Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεωρίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεωρίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

Πολιτική Ορθότητα: Η σύγχρονη παράνοια




του Γιώργου Πανόπουλου

Η κατάσταση έχει φτάσει σε οριακό σημείο, ή μάλλον στο ίδιο ανησυχητικό σημείο της περιβαλλοντικής καταστροφής. Η φύση ουρλιάζει για το βιασμό της με τον ίδιο τρόπο που τα ελάχιστα εγκεφαλικά κύτταρα που δεν έχουν διαβρωθεί από την περιρρέουσα ασημαντότητα ουρλιάζουν για την επέλαση της πολιτικής ορθότητας.
Φοβόμαστε μήπως χρησιμοποιήσουμε μια λάθος λέξη, μήπως θεωρηθούμε προσβλητικοί και πρωτόγονοι, ή μήπως είμαστε ρατσιστές, σεξιστές, ομοφοβικοί. Ο φόβος που πλανιέται από πάνω μας και μέσα μας δεν μας επιτρέπει να μιλήσουμε, να γράψουμε, να σκεφθούμε. Όλα πρέπει να είναι στρογγυλεμένα, χωρίς αιχμές, χωρίς πάθος, χωρίς λάθη. Η Πολιτική Ορθότητα μάς απειλεί με σηψαιμικό σοκ.
Λίγα λόγια για το έργο. Η Πολιτική Ορθότητα αναπτύχθηκε στο Ινστιτούτο των Κοινωνικών Ερευνών της Φρανκφούρτης που δημιουργήθηκε το 1923 και έγινε γνωστό ως η Σχολή της Φρανκφούρτης. Η ομάδα των διανοητών που την απάρτιζαν είχε ένα πρόβλημα: Γιατί ο κομμουνισμός δεν μπορούσε να διαχυθεί στην Δύση; Η απάντησή τους: τον εμπόδιζε η Δύση. Και ποιό ήταν το πρόβλημα με το Δυτικό Πολιτισμό; Η πίστη του στο Άτομο και στη δυνατότητά του να αναπτύξει στέρεες ιδέες, ενώ η κομμουνιστική θεωρία θεωρούσε ότι στέρεες ιδέες μπορούν να προέλθουν μόνο από τη συλλογικότητα των μαζών. Το Άτομο δεν ήταν τίποτα. Πίστευαν ότι ο μόνος τρόπος για να επεκταθεί ο κομμουνισμός (και δια της βίας ει δυνατόν) ήταν να βοηθήσουν τον Δυτικό Πολιτισμό να αυτοκαταστραφεί. Πώς θα γινόταν αυτό; Αλλάζοντας το Λόγο και το τρόπο Σκέψης τους. Επιβάλλοντας την ιδέα ότι η γλώσσα όταν εκφράζει τα πιστεύω σου απαξιώνει τους άλλους και έτσι δημιουργεί ανισότητες και αδικίες. Αυτό το ονόμασαν κάτι που ακούγεται θετικό: Πολιτική Ορθότητα.
Έτσι φτάσαμε σήμερα να ονομάζουμε τους ηλικιωμένους «πρεσβύτερους», τα γκέτο μεταμορφώθηκαν γλωσσικά σε «εσωτερικές πόλεις», το πρόβλημα έγινε «θέμα», οι φυλακές έγιναν «τόποι αναμόρφωσης», ο γιατρός έγινε «χορηγός υγείας», οι ανήλικοι εγκληματίες έγιναν «παιδιά υψηλού κινδύνου», τα Χριστούγεννα αντικαταστάθηκαν από τον όρο «Χαρούμενες Διακοπές» -ενώ στα ημερολόγια αντικαταστάθηκαν από τον όρο «Χειμερινές Διακοπές», το TΙΜΕ αντικατέστησε το Man of the Year με το «Person of the year», η περικοπή από το Ευαγγέλιο του απόστολου Ματθαίου “..man does not live by bread alone..” έγινε “… people do not live…” , γυναίκες και άντρες αστυνομικοί ονομάζονται «αστυνομικοί υπάλληλοι», η λέξη sex αντικαταστάθηκε από τη λέξη “gender” και ο Θεός αντικαταστάθηκε από το S/he God. Η προσαρμογή ήταν στην αρχή διστακτική. Περάσαμε από το «μαύρος» στο «αφροαμερικάνος», από το «διανοητικά καθυστερημένος» στο «άτομο με αναπτυξιακή υστέρηση». Η γλωσσοκάθαρση δεν ήταν ακόμα επιθετική. Ήταν ζήτημα χρόνου. Σε λίγα χρόνια η ορθότητα άρχισε να υπερδιορθώνει τον εαυτό της δημιουργώντας συνεχώς καινούργιους ευφημισμούς που μοιάζουν όλο και περισσότερο με γελοιογραφίες: ο κοντός έγινε «κάθετα μειονεκτικός », ο φαλακρός «άτομο δεν μειωμένους θύλακες τριχών» και τα ζώα «τετράποδοι μη ανθρώπινοι συνεργάτες», κλπ. Μήπως θα πρέπει να αρχίσουμε να ονομάζουμε τα θύματα της πείνας στην Αφρική «ανθρώπους με μηδενική ημερήσια κατανάλωση θερμίδων» -ή μήπως αυτός ο χαρακτηρισμός υπάρχει ήδη ;
Η Π.Ο. επανήλθε ως κράμπα στην αμερικάνικη σκέψη της δεκαετίας του 90 για να περάσει σαν γενικευμένο νευρικό τικ της δυτικής κοσμοαντίληψης στη δεκαετία του 2000 κι ύστερα στην δεκαετία του 2010 απλώνεται και μεταδίδεται σαν πανούκλα μέσα από τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης. Ο συνδυασμός new age και πολιτικής ορθότητας που είναι ούτως ή άλλως ολέθριος, στην Ελλάδα έχει εμπλουτιστεί και μ΄ ένα καλπάζοντα αντιπαθητικό μικροαστισμό κατά τον οποίο μόλις αποδράσεις από την κοινοτοπία του "καλού ανθρώπου", δηλαδή μόλις αποκτήσεις διαφορετική άποψη, γνώμη, θέση αυτόματα γίνεσαι "εμπαθής", "κακός", "φρίκ" και καλείσαι να επανέλθεις στην τάξη (τους).
Όμως κάθε φορά που απαγορεύεις και κατακεραυνώνεις μια λέξη, μια φράση, μια γνώμη αφαιρείς μια πέτρα από το δημοκρατικό οικοδόμημα. Οι δυτικές κοινωνίες επιδεικνύουν την ανικανότητά τους στην λύση ενός προβλήματος αφαιρώντας λέξεις.
Η Π.Ο. που θα μπορούσε να σημαίνει και Πληκτική Ομοιογένεια είναι μια ύπουλη ιδεολογία που βάζει το μυαλό σου στον κάδο του πλυντηρίου τραντάζοντας το μέχρις εξουθενώσεως. Στην μία πλευρά του περιγράφει μια φιλελεύθερη εκστρατεία που έχει στόχο να πείσει τους θεσμούς και το πλατύ κοινό να συμπεριφέρονται σε όλους ισότιμα ανεξάρτητα από το φύλο, το χρώμα και τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Όπως όλες οι εκστρατείες στις δημοκρατίες μπορεί να νικήσει μόνο με πειστικά επιχειρήματα. Όμως η Π.Ο έγινε ένας μισητός όρος επειδή στον πυρήνα του περιέχει τη σιωπή κάθε επιχειρήματος.
Κάποιος είπε ότι η ουσία της ελευθερίας βρίσκεται στους πολλούς που θυσιάζονται για τους λίγους. Αβανταδόρικη άποψη που μπορείς να την υιοθετήσεις χωρίς δισταγμό. Όμως στις μέρες μας, σήμερα στο 2018 δεν είναι ταμπού να σκεφτείς, να αντικρούσεις ή να κριτικάρεις την αυξημένη επιρροή και τη δύναμη των μειοψηφιών.
Το σημαντικό για όσους τουλάχιστον μιλάνε για την ελευθερία του λόγου, του τύπου, ή για την ελευθερία της έκφρασης είναι ότι οι δημοσιογράφοι, οι πολιτικοί και οι πολίτες δεν πρέπει να εκφοβίζονται και να τιμωρούνται για την έκφραση της γνώμης τους αφού υποτίθεται ότι έχουμε το δικαίωμα της απόψής μας. Και φυσικά δεν χρειάζεται να την πέφτουμε σε οποιοδήποτε εκφράζει χιούμορ, αστειεύεται ή σατιρίζει: το χιούμορ ή είναι ελεύθερο ή δεν είναι. Το χιούμορ αποτελεί βασικό συστατικό της δημοκρατίας και για τους περισσότερους ανθρώπους το γέλιο είναι μια υγιής δικλείδα ασφαλείας σε ένα γκρίζο παγκοσμιοποιημένο κόσμο.
Η πολιτική ορθότητα έχει ξεφύγει εντελώς στα αμερικάνικα πανεπιστήμια. Οι φοιτητές την απαιτούν με φανατισμό και τη θεσμοθετούν. Υπάρχει ένα κίνημα που συνεχώς απλώνεται για να μειώσει τις «μικροεπιθέσεις» -δηλαδή υπόγειες δράσεις ή δηλώσεις που ενισχύουν τα πολιτισμικά και φυλετικά στερεότυπα. Οι φοιτητές επίσης δημιουργούν κανόνες στις σχολές που περιέχουν προειδοποιήσεις για βιβλία που προκαλούν δυνατά αισθήματα. Πρόκειται για ένα κίνημα που καθαρίζει τα πανεπιστήμια από λέξεις, ιδέες και θέματα που μπορεί να προκαλέσουν δυσαρέσκεια ή να προσβάλλουν.
Οι μικρο-επιθέσεις (micro-aggressions) είναι μικρές πράξεις ή λεκτικές επιλογές που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να κρύβουν κάτι κακό αλλά εν τούτοις θεωρούνται σαν ένα είδος βίας. Για παράδειγμα σε κάποια πανεπιστήμια είναι μικροεπίθεση να ρωτήσεις ένα Αμερικανοασιάτη, ή Λατινοαμερικάνο «Πού γεννήθηκες;» γιατί αυτό υπονοεί ότι δεν είναι πραγματικός αμερικανός. Επίσης λένε ότι Ο Μεγάλος Γκάτσμπι του Σκοτ Φιτζέραλντ περιέχει μισογυνισμό και φυσική κακοποίηση γι΄ αυτό και φοιτητές που έχουν υποστεί κακοποίηση ή ρατσιστική βία καλό είναι να αποφύγουν τέτοιου είδους βιβλία που μπορούν να ενεργοποιήσουν το τραύμα. Το περιοδικό New Yorker έγραψε πρόσφατα ότι φοιτητές της νομικής ζήτησαν από τους καθηγητές του Χάρβαρντ να μην διδάσκουν τα αδικήματα του βιασμού και να μην χρησιμοποιούν τη λέξη «παραβίαση» (σε εκφράσεις όπως «παραβίαση του νόμου») επειδή μπορεί να προκαλέσει δυσφορία στους φοιτητές. 
Βρισκόμαστε αντιμέτωποι μιας μαζικής επέλασης Π.Ο. που δεν θα σταματήσει μέχρι που η γλώσσα να γίνει γλωσσοδέτης, μέχρι που η γλώσσα να μην αντιστοιχεί σε καμία πραγματικότητα. Δημιουργείται μια γενιά από αντισηπτικούς νέους πολίτες εντελώς απροετοίμαστων για την κανονική ζωή που επί πλέον καταστρέφουν την ουσία της ανώτατης εκπαίδευσης που είναι να μην διδάσκεσαι Τι να Σκέφτεσαι αλλά Πώς να Σκέφτεσαι κι επί πλέον διακινδυνεύει την ψυχικής της υγεία με το να μην αντιμετωπίζει τίποτα από ό,τι φοβάται, περιέχει, απωθεί και αποφεύγει. Τα παιδιά μεγαλώνουν σε μια κουλτούρα που «δεν θα κρατήσουμε σκορ στο παιχνίδι γιατί δεν θέλουμε να χάσει κανείς». Με το φανατισμό που επιδεικνύουν οι σταυροφόροι της αποτοξίνωσης της γλώσσας είναι αδύνατο να μη σκεφτούμε ότι η αντεπίθεση θα έχει τόση δύναμη όσο και η επίθεση τους.

Πηγή: www.doctv.gr

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Η δημοκρατία σε κίνδυνο




του Θανάση Γιαλκέτση

Γεννημένος στο Μόναχο το 1982, ο Γιάσα Μουνκ διδάσκει σήμερα Πολιτική Θεωρία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του «Popolo vs democrazia» (Feltrinelli 2018), ο Μουνκ έδωσε στο ιταλικό ηλεκτρονικό περιοδικό Reset τη συνέντευξη που ακολουθεί.

● Η θέση σας για τον εκφυλισμό των φιλελεύθερων δημοκρατιών βασίζεται σε μιαν εννοιολογική και μεθοδολογική διάκριση: τη διάκριση ανάμεσα στους δύο πόλους που συνθέτουν τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Γιατί θεωρείτε ότι δημοκρατία και φιλελευθερισμός θα πρέπει να διαχωρίζονται; 

Με μιαν ορισμένη έννοια δεν διαχωρίζονται. Ζούμε πράγματι σε ένα πολιτικό σύστημα που αντλεί τη νομιμοποίησή του από την ικανοποίηση δύο αξιών: της ατομικής ελευθερίας, που αντιπροσωπεύει θα λέγαμε το φιλελεύθερο σκέλος, και του συλλογικού αυτοκαθορισμού, που ενσαρκώνει το δημοκρατικό σκέλος. Για να κατανοήσουμε όμως αυτό που συμβαίνει στον κόσμο, είναι σημαντικό να σκεφτόμαστε ως διακριτά αυτά τα δύο σκέλη. 
Αν ορίζουμε τη δημοκρατία με τέτοιον τρόπο ώστε να συμπεριλαμβάνει όλα όσα μας φαίνονται επιθυμητά, γίνεται αδύνατο να κατανοήσουμε, για παράδειγμα, αυτό που έγινε στην Ελβετία, όπου η πλειοψηφία των πολιτών ψήφισε να απαγορευτεί η κατασκευή ενός τζαμιού. Μια ψήφος που είναι ταυτόχρονα δημοκρατική, επειδή εξέφρασε σαφώς τη βούληση της πλειοψηφίας των πολιτών μέσα από ένα δημοψήφισμα, αλλά και μη φιλελεύθερη. 
Η διάκριση επομένως μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα την ανάδυση δύο νέων πολιτικών συστημάτων, που είναι υπό διαμόρφωση. 
Από τη μια μεριά, εδώ και πολλά χρόνια ζούμε σε συστήματα που αποτελούν έκφραση ενός ανεπαρκώς δημοκρατικού φιλελευθερισμού, στα οποία τα δικαιώματα ατομικής ελευθερίας γίνονται λίγο ώς πολύ σεβαστά, αλλά οι άνθρωποι μένουν με την εντύπωση ότι δεν διαθέτουν πλέον τη δύναμη για να παίρνουν αληθινά σημαντικές αποφάσεις. 
Από την άλλη μεριά, επικρατούν οι μη φιλελεύθερες δημοκρατίες, εκείνα δηλαδή τα συστήματα στα οποία ορισμένοι ηγέτες, συχνά δημοφιλείς, όπως ο Ματέο Σαλβίνι στην Ιταλία, αρχίζουν να παραβιάζουν τα ατομικά δικαιώματα, να αρνούνται τα δικαιώματα των μειονοτήτων, να υπονομεύουν την ανεξαρτησία των θεσμών και των κρατικών οργανισμών, όπως συμβαίνει στην Ιταλία με τη δημόσια τηλεόραση. 

● Για να το πούμε διαφορετικά, ο μη δημοκρατικός φιλελευθερισμός αντιστοιχεί στην ολιγαρχική τεχνοκρατία, ενώ η μη φιλελεύθερη δημοκρατία αντιστοιχεί στον αυταρχικό λαϊκισμό. Ποιοι είναι οι κίνδυνοι του λαϊκισμού αυτής της μορφής; 

Πρόκειται για έναν διπλό κίνδυνο. Σε μια πρώτη φάση, ο αυταρχικός λαϊκισμός στρέφεται εναντίον των μειονοτήτων, αποδυναμώνει τους θεσμούς, αρνείται το κράτος δικαίου, ασκώντας μια βία εναντίον της πρώτης από τις αξίες μας, της ατομικής ελευθερίας. 
Από τη στιγμή όμως που οι μη φιλελεύθεροι πολιτικοί έχουν αποδυναμώσει τους ανεξάρτητους θεσμούς, έχουν αλλάξει τον χαρακτήρα των συνταγματικών ισορροπιών, έχουν εξασφαλίσει την εκλογή των δικών τους ανθρώπων στις εκλογικές επιτροπές, γίνεται αδύνατο να απομακρυνθούν από την κυβέρνηση με δημοκρατικά μέσα. 
Εδώ βρίσκεται ο διπλός κίνδυνος. Φοβάμαι ότι η μη φιλελεύθερη δημοκρατία είναι ένα πολιτικό καθεστώς όχι μόνο διαφορετικό από τα άλλα, αλλά και μεταβατικό: θα μπορούσε να οδηγήσει σε αληθινές δικτατορίες, όπως συμβαίνει στην Ουγγαρία. 
Στο βιβλίο μου υποστηρίζω ότι ο λαϊκισμός έχει βαθιές αιτίες διαφορετικού χαρακτήρα, οικονομικές, πολιτισμικές, τεχνολογικές. Και ισχυρίζομαι ότι η πολιτική τάξη πρέπει να δράσει επειγόντως, για να επιλύσει τα προβλήματα που γεννούν τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Πρέπει όμως να γνωρίζουμε ότι η ενίσχυση του αυταρχικού λαϊκισμού θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο αυτά τα προβλήματα και θα μπορούσε να οδηγήσει ώς τα πρόθυρα της δικτατορίας. 

● Αναφερθήκατε στις τρεις κυριότερες αιτίες της ανόδου των μη φιλελεύθερων δυνάμεων, τις οποίες αναλύετε διεξοδικά στο βιβλίο σας: την οικονομική, την πολιτισμική και την τεχνολογική. Πώς εντοπίσατε αυτές τις τρεις αιτίες και γιατί τις θεωρείτε πρωταρχικές; 

Κάθε φορά που ταξιδεύω σε διάφορες χώρες, οι άνθρωποι μου αφηγούνται ιστορίες αρκετά «τοπικές» προκειμένου να εξηγήσουν την ανάπτυξη των λαϊκιστικών κινημάτων στις κοινωνίες τους. 
Στη Γερμανία, συχνά μου λένε ότι ο λαϊκισμός ενισχύθηκε επειδή η Μέρκελ υιοθέτησε μια μετριοπαθή, κεντρώα πολιτική και έτσι άνοιξε χώρους στα δεξιά του πολιτικού φάσματος. 
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μου λένε ότι η αιτία της εκλογής του Τραμπ είναι το ότι το Ρεπουμπλικανικό κόμμα έγινε όλο και πιο ακροδεξιό και αυτό διευκόλυνε τον Τραμπ. Βρίσκω παράδοξο το ότι δύο τόσο διαφορετικές ερμηνείες μπορεί να οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα. 
Ως πολιτειολόγος, μπροστά σε ένα φαινόμενο αρκετά όμοιο σε πολλές διαφορετικές χώρες, αναζητώ τις αιτίες που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ισχύουν σε όλες τις περιπτώσεις παρ’ όλη τη διαφορετικότητά τους. 
Η πρώτη αιτία είναι η στασιμότητα του βιοτικού επιπέδου, ιδιαίτερα προφανής στην Ιταλία, μια χώρα όπου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το επίπεδο ευημερίας ενός μέσου Ιταλού ή των λαϊκών τάξεων αυξήθηκε γρήγορα, ενώ δεν άλλαξε ή και μειώθηκε στις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό αλλάζει εντελώς την άποψη που οι Ιταλοί πολίτες έχουν για το πολιτικό σύστημα στο οποίο ζουν. 
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η μετάβαση από μια κοινωνία λιγότερο ή περισσότερο μονοεθνική ή μονοπολιτισμική σε μια πολυεθνική κοινωνία. Μια διαδικασία σημαντικού μετασχηματισμού που γεννάει φόβους και αντιστάσεις. 
Ο τρίτος παράγοντας έγκειται στο γεγονός ότι σήμερα οι πολίτες που είναι δυσαρεστημένοι ή οργισμένοι με τους πολιτικούς μπορούν να οργανωθούν και μπορούν να συντονίσουν τις φωνές τους πιο εύκολα σε σχέση με το παρελθόν, χάρη στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. 
Η συζήτηση για τις αιτίες του λαϊκισμού επικεντρώνεται συνήθως γύρω από το ερώτημα: Οι λόγοι είναι πολιτισμικού ή οικονομικού χαρακτήρα; Εγώ βρίσκω άτοπο αυτό το ερώτημα, επειδή οι δύο παράγοντες διαπλέκονται και ενισχύουν ο ένας τον άλλο. 
Ενα πρόσωπο που νομίζει ότι έχει βελτιώσει τη θέση του στη ζωή, που πιστεύει ότι όλα πάνε καλά και θα πάνε ακόμη καλύτερα για τα παιδιά του, θα φοβάται ίσως λιγότερο έναν νέο μετανάστη της διπλανής πόρτας. Αν αυτός ο μετανάστης κατορθώσει μια κάποια οικονομική επιτυχία, το πρόσωπο αυτό δεν θα τον αντιλαμβάνεται ως απειλή, ακόμη κι αν ο μετανάστης προέρχεται από έναν ξένο πολιτισμό. 
Αντίθετα, ένα πρόσωπο που νομίζει ότι δεν έχει μπροστά του ευκαιρίες ή που παραπονιέται για τη μείωση των δημόσιων υπηρεσιών και του κοινωνικού κράτους, θα τείνει να αναρωτιέται γιατί θα πρέπει να ανέχεται έναν μετανάστη, και μάλιστα από διαφορετικό πολιτισμό, αφού ήδη «δεν υπάρχουν αρκετά για μένα». 
Οι πολιτισμικοί και οι οικονομικοί παράγοντες μπορεί να αλληλοτροφοδοτούνται. Ταυτόχρονα, έχει θεμελιώδη σημασία να παίρνουμε στα σοβαρά τις πολιτισμικές αιτίες. 
Ας δούμε τη Σουηδία, μιαν αρκετά πλούσια κοινωνία, στην οποία το κοινωνικό κράτος είναι ακόμη ισχυρό, όπου οι πολίτες στα τελευταία είκοσι χρόνια γνώρισαν μια βελτίωση των συνθηκών ζωής τους πολύ ανώτερη, για παράδειγμα, από εκείνη των Ιταλών. Και ωστόσο στη Σουηδία οι δεξιοί λαϊκιστές δεν έχουν βέβαια την ίδια δύναμη που έχουν στην Ιταλία, αλλά έχουν και εκεί μια σημαντική παρουσία. 
Αυτό καταδεικνύει ότι, αν αναλύσουμε μόνο την οικονομική αιτία, καταλήγουμε να παραγνωρίζουμε ορισμένα σημαντικά φαινόμενα. 

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Φυγή από το… μέλλον



του Θανάση Γιαλκέτση

Λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Πολωνού κοινωνιολόγου Ζίγκμουντ Μπάουμαν (1925-2017), κυκλοφόρησε στην Αγγλία το τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Retrotopia» (Polity Press 2017).
Η ρετροτοπία –νεολογισμός που επινόησε ο ίδιος ο συγγραφέας– είναι το αντίστροφο της ουτοπίας ή μάλλον είναι μια ουτοπία στραμμένη προς το παρελθόν. Με τον όρο αυτόν ο Μπάουμαν θέλει να περιγράψει μιαν αλλαγή της μαζικής συνείδησης που έχει συντελεστεί στις τελευταίες δεκαετίες.
Η ρετροτοπία ορίζει την τάση μας να τοποθετούμε στο παρελθόν –και όχι πλέον στο μέλλον ή σε έναν μυθικό τόπο– το όραμα μιας καλύτερης κοινωνίας. Καθώς δεν είμαστε ικανοί να φανταστούμε ένα καλύτερο μέλλον, αλλά και επειδή το μέλλον, από φυσικός τόπος των ελπίδων και των προσδοκιών, έχει μετατραπεί σε πηγή ανησυχίας και φόβου, στρεφόμαστε με νοσταλγική διάθεση στο παρελθόν, που μας φαίνεται σαν χαμένος παράδεισος. Μια «παγκόσμια επιδημία νοσταλγίας» διαδέχτηκε την παλαιότερη «επιδημία της μανίας για πρόοδο».
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά στην ιστορία που οι άνθρωποι εμπνέονται από το παρελθόν –ερμηνεύοντάς το ή αναπλάθοντάς το κατά βούληση–, προκειμένου να επεξεργαστούν ιδέες και σχέδια για τον μετασχηματισμό του κόσμου.
Το έκαναν, για παράδειγμα, οι Γάλλοι επαναστάτες του 1789, οι οποίοι άλλαξαν αληθινά τον κόσμο και μάλιστα προς το καλύτερο. Οι ρετροτοπίες του καιρού μας όμως δεν χαράσσουν παρόμοιους δρόμους για την επιστροφή στο παρελθόν.
Οι παλαιότερες ουτοπίες εμπνέονταν από ιδεώδη που απέβλεπαν στην οικοδόμηση μιας καλύτερης κοινωνίας. Αντικαθιστούσαν έτσι τη σωτηρία της ψυχής στον άλλο κόσμο, ως ατομική επιβράβευση, με τη δικαιοσύνη και την ευτυχία σε αυτόν τον κόσμο, ως συλλογική κατάκτηση.
Οι ρετροτοπίες, αντίθετα, δεν σηματοδοτούν μόνο μια φυγή από το παρόν και από το μέλλον, αλλά και την απομάκρυνση από τα ιδεώδη του Διαφωτισμού, από τα ιδεώδη δηλαδή της ισότητας, της διαρκούς ειρήνης, του κοσμοπολιτισμού και της εξόδου της ανθρωπότητας από την ανωριμότητα.
Με μια τέτοια επιστροφή στο παρελθόν, εξηγεί ο Μπάουμαν, δεν θα βρούμε ποτέ λύσεις στα προβλήματα που μας βασανίζουν και δεν θα μπορέσουμε να βελτιώσουμε την κοινωνία. Οταν οι άνθρωποι πείθονται ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» (όπως έλεγε η Μάργκαρετ Θάτσερ), καταλήγουν να αναζητούν ατομικές λύσεις στα προβλήματα που γεννάει η κοινωνία. Ο στόχος τους, επομένως, δεν είναι πλέον μια καλύτερη κοινωνία, αλλά η βελτίωση της δικής τους ατομικής θέσης στο πλαίσιο αυτής της κοινωνίας, που φαίνεται ότι είναι αδύνατο να μετασχηματιστεί και να διορθωθεί.
Τη θέση της κοινής επιβράβευσης για τις συλλογικές προσπάθειες κοινωνικής μεταρρύθμισης παίρνουν στο εξής τα δυνητικά λάφυρα που πρέπει να αποκτηθούν σε βάρος όλων των ανταγωνιστών. Οι ρετροτοπίες εγκαταλείπουν την αλληλεγγύη και τους συλλογικούς αγώνες, για να υπηρετήσουν το άτομο και τις εγωιστικές του βλέψεις.
Οι ελπίδες για μια δυνητική βελτίωση δεν αφορούν όλους, αλλά λίγους εκλεκτούς, που προσδοκούν αλλαγές προς όφελος ενός περιορισμένου τμήματος της κοινωνίας ή και προς όφελος μόνο των εαυτών τους. Το πρώτο παράδειγμα ρετροτοπίας και επιστροφής στο παρελθόν, που αναλύει ο Μπάουμαν, το αποκαλεί «Επιστροφή στον Χομπς».
Η ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση και ο νεοφιλελευθερισμός έχουν επαναφέρει τη βία στην πολιτική και τον φόβο στις ζωές των ανθρώπων. Μια από τις πιο ωραίες ουτοπίες, το όραμα ενός κόσμου χωρίς βία, εγκαταλείπεται. Σήμερα φαίνεται να έχουμε συμφιλιωθεί με την προοπτική ενός διαρκούς πολέμου φθοράς μεταξύ «καλής βίας» (ταγμένης στην υπηρεσία του νόμου και της τάξης) και «κακής βίας».
Η χομπσιανή θεώρηση του κράτους ως εγγυητή της ασφάλειας των πολιτών του και ως αποτελεσματικού προστάτη από την ανεξέλεγκτη βία αμφισβητείται ριζικά. Η αίσθηση που επικρατεί είναι ότι ο κόσμος μας –ο κόσμος της απορρύθμισης και της εξατομίκευσης, στον οποίο ο κοινωνικός δεσμός κλονίζεται και η πολιτική εμφανίζεται ανήμπορη– θυμίζει το σκηνικό του πολέμου όλων εναντίον όλων, δηλαδή τον κόσμο πριν από την ανάδυση του χομπσιανού Λεβιάθαν.
Δεν υπάρχει μόνον η τρομοκρατική απειλή ή η βίαιη επιθετικότητα που γεννιέται από το αίσθημα της ταπείνωσης των πολλών και από τον τρόμο του κοινωνικού αποκλεισμού.
Τα ίδια τα κράτη –τα οποία άλλωστε είναι και οι μεγαλύτεροι παραγωγοί και έμποροι όπλων– γίνονται παράγοντες αβεβαιότητας, ανασφάλειας και κινδύνου. Ο Λεβιάθαν αποκαλύπτεται ανίκανος να αποδείξει ότι η διαχωριστική γραμμή που χαράσσει μεταξύ νόμιμης και μη νόμιμης βίας είναι αληθινά αξιόπιστη και επομένως δεσμευτική και απαραβίαστη.
Μια άλλη μορφή επιστροφής στο παρελθόν είναι εκείνη που ο Μπάουμαν ορίζει ως «Επιστροφή στη φυλή». Ζώντας σε πόλεις και σε γειτονιές μαζί με ξένους, πολλοί άνθρωποι ονειρεύονται την επιστροφή σε ένα παρελθόν «αμόλυντο» από την παρουσία ξένων.
Τους εμπνέει η ιδέα να στρέψουν την πλάτη τους σε αυτόν τον εχθρικό κόσμο που τους περιβάλλει, για να καταφύγουν στο καθησυχαστικό σύμπαν των αναμνήσεών τους, σε έναν κόσμο που τον κατοικούσαν και τον κατείχαν μόνον αυτοί και οι όμοιοί τους. Αναζητούν την πιο μικρή κοινότητα που μπορεί να προσφέρει καταφύγιο και προστασία.
Αυτή η μικρή κοινότητα, όμως, προστατεύει μόνον «εμάς» και δεν είναι φιλόξενη για τους «άλλους». Η «επιστροφή στη φυλή» οδηγεί σε πολιτικές που υψώνουν τείχη, κλείνουν τα σύνορα και διώχνουν τους ξένους.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Μπάουμαν: «Το να καταφέρουμε να κρατήσουμε μακριά μας τις παγκόσμιες συμφορές με το να οχυρωθούμε στο σπίτι μας, με την ελπίδα ότι αυτός ο χώρος είναι ασφαλής, είναι εξίσου απίθανο με το να νομίζουμε ότι θα αποφύγουμε τις συνέπειες ενός πυρηνικού πολέμου λουφάζοντας στο καταφύγιο ενός άστεγου».
Μια άλλη οπισθοδρομική τάση, που μας σπρώχνει προς το παρελθόν χωρίς να συναντάει ισχυρές αντιστάσεις, είναι η «Επιστροφή στην ανισότητα». Από τη μια μεριά παρατηρούμε την ιλιγγιώδη αύξηση του εισοδήματος των λίγων ζάπλουτων σε βάρος των φτωχότερων. Από την άλλη, βλέπουμε τους πλούσιους και τους φτωχούς να ζουν σε δυο διαφορετικούς κόσμους, που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους και που χωρίζονται από ανθεκτικά και αδιαπέραστα τείχη.
Υπάρχει, τέλος, και η ρετροτοπία που ο Μπάουμαν ονομάζει «Επιστροφή στη μήτρα». Οταν η ελπίδα ιδιωτικοποιείται και οι προσωπικές προσδοκίες αποστασιοποιούνται από κάθε μακρόπνοο συλλογικό σχέδιο, κυριαρχούν οι πιο ναρκισσιστικές τάσεις του «ορθολογικού» εγωισμού. Το ατομικό υποκείμενο, φορτωμένο με όλη την ευθύνη για τις αποτυχίες της ύπαρξης, αισθάνεται ανήμπορο να ανταποκριθεί στις πολλαπλές υποχρεώσεις του. Και καθώς ο «άλλος» αντιπροσωπεύει μια δυνητική απειλή, το άτομο αναζητεί καταφύγιο στην πιο μοναχική αλλά και πιο προστατευμένη θέση: στη νιρβάνα της μήτρας, όπου δεν υπάρχουν άλλες ανθρώπινες υπάρξεις.
Στις ρετροτοπίες των καιρών μας ο Μπάουμαν αντιπαραθέτει τη θετική ουτοπία της κοσμοπολιτικής ενοποίησης της ανθρωπότητας, καθώς «τα παγκόσμια προβλήματα απαιτούν παγκόσμιες λύσεις». 
Αυτή η ουτοπία όμως δεν μπορεί να επιδιωχθεί με την παραδοσιακή μέθοδο του προσδιορισμού ενός «κοινού εχθρού», που δοκιμάστηκε με επιτυχία στο παρελθόν για τη δημιουργία μεγαλύτερων συνενώσεων.
Για να φτάσουμε σε μιαν ενοποιημένη και συνεργαζόμενη ανθρωπότητα, χρειαζόμαστε πρωτίστως μια κουλτούρα του διαλόγου και του αμοιβαίου σεβασμού, ικανή να συνομιλεί με τους απλούς ανθρώπους σε όλη τη Γη.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

Η παρακμή του δημόσιου διανοούμενου




του Θανάση Γιαλκέτση

Κληρονόμος της κριτικής θεωρίας της Σχολής της Φρανκφούρτης, ο 89χρονος σήμερα Γιούργκεν Χάμπερμας θεωρείται δίκαια ένας από τους σημαντικότερους ζώντες φιλοσόφους. Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα συνέντευξης που έδωσε ο Χάμπερμας τον περασμένο Μάιο στην ισπανική εφημερίδα El Pais.

• Καθηγητή Χάμπερμας, θεωρείτε ότι η παρακμή της μορφής του δημόσιου διανοούμενου είναι μια πραγματικότητα ή είναι απλώς ένα θέμα συζήτησης μεταξύ διανοουμένων; Δεν υπάρχει μια ορισμένη δόση μελαγχολίας όταν γίνεται λόγος γι’ αυτήν; 

Η μορφή του διανοούμενου, όπως τη γνωρίζουμε παραδειγματικά στη Γαλλία, από τον Ζολά ώς τον Σαρτρ και τον Μπουρντιέ, αναδύθηκε σε μια δημόσια σφαίρα της οποίας οι εύθραυστες δομές σήμερα διαλύονται. Κακώς τίθεται το νοσταλγικό ερώτημα «γιατί δεν υπάρχουν πλέον διανοούμενοι;». Δεν μπορούν πλέον να υπάρχουν, αφού δεν υπάρχει ένα κοινό αναγνωστών στο οποίο να απευθυνθούν με τα επιχειρήματά τους. 

• Θεωρείτε ότι το διαδίκτυο έχει αποδυναμώσει εκείνη τη δημόσια σφαίρα την οποία εξασφάλιζαν τα παραδοσιακά μεγάλα μέσα επικοινωνίας και ότι αυτό είχε «πραγματικές» (και όχι προσωρινές ή φαινομενικές) επιπτώσεις στους φιλοσόφους, τους στοχαστές κ.λπ.; 

Ναι, η ιστορική μορφή του διανοούμενου αναπτύχθηκε, από τον καιρό του Χάινριχ Χάινε, με την κλασική διαμόρφωση ενός φιλελεύθερου κοινού. Αυτή η μορφή όμως ζει υπό δυσεύρετες πολιτισμικές και κοινωνικές προϋποθέσεις. Αυτές περιλαμβάνουν ένα ολόκληρο σύστημα θεσμών, αλλά κυρίως την ύπαρξη μιας δημοσιογραφίας που επαγρυπνεί, αξιόπιστων μέσων επικοινωνίας και ενός μαζικού τύπου ικανού να προσανατολίζει το ενδιαφέρον της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών προς τα λίγα θέματα που είναι σημαντικά για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. 
Περιλαμβάνουν επίσης ένα κοινό που ενδιαφέρεται για την πολιτική, καλά μορφωμένο, εκπαιδευμένο στη συγκρουσιακή διαδικασία διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, ένα κοινό που διαθέτει χρόνο για να διαβάζει τις ανεξάρτητες και ποιοτικές εφημερίδες. Σήμερα αυτή η υποδομή δεν είναι πλέον ακέραιη. Ο κατακερματισμός που προκαλεί το διαδίκτυο έχει περιθωριοποιήσει τον ρόλο των παραδοσιακών μέσων, τουλάχιστον στις νεότερες γενιές. 
Ηδη προτού εκδηλωθούν οι κεντρόφυγες και διαλυτικές τάσεις των νέων μέσων, η αποδιάρθρωση του πολιτικού κοινού είχε αρχίσει με την εμπορευματοποίηση της δημόσιας προσοχής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, με την αποκλειστική κυριαρχία της ιδιωτικής τηλεόρασής τους, είναι ένα προειδοποιητικό παράδειγμα. Στο μεταξύ, τα νέα μέσα επιδιώκουν μια πολύ πιο δόλια εμπορευματοποίηση. Ο στόχος δεν είναι ευθέως η προσοχή των καταναλωτών, αλλά η οικονομική εκμετάλλευση των ιδιωτικών προφίλ των χρηστών. Από τους «πελάτες», χωρίς αυτοί να το συνειδητοποιούν, κλέβουν τα προσωπικά τους δεδομένα, έτσι ώστε να μπορούν να τους χειραγωγούν καλύτερα, μερικές φορές ακόμη και για πολιτικά «μαφιόζικους» σκοπούς, όπως μάθαμε πρόσφατα από το σκάνδαλο του Facebook. 

• Δεν νομίζετε ότι το διαδίκτυο, πέρα από τα αναμφισβήτητα πλεονεκτήματά του, ευνόησε μια νέα μορφή αναλφαβητισμού; 

Εννοείτε τις πομφόλυγες και τα fake news των tweets του Ντόναλντ Τραμπ. Δεν μπορούμε καν να πούμε ότι αυτό το πρόσωπο είναι κάτω από το επίπεδο πολιτικής κουλτούρας της χώρας του. Απλώς αυτός καταστρέφει διαρκώς αυτό το επίπεδο. Ωστόσο, από την εφεύρεση της τυπογραφίας, που κατέστησε όλα τα πρόσωπα δυνητικούς αναγνώστες, χρειάστηκαν αιώνες προκειμένου να μάθει να διαβάζει όλος ο πληθυσμός. 
Το διαδίκτυο, που μας μετατρέπει όλους σε δυνητικούς συγγραφείς, υπάρχει εδώ και λίγες δεκαετίες. Είναι πιθανό με τον καιρό να μάθουμε να διαχειριζόμαστε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με πολιτισμένο τρόπο. Το διαδίκτυο έχει ήδη ανοίξει εκατομμύρια χρήσιμους ιστότοπους, όπου είναι δυνατό να ανταλλάσσονται αξιόπιστες πληροφορίες και τεκμηριωμένες γνώμες. 
Σκεφτείτε τα blogs επιστημόνων που εντατικοποιούν με αυτόν τον τρόπο την ακαδημαϊκή τους εργασία, αλλά και τους πάσχοντες από μια σπάνια ασθένεια που επικοινωνούν με άλλους ομοιοπαθείς από τη μια ήπειρο στην άλλη, για να βοηθηθούν με την ανταλλαγή συμβουλών και εμπειριών. Πρόκειται αναμφίβολα για σημαντικά επικοινωνιακά πλεονεκτήματα, που δεν χρησιμεύουν μόνο για να αυξάνουν την ταχύτητα των συναλλαγών και της κερδοσκοπίας στις χρηματιστηριακές αγορές. 
Το διαδίκτυο αυτό καθεαυτό είναι μια πρόοδος. Με την επινόηση της γραφής γεννήθηκαν αναπτυγμένοι πολιτισμοί, με την επινόηση της τυπογραφίας η προτεσταντική Μεταρρύθμιση, η γενική εκπαίδευση και η αστική δημόσια σφαίρα. Είμαι πολύ γέρος για να κρίνω την πολιτισμική ώθηση που θα πυροδοτήσουν τα νέα μέσα. Αυτό που με ενοχλεί είναι το γεγονός ότι αυτή είναι η πρώτη μιντιακή επανάσταση στην ιστορία της ανθρωπότητας που υπηρετεί κυρίως οικονομικούς και όχι πολιτισμικούς σκοπούς. 

• Ποια ίχνη απομένουν από την παλιά μαρξιστική σας ένταξη; Ο Γιούργκεν Χάμπερμας θεωρεί ακόμα τον εαυτό του αριστερό; 

Η πολιτική οικονομία δεν είναι το θέμα των ερευνών μου, αλλά εργάστηκα και πάλεψα υποστηρίζοντας αριστερές θέσεις στο πανεπιστήμιο και στη δημόσια σφαίρα επί εξήντα πέντε χρόνια. 
Αν εδώ και είκοσι πέντε χρόνια υποστηρίζω μια πολιτική εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, το κάνω με την ιδέα ότι μόνον αυτό το ηπειρωτικό καθεστώς θα μπορούσε σοβαρά να αποκτήσει τη δύναμη να δαμάσει έναν καπιταλισμό που έχει γίνει άγριος. 
Δεν εγκατέλειψα ποτέ την κριτική του καπιταλισμού, αλλά διατηρούσα πάντα την επίγνωση ότι οι γενικευτικές διαγνώσεις της εποχής μας, που διατυπώνονται μάλιστα αβασάνιστα, δεν αρκούν. Δεν είμαι ένας από εκείνους τους διανοούμενους που πυροβολούν χωρίς να σκοπεύουν. 

• Βρίσκω θαυμαστή τη δική σας υπεράσπιση του «συνταγματικού πατριωτισμού». Με αυτή την έννοια εσείς θεωρείτε τον εαυτό σας πατριώτη; 

Αισθάνομαι πατριώτης μιας χώρας η οποία, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, επιτέλους εγκαθίδρυσε μια σταθερή δημοκρατία και στη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών πολιτικής πόλωσης εδραίωσε μια φιλελεύθερη πολιτική κουλτούρα. Το λέω με δισταγμό και το κάνω για πρώτη φορά, αλλά με αυτή την έννοια είμαι ένας Γερμανός πατριώτης. 
Θα μου προξενούσε έκπληξη αν, στο εξωτερικό, δεν αναγνωριζόμουν εκ πρώτης όψεως ως ένα προϊόν της γερμανικής κουλτούρας, με τη δική μου διανοητική σφραγίδα και όλες τις πνευματικές μου συνήθειες. Είμαι μάλιστα υπερήφανος γι’ αυτή την κουλτούρα, όταν η δεύτερη ή η τρίτη γενιά Τούρκων, Ιρανών, Ελλήνων ή όποιας άλλης εθνικής προέλευσης μεταναστών εμφανίζονται ξαφνικά στη δημόσια σφαίρα ως οι μεγαλύτεροι σκηνοθέτες, δημοσιογράφοι και τηλεοπτικοί παρουσιαστές, ως οι πιο ικανοί ηγέτες και γιατροί ή οι καλύτεροι συγγραφείς, πολιτικοί, μουσικοί ή δάσκαλοι. 
Πρόκειται για μια χειροπιαστή απόδειξη της δύναμης και της αναγεννητικής ικανότητας της κουλτούρας μας. Μια κουλτούρα παραμένει ζωντανή μόνον όσο πείθει τις μελλοντικές γενιές ότι αξίζει τον κόπο να οικειοποιηθούν ερμηνευτικά το παρελθόν και να την προεκτείνουν στο μέλλον. 

• Παίρνοντας υπόψη μας τις αμοιβαίες αδιαλλαξίες, έχουμε μια (νέα) σύγκρουση πολιτισμών; 

Νομίζω ότι αυτή είναι μια εντελώς εσφαλμένη θέση. Οι αρχαιότεροι και ισχυρότεροι πολιτισμοί διαμορφώθηκαν από τη μεταφυσική και από τις παγκόσμιες θρησκείες, που μελέτησε ο Μαξ Βέμπερ. 
Ολοι τους διέθεταν ένα οικουμενικό δυναμικό και επομένως ασπάζονταν το άνοιγμα και τη συμπερίληψη. Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός είναι ένα νεότερο φαινόμενο και ανάγεται στον κοινωνικό ξεριζωμό που συντελέστηκε -και συνεχίζεται ακόμα- εξαιτίας της αποικιοκρατίας, της αποαποικιοποίησης και της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. […] 

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Άκρα δεξιά: Ένα πλανητικό φαινόμενο




του Μικαέλ Λέβι

Παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια μια εντυπωσιακή άνοδο της αντιδραστικής, αυταρχικής ή/και φασιστικής άκρας δεξιά σε όλο τον πλανήτη : ήδη κυβερνάει τις μισές χώρες του κόσμου. Ανάμεσα στα πιο γνωστά παραδείγματα : Τραμπ (ΗΠΑ), Μόντι (Ινδία), Όρμπαν (Ουγγαρία), Ερντογάν (Τουρκία), Νταές (Ισλαμικό κράτος), Σαλβίνι (Ιταλία), Ντουτέρτε (Φιλιππίνες) και τώρα και Μπολσονάρο (Βραζιλία). Αλλά και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου έχουμε κυβερνήσεις που πλησιάζουν προς αυτή την τάση, έστω και αν δεν κολλάνε ακριβώς στον ορισμό : Ρωσία (Πούτιν, Ισραήλ (Νετανιάχου), Ιαπωνία (Σίνζο Άμπε), Αυστρία, Πολωνία, Βιρμανία, Κολομβία, κλπ. Στην πραγματικότητα, η διάκριση ανάμεσα στις δύο αυτές ομάδες είναι πολύ σχετική.

“Μετα-φασισμός” και όχι “λαϊκισμός”

Σε κάθε χώρα, αυτή η άκρα δεξιά έχει τα δικά της χαρακτηριστικά: σε πολλές περιπτώσεις (Ευρώπη, ΗΠΑ, Ινδία, Βιρμανία) “ο εχθρός” -δηλαδή ο αποδιοπομπαίος τράγος- είναι οι μουσουλμάνοι και/ή οι μετανάστες. Σε ορισμένες μουσουλμανικές χώρες, είναι οι θρησκευτικές μειονότητες (χριστιανοί, εβραίοι, γιεζίντις). Σε ορισμένες περιπτώσεις, επικρατεί ο ξενόφοβος εθνικισμός και ο ρατσισμός, σε άλλες, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, ή αλλιώς το μίσος για την αριστερά, το φεμινισμό, τους ομοφυλόφιλους. Παρά την ποικιλομορφία αυτήν, υπάρχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά στην πλειονότητα των περιπτώσεων, αν όχι και σε όλες: αυταρχισμός, ολοκληρωτικός εθνικισμός –“Deutschland über alles» στις τοπικές του ποικιλομορφίες: “America First”, “O Brasil acima de tudo”, κλπ.-, θρησκευτική ή εθνικοφυλλετική αδυναμία ανοχής, αστυνομική/στρατιωτική βία ως μόνη απάντηση στα κοινωνικά ζητήματα και στην εγκληματικότητα. Ο χαρακτηρισμός «φασιστική» ή «ημι-φασιστική» μπορεί να εφαρμοστεί σε ορισμένες, αλλά όχι σε όλες. Ο Έντζο Τραβέρσο χρησιμοποιεί τον όρο «μεταφασισμός», που μπορεί να είναι χρήσιμος, καθώς εντοπίζει ταυτόχρονα και μια συνέχεια και μια διαφορά.
Αντίθετα, ο όρος «λαϊκισμός», που χρησιμοποιείται από μερικούς πολιτολόγους, από τα μίντια και ακόμα και από μια μερίδα της αριστεράς, στερείται απολύτως της δυνατότητας να απεικονίσει το φαινόμενο αυτό και το μόνο που πετυχαίνει είναι να σπέρνει σύγχυση. Εάν στη Λατινική Αμερική των δεκαετιών 1930 έως και 1960 ο όρος ανταποκρινόταν σε κάτι σχετικά συγκεκριμένο –στον βαργκισμό, στον περονισμό, κλπ.-, η χρήση του στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1960 και μετά είναι όλο και πιο θολή και ανακριβής.
Ο λαϊκισμός ορίζεται ως «μια πολιτική θέση που παίρνει το μέρος του λαού κατά των ελίτ», πράγμα που ισχύει για σχεδόν κάθε πολιτικό κόμμα ή κίνημα! Η ψευτο-έννοια αυτή, όταν εφαρμόζεται σε κόμματα της άκρας δεξιάς, οδηγεί -ηθελημένα ή αθέλητα- στο να τα νομιμοποιεί, να τα καθιστά αποδεκτά, αν όχι και συμπαθητικά (και ποιός δεν είναι υπέρ του λαού κατά των ελίτ;), αποφεύγοντας συστηματικά τις έννοιες που ενοχλούν: ρατσισμό, ξενοφοβία, φασισμό, άκρα δεξιά. Ο «λαϊκισμός» χρησιμοποιείται έτσι, ηθελημένα μυστικοποιητικά, από τις νεοφιλελεύθερες ιδεολογίες, για να δημιουργούν αμάλγαμα ανάμεσα στην άκρα δεξιά και στη ριζοσπαστική αριστερά, που χαρακτηρίζονται ως «δεξιός λαϊκισμός» και ως «αριστερός λαϊκισμός», αφού αντιτίθενται στις φιλελεύθερες πολιτικές, στην «Ευρώπη», κλπ.

Υποθέσεις

Πώς να εξηγηθεί αυτή η θεαματική άνοδος της άκρας δεξιάς, με τη μορφή κυβερνήσεων, αλλά και πολιτικών κομμάτων που μπορεί ακόμα να μην κυβερνούν, αλλά διαθέτουν πλατιά εκλογική βάση και επηρεάζουν την πολιτική ζωή των χωρών τους (Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Σουηδία, Δανία, κλπ.); Είναι δύσκολο να προτείνουμε μια γενική εξήγηση για τόσο διαφορετικά φαινόμενα, που εκφράζουν τόσο ειδικευμένες αντιφάσεις σε κάθε χώρα ή περιοχή του κόσμου. Όμως, καθώς πρόκειται για πλανητική τάση, πρέπει τουλάχιστον να εξετάσουμε κάποιες υποθέσεις.
Μια “εξήγηση”, απορριπτέα, θα ήταν αυτή που αποδίδει στις μεταναστευτικές ροές, ιδιαίτερα προς τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, την άνοδο των ριζοσπαστικών δεξιών. Οι μετανάστες είναι ένα βολικό πρόσχημα, μια άϋλη ιδέα, χρήσιμη για τις ξενόφοβες και ρατσιστικές δυνάμεις, αλλά καθόλου η “αιτία” της επιτυχίας τους. Εξάλλου, η άκρα δεξιά ανθίζει και σε πολλές χώρες -Βραζιλία, Ινδία, Φιλιππίνες…- όπου δεν τίθεται ζήτημα μετανάστευσης.
Η πιο προφανής εξήγηση, και αναμφίβολα βαρύνουσα, είναι πως η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, που είναι και μια διαδικασία βίαιης πολιτιστικής ομογενοποίησης, παράγει και αναπαράγει, σε παγκόσμια κλίμακα, μορφές ταυτοτικού πανικού (ο όρος είναι από τον Ντανιέλ Μπενσαΐντ), που οδηγεί σε εθνικιστικές και/ή θρησκευτικές εκδηλώσεις μη ανοχής και που ευνοεί και εθνοτικές και θρησκευτικές διενέξεις. Όσο περισσότερο τα έθνη χάνουν την οικονομική τους ισχύ τόσο περισσότερο διακηρύσσεται μια ύψιστη Δόξα στο Έθνος “πάνω απ’όλα”.
Μια άλλη εξήγηση θα ήταν η χρηματοπιστωτική κρίση του καπιταλισμού, που προκαλεί, από το 2008, οικονομική ύφεση, ανεργία, κοινωνική περιθωριοποίηση. Ο παράγοντας αυτός υπήρξε αναμφισβήτητα σημαντικός στο να καταστήσει δυνατή τη νίκη ενός Τραμπ ή ενός Μπολσονάρο, αλλά δεν έχει τόσο βάση στην Ευρώπη: σε πλούσιες χώρες, από αυτές που λιγότερο επλήγησαν από την κρίση, όπως η Αυστρία ή η Ελβετία, η άκρα δεξιά είναι πολύ ισχυρή, ενώ στις χώρες που χτυπήθηκαν περισσότερο από την κρίση, όπως η Ισπανία ή η Πορτογαλία, είναι η αριστερά και η κεντρο-αριστερά που έχουν την ηγεμονία και η άκρα δεξιά παραμένει περιθωριακή.
Οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται σε καπιταλιστικές κοινωνίες όπου ο νεοφιλελευθερισμός κυριαρχεί από τη δεκαετία του 1980, διαλύοντας τις κοινωνικές σχέσεις και την αλληλεγγύη, βαθαίνοντας τις κοινωνικές ανισότητες, τις αδικίες και τη συγκέντρωση του πλούτου. Χωρίς να ξεχνάμε την εξασθένιση της κομμουνιστικής αριστεράς μετά από την κατάρρευση του λεγόμενου “υπαρκτού σοσιαλισμού”, χωρίς άλλες δυνάμεις της αριστεράς, πιο ριζοσπαστικές, να καταφέρουν να καλύψουν αυτόν τον πολιτικό χώρο.
Όλες αυτές οι εξηγήσεις είναι χρήσιμες, τουλάχιστον σε μερικές περιπτώσεις, αλλά είναι ανεπαρκείς. Δεν έχουμε ακόμα μια σφαιρική ανάλυση για ένα φαινόμενο που είναι παγκόσμιο και που διεξάγεται σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.
Πρόκειται άραγε για επιστροφή στη δεκαετία του 1930; Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται: μπορούμε να βρούμε ομοιότητες ή αναλογίες, αλλά τα σημερινά φαινόμενα είναι αρκετά διαφορετικά από υποδείγματα του παρελθόντος. Ιδιαίτερα, δεν έχουμε -ακόμα- ολοκληρωτικά κράτη συγκρίσιμα με τα αντίστοιχα προπολεμικά. Η κλασική μαρξιστική ανάλυση του φασισμού τον ορίζει ως την αντίδραση του μεγάλου κεφαλαίου, με τη στήριξη της μικροαστικής τάξης, απέναντι σε μια επαναστατική απειλή του εργατικού κινήματος. Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε εάν η ερμηνεία αυτή αποδίδει σωστά την άνοδο του φασισμού στην Ιταλία, στη Γερμανία και στην Ισπανία κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, δεν έχει τόσο βάση στο σημερινό κόσμο, όπου δεν βλέπουμε, πουθενά, κάποια “επαναστατική απειλή”. Χωρίς να μιλήσουμε καν για το προφανές γεγονός ότι το μεγάλο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν εκφράζει μεγάλο ενθουσιασμό για τον “εθνικισμό” της άκρας δεξιάς -έστω και αν θα συμβιβαζόταν αν χρειαστεί…

Για το φαινόμενο Μπολσονάρο

Μερικά λόγια για το τελευταίο επεισόδιο αυτού του πλανητικού “φαιού κύματος”, δηλαδή για το φαινόμενο Μπολσονάρο στη Βραζιλία. Αυτό μοιάζει να είναι το πιο κοντινό στην κλασική μορφή του φασισμού, μέσα από τη λατρεία της βίας και το ενδογενές του μίσος για την αριστερά και το εργατικό κίνημα, αλλά -και σε αντίθεση με διάφορα ευρωπαϊκά κόμματα, από το αυστριακό FPO ώς το γαλλικό FN (που τώρα έγινε RN = Εθνική Συσπείρωση)- δεν διαθέτει ρίζες σε φασιστικά κινήματα του παρελθόντος, όπως στην περίπτωση της Βραζιλίας την AIB (Δράση Βραζιλιανής Ενσωμάτωσης) του führer Πλίνιο Σαλγκάδο της δεκαετίας του 1930.
Και αντίθετα από την ευρωπαϊκή άκρα δεξιά, δεν έχει κάνει τον ρατσισμό κύρια σημαία του. Ασφαλώς και έκανε δηλώσεις ρατσιστικού τύπου, αλλά δεν ήταν καθόλου αυτός ο κεντρικός άξονας της καμπάνιας του. Από την άποψη αυτή, μοιάζει περισσότερο με τον ιταλικό φασισμό της δεκαετίας του 1920, πριν τη συμμαχία με τον Χίτλερ.
Εάν συγκρίνουμε τον Μπολσονάρο με την ευρωπαϊκή άκρα δεξιά, βλέπουμε πολλές σημαντικές διαφορές:
1. Η σημασία της θεματικής της “πάλης κατά της διαφθοράς”, που είναι μια παλιά θεματική της συντηρητικής δεξιάς στη Βραζιλία, ήδη από τη δεκαετία του 1950. Ο Μπολσονάρο κατάφερε επίσης να χειραγωγήσει τη θεμιτή λαϊκή αγανάκτηση κατά των διεφθαρμένων πολιτικών. Η θεματική αυτή δεν είναι απούσα από την ευρωπαϊκή άκρα δεξιά, αλλά δεν κατέχει καθόλου την κεντρική θέση στα λόγια τους.
2. Το μίσος για την αριστερά, ή για την κεντρο-αριστερά (το βραζιλιάνικο PT -Εργατικό Κόμμα), ήταν μία από τις κύριες θεματικές κινητοποίησης του Μπολσονάρο. Αυτό το βρίσκουμε πολύ λιγότερο στην Ευρώπη, εκτός από τις φασίζουσες δυνάμεις στις τέως λαϊκές δημοκρατίες. Αλλά στην περίπτωση αυτή πρόκειται για έναν χειρισμό (διαβολοποίηση) που αναφέρεται σε πραγματική εμπειρία του παρελθόντος. Τίποτε το ανάλογο στη Βραζιλία: τα βίαια αντικομμουνιστικά λόγια του Μπολσονάρο δεν έχουν καμία σχέση με την τωρινή ή με παρελθούσα πραγματικότητα στη Βραζιλία. Είναι μάλιστα τόσο πιο εντυπωσιακό όσο ο ψυχρός πόλεμος έχει τελειώσει εδώ και δεκαετίες, η Σοβιετική Ένωση δεν υπάρχει πλέον, και το PT προφανώς και δεν έχει καμία σχέση με τον κομμουνισμό (με όποιον ενδεχόμενο ορισμό και να χρησιμοποιηθεί).
3. Αντίθετα από την ευρωπαϊκή άκρα δεξιά που καταγγέλλει τη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, στο όνομα του προστατευτισμού, του οικονομικού εθνικισμού, κατά της “χρηματοπιστωτικής διεθνούς”, ο Μποσλονάρο παρουσίασε ένα οικονομικό πρόγραμμα υπέρ-φιλελεύθερο: περισσότερη αγορά, άνοιγμα στους ξένους επενδυτές, ιδιωτικοποιήσεις και πλήρη ευθυγράμμιση με τις βορειο-αμερικάνικες πολιτικές. Αυτό εξηγεί προφανώς και τη μαζική προσκόλληση των κυρίαρχων τάξεων στην υποψηφιότητά του, όταν έγινε σαφές πόσο μικρή δημοφιλία είχε ο υποψήφιος της παραδοσιακής δεξιάς (Γκεράλντο Αλκμίν).
Αυτά που είναι κοινά ανάμεσα σε Τραμπ, σε Μπολσονάρο και σε ευρωπαϊκή άκρα δεξιά είναι τρεις θεματικές αντιδραστικής κοινωνικο-πολιτιστικής κινητοποίησης:
1. Ο αυταρχισμός, η προσήλωση σε ένα Ισχυρό Άνδρα, έναν Αρχηγό, ικανό να “επαναφέρει την τάξη”.
2. Η κατασταλτική ιδεολογία, η λατρεία της αστυνομικής βίας, η έκκληση για επαναφορά της θανατικής ποινής και η διάθεση να δοθούν όπλα στον πληθυσμό για να “αμυνθεί κατά των εγκληματιών”.
3. Η αφαίρεση κάθε ανοχής προς τις σεξουαλικές μειονότητες, ιδιαίτερα τους ανθρώπους LGBTI. Είναι μια θεματική κινητοποιήσεων, με ορισμένη επιτυχία, από αντιδραστικά θρησκευτικά στρώματα, είτε καθολικά (στη Γαλλία) είτε νεο-ευαγγελικά (Βραζιλία).
Τα τρία αυτά ζητήματα, μαζί με τον “πόλεμο κατά της διαφθοράς”, υπήρξαν καθοριστικά για τη νίκη του Μπολσονάρο, ιδιαίτερα μέσα από τη μαζική διάδοση fake news από τα κοινωνικά δίκτυα (μένει να εξηγηθεί το γιατί τόσοι άνθρωποι πίστεψαν τόσο χοντροκομμένα ψέματα). Ωστόσο, εξακολουθούμε να μη διαθέτουμε μια πειστική εξήγηση για την απίστευτη επιτυχία, σε μερικές μόνο εβδομάδες, της υποψηφιότητάς του, παρά τη βία, τη βαναυσότητα των εμφυλιοπολεμικών του λόγων, του μισογυνισμού του, της απουσίας προγράμματος και της ξετσίπωτης απολογίας του της στρατιωτικής δικτατορίας και των βασανιστηρίων.

Συνεπής αντιφασισμός

Πώς να αγωνιστούμε; Δυστυχώς, δεν υπάρχει μαγική φόρμουλα για να καταπολεμήσουμε αυτό το νέο παγκόσμιο φαιό κύμα. Το κάλεσμα του Μπέρνι Σάντερς3 για ένα παγκόσμιο αντιφασιστικό Μέτωπο είναι μια εξαίρετη πρόταση. Πρέπει ταυτόχρονα να οικοδομήσουμε, και μέσα σε κάθε χώρα, πλατιούς συνασπισμούς για την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών.
Αλλά επίσης θα πρέπει να πάρουμε υπόψη μας ότι το καπιταλιστικό σύστημα, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, παράγει και αναπαράγει διαρκώς φαινόμενα όπως ο φασισμός, τα πραξικοπήματα και τα αυταρχικά καθεστώτα. Η ρίζα αυτών των τάσεων είναι συστημική και η εναλλακτική πρέπει να είναι ριζική, δηλαδή αντισυστημική. Το 1938, ο Μαξ Χορκχάιμερ, ένας από τους κύριους στοχαστές της Σχολής της Φρανκφούρτης για την Κριτική Θεωρία, έγραφε: “Εάν δεν θέλετε να μιλήσετε για τον καπιταλισμό, τότε δεν έχετε τίποτα να πείτε για το φασισμό”. Με άλλα λόγια, ο συνεπής αντιφασίστας είναι ένας αντικαπιταλιστής.

Michael Löwy

Inprecor 657/658, novembre/décembre 2018 

Μετάφραση στα ελληνικά, από τα γαλλικά, ΤΠΤ.
1Μετάφραση ΤΠΤ από τα γαλλικά. Το πρωτότυπο δημοσιεύεται στο Inprecor 657/658, Νοέμβρη/Δεκέμβρη 2018.
2 Ο Michael Löwy είναι μέλος της 4ης Διεθνούς, κοινωνιολόγος και οικοσοσιαλιστής φιλόσοφος. Γεννήθηκε το 1938 στο Σάο Πάολο (Βραζιλία) και ζει στο Παρίσι από το 1969. Διευθυντής έρευνας (ομότιμος) στο CNRS και καθηγητής στην École des hautes études en sciences sociales, έχει συγγράψει πολλά βιβλία που έχουν δημοσιευτεί σε 19 γλώσσες, μεταξύ των οποίων: “Η θεωρία της επανάστασης στο νέο Μαρξ”, Παρίσι 1970, εκδ. Maspero, “Τοπία αλήθειας -εισαγωγή σε μια κριτική κοινωνιολογία της γνώσης”, Παρίσι 1975, εκδ. Anthropos, “Πατρίδες ή Πλανήτης; Εθνικισμοί και διεθνισμοί από τον Μαρξ ώς τις μέρες μας”, Λωζάννη 1997, εκδ.Editions Page 2, “Μπένιαμιν -προειδοποιήσεις πυρκαγιάς, ανάγνωση των θέσεων “για την έννοια της ιστορίας”, Παρίσι 2001, εκδ.Presses universitaires de France, “Ο Φραντς Κάφκα, ανυπότακτος ονειροπόλος”, Παρίσι 2004, εκδ.Stock, “Οικοσοσιαλισμός”, Παρίσι 2011, εκδ. Mille et une nuits, “Το σιδερένιο κλουβί: ο Μάξ Βέμπερ και ο βεμπεριανός μαρξισμός”, Παρίσι 2013, εκδ. Stock, συλλογή « Un ordre d’idées », « Επαναστατικές συγγένειες : τα κόκκινα και μαύρα άστρα μας » (σε συνεργασία με τον Ολιβιέ Μπεζανσενό), Παρίσι 2014, εκδ. Mille et une nuits, « Το πλασματικό ιερό -κοινωνιολογία και θρησκεία : φιλολογικές προσεγγίσεις », Παρίσι 2017, εκδ. Éditions de l’éclat (μαζί με τον Ερουάν Ντιαντέιγ₎. [Σημείωση του Inprecor]
3Αναφορά στο λόγο του Μπέρνι Σάντερς, στις 9/10/2018, “Building A Global Democratic Movement To Counter Authoritarianism”. Ο λόγος αυτός μπορεί να βρεθεί στην σελίδα: https://www.sanders.senate.gov/newsroom/press-releases/sanders-speech-at...

Πηγή: okdetpt.wordpress.com

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Διδάγματα από τις επαναστάσεις




του Θανάση Γιαλκέτση

Γεννημένος στη Νέα Υόρκη το 1935, ο φιλόσοφος Μάικλ Ουόλτσερ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους πολιτικούς στοχαστές. Στη γλώσσα μας κυκλοφορούν τα έργα του: «Περί ανεκτικότητας» (Καστανιώτης 1998), «Η ηθική εντός και εκτός των συνόρων» (Πόλις 2003), «Δίκαιοι και άδικοι πόλεμοι» (Ιωλκός 2008), «Εξοδος και επανάσταση» και «Στη σκιά του Θεού» (Αρτος Ζωής 2015 και 2018). Το ακόλουθο κείμενο είναι απόσπασμα συνέντευξης που έδωσε ο Ουόλτσερ στο ιταλικό περιοδικό «Il Mulino».

Η ιστορία των επαναστάσεων μας παραπέμπει ευθέως στο ζήτημα της ιεραρχίας. Υπάρχει μια τάση σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες να παράγουν και να αναπαράγουν την ιεραρχία. Οι επαναστάσεις ανατρέπουν ένα σύστημα ιεραρχικών σχέσεων. Αυτό ισχύει βέβαια και για την Οκτωβριανή Επανάσταση: με ποιες μορφές; 

Ο «σιδερένιος νόμος της ολιγαρχίας» του Ρόμπερτ Μίχελς θα έπρεπε ίσως να αποκαλείται «σιδερένιος νόμος της ιεραρχίας». Ολες οι κοινωνίες, εκτός από τις πιο πρωτόγονες, παίρνουν μιαν ιεραρχική μορφή –κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά. Οι ανισότητες μπορεί να είναι πελώριες ή μέτριες, μπορεί να υπάρχει μεγαλύτερη ή μικρότερη κοινωνική κινητικότητα, η πολιτική μπορεί να είναι βάναυση ή (σχετικά) ήπια. Οι επαναστάσεις καταστρέφουν μια διάταξη ιεραρχικών σχέσεων και παράγουν μιαν άλλη. Οι επαναστατικές δικτατορίες παράγουν πάντα μια ριζική ανισότητα ανάμεσα σε εκείνους που κατέχουν ισχύ και εκείνους που δεν κατέχουν. Αυτό παρήγαγε η Οκτωβριανή Επανάσταση στη Σοβιετική Ενωση. Για ένα ορισμένο διάστημα, η Επανάσταση μπορεί να παρήγαγε μεγαλύτερη οικονομική ισότητα, αλλά η δικτατορία του Κομμουνιστικού Κόμματος εγγυόταν ότι μακροπρόθεσμα η πολιτική ιεραρχία των κομματικών ηγετών, των κομματικών μελών και όλων των άλλων θα γεννούσε παράλληλα μορφές οικονομικής ανισότητας.

Ηγετική μορφή της Ρωσικής Επανάστασης ήταν ο Λένιν. Η μορφή του «lider maximo» είναι αναπόφευκτη σε μιαν επαναστατική διαδικασία ή είναι δυνατόν να σκεφτούμε την επανάσταση ως μια πρωτίστως συλλογική διαδικασία; 

Δεν νομίζω ότι όλοι οι επαναστατικοί αγώνες έχουν μια προκαθορισμένη έκβαση. Ακόμη και οι ιεραρχίες μπορεί να πάρουν πολύ διαφορετικές μορφές. Αλλά η στράτευση υπέρ της επαναστατικής δικτατορίας, υπέρ της κυριαρχίας του ενάρετου ή της πρωτοπορίας –των κατόχων της «αληθινής συνείδησης»– παράγει συνήθως, αργά ή γρήγορα, έναν δικτάτορα, έναν lider maximo, μια μορφή όπως ο Ροβεσπιέρος ή ο Στάλιν ή ο Μάο. Αντίθετα, οι Αμερικανοί επαναστάτες στρατεύτηκαν σε μορφές ρεπουμπλικανικής (όχι ακόμη δημοκρατικής) πολιτικής και δεν αναγνώρισαν ποτέ έναν lider maximo. Η Αμερικανική Επανάσταση παρήγαγε στην πράξη μιαν αστική δημοκρατία με τις ιεραρχίες της, αποφεύγοντας όμως κάθε μορφή δικτατορίας.

Εκτός από τη μορφή του Λένιν, η Ρωσική Επανάσταση είναι η επανάσταση της πρωτοπορίας, των μπολσεβίκων. Ποιοι ήταν, τι αντιπροσώπευαν και ποιο δίδαγμα μας προσφέρει, κατά τη γνώμη σας, η εμπειρία τους; 

Η θεωρία των πρωτοποριών είναι μία από τις πιο σημαντικές θεωρίες της ριζοσπαστικής ή επαναστατικής Αριστεράς. Νομίζω ότι είναι μια επικίνδυνη θεωρία. Σίγουρα κάθε επανάσταση έχει ηγέτες, αλλά μια πρωτοπορία είναι μια ηγεσία πολύ ιδιαίτερου τύπου. Τα μέλη της θεωρούν ότι γνωρίζουν την αλήθεια για την ιστορία και την κοινωνία. Εχουν υπερβεί την «ψευδή συνείδηση» των μαζών και διεκδικούν το δικαίωμα –ένα απόλυτο δικαίωμα- να ασκούν την ηγεσία και έπειτα να κυβερνούν με βάση την «αληθινή τους συνείδηση». Οταν βρεθούν στην εξουσία, δεν είναι διόλου ανεκτικοί απέναντι σε όσους δεν γνωρίζουν την αλήθεια και –σχεδόν εξ ορισμού- οι περισσότεροι από μας δεν γνωρίζουν την αλήθεια.
Ο συλλογισμός τους είναι συνεπώς ο ακόλουθος: Μας έχει γίνει μια τέτοια πλύση εγκεφάλου με μια θρησκευτική εκπαίδευση ή μέσω των καπιταλιστικών μέσων επικοινωνίας ή απλώς επειδή έχουμε ζήσει επί μακρόν υποταγμένοι, ώστε να καταλήγουμε να πιστεύουμε ότι η υποταγή είναι ο κανόνας και είναι νόμιμη. Χρειαζόμαστε επομένως εκείνους που γνωρίζουν, και αυτοί οι τελευταίοι επιμένουν να υποταχθούμε (εκ νέου) στην κυβέρνησή τους.
Οι μπολσεβίκοι υπερίσχυσαν των μενσεβίκων. Είχαν δύο διαφορετικές αντιλήψεις του πολιτικού κόμματος. Για τους μπολσεβίκους αυτό έπρεπε να είναι μια ελίτ επαγγελματιών επαναστατών, ενώ για τους μενσεβίκους έπρεπε να είναι μαζικό και να έχει συλλογική διεύθυνση. Με όρους ιστορίας της πολιτικής σκέψης, ποια ερεθίσματα μπορούμε να αντλήσουμε από την εμπειρία των μενσεβίκων; Συχνά τους παραλληλίζουν με τους Γιρονδίνους. Γιρονδίνοι και μενσεβίκοι έχουν κάτι κοινό: στην επαναστατική πάλη ηττήθηκαν. Τους θυμόμαστε περισσότερο επειδή έχασαν παρά για τις αρχές που υπερασπίστηκαν ή για τους λόγους της ήττας τους.
Ηττήθηκαν πρωτίστως επειδή ήταν λιγότερο διατεθειμένοι να σκοτώνουν τους αντιπάλους τους. Ηθελαν να κυβερνούν με τη στήριξη των μαζών, έστω και αν απαιτούνταν χρόνος (και δημοκρατική υπομονή) προκειμένου να επιτευχθεί αυτή η στήριξη. Δεν πίστευαν με απόλυτη βεβαιότητα σε μια μοναδική «αλήθεια», ήταν έτοιμοι για συμβιβασμούς προκειμένου να πετύχουν μια πρόοδο ειρηνικά, χωρίς βία.
Θα μπορούσε να πει κανείς (το είπαν) ότι δεν ήταν αρκετά αποφασισμένοι ή ανελέητοι, για να κυβερνήσουν στην ταραχώδη περίοδο της κατάρρευσης του παλαιού καθεστώτος. Ισως να είναι έτσι, αλλά, αν κατάφερναν να βρεθούν στην εξουσία, θα ήταν καλύτεροι κυβερνήτες από τους Ιακωβίνους ή από τους μπολσεβίκους. Σίγουρα θα είχαν σκοτώσει λιγότερους ανθρώπους.

Πρωταγωνιστής της Ρωσικής Επανάστασης υπήρξε αναμφίβολα και ο Τρότσκι. Πώς ερμηνεύετε αυτή τη μορφή στην ιστορία της επανάστασης και γενικότερα της πολιτικής σκέψης της Αριστεράς; 

Ο Τρότσκι ήταν πολύ πρόθυμος να κυβερνάει με τη βία και να εξοντώνει τους αντιπάλους των μπολσεβίκων. Ηταν ο ίδιος ένας ολικά στρατευμένος μπολσεβίκος και δεν μπορώ να εκτιμήσω θετικά τον ρόλο του, για παράδειγμα, στην καταστολή της εξέγερσης της Κρονστάνδης. Το επιχείρημά του, σύμφωνα με το οποίο ο σοσιαλισμός δεν θα μπορούσε να επιβιώσει σε μία μόνο χώρα, ότι χρειαζόταν συμμάχους στο εξωτερικό, ήταν πιθανόν σωστό, αλλά είχε υπερεκτιμήσει ριζικά την πιθανότητα επαναστάσεων στην Ευρώπη.
Η εκτίμηση γι’ αυτόν μεγάλωσε εξαιτίας της ήττας του στη Σοβιετική Ενωση και εξαιτίας του χαρακτήρα του ανθρώπου που τον νίκησε. Ο Τρότσκι έγινε ο διανοούμενος αναφοράς και ο πολιτικός αντίπαλος, ο σημαντικός «άλλος» σε σχέση με τον Στάλιν, και επειδή ο Στάλιν ήταν αλλόκοτος, ο Τρότσκι έγινε ανθρώπινος.

Αλλη σημαντική μορφή είναι σίγουρα η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Σε ένα κείμενό της του 1918 («Η Ρωσική Επανάσταση») πρώτη αυτή ασκεί κριτική «από τα αριστερά» σε ορισμένες επιλογές που έγιναν μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, διαβλέποντας τον κίνδυνο μιας πρώιμης γραφειοκρατικοποίησης της επαναστατικής διαδικασίας και ενός εκφυλισμού ολοκληρωτικού τύπου… 

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είναι πράγματι μια ελκυστική και ηρωική μορφή, μια μάρτυρας της ιδέας της επανάστασης. Η πρώιμη κριτική της στον μπολσεβικισμό ήταν βέβαια ορθή. Ωστόσο, το 1919 πήρε μέρος σε μιαν εξέγερση που δεν είχε μαζική υποστήριξη. Αν αυτή και οι σύντροφοί της είχαν νικήσει, δεν θα μπορούσαν να κυβερνήσουν δημοκρατικά. Ορισμένοι από αυτούς θα είχαν επιλέξει τη δικτατορία. Το αν, σε εκείνο το σημείο, η Λούξεμπουργκ θα ερχόταν σε ρήξη με αυτούς και θα επαναλάμβανε την κριτική της στη Ρωσική Επανάσταση –μολονότι μου αρέσει να το σκέφτομαι– δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. […]

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Εντιμοι και διεφθαρμένοι




του Θανάση Γιαλκετσή

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα συνέντευξης του γνωστού Ισπανού συγγραφέα Χαβιέρ Θέρκας, που δημοσιεύτηκε στο ιταλικό περιοδικό «L’Espresso».

Αρκεί η εντιμότητα για να υπάρξει καλή πολιτική και να επικρατήσει το καλό έναντι του κακού; 

Σήμερα, πολλές ωραιότατες λέξεις χρησιμοποιούνται σαν μάσκες, σαν παραμορφωτικοί καθρέφτες, για να ειπωθεί το αντίθετο από το αρχικό τους νόημα. Στο όνομα της ελευθερίας παραβιάζεται η ελευθερία. Στο όνομα της αλήθειας λέγονται ψέματα. Στο όνομα της εντιμότητας διαδίδεται η διαφθορά. Για την εντιμότητα μιλούν οι πολιτικοί που είναι αντίθετα πεισμένοι ότι το μοναδικό σημαντικό πράγμα είναι η κατάκτηση της εξουσίας και επομένως ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ενας δίκαιος σκοπός διαφθείρεται αν τα μέσα για την επίτευξή του δεν είναι καλά, ούτε έντιμα. Θυμάστε την εικόνα του Μπαράκ Ομπάμα και της Χίλαρι Κλίντον, όταν κοιτούσαν στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή την επιχείρηση με την οποία δολοφονήθηκε ο Μπιν Λάντεν; Το έμμεσο μήνυμα που μετέδιδε αυτή η εικόνα ήταν: Είναι θεμιτό να χρησιμοποιούμε ένα τρομερό μέσο για να κάνουμε το καλό; Επραξε καλά ο Ομπάμα; Ο Φελίπε Γκονζάλες, ο δικός μας πρώην πρωθυπουργός, είπε πρόσφατα στην τηλεόραση: «Είχα τη δυνατότητα να εξοντώσω όλη την ηγεσία της ΕΤΑ, αλλά δεν το έκανα». Και προσέθεσε: «Δεν ξέρω αν έπραξα καλά». Ο Γκονζάλες, επομένως, προστάτεψε ανθρώπινες ζωές ή δείλιασε; Ο Μαξ Βέμπερ έλεγε ότι ο πολιτικός συνάπτει συμφωνία με τον διάβολο, επειδή προσφεύγει στη βία. Ο κομμουνισμός ήταν ένας ωραιότατος σκοπός, που διαβρώθηκε από τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξή του. 

Στο «Πόλεμος και ειρήνη» του Τολστόι, ο Πιερ Μπεζούχοφ λέει στη Νατάσα: «Αν τα διεφθαρμένα πρόσωπα συνδέονται όλα μεταξύ τους και γι’ αυτό αποτελούν μια δύναμη, θα αρκούσε τα έντιμα πρόσωπα να έκαναν το ίδιο». Και σήμερα συχνά επικρατεί η ιδέα ότι αρκεί οι έντιμοι να συμπαραταχθούν απέναντι στους διεφθαρμένους και τους ψεύτες, προκειμένου να αλλάξουν τον κόσμο. 

Ο Μπεζούχοφ είναι αφελής. Είναι όμως ένα μυθιστορηματικό πρόσωπο.

Γνωρίζουμε ότι είναι ο Τολστόι εκείνος που μιλάει με τη φωνή του Μπεζούχοφ. 

Το υποθέτουμε. Σε κάθε περίπτωση, εγώ δεν συμφωνώ με αυτή τη φράση, επειδή νομίζω ότι ο κόσμος δεν διαιρείται σε έντιμους και ανέντιμους ή σε δίκαιους και άδικους. Τα έντιμα πρόσωπα μπορεί να γίνουν ανέντιμα και τα δίκαια μπορεί να γίνουν άδικα, όπως οι θαρραλέοι μπορεί να αποκαλυφθούν δειλοί. Η ψυχή των ανθρώπων είναι πολύπλοκη και αντιφατική. Γι’ αυτό η κοινωνική ζωή χρειάζεται τους κανόνες. Σε σας εδώ στην Ιταλία το Κίνημα των Πέντε Αστέρων και σε μας στην Ισπανία οι ακτιβιστές του Ποδέμος λένε: «Είμαστε έντιμοι άνθρωποι». Η είσοδος των Πέντε Αστέρων στην κυβέρνηση παρουσιάζεται ως η άνοδος της εντιμότητας στην εξουσία. Αυτή η εικόνα είναι εσφαλμένη και αφελής ή είναι και μια μορφή κυνισμού. Δεν είμαι τόσο νέος και επομένως θυμάμαι όταν πρώτη φορά οι Ισπανοί Σοσιαλιστές έγιναν κυβέρνηση, ύστερα από σαράντα χρόνια φρανκισμού. Φαινόταν σαν μια γιορτή. Οι Σοσιαλιστές ήταν οι δίκαιοι και οι έντιμοι. Επειτα όμως οι Σοσιαλιστές έγιναν ανέντιμοι και διεφθαρμένοι. 

● Επομένως; 

Επομένως, το θαύμα της δημοκρατίας δεν έγκειται στον χαρακτήρα των προσώπων αλλά στον σεβασμό των κανόνων. 

Μπορούμε να διακινδυνεύσουμε μιαν υπόθεση; Μέσα στην ψυχή του καθένα μας –ένας συγγραφέας το γνωρίζει, επειδή η δουλειά του είναι να ερευνά και να περιγράφει την ανθρώπινη ψυχή– υπάρχει ένα στοιχείο του κακού. Καθένας μας είναι ένας δυνητικός δήμιος. Αλλά δεν γινόμαστε όλοι δήμιοι. Ισχύει το ίδιο και με τη διαφθορά; 

Πράγματι, είναι πολύ πιο σημαντικό να κατανοήσουμε τον δήμιο παρά το θύμα. Η αλληλεγγύη με τα θύματα πρέπει βέβαια να είναι απόλυτη, αλλά οφείλουμε να κατανοούμε τον δήμιο. Θα ήταν εξαιρετικό να κατανοήσουμε τον Χίτλερ. Αυτό που οφείλει να κάνει ένας συγγραφέας, αλλά και ένας φιλόσοφος, είναι να κατανοεί τα πάντα, να κατανοεί τους χειρότερους. Να κατανοούμε δεν σημαίνει να δικαιολογούμε. Το αντίθετο. Να κατανοούμε σημαίνει να εξοπλιστούμε ώστε να μη γίνουμε δήμιοι και διεφθαρμένοι. 

Λάθευε, επομένως, ο Πρίμο Λέβι όταν έλεγε ότι το να κατανοούμε είναι λίγο σαν να δικαιολογούμε; 

Το ερώτημα αυτό το έχει θέσει ο Τσβετάν Τοντορόφ. 

Μπορούμε να προχωρήσουμε πιο πέρα; Ο Λέβι, επειδή ήταν θύμα, δεν μπορούσε να κατανοήσει τον δήμιο.

Ακριβώς. Για ένα θύμα το να κατανοεί τον δήμιό του σημαίνει να αυτοκαταστρέφεται. Ωστόσο, όσο το σκέφτομαι καλύτερα, αντιλαμβάνομαι ότι ο Λέβι δεν λάθευε. Η τριλογία του για το Αουσβιτς (τα έργα του «Εάν αυτό είναι άνθρωπος», «Η ανακωχή», «Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν») είναι πρόδηλα μια ευφυής προσπάθεια κατανόησης. Μια προσπάθεια να κατανοήσει τα πάντα. 

Μιλάμε για τη λογοτεχνική και διανοητική εντιμότητα.

Βέβαια. Και συνεχίζω. Γνωρίζουμε όλοι ποιος ήταν ο Χίτλερ. Το ερώτημα όμως τότε είναι πώς ένας τρελός, ένας μικρόνους όπως αυτός, κατόρθωσε να κατακτήσει την ψυχή της Γερμανίας, της πιο καλλιεργημένης χώρας, αλλά και την ψυχή του μισού κόσμου. Αν υπήρχε σήμερα ένας Ντοστογέφσκι, ένας Θερβάντες ή ένας Σέξπιρ ικανός να κατανοήσει αυτόν τον νου, θα είχαμε ένα όπλο για να εμποδίσουμε την επιστροφή ενός προσώπου σαν τον Χίτλερ. Είναι όπως όταν φοβόμαστε ότι θα εκραγεί μια βόμβα. Δεν αρκεί να φωνάζουμε «Εδώ υπάρχει βόμβα!». Χρειάζεται ένας πυροτεχνουργός για να την απενεργοποιήσει. Σε αυτό χρησιμεύει η λογοτεχνία και η πολύπλοκη σκέψη. Και γι’ αυτό δεν πρέπει να θέτουμε όρια στη λογοτεχνία και στην ενσυναίσθηση. Εξάλλου, ο Σέξπιρ είχε ενσυναίσθηση για τον Ριχάρδο Γ΄, έναν τρομερό δολοφόνο. Και όποιος διαβάζει το «Εγκλημα και τιμωρία» είναι σε θέση να κατανοήσει έναν δολοφόνο. Αυτή είναι η εντιμότητα του συγγραφέα και η ηθική της λογοτεχνίας. 

Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα σε εντιμότητα και αλήθεια; Μιλήσαμε για τον Λέβι και για τη δική του ακραία και ριζική εντιμότητα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Λέβι, προκειμένου να αφηγηθεί το Αουσβιτς, ως πολύ μεγάλος συγγραφέας που ήταν –ένας από τους μεγαλύτερους του 20ού αιώνα–, έπρεπε να φανταστεί το Αουσβιτς; 

Να φανταζόμαστε σημαίνει να δίνουμε ένα νόημα. 

Αν όμως η αλήθεια γεννιέται με την αφήγηση, υπάρχουν τόσες αλήθειες.

Πιστεύω ότι η αλήθεια υπάρχει. Νομίζω όμως ότι όποιος πιστεύει ότι κατέχει την αλήθεια ή είναι ανόητος ή είναι φανατικός ή τρελός ή είναι και τα τρία μαζί. Αλλο πράγμα είναι η λογοτεχνική αλήθεια και άλλο η αλήθεια των γεγονότων. Η αλήθεια των γεγονότων είναι συγκεκριμένη, ενώ η λογοτεχνική αλήθεια είναι μια ηθική και καθολική αλήθεια. Είναι η μυθοπλασία που προσπαθεί να ερευνήσει αυτό που συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους, σε όλο τον κόσμο και σε όλες τις χώρες. 

Υπάρχει πολιτική αλήθεια; 

Υπάρχει το ψέμα, που είναι μια μορφή ανεντιμότητας στην πολιτική. Σήμερα θριαμβεύει (αρκεί να δούμε το παράδειγμα του Τραμπ), επειδή η περιφρόνηση της αλήθειας είναι πελώρια. Είναι μια εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση. […]

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

Οι δικοί μας «πόλεμοι των πολιτισμών»




του Κώστα Δουζίνα

Γράφαμε στο προηγούμενο ότι η Aριστερά πρέπει να αντισταθεί και να αντιστρέψει την «πνευματική μιζέρια» που μας περικυκλώνει. «Μια Aριστερά χωρίς ενεργό όραμα, με το εγγενές ηθικό και αισθητικό του στοιχείο, μπορεί εύκολα να διολισθήσει σε έναν οικονομισμό διαφορετικό στο περιεχόμενο, αλλά ομόλογο κάθε μορφής που ιεραρχεί αποκλειστικά την οικονομία» (διαβάστε εδώ). Χρειαζόμαστε μια πολιτιστική αναγέννηση.
Στις λατινογενείς γλώσσες υπάρχουν δύο λέξεις για τον πολιτισμό: civilisation και culture. Η ρομαντική kultur αποτελείται από τις κοινές αξίες, νοήματα και σύμβολα ενός λαού. Εκφράζει την παράδοση και το πνεύμα του, ό,τι τον κάνει μοναδικό.
Η culture αποτελεί τον συνολικό τρόπο ζωής, υλικό νοητικό και πνευματικό, ενός λαού ή κοινότητας. Οι «πολιτισμικοί πόλεμοι» (culture wars) που ταλαιπωρούν τις ΗΠΑ και αποφασίζουν συχνά τις εκλογές αποτελούν συγκρούσεις κοινωνικών ομάδων (αντρών και γυναικών, άσπρων και μαύρων, straight και gay). Εχουν ως διακύβευμα το τέλος των διακρίσεων και την αναγνώριση της διαφορετικότητας μεταξύ κοινωνικών ομάδων που έχουν ριζικά διαφορετικές αντιλήψεις για τις αξίες και την ταυτότητά τους.
O πολιτισμός ως civilisation αναφέρεται σε αξίες, έργα και πρακτικές που είναι κοινές μεταξύ ομάδων και λαών και δεν αντανακλούν τις ιδιαιτερότητες, αλλά την ομοιότητά τους. Ο Μπετόβεν ή ο Σέξπιρ ανήκουν στη γερμανική ή αγγλική culture, αλλά συνιστούν ταυτόχρονα μέρη του παγκόσμιου civilisation. Ο αστικός κόσμος έχει πολιτισμό, ο λαός έχει κουλτούρα. Το τραγούδι «Εγώ δεν πάω Μέγαρο, θα μείνω με τον παίδαρο» το εκφράζει. Ο «κουλτουριάρης» είναι κάποιος που ενώ ανήκει στον λαό, τον περιφρονεί προσποιούμενος υπεροπτικά ότι γνωρίζει τα μυστικά του πολιτισμού.
Σε μας ο συνδυασμός καθολικού πολιτισμού και ιδιαίτερης «κουλτούρας» φτιάχνει αυτό που λέμε «κοινωνικό έθος». Το ατομικό ήθος είναι ο χαρακτήρας, το θεμέλιο της ιδιαιτερότητας και μοναδικότητάς μας. Το κοινωνικό έθος αποτελεί τη βάση της κατανόησης του κόσμου, τι είναι καλό και τι κακό, τι αλήθεια και ψέμα, τι ωραίο και άσχημο. Αποτελείται από άρρητες αξίες, προϊδεασμούς και προ-κρίσεις που μαθαίνουμε στην οικογένεια, στο σχολείο, στη γειτονιά. Δεν περιγράφονται συνήθως σε εγχειρίδια, ούτε διδάσκονται τυπικά, αλλά αποκτούνται με μαθητεία, μίμηση των μεγάλων και επανάληψη των πράξεών τους.
Πηγάζουν επομένως από την παράδοση της κοινότητας, τον ορίζοντα αξιών και αρχών των οικείων, τον συνεκτικό δεσμό τού συν-ανήκειν. Είναι η «κουλτούρα» μας. Στη διαδικασία ωρίμανσης, στη δουλειά, στο Πανεπιστήμιο, στον δημόσιο βίο, το ήθος έρχεται σε σύγκρουση με το γνωσιολογικά γενικό και το ηθικά καθολικό. Η ταυτότητά μας βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση, σε διάλογο και αγώνα για αναγνώριση με γνώριμους και κοντινούς αλλά και με ξένους.

Το κοινωνικό έθος

Τρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού έθους ή πολιτισμού: φιλία, φιλοτιμία, φιλοξενία. Η φιλία αποτελεί το θεμέλιο της κοινωνικότητάς μας, έκφραση της οντολογικής κατανόησης ότι πριν από μένα έρχεται ο άλλος, η μητέρα, που μου δίνει ύπαρξη και ταυτότητα. Είμαστε πάντα μαζί και εξαρτιόμαστε από τον άλλο. Η φιλοτιμία είναι το πάθος για την τιμή και την αξιοπρέπεια, που εμφανίζεται ως τελειοθηρία. Ικανοποιούμαι όταν κάνω καλά οτιδήποτε κάνω, απολαμβάνω την αυταξία της πράξης πέρα και έξω από το αποτέλεσμά της. Η φιλοτιμία είναι ανταποδοτική, αλλά χωρίς ωφελιμιστικούς υπολογισμούς.
Αποτελεί σχέση αμοιβαιότητας χωρίς ανταλλακτική αξία. Εκφράζει το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι ens creans και ens creatum: ον που δημιουργεί και δημιουργείται. Είμαστε όλοι καλλιτέχνες και τεχνίτες που με τα έργα μας σμιλεύουμε τον εαυτό μας. Τέλος, η φιλοξενία. Οταν ο άλλος έρχεται στον τόπο μου για δουλειά, επίσκεψη ή τουρισμό, η πρώτη αντίδραση είναι να τον καλωσορίσουμε. Η φιλοξενία κρύβει αλλά και αποκαλύπτει τη βαθιά γνώση ότι είμαστε κι εμείς ξένοι, ο ξένος βρίσκεται μέσα μας, είμαστε ξένοι στον εαυτό μας. Οταν οι τρεις φιλίες γενικεύονται γίνονται θρησκευτική φιλανθρωπία και μετά κοσμική αλληλεγγύη.

Η πάλη για την κοινή λογική

Η διάκριση civilisation και culture ή η ανάλογη μεταξύ «υψηλού» και «χαμηλού» πολιτισμού εγκαταλείφτηκε ευτυχώς. Ο Σέξπιρ και τα κόμικς, το ραπ και ο Μπετόβεν, ο Σεζάν και το γκράφιτι, το βίντεο αρτ και ο Μπέργκμαν συνωστίζονται και αλληλο-αντιγράφονται σε πινακοθήκες και παλαιοπωλεία, σε σινεμά και κρεβατοκάμαρες, σε Mέγαρα και laptops. Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε πια έναν «καθαρό» πολιτισμό από την ιδεολογία και την επικοινωνία, τις δικτυώσεις και τα κοινωνικά μέσα.
«Πολιτισμός» είναι το mise en scène μιας κοινωνίας, ο τρόπος που αναπαριστά συμβολικά και νοηματοδοτεί τον εαυτό της. Δίνει μορφή σε ιδέες και αρχές, νομοθετεί και σκηνοθετεί, συγκεντρώνει και φανερώνει τη σχέση εαυτού και άλλου. Οπως λέει ο Λεφόρ, η ανθρωπότητα ανοίγεται σ’ ένα ξέφωτο που δεν δημιούργησε η ίδια. Είμαστε ριγμένοι στη συμβολική τάξη τόπου και χρόνου σαν σ’ ένα αρχαίο ποταμό. Ο πολιτισμός ανοίγει έναν κόσμο, μας εισάγει σ’ αυτόν. Εμείς, με τη σειρά μας, τον ξαναφτιάχνουμε με τη δύναμη του φαντασιακού.
Αυτός ο ανοιχτός πολιτισμός δέχεται μεγάλη επίθεση από τον ύστερο καπιταλισμό. Ο άνθρωπος της νεοφιλελεύθερης λογικής είναι μια μηχανή επιθυμίας. Οτιδήποτε θέλει μπορεί να γίνει δικαίωμα, κεκτημένη απόλαυση, να αναβαθμιστεί ως ηθική δράση του μηδενιστή και του κυνικού. Αλλά η επιθυμία είναι αχόρταγη. Μόλις αποκτήσω το αντικείμενο του πόθου μετακινείται σε άλλο, σε ένα σπιράλ επιθυμίας-απόλαυσης-ματαίωσης. Στην κρίση ο κτητικός ατομισμός μεταμορφώνεται στην αμυντική περίκλειση της γυμνής ζωής, της κατάστασης ανάγκης, της επιβίωσης του ισχυρότερου. 
Αυτή είναι η καπιταλιστική τελική λύση. Η καταστροφή των κοινοτήτων δεν αποτελεί παράπλευρη απώλεια, αλλά το κεντρικό σχέδιο της νεοφιλελεύθερης βιοπολιτικής που διαλύει το κοινωνικό έθος στην προσπάθεια να μεταμορφώσει την ανθρώπινη οντολογία. Ετσι προωθεί την «οντολογική» άποψη ότι η ανθρώπινη φύση είναι ανταγωνιστική, επομένως «επιστημονικά» οι αγορές αποτελούν τον αποτελεσματικότερο και δικαιότερο τρόπο διανομής.
Οσοι χάνουν στον οικονομικό πόλεμο είναι «ηθικά» οι «ανάξιοι φτωχοί» και αξίζουν τη μοίρα τους. Σταδιακά οι φιλίες δίνουν τη θέση τους στην απόσυρση από τα κοινά. Η φιλοτιμία στον ωφελιμισμό: τα πάντα έχουν ανταλλακτική αξία, αλλά τίποτα δεν έχει αξία. Η φιλοξενία στην ξενοφοβία: ο ξένος είναι εχθρός ή όργανο στα σχέδιά μου. Η φαντασιακή τάξη αποσαθρώνει το κοινωνικό έθος, επιβάλλοντας μια μορφή μελαγχολίας και πνευματικής μιζέριας.
Αυτή η φαντασιακή τάξη που επικαθορίζει την κοινότοπη λογική της εποχής μας αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για την Αριστερά. Δεν αρκεί να ανατρέψουμε την οικονομική καταστροφή. Πρέπει να υφάνουμε εκ νέου τον κοινωνικό ιστό. Η αδιαπραγμάτευτη πολιτικο-ηθική μας αρχή βρίσκεται δίπλα στους πιο αδύναμους και αόρατους. Πρέπει να συνδυαστεί με την επέκταση της δημοκρατίας, τη μετουσίωσή της από πολιτειακό σύστημα σε συνολικό τρόπο ζωής.
Για να γίνει αυτό, το αριστερό φαντασιακό πρέπει να χτίσει άλλες αλήθειες, άλλη ηθική, άλλη αισθητική. Παρά τις επιθέσεις, η κοινότητα, ο πολιτισμός και το έθος παραμένουν βασικοί πόροι για την κοινωνική ανανέωση. Η Αριστερά ανασυντάσσει τις κοινότητες, απευθύνεται στο μυαλό και το συναίσθημα, συνομιλεί και επανασημασιοδοτεί την κοινωνική θρησκευτικότητα, τον δημοκρατικό και διεθνιστικό πατριωτισμό. Αυτοί είναι οι δικοί μας «πόλεμοι των πολιτισμών».

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

«Τα βούκινα των κατηχήσεων του εθνικού μίσους»...




του Παντελή Μπουκάλα

Π​​ριν από έναν αιώνα, το 1917, στον έκτο τόμο της «Λαογραφίας», περιοδικού της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, ο Γεράσιμος Καψάλης, ανάμεσα στις πολλές παροιμίες που παρέθετε στο δοκίμιό του «Λαογραφικά της Μακεδονίας», δημοσίευε και μία της Βέροιας: «“Είνι Βούλγαρους ανάλατους και κρουμμυδοκέφαλους”. Περί των ανοήτων εν γένει». Είκοσι σελίδες παρακάτω ο λαογράφος κατέγραφε το εξής περίπαιγμα: «Οι Βουλγαρόφωνοι Ελληνες περιπαίζονται από τους Ελληνοφώνους ως κρεμμυδοκέφαλοι, βοϊδοκέφαλοι και χοντροκέφαλοι. Διηγούνται δε οι Ελληνόφωνοι ότι είναι οι Βουλγαρόφωνοι χοντροκέφαλοι, διότι ο αρχαιότερος των προγόνων των εζήτησεν από τον Θεόν κατά την εορτήν της βαπτίσεως του Χριστού κατά λάθος ένα κοιλό χρήματα. Ωσαύτως περιπαίζονται διά την αφυϊαν των». Αφυϊα είναι βέβαια η έλλειψη φυσική αρετής, δεξιοτήτων κ.λπ., το δε κοιλό ήταν μέτρο χωρητικότητας επί δημητριακών, ισοδύναμο περίπου με 24 οκάδες.
Ωστε λοιπόν ανόητοι οι Βούλγαροι. Ποιος το λέει όμως αυτό; Το λένε Ελληνες για Ελληνες: οι ελληνόφωνοι Ελληνες για τους βουλγαρόφωνους Ελληνες. Δεν είναι πάντως αυθαίρετη η σκέψη ότι την ελληνικότητα των βουλγαρόφωνων Ελλήνων (όπως και των σλαβόφωνων, των πομακόφωνων, των βλαχόφωνων, των αρβανιτόφωνων, των τουρκόφωνων) δεν τη θεωρούσαν δεδομένη, γνήσια και υψηλής στάθμης όλοι οι ελληνόφωνοι Ελληνες. Και πρώτα πρώτα η ίδια η πολιτεία, η οποία και τους «εξελλήνιζε» διά του στρατού και της εκπαίδευσης ή και διατάζοντας τους χωροφύλακές της να τσακίζουν τις γκάιντες τους, στα μετεμφυλιακά χρόνια. Δεν είναι, επίσης, τοπικό φαινόμενο η σαρωτική φυλετική υποτίμηση των Βουλγάρων. Στον επόμενο τόμο της «Λαογραφίας», το 1923, ο Σίμος Μενάρδος δημοσιεύει την εξής κυπριακή παροιμία: «“Σαν τον Βούρκαριν ή εν τέλεια Βούρκαρις”, σημαίνει είναι κακός, άγροικος και προ πάντων αφιλόξενος, εν Πάφω δε και Μεσαρεά η προσφώνησις Βούρκαρε, δηλαδή Βούλγαρε, θεωρείται υβριστική. Τους Βουλγάρους εγνώρισαν οι Κύπριοι ως μισθοφόρους των Φράγκων ρηγών, ίσως δε και προτού, των Ελλήνων δουκών, οίτινες και αυτοί μετεκάλουν έξωθεν αλλοφύλους στρατιώτας, καθώς κατόπιν οι πασάδες Τουρκαλβανούς». Δεν είναι καν αποκλειστικό γνώρισμα της ελληνικής γλώσσας και νοοτροπίας η υποτίμηση αυτή. «Η λέξις Βούλγαρος», έγραφε ο Στίλπων Κυριακίδης στην «Ελληνική λαογραφία» του, «ισοδυναμεί παρά τοις Ελλησι προς το χονδροκέφαλος, ενώ παρά τοις Ευρωπαίοις η λέξις Bougre από του μεσαιώνος εδήλου τον αιμοχαρή και βάρβαρον, η λέξις Βλάχος και Μπαστουνόβλαχος δηλοί τον χονδροειδή τούς τρόπους, αι λέξεις Κατελάνος, Σαρακηνός είναι επίσης υβριστικαί, δηλούσαι τον ωμόν, τον τύραννον». Ας προσθέσουμε τις απαξιωτικής χρήσης λέξεις Βάνδαλοι, Κάφροι, Γύφτοι, Οβριοί. Αλλά και τους νεότερους Πάκηδες (τους Πακιστανούς), τις Φιλιππινέζες και τους Αλβανούς, οι οποίοι ως γνωστόν δεν θα αναβαθμιστούν ποτέ σε Ελληνες. Ελληνες; Μα και το εθνώνυμο «Ελληνες» κυκλοφορούσε κάποτε σε λεξικά της Δύσης με αρνητική σημασία, ως συνώνυμο των απατεώνων.
Εύκολο και παρηγορητικό είναι να λέμε πως «οι λαοί δεν έχουν τίποτε να τους χωρίζει», αλλά δυστυχώς έχουν. Εχουν την Ιστορία κατ’ αρχάς (πώς δεν χωρίζει τίποτε κατακτητές και κατακτημένους;), τις προκαταλήψεις έπειτα, οι οποίες, ακόμα κι όταν έχουν κάποια ιστορική ρίζα, αυτονομούνται σταδιακά και, με τη μεσολάβηση της εκπαίδευσης, της λογοτεχνίας, της Εκκλησίας, της δημοσιογραφίας και όσων άλλων μηχανισμών επενεργούν σαν θαλπτήρια της μισαλλοδοξίας, γίνονται σύμβολα τυφλής πίστεως. Την καλλιέργεια της φυλετικής εχθροπάθειας και τη διαβρωτική επίδραση των προκαταλήψεων τη στηλίτευε σαρκάζοντας ο Κωστής Παλαμάς στο άρθρο του «Εθνικά μίση», δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Ακρόπολις Εσπερινή», στις 7.9.1897, με το ψευδώνυμο Διαγόρας. Αποσπασματικά:
«Κάθε φορά που εξεχείλιζε μέσα μας ο πατριωτισμός, ποσάκις ήκουσα να διατυπώνονται, το εν του άλλου ευφραδέστερον, παράπονα, τι λογής παράπονα; Παράπονα πως δεν μισούμεν όσον πρέπει και καθώς πρέπει τους εχθρούς μας· παράπονα πως δεν μισούμεν αρκετά τον Τούρκον, τον Βούλγαρον, τον Σλάβον, τον Αρμένην αυτόν. [...] Παράπονα πως η πολιτεία, πως η παιδεία, πως η φιλολογία δεν λαμβάνουν τα μέτρα των διά να τραφή και να ζωντανέψη εις τα βάθη της εθνικής ψυχής η κατακαθισμένη φωτιά του μίσους. [...]
»Ονειροπολούσαμεν και είμεθα ανυπόμονοι να μετρηθώμεν προς τον Τούρκον, και ενομίζαμεν ιεράν υποχρέωσιν να τρέφωμεν περί αυτού την αισχίστην ιδέαν, να τον καταφρονώμεν, να τον εχθρευώμεθα και να τον συχαινόμεθα, ως το βδέλυγμα της ερημώσεως· να μιλούμεν περί αυτού ως θα ωμίλει ο αετός δι’ ένα σκώληκα. Και το κατά του Τούρκου μίσος το υπεθάλπομεν δι’ όλων των μέσων του προφορικού και του γραπτού λόγου.
»Περί Σέρβων, κάθε φοράν που έβγαιναν και αυτοί εις την μέσην διά να διεκδικήσουν δεν γνωρίζω ποία δικαιώματα εις την Μακεδονίαν, δεν ελέγαμεν παρά αυτό και μόνον συνοπτικώτατα: “οι Σέρβοι, οι χοιροβοσκοί!” Και εξωφλούσαμεν.
»Οι Βούλγαροι; Χυδαίοι και βάρβαροι· απόγονοι του Κρούμου, χωρίς κανένα Περικλή, κανένα Παρθενώνα!
»Οι Ρώσοι; Μουζίκοι! “Εάν δεν είσαι άνθρωπος, τότε θα είσαι... Ρώσος!” ανέκραζεν ο ποιητής Παράσχος, και πόσοι θα ευρέθησαν αποθαυμάζοντες τον ανόητον στίχον ως το άκρον άωτον της εθνικής εμπνεύσεως. [...]
»Μπορεί, υπό μίαν έποψιν, και χρησιμοποιούμενα εις την ώραν των, όλα αυτά, να είναι καλά και άγια. Το δυστύχημα είναι ότι δεν μας ωφέλησαν διόλου μέχρις ώρας. Και νομίζω ότι ήλθεν ο καιρός να θέσωμεν κατά μέρος, επαναλαμβάνω, τα εθνικά αυτά μίση, τα οποία περισσότερον μας απομακρύνουν από τους μισουμένους, κατορθώνουν ώστε να συλλαμβάνωμεν περί των αντιζήλων μας λαών φανταστικάς και κωμικάς ιδέας, και καμμίαν πραγματικήν οπωσδήποτε γνώσιν, ενεργούν ακριβώς εναντίον του συμφέροντός μας, και εις το τέλος αποδεικνύονται βλαπτικώτατα. Τα μίση αυτά μάς απομακρύνουν, ως από λεπρούς, από τους λαούς εκείνους, τους οποίους, προ πάσης ενεργείας εναντίον των, προ παντός μετρήματος, προ πάσης εξοφλήσεως λογαριασμών, έχομεν ανάγκην να γνωρίσωμεν όσον το δυνατόν λεπτομερέστερον και αληθινώτερον· τα μίση αυτά είναι αντεθνικά».
Και καταλήγει ο Παλαμάς: «Τώρα είναι καιρός να καταλάβωμεν ότι οι εχθροί και οι αντίζηλοι λαοί, αν χρειάζεται να τους αποστρεφώμεθα, αν είναι απαραίτητον να τους πολεμώμεν, χρειάζεται προ τούτου να τους γνωρίσωμεν. Και προς τούτο, περισσότερον από τα τύμπανα και τα βούκινα των κατηχήσεων του εθνικού μίσους, χρειαζόμεθα μάτια και αυτιά γερά και γυαλιά και μολύβια και χαρτιά και ταξείδια και βιβλία, και ησυχίαν απόλυτον και μελέτην επίμονον, διά να τους αντιληφθώμεν με το νυ και με το σίγμα τους λαούς αυτούς... Η εθνική μας ανάπλασις, αν είμεθα ικανοί να την επιχειρήσωμεν, δεν θα βασίζεται πλέον επί του μίσους, αλλ’ επί της γνώσεως». Αυτά από έναν «συντηρητικό» και «σωβινιστή», πριν από 120 χρόνια. Σε χρονιά-πληγή για την Ελλάδα.

Πηγή: Καθημερινή

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Η πάλη εναντίον του λάθους




του Θανάση Γιαλκέτση

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το βιβλίο του 97χρονου σήμερα Γάλλου φιλοσόφου και κοινωνιολόγου Εντγκάρ Μορέν: Enseigner à vivre. Manifeste pour changer l’ éducation (Actes Sud, 2014).

Το ζήτημα της αλήθειας, που είναι το ζήτημα του λάθους, με βασάνιζε ιδιαίτερα ήδη από τις αρχές της εφηβείας. Εγώ δεν είχα κληρονομήσει μια κουλτούρα που θα μου την είχε μεταδώσει η οικογένειά μου. Επομένως, για μένα οι αντιτιθέμενες ιδέες είχαν, καθεμιά τους, κάτι το πειστικό.
Πρέπει να μεταρρυθμίσουμε ή να μετασχηματίσουμε επαναστατικά την κοινωνία; Η μεταρρύθμιση μου φαινόταν πιο ειρηνική και ανθρώπινη αλλά ανεπαρκής, η επανάσταση πιο ριζοσπαστικά ανατρεπτική αλλά επικίνδυνη.
Στην αρχή του πολέμου νόμιζα ότι είχα ολική ανοσία απέναντι στη Σοβιετική Ενωση, δηλαδή απέναντι στον σταλινικό κομμουνισμό.
Με αφετηρία όμως την αντεπίθεση που απελευθέρωσε τη Μόσχα από την περικύκλωση και με αφετηρία ταυτόχρονα την είσοδο στον πόλεμο της Ιαπωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών (Δεκέμβριος του 1941), που μετέτρεψε τον πόλεμο σε παγκόσμιο, άρχισε να διαγράφεται μια εργασία μεταστροφής του νου μου: η κληρονομημένη από τον τσαρισμό καθυστέρηση και η καπιταλιστική περικύκλωση θα δικαιολογούσαν για μένα τις ελλείψεις και τα ελαττώματα της ΕΣΣΔ. Οταν θα τερματιζόταν η καπιταλιστική περικύκλωση, μετά τη νίκη των λαών, θα άνθιζε μια αληθινά κομμουνιστική κουλτούρα της αδελφοσύνης. Αυτό που είχα διδαχθεί από τον Τρότσκι, από τον Σουβαρίν και από τόσους άλλους απωθήθηκε τότε στα υπόγεια του νου μου.
Μια απέραντη, σχεδόν κοσμική, ελπίδα σάρωνε κάθε επιφύλαξη. Η απογοήτευση αρχίζει με το ξαναπάγωμα της Σοβιετικής Ενωσης. Μια διαδοχή πελώριων και επονείδιστων ψευδών με αποθαρρύνει, μέχρις εκείνο που υπήρξε για μένα το τελικό σοκ: τη δίκη του Ράικ στη Βουδαπέστη τον Σεπτέμβριο του 1949. Τελικά, υφίσταμαι έναν αποκλεισμό, που κόβει τον ομφάλιο λώρο και με απελευθερώνει (1951).
Μερικά χρόνια αργότερα, αφοσιώνομαι σε μιαν αυτοκριτική εργασία, που δημοσιεύτηκε το 1959, προκειμένου να κατανοήσω τις αιτίες και τους μηχανισμούς των λαθών μου, που οφείλονταν λιγότερο στις άγνοιές μου και περισσότερο στο δικό μου σύστημα ερμηνείας και δικαιολόγησης, όπου είχα απωθήσει ως δευτερεύοντα, προσωρινά και επιφανειακά τα ελαττώματα που συγκροτούσαν την ίδια τη φύση του σταλινικού συστήματος.
Νομίζω ότι απαλλάχθηκα για πάντα από τις μονόπλευρες σκέψεις, από τη δυαδική λογική που αγνοεί αντιφάσεις και πολυπλοκότητα. Ανακάλυψα τότε ότι το λάθος μπορεί να είναι γόνιμο, υπό τον όρο ότι θα το αναγνωρίσουμε, ότι θα αποσαφηνίσουμε την προέλευσή του και την αιτία του, με σκοπό να αποτρέψουμε την επιστροφή του. Η απελευθερωτική εργασία της αυτοκριτικής, που πραγματοποίησα, θέλησε να φτάσει ώς την πηγή. Κατανόησα ότι μια πηγή λαθών και αυταπατών είναι το να αποκρύπτουμε τα γεγονότα που μας αναστατώνουν, να τα διαγράφουμε και να τα εξαλείφουμε από τον νου μας.
Κατανόησα μέχρι ποιο σημείο οι βεβαιότητές μας και οι πεποιθήσεις μας μπορούν να μας παραπλανήσουν, έμαθα να στοχάζομαι αναδρομικά για όλες τις τυφλώσεις που οδήγησαν τη Γαλλία στον πόλεμο του 1939 χωρίς αυτή να μπορέσει να προετοιμαστεί, για όλα τα λάθη και για όλες τις αυταπάτες του επιτελείου μας το 1940, για όλες τις εκτροπές και τις πλάνες που ακολούθησαν. Και σκεπτόμενος την πορεία του υπνοβάτη που οδήγησε ένα έθνος, από το 1933 ώς το 1940, στην καταστροφή, φοβάμαι τη νέα υπνοβασία που εμφανίστηκε στη δική μας κρίση, η οποία δεν είναι μόνον οικονομική, δεν είναι μόνον κρίση πολιτισμού, αλλά είναι και κρίση της σκέψης.
Το πάθος μου για την «αληθινή» γνώση με οδήγησε να ανακαλύψω, στα 1969-1970, χάρη σε μια διαμονή μου στην Καλιφόρνια, την προβληματική της πολυπλοκότητας.
Στην πραγματικότητα, η έννοια της πολυπλοκότητας αποσαφήνισε αναδρομικά τον τρόπο σκέψης μου, ο οποίος ήδη συνέδεε διασκορπισμένες γνώσεις, ήδη αντιμετώπιζε τις αντιφάσεις αντί να τις αποφεύγει, ήδη προσπαθούσε να υπερβεί εναλλακτικές που θεωρούνταν ανυπέρβλητες. Αυτός ο τρόπος σκέψης δεν είχε χαθεί, αν και παρέμενε κρυφός, στη διάρκεια της ευφορίας μου, όταν ήμουν κομμουνιστής την περίοδο του πολέμου.
Ηδη το πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσω δεν ήταν μόνον τα λάθη τα σχετικά με γεγονότα (από άγνοια), τα λάθη της σκέψης (από δογματισμό), αλλά το λάθος μιας τμηματικής σκέψης, το λάθος της δυαδικής σκέψης που βλέπει μόνον είτε/είτε, της ανίκανης να συνδυάζει και/και, καθώς και, βαθύτερα, το λάθος της σκέψης που περιορίζει και της σκέψης που αποσυνδέει, που είναι τυφλές απέναντι σε κάθε πολυπλοκότητα. Η λέξη «μέθοδος» μου φάνηκε ως οδηγός που θα έπρεπε να βαδίσει επί μακρόν και με δυσκολίες, για να φτάσει να αντιληφθεί τα εργαλεία μιας σκέψης η οποία είναι έγκυρη επειδή είναι πολύπλοκη.
Και καθώς βάδιζα σε αυτόν τον δρόμο, απέκτησα την πεποίθηση ότι η εκπαίδευσή μας, όσο και αν μας δίνει εργαλεία για να ζούμε στην κοινωνία (να διαβάζουμε, να γράφουμε, να λογαριάζουμε), όσο και αν δίνει τα στοιχεία (δυστυχώς διαχωρισμένα) μιας γενικής κουλτούρας (επιστήμες της φύσης, επιστήμες του ανθρώπου, λογοτεχνία, τέχνες), όσο και αν αφιερώνεται στο να προετοιμάζει ή να προμηθεύει μιαν επαγγελματική εκπαίδευση, πάσχει από μια πελώρια έλλειψη που αφορά μια πρωταρχική ανάγκη της ζωής: να παραπλανιόμαστε και να αυταπατόμαστε όσο το δυνατόν λιγότερο, να αναγνωρίζουμε πηγές και αιτίες των λαθών και των αυταπατών μας, να αναζητούμε σε κάθε περίσταση την πιο έγκυρη δυνατή γνώση. Από δω πηγάζει μια πρωταρχική και ουσιώδης αναγκαιότητα: να διδάσκουμε και να μαθαίνουμε τη γνώση, που είναι πάντοτε μετάφραση και ανασύσταση.
Αυτό σημαίνει πως εγώ ισχυρίζομαι ότι προμηθεύω την αλήθεια; Προμηθεύω μέσα για να παλεύουμε εναντίον της αυταπάτης, του λάθους, της μεροληπτικότητας. Οι επιστημονικές θεωρίες, όπως έδειξε ο Πόπερ, δεν προμηθεύουν καμιάν απόλυτη και οριστική αλήθεια, αλλά προοδεύουν ξεπερνώντας τα λάθη.
Προμηθεύω όχι μια συνταγή, αλλά μέσα για να αφυπνίζουμε και να παρακινούμε τα μυαλά στην πάλη εναντίον του λάθους, της αυταπάτης, της μεροληπτικότητας, και ιδιαίτερα εκείνων που χαρακτηρίζουν την εποχή μας, μιαν εποχή πλάνης, ανεξέλεγκτων και επιταχυνόμενων δυναμικών, συσκότισης του μέλλοντος, λαθών και αυταπατών, που στην τωρινή κρίση της ανθρωπότητας και των κοινωνιών είναι επικίνδυνα και ίσως θανάσιμα.
Το λάθος και η αυταπάτη εξαρτώνται από τον ίδιο τον χαρακτήρα της γνώσης μας και το να ζει κανείς σημαίνει να αντιμετωπίζει διαρκώς τον κίνδυνο του λάθους και της αυταπάτης στην επιλογή μιας απόφασης, μιας φιλίας, ενός περιβάλλοντος, μιας συζύγου, ενός επαγγέλματος, μιας θεραπείας, ενός υποψήφιου στις εκλογές κ.λπ. Η πολύπλοκη σκέψη μας διδάσκει να έχουμε επίγνωση του ότι κάθε απόφαση και κάθε επιλογή αποτελούν ένα στοίχημα.
Συχνά μια δράση παρεκκλίνει σε σχέση με το νόημά της, όταν εισέρχεται σε ένα περιβάλλον πολλαπλών αλληλεπιδράσεων, και μπορεί να καταλήξει να σπάσει το κεφάλι αυτού που την ανέλαβε. Πόσες ήττες και πόσες καταστροφές προκλήθηκαν από την αλαζονική βεβαιότητα της νίκης!

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

Ο Περικλής, ο Εφιάλτης και η δημοκρατία




του Γιώργου Σταματόπουλου

Μιλάμε ακόμη για δημοκρατία -εδώ, στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στη Σαουδική Αραβία, στις ΗΠΑ. Υπερβολές. Τι δουλειά έχει ένα θεοκρατικό καθεστώς ανάμεσα στο δυτικό πολίτευμα που «γεννά» ελεύθερους και χειραφετημένους πολίτες;
Ακολουθεί το εξής παράδοξο: γίνεται λόγος για ελευθερία και πολιτική χειραφέτηση και ταυτόχρονα διατυπώνονται παράπονα ότι η Ευρώπη έχει «στερέψει» από πολιτικά αναστήματα [Μιτεράν π.χ., Κολ κ.ά., Παπανδρέου ή Καραμανλής στη χώρα και λοιπά]. Μα, αν οι πολίτες είναι χειραφετημένοι, τι χρείαν έχουν «μεγάλων» πολιτικών; Είναι παλιά αμαρτία η ταύτιση της δημοκρατίας με πολιτικά κόμματα και ισχυρούς, μεγαλοφυείς πολιτικούς, ακριβώς για να εξοβελιστεί η εξουσία του δήμου, η πραγματική ήγουν δημοκρατία.
Αρχαίο παράδειγμα, αν και κατασκευασμένο εκ των υστέρων, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο «χρυσούς αιών» του Περικλέους. [Συνετέλεσε σε αυτόν τον «μύθο» και ο μεγάλος ιστορικός Θουκυδίδης, που αρνήθηκε να περιγράψει την επαναστατική καθιέρωση της δημοκρατίας από τον Εφιάλτη και τον Αρχέστρατο, οι οποίοι απέδωσαν (462-460) όλη την εξουσία στους πολίτες].
Βρήκα στη βιβλιοθήκη του χωριού ένα παλιό βιβλίο, με αφιέρωση μάλιστα. Τίτλος του: «Τότε που λειτουργούσε η δημοκρατία» και υπότιτλο «Η εξουσία των πολιτών». Εκδοση του 1996! Συγγραφέας: Χρήστος Γ. Ρήγας. Εξώφυλλο, βεβαίως, τα σκαλιά της Πνύκας. Αντιγράφω: «Ο Εφιάλτης αποτελεί μοναδικό φαινόμενο πολιτικού που απελευθέρωσε τον λαό και του εμπιστεύθηκε την ελευθερία του.
Η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας αποτελεί τη μεγαλύτερη προσφορά του Εφιάλτη στην ανθρωπότητα και τον καθιερώνει ως τον μεγαλύτερο καινοτόμο όλων των εποχών». Οταν αφαίρεσε την εξουσία από τους Αρεοπαγίτες, τα κόμματα και τους ηγέτες, ο ίδιος έπαψε να είναι ηγέτης και έγινε απλός πολίτης. Δολοφονήθηκε μετά δύο χρόνια, λέγεται μάλιστα από τον ιστορικό των Αλεξανδρινών Χρόνων, Ιδομενέα τον Λαμψακηνό, ότι «ήταν τόσο μεγάλη» η φήμη και η δόξα του Εφιάλτη, ώστε προκάλεσε τον φθόνο του Περικλή, τον οποίο και κατηγορεί ότι ενέχεται στη δολοφονία του τελευταίου. Στην κατηγορία αυτή αντιδρά ο Πλούταρχος [Βίος Περικλέους].
«Πώς να πιστέψει κανείς τον Ιδομενέα, ο οποίος κατηγορεί τον Περικλή ότι τάχα από ζηλοτυπία και φθόνο της δόξας του, δολοφόνησε τον δημοκρατικό ηγέτη Εφιάλτη, που ήταν φίλος και συνεργάτης του; Δεν γνωρίζω από πού τα συμπέρανε αυτά ο Ιδομενέας και εκτόξευσε χολή εναντίον του ανδρός ο οποίος ίσως να μην ήταν σε όλα ανεπίληπτος, είχε όμως ευγενή χαρακτήρα και φιλότιμη ψυχή, όπου κανένα δεν φυτρώνει πάθος τόσο ωμό και θηριώδες». [Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμος γ΄, σελίδα 55, όπου και λίγα αλλά εντυπωσιακά για τον άνθρωπο που αποκλήθηκε από τον Αριστοτέλη «δοκών και αδωροδόκητος και δίκαιος προς την πολιτεία» και ήταν ο φόβος και ο τρόμος προς όσους είχαν διασπαθίσει το δημόσιο χρήμα.] Σημειώνει ακόμη ο Πλούταρχος: «Ενέπνεε φόβο στους ολιγαρχικούς και ήταν άκαμπτος στην απαίτηση ευθυνών και στην καταδίωξη εκείνων που αδικούσαν τον λαό».
Ούτε στα όνειρά μας σήμερα τέτοιου χαρακτήρα πολιτικοί. Τι πήγα και ανασκάλεψα. Οσο για τον Περικλή αναδείχτηκε καλός στρατηγός με εξέχουσες προσωπικότητες να είναι φίλοι του: Φειδίας, Αναξαγόρας, ο περίφημος μουσικός Δάμων, Ζήνων ο Ελεάτης, Αισχύλος, Σοφοκλής, Πρωταγόρας... 
Παραμένει το εξής: Δεν έφτιαξε ο Περικλής τη δημοκρατία, η δημοκρατία ανέδειξε τον Περικλή -για τους αριστερούς αυτό...

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

Ασταθείς ταυτότητες




του Θανάση Γιαλκέτση

Ο Ιταλός φιλόσοφος Ρέμο Μποντέι έχει διδάξει σε πολλά πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής (Κέμπριτζ, Οτάβα, Νέα Υόρκη, Τορόντο κ.α.). Σήμερα διδάσκει στο UCLA του Λος Αντζελες. Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα συνέντευξης που έδωσε στην εφημερίδα Il Giornale.

● Η ευτυχία είναι κάτι που μπορεί να κατακτηθεί, κάτι σταθερό ή κάτι που μας διαφεύγει;

Η ευτυχία δεν μπορεί να επιτευχθεί κατά παραγγελία. Δεν μπορούμε να πούμε: «να είσαι ευτυχισμένος», όπως λέμε «να είσαι αυθόρμητος». Ο Τσέχοφ μάς θυμίζει ότι η ευτυχία είναι μια ανταμοιβή που δίνεται σε όποιον δεν την αναζητάει. Το να την επιδιώκουμε με επιμονή μπορεί να επιφέρει το αντίθετο αποτέλεσμα. Μερικές φορές μπορεί να τύχει να την κατακτήσουμε και να απογοητευτούμε. Η ευτυχία δεν μοιάζει με έναν μόνιμο γαλάζιο ουρανό. Μπορεί να παραβληθεί μάλλον με την καμπύλη ενός γραφήματος, με κορυφώσεις, στασιμότητες και πτώσεις. Οι υψηλότερες κορυφές δεν είναι πάντοτε μέσα στις δυνατότητές μας. Σημασία έχει να καταφέρνουμε μιαν ικανοποιητική μέση πορεία. Θεωρώ εξάλλου ότι ο στόχος πρέπει να είναι η σύζευξη της ιδιωτικής ευτυχίας με τη δημόσια. Ακόμη και οι Στωικοί (αλλά όχι μόνον αυτοί) σκέφτονταν έτσι.

● Σύμφωνα με τον Επίκτητο, για να είμαστε ευτυχισμένοι πρέπει να δίνουμε σημασία μόνο σε αυτό που εξαρτάται από εμάς, δεδομένου ότι σε αυτό που εξαρτάται από τους άλλους δεν έχουμε κανέναν έλεγχο. Συμφωνείτε και με αυτό;

Νομίζω ότι είναι ένας ορθός συλλογισμός. Το στωικό ιδεώδες ήταν διπλό: Πρώτα απ’ όλα να σμιλεύουμε τους εαυτούς μας, σχεδόν μια αισθητική της ηθικής (Σενέκας, Μάρκος Αυρήλιος). Δεύτερον, να εναρμονιζόμαστε με τον ρυθμό της φύσης, του σύμπαντος. Παρατηρώντας τον κόσμο, ακόμη και τις πιο δυσάρεστες όψεις του, κατανοούμε το αναπόφευκτο όσων συμβαίνουν, την ύπαρξή μας βυθισμένη στην ασθένεια, στον θάνατο. Από τη στιγμή που θα το κατανοήσουμε αυτό, θα γίνει πιο εύκολο να υπομείνουμε κάθε συμβάν με ψυχική ηρεμία.

● Και η αθανασία; Επιβιώνει ακόμη αυτή η προσδοκία; Και ποιες μορφές παίρνει; Υπάρχει τρόπος με τον οποίο μπορούμε να γίνουμε αθάνατοι; Στο «Συμπόσιο» ο Πλάτων υποδεικνύει δύο δρόμους: Αν είναι κάποιος καλλιτέχνης, γίνεται αθάνατος με τα έργα του. Διαφορετικά μέσω των απογόνων του.

Από τον Πλάτωνα κι έπειτα, η θεραπεία ενάντια στον θάνατο ήταν η φιλοσοφία. Αν η απορία είναι έλλειψη διεξόδων, η φιλοσοφία είναι «ευφορία», καλή διέξοδος, δηλαδή προσπάθεια εξεύρεσης λύσεων στα υπαρξιακά προβλήματα. Η αθανασία έγινε αντιληπτή όχι μόνον ως νίκη πάνω στον θάνατο, αλλά και ως εξύψωση από τον κόσμο των αισθήσεων προς εκείνο των ιδεών. Το τωρινό πρόβλημα είναι ότι, ακόμη και μεταξύ εκείνων που πρεσβεύουν μια θρησκευτική πίστη, έχει μειωθεί η πίστη στην αθανασία της ψυχής, μια ιδέα προικισμένη με μεγάλη δύναμη, που στο παρελθόν ωθούσε τους ανθρώπους να ζουν με βάση αυτό που τους περίμενε μετά τον θάνατο. Σήμερα όμως η ιδέα της αθανασίας είναι νεφελώδης και έχει αντικατασταθεί από εκείνη της μακροζωίας.

● Στο παρελθόν το θέμα της αθανασίας αφορούσε την ψυχή. Από τη στιγμή όμως που η ψυχή γίνεται η συνείδηση, ο νους, ο εγκέφαλος, όλα αυτά τα πράγματα που χάνονται με την κατάπτωση του σώματος, ο λόγος περί αθανασίας της ψυχής καταλήγει στο μηδέν.

Το 1694, ο Λοκ, ένθερμος αγγλικανός –που είχε επίγνωση του γεγονότος ότι, αφού κάθε γνώση πηγάζει από τις αισθήσεις, δεν υπάρχει τρόπος να αποδείξουμε την αθανασία της ψυχής– επινοεί την έκφραση «προσωπική ταυτότητα», ένα είδος νήματος βασιζόμενου στη μνήμη, που εν μέρει το αφήνουμε πίσω μας (το παρελθόν) και εν μέρει ξετυλίγεται μπροστά μας (το μέλλον), στο οποίο συμπυκνώνονται φροντίδες, προσδοκίες. Αυτό το νήμα μπορεί να κοπεί σε οποιοδήποτε σημείο και σε κάθε στιγμή. Και όταν αυτό συμβαίνει (όταν για παράδειγμα μας πλήττει η ασθένεια Αλτσχάιμερ), η συνείδηση, νοούμενη ως επίγνωση του εαυτού (και όχι πλέον ως ψυχή), χάνεται ξαφνικά. Και από εκείνη τη στιγμή δεν υπάρχει πλέον ένας πυρήνας ταυτότητας στον οποίο να αναγνωριζόμαστε. Στην ουσία δεν μας απομένει τίποτα. Σχετικά με την προσωπική ταυτότητα ο Χιουμ μιλάει για μια πολιτεία συνειδήσεων. Για τον Καντ, το «εγώ σκέφτομαι», που συνοδεύει τις αναπαραστάσεις μας, είναι αναπόδεικτο. Για τον Νίτσε, είμαστε μια συνομοσπονδία ψυχών. Το «εγώ» του Καρτέσιου δεν είναι παρά ένα προϊόν της φαντασίας. Για τον Λεβί-Στρος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα παραχαϊδεμένο παιδί. Ολη αυτή η περιφρόνηση απέναντι στο «εγώ» είχε ένα στόχο: να καταδείξει τη μικρότητα του ανθρώπου θέτοντας υπό αμφισβήτηση την ιδέα της ατομικής ευθύνης. Ο Πιραντέλο ασχολήθηκε σε βάθος με το θέμα της ταυτότητας, παράγοντας πάνω από εξήντα έργα βασιζόμενα στο σχίσμα της προσωπικότητας, με σκοπό να καταδείξει ότι, αν είμαστε πολλαπλοί, μειώνεται κάθε προσωπική ευθύνη.

● Η Μαντάμ ντε Σταλ ισχυριζόταν ότι δεν δοκιμάζουμε τίποτα που να μη μας φαίνεται ότι το έχουμε ήδη διαβάσει κάπου (ή το έχουμε δει σε κάποια ταινία, θα πρόσθετα). Τα συναισθήματά μας επομένως είναι μόνον αντίγραφα συναισθημάτων, κλώνοι συγκινήσεων;

Σήμερα ζούμε έναν αριθμό ζωών απείρως ανώτερο από το παρελθόν, μέσω της λογοτεχνίας, του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης, των ταξιδιών, των σχέσεων, του διαδικτύου. Ενημερωνόμαστε λεπτό προς λεπτό γι’ αυτά που συμβαίνουν στους άλλους. Δεν μας αρκεί πλέον ο εαυτός μας. Η ταυτότητά μας έχει γίνει ασταθής. Εχουμε άπειρα υποδείγματα από τα οποία μπορούμε να εμπνεόμαστε. Μπορούμε να φανταστούμε ότι είμαστε όποιοι θέλουμε και μέσα όπως το διαδίκτυο μας βοηθούν σε αυτό. Προσοχή όμως να μη γίνουμε άνθρωποι-χαμαιλέοντες, όπως ο Ζέλιγκ. Ο Πιραντέλο λέει ότι οι άλλοι μάς βλέπουν με τρόπο διαφορετικό σε σχέση με την ιδέα που εμείς έχουμε για τους εαυτούς μας, η οποία είναι ένας συνδυασμός αυτού που ζούμε και αυτού που φανταζόμαστε. Ωστόσο, για τον Πιραντέλο η λύση στον πολλαπλασιασμό των ταυτοτήτων είναι να κατορθώσουμε να μην είμαστε πλέον κανένας, να μεταβληθούμε σε πέτρα. Μπορεί όμως η απώλεια της συνείδησής μας, της ταυτότητάς μας, να αντιπροσωπεύει μια διέξοδο; Μπροστά στη σκληρότητα του κόσμου χρειάζεται να αντιδράσουμε, να είμαστε μαχητικοί, να μην αφήνουμε τα πράγματα να συμβαίνουν και να μας παρασύρουν. Χρειάζεται να αντιμετωπίζουμε τον κόσμο, όπως έλεγαν οι αρχαίοι, με θάρρος και διορατικότητα.

● Σήμερα ο κόσμος είναι αληθινά πιο πολύπλοκος;

Είναι διαφορετικά πολύπλοκος. Πάντα ήταν πολύπλοκος, αλλά στο παρελθόν παράδοση, θρησκεία και ιδεολογίες μάς τον πρόσφεραν με μορφή απλοποιημένη, διαδίδοντας απατηλές βεβαιότητες. Η πολυπλοκότητα του κόσμου είναι τέτοια ώστε συχνά, όσο περισσότερο προσπαθούμε να την κατανοήσουμε, τόσο λιγότερο κατορθώνουμε να την αντιληφθούμε. Είναι απερίσκεπτο να μιλάμε για πράγματα που δεν γνωρίζουμε, μολονότι διαρκώς οδηγούμαστε να το κάνουμε, συχνά χωρίς σύνεση. Θα έπρεπε, αντίθετα, να εκφραζόμαστε πάντα υποθετικά. Αλλά και να ξέρουμε, όταν χρειάζεται, να παίρνουμε ρίσκα, να εκτιθέμεθα, προκειμένου να αποφεύγουμε να μετατρεπόμαστε σε πιόνια ενός παιχνιδιού που μας υπερβαίνει. […]

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών