Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2022

Στην Τεργέστη του Γιώργου

 


του Κοσμά Τσόλα 


Κορίτσι της Τεργέστης τι να έγινες, 
θυμάμαι ακόμα το αιθέριο βάδισμά σου, 
την μαύρη σου κοτσίδα, όταν έγερνες, 
τη θάλασσα που ανοίγονταν μπροστά σου. 

Χόρευε το φουστάνι σου, κουρτίνα που ανέμιζε 
πανί πλεούμενου, σε θάλασσα ευφροσύνης, 
το στόμα μου ευχές, κατάρες ,ψέλλιζε, 
κορίτσι της οδύνης, της σαγήνης. 

Κι εσύ εξόριστε Έλληνα, του ονείρου επαναστάτη, 
άραγε ακόμα κυνηγιέσαι από τη μοίρα σου; 
Θα ξαποστάσεις μήπως κάποτε κι εσύ σαν το Σωκράτη, 
όταν μεσάνυχτα θα κρούσουνε τη θύρα σου; 

Οι στίχοι που διαβάστηκαν ποιός ξέρει που ταξίδεψαν, 
από του Ρίλκε τις μελαγχολικές τις ελεγείες, 
την ελαφρότητα του σύννεφου να ζήλεψαν, 
ή σε εφηβικό μυαλό, θρέφουν τις αϋπνίες; 

Στίχοι που ακούστηκαν στου Ντουίνο τις απρόσιτες επάλξεις, 
κι ύστερα θάφτηκαν στου εδάφους την σιγή, 
στίχοι ατσάλινοι, τίποτα δεν θα αλλάξεις, 
είναι για πάντα αγιάτρευτη ετούτη η πληγή. 

Τεργέστη πόλη ανάπηρη, θύμα της ειμαρμένης, 
στους δρόμους σου επανέρχομαι λάτρης του ξεπεσμού, 
πόλη που δεν υπόσχεσαι, άλλο δεν περιμένεις 
απ’ την αρχοντική κατάληξη του αυτοχειριασμού.


Πηγή: Ποιείν

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2019

"Ξεχάστε με στη θάλασσα"




Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία αλλά δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας
Είμαι επισκέπτης
Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά
κι έπειτα δεν μου ανήκει
Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει "δικό μου είναι"
Εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου είχα πει κάποτε με υπεροψία
Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε
Ότι δεν έχω καν όνομα
Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο
Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω
Ξεχάστε με στη θάλασσα
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία.

Ανέκδοτο ποίημα του Θόδωρου Αγγελόπουλου γραμμένο το 1982, λίγο πριν τη συγγραφή του σεναρίου της ταινίας "Ταξίδι στα Κύθηρα"

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

Η ποίηση ως βαρβαρότητα




της Κατέ Καζάντη

Nach Auschwitz noch ein Gedicht zu schreiben ist barbarisch': «το να γράψεις έστω και ένα ποίημα μετά το Άουσβιτς είναι βαρβαρότητα», έλεγε ο Αντόρνο. Κι όμως. Οι ποιητές, περικλεισμένοι στην ποίηση καθεαυτή, μακριά από την μπόχα των καιρών, μοιάζουν να αναπαράγουν μια τέχνη εγωική, που υπάρχει μοναχά για τον εαυτό της, την ώρα που κι άλλοι λαοί, λαοί που περισσεύουν, εξακολουθούν να καίγονται σε νέου τύπου κρεματόρια.
Αν η ποίηση εννοείται σαν τη χαϊντεγκεριανή βιομέριμνα, αντίδοτο στο «είναι προς το θάνατο» και τα ποιήματα είναι παραμυθία, αντίδοτο του ενυπάρχοντος στην ανθρώπινη διάνοια πένθους, τότε ο ρόλος της ποίηση, των ποιητών, των ποιημάτων, δεν μπορεί παρά να είναι αντιδραστικός.
Η συλλογιστική δεν ανάγεται στη σφαίρα της μεταφυσικής. Πώς τοποθετείται κανείς απέναντι στο θάνατο –στο Άουσβιτς, στο Αφρίν, στη Συρία ή στο Αγαθονήσι-, πώς αυτοορίζεται μέσα από το οριστικά τελεσίδικο συμβάν του θανάτου, πώς επανεισάγεται στο ζην κουβαλώντας το κρίμα του θανάτου, πώς, εν τέλει, ως animal rationale, ως «ζώον λόγον έχον», βλέποντας γύρω του τόσο θανατικό, μπορεί να φερθεί ως όντως άνθρωπος, είναι κατά βάθος ζήτημα κατεξοχήν πολιτικό.
«… στην πλήρως διαφωτισμένη γη μας ακτινοβολεί ο θρίαμβος της καταστροφής», έλεγε ο Αντόρνο. Ο αστικός πολιτισμός βασίστηκε σε μια ένοχη κουλτούρα «που γεννάται από την απομόνωσή της στην ειδική σφαίρα του πνεύματος χωρίς να βρίσκει την αυτοπραγμάτωσή της στην οργάνωση της κοινωνίας». Κι εφόσον οι δομές του Αουσβιτς είναι εδώ, όπως και ο πόλεμος, στη φονική Δύση, η ποιητική του θανάτου είναι η μόνη δυνατή ποιητική.
Αλλά «η αληθινή τέχνη, εκείνη, δηλαδή, που δεν αρκείται σε παραλλαγές καθορισμένων προτύπων, αλλά προσπαθεί να εκφράσει τα εσωτερικά αιτήματα του ανθρώπου και της ανθρωπότητας, δεν μπορεί να μην είναι επαναστατική, να μην τείνει σε μια πλήρη και ριζική ανασύνθεση της κοινωνίας». Το Μανιφέστο της Καλλιτεχνικής Δημιουργίας που συνυπέγραψαν Μπρετόν και Ριβέρα – Μπρετόν και Τρότσκι, στην πραγματικότητα- τοποθετεί «την ανάγκη της χειραφέτησης του άνθρωπου» στον πυρήνα της ποίησης.
Κι επειδή δεν μπορεί να υπάρχει ποίηση χωρίς αλληλεγγύη προς τους ταπεινωμένους, τελικά, σε περιόδους βαρβαρότητας, όπως η δική μας, οι ποιητές θα ήταν χρησιμότεροι στο λαό αν, κατά το σεφερικόν, αντί να γράφουν, «πήγαιναν στην Εκάλη να μαζεύουν κούμαρα ή στη Γλυφάδα να ψαρεύουν ροφούς».

Η 21η Μάρτη είναι Παγκόσμια ημέρα της Ποίησης αλλά και Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων.

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης δεν θα πάει στο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία




του Σαμσών Ρακά

Ο Έρμιππος βρίσκεται στο καράβι της επιστροφής απ’ την Ελλάδα στην Αίγυπτο και στέκει σιωπηλός εν μέσω ενός ρωμαϊκού χρόνου. Τέτοιο βάθος σιωπής δεν αποτυπώθηκε ξανά σε ελληνικό ποίημα. Ο Έρμιππος ατενίζει τα νερά της Κύπρου που ξανοίγουν την απέραντη Ανατολή και νιώθει αγαλλίαση. Μα δεν θέλει να νιώθει αγαλλίαση. Προσπαθεί να την αρνηθεί. Προσπαθεί να αντιστρέψει την έννοια της νόστου. Πιέζει τον εαυτό του να νιώσει θλίψη που αφήνει την Ελλάδα πίσω του μα δεν τα καταφέρνει. Κι αυτό του προκαλεί ακόμη βαθύτερη θλίψη. Τον σκιάζει μια υπαρξιακή αγωνία καθώς αναρωτιέται πώς γίνεται να νιώθει Έλληνας αλλά ταυτόχρονα να νιώθει λύτρωση που φεύγει από την Ελλάδα. Πώς γίνεται η Συρία και η Αίγυπτος να είναι οι πατρίδες του ελληνισμού του; Μπρος στον καταγωγικό του διχασμό στέκει άφωνος μες στην αιωνιότητα. Μα δίπλα του ο φίλος του, πιθανότατα ο Φίλωνας, όλα τα έχει καταλάβει. Προσπαθεί να τον λυτρώσει από τον εσωτερικό του διχασμό, παρακινώντας τον να παραδοθεί στα συναισθήματά του. «Αξίζει να γελιούμαστε;». Η δικιά μας Ελλάδα βαστάει από τις χώρες της Ασίας, του λέει. Τι κι αν ξενίζει τον Ελληνισμό; «Είμεθα Έλληνες κι εμείς –τι άλλο είμεθα;-» Ποιος θα μας κρίνει άλλωστε; Και με τον τρόπο αυτό διευρύνει τα όρια του ελληνισμού, ανάγοντάς τον σε ουσία άυλη και τοποθετώντας τον σε μια πνευματική και ειρηνική χωροχρονικότητα, σχεδόν φιλοσοφική («εμάς τους φιλοσόφους») που διόλου δεν εξαρτάται από σύνορα και αλυτρωτισμούς. Μην υποδύεσαι την Ελλάδα, Έρμιππε, περισσότερο από ό,τι είσαι, του τονίζει ο ποιητής με τον τρόπο του. Μάταια πασχίζεις. Γιατί η Ελλάδα δεν βγαίνει σε καλούπι. Θυμήσου κάτι μικροβασιλείς που ντυνόντουσαν ελληνοποιημένα και συμπεριφερόντουσαν επιδεικτικά ως Έλληνες, ή ακόμη («τι λόγος!») και ως Μακεδόνες, που γελούσαμε όταν τους βλέπαμε στα σπουδαστήριά μας. «A όχι δεν ταιριάζουνε σ’ εμάς αυτά».
Πρέπει να θυμηθείς, Έρμιππε, πρέπει να θυμηθείς τώρα που υψώνεται η σάρισα και έρχεται στη μόδα η περικεφαλαία ενός σημαιόπληκτου ελληνισμού που είναι έρμαιο τοπικών ηγεμονίσκων. Και να γελάς, Έρμιππε, να γελάς…

Επάνοδος από την Ελλάδα 

Ώστε κοντεύουμε να φθάσουμ’, Έρμιππε. 
Μεθαύριο, θαρρώ· έτσ’ είπε ο πλοίαρχος. 
Τουλάχιστον στην θάλασσά μας πλέουμε· 
νερά της Κύπρου, της Συρίας, και της Aιγύπτου, 
αγαπημένα των πατρίδων μας νερά. 
Γιατί έτσι σιωπηλός; Pώτησε την καρδιά σου, 
όσο που απ’ την Ελλάδα μακρυνόμεθαν 
δεν χαίροσουν και συ; Aξίζει να γελιούμαστε; — 
αυτό δεν θα ’ταν βέβαια ελληνοπρεπές. 

 Aς την παραδεχθούμε την αλήθεια πια· 
είμεθα Έλληνες κ’ εμείς — τι άλλο είμεθα; — 
αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Aσίας, 
αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις 
που κάποτε ξενίζουν τον Ελληνισμό. 

 Δεν μας ταιριάζει, Έρμιππε, εμάς τους φιλοσόφους 
να μοιάζουμε σαν κάτι μικροβασιλείς μας 
(θυμάσαι πώς γελούσαμε με δαύτους 
σαν επισκέπτονταν τα σπουδαστήριά μας) 
που κάτω απ’ το εξωτερικό τους το επιδεικτικά 
ελληνοποιημένο, και (τι λόγος!) μακεδονικό, 
καμιά Aραβία ξεμυτίζει κάθε τόσο 
καμιά Μηδία που δεν περιμαζεύεται, 
και με τι κωμικά τεχνάσματα οι καημένοι 
πασχίζουν να μη παρατηρηθεί. 

 A όχι δεν ταιριάζουνε σ’ εμάς αυτά. 
Σ’ Έλληνας σαν κ’ εμάς δεν κάνουν τέτοιες μικροπρέπειες. 
Το αίμα της Συρίας και της Aιγύπτου 
που ρέει μες στες φλέβες μας να μη ντραπούμε, 
να το τιμήσουμε και να το καυχηθούμε. 

 Από τα Κρυμμένα Ποιήματα, Ίκαρος 1993

Πηγή: Ασσόδυο

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Εκεί, μόνο στην ποίηση, νεκρός δεν είναι κανένας...



του Ανδρέα Μπεντεβή

Ο Γιάννης Ρίτσος δεν υπήρξε μόνο ο σπουδαιότερος Έλληνας ποιητής του περασμένου αιώνα. Υποκειμενικό αυτό, αν και το έχει πει και ο Λουί Αραγκόν: Ήταν ο μεγαλύτερος ποιητής του κόσμου. Ένας ποιητικός χείμαρρος που υπερέβαινε-συνθέτοντας-καλλιτεχνικά ρεύματα, ποιητικές και φιλοσοφικές σχολές, ένας χείμαρρος που πρωτοκύλησε, ήδη από πολύ νωρίς, στην γενέτειρα Μονεμβασιά. Ο Ρίτσος περισσότερο γεννήθηκε, παρά έγινε ποιητής. Όσο και αν αληθεύει ότι ο κόσμος των αισθήσεων, και βασικά η ταξική πάλη, τροφοδότησαν τον πνευματικό του κόσμο, και όχι το αντίστροφο: Ως προς αυτό ο Ρίτσος ήταν συνεπέστατο παράδειγμα της μαρξιστικής αντίληψης της τέχνης.
Η ιδιαίτερη πατρίδα του φόρτωσε με ομορφιά, μυρωδιές και χρώματα τον ποιητή στα ανέμελα παιδικά χρόνια, που θα μπορούσε με αυτό το απόθεμα ομορφιάς, να ζήσει και να υμνεί τον κόσμο για άλλες τρεις ζωές ακόμα, σύμφωνα με τα λόγια του.
Ακολούθησαν,από νωρίς, αλλεπάλληλες οι βαριές δοκιμασίες της ζωής: η πτώχευση της πλούσιας οικογένειας, οι θάνατοι, της μητέρας του και πολλών ακόμα στενών του ανθρώπων, η φυματίωση, η στράτευση στο κομμουνιστικό κίνημα που τις ιδέες του γνώρισε στο σανατόριο ''Σωτηρία'' από κάποιους γέρους ασθενείς κομμουνιστές. Η απόλυτη φτώχεια και η φιλασθένεια χαλύβδωσαν ακόμα πιο στέρεα την εσωτερική του δύναμη, την επιμονή για την ομορφιά και το όνειρο του για έναν άλλον κόσμο.
Η εικόνα της μητέρας πάνω από τον δολοφονημένο απεργό-γιο της, στις μεγάλες απεργίες του λαϊκού κινήματος στην Θεσσαλονίκη το 1936 συγκλόνισε τον ποιητή, ο οποίος έμεινε άγρυπνος και δίχως φαγητό επί 36 ώρες για να βγάλει από μέσα του τον ''Επιτάφιο''.
Ο Ρίτσος υπήρξε στρατευμένος με όλη την σημασία της λέξης, στα πρότυπα της τριτοδιεθνιστικής αντίληψης για τον καλλιτέχνη-στρατιώτη του κινήματος. Πλήρωσε τις συνέπειες για αυτό με βασανιστήρια, εξορίες, δεν υπήρξε ουρά και επαίτης κανενός κατεστημένου λογοτεχνικού κύκλου (ο Ρίτσος προτάθηκε 3 φορές από την Ακαδημία για το Νόμπελ, αλλά και τις τρεις ήταν η ελληνική κυβέρνηση που αρνήθηκε να δώσει την συγκατάθεση της).
Υπήρξε, επίσης, στρατευμένος και πολύ πέρα από τα στενά ιδεολογικά, ή κομματικά όρια. Στρατευμένος στην ανάδειξη της αξίας της κοινωνικοποίησης, της αλληλεγγύης. Μπορεί κανείς να διαισθανθεί στην ποίηση του Ρίτσου μία υπερβατικότητα ως προς αυτές τις αξίες, που δεν χωρά σε στεγανά, φόρμουλες. Η ίδια του η ποιητική πορεία όμως μετά την μεταπολίτευση μαρτυρά ένα τόλμημα του να ξεπεράσει σε μορφή και περιεχόμενο μια εξαντλημένη και περιφραγμένη κατεύθυνση στην ποίηση.
Ο Ρίτσος μάς έδωσε πάνω από 120 έργα (και άλλα 50 ανέκδοτες συλλογές!), ποιητικές συλλογές, θεατρικά έργα, μεταφράσεις, πεζογραφήματα, καθώς και χιλιάδες αντικείμενα τέχνης, ζωγραφική, αγγειοπλαστική, χρησιμοποίησε στις δύσκολες στιγμές της εξορίας της πέτρες και τις ρίζες των δέντρων για να αποτυπώσει την ομορφιά πέρα από το παρόν.
Όμως, ενώ ο έρωτας και η επανάσταση είχανε πάντα τον πρώτο λόγο, η ποίηση είχε τον τελευταίο. Αυτή διακρίνεται σε περιόδους, με την κάθε μία να υπεισέρχεται σε όλες τις άλλες: Από τα μεγάλα αριστουργήματα, σε ύφος μάλλον επηρεασμένο από τον Καρυωτάκη και τον Καβάφη, της πρώιμης, νεανικής του περιόδου, (''παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις'', τού είχε γράψει ο Παλαμάς) προς την πιο συγκροτημένη πολιτική ποίηση του στις δεκαετίες του 1940-1950, για να έρθει μετά η εποχή των θεατρικών έργων με τις πιο μεταφυσικές, ή υπαρξιακές αναζητήσεις, και η ακόμα πιο απελευθερωτική ροή του έργου του μετά την μεταπολίτευση-για την οποία εξάλλου ήρθε σε κόντρα και με την ''γραμμή'', αν και ο Ρίτσος ήταν πολύ μεγάλος για να τον αγγίξει κανείς έτσι και αλλιώς. 
Αυτή ακριβώς είναι η περίοδος που ο Ρίτσος νομίζω συνέθεσε όλη του την πορεία, σαν απολογισμός ζωής, παράλληλα με την εξέλιξη του λαού της χώρας του, σε ένα πολύμορφο νέο σύμπαν που έριξε φως σε αρκετές πτυχές του προηγούμενου έργου του. Έστω και αν δεν είναι το πλέον αναγνωρισμένο κομμάτι του έργου του, ή ίσως έστω και εάν δεν είναι το αρτιότερο ή το πιο εμβληματικό. Ίσως έχει έρθει ο καιρός να αναγνωριστούν στην αξία που τούς πρέπει τα λιγότερο γνωστά αυτά έργα του Ρίτσου, μιας και πέρα από το ότι είναι αληθινά διαμάντια, αποτελούν και μια εξαιρετικά διορατική ματιά πάνω σε έναν νέο κόσμο που έμπαινε ήδη στην σφαίρα της αλλοτρίωσης, του ανταγωνισμού και της εξατομίκευσης.
Σήμερα, που κλείνουν 27 χρόνια από τότε που πέρασε στην αθανασία, διαπιστώνει κανείς ότι δεν υπάρχει σημείο στην ποίηση του Ρίτσου που να στέκει εκτός των σύγχρονων προβληματισμών κάθε ανθρώπου που νιώθει και που σκέφτεται με όρους κοινότητας, δεν υπάρχει ένα σημείο ξεκομμένο από τα άλλα, είναι όλα τους ενταγμένα σε έναν διαρκή ύμνο προς την ζωή.
Επειδή τίποτα ποτέ δεν τελειώνει, όπως ''τα ρούχα ριγμένα στην καρέκλα μυρίζουν θάλασσα ακόμα'', όπως ο αέρας που περνά μέσα από το φόρεμα, κρεμασμένο στην ντουλάπα θα μαρτυρά πάντα την επερχόμενη νύχτα. Όπως είναι το ποίημα το αρνητικό της σιωπής, ή όπως ένας σκουριασμένος σωλήνας μέσα στα αγριόχορτα πεταγμένος για τον Ρίτσο μπορεί να γίνει αφορμή για μικρές και μεγάλες στιγμές, μεγεθυμένες ως το άπειρο.
Επειδή εκεί, μόνο στην ποίηση, νεκρός δεν είναι κανένας.

Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017

Ο Ρόντια στον Πάγο



Ένα κουρελιασμένο τίποτα
κρατώντας στην αγκαλιά του
ένα παγωμένο μωρό.
Κάποτε τα σύννεφα έτρεχαν
περνούσαν και χάνονταν.
Τώρα κρέμονται ακίνητα πάνω
απ’ το κοριτσάκι με τα σπίρτα.
Μέσα καλά κρατάει η γιορτή!

Γουρουνόμοφρα όντα ντυμένα με Armani
φιλιούνται με στόματα γεμάτα χαβιάρι
σφαίρες και πέρλες,
κοκέτες με χάρη,
τρίβουν τα αχνισμένα παράθυρα
να δούνε τους Άθλιους των Αθηνών.
Δύο πόδια, ένα χέρι και δύο κεφάλια μαζί,
η σκληρότερη των ποινών.

Τα στόματα κλείσαν, τα ράψανε μόνοι τους
με μαύρη κλωστή.
Κι ο ένας ταΐζει τον άλλον, στα μάτια αφήνει ουσία γνωστή.
Νερό και αλάτι και χιόνι και ήλιο
και λίθους και θεούς πλαστικούς.

“Ήταν ο τελευταίος χειμώνας που ήρθε
μικρή χλωμή Σόνια και όμορφη Ντούνια”.

Στο πάγο ο Ρασκώλνικοφ γέρνει,
να νιώσει τον ήλιο πριν κοιμηθεί.
Τα παράθυρα κλείσαν και ξαναχνίσαν.
“Το τζάκι ανάψτε, κανείς μην σταθεί
για ώρες χορέψτε, φάτε και πιέστε
Tο κοριτσάκι με τα σπίρτα ξεπαρθενιάστε
Εσείς οι φτωχούληδες τον τόπο αδειάστε
Μας κάνει κακό κι η αναπνοή σας ακόμη
Έξω λοιπόν!
Εμπρός στην βροχή!!
Ορίστε μικροί άθλιοι.
Πάρτε κι ομπρέλες
μα μην μας χαλάτε αυτήν την γιορτή
αφήστε να μπούμε με το δεξί
Σε αυτή την νέα των χοίρων γιορτή
Σας υποσχόμαστε,
Θα ‘ναι για όλους μια ωραία ματωμένη και δίκαιη εποχή.


Θάνος Ανεστόπουλος

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Συνέντευξη στον Φίλιππο Κουτσαφτή



Ο κύριος Φίλιππος Κουτσαφτής γεννήθηκε το 1950 στη Ζαγορά του Πηλίου. Για δεκαεπτά πασχαλιές έζησε με τον παλιό τρόπο ζωής, ο οποίος σήμερα δεν υπάρχει. Έπειτα σπούδασε μηχανολογία αλλά τον κέρδισε ο κινηματογράφος, σπουδάζοντας γι’ αυτόν στη σχολή Σταυράκου. Με το κινηματογράφο ασχολήθηκε στην αρχή (1977) ως οπερατέρ κι ως διευθυντής φωτογραφίας από το 1983. Η πρώτη του ταινία ήταν το «Σεμνών Θεών» (1987) που αφορούσε μια σωστική ανασκαφή στον Κολωνό. Ακολούθησαν η «Αγέλαστος Πέτρα» (2000) και το «Αρκαδία Χαίρε» (2015). Μέσα από τις ταινίες του αλλά κι από τη συζήτηση μας, ο κύριος Κουτσαφτής επισημαίνει ότι η μνήμη είναι η μόνη μας περιουσία και σημειώνει πως η τωρινή κατάσταση που βιώνουμε ως λαός οφείλεται στην δυσαρμονία που προκαλεί η έλλειψη μέτρου κι έρωτα με την φύση και την ιστορία μας.

1. Τα γυρίσματα της «Αγέλαστος Πέτρα» διήρκησαν δέκα χρόνια κι άλλα έξι για το «Αρκαδία Χαίρε». Το αποτέλεσμα ήταν κάτι ανάμεσα σε ταινία και ντοκιμαντέρ. Πιστεύετε πως με το προσωπικό σας ταξίδι στο χρόνο, στην ιστορία, στη γνώση και στη μνήμη, δημιουργήσατε ένα νέο κινηματογραφικό είδος; Τις ταινίες-δοκίμια;

Δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ να απαντήσω σ’ αυτήν την ερώτηση, αλλά αν τράβηξαν τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, πρώτον οφείλεται στο γεγονός ότι καταπιάνονται με θέματα τα οποία είναι πολύ μεγάλα για να μπορέσει κανείς να τα διαχειριστεί μέσα σ’ ένα μικρότερο χρόνο. Τουλάχιστον έτσι το είδα εγώ σε σχέση με τη δική μου αδυναμία και τις δυνατότητες που έχω σαν άνθρωπος. Για την Ελευσίνα η αρχική πρόθεση ήταν να παρακολουθήσω την εξέλιξη μιας πόλης μέσα στο χρόνο. Ήταν τριάντα χρόνια πριν από την στιγμή που μιλάμε, ήμουν τριάντα χρόνια νεώτερος και είχαν την ψευδαίσθηση που έχουν όλοι οι νέοι άνθρωποι πως ο χρόνος είναι ατελείωτος. Αναφέρομαι στον προσωπικό χρόνο. Εκείνα τα χρόνια έκανα μία άλλη δουλειά, ήμουν διευθυντής φωτογραφίας, και στα περιθώρια που μου επέτρεπε η δουλειά κι ότι χρήματα εξοικονομούσα, τα αφιέρωνα στο να μαζεύω το υλικό της Ελευσίνας. Είχε κάποια μειονεκτήματα αλλά και πλεονεκτήματα, πρέπει να ομολογήσω. Καταρχήν δουλεύεις σε έναν κοινωνικό χώρο με ανθρώπους, όπου με το χρόνο αποκτήθηκε μία εμπιστοσύνη, κυρίως από τους ανθρώπους προς εμένα, κι έτσι με μεγαλύτερη ευκολία μου ανοίχτηκαν και με θεώρησαν δικό τους. Όμως τότε δε ξεκίνησα για να κάνω μία παραγωγή. Μ’ ενδιέφερε το προσωπικό ταξίδι μέσα σ’ όλα αυτά, σ’ αυτήν την πόλη (Ελευσίνα) όπου υπάρχουν όλα αυτά τα στοιχεία της μνήμης, της ιστορίας, των αρχαιολογικών καταλοίπων κ.τ.λ. Κι επειδή σαν κοινωνία δεν έχουμε δώσει την πρέπουσα αξία και σημασία ούτε για την ιστορία, ούτε για τη μνήμη, ούτε και για τα αρχαιολογικά, χρειάζεται ένας μεγάλος αγώνας για να βρει κανείς αυτά τα διάσπαρτα στοιχεία τα οποία άλλα είναι εντοιχισμένα μέσα στην καθημερινή ζωή κι άλλα είναι αφημένα στην αγκαλιά της φύσης. Δε ξέρω αν η «Αγέλαστος Πέτρα» και το «Αρκαδία Χαίρε» ανήκουν σ’ αυτό το είδος που ανέφερες. Για μένα είναι ένα κομμάτι ζωής κι ένας μεγάλος έρωτας. Προσπάθησα επειδή δεν έχω κάποια θεωρητική δυνατότητα, να πάω στην Ελευσίνα και μέσα σ’ ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα να λύσω το ζήτημα ή να δω το ζήτημα όπως είναι. Προσπάθησα να μετατρέψω όλο αυτό σ’ ένα βίωμα. Να το δω μέσα από ένα βίωμα. Κι ίσως αυτό να δημιούργησε αυτήν την αμφίδρομη κατάσταση. 

2. Η βραδύτητα είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της σφαιρικής αποτύπωσης ενός θέματος ή ενός γεγονότος. Όμως σε μία κοινωνία που τρέχει με ιλιγγιώδης ρυθμούς, πως μπορούμε να ρυθμίσουμε τη δικιά μας βραδύτητα;

Μπορεί να τρέχουμε με ιλιγγιώδης ρυθμούς, το θέμα είναι που πάμε. Θυμάμαι μία φράση του Καβάφη που θα την πω περιφραστικά διότι δεν την έχω μπροστά μου. Μιλούσε για κάποιον κι έλεγε ότι εμείς αγαπητέ αφού κάνουμε έναν τεράστιο κύκλο επιστρέψαμε στο ίδιο σημείο απ’ όπου ξεκινήσαμε. Σίγουρα μπορεί να τρέχουμε με ιλιγγιώδης ρυθμούς αλλά το ζητούμε ως απάντηση δεν έχει αλλάξει. Ο καθένας έχει τον δικό του ρυθμό και μ’ αυτόν πορεύεται. Παρ’ όλα αυτά οφείλω να πω πως πάνω στα κοινωνικά και ιστορικά ζητήματα δεν βλέπω κάποια ιλιγγιώδη ταχύτητα να υπάρχει πέρα από τα άλματα της τεχνολογίας. 

3. Ποια ήταν η αφορμή που σας ώθησε να στραφείτε στην ιστορική γνώση και στην κοινή μας μνήμη; Η γνωστική σας εμβάθυνση καθώς και η δημιουργία των δυο κινηματογραφικών σας έργων έχει επηρεάσει τον καθημερινό σας τρόπο σκέψης;

Αυτός ήταν πάντα ο τρόπος σκέψης μου. Δεν έχει γίνει ανάποδα. Δεν ήταν οι ταινίες που επηρέασαν τον τρόπο σκέψης μου. Οι ταινίες για μένα είναι το ζητούμενο κατά έναν τρόπο και γι’ αυτό το λόγο υπάρχει μία κοινή συνισταμένη σ’ αυτές, διότι περνάω αυτό που μ’ ενδιαφέρει.

4. Στην «Αγέλαστος Πέτρα» περιγράφοντας τον χαρακτήρα των προσφύγων της Μικρά Ασίας, αναφέρατε πως μόνη τους περιουσία είναι η μνήμη. Η περιουσία αυτή έχει περάσει στα χέρια των νεώτερων γενιών;

Ως έναν βαθμό έχει περάσει. Ωστόσο θα ήθελα να πω κάτι για την περίπτωση των Ελευσίνιων Μικρασιατών. Όσο ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι για τους οποίους είχαν την τεράστια τύχη να τους γνωρίσω, μιλώ γι’ αυτούς που ήρθανε μικρά παιδιά ή έφηβοι από την Μικρά Ασία και είχαν μνήμες πολύ έντονες, βρισκόντουσαν σε μία διαδικασία λήθης. Μάλιστα μία γιαγιά στο τέλος της ταινίας λέει ότι όλα αυτά τα πάθη μείνανε στο καλάθι των αχρήστων και τώρα δεν μπορούμε να ενωθούμε. Εννοούσε το στενό οικογενειακό κύκλο βεβαίως, την οικογένειά της. Διότι κάθε φορά που ξεκινούσε να πει κάτι, της έλεγαν τα εγγόνια «βρε γιαγιά πάλι τα ίδια θα λέμε;». Τώρα που φύγανε αυτοί οι άνθρωποι, πολλά από τα εγγόνια αυτά μου ζητούν το υλικό για να γνωρίσουν τους παππούδες τους. Βλέπεις δεν είχαν δώσει την προσοχή που έπρεπε όταν εκείνοι ακόμα ζούσαν. Επίσης απ’ ότι βλέπω και διαβάζω, έχει ιδρυθεί ένα μουσείο Μικρασιατών στην Ελευσίνα, που τότε βεβαίως δεν υπήρχε τίποτα απ’ όλα αυτά. Όσο ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι και είχαν να δώσουν κάποια πράγματα δεν είχε γίνει καμία πρωτοβουλία. Τώρα που χαθήκανε, προσπαθούν να συνθέσουν αυτό το κομμάτι της μνήμης που χάθηκε. Είναι η μνήμη που κάνει κύκλους μέσα στον κύκλο της ιστορίας, σαν την πέτρα μέσα στο νερό. Χωρίς να θέλω να υποστηρίξω θεωρίες συνομωσίας, το ελληνικό κράτος εφάρμοσε μία διαδικασία λήθης στην περίπτωση των Μικρασιατών προσφύγων. Γι’ αυτό τους ανθρώπους αυτούς τους βάλανε έξω από το σώμα των πόλεων. Η Καισαριανή ήταν έξω από την Αθήνα, όπως και το Περιστέρι ενώ στην Ελευσίνα τους εγκαταστήσανε πάνω από τις γραμμές του τραίνου όπου υπήρχαν χωράφια. Βεβαίως στη συνέχεια ενοποιήθηκαν όλα αυτά. Μ’ αυτήν την λογική ενεργοποιήθηκε η διαδικασία της λήθης, συνειδητά ή ασυνείδητα. Αν και δεν έχω προσφυγική καταγωγή ούτε κάποιον φίλο με προσφυγικές ρίζες, είχα την τεράστια τύχη το 1988 που βρέθηκα στην Ελευσίνα για πρώτη φορά να διαπιστώσω με τεράστια έκπληξη πως ένα κομμάτι αυτών των ανθρώπων που ήρθαν από την Μικρά Ασία, είναι εν ζωή. Και βρέθηκα μ’ αυτούς τους ανθρώπους και προσπάθησα να τους καταγράψω. Κι έχω καταγράψει τους περισσότερους. Ήταν τόσο μεγάλη η συγκίνηση τους και νιώθω πολύ τυχερός που πέρασα αρκετά χρόνια μαζί τους καταγράφοντας και συζητώντας. 

5. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τα παιδικά μας χρόνια ως μια προσωπική μας μυθική Αρκαδία; Η δικιά σας καταγωγή από τη Ζαγορά του Πηλίου πόσο και με ποιους παράγοντες έχει επηρεάσει τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά σας;

Πάρα πολύ! Κάθε άνθρωπος κουβαλάει μία προίκα. Κι αυτή η προίκα προέρχεται από τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Η δικιά μου προίκα είναι αυτές οι δεκαεπτά πασχαλιές που έζησα στην Ζαγορά, τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια της ζωής μου. Αυτό το κουβαλάω συνέχεια μαζί μου, στην καθημερινότητά μου. Άλλες φορές συνειδητά κι άλλες ασυνείδητα. Επίσης αισθάνομαι τυχερός διότι είχα ζήσει αυτόν τον παλιό κόσμο, ο οποίος χάθηκε στη συνέχεια αν και είχε χιλιάδες χρόνια πορεία πίσω του. Για παράδειγμα, οι συνθήκες παραγωγής, η σχέση με τα ζώα, ο τρόπος που καλλιεργούσαν τη γη, η έννοια της κοινότητας ήταν σαν να διάβαζες τον Ησίοδο. Έζησα τον παλιό κόσμο που δεν υπάρχει πια. Βλέπεις, στην επαρχεία άργησε να ‘ρθει ο αστικός τρόπος ζωής, κάτι που έγινε κατεξοχήν στο δικό μου χωριό, του οποίου το όνομά του στα σλάβικα σημαίνει «πίσω από το βουνό». Κι ενώ η βιομηχανική κι αγροτική επανάσταση είχε έρθει στον θεσσαλικό κάμπο, σε μας που κατοικούσαμε πίσω από το βουνό άργησε. 

6. Η Νοσταλγία (και η αναφορές σας στον Ταρκόφσκυ) είναι αναπόφευκτη. Πως όμως μπορεί να αντιμετωπιστεί;

Η Νοσταλγία είναι καλό να λειτουργεί ως ένα στοιχείο δημιουργικό μέσα στη ζωή του ανθρώπου. Προσωπικά δεν είμαι προσκολλημένος με το παρελθόν. Γεννήθηκα με ένα γαϊδουράκι κι έζησα όλα αυτά τα χρόνια που μεσολάβησαν για να φτάσουμε στα οχήματα. Δεν επιθυμώ να γυρίσουμε πίσω στη κοινωνία με τα γαϊδουράκια. Καλό είναι να τα έχουμε όλα αυτά ως ένα εφόδιο, ένα ευφράδη, όπου πάνω εκεί θα στήσουμε τη καινούργια μας ζωή. Είναι ενδιαφέρον να βλέπουμε τη ζωή όπως εξελίσσεται και να ακολουθούμε. Δεν πρέπει να μένει κανείς πίσω. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε πράγματα κι αξίες σημαντικές. Γι’ αυτό κι αισθάνομαι τυχερός που έζησα έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια. Από την εποχή με το γαϊδουράκι μέχρι την σημερινή εποχή με το ipad. Επίσης μεγάλη τύχη θεωρώ να έχει κανείς ουσιαστική σχέση με την φύση και το χώμα. Δε μπορώ να απορυθμίσω πόσα είναι τα οφέλη μέσα απ’ αυτήν τη σχέση. 

7. Την Χίο την ζήσατε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας του Δήμου Αβδελιώδη «Το δέντρο που πληγώναμε». Έχοντας μία εικόνα για τους κατοίκους του νησιού, πως ερμηνεύετε το ξενοφοβικό κλίμα που έχει ριζώσει σε ένα νησί στο οποίο ένα υπολογίσιμο ποσοστό του πληθυσμού του έχει προσφυγικές ρίζες;

Είναι πολύ δύσκολη η ερώτηση. Είναι θλιβερά τα φαινόμενα αυτά. Καλό είναι να μην καταφεύγουμε στην ευκολία να κατηγορούμε τους ανθρώπους. Είναι τραγικό να επαναλαμβάνονται ιστορίες όπως αυτήν που είχα διαβάσει για έναν πατέρα-πρόσφυγα σε κάποιο νησί του Β. Αιγαίου, λίγο μετά την άφιξή τους εκεί, το ’22, ο οποίος ζητούσε από τους ντόπιους λίγο νερό για το παιδί του και κανείς δεν του ‘δινε, κι έτσι αναγκάστηκε να φτύσει μέσα στο στόμα του παιδιού του για να ξεδιψάσει. 

8. Ποιο θα είναι το επόμενο ταξίδι σας μετά την Ελευσίνα και την Αρκαδία; Σε μία συζήτησή μας στην Άνδρο το καλοκαίρι του 2005 μου είχατε μιλήσει για την αγάπη που έχετε για τα καράβια. Θα πραγματοποιήσετε ένα κινηματογραφικό ταξίδι μ’ αυτά;

Πήγα ένα ταξίδι τον περασμένο μήνα. Ήταν μία εμπειρία συγκλονιστική. Κράτησε είκοσι δύο μέρες μέσα στον Οκτώβριο κι έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου να το ξανακάνω πάλι με την πρώτη ευκαιρία. Μ’ αυτόν τον τρόπο σου δίνεται ο χρόνος να γράψεις όλα αυτά που σκέφτεσαι. Και πιθανότατα θα τα γράψω διότι δε ξέρω αν θα βρω το χρόνο να τα κάνω ταινία ποτέ. Τουλάχιστον αν μην τι άλλο να τα γράψω για τα παιδιά και για τους επερχόμενους.

Φωτογραφία: Κατερίνα Καμπίτη
Πρώτη δημοσίευση: aplotaria.gr

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Η αδιαφορία ροκανίζει το μέλλον μας



του Περικλή Κοροβέση

Παραθέτουμε εκτενή αποσπάσματα από τα προλεγόμενα του νέου βιβλίου του συντάκτη μας, Περικλή Κοροβέση, εκδόσεις «Oportuna», που είναι μια συλλογή των άρθρων του, όπως δημοσιεύτηκαν στην «Εφ.Συν.» την τελευταία διετία. Το βιβλίο θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία στα μέσα Δεκεμβρίου.
Η καταστροφή δεν ζυγώνει ποτέ με το όπλο στο χέρι. Ερχεται ύπουλα, στις μύτες των ποδιών. Σε κάνει να βλέπεις το κακό στην καλοσύνη και το καλό στην κακία».
Αυτά μας λέει ο Κρίσνα, στο μεγάλο ινδικό έπος Μαχαμπαράτα, εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Δηλαδή πριν ξεσπάσει ένα μεγάλο κακό, π.χ. πόλεμος, ήδη το κακό έχει φωλιάσει στο μυαλό των ανθρώπων και τους δημιουργεί την εντύπωση πως υπηρετούν το καλό. Αυτό ταιριάζει απόλυτα και στη σημερινή Ελλάδα.
Περίπου τέσσερα εκατομμύρια Ελληνες είναι στα όρια της φτώχειας, κάτω από τα όρια της φτώχειας, μέχρι την απόλυτη φτώχεια, συνεπεία των μνημονίων και της λιτότητας. Εντούτοις, τα τρία μνημόνια τα έφεραν κυβερνήσεις που ψήφισε ο ελληνικός λαός.
Με άλλα λόγια, ψήφισε την καταστροφή του πιστεύοντας πως ψήφισε τη σωτηρία του. Και δεν έχουμε κανένα δείγμα που να μας κάνει να πειστούμε πως αυτός ο λαός κατάλαβε το λάθος του. 
Αντίθετα, η αδράνειά του σημαίνει αποδοχή αυτής της συμφοράς. Και αυτό σημαίνει πως άνοιξε μια βασιλική οδός για τις μελλοντικές συμφορές που θα είναι χειρότερες από τις σημερινές. Να περιμένουμε περιβαλλοντικές καταστροφές, επιδημίες, λιμούς, πολέμους [...].
Η πρόθεση του συγγραφέα αυτών των κειμένων δεν ήταν απλώς ο σχολιασμός της πραγματικότητας, αλλά η ανάλυσή της. Ζούμε σε μια εποχή σύγχυσης.
Ο,τι είχε προταθεί ως απελευθερωτικό πρόταγμα τον δέκατο ένατο και τον εικοστό αιώνα, μέσα από τις ιδέες του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, αποδείχθηκε το αντίθετό του.
Ο κομμουνισμός όπως διαμορφώθηκε από την ΕΣΣΔ ήταν ένας νέος ολοκληρωτισμός. Οπου εφαρμόστηκε απέτυχε και κατέρρευσε ή μεταλλάχτηκε σε ακραίο καπιταλισμό (Κίνα).
Η σοσιαλδημοκρατία παντού, σε όλο τον κόσμο, έγινε μια Δεξιά. Και σε μερικές περιπτώσεις, πιο ακραία από τη Δεξιά (περίπτωση Μπλερ). Και έτσι φτάσαμε σε έναν πολιτικό μεσαίωνα.
Αρα μας χρειάζεται ένας νέος Διαφωτισμός. Εδώ και περίπου τριάντα χρόνια, ο γράφων υπηρέτησε αυτήν την ιδέα στο μέτρο του δυνατού και στο όριο των ικανοτήτων του. Η ανθρωπότητα, στη μακρόχρονη πορεία της, μας έχει εφοδιάσει με πλούσια όπλα. Και εμείς, όλοι αυτοί που θέλουμε κοινωνική δικαιοσύνη, τα αγνοούμε.
Εχουμε μείνει σε δύο λείψανα ιδεολογημάτων, τον κομμουνισμό και τη σοσιαλδημοκρατία, και προσπαθούμε με αυτά να διαβάσουμε την πραγματικότητα, ενώ στην ουσία είναι η τύφλωσή μας και η αποκοπή μας από την πραγματικότητα.
Και τα απολιθώματα δεν μπορούν να γίνουν τα νέα πρίσματα που μας χρειάζονται για να δούμε την αλήθεια. Αρα μας χρειάζεται μια νέα καθαρή ματιά, που να αξιοποιεί όλη τη συσσωρευμένη σοφία της ανθρωπότητας. Εργο βαρύ και δυσβάσταχτο.
Και εδώ κάνει ο καθένας ό,τι μπορεί. Και το παράδειγμα του μικρού κολιμπρί είναι εξόχως διδακτικό: Οταν έπιασε φωτιά το δάσος, όλα τα ζώα χώθηκαν στη λίμνη για να σωθούν.
Αλλά ένα μικρό κολιμπρί κουβαλούσε νερό με το ράμφος του και έριχνε στην καρδιά της φωτιάς. «Τι κάνεις;» τον ρώτησε ο βασιλιάς της ζούγκλας, το λιοντάρι. «Δεν βλέπεις πως αυτό που κάνεις είναι μάταιο;» Και το κολιμπρί απάντησε ψυχρά: «Κάνω αυτό που μου αναλογεί». Εμείς κάνουμε αυτό που μας αναλογεί έχοντας πλήρη συνείδηση των λιγοστών μας δυνάμεων; Πριν ψάξουμε να βρούμε το φταίξιμο στους άλλους, ας κοιτάξουμε να βρούμε τη δική μας ευθύνη.
Μήπως η αδράνειά μας είναι η καλύτερη συμμαχία με τους καταπιεστές μας; Και μήπως το όλο σύστημα δουλεύει για να μας κάνει αδρανείς και άβουλους, μέσα από τεχνικές ιδιαίτερα επεξεργασμένες, που εμείς τις καταπίνουμε αμάσητες; (Κατανάλωση, μαζική κουλτούρα, τηλεόραση, βόλεμα και πάνω από όλα το τομάρι μας, έξω και πάνω από την κοινωνία.) Αυτό δεν είναι συμμαχία με τους καπιταλιστές;
Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να επιλέγει ελεύθερα να ψηφίσει υπέρ της φτώχειας του, της ανεργίας του, της αστεγίας του και της εξαθλίωσής του;
Να τα δέχεται όλα αυτά παθητικά και το μόνο που τον νοιάζει όταν φτάσει στον πάτο της κοινωνίας είναι να βρει ένα απάγκιο για να στρώσει τις κουβέρτες του; Προφανώς αυτές οι συμφορές δεν ήρθαν με το όνομά τους.
Αλλαξαν όνομα με τον μυθικό-προπαγανδιστικό λόγο των πολιτικών κομμάτων εξουσίας και των κυρίαρχων ΜΜΕ και ονομάστηκαν προκοπή και ανάκαμψη. Η παλιά πληγή της ανθρωπότητας από την εποχή που η εξουσία και οι μεσσίες ανέλαβαν να μας κυβερνούν. Και μας έπεισαν πως το κακό είναι για το καλό μας και το καλό είναι για το κακό μας [...].
Καθοριστικό ρόλο για την επικράτηση της μιας και μοναδικής αλήθειας ήταν οι μονοθεϊστικές θρησκείες που έγιναν ιδεολογίες των αυτοκρατοριών [...].
Ποια είναι η μόνη και μοναδική αλήθεια της εποχής μας; Αυτή δεν είναι ούτε θρησκευτική ούτε πολιτική. Είναι οικονομική. Είναι το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή το παρόν καθεστώς του αρπακτικού καπιταλισμού, που έχει αναγάγει το κέρδος σε μια νέα μονοθεϊστική θρησκεία. Και εδώ ο άνθρωπος είναι αναλώσιμος.
Δεν έχει καμία αξία και καμία σημασία. Τα πάντα λειτουργούν για το 1% του πληθυσμού του πλανήτη που έχει σχεδόν όλο τον πλούτο της Γης. Και όλο το παγκόσμιο σύστημα είναι έτσι διαμορφωμένο για να αναπαράγει αυτήν την ανισότητα και να τη διαιωνίζει. Και αυτό αποτελεί μονόδρομο για κάθε χώρα.
Και είναι λάθος να πιστεύουμε πως ο ναζισμός και ο φασισμός κατέρρευσαν μετά τη συντριβή των αντίστοιχων καθεστώτων με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ηττήθηκε μονάχα μια έκφραση του ολοκληρωτισμού όπως αυτή είχε μορφοποιηθεί από τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι. Αλλά η ουσία του διαφυλάχτηκε και μεταλλάχτηκε και πήρε την καθόλου νόμιμη μορφή του αντικομμουνισμού και του αντισοβιετισμού.
Την επομένη του θριάμβου των Συμμάχων, δεν ήρθε η πολυπόθητη ειρήνη. Ενας νέος πόλεμος άρχισε, ο λεγόμενος «Ψυχρός» που δεν ήταν και τόσο ψυχρός όσο δήλωνε το όνομά του. Απλά μεταφέρθηκε στην περιφέρεια, έγινε θερμός και εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί.
Και έχουμε το εξής παράδοξο. Ο εθνικισμός-φασισμός παρουσιάζεται αντισυστημικός και εναντίον του καπιταλισμού. Αυτό έκαναν και ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι και όλοι οι υπόλοιποι φασίστες. 
Εντούτοις οι πρώτοι που στήριξαν αυτά τα ολοκληρωτικά καθεστώτα ήταν οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες, που είδαν τα κέρδη τους να εξακοντίζονται στα ύψη γιατί οι εργαζόμενοι είχαν εγκλειστεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όχι αναγκαστικά σε αυτά των ολοκαυτωμάτων, αλλά σε αυτά της κοινωνίας. Αυτό ήταν σε τελική ανάλυση το έργο τους [...].
Τι μπορούμε να κάνουμε μπροστά σε αυτή τη ζοφερή κατάσταση που λίγοι τη συνειδητοποιούν, προτιμούν να ζουν με τις αυταπάτες τους και τις ψευδαισθήσεις τους και δεν βλέπουν τη συμφορά και την καταστροφή που έρχεται αθόρυβα και καραδοκεί μπροστά από την πόρτα του καθενός; Το πρώτο πράγμα είναι να απαλλαγούμε από τις ψευδαισθήσεις μας και τις αυταπάτες μας.
Πράγμα εξαιρετικά δύσκολο και επώδυνο, γιατί συχνά μέσα από αυτές έχουμε χτίσει την προσωπικότητά μας. Αλλά το κολιμπρί είναι μπροστά στα μάτια μας. Και δεν κουβαλάει μονάχα νερό. Με το πέταγμά του μας οδηγεί σε νέους ορίζοντες.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

Παράθυρα



Ένα ποίημα του Θάνου Ανεστόπουλου σε όλα τα παιδιά που έχουν υποστεί οποιαδήποτε μορφή βίας και κακοποίησης. Σε όλους εμάς δηλαδή διότι το σχολείο, το κράτος, η θρησκεία, η αγία ελληνική οικογένεια, η κοινωνία, η τηλεόραση και κάθε λειτουργία-όργανο του απάνθρωπου συστήματος είναι μορφές βίας

Ανοίξτε τα κορμιά με τα νύχια
ανοίξτε το φλασκί με το γλυκό κρασί
ανοίξτε τα βλέφαρα πόρτες
ανοίξτε τ'ανοιχτά παράθυρα
ανοίξτε τα λειψά και μισοφώτιστα δωμάτια
ανοίξτε τις σιωπές
ανοίξτε τα ουράνια τοπία
ανοίξτε τις υπέροχες μήτρες
ανοίξτε τα καλαίσθητα λευκώματα
ανοίξτε τις κάμαρες των αναμνήσεων
ανοίξτε τα πρόσχαρα κελλάρια
ανοίξτε τις παράφωνες νότες
ανοίξτε τα τριαντάφυλλα των γιορτινών αποφοιτήσεων
ανοίξτε τις πέτρινες μοναξιές ανοίξτε το λιβάνι και την σμύρνα
ανοίξτε τις μορφές του φθινοπωρινού ύπνου
ανοίξτε τα τσακισμένα μυστικά
ανοίξτε τις ψευδείς ευδιακρισίες
ανοίξτε τις απαγορευμένες πλατείες
ανοίξτε τους πόνους της ίασης
ανοίξτε τους πύρινους χορούς
ανοίξτε τα παιδικά μας πρωτολόγια
ανοίξτε τις αγκαλιές που δεν ήταν αγκαλιές
ανοίξτε τα ρεφρέν από τα παλιά τραγούδια
ανοίξτε το χρώμα και το αλάτι της σκουριάς
ανοίξτε τα γλυκοθώρητα αγόρια
ανοίξτε τους αξεδιάλυτους πόθους
ανοίξτε τα χαιδεμένα δρεπάνια
ανοίξτε τα χαριτωμένα κορίτσια
ανοίξτε τα σκουριασμένα σφυροδρέπανα
ανοίξτε τις κάσες των άδικων νεκρών
ανοίξτε την χωματένια απληστία
ανοίξτε τις διασκεδάσεις των αχρείων
ανοίξτε τα πλεχτά καλάθια με το τυρί
ανοίξτε τις στεγνές στυμμένες βρύσες
ανοίξτε το ράμφος της ηδονής
ανοίξτε τα ποίηματα που γράφτηκαν Φλεβάρη
ανοίξτε τα ποίηματα που γράφτηκαν για να την θυμίζουν
ανοίξτε τα ποίηματα που γράφτηκαν για να λησμονηθούνε
ανοίξτε τα σφαλισμένα χείλη
ανοίξτε τις αποθήκες με τις κραυγές
ανοίξτε το εύμορφο στόμα
ανοίξτε το αμαρτωλό νερό
ανοίξτε το ανευχάριστο όνειρο
ανοίξτε την στενάχωρη θάλασσα
ανοίξτε τις ευδαιμονικές μουσικές
ανοίξτε το παραμύθι με τους νεκρούς μας φίλους
ανοίξτε τα μαξιλάρια με τα πούπουλα
ανοίξτε τους ανασασμούς των κρίνων
ανοίξτε τα γράμματα της φυλακής
ανοίξτε τα πορτοφόλια των διαβόλων
ανοίξτε τις ζωές των νοικοκύρηδων
ανοίξτε τις βαριές ψυχές της Κυριακής
ανοίξτε τα λαμπερά μάτια των παιδιών
ανοίξτε τα λαμπερά μάτια των παιδιών
ανοίξτε τα λαμπερά μάτια των παιδιών
και κλείστε την τηλεόραση...

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2016

Μία αθάνατη αντιφασιστική φωνή



Στις 19 Αυγούστου του 1936, οι φασίστες συνέλαβαν κι εκτέλεσαν χωρίς δίκη κι αιτία τον σπουδαίο Ανδαλουσιανό ποιητή Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα. Λίγα χρόνια πριν μέσα από το ποίημά του "Στο Σείριο υπάρχουνε παιδία" είχε προφητεύσει το άδικο τέλος του.

Το κατάλαβα πως με είχαν δολοφονήσει 
Ερεύνησαν τα καφενεία, τα νεκροταφεία και τις εκκλησίες 
Έψαξαν τα βαρέλια και τα ντουλάπια 
Εσύλησαν τρεις σκελετούς για να τραβήξουν τα χρυσά τους δόντια 
Μα δε με βρήκαν 
Δεν με βρήκαν; 
Όχι, δεν με βρήκαν. 

( Σημείωση: Ο ποιητής δολοφονήθηκε από φασιστικό απόσπασμα και το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ!.)

Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

Άψε σβήσε, του Δημήτρη Π. Κρανιώτη


Παραβίασες τα σύνορα
που έθαψαν
το γνώθι σαυτόν,
γκρέμισες φυλακές
πίσω από κουρτίνες
που πυρπόλησε
η σπίθα της οργής σου,
χωρίς ουρλιαχτά,
χωρίς ψιθύρους,
στο άψε σβήσε,
έτσι απλά
γέννησες φως
σαν αγκάλιασες
όσα δεν λέγονται
(μα γράφονται)
στο σκοτάδι.

Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ
Φωτογραφία ανάρτησης: Frances Mortimer, Reflection, 1950s

Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Μανιφέστο, του Κρίστιαν Λούπα




Πώς να εκφράσεις αυτό το φόβο ; 
 Μια διογκούμενη αίσθηση ανοίκειου… 
 Μια όλο και πιο μεγάλη δυσκολία να καταλάβεις… 
 Μπορώ βέβαια να προσπαθήσω… 
 Να προσπαθήσω να πάρω μέρος σε επιπόλαιες διαμάχες 
 Να διατυπώσω κρίσεις… 
Όμως δεν πιστεύω πως αυτός ο τρόπος θα με βοηθήσει να καταλάβω κάτι περισσότερο. 
 Ή να βοηθήσω κάποιον άλλο να καταλάβει. 
 Αυτά που σκέφτομαι – κι αυτά που λέω – μου φαίνονται όλο και πιο ξένα προς εμένα… 
 Έχει άραγε νόημα να μοιραστώ αυτό το αίσθημα του ανοίκειου και του ακατανόητου; 
 Ο καλλιτέχνης εξακολουθεί άραγε να έχει κάποια χρησιμότητα όταν η κατάσταση είναι αυτή που είναι; 
 Ή εγώ, ως καλλιτέχνης… Κλπ κλπ 
 Κάποιος που νιώθει όλο και πιο ξένος. 
 Κάποιος που διαφωνεί όλο και πιο πολύ. 
 Το σκάνδαλο μιας καθολικής διαμαρτυρίας μοιάζει να είναι η μόνη δυνατότητα. 
 Π.χ. Το «Golgota Picnic»… 
 Ή κάτι αντίστοιχο… 
 Το ξέρω, με το να λέω «δεν καταλαβαίνω τον κόσμο σας», απλώς γκρινιάζω … 
 Οικτίρω τον εαυτό μου… 
 Αυτές οι σκέψεις, αυτή η ομολογία δεν έχει καμία χρησιμότητα για σας… Πρός τι μια τέτοια ομολογία ; 
 Ωστόσο, νιώθω την ανάγκη να σας την εκφράσω. 
 Αλλιώς δεν μπορώ να πάω παραπέρα… 
 Λέω ΣΑΣ Αλλά κατά βάθος δεν ξέρω τι πάει να πει σας 
 Σημαίνει εσάς που κοιτάτε ; 
 Για να βρίσκεστε εδώ, κάτι περιμένετε, 
 Κάτι περιμένετε από την τέχνη… 
 Κάτι περιμένετε από τον καλλιτέχνη… 
 Τι ; 
 Μια αλήθεια ή απλώς μια συνήθεια ; 
Όμως ούτε τώρα δε λέω ακριβώς αυτό που εννοώ… 
 Κινδυνεύω να μη γίνω κατανοητός… 
 Αυτό που θέλω να πω είναι πως ο ρόλος του καλλιτέχνη, παγιδευμένος καθώς είναι από το στάσιμο ρεύμα της απάθειας του κόσμου, συρρικνώνεται 
 Ως προς τις πνευματικές του ικανότητες, την ενέργειά του, τις αξίες του… 
 Τις δημιουργικές ικανότητες των συνειδήσεών μας 
 Ακόμα και… 
 Δεν ξέρω… 
 Ως προς το ίδιο το νόημα αυτών των συνειδήσεων 
 Γιατί στην ουσία πιστεύω πως ο ρόλος της ψυχής μας αλλάζει 
 Οι ψυχές μας δεν είναι πια χρήσιμες σε κανένα… 
 Γιατί στην ουσία ο ρόλος και το νόημα των συνειδήσεων και των αληθειών μας 
 Μάλλον τείνουν να εξαφανιστουν 
 Ίσως ο ρόλος των δημιουργικών μας οραμάτων να περιορίζεται ολοένα και πιο πολύ 
 Μέσα σ’αυτά που παράγει το μανιασμένο καρναβάλι 
 Της πολιτικής πραγματικότητας… 
 Το καμπαρέ της κοινωνίας και οι στροβιλισμοί της μωρολολογίας/ αερολογίας 
 Ή ακόμα και μια κάποια συνήθεια / εθισμός να συναναστρέφεσαι την τέχνη 
 Έχω την αίσθηση πως επαναλαμβάνουμε αυτή τη συνήθεια / εθισμό 
 Μ’έναν τρόπο όλο και πιο αυτόματο, όπως στα όνειρα. 
 Όμως τίποτα ουσιαστικό δεν παράγεται. 
Έχω την εντύπωση πως έχουμε όλοι καταθέσει τα όπλα 
 Πως αποδεχτήκαμε την ήττα μας απέναντι στον κόσμο 
 Πάει αρκετός καιρός από τότε που νιώθουμε πως είναι υπεράνω των δυνάμεών μας 
 Να συνεχίσουμε να παλεύουμε 
 Να συνεχίσουμε να σκεφτόμαστε 
 Να χτίσουμε σαν σπίτια τις μικρές κατασκευές της θέλησης… 
 Και γι άλλη μια φορά εμείς είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε κάτι τρομακτικό… 
 Και γι άλλη μια φορά εμείς είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε κάτι τερατώδες… 
 Λέω «εμείς» 
 Ίσως όμως να είναι μόνο δικό μου το πρόβλημα… 
 Όχι ! 
 Επιμένω στο ΕΜΕΙΣ 
 Νιώθουμε προδομένοι… Η δημοκρατία δεν μας προφυλλάσσει από τους δαίμονες της μετριότητας, απ’ αυτή την αγορά που τη μονοπωλούν κάτι παμπόνηροι που εκμεταλλεύονται το φόβο των μετρίων, τη μνησικακία τους, το μίσος, τη στέρηση, τη ματαίωση τους, όλο αυτό που ονομάζεται πολιτικό πνεύμα / μεγαλοφυία. 
 Ενώ ούτε το 10% των ψηφοφόρων δεν ψήφισαν υπέρ της ανθρωπιστικής πρόοδου. 
 Αυτός ο φόβος πρέπει να εκφραστεί. Είναι η παρακαταθήκη του Τόμας Μπέρνχαρτ ! Σ’αυτό το στάδιο βρισκόμαστε σήμερα. Ο
 Τόμας Μπέρνχαρτ το αποκάλεσε ναζισμό. 
 Πρόκειται για την πλειοψηφία, αυτή την αποφασιστική πλειοψηφία που επιτρέπει σ’εκείνους που διακινούν τη μνησικακία να ανεβαίνουν στην εξουσία, σ’εκείνους που, όποιες κι αν είναι οι δηλώσεις τους, θα γίνουν οι στενόμυαλοι εκτελεστές μιας εγωτικής και ανώριμης πορείας, οι εχθροί της ανθρώπινης προόδου που κρύβονται κάτω από τον μανδύα του Θεού. 
 Η άρνηση να ζεις εκεί όπου ζει ένας τέτοιος λαός – όποια κι αν είναι η σημασία αυτής της λέξης… 
Η άρνηση… 
 Σήμερα, οι ιερεμιάδες όλων εκείνων που φοβούνται μοιάζουν αφελείς. 
 Κι όμως, έχουν κάποιο νόημα όσα επαναλαμβάνουν από δω κι από κει μεμονωμένα άτομα, πρόσωπα που βρίσκονται ξαφνικά απομονωμένα : θέλω να φύγω, δεν θέλω να ζήσω εκεί όπου οι άνθρωποι κάνουν τέτοιες επιλογές. Πώς να μείνει κανείς αδιάφορος ; Είναι αδιανόητο… 
 Κι ανάμεσα σε όσους μιλούν για φυγή, καθένας νιώθει ξαφνικά φριχτά μόνος. 
 Ξαφνικά αποπροσανατολισμένος, ξεγελασμένος. Ξαφνικά… 
 Τι θα πει έθνος σήμερα ; 
Φοβάμαι την ερυθρόλευκη σημαία. Συνειδητοποιείτε τι σημαίνει αυτό ; 
 Πράγματι λοιπόν, έχω μείνει μόνος… η επιθυμία μου ήτανε να φύγω, κι έχω μείνει μόνος… Δεν αισθάνομαι Πολωνός, νιώθω όπως ο Τόμας Μπέρνχαρτ που τον ταλάνιζε στο τέλος της ζωής του η ακαταμάχητη επιθυμία να εγκαταλείψει τον τόπο όπου ήταν υποχρεωμένος να είναι Αυστριακός. 
Υπάρχει στον κόσμο που με περιβάλλει κάτι, απέναντι στο οποίο νιώθω όλο και πιο ξένος. 
 Δεν αρκεί να έχεις μια δουλειά, ένα διαμέρισμα και να μην έχεις οικονομικό πρόβλημα. 
 Δεν μπορώ να συμβιβαστώ με την ιδέα πως είμαι καρφωμένος εδώ, σαν φυτό, εδώ όπου οι άνθρωποι προτίμησαν την στενή επιλογή της οπισθοδρόμησης, και κλείνονται μέσα της, κλείνοντας το δρόμο στον Ονειροπόλο της ανθρωπιστικής προόδου. 
 Να ζήσω κάπου… αλλού… Αλήθεια είναι, δεν μπορώ να ζήσω εκεί όπου ανθεί ο φασισμός. Φασισμό το ονόμασαν στην Αυστρία. Μα τι είναι φασισμός ; 
 Εδώ εξοργίζονται όταν κάποιος χρησιμοποιεί τη λέξη «φασισμός», και χλευάζουν με τη μεγαλύτερη ευκολία όποιον την αρθρώνει μες στη μοναξιά και την απελπισία, όποιον τη χρησιμοποιεί δισταχτικά, γιατί είναι μια λέξη που προκαλεί δέος όπως μια μεγάλη καταδίκη. 
 «Δεν ξέρετε τι είναι ο φασισμός; Ριχτείτε με τα μούτρα στην ιστορία.», λένε οι κυνικοί. Εσείς οι κυνικοί ιστορικοί δεν ξέρετε για τι πράγμα μιλάτε. Λέω «φασισμός» γιατί δεν ξέρω άλλη λέξη. Ονομάζω φασισμό, αυτή τη συνομωσία της στενότητας (του πνεύματος), αυτή την κοινότητα που αναγορεύει το μίσος της σε κριτήριο υπεροχής, και ξαποστέλνει τον άλλο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. 
 Ο φασισμός υπήρχε πάντοτε. Αλλά η κοινωνία μας είναι και πάλι έτοιμη να βυθιστεί σ’ αυτή τη νέα σκοτεινή εποχή, να την διυλίσει και την ξαναφέρει στην επιφάνεια. 
 Ο φασισμός είναι που με κάνει να θέλω να φύγω, αυτός ο αέρας που τον έχει δηλητηριάσει μια στενόμυαλη κοινότητα γεμάτη μίσος και χαμέρπεια. Φασισμός είναι η εκφυλισμένη εθνικότητα σε μια εποχή όπου το έθνος έχει μεταβληθεί σε κάτι ακατάληπτο και αναχρονιστικό. Η εθνικότητα ως νόσος, η εθνικότητα ως υποδοχέας μνησικακίας, η κοινότητα που αποκλείει τον άλλον, ανεξάρτητα από τα κριτήρια με τα οποία και για τα οποία μετετρέπεται ακριβώς σε άλλον. 
 Ο φασισμός είναι η θρησκεία ενός Θεού που έγινε αρνητικός – ειναι η θρησκεία του αποδιοπομπαίου τράγου που τον θυσιάζουν στο όνομα του Θεού, είναι η λατρεία της ανωτερότητας αυτού του Θεού που εγκαθιδρύεται με τη θυσία του αποδιοπομπαίου τράγου… 
 Ο Θεός χάνεται από τον ορίζοντα της ανθρώπινης σκέψης, χάνεται βίαια από τον ορίζοντα της ανθρώπινης σκέψης, και μόνο με την φανέρωση του εχθρού ξαναγίνεται ορατός… 
 Ο εχθρός με το καλυμμένο πρόσωπο που φανερώνεται σήμερα, είναι ο Θρησκευτικός Πόλεμος…. Άραγε από κει να προέρχεται ο φόβος και η διάχυτη ανάγκη φυγής ; 
 Είναι αδύνατο να παραμένω σε μια κοινότητα που κάνει αυτές τις επιλογές. Αρνούμαι να ξυπνάω σε μια χώρα όπου κυματίζει η ερυθρόλευκη σημαία. 
 Αυτό το συμπυκνωμένο μίσος που με κατακλύζει από παντού μ’ εμποδίζει να αναπνεύσω… 
Το κλουβί αυτό όπου με διαχώρισαν ως ξένο, εξαιτίας των πιθανών ονείρων μου για μια πιθανή πρόοδο του ανθρώπινου όντος. 
 Φασισμός είναι η μετατροπή του Άλλου σε εχθρό, παμπάλαια μέθοδος της κοινότητας των μετρίων. 
Ο φασισμός είναι η θρησκεία των μετρίων… Είναι ο απροσδιόριστος φόβος που νιώθουν οι απομονωμένοι, απομονωμένοι ακόμη περισσότερο εξαιτίας μιας μυστικής συνομωσίας που τους κρατά εγκλωβισμένους. 
 Στην οδό Μπρακά στην Κρακοβία καίνε αυτοκίνητα, και κανείς δεν ενδιαφέρεται… άλλωστε δεν έβαλαν αυτοί τη φωτιά. Η κοινότητα επέλεξε το δικαίωμα να καταστρέφει, να καταργεί τη διαφορά, να κλείνει όλες τις διόδους που οδηγούν προς τα έξω… το δικαίωμα να φράζει τους δρόμους που οδηγούν σε σκέψεις και ερωτήματα σε σχέση με το τι μπορεί να είναι ο άνθρωπος. Οι μέτριοι αυτά τα φοβούνται. Όταν η δημοκρατία ελέγχεται από τους μέτριους μεταμορφώνεται σε φασισμό. Φασισμός είναι αυτός ο κλειστός χώρος όπου η μετριότητα των ημέτερων μετατρέπεται σε ύψιστη αξία. 
 Μια ακατανόητη αλλά αδήρητη ανάγκη φυγής από τον τόπο όπου συμβαίνουν όλ’αυτά, όπου το κάψιμο των αυτοκινήτων επέχει θέση θρησκευτικών θυσιών… 
 Η πλατεία Ηρώων είναι ο τόπος όπου ένας άντρας μίλησε και καθιέρωσε τη λατρεία της θρησκείας του μίσους. 
 Φτου/ Για δες ! πάει κι η τηλεόραση ! Η τηλεόραση χάλασε ! Ίσως μάλιστα και να ’χει σπάσει 
! Άλλος ένας διάχυτος λόγος να φύγει κανείς από εδώ. Γιατί είμαστε θύματα της πορνογραφίας των Δημοσιογράφων…. Αυτοί ευθύνονται γι αυτό το τσίρκο, για τη κατακρεούργηση των κριτηρίων, για την πολιτική πορνογραφία που δεν καταργεί μόνο όλους τους δρόμους των πνευματικών δυνατότητων, αλλά και την ίδια την ιδέα αυτών των δρόμων. 
Πρόκειται για την πρακτική της καθημερινής διασκέδασης μέσω μιας ισχυρής καθημερινής δόσης χαυνωτικής πολιτικής διασκέδασης. (ακόμα και μια εκλογική βραδιά μετατρέπεται σε χαυνωτική πολιτική διασκέδαση για ηλιθίους) 

 Κρακοβία, 27 Οκτωβρίου 2015, 14:50

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

Ποιήματα δυο αγαπημένων μου προσώπων



Στ’ αζήτητα - Γιωργής Σαράτσης
(Μνήμη Κώστα Καρυωτάκη)

Κρύα νύχτα.
Από ‘κείνες που σου χαρίζονται με δυσκολία.
Καιρός για λίγους. Επίλεκτους καμικάζι
που αφήνουν ακόμα κηλίδες σπέρματος ν’ απλώνουν
στα σεντόνια.

Δεν μπορώ να κρύβομαι πια, μου ‘λεγες.
Αφόρητες διαισθήσεις.
Εξασθενώ. Μη βλέπεις άλλο, σου φώναζα.
Μην ακούς άλλο…
Μη νιώθεις άλλο…
Λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ.

Τα κείμενά μου με καθετήρα και ορό.
Παραπληγικές φράσεις που αντέχουν στον πόνο.
Σημεία στίξης με θράσος γροθιάς.
Ερωτήματα που γράφτηκαν για να παραμείνουν αναπάντητα.
Σαν από χρόνια μαλωμένος με τις απαντήσεις.

Σκληρές διαμάχες μέσα μου.
Απολογίες που κανείς ποτέ δεν θα τις ακούσει.
Τα σκοτωμένα μέσα μου παιδιά
και το κτήνος του κόσμου που αρχίζει ν’ αγαπιέται επικίνδυνα.

Καιρός για λίγους. Χαλκέντερους
και ολίγον τι νομοταγείς.
Όχι σαν εμάς τους άθεους,
τους άρρωστους και τους αλήτες.
Κι αν ρωτήσουν
κρύβομαι να τους πεις γιατί γεννήθηκα πιο μόνος
από όλους τους μόνους.

Κι ο κόσμος να τους πεις
όπως κι οι αλήθειες, δεν επαναλαμβάνονται.
Τις ακούς τυχαία μια φορά κι έπειτα
αφήνονται στ’ αζήτητα.
Ποιος ν’ ασχοληθεί;


Λολίτα - Ράνια Παπακώστα

Τ’ αφράτα μπλε παπλώματα
οι στεγνές βόλτες στην εξοχή
οι μουσικές προγυμνάσεις στα ωδεία
τα καραμελωμένα μήλα
Τσόφλι μια ζωής καλοσχηματισμένης
έτοιμης από καιρό να εκκολαφθεί

Το φως
Το φως είναι εκείνη
Την φιλάω στα μάτια
γιατί στα μάτια φιλά
μόνο αυτός που ξέρει
να κρατάει μυστικά

Τα χείλη της ανοίγουν σαν ώριμο φρούτο
τα μάτια της, φριχτές παγίδες άγριων ζώων
σε δάση ατελείωτα
τα στήθη της, σημαίες χωρών
που κυματίζουν μεσίστιες
από το βαρύ πένθος
ενός μικρού θανάτου
που πρόκειται να επέλθει

Πόσο κοστίζει η σπατάλη πολύτιμων ωρών;
Ποιός πληρώνει;

Ο χρόνος
Ο χρόνος δεν είναι παρά μια σύμβαση

Ο θάνατος
Ο θάνατος είναι ο τελευταίος εχθρός

Τίποτα δεν σου φανερώνεται
αν δεν παραδοθείς σε μιαν ομίχλη
κι ο μόνος τρόπος να γλιτώσεις
απ΄τον ίλιγγο μια πτώσης
είναι πέφτοντας

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Γερασμένη ήπειρος


Η Ευρώπη είναι πλέον μία ήπειρος γερασμένη.
Γερασμένη, πληγωμένη και βαριά άρρωστη.
Πρώτες τις πληγές οι αιώνιοι πόλεμοι στα εδάφη της.
Έπειτα εμφανίστηκε το καρκίνωμα του νεοφιλελευθερισμού,
κι ακολούθησε η μετάσταση με τον νεοναζισμό.
Οι κραυγές μίσους προς τους πρόσφυγες 
δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν επιθανάτιο ρόγχο. 
Η Ευρώπη έκανε τον κύκλο της.
Ας αποδεχτούμε τον θάνατό της,
διότι μόνο έτσι θα καταφέρει να ξεπηδήσει κάτι νέο
από τις στάχτες που θα αφήσουμε εμείς...

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Το τίποτα ως κατάκτηση



του Γιωργή Σαράτση

Παίρνεις απόσταση τις νύχτες
μυρίζεις όμορφα
κάτω απ’ το ζεστό μπουφάν
κι εγώ ν’ αντέχω
θερμοκρασίες υπό το μηδέν
σε μια στενή γωνιά του κόσμου.

Οσμίζομαι θάνατο
χαλασμένους παλμούς
την ήττα κάθε ποιητή
αιμόφυρτη στους δρόμους.

Να ηρεμήσω ήθελα στο κορμί σου
οράματα ήθελα
και ξένους τόπους
γιατί είναι σκληρή η ζωή εδώ
κανείς δεν ευτυχεί.

Καταλαβαίνεις;
κατάντησα ο εαυτός μου
το τίποτα
ως κατάκτηση

[Δημοσιεύθηκαν στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΦΤΕΡΑ ΧΗΝΑΣ]

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

«Λοιπόν τι θέλεις Τζον εδώ; Τι θέλεις; Γύρισε στην πατρίδα σου»



Κι έτσι ξυπόλυτος σκοτώθηκε ο Παυλής το Δεκέμβρη
Κι έτσι ξυπόλητα μείναν τα ποδάρια του.
Δεν τα λειώσε το τανκ σου, Τζον, τα πόδια του,
κι έτσι ξυπόλυτος, Τζον, κι έτσι ξυπόλυτος ο Παυλής
τώρα σεργιανάει στην αθανασία. (…)

Τι θέλεις, Τζον, εδώ πέρα; Γύρισε στην πατρίδα σου.
Η πατρίδα σου είναι μεγάλη, Τζον – είναι όμορφη η πατρίδα σου –
Είναι κείνα τα φώτα στην ομίχλη – και σε περιμένει, Τζον, η μάνα σου
Και σεργιανάει ο Βασιλέας Ληρ μες στην ομίχλη
Ο Βασιλέας Ληρ γδυμένος το βασιλικό του μεγαλείο και στο στέμμα του
Μ’ ένα κλαδάκι μοναχά αγριελιάς στα άσπρα μαλλιά του,
ο Ληρ μες στην Ομίχλη του Λονδίνου
Ο Ληρ – όχι πια βασιλιάς – μα κάτι πιότερο, Τζον, ο Ληρ άνθρωπος
Ο Ληρ μες στην ομίχλη του Λονδίνου γυρεύοντας την Κορδέλλια
Ο Ληρ, Τζον, με τα βρώμικα γένεια του, τυφλός
Ψάχνοντας με τα δάχτυλά του δίχως δαχτυλίδια
Ψάχνοντας τον αγέρα και την καρδιά μας να πιάσει το χέρι της αγάπης
Τυφλός ο Ληρ πλέοντας όλος μες στο θάμπος της αγάπης
Και κείνα τα φώτα στην ομίχλη φκιάχνοντας ένα φωτοστέφανο
Γύρω στ’ αχτένιστα μαλλιά του Ληρ – Κι εμείς αγαπάμε, Τζον, το Ληρ
Κι ο Βεάκης έπαιξε το Ληρ στα θέατρά μας, Τζον,
Ο Βεάκης, Τζον, που με το φωτοστέφανο του Ληρ
Κάθεται αυτή την ώρα, Τζον, πίσω απ’ τ’ οδόφραγμα της Κυψέλης
Αυτήν την ώρα, Τζον, που ανηφοράει το τανκ σου στην Κυψέλη –
Και μεις, Τζον,
Πολύ αγαπάμε την Κορδέλλια, θαρρώ την αδελφούλα σου
Τη λένε Κορδέλλια. Κι η Κορδέλλια σε περιμένει, Τζον,
Να συνεχίσετε το διάβασμα των στίχων του Βύρωνα.
Νάτος ο Λόχος, Τζον, του Λόρδου Βύρωνα
Ο Λόχος, Τζον, των φοιτητών μπροστά στο τανκ σου, Τζον. Δε βλέπεις;
(…)
Τι θόρυβο που κάνουν, Τζον, τα κανόνια σας;
Δεν μ’ ακούς; Πού να μ’ ακούσεις! Τα κανόνια σας
σας σκότωσαν πάλι το Γιωργάκη, που τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί.
Σκότωσαν πάλι το Βαγγέλη, που τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί.
Σκότωσαν πάλι τον Φούτσικ, στην Ελλάδα του Δεκέμβρη.
Σκότωσαν πάλι τον Βύρωνα που ‘χε πεθάνει για την Ελλάδα.
Σκότωσαν πάλι τον Περί.
Σκότωσαν πάλι τον Πέτρο.
Σκότωσαν πάλι τη Ζόγια.
Σκότωσαν πάλι την Ηλέκτρα.
Σκότωσαν πάλι τον Αλέκο
Σκότωσαν, Τζον, τους διακόσιους μας.
Σκότωσαν, Τζον, όλους εκείνους που ‘χαν σκοτωθεί για το καλό του κόσμου.
Μα, Τζον, τέλος πάντων, δεν τόμαθες;
Μπορεί να σκοτωθούν οι αγωνιστές της λευτεριάς του κόσμου;
Δεν τόμαθες ακόμη Τζον; Τα κανόνια σας
Μόνο την ιστορία σας, σκότωσαν τα κανόνια σας
στην Ελλάδα του Δεκέμβρη.

Από τις «Γειτονιές του Κόσμου»,
του Γιάννη Ρίτσου

Επιμέλεια: Ηρακλής Κακαβάνης

(Στη φωτό Αγγλοι σε επιχείρηση έξω από τα γραφεία του ΕΑΜ στην οδό Κοραή)

Πηγή: atexnos.gr

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Φοβάμαι...



Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».

Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.

Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.

Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».

Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.

Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

 Μανώλης Αναγνωστάκης

 Το ποίημα «Φοβάμαι» γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή.

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

Ως τίποτα...



Άδειες στιγμές στάζουν
στο στόμα της νεκροκεφαλής
που χάσκει άμοιρο ευθυνών
για το τέλος του.

Άδειες μέρες κυλάνε
στο λευκό ωκεανό του τίποτα.
Άδειο λευκό που το βαφτίζουν αγνότητα
υμνώντας το αδιάφορο.

Είναι τα πάθη και τα λάθη
τα σκούρα χρώματα της ταραχής
που δίνουν ύπαρξη σ’ ό,τι κυλάει
και δεν αντέχει να μετρήσει
τη ζωή ως σύμπτωση.

Πηγή: Καρτέσιος

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Το πάθος των γειτόνων μας!


Ποιος φοβάται περισσότερο, ένας παρανοϊκός πρόεδρος που δίνει εντολές να ανατινάζεται ο λαός του ή ο λαός που παρ' όλο το τρόμο που σπέρνει το παρακράτος, επιμένει να κατεβαίνει στους δρόμους για να διεκδικήσει το δίκιο του;
Επίσης πόσο επικίνδυνος δείχνει πλέον ο Ερντογάν όταν ρίχνει τις ευθύνες στο Ισλαμικό Κράτος οδηγώντας τη χώρα του σε επικίνδυνες καταστάσεις. Η γελοιότητά του ξεχειλίζει μέσα από το παλάτι του. Το ίδιο και η παράνοιά του...
Παρ' όλα αυτά, οι Τούρκοι δείχνουν χρόνια τώρα το δρόμο. Το πάθος τους είναι έντονο μέσα σε ένα καθεστώς αυστηρό κι απάνθρωπο. Δεν πτοούνται. Δεν τρομάζουν. Κατεβαίνουν στους δρόμους και φωνάζουν για το δίκαιο και για το κοινό καλό. Χορεύουν για την ειρήνη και τραγουδούν για την αγάπη. Στοιχεία που λείπουν καιρό τώρα από μας, αφήνοντας το κενό τους να το καλύψουν η μιζέρια, το μίσος και η οργή. Όσο για το δίκαιο, απλά αδιαφορούμε. Και το χειρότερο είναι πως έχουμε ξεχάσει να το διεκδικούμε. Πέντε χρόνια απουσιάζει από την Ελλάδα.
Καιρός να σπάσουμε τα σύνορα και να γίνουμε όλοι ένα!
Λίγο πριν κατέβω στο Σύνταγμα, θα ήθελα να μοιραστώ τους στίχους από το ποίημα Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου,

Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους 
για τους γενναίους, τους δυνατούς 
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, 
τα ελεύθερα τα γενναία, τα δυνατά 
Γι' αυτούς η απόλυτη υποταγη 
κάθε στοιχείου, η σιγή 
γι' αυτούς τα δάκρυα, γι' αυτούς οι φάροι 
κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια [...]

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

«…τούτο τον πικρό μήνα Σεπτέμβρη του 1973…»



«… τούτο τον πικρό μήνα Σεπτέμβρη του 1973… » Ο Πάμπλο Νερούδα, ο μεγάλος Χιλιανός ποιητής, στήριξε τον Αλιέντε και την κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας από την πρώτη στιγμή. Όταν ο Πινοτσέτ κατέλαβε την εξουσία μέσω του αμερικανοκίνητου πραξικοπήματος, ο Νερούδα «απάντησε» με το ποίημα Σατράπες, που έμελλε να είναι και το τελευταίο του καθώς πέθανε μερικές ημέρες μετά, στις 23 Σεπτεμβρίου 1973:

Νίξον, Φρέϋ και Πινοτσέτ
ως τώρα, ως τούτο τον πικρό
μήνα Σεπτέμβρη του 1973,
με τον Μπορνταμπέρι, τον Γκαρατσάτσου και τον Μπαντζέρ,
ύαινες αχόρταγες, τρωκτικά,
σιγοτρώνε τα λάβαρα,
τα καταχτημένα με τόσο αίμα, με τόση φωτιά,
στα τσιφλίκια ποδοπατημένα,
διαβολικοί δραγουμιστές,
σατράπες, μύριες φορές πουλημένοι,
ξεπουλητάδες βαλτοί
από τους λύκους της Νέας Υόρκης…

πεινασμένες για δολλάρια μηχανές,
σημαδεμένοι από τα θύματα
των λαών που θυσιάσατε,
εκπορνευμένοι μικροπωλητές
ψωμιού και αέρα αμερικάνικου,
εγκληματικοί βούρκοι, συμμορίες
από μαστρωπούς μπόσηδες
δίχως άλλο νόμο απ’τα βασανιστήρια
και την πείνα που μαστιγώνει τους λαούς…

Πηγή: http://www.press-gr.com/2015/09/1973.html