Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

Τέμπη, ένας χρόνος μετά


του Παντελή Μπουκάλα
σκίτσο ανάρτησης: Δερμεντζόγλου Γιάννης


Ένα χρόνο μετά την τραγωδία των Τεμπών, πολλά κρίσιμα ερωτήματα για την αδιανόητη σύγκρουση των δύο τρένων, που έκλεψε τη ζωή 57 συνανθρώπων μας, την υγεία δεκάδων άλλων και τη γαλήνη εκατοντάδων συγγενών τους, μένουν αναπάντητα. Κάποια άλλα έλαβαν πολιτικάντικη «απάντηση» από τη νεοδημοκρατική πλειοψηφία της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής, γεγονός προσβλητικό για τη μνήμη των νεκρών. Ακολουθώντας σεβαστικά τη θλιβερή παράδοση, η επιτροπή έδειξε προς τα πού τής είχε ταχθεί να οδεύσει ήδη με την επιλογή ως προέδρου της ενός από τους πλέον επιθετικούς και ρηχούς λαϊκιστές της Ν.Δ. Λειτουργώντας με συνοπτικές διαδικασίες, δεν σκόπευε να αναδείξει έστω το πλατωνικό «εν τρίτον από της αληθείας» αλλά να ψευτογιατρέψει (με τη συγκαλυπτική εμμονή στο «ανθρώπινο σφάλμα») τη βαριά τραυματισμένη εικόνα της κυβέρνησης. Και να φτιασιδώσει το προφίλ του Κ. Αχ. Καραμανλή, ο οποίος, σαν εταίρος της κληρονομικής δημοκρατίας μας, φρονεί ότι γεννήθηκε απαλλαγμένος ισόβια από την υποχρέωση της λογοδοσίας και της ευθύνης. 
Ως εκ τούτου, δεν κλήθηκαν ως μάρτυρες όσοι γνώστες των προβλημάτων του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας προειδοποιούσαν από καιρό ότι οι συρμοί κινούνται σε ράγες καταστροφικές. Η αδιαφορία για τις προειδοποιήσεις γεννάει αναπόφευκτα τη σκέψη ότι ο χαρακτηρισμός «δυστύχημα» δεν είναι απλώς υποτιμητικός αλλά αθωωτικός. Οι κυβερνήσεις (η ίδια η πολιτική συγκρότηση του ανθρώπινου βίου εντέλει) υπάρχουν για να περιορίζουν μέχρι μηδενισμού τις πιθανότητες του «τυχαίου», της «κακιάς στιγμής». Πάνε αιώνες που δεν έχουμε πια στις πόλεις μας αγάλματα της θεοποιημένης Τύχης. Γι’ αυτό και οι επιζήσαντες και οι οικείοι τους στις μηνύσεις τους καταγγέλλουν το «μαζικό έγκλημα των Τεμπών». 
Ενα από τα ερωτήματα που θέτουν επίμονα οι συγγενείς των θυμάτων, παρά τους «συμβουλάτορες πόνου», που τους προτρέπουν να ζήσουν σιωπηρά το πένθος τους, αφορά το μπάζωμα του πεδίου της τραγωδίας με χαλίκια και άσφαλτο. «Το μπάζωμα έγινε με επιμελή και μόνιμο τρόπο», γράφει στο πόρισμά του ο τεχνικός σύμβουλος του συλλόγου των συγγενών. Ποιος ο στόχος της κατεσπευσμένης «επιμέλειας», αν όχι «η αλλοίωση και η μόλυνση του σημείου», όπως παρατηρεί ο ειδικός πραγματογνώμονας; Μια τόσο βαριά απόφαση, στα όρια της ύβρεως, μπορούν άραγε να τη φορτωθούν οι σχετικώς αδύναμοι ώμοι του περιφερειάρχη Κ. Αγοραστού ή του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ Χρήστου Τριαντόπουλου;

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2024

Το έγκλημα της Δρέσδης


 

Η Δρέσδη, η «Φλωρεντία του ‘Ελβα» όπως αποκαλείτο, ήταν μια πόλη μνημείο. Μια πόλη με χαρακτήρα μουσείου, γεμάτη αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, βιβλιοθήκες, θέατρα, μουσεία, πάρκα. Ήταν μια πόλη απαράμιλλης πολιτιστικής ομορφιάς και γι’ αυτό είχε μείνει ανέπαφη από τους βομβαρδισμούς. Γι' αυτό το λόγο, εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες από την Ανατολική Γερμανία είχαν καταφύγει εκεί. Όμως, μετά από διαταγή των Αγγλοαμερικάνων, άρχισε ο ανελέητος βομβαρδισμός της, ο οποίος ξεκίνησε στις 13 Φεβρουάριου του 1945 κι ολοκληρώθηκε δυο νύχτες μετά. Στο συγκεκριμένο έγκλημα πολέμου, 1.400 αμερικανικά και βρετανικά αεροπλάνα σε σχηματισμό V, διέσχισαν χωρίς αντίσταση τον γερμανικό ουρανό ισοπεδώνοντας την "πόλη-μουσείο". Η πόλη της Δρέσδης, ένα μνημείο του πολιτισμού καταστράφηκε ολοσχερώς. Το 88% των κτηρίων της καταστράφηκε, ενώ υπολογίζεται ότι πάνω από 120.000 άμαχοι έχασαν τη ζωή τους. 
Για το συγκεκριμένο έγκλημα πολέμου, ο Βρετανός ιστορικός Alastair Parker, αναφέρει στο βιβλίο του "Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος" (Εκδόσεις Επιλογή / Θύραθεν - Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης) τις παρακάτω αναφορές: 
«Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης δεν προκλήθηκε από τις ανάγκες του πολέμου. Τη νύχτα της 13ης Φεβρουάριου 1945, πάνω από 800 βρετανικά βομβαρδιστικά πέταξαν στη Δρέσδη και κατάφεραν ένα από τα πιο ολέθρια πλήγματα του πολέμου. Την επόμενη ακολούθησαν πάνω από 400 αμερικανικά βομβαρδιστικά, και την 15η Φεβρουάριου άλλα 200. Παρόλο που κανείς δε γνωρίζει τον ακριβή αριθμό θανάτων, η βρετανική επιδρομή άφησε πίσω της πολύ περισσότερους νεκρούς από κάθε άλλο βομβαρδισμό, ίσως μάλιστα περισσότερους από κάθε άλλη αεροπορική επιδρομή στην ιστορία, συμπεριλαμβανομένης και της ατομικής καταστροφής στη Χιροσίμα» (σελ. 227). 
«Τα επιχειρήματα του Τσόρτσιλ ήταν: εφ’ όσον οι Γερμανοί άρχισαν πρώτοι τους βομβαρδισμούς αμάχων, νομιμοποίησαν το βομβαρδισμό των Γερμανών πολιτών. Και, δεύτερον, ότι οι Γερμανοί άξιζε να τιμωρηθούν! Κρατάμε το ξίφος της δικαιοσύνης και είμαστε αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουμε αυτό το ξίφος με τη μέγιστη σφοδρότητα, μέχρι τέλους» (σελ. 228). 
Συνεχίζει ο συγγραφέας: «Οι Βρετανοί χτυπούσαν κατοικημένες περιοχές για να σκοτώνουν ή να τρομοκρατούν αμάχους εργαζόμενους. Αλλά και οι μισές τουλάχιστον αμερικανικές βόμβες ρίχτηκαν στα τυφλά, σε συνθήκες νέφωσης ή ομίχλης» (σελ. 228 – 229). 
Η τελευταία άποψη βασίστηκε στο σκεπτικό του Frederick A. Lindemann, αρχισυμβούλου του Τσώρτσιλ, ο οποίος είχε ισχυριστεί πως "οι βομβαρδισμοί πρέπει να γίνονται σε σπίτια της εργατικής τάξης επειδή τα σπίτια της μεσαίας τάξης έχουν πολύ χώρο γύρω τους οπότε οι Σύμμαχοι θα ήταν υποχρεωμένοι να σπαταλήσουν περισσότερες βόμβες".

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Γράμματα ενός Νεκρού Ανθρώπου (1986)




Υπάρχουν κάποια αριστουργήματα του κινηματογράφου που ξεφεύγουν από τα όχι και τόσο στενά πλαίσια της ελεύθερης έκφρασης κι από έργα τέχνης μετατρέπονται σε ιδεολογικά κι άκρως επαναστατικά μανιφέστο. Γι' αυτό το λόγο, οι προβολές αυτών των αριστουργημάτων είναι εμπειρίες ζωής κι αστείρευτες πηγές προβληματισμών, στοιχειώνοντας κάθε σκεπτόμενο θεατή που επιλέγει να τις παρακολουθήσει, απροετοίμαστο αρκετές φορές γι' αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει με το σβήσιμο των φώτων στις σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες. Το συγκλονιστικό σοβιετικό αριστούργημα "Γράμματα ενός Νεκρού Ανθρώπου", το οποίο έχει διακριθεί με το Μεγάλο Βραβείο στο Φεστιβάλ Μανχάιμ-Χαϊδελβέργης, ανήκει στην παραπάνω κατηγορία ταινιών, όπου με τα χρόνια έχει μετατραπεί σε μια ταινία θρύλος που εξακολουθεί να εμπνέει και να προβληματίζει με το διαχρονικό εφιαλτικό της θέμα, το οποίο δεν είναι άλλο από την αυτοκαταστροφική φύση των ανθρώπων.
Το είδος της συγκεκριμένης ταινίας θα μπορούσε να τοποθετηθεί στην κατηγορία της επιστημονικής φαντασίας καθώς παρουσιάζει κι αναλύει τους μεγάλους κινδύνους που διατρέχει η ανθρωπότητα από ενδεχόμενους λανθασμένους χειρισμούς των μεγάλων επιτευγμάτων της επιστήμης, ειδικά σε μια περίοδο που ο εφιάλτης του πυρηνικού ολοκαυτώματος ήταν ανατριχιαστικά πιθανός. Πολλά θα μπορούσαν να συμβούν τότε ή να συμβούν σήμερα, αν λάθος άτομα τοποθετηθούν σε καίριες θέσεις. Ακόμη κι ένα απρόσεκτο ανθρώπινο λάθος ή ένα φυσικό γεγονός θα μπορούσαν να αποβούν μοιραία για τον πλανήτη και την ανθρωπότητα, όπως έχει ήδη συμβεί με το Τσέρνομπιλ και τη Φουκουσίμα...  
Η συγκεκριμένη ταινία πατάει πάνω σ' ένα απρόσεκτο λάθος ενός υπολογιστή και στην αδυναμία ενός χειριστή να προλάβει μια εκτόξευση, για να δείξει πόσο αναπόφευκτα μπορεί να προκληθεί ένα πυρηνικό δυστύχημα, ισοπεδώνοντας πόλεις και μολύνοντας τον πλανήτη με ραδιενεργά στοιχεία. Οι νέες συνθήκες διαβίωσης μετά το πυρηνικό ολοκαύτωμα είναι θανατηφόρες μ' αποτέλεσμα να τεθεί ένας αυστηρός αστυνομικός νόμος, ο οποίος παρέχει προστασία σε υπόγεια καταφύγια μόνο σε δυνατούς κι απολύτως υγιείς ανθρώπους. 
Κεντρικό πρόσωπο σ' αυτήν την εφιαλτική πυρηνική δυστοπία, είναι ένας νομπελίστας φυσικός επιστήμονας, ο οποίος ζει μαζί με μια ομάδα επιβιωσάντων στους υπόγειους χώρους ενός μουσείου ιστορίας. Κατά τη διαμονή του στα σκοτεινά κι υγρά έγκατα του κτηρίου, γράφει γράμματα στο γιο του Έρικ, παρόλο που είναι σίγουρος πως δεν πρόκειται ποτέ να τα διαβάσει, καθώς τον θεωρεί νεκρό. Μέσα από τα γράμματά του, εκφράζει την απογοήτευσή του τόσο για την επιστήμη όσο και για τους ανθρώπους που επέλεξαν να τη χρησιμοποιήσουν εναντίον τους, οδηγώντας την οικουμένη σε μια μεγάλη καταστροφή. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο και να παλεύει γι' αυτό, κάνοντας καθημερινές αποδράσεις από το ασφαλές του καταφύγιο, αναζητώντας και φροντίζοντας εγκαταλελειμμένα παιδιά που συναντά στην αφιλόξενη επιφάνεια της γης, θέτοντας τον ίδιο του τον εαυτό σε θανάσιμο κίνδυνο. 




Πατώντας πάνω σ' αυτήν την απόλυτη καταστροφή, στήνεται ένα συγκλονιστικό διαχρονικό μανιφέστο, το οποίο εκλιπαρεί στη σωστή χρήση της επιστημονικής προόδου, η οποία θα εξυπηρετεί τη ζωή και δε θα την εξοντώνει, θα προβλέπει και θα βελτιώνει το μέλλον κι όχι να το ισοπεδώνει. Παράλληλα παρουσιάζει τις επικίνδυνες πορείες που μπορεί να πάρει η ανθρώπινη ματαιοδοξία οδηγώντας την ανθρωπότητα σε θανάσιμους κινδύνους και μη αναστρέψιμες καταστροφές. Άραγε, μέχρι που μπορεί να φτάσει η αυτοκαταστροφική αλαζονεία του ανθρώπινου είδους και ποιο είναι το τίμημα που επιφυλάσσει για τις επόμενες γενιές; 
Το σπουδαίο αριστούργημα του Κονσταντίν Λοπουσάνσκι θέτει όλα τα παραπάνω ερωτήματα κι αποδεικνύει πως τα "Γράμματα ενός Νεκρού Ανθρώπου" δε συγκαταλέγεται στα έργα επιστημονικής φαντασίας αλλά στις προφητικές ταινίες που κραυγάζουν για την έλευση ενός μέλλοντος αρκετά δυσοίωνου κι απειλητικού. Αποκρυπτογραφεί τα σημεία της ψυχροπολεμικής περιόδου και τα αποτυπώνει με μαθηματική ακρίβεια, αποδεικνύοντας τους λόγους που η συγκεκριμένη ταινία είναι εφιαλτικά επίκαιρη. Συμπωματικά η ταινία γυρίστηκε την ίδια χρονιά που συνέβη το τραγικό δυστύχημα του Τσέρνομπιλ. 
Ο δημιουργός επιλέγει να χρησιμοποιήσει κοντινά πλάνα δημιουργώντας μια αποπνικτική ατμόσφαιρα, θέλοντας να δείξει πως η αναπόφευκτη καταστροφή είναι μη αναστρέψιμη. Όμως, παρά τον έντονο πεσιμισμό της, στην ταινία εμφανίζονται μικρές χαραμάδες ελπίδας όπως ο στολισμός ενός νεκρού χριστουγεννιάτικου δέντρου με ευτελή υλικά από μια ομάδα μικρών παιδιών που κατάφερε να διασώσει ο πρωταγωνιστής. Είναι όμως αυτό αρκετό; 
Παράλληλα, ο σκηνοθέτης επικεντρώνεται στα πάθη της ανθρώπινης ψυχής και της αδυναμίας του ανθρώπινου νου σε κάθε είδους υλιστικής εξάρτησης που μπορεί να τον οδηγήσει στην παράνοια.  Στην επίτευξη των παραπάνω αναλύσεων και στην αποτύπωση της εξαθλίωσης και των αδιεξόδων της ανθρωπότητας μετά από ένα πυρηνικό όλεθρο, έπαιξαν σημαντικό ρόλο και τα φωτογραφικά κάδρα του σπουδαίου φωτογράφου Νικολάι Ποκόπτσεφ, ο οποίος πειραματίστηκε έντονα με τις αποχρώσεις του κίτρινου και της σέπιας, προσδίδοντας στα πλάνα της ταινίας την αίσθηση της σήψης και της παρακμής. 
Αυτό που κρατάω από την ταινία, είναι τα τελευταία συγκλονιστικά λόγια ενός συνειδητοποιημένου αυτόχειρα, λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή στα υπόγεια του μουσείου. Θα ήθελα να κλείσω την ανάρτησή μου μ΄ αυτά τα λόγια, τα οποία κορυφώνουν την ουσία του νοήματος που κουβαλάει το συγκεκριμένο κινηματογραφικό μανιφέστο: 
"Σήμερα θα ήθελα να σας μιλήσω ως νεκρός προς τους νεκρούς. Με άλλα λόγια, ντόμπρα. Παρακαλώ επιτρέψτε μου να δώσω έναν λόγο για τα ανθρώπινα όντα ως βιολογικά όντα. Ήταν τραγικά όντα, ίσως καταδικασμένα απ’ την αρχή. Η θαυμάσια και μοιραία μας μοίρα έγκειται στην αποφασιστικότητά μας να είμαστε ένα βήμα μπροστά απ’ τους εαυτούς μας. Να γίνουμε καλύτεροι, απ’ ό,τι η φύση προόριζε για εμάς να είμαστε. Βρήκαμε βαθιά μέσα μας την συμπόνια, παρόλο που αυτό αλληλοαναιρούσε τους νόμους της επιβίωσης. Να βιώσουμε το αίσθημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, παρόλο που πάντα την ποδοπατούσαμε. Να δημιουργούμε έργα τέχνης, γνωρίζοντας πολύ καλά την χρησιμότητα και την ευθραυστότητα τους. Βρήκαμε βαθιά μέσα μας την αγάπη. Κύριέ μου, πόσο δύσκολο ήταν αυτό. Οι ανελέητες δυνάμεις του χρόνου θα έφθειραν το σώμα, το πνεύμα, και τα συναισθήματα. Αλλά ο άνθρωπος συνέχισε να αγαπά, και η αγάπη δημιουργούσε έργα τέχνης. Οι τέχνες, οι οποίες αιχμαλώτισαν την απόκοσμη λαχτάρα για ένα ιδεώδες, την ατέλειωτη απελπισία μας, και την καθολική κραυγή του φόβου μας. Η κραυγή νοημόνων πλασμάτων που εγκαταλείφθηκαν στην κρύα και απαθή έρημο της πλάσης. Εδώ, πίσω απ’ αυτούς τους τοίχους, έχουμε προφέρει πολλές λέξεις μίσους, λοιδορίας και εμπαιγμού προς την ανθρωπότητα. Αλλά δεν θα την κατηγορήσω σήμερα. Όχι. Αυτό που θα ήθελα να πω είναι τούτο. Αγάπησα την ανθρωπότητα. Και την αγάπησα περισσότερο, τώρα που έχει χαθεί, ακριβώς εξαιτίας αυτής της τραγικής μοίρας". 
Μετά απ' αυτά τα λόγια, ότι κι αν προσπαθήσω να προσθέσω θα είναι περιττό. 


Βαθμολογία: 10/10

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2024

Οι καλύτερες ταινίες του 2023



Μετά την περίοδο της πανδημίας, ο κινηματογράφος επανήλθε δριμύτερος με εξαιρετικές προτάσεις που πρόσφεραν αναπάντεχες συγκινήσεις κι όμορφες στιγμές στις πάντα αγαπημένες σκοτεινές αίθουσες. Γι' αυτό το λόγο, είμαι ικανοποιημένος από τις ταινίες που απόλαυσα το 2023 και θεωρώ πως μετά από χρόνια, η φετινή μου λίστα απαρτίζεται με δημιουργίες αξιόλογες κι ουσιώδεις
Παρόλα αυτά, για μια ακόμη φορά παρατήρησα πως αρκετές ταινίες που εκθειάστηκαν από κριτικούς κινηματογράφους κι από μια μεγάλη μερίδα του κοινού, μου φάνηκαν αδιάφορες κι υπερτιμημένες. Για παράδειγμα, η "Barbie" ήταν μια πολύχρωμη κινηματογραφική τσιχλόφουσκα, η οποία φούσκωσε κι έσκασε απότομα στις θερινές προβολές. Επίσης, το "Οπενχάιμερ" του Κρίστοφερ Νόλαν ήταν καλογυρισμένο αλλά σε αρκετά σημεία του ήταν δυσνόητο καθώς ο δημιουργός δεν πρόσφερε στο κοινό το απαραίτητο χρόνο και την κατάλληλη πληροφορία για να γίνουν κατανοητές όλες οι θεωρίες που ακούστηκαν στους διαλόγους σχετικά με την κατασκευή της ατομικής βόμβας αλλά και για τα ηθικά διλήμματα των επιστημόνων. Απολύτως αδιάφορο με άφησε η ταινία "Tar", με την Κέιτ Μπλάνσετ. Έπειτα, η πολυδιαφημισμένη "Φόνισσα" δεν κατάφερε να με αγγίξει παρόλες τις προσπάθειες της Καρυοφιλλιάς Καραμπέτη, η οποία προσπαθούσε να σώσει με την εξαιρετική της ερμηνεία το συγκεκριμένο έργο. Όσον αφορά το "Poor Things", δεν εκφέρω καμία άποψη καθώς αρνούμαι να παρακολουθήσω ξανά κάποια από τις ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου. 
Ένα ακόμη στοιχείο που με ενόχλησε με τις παραπάνω ταινίες ήταν η οπαδική υποστήριξή τους αλλά κι η υπερβολική υποτίμησή τους από μια μεγάλη μερίδα του κινηματογραφόφιλου κοινού. Κατά τη γνώμη μου, ο φανατισμός δεν έχει χώρο στην έβδομη τέχνη, καθώς ο κινηματογράφος είναι μια ξεκάθαρα προσωπική υπόθεση που δεν έχει ανάγκη από επιθέσεις και προσβολές.
Ωστόσο, υπήρξαν κι ενδιαφέρουσες ταινίες που απόλαυσα στις σκοτεινές αίθουσες αλλά δεν κατάφεραν να μπουν στην τελική μου δεκάδα, όπως για παράδειγμα "Η Ζώνη Ενδιαφέροντος", η οποία είχε αρκετά συγκλονιστικά πλάνα κι ενδιαφέροντα κινηματογραφικά στοιχεία, αλλά η πειραματική της αφήγηση με κούρασε και σε κάποια σημεία με ενόχλησε. Όμως, θεωρώ πως είναι μια ταινία που αξίζει να δει κανείς. Επίσης ενδιαφέρουσα ταινία ήταν το "Τέρας", η οποία καταπιάνεται με το σχολικό εκφοβισμό μεταξύ των μαθητών, την τοξικότητα των κακοποιητικών γονέων απέναντι στα παιδιά τους και το δύσκολο (και σχεδόν απάνθρωπο) λειτούργημα των δασκάλων και των καθηγητών στη δυσοίωνη εποχή της "δικτατορίας των παιδιών". Αξίζει να αναφέρω και το χιλιανό "1976", το οποίο παρουσιάζει από μια ακόμη οπτική γωνιά τη σκοτεινή περίοδο της δικτατορίας του Πινοσέτ. Τέλος, αξίζει να αναφερθώ και στις "Περασμένες Ζωές" με τα καλογυρισμένα πλάνα της και τη γλυκόπικρη ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα.
Αφήνοντας λοιπόν τις παραπάνω ταινίες στην άκρη, παρουσιάζω τη δική μου λίστα με τις δέκα καλύτερες ταινίες της χρονιάς που μας έφυγε (για περισσότερη κριτική, πατήστε πάνω στους τίτλους των ταινιών).





Η "Χώρα του Θεού" του Ισλανδού σκηνοθέτη Χίλνουρ Πάλμασον, είναι ένα υπέροχο πάντρεμα ονειρικών πλάνων βγαλμένων από τις ταινίες του Τέρενς Μάλικ κι υπαρξιακών διλημμάτων αντίστοιχων μ' αυτά που έχουμε παρακολουθήσει μέσα από τη φιλμογραφία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και του Βέρνερ Χέρτζογκ, παρουσιάζοντας συνάμα μεγαλοπρεπώς τα απόκοσμα ισλανδικά τοπία όπου το παγωμένο νερό της βροχής και των ποταμών συνυπάρχει αρμονικά με την καυτή λάβα των ηφαιστείων. Η "Χώρα του Θεού" είναι από τα σπάνια υπαρξιακά κινηματογραφικά διαμάντια που μπορούν να γίνουν αφορμή για να γεμίσουν οι σκοτεινές αίθουσες. Η ταινία είναι ένα μυσταγωγικό ταξίδι τόσο στα άγρια τοπία της Ισλανδίας όσο και στα αχαρτογράφητα ύδατα του νου. Είναι μια δοκιμασία πάνω στην πίστη προς τον άνθρωπο, τη φύση και τον θεό αλλά και μια προσπάθεια στο να κατανοήσουμε καλύτερα τόσο τον ίδιο μας τον εαυτό όσο και τις δυνατότητες που έχουμε ως άνθρωποι. 

Βαθμολογία: 8/10




Η νέα ταινία του Κιρίλ Σερεμπρένικοφ ανήκει στις κινηματογραφικές περιπτώσεις που αδίκως περνούν αθόρυβα από τις σκοτεινές αίθουσες και δεν απολαμβάνουν την αναγνωρισιμότητα που τους αναλογεί. Η "Γυναίκα του Τσαϊκόφσκι είναι μια μυσταγωγική πανδαισία υπέροχων κι άκρως ισορροπημένων κάδρων, τα οποία ενισχύονται με έναν απόκοσμο ατμοσφαιρικό φωτισμό, προσφέροντας ένα μοναδικό κινηματογραφικό διαμάντι, του οποίου τα εντυπωσιακά πλάνα μένουν γι' αρκετό καιρό ανεξίτηλα στη μνήμη των θεατών. Όμως, η ταινία αφήνει την αίσθηση πως μετατράπηκε σε καυτή πατάτα στα χέρια του σκηνοθέτη, μ' αποτέλεσμα κάπου στο τέλος να χάνονται κάπως το μέτρο κι ο σκοπός της, ενώ η σκηνοθετική πειραματική υπερβολή, μου άφησε ένα απογοητευμένο αναπάντητο "γιατί". Παρόλα αυτά, η "Γυναίκα του Τσαϊκόφσκι" είναι μια κινηματογραφική πανδαισία υπέροχων πλάνων, που δυστυχώς από ένα σημείο κι έπειτα χάνει την ισορροπία και το ύφος της. Όμως, παρόλα αυτά, δεν περνάει απαρατήρητη κι αδιάφορη από το σινεφίλ κοινό. 

Βαθμολογία: 8/10




Για μια ακόμη φορά, ο Φίλιππος Κουτσαφτής χρησιμοποιεί την ίδια αλάνθαστη συνταγή με την "Αγέλαστο Πέτρα", ανασυνθέτοντας το πλούσιο μωσαϊκό ενός ακόμη τόπου, κινηματογραφώντας για δεκαετίες με απώτερο σκοπό να διατηρήσει τις μοναδικές στιγμές της Ζάκρου μέσα από τα πρόσωπά της, όπως τους ηλικιωμένους κατοίκους που δεν έφυγαν ποτέ από το χωριό τους αλλά και τα μικρά παιδιά που μεγάλωσαν και το καθένα πήρε τον δικό του δρόμο. Το σημαντικότερο όμως είναι πως για μια ακόμη φορά, ο σπουδαίος Έλληνας δημιουργός κατάφερε να διαφυλάξει στην κοινή μας μνήμη σπουδαίες προσωπικότητες που επιτέλεσαν εξέχον έργο στους τόπους τους, όπως ο αρχαιολόγος Νικόλαος Πλάτων. Αυτό που γίνεται αντιληπτό μέσα από το "Ζάκρος" είναι πως για τον Φίλιππο Κουτσαφτή, η ιστορία καταγράφεται μέσα από διαδοχικές κι υπομονετικές επισκέψεις, οι οποίες για μια ακόμη φορά θα τον οδηγήσουν στο ίδιο σημείο, το οποίο δεν είναι άλλο από την αναζήτηση του χαμένου χρόνου. Ενός χρόνου άγνωστου και μυστηριώδη, σύμφωνα με τα λόγια του Αυγουστίνου, ο οποίος είχε πει ότι «όσο δεν με ρωτάς ξέρω τι είναι ο χρόνος, αν όμως με ρωτήσεις δεν ξέρω να απαντήσω». 

Βαθμολογία: 8/10




Η "Ανατομία μιας Πτώσης", είναι ένα καλογυρισμένο δικαστικό θρίλερ που επεδίωξε να παρουσιάσει και να αναλύσει τα πνιγηρά αδιέξοδα των σημερινών ζευγαριών και την υπόκωφη σύγκρουση των ναρκισσισμών που μετατρέπουν αρκετούς συντρόφους σε χρόνιους ανταγωνιστές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η "Ανατομία μιας Πτώσης" να μετατραπεί σε ανατομία μιας σύγχρονης σχέσης, αλλά και σε ανατομία του υπερεγώ των προσώπων που εμπλέκονται στη συγκεκριμένη ιστορία. Είναι ένα σκληρό κι ώριμο έργο, του οποίου η αμεσότητα αφήνει μια πικρή γεύση στο τέλος, καθώς μας φέρνει αντιμέτωπους με όλες τις καθημερινές στιγμές της ζωής μας όπου βρεθήκαμε στη θέση να κρίνουμε κάποιον ή να κριθούμε από άλλους. Πόσες απ' αυτές τις φορές κρίναμε βιαστικά κι επιπόλαια, μ' αποτέλεσμα να γίνουμε άδικοι σε πρόσωπα που δε φέραν καμία απολύτως ευθύνη κι επίσης πόσες φορές έχουμε αδικηθεί κι εμείς από άλλους με τον ίδιο τρόπο. Μα το κυριότερο, πόσες φορές αναγκάσαμε ανθρώπους να απαρνηθούν τον εαυτό τους και πόσες φορές τον έχουμε απαρνηθεί εμείς. Άραγε, πόσες φορές έχουμε σκοτώσει την αλήθεια; 

Βαθμολογία: 8/10




Μετά από αρκετό καιρό, ο γαλλικός κινηματογράφος έδειξε πως παρά την ποιοτική του πτώση, εξακολουθεί να είναι παρών σε γεγονότα που έχουν τραυματίσει και σημάδεψει τις κοινωνίες μας τα τελευταία χρόνια. Το "Revoir Paris" είναι μια απ' αυτές τις ταινίες που είμαι βέβαιος πως θα συζητηθούν αρκετά, ενώ η θεματολογία της κι ο τρόπος που την παρουσιάζει και την αναλύσει, κάνει την ταινία συνταρακτικά επίκαιρη. Σ' αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο κι η ηθοποιός Βιρζινί Εφιρά, η οποία πρόσφερε μια ακόμη εξαιρετική ερμηνεία χωρίς εξάρσεις και μελοδραματισμούς. Με εκπληκτική εκφραστικότητα και με ένα υπέροχο βλέμμα, ειλικρινές και συναισθηματικά φορτισμένο, μεταφέρει στους θεατές όλα αυτά που βιώνει κανείς μετά από μια τραγωδία. Δικαίως κέρδισε το βραβείο Σεζάρ στην κατηγορία της Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας. Όμως κι οι υπόλοιποι ηθοποιοί παίζουν με όρεξη και υποστηρίζουν άψογα τους χαρακτήρες που ερμηνεύουν, προσφέροντας έναν ρεαλισμό τόσο στην ιστορία όσο και στις μεταξύ τους σχέσεις. Το "Revoir Paris" είναι ένα συνταρακτικό κινηματογραφικό διαμαντάκι που αναζητά καθετί ανθρώπινο κι αλληλέγγυο που ξεπηδά μετά από μεγάλες τραγωδίες, προσπαθώντας να φωτίσει λίγο τις ψυχές μας απέναντι στο ζόφο του κοινωνικού ανταγωνισμού και της απάνθρωπης ξενοφοβίας που έχουν κυριαρχήσει εφιαλτικά σε μια κοινωνία κουρασμένη, απελπισμένη και γερασμένη. 

Βαθμολογία: 8/10





Μια από τις πιο αξιόλογες κι ειλικρινείς ταινίες που βγήκαν στις σκοτεινές αίθουσες τη χρονιά που μας πέρασε, είναι η γλυκόπικρη "Τελευταία Παμπ" του Κεν Λόουτς, η οποία σύμφωνα με τα λεγόμενά του είναι η τελευταία που γυρίζει, καθώς η όρασή του κι η μνήμη του έχουν ατονήσει και τον δυσκολεύουν αρκετά στο δημιουργικό του κομμάτι. Με την απόφασή του αυτή, θεωρώ πως ο 87χρονος αγαπημένος σκηνοθέτης κλείνει την πλούσια φιλμογραφία του με μια ανθρώπινη και κάπως αισιόδοξη ματιά απέναντι στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε. Η "Τελευταία Παμπ" είναι ο τελευταίος καρπός μιας σπουδαίας "παλιάς βελανιδιάς" που προσπαθεί να μας δείξει και να μας πείσει μέχρι την ύστατη στιγμή, πως υπάρχει ακόμη ελπίδα αρκεί να συνυπάρξουμε αρμονικά κι αλληλέγγυα. Η «Τελευταία Παμπ» είναι ένας συγκινητικός επίλογος του βαθιά πολιτικοποιημένου και ουμανιστικά σκεπτόμενου Κεν Λόουτς. Ενός σπουδαίου ανθρώπου που υπήρξε ως το τέλος της δημιουργικής του καριέρας πιστός στα ιδανικά του αλλά και στην προσδοκία του για έναν κόσμο δίκαιο και δημοκρατικό. Υπηρετώντας πιστά τον κοινωνικό ρεαλισμό, ο Κεν Λόουτς επέλεξε να κλείσει την πλούσια φιλμογραφία του με ένα κάλεσμα απ' την αδράνεια στη δράση. 

Βαθμολογία: 8/10





Η "Γη της Επαγγελίας", παρά τη λανθασμένη της μετάφρασή από τον αυθεντικό δανέζικο τίτλο της ταινίας, ταιριάζει απόλυτα με την ιστορία που παρουσιάζεται καθώς το έργο είναι ένα βίαιο κι αγωνιώδες κινηματογραφικό διαμάντι, το οποίο εκτινάσσεται σε ανώτερα κινηματογραφικά επίπεδα χάρη στα εντυπωσιακά του πλάνα, τα κοινωνικά μηνύματα που περνάει, την ατμοσφαιρική του μουσική αλλά και την εκπληκτική ερμηνεία του Μαντς Μίκελσεν. Η ταινία είναι ένα σκληρό και κυνικό κινηματογραφικό διαμάντι χωρίς να προσφέρει κάποια επίπλαστη αισιοδοξία καθώς αποδεικνύει πως το κάθε όνειρο απαιτεί τις ανάλογες θυσίες. 

Βαθμολογία: 9/10





Όταν παρακολούθησα στην κατάμεστη αίθουσα του κινηματογράφου Άστυ το "Μαργαριταρένιο Κουμπί" του Πατρίσιο Γκουσμάν, πείστηκα πως ανακάλυψα έναν σπάνιο, ειλικρινή και συγκινητικό ποιητή της έβδομης τέχνης. Με τις προβολές του προγενέστερου "Νοσταλγώντας το Φως" και του μεταγενέστερου "Η Οροσειρά του Ονείρων", όχι μόνο επιβεβαιώθηκε η πεποίθησή μου αυτή, αλλά ενισχύθηκε περαιτέρω. Έκτοτε, θεωρώ φανατικά πως ο Πατρίσιο Γκουσμάν είναι ο σπουδαιότερος δοκιμιογράφος του σύγχρονου κινηματογράφου. Όταν σημειώθηκε η συγκλονιστική εξέγερση των Χιλιανών το φθινόπωρο του 2019, ήμουν βέβαιος πως μέσα απ' τα γεγονότα που παρατηρούσαμε αποσβολωμένοι αλλά κι ολίγον ντροπιασμένοι για τον δικό μας μοιρολατρικό τρόπο ζωής, θα ξεπηδήσει ένα ακόμη αριστουργηματικό δοκιμιακό ντοκιμαντέρ από τον σπουδαίο Χιλιανό σκηνοθέτη. Το 2022, ο Πατρίσιο Γκουσμάν επαλήθευσε τις προσδοκίες μου, παρουσιάζοντας στο κινηματογραφόφιλο κοινό το "My Imaginary Country". Για μια ακόμη φορά, ο Πατρίσιο Γκουσμάν προσφέρει ένα ανεπανάληπτο κινηματογραφικό ποίημα. Ως φύλακας των στιγμών του παρελθόντος μέσα από τα προηγούμενα αριστουργηματικά του δοκιμιακά ντοκιμαντέρ, έρχεται σήμερα ως φύλακας των στιγμών του παρόντος, γνωρίζοντας πως η νέα του ταινία μπορεί να μετατραπεί σε έναν ακόμη φάρο των εξεγέρσεων που ήδη εκκολάπτονται στις δοκιμαζόμενες κοινωνίες. Γι' αυτούς τους λόγους, θεωρώ πως το "My Imaginary Country" είναι ότι πιο ελπιδοφόρο κι εκρηκτικό έργο έχω παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια στον κινηματογράφο. 

Βαθμολογία: 10/10




Η επιστροφή του σπουδαίου και πολυαγαπημένου Τούρκου σκηνοθέτη Νουρί Μπίλγκε Τζεϊλάν στις σκοτεινές αίθουσες, θεωρείται από μόνη της ως ένα από τα αναμενόμενα και σημαντικότερα κινηματογραφικά γεγονότα της χρονιάς. Πόσο μάλλον όταν η νέα του ταινία έρχεται με πολλές διακρίσεις από τα διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ, με σημαντικότερη τη βράβευση της εκπληκτικής πρωταγωνίστριας Μέρβε Ντισντάρ στο φετινό φεστιβάλ των Καννών. Μετά από τα δύο προηγούμενα αριστουργήματα Χειμερία Νάρκη (2014) κι Άγρια Αχλαδιά (2018) αλλά και τα εξαιρετικά Κλίματα Αγάπης (2006), Μακριά (2002) και Σύννεφα του Μάη (1999), οι προσδοκίες μου για τον κινηματογραφικό έργο του Τζεϊλάν είναι ιδιαίτερα απαιτητικές, καθώς η νέα του ταινία έρχεται με έναν αέρα δυναμισμού κι ωριμότητας. Με τα "Ξερά Χόρτα", ο σπουδαίος Τούρκος δημιουργός αναζητάει την πολυπόθητη Άνοιξη της χώρας του, σε μια δύσκολη περίοδο όπου κυριαρχεί ο τσουχτερός χειμώνας και το ιδιαίτερα θερμό κι άνυδρο καλοκαίρι, αναγκάζοντας τους ανθρώπους να έχουν παρόμοια μοίρα μ' αυτήν των χόρτων στις αφιλόξενες στέπες της Τουρκίας, όπου παραμένουν συνεχώς ξερά. Γι' αυτόν τον λόγο, ο Νουρί Μπίλγκε Τζεϊλάν, μας ταξιδεύει για μια ακόμη φορά στα βάθη της Τουρκίας, θέλοντας σ' αυτό το σκληρό περιβάλλον να μας παρουσιάσει τα αδιέξοδα των ανθρώπων, τα ναρκωμένα τους όνειρα, τον εγκλωβισμό τους σε μια θανάσιμη στασιμότητα και το κουρδικό ζήτημα που εξακολουθεί να ελοχεύει στην τουρκική κοινωνία. Με τα "Ξερά Χόρτα", ο Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν καταφέρνει να μας προσφέρει μια ακόμα άκρως λυρική ταινία, προσπαθώντας μέσα απ' αυτήν να βρει τη χαμένη άνοιξη της Τουρκίας, ώστε μαζί με το φθινόπωρο (μέσω της Άγριας Αχλαδιάς), να επανενώσει πάλι τις τέσσερις εποχές, φέρνοντας την πολυπόθητη ισορροπία στους ανθρώπους. Ο εννοιολογικός συμβολισμός του τίτλου δεν είναι τίποτα παραπάνω από τους σύγχρονους σκεπτόμενους ανθρώπους, οι οποίοι προσπαθούν να μοιραστούν τις ανησυχίες τους και τα όνειρά τους, αλλά και να ενώσουν τις δυνάμεις τους, ξέροντας πως μέσα από τη συνύπαρξη και την αλληλεγγύη, θα καταφέρουν να βρουν μια πολυπόθητη ηλιαχτίδα ελπίδας για να αντιμετωπίσουν τη μοναξιά και την πλήξη των σημερινών κοινωνιών. 

Βαθμολογία: 9/10





Οι δημιουργοί Φελίξ Βαν Γκρόνινγκεν και Σάρλοτ Βαντερμίς προσφέρνουν ένα υπέροχο και συγκινητικό κινηματογραφικό διαμάντι, βασισμένο στο βιβλίο του Πάολο Κονιέτι. Η ιστορία της ταινίας είναι πολυσύνθετη καθώς ανοίγει αρκετά μέτωπα αλλά συνάμα και τόσο οικεία. Είναι η αποθέωση μιας ειλικρινούς παιδικής φιλίας, η οποία δοκιμάζεται στο χρόνο και στις διαφορετικές συνθήκες. Πάνω σ' αυτήν την απόλυτη αντίθεση των δυο φίλων πατάνε οι δημιουργοί προσφέροντας ένα από τα συγκινητικότερα αριστουργήματα των τελευταίων χρόνων. Τα "Οκτώ Βουνά" είναι μια κινηματογραφική ωδή στην πραγματική αγάπη που υπάρχει μεταξύ των ανδρών, η οποία όσο δύσκολο είναι να εκφραστεί με λόγια, τόσο πιο εύκολα εκδηλώνεται με πράξεις. Είναι μια υπενθύμιση των μικρών πραγμάτων που συμβαίνουν στην παιδική μας ηλικία και μένουν χαραγμένα στη μνήμη, με τη σπουδαιότητά τους να μεγαλώνει όσο περνούν τα χρόνια. Επίσης, είναι ένας ύμνος προς την φύση, η οποία έχει τη δύναμη να αλλάξει τους ανθρώπους, να τους δώσει κίνητρο για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους, να γιατρέψει τις ανοιχτές πληγές τους αλλά και να τους βρει κάποια διέξοδο στα χρόνια προβλήματά τους. Τέλος, είναι μια ειλικρινής εξομολόγηση στην προσπάθεια του κάθε άνδρα να ξεπεράσει τον πατέρα του, αποφεύγοντας τις λάθος επιλογές των γονιών του κι εκπληρώνοντας τα όνειρά του. 

Βαθμολογία: 9/10

Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024

Η Γη της Επαγγελίας (2023)

 


Είχα καιρό να βγω από μια σκοτεινή αίθουσα κατενθουσιασμένος κι υπέρτατα ικανοποιημένος από μια απρόσμενη μαγευτική κινηματογραφική εμπειρία κι αυτό το οφείλω στον Δανό σκηνοθέτη Νικολάι Αρσέλ, ο οποίος επέστρεψε στην πατρίδα του μετά από ένα όχι και τόσο πετυχημένο πέρασμα στο Χόλυγουντ. Η "Γη της Επαγγελίας", παρά τη λανθασμένη της μετάφραση από τον αυθεντικό δανέζικο τίτλο της ταινίας, ταιριάζει απόλυτα με την ιστορία που παρουσιάζεται καθώς το έργο είναι ένα βίαιο κι αγωνιώδες κινηματογραφικό διαμάντι, το οποίο εκτινάσσεται σε ανώτερα κινηματογραφικά επίπεδα χάρη στα εντυπωσιακά του πλάνα, τα κοινωνικά μηνύματα που περνάει, την ατμοσφαιρική του μουσική αλλά και την εκπληκτική ερμηνεία του Μαντς Μίκελσεν.  
Η ταινία βασίζεται στην αληθινή ιστορία του Λούντβιχ φον Κέιλεν, ενός παρασημοφορημένου βετεράνου λοχαγού, ο οποίος έχοντας πίσω του μια εικοσιπενταετή καριέρα στο γερμανικό στρατό, αποφασίζει το 1755 να απαλλαγεί από την παρελθοντική του ταπεινή προέλευση και να ανέβει κοινωνική βαθμίδα διεκδικώντας τον τίτλο του βαρόνου. Για να το πετύχει αυτό, επιχειρεί να καλλιεργήσει μια αφιλόξενη κι άγονη περιοχή στη χερσόνησο της Γιουτλάνδης, υποσχόμενος στον βασιλιά, τη δημιουργία μιας νέας αγροτικής αποικίας. 
Η αποστολή του δεν είναι σε καμία περίπτωση εύκολη αλλά η επιμονή του σε πρώτη φάση, φαίνεται πως μπορεί να επιφέρει το πολυπόθητο αποτέλεσμα. Όμως, για την επίτευξη του στόχου του, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της στέρφας γης, τις άγριες διαθέσεις του καιρού αλλά και τα εμπόδια που του προκαλεί ο τοπικός γαιοκτήμονας Φρέντερικ Ντε Σίνκελ, ο οποίος προσπαθεί με κάθε τρόπο να διατηρήσει την υποτιθέμενη κυριαρχία του στα περίχωρα της Γιουτλάνδης. 
Επίσης, η περιοχή που προσπαθεί να καλλιεργήσει ο Λούντβιχ φον Κέιλεν, είναι γεμάτη τσιγγάνους που κρύβονται στα δάση και σε νυχτερινές τους επιδρομές κατακλέβουν τις περιουσίες των κατοίκων. Όμως, οι αντίξοες συνθήκες και τα σαδιστικά εμπόδια του τοπικού γαιοκτήμονα, θα οδηγήσουν τον επίδοξο βετεράνο λοχαγό, να συνεργαστεί με τους κατατρεγμένους, δημιουργώντας νέες κοινωνικές συμβάσεις αλλά και συνθήκες κανονικού πολέμου. 




Ολόκληρη η ταινία πατάει πάνω στη στιβαρή ερμηνεία του Μαντς Μίκελσεν, ο οποίος εκπροσωπεί με εντυπωσιακό τρόπο το εγωιστικό πείσμα και την επίμονη θέληση του ανθρώπου στην επίτευξη κάθε στόχου που μπορεί να δείχνει εκ πρώτης όψεως άπιαστος κι απατηλός. Η παρουσία του ρυθμίζει τη σκοτεινή ατμόσφαιρα της ταινίας καθώς στο πρόσωπό του είναι εμφανή τα σημάδια της αγωνίας και των κακουχιών ενώ σε κάποιες στιγμές που υπερτερεί το ένστικτο της επιβίωσης από την ανθρώπινη λογική, αναγκάζεται να μετατραπεί σε θανάσιμο τέρας. Επίσης, με κάθε ευκαιρία, φανερώνει την έκδηλή του επιθυμία για την πολυπόθητη αποδοχή από την αριστοκρατική τάξη που θα του προσφέρει το απαραίτητο κύρος.
Ένα ακόμη δυνατό στοιχείο της ταινίας είναι η κλασική αφήγηση που επιλέγει ο Δανός σκηνοθέτης Νίκολαϊ Άρσελ, προσφέροντας μια ψυχρή σκανδιναβική εκδοχή των διάσημων γουέστερν του παρελθόντος, όπου παρουσιαζόταν η αρχέγονη προσπάθεια των ανθρώπων να δαμάσουν τη Φύση. Μέσα από τη σκηνοθετική του ματιά, παρουσιάζει μια πειστική απεικόνιση των αντίξοων κι απειλητικών συνθηκών που επικρατούσαν στους βάλτους του βορρά και στήνει ένα πλήρες ανθρώπινο μωσαϊκό προσπαθώντας μ' αυτόν τον τρόπο να περάσει επιτυχώς έναν κοινωνικό σχολιασμό σε ζητήματα ταξικής εξουσίας, σχέσης φύλων και φυλών, ξενοφοβίας, ρατσισμού, μισογυνισμού και εργασιακής εκμετάλλευσης από την άρχουσα τάξη. 
Τα ξεσπάσματα βίας που προκύπτουν στην ιστορία, παρουσιάζουν την ποικιλόμορφη όψη του κακού που δυστυχώς διαιωνίζεται επ' άπειρον, φτάνοντας στο παρόν, οδηγώντας πάντα τις ίδιες ευάλωτες κοινωνικές τάξεις στο περιθώριο, καταδικάζοντας ξανά τόσο τις συνθήκες ζωής τους όσο και το μέλλον τους.




Αποκορύφωμα στις κοινωνικοπολιτικές τοποθετήσεις της ταινίας είναι ο κυνικός διάλογος του επίμονου πρωταγωνιστή με τον επιπόλαιο γαιοκτήμονα:
- Ο Θεός έστειλε τον άνθρωπο στη Γη να δημιουργήσει Πολιτισμό.
- Ο Θεός είναι χάος, η ζωής είναι χάος.
- Μονάχα ο πόλεμος είναι χάος.
Παράλληλα, η ταινία αποτυπώνει με ωμό ρεαλισμό τον βίαιο κι ανηλεή τρόπο επιβίωσης που αναγκάζονται να επιλέξουν οι άνθρωποι όταν βρίσκονται κάτω από αφιλόξενες συνθήκες κι όταν επιθυμούν να υλοποιήσουν με κάθε τρόπο και κάθε τίμημα τους στόχους τους, ακόμη κι όταν αυτοί δείχνουν ουτοπικοί.
Ελπιδοφόρο μήνυμα στη δυστοπία εκείνης της περιόδου που παρουσιάζεται στο έργο, είναι η αρμονική συνύπαρξη κι η αλληλεγγύη που ανθίζει ανάμεσα στα διαφορετικά πρόσωπα που απαρτίζουν την ιδιαίτερη "οικογένεια" που δημιουργεί ο Λούντβιχ φον Κέιλεν με την υπηρέτριά του και μια μικρή τσιγγάνα που αποφασίζει να "υιοθετήσει". Ο κόσμος μπορεί να προχωρήσει μπροστά, μόνο ενωμένος ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, θρησκείας, εθνικότητας και χρώματος.
Η "Γη της Επαγγελίας" είναι ένα σκληρό και κυνικό κινηματογραφικό διαμάντι χωρίς να προσφέρει κάποια επίπλαστη αισιοδοξία καθώς αποδεικνύει πως το κάθε όνειρο απαιτεί τις ανάλογες θυσίες. Είναι μια άψογη καλογυρισμένη ταινία με καθαρά κι άκρως ισορροπημένα πλάνα που στέκουν εντυπωσιακά στη μεγάλη οθόνη και με μια καθηλωτική ερμηνεία του Μαντς Μίκελσεν, ο οποίος καταφέρνει να λάμψει μες στους υγρούς και σκοτεινούς βάλτους της Δανίας. Η "Γη της Επαγγελίας" είναι μια από τις έντονες μαγευτικές στιγμές που όλο και πιο σπάνια απολαμβάνουμε στις κινηματογραφικές αίθουσες.


Βαθμολογία: 9/10

Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024

Η Τελευταία Παμπ (2023)



Μια από τις πιο αξιόλογες κι ειλικρινείς ταινίες που βγήκαν στις σκοτεινές αίθουσες τη χρονιά που μας πέρασε, είναι η γλυκόπικρη "Τελευταία Παμπ" του Κεν Λόουτς, η οποία σύμφωνα με τα λεγόμενά του είναι η τελευταία που γυρίζει, καθώς η όρασή του κι η μνήμη του έχουν ατονήσει και τον δυσκολεύουν αρκετά στο δημιουργικό του κομμάτι. Με την απόφασή του αυτή, θεωρώ πως ο 87χρονος αγαπημένος σκηνοθέτης κλείνει την πλούσια φιλμογραφία του με μια ανθρώπινη και κάπως αισιόδοξη ματιά απέναντι στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε. Η "Τελευταία Παμπ" είναι ο τελευταίος καρπός μιας σπουδαίας "παλιάς βελανιδιάς" που προσπαθεί να μας δείξει και να μας πείσει μέχρι την ύστατη στιγμή, πως υπάρχει ακόμη ελπίδα αρκεί να συνυπάρξουμε αρμονικά κι αλληλέγγυα. 
Με την τελευταία του ταινία, ο Κεν Λόουτς μας γυρνάει στο 2016, όταν το προσφυγικό ζήτημα διένυε την πιο δύσκολη κι έντονη περίοδό του, με τις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες να υποδέχονται μουδιασμένες αρκετές προσφυγικές οικογένειες που κατέφθαναν διωκόμενες από τις σφαγές της Συρίας. Κάποιες απ' αυτές τις οικογένειες μεταφέρονται σε ένα ξεχασμένο χωριό της βορειοανατολικής Αγγλιας, του οποίου οι κάτοικοι εργάζονταν στο παρελθόν ως ανθρακωρύχοι. Όμως σήμερα το χωριό αυτό βιώνει την απόλυτη παρακμή του, διατηρώντας ζωντανές τις μνήμες της παλιάς του ευημερίας και των αγώνων των κατοίκων του κατά των απάνθρωπων κι αντιεργατικών μέτρων της Μάργκαρετ Θάτσερ. Σημείο αναφοράς κάποιων από των κατοίκων αυτού του χωριού είναι η "Παλιά Βελανιδιά" (Old Oak) που διαχειρίζεται ο συμπαθής Τίτζεϊ.
Η ήρεμη και στάσιμη ζωή του χωριού θα διακοπεί όταν θα φτάσουν οι πρώτες οικογένειες προσφύγων. Η ξενοφοβία των ντόπιων θα εκδηλωθεί μέσα από τον εκφοβισμό και τις απειλές προς τα νέα πρόσωπα που καταφθάνουν, με αποκορύφωμα το σπάσιμο της φωτογραφικής μηχανής μιας νεαρής κοπέλας, της Γιάρα. 
Ο Τίτζεϊ αρχικά θα υπερασπιστεί τους πρόσφυγες διότι κατανοεί το δράμα τους, καθώς μέσα από δικά του βιώματα έχει μάθει να αντικρίζει όλα τα προβλήματα κατάματα και να τα αντιμετωπίζει με θάρρος κι επιμονή χωρίς να παραδίνεται και να επιρρίπτει ευθύνες σε τρίτους. Όμως στην πορεία θα αναγκαστεί να διατηρήσει μια ουδέτερη στάση, σκεπτόμενος πως δεν μπορεί να πάει κόντρα στο μικρό του πελατολόγιο που εξακολουθεί να κρατά ζωντανή την παμπ του. 
Από την άλλη, η Γιάρα μέσα από τον φωτογραφικό της φακό και τις εμπειρίες που έχει αποκομίσει από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων της Μεσογείου, θα καταγράψει όλα τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα από την άφιξη των προσφύγων στο απομακρυσμένο χωριό, καθώς και τις προσπάθειες εγκατάστασής τους στην τοπική κοινωνία. Πάνω σ' αυτό, θα παίξει μεγάλο ρόλο το ένστικτο της επιβίωσης και της ομαλής ένταξης των νεόφερτων στην τοπική κοινωνία, το οποίο θα δώσει κάποιες λύσεις στις εντάσεις και τους προπηλακισμούς. Η Γιάρα μέσα από τις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες που θα παρατηρήσει στην παμπ, θα μάθει την πρόσφατη ιστορία του μικρού χωριού και θα κατανοήσει τις δυσκολίες του παρελθόντος που βαραίνουν τους κατοίκους του. Έτσι, θα σκεφτεί να επαναλάβει ένα κίνημα αλληλεγγύης που σημειώθηκε στην τοπική κοινωνία τη δεκαετία του '80, όταν όλοι μαζί συσπειρώθηκαν για να αντιμετωπίσουν τη νεοφιλελεύθερη εγκληματική πολιτική της Θάτσερ. Με αυτόν τον τρόπο θα επιδιώξει να γκρεμίσει τα ξενοφοβικά τείχη και να  αναζωπυρώσει τη λησμονημένη ανθρωπιά.
Η πρωτοβουλία της Γιάρα θα φέρει πιο κοντά τους Άγγλους κατοίκους με τους Σύριους πρόσφυγες, αποδεικνύοντας πως όλοι μαζί, ανεξαρτήτως εθνικότητας, είναι θύματα του ίδιου κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Προσωπικά βρήκα εξαιρετική τη σκηνή με τη μετατροπή του κλειστού δωματίου της παμπ σε σκοτεινή αίθουσα, όπου προβάλλονται οι φωτογραφίες της Γιάρα με τη συνοδεία ενός ανατολίτικου παραδοσιακού οργάνου. Μέσα από τις φωτογραφίες της, παρουσιάζεται το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, φανερώνοντας την προσδοκία της αρμονικής συνύπαρξης όλων των ανθρώπων που βιώνουν τις επιπτώσεις της χρόνιας οικονομικής και πολεμικής κρίσης. Μέσα από τα διάσπαρτα χαμόγελα και τη διάχυτη συγκίνηση που απλώνεται στην αίθουσα, η κλειστή κοινωνία του χωριού καταφέρνει να ακυρώσει τα σύνορα και να εξυψώσει τα ανθρώπινα δικαιώματα που καταπατούνται στα συμφέροντα του κεφαλαίου τόσο στη Συρία όσο και στην Αγγλία. Μέσα από τα βουρκωμένα μάτια των ανθρώπων, δημιουργούνται νέοι συνεκτικοί δεσμοί καθώς συνειδητοποιούν πως το δύσκολο παρελθόν και το δυσοίωνο μέλλον, μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο όταν απλώσει ο ένας το χέρι στον άλλον.




Η "Τελευταία Παμπ" του Κεν Λόουτς είναι ένα γλυκόπικρο κινηματογραφικό διαμάντι, το οποίο μπορεί να υστερεί σεναριακά (γραμμένο σε συνεργασία με τον Πολ Λάβερτι) αλλά είναι πλούσιο σε ανθρωπιά κι αλληλεγγύη. Οι διάλογοι είναι διατυπωμένοι με απλοϊκότητα αλλά είναι πλούσιοι σε ουσία. Οι ερασιτεχνικές ερμηνείες των προσώπων προσδίδουν μια αυθεντικότητα στο κλίμα της ταινίας. Ακόμη κι η Σύρια πρωταγωνίστρια Έμπλα Μαρί, καταφέρνει να κερδίσει τις εντυπώσεις και τις καρδιές μας παρά τη διακριτική και αρκετά συμπαθητική υποκριτική της αδεξιότητα. Να σημειώσω εδώ πως η συγκεκριμένη ηθοποιός προτάθηκε στον Κεν Λόουτς από την Παλαιστίνια σκηνοθέτη Ανμαρί Τζασίρ. Κατά κάποιον τρόπο, δίνει την αίσθηση πως παρακολουθούμε μια πραγματικότητα με μαρτυρίες αληθινών προσώπων, με μοναδικά στοιχεία μυθοπλασίας να είναι οι πρόσκαιρες κι ελπιδοφόρες λύσεις που παρουσιάζονται ως από μηχανής θεοί.
Μέσα από την ταινία του, ο Κεν Λόουτς εστιάζει για μια ακόμη φορά στην αθέατη πλευρά της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία έχει μπει σε επικίνδυνα κι αχαρτογράφητα νερά μετά το Brexit, οδηγώντας μια ήδη δοκιμασμένη κοινωνία σε μια νέα περίοδο ανασφάλειας κι όξυνσης της ξενοφοβίας και του εθνικισμού. Μέσα από τους διαλόγους επιδιώκει να δείξει πως το μίσος απέναντι στους ξένους συσχετίζεται με τον κατακερματισμό της μεσαίας αλλά και της εργατικής τάξης, αποδεικνύοντας πως το πρόβλημα δεν είναι οι πρόσφυγες κι οι μετανάστες αλλά αυτοί που μας έχουν οδηγήσει στη σημερινή μας μιζέρια. 
Τόσο μέσα από τις συνεντεύξεις του όσο και μέσα από τη φιλμογραφία του, ο Κεν Λόουτς αποδεικνύει πως ποτέ δεν ξέφυγε από τον αληθινό του χώρο, ο οποίος είναι η εργατική τάξη. Σ' αυτήν την καταπιεσμένη κοινωνική τάξη εστιάζει κι εμπνέεται, παρουσιάζοντας τα βιώματα, τις αγωνίες και τις ανασφάλειες των ανθρώπων αυτού του χώρου. Επίσης, μέσα από τους διαλόγους αυτών των απλών καθημερινών ανθρώπων μπορεί να βγει ένας γνήσιος πολιτικός λόγος και να φανερωθούν όλες οι καταστροφικές επιπτώσεις των χρόνιων οικονομικών κρίσεων. Έπειτα, ο δημιουργός χρησιμοποιεί αυτόν τον απλό, λιτό και κατανοητό λόγο διότι σ' αυτούς τους ανθρώπους απευθύνονται οι ταινίες του, διότι είναι βέβαιος πως η πολυπόθητη ανατροπή μπορεί να ρθει από την ίδια την εργατική τάξη. Όμως, σύμφωνα με τα λόγια του πρωταγωνιστή του, η εργατική τάξη ποτέ δεν κατάφερε να το συνειδητοποιήσει.
Η «Τελευταία Παμπ» είναι ένας συγκινητικός επίλογος του βαθιά πολιτικοποιημένου και ουμανιστικά σκεπτόμενου Κεν Λόουτς. Ενός σπουδαίου ανθρώπου που υπήρξε ως το τέλος της δημιουργικής του καριέρας πιστός στα ιδανικά του αλλά και στην προσδοκία του για έναν κόσμο δίκαιο και δημοκρατικό. Υπηρετώντας πιστά τον κοινωνικό ρεαλισμό, ο Κεν Λόουτς επέλεξε να κλείσει την πλούσια φιλμογραφία του με ένα κάλεσμα απ' την αδράνεια στη δράση!

 

Βαθμολογία: 8/10

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

Οι Χωρικοί (2023)

 


Με τα χρόνια έχω γίνει αρκετά επιλεκτικός με την πρώτη ταινία του νέου έτους, έχοντας την αίσθηση πως μια καλή επιλογή σηματοδοτεί και μια πλούσια κινηματογραφική χρονιά. Για μια ακόμη φορά, θεωρώ πως έκανα ένα εξαιρετικά ελπιδοφόρο ξεκίνημα, επισκεπτόμενος τον κινηματογράφο Ατλαντίς για να παρακολουθήσω την πολωνική ταινία "Οι Χωρικοί" σε σκηνοθεσία του κινηματογραφιστικού ανδρόγυνου Ντορότα Κομπιέλα και Χιού Βέλχμαν. Στη συγκεκριμένη προβολή πήγα με μεγάλες προσδοκίες, τις οποίες όχι μόνο μου τις ικανοποίησε, αλλά μου πρόσφερε ακόμη περισσότερη κινηματογραφική μαγεία και συγκίνηση. Αυτό όμως που μου έκανε εντύπωση, ήταν πως η μικρή κινηματογραφική αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο, ο οποίος προσήλθε να απολαύσει αυτό το σπάνιο κινηματογραφικό διαμάντι, το οποίο δε διαφημίστηκε και δεν προωθήθηκε καθόλου, φανερώνοντας την επιθυμία του κινηματογραφόφιλου κοινού για αληθινό και ποιοτικό κινηματογράφο, τη στιγμή που στη μεγάλη αίθουσα του Ατλαντίς, η ουρά των επισκεπτών ήταν μεγάλη για το πολυδιαφημισμένο Poor Things του υπερεκτιμημένου Γιώργου Λάνθιμου. 
Η ιστορία μας γυρνάει στα τέλη του 19ου αιώνα, στο χωριό Λόπσε της Πολωνίας. Σ' αυτό το απομακρυσμένο χωριό της υπαίθρου κυριαρχεί το συντηρητικό κλίμα της κλειστής κοινωνίας, όπου η προσωπική ζωή παύει να υφίσταται και τα πάθη των ανθρώπων καταπιέζονται και σβήνουν με το πέρασμα του χρόνου, καθώς κυρίαρχο στοιχείο των κατοίκων του μικρού αυτού οικισμού είναι η επιβίωση κι η επιβολή. Σ' αυτή τη σκληρή και δύσκολη πραγματικότητα προσπαθεί να ανθίσει η πρωταγωνίστρια της ιστορίας. Η νεαρή Γιάγκνα (υποδυόμενη από την πανέμορφη Καμίλα Ουρζεντόφσκα) προσπαθεί να ανταπεξέλθει στις πιέσεις της μάνας της για γάμο αλλά και στη ζήλεια των γυναικών του χωριού, οι οποίες δεν μπορούν να δεχτούν το πόσο ποθητή είναι από τους άντρες του χωριού. Ένας απ' αυτούς είναι ο Αντέκ (υποδυόμενος από τον εξαιρετικό Ρόμπερτ Γκούλατσικ), ένας παντρεμένος άξεστος αγρότης, ο οποίος είναι γείτονας με την Γιάγκνα. 
Η Γιάγκνα τελικά θα υποκύψει στην πολιορκία του και θα τον ερωτευτεί. Όμως, η κατάσταση θα μπερδευτεί όταν ο πατέρας του Αντέκ, ο οποίος χήρεψε πρόσφατα, θα ζητήσει τη νεαρή κοπέλα σε γάμο, επηρεασμένος από τους συντοπίτες του, οι οποίοι του προτείνουν να ξαναπαντρευτεί για να ανέβει ξανά το κύρος του στην τοπική κοινωνία. Έχοντας ως δυνατά χαρτιά τον τίτλο του μεγαλύτερου και πλουσιότερου αγρότη του Λόπσε, ο Μπορίνα θα καταφέρει να πείσει τη μητέρα της Γιάγκνα γράφοντας στην μελλόνυμφη ένα εκλεκτό κι εκτεταμένο κομμάτι γης. ΄
Με την πράξη του αυτή θα προκαλέσει επικίνδυνες εντάσεις στις σχέσεις του με τους δυο του γιους, καθώς ο ένας έχει βλέψεις στα κληρονομικά κι ο άλλος στην ίδια την Γιάγκνα. Παρόλο που ο γάμος θα πραγματοποιηθεί, το κλίμα θα συνεχίσει να εντείνεται και το ερωτικό ειδύλλιο της Γιάγκνα με τον Αντέκ να συνεχιστεί, οδηγώντας πολλά πρόσωπα σε μια ανελέητη μάχη συμφερόντων. Κι όσο η ένταση φουντώνει στην κλειστή κοινωνία του Λόπσε, τόσο οι κάτοικοί του αποζητούν έναν αποδιοπομπαίο τράγο για να φορτώσουν όλα τα κρίματά τους πάνω του. Κι αυτός ο αποδιοπομπαίος τράγος δεν είναι άλλος από την πανέμορφη Γιάγκνα. 




Για την ολοκλήρωση του συγκεκριμένου κινηματογραφικού κομψοτεχνήματος, το σκηνοθετικό ζεύγος χρησιμοποίησε την ίδια τεχνική που είχαν επιλέξει και στο ανεπανάληπτο αριστούργημα "Loving Vincent", μεταφέροντας με μεγάλη επιτυχία στη μεγάλη οθόνη το ομότιτλο μυθιστόρημα του βραβευμένου με νόμπελ Βλάντισλαβ Στάνισλαβ Ρέιμοντ, ο οποίος κατέγραψε την επαρχιακή μισαλλοδοξία, τα ιδιαίτερα ήθη της Πολωνίας και την καθολική ενοχή, και τα έκανε λογοτέχνημα τεσσάρων τόμων, με τον καθέναν να αναφέρεται σε μια εποχή του χρόνου. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα εκθαμβωτικό αριστούργημα που παντρεύει τη λογοτεχνία με τη ζωγραφική και τον κινηματογράφο, προσφέροντας ένα ξεχωριστό είδος animation. 
Για να επιτευχθεί το συγκεκριμένο αριστούργημα, χρειάστηκαν περισσότεροι από εκατό ζωγράφοι από τέσσερις διαφορετικές χώρες, οι οποίοι σχεδίασαν στο χέρι το κάθε πλάνο της ταινίας, πολλά εκ των οποίων αναπλάθουν διάσημα έργα της ρομαντικής πολωνικής ζωγραφικής (Γιούζεφ Χεουμόνσκι, Φέρντιναντ Ρούστσιτς) . Όπως στο "Loving Vincent", έτσι κι εδώ, τα πλάνα γυρίστηκαν κανονικά και στη συνέχεια ανέλαβαν δράση οι καλλιτέχνες για τη μετατροπή της ταινίας σε animation. Για τη συγκεκριμένη ταινία χρειάστηκαν γύρω στις 40.000 ελαιογραφίες, οι οποίες μοιράστηκαν με σεβασμό στα τέσσερα κεφάλαια του βιβλίου του Βλάντισλαβ Στάνισλαβ Ρέιμοντ, τα οποία βασίστηκαν στην πολωνική βουκολική ζωή και των τεσσάρων εποχών του χρόνου.  
Στη μαγεία της συγκεκριμένης ταινίας έρχεται να προστεθεί κι η εκπληκτική φολκλορική μουσική της Πολωνίας με τις ρυθμικές διασκευές της από τον συνθέτη (και ράπερ) Λούκας «Λουκ» Ροσκόφσκι δίνοντας σε αρκετά σημεία έναν έντονο ρυθμό και σε κάμποσα άλλα μια ονειρική χροιά με τη φωνητική ερμηνεία της πρωταγωνίστριας Καμίλα Ουρζεντόφσκα . 





Οι "Χωρικοί" θα μπορούσαν να είναι ένα ακόμη φεμινιστικό έργο που ακολουθεί το ρεύμα των εποχών μας. Όμως, καταφέρνει να ξεχωρίσει κρατώντας μια ισορροπημένη κατάσταση στα πεπραγμένα εκείνης της περιόδου, χωρίς να κάνει την αβάσιμη και χαοτική σύγκριση με το παρόν. Οι δημιουργοί αναφέρονται στην κοινωνική αντίληψη της κατωτερότητας των γυναικών εκείνης της περιόδου και στη θυσία τους σε γάμους που αποσκοπούσαν περισσότερο σε οικονομικές δοσοληψίες κι εκτάσεις γης. Όμως δεν ηρωοποιούν την Γιάγκνα, όπως βλέπουμε να συμβαίνει σε άλλες ταινίες ίδιας θεματολογίας. Η πρωταγωνίστριά τους μπορεί να θυματοποιείται ως πέτρα του σκανδάλου στο μικρό χωριό λόγω της ομορφιά της, αλλά κι η ίδια δεν κάνει απολύτως τίποτα για να αντιμετωπίσει την όλη κατάσταση. Επίσης αδιαφορεί πλήρως για όλα όσα συμβαίνουν στο χωριό και κρατάει μια ψυχρή στάση απέναντι στους ανθρώπους γύρω της, μετατρεπόμενη σε ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο με το οποίο δυσκολεύεσαι να δεθείς ως θεατής. Η τελική της καταδίκη μοιάζει περισσότερο με ένα ξέσπασμα της ζήλειας των γυναικών του χωριού, παρά της αρρωστημένης πατριαρχίας. 
Στην ταινία δέθηκα περισσότερο με τα πρόσωπα που έχουν δεύτερο ρόλο, όπως η απατημένη Χάνκα που προσπαθεί να εξασφαλίσει τροφή για τα παιδιά της καθώς ο σύζυγός της έχει το μυαλό του μόνο στη Γιάγκνα και στην κόντρα με τον πατέρα του, παρά στο πώς θα φροντίσει και θα προστατεύσει το ίδιο του το σπίτι. Όπως επίσης, μου φάνηκε περισσότερο συμπαθητικός και τίμιος ο ηλικιωμένος κι αρκετά αυστηρός Μπορίνα που απλώς ήθελε να ξαναπαντρευτεί για να αποκτήσει κύρος στο χωριό παρά το παράνομο ζευγάρι του Αντέκ και της Γιάγκνα. Η ύπαρξη κι η ανάδειξη των αντιηρώων, προσθέτουν στην ταινία μια ειλικρίνεια αλλά και μια αυθεντικότητα, στοιχεία που σπανίζουν στις ταινίες της εποχής μας.  
Οι "Χωρικοί" δεν είναι μόνο μια ιστορία ενός απαγορευμένου ερωτικού πάθους που ανθίζει σε μια μικρή και συντηρητική κοινωνία, αλλά κι ένας ύμνος για τον αρχέγονο δεσμό του ανθρώπου με τη φύση και τον κύκλο της ζωής μέσα στις εναλλαγές των τεσσάρων εποχών. Είναι ένας φόρος τιμής στις παγανιστικές παραδόσεις που είναι τόσο κοινές στους ανθρώπους της υπαίθρου, οι οποίες δυστυχώς σβήνουν με το πέρασμα του χρόνου. Είναι μια αναφορά στις διαχρονικές οικογενειακές συγκρούσεις για τα κληρονομικά αλλά και στις ηθικές καταπιέσεις των κλειστών τόπων. Όμως πάνω απ' όλα, οι "Χωρικοί" είναι μια πλούσια κι ονειρική πανδαισία χρωμάτων και μελωδιών που μόνο ο κινηματογράφος μπορεί να προσφέρει. 
 

Βαθμολογία: 9/10

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2024

Σε μια νέα εποχή εσωστρέφειας...


Ο χρόνος περνάει, οι καιροί αλλάζουν κι η εμπειρία μου δείχνει πως το μέλλον που έρχεται γίνεται όλο και πιο δυσοίωνο. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο πως η νέα χρονιά μπήκε με συγκρατημένη απαισιοδοξία.
Δεν υπάρχουν πια οι πολυτέλειες για τις ευχές που ανταλλάσσαμε στο παρελθόν. Η μόνη ευχή που μπορώ να δώσω είναι στο να καταφέρουμε να παραμείνουμε άνθρωποι ως το τέλος κι αυτού του έτους.
Με κάθε τίμημα;
Φυσικά με κάθε τίμημα.
Διότι για να παραμείνω άνθρωπος θα πρέπει να αποτραβηχτώ από το υπόλοιπο σύνολο. 
Εξάλλου, δεν έχω πια εμπιστοσύνη στους ανθρώπους παρά μόνο στα πολύ κοντινά μου πρόσωπα. 
Δεν έχω πια κουράγιο και διάθεση για τις ανασφάλειες και τις ματαιοδοξίες τρίτων προσώπων. 
Ήρθε ο καιρός να κοιτάξω και να προστατεύσω τον εαυτό μου.
Ήρθε ο καιρός για μια εποικοδομητική εσωστρέφεια. 
Και μετά βλέπουμε...

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2023

“Το λιγούδι”

 



του Κοσμά Τσόλα 

«Λάσπηηηη!!», έσκουξε ο Μπάμπης, που έβλεπε τη σκάφη ανάμεσα στα σκέλια του να αδειάζει. 
«Δεν ακούς ρε από μέσα; Φέρε λάσπη, γαμώ το κεφάλι σου το κλούβιο!» ωρυόταν, και οι φλέβες στο λαιμό του καργάριζαν να σπάσουν. 
Σβούριξε το φραγκόφτυαρο καταγής και με το αριστερό χέρι πιάστηκε από τη χιαστή της σκαλωσιάς, με το δεξί κράδαινε το μουστρί, έτοιμος να το σφεντονίσει, γέρνοντας να κοιτάξει από τη μπαλκονόπορτα μέσα στην οικοδομή. 
«Τώωωωρα…», αποκρίθηκε μια φωνή άφυλη, ένρινη, νωθρή, ναζιάρικη, παρακλητική. 
«Βγόδωνε, βρε, παραμονιάτικο. Εδωνά θα βραδιαστούμε. Άντε, βρε μουρόχαυλε, και τον έχω δαγκάσει από το κρύο.» 
«Τώωωωρα…», ακούστηκε πάλι η ίδια φωνή, άτονη, αμέτοχη και εξασθενημένη. 
Στο μπαλκόνι ξεμύτισε στραβοπατώντας, κάτισχνη, η φιγούρα του Λιγουδιού, θαμπή, πιτσιλισμένη πατόκορφα με τεφρούς λεκέδες τσιμέντου. 
Στον ώμο κουβαλούσε με δυσκολία το ντενεκέ, που έσταζε ακόμα νερουλή λάσπη στα γκρίζα λιγδιασμένα μαλλιά του, στο κρόταφο, στο ζαρωμένο λαιμό και στο καρό μπαλωμένο πουκάμισο. 
Στάθηκε κάτω από την σκαλωσιά, αδύναμος να τεντώσει τα χέρια να τον σηκώσει. Ο Μπάμπης φουρκίστηκε. 
«Ου, να μου χαθείς, ξεφυσίδι!!! Πού σε βρήκα και σε πήρα; Κορμί άχρηστο. Πού είναι, ρε, τα κουράγια σου; Τα ’πινες εχτές; Τζερεμέ. Πάλι αριάνι η λάσπη, πανάθεμά σε. Δε σου ‘πα ρε, να βάλεις λίγη άμμο παραπάνω; Το χοντρό σουβά κάνω, πόσες φορές θα σου το πω; Το-χο-ντρό», συλλάβισε τη τελευταία φράση. 
Αργά το μεσημέρι, ο Μπάμπης, με μούρη παντζάρι από το ξεροβόρι, κοντόχοντρος και στρογγυλός σαν τη μπετονιέρα του, κατέβηκε από τη σκαλωσιά κι έβαλε το χέρι στη τσέπη. Έσυρε από μέσα κάνα δυο στραπατσαρισμένα, κακοδιπλωμένα, καφετιά χιλιάρικα. 
Το Λιγούδι άνοιξε την παλάμη και τα μάτια διάπλατα. 
- Κανόνισε να γίνουνε πάλι ρακιά. Το ρεύμα ακόμα κομμένο, ρε; Στα σκοτεινά φέτος, ε; 
- Αύριο πάλι μάστορη; 
- Τι αύριο, ρε χέστη; Δεν ξέρεις τι ‘ναι αύριο; 
- Τι είναι μάστορη; 
- Χριστούγεννα ρε είναι, άκου «τι είναι». Η γυναίκα γύρισε; 
Όταν το Λιγούδι άκουσε τη φλορέτα του μάστορα να γκαζώνει και να ξεμακραίνει, ξέπλενε ακόμα τα εργαλεία στο παγωμένο νερό του βαρελιού. Τέλειωσε, αναποδογύρισε το ντενεκέ κι έκατσε πάνω του να φουμάρει το τελευταίο τσιγάρο. 
Ήξερε καλά να νυχιάζει ο Μπάμπης. Χέρι δε σήκωνε αλλά τα λόγια του δηλητήριο, καμτσικιές που του πληγώσανε τη ράχη. Τσούχτρα, δεν τον λέγανε άδικα. Και σκοτάδι και απουσία. 
Μπορεί το Λιγούδι, το παρατσούκλι του ήτανε Σιλιγούδι αλλά το ψαλιδίσανε κι αυτό, να ήτανε ό,τι ήτανε μα είχε ακόμα φιλότιμο. 
Σπίτι δεν γύρισε. Τι να κάνει; Όπως ήταν, με τα ρούχα της δουλειάς, πήγε να σεργιανίσει στην αγορά, να δει τον κόσμο που ψώνιζε απελπισμένος, μήπως και ξορκίσει τη θλίψη του. Μετά στην πλατεία, ξένος μέσα σε ξένους, άκουσε τη φιλαρμονική να παιανίζει χριστουγεννιάτικα. Αγόρασε ένα τσουρέκι, το έθεσε υπό μάλης ξεψωμίζοντας πότε-πότε μικρές μπουκίτσες που τις σάλιωνε και τις κατέβαζε σχεδόν αμάσητες, αφού δόντι δεν του είχε απομείνει. Το σούρουπο έβαλε πλώρη για το τσαρδάκι του. Στο δρόμο, διαβαίνοντας από το νεκροταφείο της ενορίας στάθηκε εμβρόντητος. Γιατί δεν το σκέφτηκε νωρίτερα; Εκεί, κολλητά στο οστεοφυλάκιο, στη χαμοκέλα που φύλαγε ο Γιάκωβος τα εργαλεία του, καβατζάριζε του κόσμου τα καλά. Πολλές φορές τον είδε να πατάει τον πλίθο και να χώνει το κλειδί κάτω από την κεραμίδα, όταν τελειώνανε την εκταφή. Λάδια θες που έφερναν για τα καντήλια, κρασάκι να ξεπλένει ο παπάς τα κόκαλα των αποδημησάντων, πρόσφορα ζυμωτά από αρτοκλασίες, μέχρι και κονιάκ τον είχε κεράσει μαζί με σοκολατάκι περισσευούμενο από πλούσιο μνημόσυνο. 
Πήδηξε την μάντρα και βρέθηκε στο νεκροταφείο, σκιά μέσα στις σκιές των κυπαρισσιών που υψώνονταν πένθιμα στο συλλογισμένο ουρανό. 
Στην κάμαρη πρώτα άναψε και τα πέντε καντήλια, θα τα επέστρεφε στην πρώτη ευκαιρία, δεν ήταν δα κανένας σελέμης. Άναψε μετά μπόλικα μισοκαμένα κεριά, από τη παράγκα κι αυτά, μπήγοντάς τα μέσα σε λαιμούς άδειων μπουκαλιών. Έφεξε ο κόσμος. «Αχ μωρέ Φιλίτσα» στέναξε. Σε ένα βαθύ πιάτο έκοψε χοντρές φέτες σταρένιο ψωμί περιχύνοντάς το με μπόλικο λάδι. Έβαλε κι αλάτι. Από το σάκο με τα κλοπιμαία να ‘σου κι ένα πεντόκαρτο κρασί, λίγο ξινισμένο, μα καθόλου δεν τον ένοιαξε. «Συχωρέσετέ μου κι ο Θεός συχωρέσει σας» σήκωσε το ποτήρι «και του χρόνου μαζί» ευχήθηκε σε μια αδειανή καρέκλα και το κατέβασε μονορούφι. 
Εκείνο το βράδυ, πριν να ξεσπάσει η προαναγγελθείσα καταιγίδα, κεραυνός πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη, μετατρέποντας κεντρικό υποσταθμό του δικτύου σε θλιβερά αποκαΐδια, καταποντίζοντας στο σκοτάδι τη νησιώτικη κωμόπολη, λίγες ώρες πριν το χάραμα. 
Ηλίθιοι προβολείς που φώτιζαν ντουβάρια ναών λιγοθύμησαν, λαμπιόνια παγερά του θανάτου ξέχειλα από κακογουστιά του δημάρχου κάρωσαν, ξεψύχησαν έκπληκτες οι εορταστικές φωταψίες. 
Αν μπορούσαμε αναγνώστη, τη νύχτα εκείνη που μας έζωσε το σκοτάδι, να αιωρηθούμε ψηλά, εκεί στον αιθέρα, θα βλέπαμε ανταριασμένο με άσπρες χαίτες το θαλασσινό μπουγάζι, που καταπίνει τόσους κατατρεγμένους αθώους από την αδιαφορία μας, να δέρνεται από την καταιγίδα και δίπλα να μαυρίζει και να πλέει μέσα σε καταχνιά ζοφερή και ανυπόφορη η μικρή μας πόλη. Μόνο από το τσιμπλιασμένο παραθύρι του Λιγουδιού, που κοιμόταν βαθιά και ροχάλιζε μακάριος, αφού άδειασε το μπουκάλι, θα βλέπαμε να σταλάζουν φεγγερές, θαλπερές, κηλίδες φωτός, ίδια πολύτιμα δάκρυα πάνω σε μαύρο βελούδο. 
Αν μπορούσαμε αναγνώστη, πράμα ασύγκριτα δυσκολότερο, να τρυπώσουμε στο όνειρό του, θα τον βλέπαμε να στέκεται στη πόρτα του φτωχόσπιτου, που άστραφτε τώρα σαν παλάτι ολόφωτο πίσω του, και την Φιλίτσα να ανεβαίνει βαριανασαίνοντας με τα χέρια στη μέση τα σκαλοπάτια κι ένα χαμόγελο, ναι, ένα χαμόγελο να αιωρείται κι εκείνο αβέβαιο, έτοιμο να ανθίσει, σα χειμωνιάτικη βιορέτα στα χείλη της.


Φωτογραφία ανάρτησης:Lee Miller Henry Moore with his sculpture Mother and Child, Farleys Garden, East Sussex, 1953 
Πηγή: chiosnews

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2023

Τουλούζη, η γαλήνια ατμόσφαιρα της ροζ πόλης



Για πολλά χρόνια είχα συσχετίσει την Τουλούζη με τον διάσημο ζωγράφο Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ, παρόλο που η γενέτειρα πόλη του είναι η γειτονική Αλμπί. Κάθε φορά που έβλεπα κάποιον πίνακα του ζωγράφου μου ερχόταν συνειρμικά στο μυαλό η ροζ πόλη της Γαλλίας. Με αυτό το παιχνίδι του μυαλού, η Τουλούζη κατάφερε με τον καιρό να κερδίσει το ενδιαφέρον μου και να μπει στη λίστα των πόλεων που ήθελα να επισκεφθώ. Ένας στόχος που τελικά επετεύχθη το φθινόπωρο που μας πέρασε, συνδυάζοντάς την με το αριστοκρατικό Μπορντώ και το μεσαιωνικό Καρκασσόν.  
Η Τουλούζη είναι η τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Γαλλίας, είναι πρωτεύουσα της επαρχίας Midi-Pyrénées και βρίσκεται κοντά στα σύνορα με την Ισπανία. Η ποιότητα ζωής των κατοίκων της την κατατάσσουν στη δεύτερη θέση, κι όχι άδικα, καθώς ξεχωρίζει για την ιδιαίτερη ομορφιά της, την ηρεμία των γειτονιών της, την έντονη ζωντάνια των φοιτητών της αλλά και για τη ξεχωριστή της αρχιτεκτονική που βασίζεται στην ιστορία και την οικονομική της άνθηση και στον πολιτισμό της. Επίσης, η Τουλούζη έχει όλα τα θετικά στοιχεία τόσο μιας επαρχιακής πόλης όσο κι ενός μεγάλου αστικού κέντρου. Οπότε, μπορεί κανείς να συναντήσει μια ποικιλία μπιστρό και καφετεριών, πανεπιστημιακά ιδρύματα, μουσεία και γκαλερί δίπλα σε κλειστές αγορές και υπαίθρια παζάρια, γαλήνια πάρκα αλλά κι έναν πανέμορφο περίπατο κατά μήκος του ποταμού Γαρούνα.  
Όμως αυτό που κάνει την Τουλούζη ξεχωριστή, είναι το κόκκινο τούβλο με το οποίο είναι χτισμένα όλα της τα κτίρια. Η ερυθρή του απόχρωση, προερχόμενη από τη λάσπη του ποταμού Γαρούνα που είναι πλούσια σε οξείδια του σιδήρου, προσέδωσε στην πόλη μια ιδιαίτερη γοητεία παρόλο που για πολλά χρόνια τα συγκεκριμένα ευτελή οικοδομικά υλικά προκαλούσαν ντροπή στους κατοίκους της πόλης. Όταν όμως ήρθε η οικονομική άνθηση κι άρχισε ο καλλωπισμός των κτιρίων της, οι κάτοικοι της Τουλούζης παρατήρησαν πως το χρώμα των τούβλων πρόσφερε μια ζεστή ροζ απόχρωση κατά την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Η παρατήρηση αυτή ώθησε τις αρχές να διατηρήσουν και να αναδείξουν αυτό το χρώμα, χαρίζοντας στην Τουλούζη το προσωνύμιο της "Ροζ πόλης". 
Η οικονομική άνθηση της πόλης παρουσιάστηκε κατά την περίοδο του 15ου κι 16ου αιώνα, όταν ξεκίνησε το εμπόριο του παστέλ. Το παστέλ (Isatis Tinctoria) είναι ένα μικροσκοπικό φυτό του οποίου τα φύλλα, μετά από ειδική τεχνική επεξεργασία, βοηθούν στην παραγωγή μιας υψηλής σε ποιότητα ανεξίτηλης μπλε βαφής. Η ζήτησή του ήταν πολύ μεγάλη καθώς εκείνη την εποχή το μπλε χρώμα αποτελούσε σύμβολο αριστοκρατίας. Γι' αυτό το λόγο πολλές ευρωπαϊκές χώρες επεδίωξαν να καλλιεργήσουν το συγκεκριμένο φυτό, χωρίς όμως την προσδοκώμενη ποιότητα, αποδεικνύοντας πως το έδαφος και το κλίμα της Νοτίου Γαλλίας έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αποδοτική καλλιέργεια του συγκεκριμένου φυτού. Η γεωλογική μοναδικότητα της περιοχής μεταξύ Τουλούζης, Αλμπί και Καρκασόν, την έκανε παγκοσμίως γνωστή ως το Χρυσό Τρίγωνο του Παστέλ. Όμως, οι κακές επενδύσεις κι η είσοδος στην αγορά ενός πιο φθηνού και ευκολότερα επεξεργασμένου χρώματος, του indigo, έφερε την οικονομική πτώση στο συγκεκριμένο παραγωγικό τομέα. Στις μέρες μας, η οικονομία της πόλης βασίζεται στην ευρωπαϊκή αεροδιαστημική βιομηχανία και στην κατασκευή αεροσκαφών. Μάλιστα, το αεροδρόμιο Blagnac είναι η έδρα παραγωγής και συναρμολόγησης των γιγαντιαίων Airbuses.
Πέρα όμως από την οικονομική της άνθηση και την ροζ απόχρωσή της, η Τουλούζη φημίζεται για να μοναδικά της μνημεία. Ορόσημο της είναι το Καπιτώλιο (La Capitole) που στέκεται στην καρδιά της Παλιά Συνοικία (Vieux Quartier). Το Καπιτώλιο κατασκευάστηκε τον 12ο αιώνα ως έδρα της τοπικής κυβέρνησης και σήμερα λειτουργεί ως δημαρχείο και θέατρο όπερας. Στο "Théâtre du Capitole de Toulouse" στεγάζονται μία εταιρεία όπερας και μία μπαλέτου, καθώς κι η συμφωνική ορχήστρα Orchester Νational du Capitole de Toulouse. Ο πρώτος χώρος παραστάσεων στήθηκε στο κτίριο το 1736 από τον Guillaume Cammas και μετά από μια περίοδο παραμέλησης, ανοικοδομήθηκε το 1818 η σημερινή του όψη. Έναν αιώνα αργότερα, το 1917, το θέατρο υπέστη ζημιές από πυρκαγιά, κι αναστηλώθηκε εκ νέου το 1923. Η πρόσοψη του κτιρίου εκσυγχρονίστηκε το 1996, ενώ το θέατρο ανακαινίστηκε και λειτούργησε και πάλι στην έναρξη της σαιζόν 2010-11. Η σημερινή χωρητικότητά του είναι 1156 θέσεις. Η επιβλητική του πρόσοψη με την πλούσια γλυπτή του διακόσμηση και τη ροζ απόχρωση, τραβάει αμέσως την προσοχή του επισκέπτη. Όμως η μεγαλοπρέπειά του είναι συγκεντρωμένη στις αριστοκρατικές του αίθουσες με τις υπέροχες τοιχογραφίες και μιας πλούσιας συλλογής έργων τέχνης, κάνοντας πολλούς να το χαρακτηρίζουν ως Μουσείο Τέχνης. Κι όχι άδικα.  
Οι τοιχογραφίες, οι πίνακες αλλά και τα γλυπτά που βρίσκονται στις αίθουσες του Καπιτωλίου, παρουσιάζουν την ιστορία της πόλης. Μέσα από τις περιπλανήσεις μας μέσα στο κτίριο μάθαμε πως το 1323 ιδρύθηκε στην Τουλούζη ένα από τα παλαιότερα λογοτεχνικά ιδρύματα, η Ακαδημία των Παιχνιδιών των Λουλουδιών (Academy of Floral Games), όπου μέσω αυτής επτά ντόπιοι τροβαδούροι διοργάνωσαν τον πρώτο διαγωνισμό ποίησης, ο οποίος διεξάγεται ετησίως μέχρι και σήμερα, όπου απονέμεται το βραβείο του καλύτερου ποιητή, το οποίο είναι που μια επιχρυσωμένη βιολέτα (το σύμβολο της πόλης). Μέσα απ' αυτή τη διοργάνωση ξεπήδησε ένας τοπικός θρύλος, για την Clémence Isaure, η οποία σήμερα θεωρείται μούσα και προστάτρια της ποίησης της Τουλούζης. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως η βιολέτα, είναι το σύμβολο της πόλης. Τα μικρά μωβ άνθη, τα έφεραν οι Ιταλοί πριν από πολλούς αιώνες και συγχωνεύτηκαν με την τοπική ταυτότητα. Σήμερα η Τουλούζη θεωρείται η πρωτεύουσα της βιολέτας, παράγοντας από μέλι και σιρόπι βιολέτας, μέχρι μαρμελάδα, ζελέ, λικέρ, άρωμα, ακόμα και θυμίαμα με άρωμα και χρώμα από το πανέμορφο λουλούδι. 
Από την Αίθουσα με τη Μεγάλη Σκάλα που μας ανέβασε στο πάνω όροφο, μπαίνουμε πρώτα στην "Αίθουσα των Γάμων" (Salle Gervais) όπου οι κάτοικοι της Τουλούζης πραγματοποιούν τους πολιτικούς τους γάμους. Γι' αυτό το λόγο, οι τοιχογραφίες που διακοσμούν το χώρο, αναφέρονται στη δύναμη της Αγάπης. Σε τρεις απ' αυτές τις τοιχογραφίες παρουσιάζεται η Αγάπη στις ηλικίες των 20, των 40 και των 60 χρόνων. Στη συνέχεια ακολουθεί η "Αίθουσα του Henri-Martin" (Salle Henri-Martin), με μια συλλογή μεγάλων πινάκων που παρουσιάζουν το πέρασμα του χρόνου μέσα από τις τέσσερις εποχές του έτους. Τέλος, η Αίθουσα των Επιφανών (Salle Des Illustres) είναι το πιο εντυπωσιακό κι εμβληματικό δωμάτιο του Καπιτωλίου με 20 ζωγράφους και γλύπτες να προσπαθούν να υμνήσουν και να απαθανατίσουν στιγμές και μορφές του λαμπρού παρελθόντος της πόλης. 
Πίσω από το Καπιτώλιο, ορθώνεται ο καλοδιατηρημένος πρώην Πύργος των αρχείων της πόλης, γνωστός σήμερα ως Donjon, στεφανωμένος με ένα καμπαναριό φλαμανδικής έμπνευσης. Υπήρξε ένα από τα κτίρια που αποκαταστάθηκαν από τον Viollet-le-Duc τον 19ο αιώνα κι από το 1948 λειτουργεί ως τουριστικό γραφείο της Τουλούζης. Από εκεί ξεκινάει κι η Παλιά Συνοικία με τα γραφικά μεσαιωνικά της σοκάκια και τα αρχοντικά της, τα οποία κατασκευάστηκαν από τους πλούσιους εμπόρους και τους ευγενείς της πόλης κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, οι οποίοι πλούτισαν με το εμπόριο του pastel. 
Περπατώντας αμέριμνοι στις αριστοκρατικές γειτονιές θαυμάζοντας τα υπέροχα αρχοντικά που έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα, πέσαμε πάνω στο Ίδρυμα Μπέμπεργκ (Fondation Bemberg), το οποίο στεγάζεται στο πιο όμορφο αρχοντικό της Τουλούζης (το πρώην Hôtel d’Assézat). Το συγκεκριμένο ίδρυμα αποτελεί την καλύτερη γκαλερί τέχνης της Τουλούζης, καθώς διαθέτει μια διακεκριμένη ιδιωτική συλλογή αναγεννησιακών και ιμπρεσιονιστικών αριστουργημάτων που ανήκουν στη συλλογή του Αργεντίνου δισεκατομμυριούχου Georges Bemberg. 
Ωστόσο η πόλη έχει τη φήμη πως διαθέτει περισσότερους από εκατό ναούς, οι οποίοι χρονολογούνται από τον 11ο μέχρι τον 19ο αιώνα. Θεωρώ πως η φήμη αυτή επιβεβαιώνεται σε όποιον περπατήσει στις γειτονιές της, συναντώντας μια ποικιλία αρχιτεκτονικών στυλ, από τον ρωμανικό έως τον γοτθικό ρυθμό. 
Πρώτα επισκεφθήκαμε τον καθεδρικό ναό της πόλης. Ο Cathédrale Saint-Étienne ξεκίνησε να χτίζεται από τον 5ο αιώνα αποκτώντας ένα συνονθύλευμα αρχιτεκτονικών τάσεων, προσφέροντάς του μια όψη ασυνήθιστη κι εκλεκτική. Αυτό που κάνει τον συγκεκριμένο ναό ιδιαίτερο είναι πως συνδυάζει δυο γοτθικά στυλ, το νότιο που είναι συμπαγές και δυναμικό και το βόρειο γοτθικό στιλ που είναι κομψό και φωτεινό.
Στο ιστορικό κέντρο της πόλης βρίσκεται το γυναικείο μοναστήρι των Ιακωβίνων (Couvent des Jacobins), ένα εντυπωσιακό τούβλινο σύμπλεγμα που διαθέτει μια μοναδική στο είδος της εκκλησία. Το μνημείο ξεχωρίζει για τον αυστηρό εξωτερικό του ρυθμό που έρχεται σε αρμονική αντίθεση με το φωτεινό κι απαλό εσωτερικό του χώρο, όπου οι τοίχοι του είναι εξ ολοκλήρου ζωγραφισμένοι με την τεχνική του trompe l’œil που μιμείται το μάρμαρο, καθώς αυτό θεωρείται υλικό πιο ευγενές από το τούβλο κι οι τοξωτοί του θόλοι δίνουν την αίσθηση πως αιωρούνται ανάλαφροι πάνω από τα κεφάλια μας. Το συγκεκριμένο μνημείο εξακολουθεί να παραμένει ζωντανό καθώς το μοναστήρι, η παλιά τράπεζα, το παρεκκλήσι της Παναγίας και το παρεκκλήσι του Αγίου Αντωνίνου φιλοξενούν συναυλίες και εκθέσεις. Τέλος, στο συγκεκριμένο ναό βρίσκονται τα λείψανα του Δομινικανού μοναχού Θωμά Ακινάτη.
Η εκκλησία Saint Pierre des Cuisines, δίπλα στην πλατεία Saint-Pierre της Τουλούζης, αποτελεί την παλαιότερη εκκλησία στη νοτιοδυτική Γαλλία. Είναι χτισμένη στην θέση μιας παλιάς γαλλο-ρωμαϊκής νεκρόπολης του 4ου αιώνος και έχει χαρακτηρισθεί ως ιστορικό μνημείο από το 1977, οπότε και τέθηκε υπό την ευθύνη του Μουσείου Saint-Raymond της πόλης. Σήμερα στεγάζει αίθουσα 400 θέσεων για το περιφερειακό Ωδείο της Τουλούζης. 
Επίσης, η Βασιλική της Notre Dame de la Daurade, στις όχθες του ποταμού Γαρούνα, εντυπωσιάζει με την επιβλητική της κλασσική πρόσοψη. Ο συγκεκριμένος ναός φιλοξενεί την Μαύρη Παρθένο, της οποίας τα φορέματα είναι σχεδιασμένα από τον Christian Lacroix, τον Jean-Charles de Castelbajac και άλλους κορυφαίους σχεδιαστές.
Το μνημείο όμως που λατρέψαμε και περάσαμε αρκετές στιγμές στα στέκια της γειτονιάς του, είναι η Bασιλική του Αγίου Σερνίνου (Basilique St Sernin) η οποία υπήρξε η εκκλησία της Μονής του Αγίου Σερνίνου (ή Αγίου Σατουρίν), από την οποία δυστυχώς δεν σώζεται κανένα άλλο κτίριο. Η επιβλητική εκκλησία χτίστηκε στη θέση μιας παλαιότερης βασιλικής που είχε χτιστεί τον 4ο αιώνα, για να φυλάξει τα λείψανα του Αγίου Σερνίνου, του πρώτου επισκόπου της Τουλούζης. Ο ναός κατασκευάστηκε σε ρωμανικό ρυθμό μεταξύ 1080 και 1120 κι αποτελεί το μεγαλύτερο ρωμανικό μνημείο της Ευρώπης με μια πλούσια συλλογή ρωμανικών γλυπτών. Το 1998 συμπεριελήφθη στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO ως Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς των διαδρομών του Santiago de Compostela, στη Γαλλία. 
Από τον Άγιο Σερνίνο ξεκινάει η οδός Taur, η οδός του ταύρου, όπου μαρτύρησε ο πολιούχος της πόλης. Στο σημείο που το άψυχο σώμα του επισκόπου αποσπάστηκε από τον ταύρο που τον έσερνε στην πόλη, χτίστηκε η ρωμαιοκαθολική εκκλησία Notre-Dame du Taur (Παναγία του Ταύρoυ), η οποία έχει χαρακτηρισθεί ως ιστορικό μνημείο από το 1840. Σήμερα, η οδός Taur είναι γεμάτη όμορφες κρεπερί κι ethnic κουζίνες κι έχει μια από τις πιο ιστορικές κινηματογραφικές αίθουσες όπου πραγματοποιούνται αρκετές εκδηλώσεις.
Από το ιστορικό κέντρο της Παλιάς Συνοικίας, κατηφορίσαμε προς τον Βοτανικό Κήπος, ο οποίος ιδρύθηκε το 1730 από την Επιστημονική Εταιρεία της Τουλούζης και το 1794 μετατράπηκε στο σημερινό "Κήπος των Φυτών", του οποίου ο αρχικός σκοπός ήταν να μπορούν οι φοιτητές ιατρικής να κάνουν χρήση των διαφόρων βοτάνων και φυτών. Ο εξωραϊσμός του πάρκου σχεδιάστηκε από τον L. Mondran και το 1808, με διάταγμα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ο κήπος έγινε ιδιοκτησία της πόλης και άνοιξε για το κοινό. Σήμερα, είναι ένας δημόσιος κήπος με πάνω από εκατό είδη βοτάνων, μικρούς καταρράκτες, λιμνούλες και γλυπτά. Επίσης στο συγκεκριμένο πάρκο βρίσκεται το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας.
Δίπλα στους "Κήπους των Φυτών" βρίσκεται το Parc Grand Rhône, το οποίο περιλαμβάνει τους Βοτανικούς Κήπους και τους Βασιλικούς Κήπους. Το πάρκο σχεδιάστηκε τον 18ο αιώνα ως μέρος ενός σχεδίου βελτίωσης της πόλης, επιλέγοντας χαρακτηριστικά του αγγλικού σχεδιασμού τοπίου κι είναι διακοσμημένο με σοκάκια, πέτρινα γλυπτά και μικρά σιντριβάνια. 
Ωστόσο, η πόλη περηφανεύεται και για έναν μικρό κήπο εμπνευσμένο από την κλασική ιαπωνική παράδοση, που βρίσκεται στο πάρκο Compagnes-Caffarelli. Ο κήπος διαμορφώθηκε το 1981 χάρη στην πρωτοβουλία του δημάρχου της Τουλούζης, Π. Μπόντι κι ο σχεδιασμός του βασίστηκε στους κήπους του Κιότο. Στο κέντρο του θεματικού πάρκου υπάρχει μια μικρή λιμνούλα με μια κόκκινη γέφυρα, η οποία οδηγεί σ' ένα κλασικό ιαπωνέζικο τεϊοποτείο. Εντός του κήπου υπάρχουν διάσπαρτες συμβολικές πέτρες που αντιπροσωπεύουν το ιερό όρος Φούτζι.
Ακολουθώντας το Κανάλι του Midi που έχει μετατραπεί σε περίπατο δίπλα στο νερό και κάτω από τα πυκνά και πανύψηλα πλατάνια, κατηφορίσαμε προς το πανεπιστήμιο της πόλης. Το Πανεπιστήμιο ιδρύθηκε το 1229 από τον Raymond VII κι έκλεισε κατά τη Γαλλική Επανάσταση με τη λειτουργία του αποκαταστάθηκε το 1896. 
Κοντά στις πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις βρίσκεται κι η πλατεία Saint-Pierre, η οποία σφύζει από ζωή με τα φοιτητικά της στέκια και το υπαίθριο μικρό της παζάρι. Από την πλατεία, κατεβαίνει ένα διάζωμα προς τις όχθες του ποταμού, στο οποίο συγκεντρώνεται κόσμος κάθε απόγευμα για να θαυμάσει το ηλιοβασίλεμα της πόλης, έχοντας φόντο τον τρούλο του Saint-Joseph de la Grave, του πλέον πολυφωτογραφημένου μνημείου της πόλης. Τις μέρες που μείναμε στην Τουλούζη, μας έκανε πολύ καλό καιρό, δίνοντάς μας την ευκαιρία να απολαύσουμε κι εμείς το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα.
Το παρεκκλήσιο του Saint-Joseph de la Grave που δεσπόζει στην αντίπερα όχθη, ανήκει στο νοσοκομειακό κτιριακό συγκρότημα του Hôpital De La Grave, και το όνομά του προέρχεται από την απεργία (greve), που πραγματοποιήθηκε κατά μήκος του Garonne. Το συγκεκριμένο νοσοκομείο είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στην πόλη με έκταση 60 στρεμμάτων και βρίσκεται στην περιοχή Saint-Cyprien. Υπήρξε επίσης και το κύριο Μαιευτήριο της Τουλούζης για μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα πριν από τη δημιουργία του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Rangueil. 
Στην αντίπερα όχθη και δίπλα στο "παριζιάνικο" Pont Neuf, βρίσκεται το Hôtel Dieu Saint Jacques, ένα παλιό νοσοκομείο που λειτουργούσε ήδη από τον 12ο αιώνα και θεωρούταν το μεγαλύτερο νοσοκομείο της πόλης μετά τις εκτεταμένες επεκτάσεις του 17ου και 18ου αιώνα. Το κτίριο καταχωρήθηκε ως ιστορικό μνημείο το 1986 και οι τελευταίοι ασθενείς απομακρύνθηκαν απ' αυτό το 1987. Έκτοτε εκεί στεγάζεται το Διοικητικό κέντρο του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Τουλούζης, το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τηλεϊατρικής, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Έρευνας σχετικά με τα επιθήλια δέρματος και το Musée d’Histoire de la Médecine (Mουσείο Φαρμακευτικής Ιστορίας).
Δίπλα στο Hôtel Dieu Saint Jacques ορθώνεται διακριτικά ο Πύργος του Νερού (Le Château d’eau), ο οποίος λειτουργούσε αρχικά για τη διανομή νερού στο κέντρο της πόλης, παρά το γεγονός ότι δεν είχε δεξαμενή αποθήκευσης. Από το 1974 και μετά, μετατράπηκε σε εκθεσιακό χώρο αφιερωμένο στη φωτογραφία. 
Επιστρέφοντας στην Παλιά Συνοικία περνώντας από τη πέτρινη γέφυρα Pont Neuf, διακρίναμε στη κόγχη της ένα κόκκινο γλυπτό, το οποίο ξεχώριζε έντονα μέσα στο μπεζ ασβεστόλιθο της γέφυρας. Το συγκεκριμένο έργο είναι ενός ντόπιου καλλιτέχνη, του James Colomina, ο οποίος έχει εκφράσει την κοινωνική του ανησυχία και ευαισθησία δημιουργώντας γλυπτά βαμμένα με κόκκινο χρώμα, τοποθετώντας τα σε ξεχωριστά κάθε φορά μέρη μέσα στην πόλη ώστε να ενισχύσει με αυτόν τον τρόπο το μήνυμα που θέλει να μεταδώσει. Στην αρχή τα γλυπτά του προκαλούσαν αρνητικές αντιδράσεις, αλλά σταδιακά κατάφερε να κερδίσει την εκτίμηση και τη δημόσια αναγνώριση των συμπολιτών του. Ως ένδειξη αυτής της αναγνώρισης, του δόθηκε η άδεια να τοποθετήσει ένα από τα έργα του (“Το Παιδί με το Καπέλο με τα Αυτιά Γαϊδάρου”) στην πρώτη καμάρα της ιστορικής γέφυρας Pont Neuf. Στο συγκεκριμένο έργο, ο καλλιτέχνης παρουσιάζει ένα παιδί που αναγκάστηκε να φορέσει καπέλο με αυτιά γαϊδουριού προς εξευτελισμό μετά την αποτυχία του στις σχολικές εξετάσεις. Με αυτόν τον τρόπο θέλει να αγγίξει το πρόβλημα όλων εκείνων των ανθρώπων και των μειονοτήτων που έχουν στιγματιστεί ή απομονωθεί από την κοινωνία μας. 
Η Τουλούζη για μένα δεν είναι μόνο ένας γλυκύτατος προορισμός για να επισκεφθεί κανείς, αλλά κι ένα εκπληκτικό μέρος για να ζήσει. Ήρεμη πόλη, με ανέμελους και χαμογελαστούς κατοίκους, ευγενικές συμπεριφορές, χαμόγελα στους δρόμους, ανθρώπινες αποστάσεις εντός πόλης και χαλαροί καθημερινοί ρυθμοί. Επίσης η πόλη έχει όμορφα στέκια με τους φανατικούς τους θαμώνες, γνωρίζοντας έναν απ' αυτούς και μια έντονη κινηματογραφοφιλική αύρα τόσο με το κινηματογραφικό φεστιβάλ της όσο και με τα κινηματογραφοφιλικά της στέκια και μαγαζιά. Με το να επισκέπτομαι πόλεις σαν την Τουλούζη, συνειδητοποιώ το πόσο λάθος επιλογή είναι το να ζει κανείς στην τσιμεντούπολη της Αθήνας με τους αγχωτικούς της ρυθμούς, τον απειροελάχιστο ελεύθερο χρόνο και την κακή ποιότητα ζωής. Γι' αυτό το λόγο, πιστεύω πως οι επισκέψεις μας σε αυτές τις όμορφες κι ανθρώπινες πόλεις, είναι μια πολύχρωμη απόδραση από τη γκρίζα καθημερινότητά μας. Για την περίπτωση της Τουλούζης, η απόδραση έχει χρώμα ροζ.