Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Καλό ταξίδι λεβεντάνθρωπε Μανώλη Γλέζο




«Με ρωτάνε διαρκώς για τη σημαία. Εγώ όμως, ακόμα κι από την ιστορία της σημαίας, θυμάμαι τη μάνα μου. Όταν γυρίζαμε εκείνη την ημέρα στα σπίτια μας, η ώρα ήταν περασμένη, μετά τα μεσάνυχτα. Πάω στο σπίτι και βλέπω τη μάνα μου ένα κουβάρι στα σκαλοπάτια απ’ έξω. Με περίμενε. Την πλησιάζω και της λέω, «Μάνα!» Σηκώνεται απότομα, με πιάνει από τον λαιμό, με πάει στην κουζίνα για να μην ακούσουν οι άλλοι και ξυπνήσουν και μου λέει, «Πού ήσουν;». Τότε εγώ ανοίγω το σακάκι και της δείχνω το κομμάτι της σβάστικας που είχαμε κόψει. Με αγκαλιάζει, με φιλάει και μου λέει, «Πήγαινε κοιμήσου».
Την άλλη μέρα το πρωί, ακούω τον εξής διάλογο: Ο πατριός μου τη ρωτάει, «Πού ήταν χθες το βράδυ ο μεγάλος σου γιος;». Του απαντάει, «Ανέβα στην ταράτσα και κοίταξε στην Ακρόπολη». Ποτέ μου δεν τη ρώτησα πώς το κατάλαβε. Θα το θεωρούσα προσβολή στη νοημοσύνη της. Αλλά για μένα αυτό ήταν το πιο συγκινητικό συμβάν στην ιστορία μου. Η μάνα μου.»

Μανώλης Γλεζος, 1922-2020
(Από τη σελίδα Περί Ποίησης)

Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Καραντινάτα τριανταέξι



Ποιος θα μου λεγε πως η αντίστροφη αποχαιρετιστήρια μέτρηση μιας ακόμη δεκαετίας θα ξεκινούσε με καραντινάτα γενέθλια. Πόσο μάλλον σε μια μέρα που συντελέστηκε η αλλαγή της ώρας, σαν να μου έλεγε η όλη συγκυρία πως σε μια ελλιπής χρονιά θα ζούσα τη γενέθλια μέρα μου με μία ώρα λιγότερη.
Όταν υπήρχε σαν υπόνοια το αντιμετώπιζα με χιούμορ και συνέχιζα να κάνω σχέδια για την μέρα αυτή.
Όταν όμως επιβλήθηκε, με κυρίευσε ένα μούδιασμα. Πως μπορεί να είναι τα γενέθλια κατά τη διάρκεια μιας κυκλοφοριακής απαγόρευσης; 
Όλες μου οι απορίες απαντήθηκαν σήμερα καθώς δέχτηκα τηλέφωνα γεμάτα αγάπη, φαντασία και ζεστά συναισθήματα που δε θυμάμαι να τα χα ζήσει τόσο έντονα τις προηγούμενες χρονιές. Μεμιάς το διαμέρισμα γέμισε γέλια, φωναχτές ευχές και υποσχέσεις που θα πραγματοποιηθούν μετά τη λήξη της καραντίνας. Ένιωσα ένα φούντωμα ανθρωπιάς κι αγάπης. Συναισθήματα που εύχομαι να κρατήσουμε το ίδιο δυνατά και μετά τη δοκιμασία που περνάμε. 
Ζώντας λοιπόν σ' αυτήν την πρωτόγνωρη δυστοπία, εύχομαι όλα να τελειώσουν σύντομα με μια άκρως αισιόδοξη έκβαση που θα μας κάνει να αναθεωρήσουμε πολλά πράγματα που μέχρι σήμερα θεωρούσαμε δεδομένα. Να βγούμε πιο ώριμοι και πιο ανθρώπινοι. 
Αυτές είναι λοιπόν οι ευχές που ανταποδίδω στην αγάπη που έλαβα απ' όλους σας σήμερα. 
Σας ευχαριστώ πολύ!

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Νυχτερινό Τραίνο για τη Λισαβόνα (2013)


Τι θα έκανες αν έπεφταν στα χέρια σου ένα αινιγματικό βιβλίο μαζί μ' ένα εισιτήριο για το νυχτερινό τραινό που πάει Λισαβόνα; Και πόσο λογική θα ήταν η αντίδρασή σου αν βρισκόσουν στην αποβάθρα κι είχες λίγα λεπτά να αποφασίσεις στο αν πρέπει να μπεις στο βαγόνι; Με αυτό το δίλημμα ένας καθηγητής αποφασίζει να σπάσει την κουραστική του ρουτίνα κυνηγώντας μια άγνωστη περιπέτεια στην οποία θα ξεδιαλύνει ένα μια που ερωτική ιστορία που εξελίχθηκε λίγο πριν την Επανάσταση των Γαρυφάλλων, επαναφέροντας στη θύμηση των προσώπων που την έζησαν τις δύσκολες στιγμές εκείνης της σκοτεινής περιόδου.
Η ιστορία ξεκινάει όταν ο καθηγητής Γκρεγκόριους που τον υποδύεται εξαιρετικά ο Τζέρεμι Άιρονς, σώζει μια άγνωστη κοπέλα που ήταν έτοιμη να αυτοκτονήσει σε μια από τις γέφυρες της Βέρνης. Πριν προλάβει όμως να την γνωρίσει και να καταλάβει τους λόγους που ήθελε να δώσει ένα τέλος στη ζωή της, η αινιγματική κοπέλα εξαφανίζεται μες στη βροχή αφήνοντας πίσω της το κόκκινο παλτό που φορούσε. Μέσα σ' αυτό, ο καθηγητής Γκρεγκόριους ανακαλύπτει ένα άγνωστο γι' αυτόν βιβλίο. Προσπαθώντας να ξεδιαλύνει το γρίφο θέλοντας να ανακαλύψει την ταυτότητα της κοπέλας, καταλήγει στο σιδηροδρομικό σταθμό όπου κι εκεί αποφασίζει να πάρει το τραίνο που φεύγει για Λισαβόνα.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού διαβάζει το βιβλίο και συνειδητοποιεί πως έχει κοινές σκέψεις και προβληματισμούς με τον άγνωστο συγγραφέα. Φτάνοντας λοιπόν στη Λισαβόνα, αντί να αναζητήσει την αινιγματική κοπέλα, αρχίζει να ψάχνει πληροφορίες για τον μυστηριώδη Αμαντέο. Πρώτα θα συναντήσει την αδελφή του, η οποία συμπεριφέρεται σαν να είναι ο αδελφός της ακόμα ζωντανός. Όταν όμως μαθαίνει πως πέθανε νέος κι ότι άνηκε στους αντιστασιακούς που θα οργάνωναν επανάσταση κατά της δικτατορίας του Σαλαζάρ, αρχίζει να αναζητά τους συντρόφους του. Εκεί θα μάθει πως ο επιστήθιος φίλος του, ο Τζορτζ είναι ακόμη ζωντανός αλλά η συνάντηση μαζί του θα αποκαλύψει τον λόγο που αυτή η φιλία διαλύθηκε στη πιο κρίσιμη στιγμή, ο οποίος δεν είναι άλλος από την γοητευτική Στεφανία, σύντροφος του Τζορτζ που θα ερωτευτεί παράφορα τον Αμαντέο.



Η ιστορία των δύο φίλων είναι μια παράλληλη ιστορία που εξελίσσεται καθώς ο καθηγητής Γκρεγκόριους προσπαθεί να λύσει το κουβάρι. Οι δυο φίλοι γνωρίστηκαν στα μαθητικά τους χρόνια με τον έναν να είναι γόνος μιας πλούσιας αστικής οικογένειας που έγινε γιατρός και τον άλλον παιδί μιας φτωχής οικογένειας που επίλεξε την φαρμακευτική. Η αδελφική τους αγάπη θα κρατήσει και στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας του Σαλαζάρ και θα κλονιστεί όταν ο Αμεντέο με την ιδιότητα του γιατρού σώσει τον αρχισφαγέα της Πορτογαλίας και θα λήξει όταν μπει ανάμεσά τους η Στεφανία. 
Η Στεφανία είναι μια πανέξυπνη κοπέλα με εκπληκτική φωτογραφική μνήμη που παίζει σημαντικό ρόλο στην αντίσταση καθώς γνωρίζει τα στοιχεία όλων αυτών που θα κινήσουν την Επανάσταση των Γαρυφάλλων. Όμως σε μια κρυφή μάζωξη θα πέσουν  σε ενέδρα της χουντικής αστυνομίας κι έτσι θα αναγκαστούν μαζί με τον Αμαντέο να φυγαδευτούν στην Ισπανία. Όμως η ρομαντική κι ενθουσιώδης φύση του νεαρού συγγραφέα θα τρομάξει την Στεφανία, η οποία θα προτιμήσει να φύγει μακριά του, νιώθοντας μελλοντικά ένοχη για τον πρόωρο χαμό του.
Σ' αυτό το μπέρδεμα που έχει προκύψει με το ερωτικό τρίγωνο, θα εμφανιστεί ο καθηγητής Γκρεγκόριους να λειτουργήσει ως ο απομηχανής θεός που θα επαναφέρει στους γερασμένους πια πρωταγωνιστές τα φαντάσματα του παρελθόντος ώστε να μπορέσουν να διώξουν όλους αυτούς τους εφιάλτες που για χρόνια τους καταδιώκουν.
Φυσικά αυτός που παρακινεί τον καθηγητή Γκρεγκόριους σ αυτήν του την πράξη, είναι ο ίδιος ο Αμαντέο που τον συμβουλεύει μέσα από το βιβλίο του. "Μια αποφασιστική στιγμή της ζωής, όταν η κατεύθυνσή της αλλάζει για πάντα, δεν σημαδεύεται πάντα από μεγάλα και εμφανή δραματικά γεγονότα. Στην πραγματικότητα, οι δραματικές στιγμές μιας εμπειρίας που καθορίζει τη ζωή είναι συχνά απίστευτες, χαμηλών τόνων. Όταν ξεδιπλώνει τα επαναστατικά της αποτελέσματα και εξασφαλίζει ότι η ζωή αποκαλύπτεται σε ένα ολοκαίνουργιο φως, το κάνει αυτό σιωπηλά. Και σε αυτή την θαυμάσια σιωπή κατοικεί η ιδιαίτερη ευγένειά του". Αυτή τη φράση πείθει τον καθηγητή να πάρει το τραίνο για τη Λισαβόνα, ρισκάροντας την ακαδημαϊκή του καριέρα για κάτι άγνωστο.  
«Τι θα μπορούσε... τι πρέπει να γίνει, με όλον αυτόν τον χρόνο που βρίσκεται μπροστά μας; Ανοιχτός και άθικτος ελαφρύς σαν πούπουλο στην ελευθερία του και βαρυς σαν μολύβι στην αβεβαιότητά του; Είναι μια επιθυμία, ονειρική και νοσταλγική, να σταθούμε και πάλι σε αυτό το σημείο της ζωής και να είμαστε σε θέση να ακολουθήσουμε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση από αυτή που μας έκανε ποιοι είμαστε;». Και κάπως έτσι, γερμένος στο κατάστρωμα ενός πλοίου στα ανοιχτά της Λισαβόνα, ο καθηγητής αναθεωρεί για την ως τώρα ζωή του αλλά και για τις ζωές των νέων ανθρώπων που γνώρισε στη Λισαβόνα. Και κάπου εκεί στο παρελθόν, φαντάζεται τον Αμαντέο καθισμένο σε μια ακτή, να ατενίζει τον ανοιχτό ορίζοντα με ένα γλυκό μειδίαμα στα χείλη. 




Η ταινία είναι ένα αξιόλογο κινηματογραφικό διαμαντάκι το οποίο δυστυχώς θάφτηκε από αρκετούς κριτικούς. Η αλήθεια είναι πως αγγίζει επιφανειακά τους χαρακτήρες της ιστορίας, προτιμώντας να προσδώσει ένα πιο ανάλαφρο κι εμπορικό ύφος σε μια ταινία που θα μπορούσε να ήταν άκρως πολιτική. Παρόλα αυτά πετυχαίνει τον σκοπό του δείχνοντας τη φθορά της λήθης όταν η μνήμη μένει ανυπεράσπιστη μέσα στο χρόνο.
Παράλληλα καταφέρνει να προσδώσει ένα σκοτεινό ύφος της δικτατορίας του Σαλαζάρ και το πόσο πολύ είχε εισχωρήσει στις ανθρώπινες ζωές της Πορτογαλίας. Γονείς που απαρνήθηκαν τα παιδιά τους επειδή ήταν πιο θαρραλέα και δημοκρατικά και σχέσεις που διαταράχθηκαν επειδή τα πρόσωπα εισχώρησαν σε διαφορετικά στρατόπεδα. Επίσης παρουσιάζει την έντονη επιρροή μιας σκοτεινής περιόδου στις επόμενες γενιές. Η κοπέλα που κάνει απόπειρα αυτοκτονίας είναι η εγγονή του αρχισφαγέα της δικτατορίας. Όταν μαθαίνει το παρελθόν του παππού της, μεμιάς γεμίζει με τα θανάσιμα κρίματα του ανθρώπου της κάτι που την αναγκάζει να μετατρέψει τον εαυτό της σε εξιλαστήριο θύμα για τα αμαρτήματά του. "Τώρα κατάλαβα για ποιον λόγο δεν έκλαιγε κανείς στην κηδεία του" λέει με έναν πόνο στην καρδιά συνειδητοποιώντας πως τόσα χρόνια αγαπούσε έναν άνθρωπο διαβολικό.
Επίσης από την ταινία περνάει ένα απίστευτα πλούσιο καστ ηθοποιών. Πέρα από τον εξαιρετικό Τζέρεμι Άιρονς, έχουμε την γοητευτική Μαρτίνα Γκέντεκ, τον πολυαγαπημένο μας Μπρούνο Γκανς, τον Κρίστοφερ Λι σε ένα σύντομο αλλά επιβλητικό ρόλο, την εντυπωσιακή Σαρλότ Ράμπλινγκ που ερμηνεύει την αινιγματική αδελφή του Αμαντέο, την άκρως ερωτική Μελανί Λοράν στο ρόλο της Στεφάνια και την αιωνίως πανέμορφη Λένα Ολίν στο ρόλο της μεγαλύτερης σε ηλικία Στεφάνια. Ποσο περίεργο μου φαίνεται που όλα αυτά τα χρόνια μου πέρασε απαρατήρητη μια ταινία με μαζεμένους τόσους αγαπημένους μου ηθοποιούς.
Θα μπορούσε άνετα ο Δανός σκηνοθέτης Μπιλ Όγκουστ να δώσει λίγη παραπάνω βαρύτητα τόσο στα ιστορικά γεγονότα (πόσοι άραγε γνωρίζουν για τον εντυπωσιακό σχεδιασμό της Επανάστασης των Γαρυφάλλων;) όσο και στους χαρακτήρες των ηρώων. Όμως απ' ότι φάνηκε, ο ίδιος προτίμησε να επικεντρωθεί στην ιδέα πως οι ζωές των ανθρώπων που στιγματίστηκαν από την αντιδικτατορική τους  επανάσταση ήταν τόσο γεμάτες και δραματικές που κάνουν τις δικές μας να φαίνονται αδιάφορες και βαρετές.
Αυτό όμως δε σημαίνει πως πρέπει να παραδινόμαστε στην ήττα καθώς στο χέρι μας είναι να ανατρέψουμε τη στάσιμη και βαρετή καθημερινότητά μας. Μια ευκαιρία που μας δίνεται σε διάφορες στιγμές της ζωής. Όπως συμβαίνει στην αρχή της ταινίας που ο καθηγητής επιλέγει να αξιοποιήσει το εισιτήριο και να πάει στη Λισαβόνα αλλά και στο τέλος που η γυναίκα που γνώρισε τις μέρες που έμεινε στη Λισαβόνα τον ρωτάει αν θέλει να μείνει εκεί.
Προσπερνώντας τα λιγοστά σεναριακά κενά κι ορισμένες αφηγηματικές ευκολίες, η ταινία κατορθώνει να αποτυπώσει με μία σπάνια λυρική ευαισθησία κι έναν αξιοπρεπή σεβασμό την σπαρακτική κραυγή ενός ανθρώπου, που αντιλαμβάνεται στο τελείωμα της ζωής του πως τα χρόνια που άφησε πίσω του όχι μόνο δεν κάλυψαν τις προσδοκίες του αλλά του επιβεβαιώνουν καθημερινώς πως έχει βαλτώσει στη μοναξιά των κοινωνικών συμβάσεων και της μονοτονίας της ακαδημαϊκής του καριέρας. Διαβάζοντας ένα βιβλίο που έπεσε τυχαία στα χέρια του, συνειδητοποιεί με πόνο ψυχής πως τα χρόνια αυτά πέρασαν ανεπιστρεπτί χωρίς ο ίδιος να τα ζήσει με πάθος, όπως θα ήθελε. Αυτό όμως δε σημαίνει πως ειναι πλέον αργά για να τα παρατήσει. Εξάλλου κάθε στιγμή που περνά κουβαλά πολλές αφορμές για μια νέα αρχή.

Βαθμολογία: 8/10

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020

Μπίτολα, η πόλη των προξένων



Στα σχολικά μου χρόνια είχα μια μεγάλη αγάπη για την ιστορία. Σαφώς τότε επικεντρωνόμουν στην προπαγανδιστική ιστορία των σχολικών βιβλίων αλλά ακόμη κι αυτή αρκούσε για να εισχωρήσει το μικρόβιο της αναζήτησης μέσα μου. Από τα κεφάλαια που καταπιανόμασταν τότε είχα δείξει μεγάλο ενδιαφέρον στους Βαλκανικούς Πολέμους. Σ' αυτήν την τόσο έντονη χρονική περίοδο που τα νέα κράτη κυνηγούσαν την υλοποίηση της Μεγάλης τους Ιδέας, που χε τραβήξει την προσοχή η κόντρα του Βενιζέλου με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, οι οποίοι ήρθαν σε μια καταστροφική ρήξη καθώς ο ένας διεκδικούσε την Θεσσαλονίκη κι ο άλλος το Μοναστήρι. Τελικώς ο ελληνικός στρατός μπήκε έγκαιρα στη Θεσσαλονίκη και η "πόλη των προξένων" πέρασε στα χέρια των Σλάβων.
Έκτοτε πάντα είχα περιέργεια να γνωρίσω αυτήν την πόλη που τόσο πολύ ποθούσε εκείνον τον καιρό ο βασιλιάς, η οποία βρίσκεται στο νότιο τμήμα της κοιλάδας της Πελαγονίας και περιβάλλεται από τις οροσειρές Βαρνούντας και Βόρας, σε ένα σημαντικό κόμβο, όπου συνδέεται η νότια περιοχή της Αδριατικής θάλασσας με το Αιγαίο Πέλαγος και την Κεντρική Ευρώπη. Γι' αυτό το λόγο υπήρξε σημαντικό διοικητικό, πολιτιστικό, βιομηχανικό, εμπορικό και εκπαιδευτικό κέντρο. Επίσης κατά την περίοδο της οθωμανικής εποχής ήταν γνωστή και ως η «πόλη των προξένων», δεδομένου ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες διέθεταν προξενεία τους εκεί. Από τότε όμως που έγινε μια παραμεθόρια πόλη της τότε Γιουγκοσλαβίας και μετέπειτα Βόρειας Μακεδονίας, η Μπίτολα παρήκμασε φτάνοντας σήμερα σε μια φάση ημιθανούς κατάστασης. Το μόνο που την κρατάει ζωντανή είναι τα κακόγουστα καζίνο της που κατακλίζονται από ορδές Ελλήνων.
Παρόλα αυτά η Μπίτολα είναι μια από τις αρχαιότερες πόλεις στην επικράτεια της Βόρειας Μακεδονίας αν υπολογίσουμε πως η ιστορία της ξεκινάει με την ίδρυσή της ως Ηράκλεια Λυγκηστίς στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. από τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας. Από τότε η πόλη πορεύθηκε μες στο χρόνο με ένα μεγάλο αριθμό ονομάτων. Αρχικά αναφερόταν με το όνομα της αρχαιότερης γειτονικής πόλης Ηράκλεια Λυγκηστίς. Όμως σε μια επιγραφή που βρέθηκε κι αναφέρεται στο μεσαιωνικό φρούριο της πόλης, το οποίο χτίστηκε το 1015, αναγράφεται με κυριλλικό αλφάβητο η ονομασία «Битола» (Μπίτολα). Επίσης ως Μπίτολα αναφέρεται σε χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Βασιλείου Β' το οποίο χρονολογείται από το 1019/1020. Αργότερα αναφερόταν και ως «Βουτέλιον» ή «Βιτώλια», εξ ου και τα ονόματα «Μπούτελα» (από τον Ουίλιαμ της Τύρου) και «Μπούτιλι» (από τον Άραβα γεωγράφο αλ-Ιντρισί). Οι Βυζαντινοί την ανέφεραν και ως «Πελαγονία» (δηλαδή με το όνομα της περιοχής). Κατά την Τουρκοκρατία, το όνομα της πόλης ήταν «Μοναστήρι» ή «Μαναστίρ» για την πόλη όπως και στα αλβανικά ονομασία «Μαναστίρι». Κοινό ήταν και ένα όνομα με τις δυο ονομασίες μαζί (την σλαβική και την ελληνική): Τόλι-Μοναστίρ (Toli - Monastir) ή Τόλι-Μεναστίρ (Toli-Menastir) Το αρωμανικό όνομα «Μπίτουλι» προέρχεται επίσης από το σλαβικό όνομα. Οι σύγχρονες σλαβικές παραλλαγές του ονόματος περιλαμβάνουν το βουλγαρικό «Μπίτολια» (Битоля), το σερβικό «Βίτολ(ι)» και το σλαβομακεδονικό «Μπίτολα» (Битола). Το ελληνικό όνομα της πόλης, το οποίο συνεχίζει να είναι διαδεδομένο και στη σύγχρονη εποχή, είναι Μοναστήρι. Από την ελληνική ονομασία προέρχεται και η τουρκική λέξη. Σύμφωνα με τη Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών, οι περισσότερες αναλύσεις γύρω από την ετυμολογία του ονόματος Μπίτολα είναι ασαφείς και συνήθως καταλήγουν σε χαλαρές μεταφράσεις με βάση την ονομασία στα Ελληνικά, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη ορισμένα γεωγραφικά χαρακτηριστικά και την παρουσία φρυγικών φυλών στην περιοχή κατά την αρχαιότητα. Κατά τον Άντριαν Ρουμ, η ονομασία Μπίτολα προέρχεται από την λέξη της αρχαίας εκκλησιαστικής σλαβονικής γλώσσας «Όμπιτελ» (μοναστήρι), καθώς η πόλη ήταν γνωστή για το μοναστήρι της. Όταν το νόημα της λέξης δεν γινόταν πλέον αντιληπτό, έχασε το πρόθεμα «o».
Όπως είναι λογικό, η πόλη αυτή κουβαλάει μια μεγάλη ιστορία που δε χρειάζεται να την αναφέρω εδώ και να κουράσω. Θα ήθελα όμως να επικεντρωθώ στην εξέγερση του Ίλιντεν που άλλαξε αρκετά την νοοτροπία των κατοίκων της περιοχής και στάθηκε πρόδρομος αρκετών εθνικιστικών εξάρσεων. Δεν είναι τυχαίο πως στους διαλόγους για την ονομασία της χώρας οι γείτονες είχαν προτείνει το "Μακεδονία του Ίλιντεν", μια πρόταση που προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις κι όπως ήταν αναμενόμενο δεν έγινε δεκτή από την ελληνική πλευρά. Εκείνη την περίοδο η ευρύτερη περιοχή της Μπίτολα υπήρξε το προπύργιο της Εξέγερσης του Ίλιντεν, η οποία ξεκίνησε το 1903 στο Ορέχοβο από την IMRO (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση) και ήταν μία επανάσταση σλαβοφώνων ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που οργανώθηκε και υλοποιήθηκε από την αυτονομιστική οργάνωση Εσωτερική Μακεδονο-Αδριανουπολίτικη Επαναστατική Οργάνωση το 1903. Το όνομα της εξέγερσης αναφέρεται στο Ίλιντεν (Илинден), όπως αποκαλούν οι Σλαβομακεδόνες και οι Βούλγαροι την ημέρα εορτής του Προφήτη Ηλία (20 Ιουλίου με το Ιουλιανό ημερολόγιο/2 Αυγούστου) και στο Πρεομπραζένιε (Преображение), το οποίο σημαίνει την ημέρα εορτής της Μεταμορφώσεως (6 Αυγούστου με με το Ιουλιανό ημερολόγιο/19 Αυγούστου). Η εξέγερση στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας εκδηλώθηκε στο βιλαέτι του Μοναστηρίου, κυρίως στα κεντρικά και νοτιοδυτικά τμήματα του από τους Βούλγαρους των αγροτικών περιοχών και υποστηρίχθηκε σε κάποιο βαθμό και από τους βλάχους της περιοχής. Μια προσωρινή κυβέρνηση σχηματίστηκε στο Κρούσοβο, όπου οι αντάρτες κήρυξαν τη Δημοκρατία του Κρουσόβου υπό την ηγεσία του δάσκαλου Νίκολα Κάρεφ, η οποία καταλύθηκε μετά από μόλις δέκα ημέρες, στις 12 Αυγούστου. Στις 19 Αυγούστου, μια στενά συνδεδεμένη εξέγερση διοργάνωσαν οι Βούλγαροι χωρικοί στο βιλαέτι της Αδριανούπολης που οδήγησε στην απελευθέρωση μιας μεγάλης περιοχής στα βουνά της Στράντζας στην περιοχή των Σαράντα Εκκλησιών και στη δημιουργία μιας προσωρινής κυβέρνησης στην πόλη Βασιλικό, τη Δημοκρατία της Στράντζας. Αυτή διήρκεσε περίπου είκοσι μέρες πριν καταλυθεί από τους Οθωμανούς. Όσο για την εξέγερση στην περιοχή του Mοναστηρίου και την ευρύτερη περιοχή σχεδιάστηκε στο χωριό Σμίλεβο τον Μάιο του 1903. Μάχες έλαβαν χώρα στα χωριά Μπίστριτσα, Ράκοβο (Κρατερό), Μπούφι (Ακρίτας), Σκότσιβιρ, Παράλοβο, Μπροντ, Νόβατσι, Τσάπαρι και άλλα. Μάλιστα το Σμίλεβο, το υπερασπίστηκαν 600 επαναστάτες υπό τον Ντάμε Γκρούεφ (Dame Gruev) και Γκεόργκι Σουγκάρεφ (Georgi Sugarev). Όταν οι επαναστάτες ηττήθηκαν, τα χωριά πυρπολήθηκαν.
Βολτάροντας σήμερα στην Μπίτολα, δυσκολεύεσαι να βρεις την αίγλη του παρελθόντος. Πέρα από το Σιρόκ Σοκάκ που προσπαθεί να διατηρήσει την αριστοκρατική όψη της πόλης δεν υπάρχει κάτι άλλο να δει κανείς. Επίσης οι κάτοικοί του μου φάνηκαν πολύ μελαγχολικοί κι ενοχλητικά αδιάκριτοι καθώς μας προσέγγιζαν στο δρόμο με περίεργες διαθέσεις. Όταν έπεσε το σκοτάδι προτιμήσαμε να πάμε σε ένα εστιατόριο να φάμε και να γυρίσουμε σχετικά νωρίς στο δωμάτιο. Την επόμενη μέρα όμως, η πόλη έδειχνε πιο φιλική καθώς μας παρουσιάστηκε λουσμένη στο πρωινό ανοιξιάτικο φως. Κινήσαμε ξανά προς το Σιρόκ Σοκάκ για μια τελευταία βόλτα, αλλά τελικά βρήκαμε περισσότερο ενδιαφέρον στις γύρω παρακμιακές συνοικίες της πόλης όπου κρυβόντουσαν καλά κάμποσα όμορφα αρχοντικά κτίρια.
Αφού χωθήκαμε σε αρκετά στενά που συναντήσαμε στο Σιρόκ Σοκάκ, φτάσαμε στο τελείωμά του όπου είναι μαζεμένα όλα τα μνημεία της Μπίτολα. Εκεί είναι ο Πύργος του Ρολογίου, ο οποίος δεν είναι γνωστό πότε χτίστηκε αν και υπάρχουν γραπτές πηγές από τον 16ο αιώνα που τον αναφέρουν, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο αν πρόκειται για τον ίδιο. Ορισμένοι πιστεύουν ότι χτίστηκε στην ίδια περίοδο με τον ναό του Αγίου Δημητρίου, δηλαδή το 1830. Μάλιστα υπάρχει ένας θρύλος που αναφέρει ότι οι οθωμανικές αρχές μάζεψαν 60.000 αυγά από τα γειτονικά χωριά και τα ανακάτεψαν με το κονίαμα για να κάνουν τους τοίχους του δυνατότερους. Το ρολόι που βρίσκεται στο υψηλότερο από τα τρία επίπεδα του πύργου δεν είναι το αυθεντικό, καθώς αντικαταστάθηκε κατά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο με ένα λειτουργικό που πρόσφεραν οι Ναζί, καθώς στην πόλη υπήρχαν γερμανικοί τάφοι από τον Α' παγκόσμιο πόλεμο.
Κοντά στον πύργο βρίσκονται δύο τζαμιά που ομορφαίνουν κάπως την μίζερη όψη της πόλης. Αναφέρομαι στο Καδή Τζαμί Γκαζί Χαϊντάρ που είναι ένα από τα ελκυστικότερα μνημεία ισλαμικής αρχιτεκτονικής στη Μπίτολα, το οποίο χτίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1560 και είναι έργο του περίφημου αρχιτέκτονα Μιμάρ Σινάν, κατά παραγγελία του καδή της πόλης Χαϊντάρ. Όμως με την πάροδο του χρόνου εγκαταλείφθηκε και υπέστη σοβαρές ζημιές. Μετά όμως από εντατικές εργασίες αποκατάστασης και συντήρησης, απέκτησε ξανά σε κάποιο βαθμό την αρχική του όψη. Λίγο πιο πέρα το Γενί τζαμί αποτελείται από μια τετραγωνική βάση που καταλήγει σε έναν εντυπωσιακό θόλο. Κοντά στο τζαμί βρίσκεται κι ο μιναρές του που έχει ύψους 40 μ. Σήμερα τα δώματα του τζαμιού λειτουργούν ως αίθουσες εκθέσεων τέχνης, μονίμων ή προσωρινών ενώ πρόσφατες αρχαιολογικές ανασκαφές αποκάλυψαν ότι χτίστηκε πάνω σε παλιά εκκλησία.
Τέλος αξίζει μια επίσκεψη και στον ναό του Αγίου Δημητρίου που χτίστηκε το 1830 με συνεισφορές τοπικών εμπόρων και τεχνιτών. Είναι απλός εξωτερικά, όπως θα έπρεπε να είναι όλες οι εκκλησίες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά σπάνιας ομορφιάς στο εσωτερικό του καθώς είναι διακοσμημένος με πολυελαίους, ξυλόγλυπτο επισκοπικό θρόνο και εγχάρακτο τέμπλο. Σύμφωνα με μία άποψη το εικονοστάσιο είναι έργο των χαρακτών Μιγιάκ. Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του είναι η αψίδα πάνω από τα αυτοκρατορικά στασίδια με γλυπτές μορφές του Ιησού και των Αποστόλων. Οι τοιχογραφίες του ναού προέρχονται από δύο περιόδους: τα τέλη του 19ου αιώνα, και από το τέλος του Α' Π.Π. έως σήμερα με τις εικόνες να διακρίνονται για την αίσθηση του χρώματος, όπου κυριαρχεί το κόκκινο, το πράσινο κι οι σκιάσεις της ώχρας. Αξιοπρόσεκτη είναι η αφθονία των χρυσών στολισμάτων, που δείχνει την παρουσία υστεροβυζαντινής τέχνης και ρυθμού μπαρόκ. Η εικόνα του Αγίου Δημητρίου είναι υπογεγραμμένη με τα αρχικά "D. A. Z.", δείχνοντας ότι φιλοτεχνήθηκε από τον αγιογράφο Ντίμιταρ Αντόνοφ τον Ζωγράφο, το 1889 ενώ σε πολλά σημεία του ναού υπάρχουν διάφορα σκεύη, ανάμεσά τους δισκοπότηρα, κατασκευασμένα από τοπικούς καλλιτέχνες και αρκετές εικόνες με σκηνές της Καινής Διαθήκης που έφερναν από την Ιερουσαλήμ προσκυνητές. Όλα τα παραπάνω τα έμαθα καθώς συμπέσαμε στην εκκλησία με ένα γκρουπ Ελλήνων όποτε σταθήκαμε κι ακούσαμε αυτά που περιέγραφε με αρκετά διδακτικό ύφος ο ξεναγός τους.
Αυτό όμως που αξίζει στην Μπίτολα, είναι ο αρχαιολογικός χώρος της Ηράκλεια Λυγκήστις που καλό είναι να την επισκεφθεί κανείς το καλοκαίρι που είναι ξεσκέπαστα τα υπέροχα μωσαϊκά δάπεδα της. Μπορεί εμείς να μην είχαμε την τύχη να τα θαυμάσουμε αλλά ευτυχώς πέσαμε σε έναν άκρως συμπαθητικό αρχαιολόγο που είχε απίστευτη διάθεση όχι μόνο να μας μιλήσει για την αρχαία πόλη και την ιστορία της αλλά και να κουβεντιάσει για την σύγχρονη πολιτική κατάσταση της χώρας του και την έξαρση του εθνικισμού.
Φεύγοντας από την πόλη, κράτησα τις όμορφες στιγμές του αρχαιολογικού χώρου και τον άκρως ενδιαφέρον διάλογο που είχαμε με τον αρχαιολόγο. Και μ' αυτές τις τελευταίες μαγικές στιγμές αποχαιρετήσαμε την Βόρεια Μακεδονία κρατώντας μια άκρως συμπαθητική εικόνα για τους γείτονές μας.

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

Έχασα το Σώμα μου



Όταν άκουσα για το συγκεκριμένο animation αναρωτήθηκα αν θα μπορούσε ποτέ ένα ζωντανό κομμένο χέρι που περιφέρεται στα παρακμιακά προάστια του Παρισιού να σηκώσει μόνο του μια ολόκληρη ταινία. Κι αν όντως τα κατάφερνε, θα μπορούσε να αλληλεπιδράσει με τους θεατές; Ξεκινώντας την προβολή της ταινίας δεν περίμενα πως η απάντηση θα δινόταν από τα πρώτα κιόλας λεπτά της όπου μεμιάς εισχώρησα στην ιστορία του κομμένου χεριού που αναζητά τον κάτοχό του.
Η ιστορία ξεκινάει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο όπου μέσα σε ένα ψυγείο φυλάσσονται ακρωτηριασμένα ανθρώπινα μέλη. Ξαφνικά η πόρτα ανοίγει και το δωμάτιο φωτίζεται χωρίς όμως να φανερώνει στο που ακριβώς βρισκόμαστε. Πριν κυριαρχήσει όμως η απορία μου, την προσοχή μου τραβάει ένα χέρι που προσπαθεί να απεγκλωβιστεί από μια σακούλα. Και πριν προλάβω να αναρωτηθώ για το κομμένο χέρι και το βάζο με τα μάτια μες στο ψυγείο, εκείνο το σκάει από το κτίριο αρχίζοντας μια πρωτότυπη περιπέτεια που παρασέρνει κι εμάς σε σημεία της πόλης μη προσπελάσιμα. Από τις υδρορροές όπου φτιάχνουν τα περιστέρια τις φωλιές τους κι από τους κάδους σκουπιδιών μεταφερόμαστε στις ράγες του παριζιάνικου μετρό που είναι γεμάτες αρουραίους. 
Παράλληλα το χέρι κουβαλάει μαζί του μια μνήμη που μας την ξετυλίγει σταδιακά όσο προσπαθεί να φτάσει σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος της πόλης. Έτσι ζώντας με άγχος τις περιπλανήσεις του στην πόλη, μαθαίνουμε τη συγκινητική ζωή του κατόχου του, ενός παιδιού από μια πλούσια αστική οικογένεια που μεγάλωνε με το όνειρο να γίνει αστροναύτης και πιανίστας. Όμως ένα τροχαίο θα στοιχίσει τη ζωή των γονιών του. Ορφανός πια, θα ταξιδέψει στο Παρίσι για να μεγαλώσει μαζί με κάποιο συγγενικό του πρόσωπο. Η ζωή του θα αλλάξει ολοκληρωτικά και η ρομαντική του φύση που τόσο όμορφα χτιζόταν με τη βοήθεια των γονιών του θα τον δυσκολέψει αρκετά στο να ενταχθεί  στη σκληρή πραγματικότητα της νέας του καθημερινότητας. 



Στη μοναχική του βουβή πορεία το κομμένο χέρι μας προσφέρει απίστευτες σκηνές. Από τη μια αγχωνόμαστε σε σημείο που μας κόβεται η ανάσα κι από την άλλη γαληνεύουμε στις μελωδίες ενός τυφλού πιανίστα και στο τέλος πετάμε με μια ξεχαρβαλωμένη ομπρέλα πάνω από μιας ταχείας κυκλοφορίας οδική αρτηρία. 
Παράλληλα ζούμε τον εφηβικό έρωτα του νεαρού Ναουφέλ με μια νεαρή κυκλοθυμική βιβλιοθηκάριο, την Γκαμπριέλ με την πρωτότυπη γνωριμία τους να γίνεται μέσω ενός θυροτηλεφώνου. Η γνωριμία τους που θα δημιουργηθεί μετά από μια αναποδιά του Ναουφέλ, θα σταθεί αφορμή για να αλλάξει τη ζωή του. Από 'κείνη τη στιγμή και μετά θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να τη γνωρίσει από κοντά κάτι που θα τον οδηγήσει σε έναν νέο εργασιακό χώρο. Κι όσο παρακολουθούμε τα δυο αυτά πρόσωπα να έρχονται πιο κοντά, τόσο το κομμένο χέρι προσεγγίζει το μέρος που προσπαθεί εναγωνιωδώς να φτάσει. 
Οι δύο ιστορίες που εξελίσσονται κατά τη διάρκεια της ταινίας είναι από μόνες τους συναρπαστικές. Όμως γίνονται ακόμα πιο όμορφες καθώς εμπλουτίζονται με περίσσια ευαισθησία και γίνονται αρκετά προσιτές με τον ντροπαλό ρομαντισμό του πρωταγωνιστή, με τις τρυφερές σκηνές των παιδικών του χρόνων που θυμάται αλλά και με τα παροντικά του αδιέξοδα που περιγράφονται με ένα πικρό χιούμορ. Τα πλάνα με τα υπέροχα σχέδια μας εισχωρούν ως θεατές στη νωχελική καθημερινότητα του μελαγχολικού νεαρού, που ψάχνει και αυτός στους δρόμους του Παρισιού τρόπο να γεμίσει τα δικά του κενά και τις ελλείψεις του. Μια εσωτερική ανασκόπηση που δεν παρασέρνεται από συναισθηματισμούς, ούτε ενδίδει σε εύκολες απαντήσεις. 



Με λιτό και σε πολλές στιγμές λυρικό λόγο, η ταινία μετατρέπεται σε μια σπουδή για τις αυθόρμητες αποφάσεις των εφηβικών μας χρόνων και τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες που γίνονται αιώνια βάρη στη μνήμη μας. Ακόμη κι η ανάγκη του χεριού να ενωθεί με το υπόλοιπο σώμα μαρτυρά αυτή την βαθιά επιθυμία που έχουμε όλοι να νιώθουμε ολοκληρωμένοι και να κυνηγάμε καθημερινά να βρούμε ότι πιστεύουμε πως έχουμε χάσει αλλά κι όλα αυτά που δεν έχουμε κατακτήσει ακόμη. Αυτό όμως που με συγκίνησε περισσότερο είναι η παρουσίαση αυτού του ανεξήγητου συναισθήματος που μας προσφέρει τόσο μαγικά η ζωή, επιτρέποντάς μας να νιώθουμε ευτυχισμένοι μες στη πληρότητά μας ακόμη κι όταν είμαστε "κομματιασμένοι".
Επίσης αυτό που λάτρεψα πολύ στη συγκεκριμένη ταινία είναι η μουσική. Ταξιδιάρικη, μελαγχολική, ονειροπόλα κι άκρως τρυφερή όπως είναι ο πρωταγωνιστής της ταινίας. Σε βύθιζε τόσο αρμονικά στα έντονα χρώματα της ιστορίας, σε παρέσερνε στις περιπετειώδεις περιπλανήσεις του χεριού και σε συγκινούσε με τις παιδικές του αναμνήσεις. Μαζί με τον ήρωα επανέφερα κι εγώ στη μνήμη μου τις ανέμελες στιγμές των παιδικών μου χρόνων δίνοντας περισσότερη βαρύτητα κι αξία σε εικόνες, στιγμές και πρόσωπα που πέρασαν ανεπιστρεπτί από τη ζωή μου. Στοιχεία του χαρακτήρα μου που άφησα πίσω μου στο σκοτάδι, να με αναζητούν σαν ένα κομμένο χέρι.
Το "Έχασα το Σώμα μου" είναι ένα πολύχρωμο ποίημα αφιερωμένο στην ανάγκη ενός ανθρώπου να έχει ταυτότητα κι από φάντασμα να μετατρέπεται σε ενεργό μέλος μιας ταχύρυθμης κοινωνίας. Είναι ένα ρέκβιεμ για την απώλεια του παιδικού μας αφελή ρομαντισμού λίγο πριν την βίαιη προσαρμογή στη ζούγκλα των ενήλικων. Είναι αυτό το άλμα στο χάος που το ρισκάρουν μόνο οι ασυμβίβαστοι ονειροπόλοι. Ένα άλμα που μόλις επιτευχθεί αφήνει μια άγριων ενστίκτων κραυγή να απλωθεί πάνω από τις άδειες ταράτσες και τις μοναχικές ψυχές. Είναι η ανάγκη επανασύνδεσης της παροντικής μας ζωής με τις παρελθοντικές μας ρίζες. Είναι η αποθέωση της αγνής ντροπαλότητας και της αθώας ονειροπόλησης σε καιρούς γκρίζους και νεκρούς. 

Βαθμολογία: 9/10

Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020

Παρίσι, επίσκεψη στα αγαπημένα μου μουσεία





Η όψη του Παρισιού καθιστά την πόλη ως ένα τεραστίων διαστάσεων υπαίθριο μουσείο. Όμως η πόλη φημίζεται επίσης και για τα σπουδαία της μουσείου. Στην πρώτη μου επίσκεψη πέρασα σχεδόν δύο μέρες μέσα στις πλούσιες  τους αίθουσες. Αυτή τη φορά όμως διάλεξα να επισκεφθώ ξανά μόνο το αγαπημένο μου μουσείο Ορσέ, το οποίο όταν το αντίκρισα ξανά μετά από δέκα χρόνια ένιωσα ένα σκίρτημα στη καρδιά καθώς τα δυο μεγάλα του ρολόγια με κοιτούσαν σα δυο θεόρατα μάτια που έλαμπαν από χαρά με το αντάμωμά μας.
Το κομψότατο κι άκρως ενδιαφέρον κτίριο του μουσείου που έχει την τύχη να στέκει ακόμα όρθιο, σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Βικτόρ Λαλού (Victor Laloux) και κατασκευάσθηκε με την επίβλεψή του καθώς και των αρχιτεκτόνων Λυσιέ Μάνι (Lucien Magne) και Εμίλ Μπενάρ (Émile Bénard). Η κατασκευή του άρχισε το 1898 και χρησιμοποιήθηκε, από το 1900 έως το 1939, ως κτήριο του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού της σιδηροδρομικής εταιρείας Παρισιού - Ορλεάνης (Chemin de fer de Paris à Orléans).
Όμως το μήκος που είχαν οι πλατφόρμες του,  κατέστησαν το σταθμό ακατάλληλο για τα μεγάλου μήκους τρένα της εποχής κι έτσι ο σταθμός άρχισε να χρησιμοποιείται μόνο από τους συρμούς του προαστιακού, ενώ ένα τμήμα του, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιήθηκε ως ταχυδρομικό γραφείο αλλά και ως σταθμός μεταφοράς κρατουμένων στη Γερμανία. Ο σταθμός χρησιμοποιήθηκε, επίσης και για τη μεταφορά των επαναπατριζόμενων Γάλλων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μάλιστα υπάρχει αναμνηστική πλάκα που αναφέρει τη χρήση του Ορσέ ως σταθμού επαναπατρισμού Γάλλων κρατουμένων.
Μετά τον Πόλεμο ο σταθμός χρησίμευσε ως στούντιο για το γύρισμα αρκετών ταινιών όπως η Δίκη του Φραντς Κάφκα σε σκηνοθεσία Όρσον Γουέλς και ως κέντρο δημοπρασιών, καθώς το τότε κτήριο των δημοπρασιών (Hôtel Drouot) ανακατασκευαζόταν. Το κτήριο σταμάτησε οριστικά να χρησιμοποιείται το 1973.
Η μετατροπή του σε μουσείο έγινε το 1977 από την Γαλλική Κυβέρνηση, αφιερωμένο αρχικά στην τέχνη του 19ου αιώνα, ενώ το 1978 χαρακτηρίστηκε ως εθνικό μνημείο. Την αναμόρφωση ανέλαβαν οι αρχιτέκτονες Ρενό Μπαρντόν, Πιέρ Κολμπόκ και Ζαν-Κλώντ Φιλιππόν, ενώ την αναμόρφωση των εσωτερικών χώρων η Ιταλίδα αρχιτέκτονας Γκαέ Αουλέντι (Gae (Gaetana) Aulenti). Οι εργασίες άρχισαν το 1983 και ολοκληρώθηκαν το 1986. Η αναμόρφωση περιλάμβανε, ουσιαστικά, την ανακατασκευή των δαπέδων και των τεσσάρων ορόφων του κτίσματος και, φυσικά, τη συντήρηση των διακοσμητικών στοιχείων του. Το νέο μουσείο εγκαινιάσθηκε από τον τότε Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Φρανσουά Μιτεράν την 1η Δεκεμβρίου 1986 και άνοιξε για το κοινό στις 9 του ίδιου μήνα.
Αυτή τη φορά βρήκα την διαρρύθμισή του εντελώς διαφορετική. Τα γλυπτά της κεντρικής αίθουσας δεν είχαν αλλάξει θέση δίνοντάς μου την χαρά να τα απολαύσω ξανά από κοντά. Όμως αρκετούς από τους διάσημους πίνακες δε κατάφερα να τους βρω παρόλο που οι περισσότεροι πίνακες ήταν εκτεθειμένοι στον τελευταίο όροφο συνδέοντας την πλούσια έκθεση με τα περύφημα ρολόγια.
Η οικειότητα που ένιωθα με τον εκθεσιακό χώρο με κανε να αγαπήσω περισσότερο το συγκεκριμένο μουσείο. Αυτή τη φορά αισθάνθηκα πως τα γλυπτά της συλλογής ήταν με τέτοιο τρόπο στημένα που σχημάτιζαν έναν χαρούμενο χορό μέσα σε μια όμορφη φωτεινή αίθουσα κι εμείς ως επισκέπτες ήμασταν οι καλεσμένοι που θαυμάζαμε τις αέρινες κινήσεις τους. Κι έπειτα, χορτασμένοι από τις κυκλικές τους κινήσεις εισχωρούσαμε σε μια θάλασσα χρωμάτων των Μονέ, Ρενουάρ, Βαν Γκογκ κι άλλων σπουδαίων δημιουργών.
Βγαίνοντας από το μουσείο ενιωσα πως κουβαλούσα μέσα μου ένα κομμάτι απ αυτούς τους αιώνιους ρομαντικούς που περιφέρονταν κάποτε στους δρόμους του Παρισιού αναζητώντας τη μούσα τους. Με την ίδια διάθεση ξεχύθηκα στους δρόμους να την αναζητήσω και γω.

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020

Παρίσι, η γοητεία των μποέμικων γειτονιών





Στη δεύτερη επίσκεψή μου στο Παρίσι, σκέφτηκα να περάσω αρκετό χρόνο στις όμορφες γειτονιές που βρίσκονται περιμετρικά του ιστορικού κέντρου όπου οι δρόμοι τους δεν ιζο
Κήπος του Λουξεμβούργου (Jardin du Luxembourg) είναι ίσως το πιο δημοφιλές πάρκο στο Παρίσι. Βρίσκεται στον 6ο διαμέρισμα, κοντά στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Το πάρκο, είναι περίπου 55 στρέμματα και σχεδιάστηκε το 1612 σε γαλλικό στυλ. Τον 19ο αιώνα, αυτό το ιδιωτικό πάρκο άνοιξε για το κοινό. Στο κέντρο του πάρκου μία οκταγωνική λίμνη, γνωστή ως Grand Bassin. Μπορείτε να νοικιάσετε μικρές βάρκες για μια βόλτα στη λίμνη κάτι που είναι δημοφιλές για παιδιά. Ένας άλλος πόλος έλξης για τα παιδιά είναι το θέατρο μαριονέτας. Γύρω από τη λίμνη θα βρείτε τέλειο γρασίδι και μονοπάτια, όλα σε γεωμετρικά σχήματα. Πολυάριθμα αγάλματα, καθώς και το άγαλμα της Saint-Geneviève, προστάτιδας του Παρισιού. Ο κήπος του Λουξεμβούργου διαθέτει δύο αξιοσημείωτα συντριβάνια. Το πιο γνωστό είναι το Fontaine de Medicis, ένα μπαρόκ συντριβάνι σχεδιασμένο το 1624 που βρίσκεται στο τέλος μιας μικρής λιμνούλας στη βορειοανατολική πλευρά του πάρκου ενώ στο νότιο άκρο του πάρκου, γνωστό ως Jardins de l'Observatoire, είναι άλλο ένα συντριβάνι, το Fontaine de l'Observatoire σχεδιασμένο από τους Davioud, Carpaux και Frémiet το 1873. Η κρήνη περιλαμβάνει ένα άγαλμα ενός πλανήτη που υποστηρίζονται από τέσσερις γυναίκες, μία για κάθε ήπειρο. Για να διατηρηθεί η συμμετρία η Ωκεανία σε αυτό το σχέδιο έμεινε απ'έξω. Το παλάτι του Λουξεμβούργου κατασκευάστηκε στο βόρειο άκρο του Jardin du Luxembourg μεταξύ 1615 με 1627 για τη Μαρία των Μεδίκων, τη μητέρα του Λουδοβίκου του 13ου. Ήταν ιταλικής καταγωγής, και έτσι ο αρχιτέκτονας, Salomon de Brosse σχεδίασε το παλάτι με το αρχιτεκτονικό στιλ της Φλωρεντίας. Το 1794, κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, το παλάτι χρησίμευσε ως φυλακή. Επίσης υπηρέτησε ως το αρχηγείο της Πολεμική Αεροπορίας των Γερμανών κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ενώ σήμερα στεγάζει τη γαλλική Γερουσία. (Πηγή πληροφοριών: taxidologio)
Απο εκεί πήρα το μετρό κι ανέβηκα στην Μονμάρτρη. Η προέλευση της ονομασίας αυτής  της τόσο διάσημης κι αγαπημένης γειτονιάς κουβαλά πολλες αμφιβολίες. Κατ' άλλους προήλθε από το "Mont de Mars, (Όρος του Άρη), σύμφωνα με αναφορά στην παρουσία ενός ναού αφιερωμένου στον Άρη κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Κατ' άλλους από το "Mont de Mercure" (Όρος του Ερμή), ομοίως από αναφορά ύπαρξης ναού αφιερωμένου στο θεό Ερμή. Τέλος κατ' άλλους από το "Mont des martyrs" που σημαίνει πιθανόν Όρος των μαρτύρων, καθώς σύμφωνα με μία παράδοση, εκεί αποκεφαλίστηκαν οι Άγιοι Διονύσιος, επίσκοπος του Παρισιού, Ελευθέριος και Ρούστικος, περίπου το 252. Πάντως όπως και να έχει οι πρώτες μαρτυρίες αυτές αποδεικνύουν ότι η ύπαρξη της Μονμάρτρης ή Μονμάρτης ανάγεται στην απώτατη αρχαιότητα.
Για να μην αλλάζω γραμμές στο μετρό, κατέβηκα σε μια κοντινή στάση και κίνησα με τα πόδια προς το σταθμό Anvers που συνήθως εκεί κατεβαίνει όποιος θέλει να ανέβει κατευθείαν στην Ιερή Καρδιά. Μόλις είδα μέσα από τα κτίρια να ξεπροβάλλει ο ναός, ένιωσα το ίδιο σκίρτημα που με είχε πιάσει όταν τον αντίκρισα πρώτη φορά πριν δέκα χρόνια. Ένα στενό δρομάκι με καταστήματα αναμνηστικών με βγαλε στο άνοιγμα με το καρουζέλ και την κινηματογραφική αύρα της πολυαγαπημένης μου Αμελί. Κι από κει τα στριφογυριστά σκαλιά με ανέβασαν με χορευτικές κινήσεις στην Ιερή Καρδιά.
Περιπλανήθηκα αρκετή ώρα γύρω από την εκκλησία και προσπαθούσα να αποτυπώσω στη μνήμη μου την κάθε της λεπτομέρεια. Πάντα με γοήτευε ο άγγελος που κρύβεται πίσω από τους χοντρούς τρούλους, σαν να αποφεύγει τον κόσμο που ανεβαίνει εκεί πάνω για να θαυμάσει τον ναό αλλά και την θέα της πόλης από κάτω.
Στη συνέχεια χάθηκα στα στενά της σοκάκια που έχουν μετατραπεί σε μικρές υπαίθριες γκαλερί. Στη πλατεία των καλλιτεχνών, απόλαυσα τις δουλειές των ζωγράφων μπλέκοντας τη γραφικότητα της γειτονιάς με τα χρώματα που ήταν απλωμένα στους καμβάδες. Οι σημερινοί αυτοί ζωγράφοι συνεχίζουν μια παράδοση που είχε ξεκινήσει από τις αρχές του 19ου αιώνα όπου η Μονμάρτρη είχε εξελιχθεί σε ένα σημαντικό κέντρο καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων και σε τόπο συγκέντρωσης πολλών, κυρίως φτωχών, διανοούμενων, καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων ο Βίνσεντ βαν Γκογκ, ο Ανρί Ματίς και ο Πάμπλο Πικάσο, καθώς επίσης γυναικών ελευθερίων ηθών και διαφόρων σπουδαστών, που όλοι σχεδόν από τον τρόπο ζωής τους έδιναν ένα ιδιότυπο χαρακτήρα στην περιοχή, που ονομάστηκε μποέμικη.
Αφού απόλαυσα ένα καφεδάκι στους Δύο Μύλους, το θρυλικό καφέ της Αμελί, πήρα το μετρό και κινήθηκα προς το Τροκαντερό που βρίσκεται στο 16ο διαμέρισμα του Παρισιού, απέναντι ακριβώς από τον Σηκουάνα και από τον ιστορικό πύργο του Άιφελ. Ο λόφος του Τροκαντερό, σε μια μακρινή εποχή, αποκαλούνταν λόφος Σελώ (Chaillot), καθώς φιλοξενούσε κάποτε ένα μικρό χωριό με την εν λόγω ονομασία. Το τοπωνύμιο ονομάστηκε έτσι προς τιμή τη μάχης του Τροκαντερό, η οποία έλαβε χώρα στην κοιλάδα του Τροκαντερό στην Ισπανία όπου η Γαλλικές ένοπλες δυνάμεις κατέλαβαν το μέρος υπό τις οδηγίες του Δούκα της Ανγκουλέμ, γιo του βασιλιά Καρόλου Ι΄ της Γαλλίας. Το κυριότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα του Πάρκου του Τροκαντερό είναι το αποκαλούμενο συντριβάνι της Βαρσοβίας, το οποίο δυστυχώς είχε κρυφτεί μες στους γερανούς και τις σκαλωσιές καθώς το Παρίσι φρεσκάρεται για να υποδεχτεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2024.
Διέσχισα το πάρκο που ήταν ασφυκτικά γεμάτο με τουρίστες και μικροπωλητές και στάθηκα στο πλάτωμα της κορυφής για να απολαύσω τον Πύργο του Άιφελ κι όλη την νότια πλευρά του Σηκουάνα. Κι αφού πέρασα τα χρυσά αγάλματα και τις κομψές καφετέριες που υπάρχουν ακριβώς από πίσω από το Τροκαντερό, έφτασα στη λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων.
Τα Ηλύσια Πεδία (Avenue des Champs-Élysées) είναι η πιο εμπορική αλλά και η πιο ακριβή λεωφόρος της Ευρώπης. Το πλάτος της φτάνει τα 71 μέτρα και εκτείνεται σε μήκος δύο χιλιομέτρων, από την πλατεία Κονκόρντ (Place de la Concorde) μέχρι την Place Charles-de-Gaulle (Place de l’Étoile), όπου βρίσκεται η Αψίδα του Θριάμβου. Το όνομά της προέρχεται από την ελληνική μυθολογία, όπου τα «Ηλύσια Πεδία» αποτελούσαν τμήμα του Άδη και ήταν ο τελικός προορισμός της ψυχής των ηρώων και των ενάρετων.
Η σημερινή της μορφή υλοποιήθηκε το 1838 από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Ignaz Hittorf, ο οποίος, μάλιστα, έφτιαξε πεζοδρόμια και εγκατέστησε βρύσες και φανούς αερίου. Μέχρι το 1900 η περιοχή «πλημμύρισε» καταστήματα, ρεστοράν και ξενοδοχεία, ενώ ο τελευταίος επανασχεδιασμός της λεωφόρου πραγματοποιήθηκε το 1994 από τον Bernard Huet. Προστέθηκαν επιπλέον πεζόδρομοι, δημιουργήθηκαν υπόγειοι χώροι στάθμευσης και φυτεύτηκαν νέα δέντρα.
Η διάσημη αψίδα του Θριάμβου που δεσπόζει στη κορυφή των Ηλυσίων Πεδίων βασίστηκε στην Αψίδα του Τίτου στη Ρώμη. Ορθώθηκε το 1806 από το Ναπολέοντα για τον εορτασμό των νικών του και ολοκληρώθηκε το 1836. Το ύψος της φτάνει τα 50 μέτρα και στην επιφάνειά της είναι χαραγμένα τα ονόματα των νικών των γαλλικών στρατευμάτων αλλά και των 558 στρατηγών που διοίκησαν τα γαλλικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ναπολέοντα με τα υπογραμμισμένα ονόματα καταδεικνύουν όσους από αυτούς έπεσαν σε μάχες. Ακριβώς στο κέντρο της Αψίδας βρίσκεται η Αιώνια Φλόγα του Αγνώστου Στρατιώτη και είναι αφιερωμένη στη μνήμη των πεσόντων του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι τέσσερις κίονες στους οποίους στηρίζεται η αψίδα διακοσμούνται από πολύ μεγάλα ανάγλυφα, τα οποία απεικονίζουν: Την Έξοδο των Εθελοντών του 1792 (έργο του Φρανσουά Ρυντ), το Θρίαμβο του Ναπολέοντα το 1810 (έργο του Ζαν-Πιέρ Κορτό), την Αντίσταση του 1814 και την Ειρήνη του 1815 (έργα του Αντουάν Ετέξ).
Για την τελευταία μέρα κράτησα την περιοχή του Λε Μαραί (γαλλ. Le Marais) η οποία θεωρείται ως μια από τις πιο ιστορικές συνοικίες του Παρισιού. Η περιοχή του Λε Μαραί ήταν παλιά βαλτώδης περιοχή στην οποία δραστηριοποιούνταν από τον 12ο αιώνα θρησκευτικά τάγματα (ανάμεσά τους το Τάγμα των Ναϊτών), τα οποία εγκατέστησαν εκεί της μονάδες τους. Στις αρχές του 17ου αιώνα, με την κατασκευή της Πλατείας των Βοσγίων, η συνοικία αυτή μετατράπηκε σε τόπο κατοικίας της παριζιάνικης αριστοκρατίας. Τότε κατασκευάστηκε ένας μεγάλος αριθμός ιδιωτικών μεγάρων, πολλά εκ των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα αλλά στα μέσα του 18ου αιώνα η συνοικία εγκαταλείφτηκε από την παριζιάνικη ελίτ για χάρη του Faubourg Saint-Honoré και του Faubourg Saint-Germain που πρόσφεραν περισσότερο χώρο. Η Γαλλική Επανάσταση αποτελείωσε τον εκδιωγμό των πλούσιων κατοίκων.
Η συνοικία, έκτοτε, κατοικούνταν από καλλιτέχνες και εργάτες οι οποίοι διέμεναν στα παλιά ιδιωτικά μέγαρα και έχτιζαν τα εργαστήριά τους στις παλιές αυλές τους. Η κοινωνική της "υποβάθμιση" την έβγαλαν έξω από τα μεγάλα έργα ανακατασκευής του Παρισιού που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, μ' αποτέλεσμα την ως σήμερα διατήρηση των στενών της δρόμων αλλά κι ενός μεγάλου αριθμού αξιόλογων κτιρίων που σταδιακά κατεδαφίστηκε. Όμως το 1969, ο Αντρέ Μαλρώ ξεκίνησε ένα πρόγραμμα διατήρησης και ανάδειξης της περιοχής, το οποίο συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η διασωθείσα, πλέον, συνοικία, χάρη στα όμορφα κτίριά της, δέχεται τις επισκέψεις τουριστών, ενώ έχει πέραση στις οικονομικά άνετες κοινωνικές ομάδες του Παρισιού.
Από εκεί κατηφόρισα προς τα δυο νησιά του Σηκουάνα κι αγνάντευσα για τελευταία φορά την πληγωμένη Παναγιά των Παρισιών. Κάθε τόσο σταματούσα και τις έριχνα κλεφτές ματιές. Ήξερα πως ο χρόνος δεν ήταν πολύς καθώς έπρεπε να φύγω για το αεροδρόμιο. Γι' αυτό κοντοστεκόμουν και προσπαθούσα να παγώσω το χρόνο. Πριν κατηφορίσω στο μετρό και χάσω από τα μάτια μου την ομορφιά της πόλης, έδωσα μια υπόσχεση πως θα την επισκεφθώ ξανά σύντομα. 

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

Παρίσι, νοσταλγικές περιπλανήσεις στον Σηκουάνα



Δεν είναι λίγα τα δέκα χρόνια που είχα να επισκεφθώ το Παρίσι. Κι όμως αυτό το μεγάλο χρονικό χάσμα δεν κατάφερε να σβήσει ούτε μια εικόνα απ' όσες είχα αποκομίσει στς τότε μου περιπλανήσεις.
Περπατώντας τη δευτερη φορά στις όχθες του Σηκουάνα, διαπίστωσα πως θυμόμουν πεντακαθαρά το κάθε τι που με είχε μαγέψει τότε, όπως η  λυγισμένη ιτιά του Ιλ ντε Λα Σιτέ, τα δεμένα ποταμόπλοια που έχουν μετατραπεί σε σπίτια, τα φωταγωγημένα μέγαρα που δεσπόζουν έχοντας μια απόσταση το ένα από το άλλο δίνοντας μ' αυτόν τον τρόπο άπλετο χώρο για να αναδείξουν με άνεση όλο τους το μεγαλείο. Και φυσικά σημείο αναφοράς ο πολυαγαπημένος πύργος του Άιφελ.
Αυτή τη φορά πρωταγωνιστικό ρόλο στις περιπλανήσεις μου, είχε η Παναγιά των Παρισιών καθώς αναπτύχθηκε μια οικειότητα με το συγκεκριμένο μνημείο διότι έμενα σχετικά κοντά της. Κάθε πρωί που ξεχυνόμουν στους δρόμους του Παρισιού, έπεφτα πρώτα πάνω της. Ποτέ μου δεν είχα φανταστεί το πόσο γοητευτική είναι η όψη της έχοντας το φως της αυγής να προβάλει ακριβώς από πίσω της.
Όμως αυτή τη φορά βρήκα την Παναγιά των Παρισιών λαβωμένη από την περσινή πυρκαγιά. Παρόλο που η κατάλευκη της πρόσοψη προσπαθούσε να διατηρήσει λίγη από την λαμπρότητα του κύρους της, οι πλαϊνές τις όψεις φανέρωναν την καταστροφή που υπέστη. Οι θεαματικές αντηρίδες του Ζαν Ραβί στηριζόντουσαν σε ξύλινες επενδύσεις και η ροζέτα με τα υπέροχα βιτρό ήταν καλυμμένη με νάιλον ενώ η απουσία της ξύλινης οροφής με των ενενήντα μέτρων οβελίσκο του Βιολέ-λε-Ντυκ ήταν αποκαρδιωτική. Περιμετρικά του ναού είχε στηθεί ένας φράχτης που κρατούσε τους επισκέπτες σε μια απόσταση ασφαλείας από το μνημείο. Αυτό είχε ως, αποτέλεσμα ο περίπατος γύρω από τον ναό να συνοδεύεται με μια έκθεση φωτογραφιών που έδειχναν την καταστροφή εκείνης της μέρας αλλά και τις προσπάθειες που έκαναν οι πυροσβέστες για να σώσουν ότι μπορούσαν.
Κάθε φορά που βόλταρα γύρω από τον ναό, σταματούσα στην μπροστινή του όψη και θαύμαζα με τη βοήθεια του τηλεφακού μου την πύλη της Παρθένου που είναι περιστοιχισμένη με αγίους και βασιλείς και φυσικά την Στοά των Βασιλέων όπου απεικονίζονται οι 28 βασιλείς της Ιουδαίας να ατενίζουν τα πλήθη. Όσο για την πολύχρωμη ομορφιά της δυτικής ροζέτας, κατάφερα να τη θαυμάσω σε ένα υπαίθριο ψηφιδωτό πάνω στη πρώτη γέφυρα που βρίσκεται ανατολικά του ναού.
Αυτή τη φορά έδωσα περισσότερη σημασία στο Ιλ ντε λα Σιτέ. Περπάτησα γύρω από το πελώριο σύμπλεγμα κτιρίων του Παλαί ντε Ζυστίς με τους παλιούς του πύργους να βρίσκονται κατά μήκος των αποβάθρων και διέσχισα αρκετές φορές την Ποντ Νεφ ή αλλιώς Νέα Γέφυρα, η οποία παρά το όνομά της είναι η παλαιότερη του Παρισιού και την πιο δημοφιλής τόσο στους επισκέπτες όσο και στους καλλιτέχνες που την έχουν απαθανατίσει σε πολλά έργα τους.
Κάθε φορά που ο δρόμος με βγαζε στη βόρεια μεριά του Ιλ ντε λα Σιτέ, πάντα κοντοστεκόμουν κι ατένιζα προς την περιοχή του Μαραί, όπου δεσπόζει το πανέμορφο Δημαρχείο, ένα αρχοντικό κτίσμα του 17ου αι. που κάηκε το 1871 κι ανακατασκευάστηκε λίγα χρόνια μετά. Ένα μέγαρο περίτεχνο με πυργίσκους κι αγάλματα στην πλούσια γλυπτή διακόσμηση της πρόσοψής του. Πέρα όμως από την ομορφιά του κτιρίου, η πλατεία που ανοίγεται μπροστά του ήταν κάποτε χώρος εκτελέσεων και φρικιαστικών μαρτυρίων.
Αφήνοντας πίσω μου το Ιλ ντε λα Σιτέ, οι περιπλανήσεις μου συνεχιζονταν στο Σηκουάνα είτε από την Οδό Φρανσουά Μιτεράν όπου είναι το μουσείο του Λούβρου είτε από την οδό Βολταίρου όπου βρίσκεται η σχολή των Καλών Τεχνών και το πολυαγαπημένο μου Μουσείο του Ορσέ. Στις βόλτες μου αυτές, συναντούσα συχνά σημάδια από τις πρόσφατες απεργιακές κινητοποιήσεις, τις μεγαλύτερες που έχει ζήσει το Παρίσι μετά τον Μάη του '68.
Προσπερνώντας τα δυο μεγάλα μουσεία, κοντοστέκομαι πάντα και θαυμάζω την κομψότατη τοξωτή γέφυρα του Αλεξάνδρου Γ που βρίσκεται στο 8ο Διαμέρισμα του Παρισιού. Η κατασκευή της γέφυρας έγινε για να αντιμετωπιστεί η αποσυμφόρηση του Παρισιού αλλά και για την Διεθνής Έκθεση που έλαβε χώρα το 1900.  Ο θεμέλιος λίθος αυτής της πανέμορφης γέφυρας τοποθετήθηκε από τον τσάρος Νικόλαος Β' καθώς η γέφυρα ονομάστηκε Αλέξανδρος Γ' για να τιμηθεί ο πατέρας του τσάρου, ο οποίος είχε υπογράψει την γαλλορωσική συμμαχία του 1892. Την κατασκευή του έργου ανέλαβαν οι αρχιτέκτονες Μπερνάρ Κασιέ και Γκαστό Κουζίν καθώς και οι μηχανικοί Ζαν Ρεζάλ και Αμεντά Αλμπί, οι οποίοι παρουσίασαν ένα σχέδιο της γέφυρας που συμβόλιζε την Γαλλορωσική φιλία, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την θέα των ιστορικών κτηρίων της ευρύτερης περιοχής.
Στις εισόδους της γέφυρας στέκονται τέσσερα λιοντάρια δίπλα σε τέσσερις πυλώνες 17 μέτρων, στην κορυφή των οποίων υπάρχουν τα επιχρυσωμένα χάλκινα αγάλματα φτερωτών Πηγάσων και της θεάς Φήμης. Στους πρόποδες των πυλώνων της δεξιάς όχθης βρίσκονται πέτρινα αγάλματα με αλληγορικές παραστάσεις που αναφέρονται στις περιόδους της γαλλικής ιστορίας, και συγκεκριμένα στην εποχή του Καρλομάγνου και της σύγχρονης Γαλλίας. Παρόμοια, στους πυλώνες της αριστερής όχθης οι παραστάσεις των αγαλμάτων αναφέρονται στην εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ΄ της Γαλλίας, καθώς και στην εποχή της γαλλικής αναγέννησης. Αυτό όμως που λατρεύω περισσότερο στη συγκεκριμένη γέφυρα είναι τα τριάντα δύο κηροπήγια κατά μήκος της που έχουν στυλ Αρ Νουβό και τα χάλκινα αγάλματα των νυμφών. Από  πλτη μία πλευρά έχουμε τις «Νύμφες του Σηκουάνα» κι από την άλλη τις «Νύμφες του Νέβα» σε ένδειξη τιμής στην γαλλορωσική συμμαχία.
Στο βάθος δεσπόζει η εκκλησία Ντομ με τον χρυσό της τρούλο, η οποία σήμερα στεγάζει τον τάφο του Ναπολέοντα, του οποίου τελευταία επιθυμία ήταν να επαναπαυθεί η στάχτη του διπλα στις όχθες του Σηκουάνα. Ενώ από την άλλη όχθη κερδίζουν τις εντυπώσεις με την κομψότητά τους το Γκραν και Πετίτ Παλαί.
Οι περίπατοί μου πάντα καταλήγουν στον πύργο του Άιφελ, το σύμβολο της πόλης αλλά κι ολόκληρης της Γαλλίας. Το άλλοτε ψηλότερο κτίριο του κόσμου που στα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του δεν γέμιζε το μάτι των Παριζιάνων, σήμερα εξακολουθεί αγέρωχος κι ολόλαμπρος να ατενίζει από τα 324 μέτρα την πολυαγαπημένη πόλη του Φωτός. Απ' όποιο σημείο κι αν σταθώ να τον απολαύσω κανένα δε συγκρίνεται με την άκρη της Γέφυρας του Μπιρ Χακίμ. Έχω την αίσθηση πως δε το ξέρει πολύ κόσμος καθώς βρίσκω συνήθως το σημείο αυτό έρημο σε αντίθεση με το Τροκαντερό που σφύζει από κόσμο. Αντιθέτως στην άκρη του Μπιρ Χακίμ ανοίγει ένα όμορφο πλάτωμα στο κέντρο του οποίου βρίσκεται το υπέροχο άγαλμα της Αναγεννημένης Γαλλίας. Εκεί μπορεί κανείς να χαλαρώσει μόνος του πάνω από το ποτάμι και να αισθανθεί πως ολόκληρη η πόλη του ανήκει.
Και στις δυο μου επισκέψεις στο Παρίσι έχω συσχετίσει την αναχώρησή μου με τον πύργο του Άιφελ. Την πρώτη φορά πετώντας από το αεροδρόμιο Ορλύ, τον είδα στο βάθος του ορίζοντα να παρακολουθεί την απογείωση του αεροπλάνου ενώ αυτή τη φορά, έχοντας πάρει το αεροπλάνο ύψος από το αεροδρόμιο Σαρλ Ντε Γκωλ, είχα γείρει στο παράθυρο και παρακολουθούσα τα φώτα της πόλης μέχρι που ένα φλας μου τράβηξε την προσοχή. Έστρεψα την προσοχή μου προς τα κει μέχρι που ξαναάστραψε. Τότε κατάλαβα πως ήταν οι δυνατοί προβολείς στην κορυφή του πύργου που με αποχαιρετούσαν. Μια συγκινητική κίνηση που αποδείκνυε το δέσιμό μου μ' αυτήν την πόλη.