάτου αλλά και το πόσο δειλός είναι αφήνοντας άλλους να πολεμούν για τα συμφέροντα της δικής του αστικής τάξης. Στην αντιφασιστική νότα της ταινίας, εντάσσεται κι η αγανάκτηση του λαού όταν ενημερώνεται για την πτώση του Μουσολίνι. Μόνο τότε πείθονται πως αυτό το τέρας είναι άτρωτο και συνειδητοποιούν το λάθος που έκαναν να το ανεχτούν όλα αυτά τα χρόνια. Γι' αυτό κι η οργή τους είναι έκδηλη τόσο στα σύμβολα του φασισμού όσο και στους ανθρώπους που επωφελήθηκαν απ' αυτόν. 
Έπειτα έχουμε τον αθέατο πόλεμο των κοινωνικών τάξεων καθώς γινόμαστε μάρτυρες στις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων σε θέματα ηθικής κι αξιοπρέπειας. Ένα παράδειγμα είναι ο πατέρας του πρωταγωνιστή που εξαφανίζεται μετά τη πτώση του φασισμού. Φυγαδεύεται ή φυλακίζεται, αυτό δε μας το διευκρινίζει ο δημιουργός. Αφήνει όμως το γιο του αντιμέτωπο με τη δήμευση της περιουσίας. Με αυτήν την πατρική απουσία αλλά και τις καταστροφικές για τον Κάρλο πράξεις του, γίνεται φανερό πως οι γονείς που αντιπροσωπεύουν τη γενιά που ανέδειξε τον Μουσολίνι, τον Χίτλερ, τον Μεταξά κι όλους τους δικτάτορες εκείνης της εποχής, αφήνουν παρακαταθήκη στα παιδιά τους τα ερείπια μιας πληγωμένης Ευρώπης. 
Πάνω σ' αυτήν την πεθαμένη ηθική, ξεσπάει η Ρομπέρτα στη μάνα της με αφορμή τον γάμο που είχε. Για κείνην ο χαμός του άνδρα της δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια ανακούφηση καθώς ένιωθε πως βρισκόταν σε έναν γάμο νεκρό όπου λόγω ηθικής ήταν καταδικασμένη να μη φύγει ποτέ. Να όμως που με τον θάνατό του συζύγου της, της δόθηκε η ευκαιρία να ξαναπιάσει τη ζωή της από την αρχή. Γι' αυτόν τον λόγο δέχεται τις δυσάρεστες ειδήσεις χωρίς θρήνους και συνεχίζει την καθημερινότητά της σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Μια συμπεριφορά άκρως καταδικαστέα για τα συντηρητικά μυαλά εκείνης της εποχής. Πόσο μάλλον αν μαθευόταν η νέα της ερωτική σχέση ενώ υποτίθεται πως βρίσκεται σε πένθος για τον αδικοχαμένο άνδρα της. Η στάση της Ρομπέρτα απέναντι στην ηθική καταπίεση είναι άκρως επαναστατική κι αυτό φαίνεται τόσο στο ξέσπασμα απέναντι στη μάνα της όσο και στην επιθυμία της να φιληθεί με τον Κάρλο σε δημόσιο χώρο χωρίς να τη νοιάζει αν τους δει κανείς. 




Ένα ακόμη σημαντικό χαρακτηριστικό που εκτοξεύει την ταινία είναι οι εκπληκτικές ερμηνείες του πρωταγωνιστικού διδύμου. Δεν είναι τυχαίο πως η Ελεονόρα Ρόσι Ντράγκο βραβεύτηκε για  την ερμηνεία της αυτή από το διεθνές φεστιβάλ Mar del Plata και το Nastro d' Argento. Επίσης κι ο σπουδαίος Ζαν Λουί Τρεντινιαν προσφέρει ένα εκπληκτικό παίξιμο, πιθανότατα προπομπός στην αξεπέραστη ερμηνεία του στον Κονφορμίστα. 
Όμως και σκηνοθετικά η ταινία είναι άρτια τόσο στα καρτποσταλικά της πλάνα όπως η βόλτα του ζευγαριού στο Σαν Μαρίνο και τις θεατρικές σκηνές και κινήσεις των προσώπων μέσα σε κλειστούς χώρους όσο και στον άκρως ρεαλιστικό βομβαρδισμό του τραίνου. Το πλάνο αυτό θα μου μείνει αξέχαστο με τις εκρήξεις των βομβών, τις κραυγές των πανικόβλητων επιβατών, την υστερία μιας γυναίκες που είναι κρυμμένη κάτω από τα βαγόνια και τα πτώματα που είναι πεσμένα γύρω από τις γραμμές του τραίνου. Σκηνές απόλυτου χάους που καταφέρνει ο δημιουργός να μας παρουσιάσει με απίστευτη πειστικότητα. 
Με το "Βίαιο Καλοκαίρι" συνειδητοποίησα για μια ακόμη φορά μια σημαντική διαφορά που έχει η δικιά μας κοινωνία από τις υπόλοιπες στην Ευρώπη μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Την ώρα που οι άλλες χώρες μετρούσαν τις πληγές τους κι ερχόντουσαν αντιμέτωπες με τα λάθη του παρελθόντος, στην Ελλάδα οι συνεργάτες των ναζί σύναπταν νέα συμβόλαια με τους νέους κατακτητές του τόπου. Με αυτήν την πρόστυχη ανατροπή, χάσαμε την ευκαιρία που δόθηκε στους υπόλοιπους λαούς να αντικρίσουν και να ερμηνεύσουν το τέρας του φασισμού. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που στον ενδελεχή αναστοχασμό των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών ξεπήδησε μια πλούσια παραγωγή ταινιών αντιφασιστικού χαρακτήρα. Ειδικά ο ιταλικός κινηματογράφος πρόσφερε μια αξεπέραστη παρακαταθήκη ταινιών που παραμένει επίκαιρη μέχρι σήμερα. Θεωρώ πως μια απ' αυτές τις ταινίες είναι και το "Βίαιο Καλοκαίρι". 

Βαθμολογία: 8/10