Σε πολλές κινηματογραφοφιλικές συζητήσεις μου για τις ταινίες του Λουκίνο Βισκόντι δεχόμουν διάφορα επικριτικά σχόλια όταν έλεγα πως δεν έχω δει ακόμα τον "Γατόπαρδο". Μάλιστα είχα ακούσει κάμποσες φορές την άποψη πως είναι δύσκολο να εκφέρει κάποιος γνώμη για την φιλμογραφία του σπουδαίου Ιταλού σκηνοθέτη χωρίς να χει δει τη σημαντικότερη κι ομορφότερη ταινία του. Και να λοιπόν που στο τέλος της καραντίνας ήρθε η στιγμή να απολαύσω ένα σπάνιο αριστούργημα εποχής που πέρα από την κινηματογραφική μαεστρία του Λουκίνο Βισκόντι, περηφανεύεται για την ονειρική μουσική του Νίνο Ρότα και τις εκπληκτικές ερμηνείες του Μπαρτ Λάνκαστερ, του Αλέν Ντελόν και της πανέμορφης Κλαούντια Καρντινάλε. Δεν είναι τυχαίο που ο "Γατόπαρδος" είναι η μοναδική ταινία που έκανε τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν να παραδεχτεί πως ζήλεψε πραγματικά.
Η ιστορία της ταινίας βασίστηκε στο θρυλικό βιβλίο του Τζουζέππε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, το οποίο μιλάει για το τέλος της αριστοκρατικής εποχής, όπου μέσα από τη στάχτη της ξεπήδησε το κράτος της Ιταλίας. Το ενδιαφέρον στρέφεται στη Σικελία, ένα ξεχασμένο αλλά περήφανο βασίλειο όπου ζούσαν οι τελευταίες αριστοκρατικές οικογένειες. Μια απ' αυτές ανήκει στον πρίγκιπα Γατόπαρδο, ο οποίος ως αριστοκράτης απεχθάνεται τις κοινωνικές αλλαγές που επιφέρει η επανάσταση κι οι στρατιές του Γκαριμπάλντι, όμως από την άλλη ως διορατικό μυαλό προετοιμάζει το έδαφος για να επιβιώσει και να διατηρήσει το γόητρό του στη νέα τάξη πραγμάτων. Για να το πετύχει αυτό, στηρίζει οικονομικά τον αγαπημένο του ανιψιό που συμμετέχει στην "ενωτική" εισβολή των στρατιών του Γκαριμπάλντι στη Σικελία. Η σκηνή της μάχης μεταξύ του βασιλικού στρατού και των ερυθροχιτώνων της ιταλικής ενοποίησης περιτριγυρισμένων με μικρά παιδιά που κουνούν την τρίχρωμη σημαία, μοιάζει να είναι βγαλμένη από το διάσημο πίνακα του Ντελακρουά όπου η "Ελευθερία οδηγεί τον λαό".
Η επανάσταση πετυχαίνει και στη θέση της λευκής σημαίας με το χρυσό κρίνο, κυματίζει πια η γνώριμη σημαία της Ιταλίας. Ο Γατόπαρδος αποσύρεται έγκαιρα από το φλεγόμενο Παλέρμο κι επιστρέφει στο εξοχικό του παλάτι που βρίσκεται στην καρδιά της Σικελίας. Παραμένοντας μακριά από τις καταιγιστικές εξελίξεις κι έχοντας χρόνο και ηρεμία που του επιφέρει η ασφάλεια του εξοχικού παλατιού, θα αναλογιστεί τις νέες συνθήκες και να κινηθεί έγκαιρα για να εγκαθιδρυθεί στις νέες καταστάσεις. Βλέποντας πως δεν υπάρχει γυρισμός, θα δείξει φανερά πως είναι υπέρ της κοινωνικοπολιτικής αλλαγής που έρχεται κι αμέσως σχεδιάζει να παντρέψει τον αγαπημένο του ανιψιό με την κόρη ενός πλούσιου, προσπαθώντας μ' αυτόν τον τρόπο να περάσει από την κάστα της αριστοκρατίας στην πλούσια αστική τάξη.
Ξέροντας πως η αριστοκρατία θα περάσει στο παρελθόν, ο Γατόπαρδος θα προσπαθήσει να ρθει κοντά με τους νεόπλουτους που θα αποτελέσουν την νέα ελίτ της ιταλικής κοινωνίας. Σε ένα από τα δείπνα που θα παραχωρήσει στην αφρόκρεμα της πόλης, θα γνωριστεί με τον άξεστο δήμαρχο Ντον Καλόγερο, ο οποίος σκεπτόμενος κουτοπόνηρα θα πάει συνοδευόμενος με την πανέμορφη κόρη του. Σ' εκείνην την υπέροχη σκηνή απολαμβάνουμε την κόντρα της αριστοκρατίας με την αστική τάξη, της οποίας είναι φανερή η έλλειψη παιδείας. Όμως η κόντρα αυτή σβήνει απότομα με την εντυπωσιακή είσοδο της κόρης του δημάρχου. Οι κουβέντες σταματάτε και τα βλέμματα καρφώνονται πάνω της. Η ίδια αρχικά σαστίζει αλλά αμέσως αντιλαμβάνεται την ομορφιά της αλλά και τον δυναμισμό που μπορεί να εκπέμψει μέσα απ' αυτήν. Κι έτσι με βήμα αποφασιστικό εισέρχεται στο χώρο γνωρίζοντας πως η ίδια μετατρέπεται σε ένα σύνδεσμο που ενώνει το απερχόμενο αριστοκρατικό παρελθόν με το επερχόμενο αστικό μέλλον. Ο ανιψιός του Γατόπαρδου παρόλο που είχε μια σχεδόν ερωτική σχέση με κάποια από τις ξαδέρφες του, τελικά υποκύπτει στη γοητεία της κόρης του δημάρχου κι έτσι αρχίζει το ερωτικό τους ειδύλλιο.
Σε κείνη τη συνάντηση θα ακουστούν πολλές αλήθειες, οι οποίες θα ειπωθούν με μια πρωτόγνωρη λυρικότητα. «Εμείς οι αριστοκράτες είμαστε οι λεοπαρδάλεις και τα λιοντάρια αυτού του κόσμου κι αυτοί, οι αστοί κι οι έμποροι, που θα μας αντικαταστήσουν, θα είναι τα τσακάλια και τα πρόβατα. Και μετά, όσοι επιβιώσουμε, λεοπαρδάλεις, λιοντάρια, τσακάλια και πρόβατα, θα συνεχίσουμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας σαν το αλάτι της γης». Με λίγα λόγια ο Γατόπαρδος υπονοεί το τράνταγμα των κοινωνικών ισορροπιών που θα στρώσουν το έδαφος για το φασισμό, τον εθνικοσοσιαλισμό και τους Μεγάλους Πολέμους. Το πιο ξεκάθαρο μήνυμα όμως της ταινίας είναι ο ισχυρισμός του ανιψιού του Γατόπαρδου, που δηλώνει χωρίς ίχνος εντιμότητας πως «για να παραμείνουν τα πράγματα τα ίδια, όλα πρέπει να αλλάξουν». Περισσότερο όμως με άγγιξε η ειλικρινής δήλωση που φανέρωνε τη φθίνουσα πορεία της αριστοκρατικής τάξης επηρεασμένης από την ιταλική ενοποίηση. «Εγώ ανήκω σε μια ατυχή γενιά, με δύο κόσμους που επικαλύπτονται μεταξύ τους αλλά είναι άρρωστοι και οι δύο».
Ακολουθεί η τελευταία και μεγάλης διάρκειας σκηνή του έργου, όπου γινόμαστε θεατές της μεγάλης γιορτής όπου παντρεύεται η αριστοκρατία με την αστική τάξη. Σε αντίθεση με τις πρώτες σκηνές του έργου, εδώ παρακολουθούμε ένα συνονθύλευμα προσώπων, ενδυμασιών και συμπεριφορών που προσπαθούν με κάθε τρόπο να αναδειχθούν και να καρπωθούν τους θησαυρούς που άφησε απροστάτευτους η επανάσταση. Η ορχήστρα παίζει βαλς του Βέρντι και οι νέοι χορεύουν άλλοτε με πάθος κι άλλοτε παιχνιδιάρικα προσπαθώντας ο καθένας να βρει το ταίρι του σ' αυτόν τον νέο κόσμο που γεννιέται ενώ οι ηλικιωμένοι παρακολουθούν σαν θεατές διακριτικά, προσπαθώντας να διατηρήσουν την καθαρότητά τους με ενδοταξικούς γάμους.
Σε αντίθεση με τους παρευρισκομένους, ο Γατόπαρδος κινείται σαν σκιά. Συνειδητοποιεί πως γλιστρά στο περιθώριο της ιστορίας κι αρχίζει να εναρμονίζεται με τον θάνατο. Η κάμερα τον ακολουθεί καθώς περιφέρεται στις αίθουσες, αφήνοντας μέσα από το βλέμμα του να ξεχυθούν οι σκέψεις του, οι τελευταίες επιθυμίες του αλλά κι η θλίψη του επερχόμενου τέλος του. Ως κύκνειο άσμα της πλούσιας ιστορίας του, είναι το υπέροχο βαλς που χορεύει με την κόρη του δημάρχου. Είναι και η μοναδική σκηνή που όχι μόνο φανερώνεται η ερωτική τους έλξη αλλά συνειδητοποιούν κι οι δυο πως είναι αμοιβαία κάνοντας τον ανιψιό που τους παρακολουθεί να νιώσει άβολα. Θα μπορούσε άνετα ο νεαρός να εκδηλώσει την αγανάκτησή του στη σκηνή αυτή αλλά σωπαίνει ξέροντας πως αναρριχήθηκε στην πλούσια κοινωνία με τη βοήθεια του θείου του. Από τη μια νιώθουμε συμπόνια για το στιγμιαίο δράμα του ανιψιού αλλά από την άλλη αισθανόμαστε τον απελπισμένο πόθο που εκδηλώνεται ανάμεσα στο Γατόπαρδο και τη νεαρή πριγκίπισσα. Μπορεί ο Γατόπαρδος να ήταν ένας σπουδαίος πρίγκιπας που τα είχε όλα δικά του αλλά για πρώτη φορά νιώθει πως ηττάται διότι ο αντίπαλός του είναι φρέσκος κι έχει όλο το μέλλον μπροστά του. Γι' αυτό το λόγο σκύβει το κεφάλι με αξιοπρέπεια και μελαγχολία κι αποδέχεται την μειονεξία του απέναντι στα νιάτα του ανιψιού του. Θρηνεί βουβά για την κατάρρευση της τάξης του, την αδυναμία του να έχει δική του μια νέα κι όμορφη γυναίκα αλλά και τον επερχόμενο φυσικό του θάνατο. Γι' αυτό το λόγο επιλέγει να αποχωρήσει από τη δεξίωση μόνος και να περιπλανηθεί αγέρωχος στην πόλη ακούγοντας τις πρωινές εκτελέσεις των οπαδών του Γκαριμπάλντι. Με αξιοπρέπεια γονατίζει ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του και κυριευμένος από τη μοναξιά του τέλους εξαφανίζεται σε ένα σκοτεινό σοκάκι.
Η επανάσταση έληξε, ο λαός για μια ακόμη φορά ηττήθηκε, η ελπίδα πήρε μια ακόμη παράταση και οι πλούσιοι ξαναμοιράζουν τη γη. Και να που τελικά τα λόγια του ανιψιού βγαίνουν αληθινά. "Για να παραμείνουν όλα τα πράγματα τα ίδια, πρέπει όλα να αλλάξουν".
Πριν μιλήσω για τα σκηνοθετικά, θα θελα να ομολογήσω πως η επιλογή των ηθοποιών είναι εκπληκτική κάτι που απογειώνει κι άλλο την ταινία. Ο Μπαρτ Λανκαστερ παίζει το ρόλο της ζωής του, σαν πρίγκιπας μιας ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας. Ενώ αρχικά ο Βισκόντι ήθελε τον Λόρενς Ολίβιερ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, οι παραγωγοί του επέβαλαν να επιλέξει τον μεγάλο κινηματογραφικό αστέρα εκείνης της εποχής για εμπορικούς λόγους. Παρά τις εντάσεις που προκλήθηκαν, ο Μπαρτ Λανκαστερ έδεσε απίστευτα με τον ρόλο προσφέροντας μια αξεπέραστη αριστοκρατική ακτινοβολία κι ενώ ερμηνεύει έναν μη προσιτό προς το ευρύ κοινό ρόλο, καταφέρνει μέσα από το παίξιμό του και το χιούμορ του (ειδικά στις σκηνές με τον ιερέα) να γίνει αρκετά συμπαθής και οικείος. Από την άλλη ο Αλέν Ντελόν ως ζεν πρεμιέ αρχίζει να χτίζει το μύθο του, παίζοντας εκπληκτικά τον ρόλο του καιροσκόπου ανιψιού ενώ η Κλαούντια Καρνινάλε υποδύεται τον πιο ερωτεύσιμο ρόλο της καριέρας της.
Όσο για την ταινία, ομολογώ πως σπανίως εντυπωσιάζομαι με τα σκηνικά αλλά και με τα κοστούμια. Κι όμως στο "Γατόπαρδο" σου δίνεται η αίσθηση πως κι αυτά παίζουν κεντρικό ρόλο στην ιστορία. Πολλά πλάνα παρουσιάζονται σαν αριστοκρατικές πίνακες που συναντάμε μέσα σε επαύλεις. Οι λεπτομέρειες αυτές εξυψώνουν την ταινία μετατρέποντάς την σε ένα διαχρονικό κινηματογραφικό διαμάντι που θα βλέπεται το ίδιο απολαυστικά όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Ένας λόγος που με κανε να αγαπήσω παραπάνω αυτήν την ταινία, είναι η ίδια η ιστορία του Λουκίνο Βισκόντι, ο οποίος προερχόμενος από αριστοκρατική οικογένεια θεωρήθηκε προδότης από την τάξη του ενώ για κάποιους άλλους, τους περισσότερους ουσιαστικά, καθιερώθηκε ως ένας τίμιος διανοούμενος, ο οποίος, μόλις ανακάλυψε την αλήθεια, πέρασε στο πλευρό της εργατικής τάξης κι εντάχθηκε στη μεριά που αγωνίζεται για την πρόοδο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χάσει τον κληρονομικό τίτλο του Κόμης δον Λουκίνο Βισκόντι Ντι Μοντρόνε. Όμως ο κόσμος τον αγκάλιασε αμέσως και του πρόσφερε τον άξιο τίτλος του κόκκινου κόμη που προσωπικά τον θεωρώ ως έναν πραγματικό τίτλο τιμή.
Ο "Γατόπαρδος" δεν είναι μόνο ένα κύκνειο άσμα για τον ξεπεσμό της αριστοκρατικής τάξης, ούτε ένα κατηγορώ για τις επαναστάσεις που σβήνουν άδοξα αναγκάζοντας τους δοκιμαζόμενους λαούς να πέφτουν πάντα θύματα στα σχέδια των ολιγαρχών καιροσκόπων. Συνάμα ο "Γατόπαρδος" είναι ένα άσμα που υμνεί την ομορφιά της Σικελίας και την περηφάνια των κατοίκων της, οι οποίοι έμαθαν να ζουν σαν θεοί και να καμαρώνουν για την ιστορία τους παρόλο που υπήρξαν υποταγμένοι σε πολλά βασίλεια, έχοντας παρηγοριά πως απ' όλους τους κατακτητές πήραν ότι καλό είχαν για να φτιάξουν την δικιά τους πολιτισμική κι εθνολογική οντότητα. Ένα κινηματογραφικό ποίημα γι' αυτήν την ατέρμονη τρέλα και την ακόρεστη δίψα για ζωή που μόνο η Μεσόγειος γεννάει. Πόσο μάλλον για ένα λαό που ζει ακριβώς στη καρδιά της κλειστής αυτής θάλασσας. Ο "Γατόπαρδος" είναι το ελεύθερο πνεύμα της Σικελίας.
Βαθμολογία: 9/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου