Η αγάπη μου για τον κινηματογράφο ξεκίνησε από τα παιδικά μου χρόνια. Όμως η ουσιώδης εντρύφηση μου σ' αυτήν την τέχνη σηματοδοτήθηκε όταν άρχισα να διαβάζω το περιοδικό "Σινεμά". Δε θυμάμαι αν είχε προσφερθεί σε βιντεοκασέτα ή την είχα διαβάσει σε κάποιο άρθρο, αλλά απ' αυτό το περιοδικό άκουσα για πρώτη φορά τον τίτλο αυτής της ταινίας. Αμέσως με στοίχειωσε. Πως είναι δυνατόν να βγαίνει ένα έργο στους κινηματογράφους που να περιέχει στον τίτλο του την λέξη "πουτάνα"; Μ' αυτήν την απορία, πάντα αναζητούσα την αφορμή να αφιερώσω τέσσερις ώρες για να δω ένα ακόμη κινηματογραφικό έπος. Μπορεί σήμερα για πολλούς να θεωρείται η συγκεκριμένη ταινία ξεπερασμένη, αλλά για μένα παραμένει διαχρονική διότι αναλύει με εξαιρετική σχολαστικότητα τα πάθη, τις ανασφάλειες και τον πόνο που αφήνουν οι ανολοκλήρωτοι έρωτες.
Η ιστορία δεν έχει έναν μόνο ήρωα αλλά τρεις, οι οποίοι θα μπορούσαν να ανήκουν σ' ένα πρόσωπο. Βασικός της πρωταγωνιστής είναι ο νεαρός Αλεξάντερ. Ένας κλειστός μποέμ τύπος που περνάει την ώρα του σε μπουάτ διαβάζοντας εφημερίδες, φιλοσοφώντας με φίλους και φλερτάροντας με νεαρές κοπέλες που συναντά εκεί. Ήδη τσακισμένος από μία παλιά σχέση, προσπαθεί να βρει την κατάλληλη κοπέλα που θα του κλέψει ξανά την καρδιά. Κατά τη διάρκεια αυτής της επίμονης αναζήτησή του, φιλοξενείται στο σπίτι μιας μεγαλύτερης γυναίκας με την οποία διατηρούν μια ελεύθερη ερωτική σχέση. Οι εύθραυστες ισορροπίες όμως αρχίζουν να ταλανίζονται επικίνδυνα όταν ο Αλεξάντερ γνωρίζει την Γερμανοπολωνή νοσηλεύτρια Βερόνικα. Η ευθυνόφοβη φύση του, τον οδηγεί σε μια ταλάντευση. Από την μια έχει την σιγουριά και την ασφάλεια που του προσφέρει η μεγαλύτερη ερωμένη κι από την άλλη ελκύεται από την ελεύθερη φύση της νεαρής κοπέλας. Με το να καθυστερεί όμως να πάρει μια απόφαση, φέρνει τις δυο γυναίκες σε μία ατέρμονη εγωιστική και κτητική σύγκρουση.
Η ιστορία μας γυρνάει στην εποχή που το Παρίσι ήταν ακόμη μουδιασμένο από τον Μάη του '68. Μποέμ τύποι, επηρεασμένοι από κείμενα του Σαρτρ, προσπαθούν να βρουν το χαμένο νόημα της ζωής κι εφαρμόζουν το δικαίωμα στην τεμπελιά. Πολύωρες συζητήσεις που δεν καταλήγουν πουθενά κι αερολογίες με τις οποίες προσπαθούν να γοητεύσουν τις κοπέλες. Κυνηγούν το πρωτοποριακό κι αυτό που θα κάνει μεγάλη εντύπωση αλλά με ουσία μηδέν, όπως ο τύπος που έκοψε το χέρι του για να το εκθέσει. Το απόγειο της Nouvelle Vague.
Πάνω σ' αυτήν την τάση πατάει η συγκεκριμένη ταινία κάτι που την μετατρέπει σε εργαλείο ανάλυσης και προβληματισμού. Ο Αλεξάντερ είναι η εκπροσώπηση της ανδρικής ανασφάλειας και του ανόητου παλιμπαιδισμού. Εμμονικός με την πρώην ερωμένη του, μας παρουσιάζει όλο το φάσμα του ανδρικού εγωισμού που δεν αποδέχεται πως κάποιος άλλος άνθρωπος έχει προχωρήσει τη ζωή του. Επιμένει να ακούσει λόγια που ο ίδιος θέλει κι όταν δε συμβαίνει αυτό πηγαίνει στο άλλο άκρο. Η εκνευριστική ανώριμη φύση του μετατρέπεται σε εφηβικό ενθουσιασμό όταν γνωρίζει τη νοσηλεύτρια. Όπως ο ίδιος δηλώνει σε έναν φίλο του, ερωτεύεται τη νέα κοπέλα επειδή του θυμίζει την προηγούμενη σχέση του.
Τι συμβαίνει όμως όταν διαπιστώνει πως η νέα του σύντροφος δεν έχει και την ίδια προσωπικότητα;
Πέφτει στα μάτια του, αρχίζει να την αγνοεί κι αναπτερώνεται ο εγωισμός του όσο εκείνη τον κυνηγάει. Την ίδια στιγμή απολαμβάνει τη ζήλια της μεγαλύτερης ερωμένης του. Με λίγα λόγια, καλύπτει το κενό που νιώθει μέσα του βλέποντας δυο γυναίκες να λιώνουν γι' αυτόν. Το να παίζει όμως κανείς με την ψυχολογία και την διάθεση άλλων ανθρώπων έχει κι ένα όριο. Όταν αυτό ξεπερνιέται αρχίζει η τραγωδία.
Οι δυο κοπέλες συνειδητοποιούν πως η μία αλληλοσυμπληρώνει την άλλη. Αυτό έχει ως συνέπεια να δυσκολεύει το μέτρο σύγκρισης μεταξύ τους κάτι που τις εμποδίζει στο να συγκρουστούν. Η μια ζηλεύει την άλλη αλλά παράλληλα τη θαυμάζει. Συμπάθια και μίσος μαζί. Αυτό όμως που αναγνωρίζει η μία στα μάτια της άλλης είναι πως αγαπούν τον ίδιο άνθρωπο με τον ίδιο τρόπο και την ίδια ένταση. Αξίζει όμως αυτή η αγάπη;
Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα ακόμη ερωτικό τρίγωνο αλλά η πολυπλοκότητα της κατάστασης το αναιρεί. Οι συνεχείς κι ατελείωτοι διάλογοι φανερώνουν τον πόνο του χωρισμού και τον συναισθηματικό βρόχο όταν ο ερωτισμός τελειώνει. Επηρεασμένη αρκετά η ταινία με την φιλοσοφία του Σαρτρ, πατάει πάνω στις λέξεις προσπαθώντας μέσα από τους διαλόγους να τους δώσει μία υλιστική υπόσταση. Οι λέξεις αυτές σε τραβάνε μέσα στο έργο και σου δίνουν την αίσθηση πως κι εσύ είσαι παρόν στην κουβέντα ως ένας ντροπαλός φίλος που προτιμά να ακούει παρά να μιλάει. Ως θεατής σε μια ερωτική πράξη που προσπαθείς να συμμετάσχει αλλά ένα χέρι σε ωθεί μακριά. Κι εκεί έρχεται η απόγνωση κι η μελαγχολία.
Γίνεσαι μάρτυρας της ψυχικής αταξίας και της σήψης που προκαλεί ο συντηρητισμός. Συνειδητοποιείς πως δε μπορείς να κάνεις την επανάστασή σου καθώς παραμένεις προσκολλημένος σε ήθη κι αξίες ξεπερασμένες. Στέκεσαι στον τοίχο και κλαις με λυγμούς για το άδικο. Πως γίνεται ένας άνδρας που έχει πάει με εκατό γυναίκες να θεωρείται μάγκας ενώ μια γυναίκα που έχει πάει με εκατό άνδρες να θεωρείται πουτάνα; Τελικά αξίζει να ανήκεις στον προοδευτικό κόσμο όταν δε σε προβληματίζει αυτή η σύγκριση;
Άραγε έχεις εισχωρήσει στην ερωτική απελευθέρωση ή παραμένεις ακόμη πουριτανός οπότε τσάμπα η μελέτη που έχεις κάνει στις ιδέες του Μαρξ, του Σαρτρ και του Καστοριάδη;
Κι η αγάπη; Τι είναι τελικά η αγάπη; Την απαντάει πολύ όμορφα η Βερόνικα στο ξέσπασμά της. Μπορεί να την θεωρούν πουτάνα για την σεξουαλική της απελευθέρωση αλλά η ίδια πιστεύει πως η πραγματική αγάπη βρίσκεται σε ένα ζευγάρι που συνειδητοποιημένα θέλει να κάνει ένα παιδί. Με λίγα λόγια να δώσει σάρκα κι οστά στα συναισθήματα που τρέφει ο ένας για τον άλλον.
Η "Μαμά κι η Πουτάνα" είναι μία ταινία ευαίσθητη κι ανατρεπτική. Τονίζει τις δυσκολίες μιας κοινωνίας που μεταβάλλεται απότομα κάνοντας τους ανθρώπους να χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια τους. Παράλληλα αποθεώνει την τρυφερότητα του έρωτα, τον πόνο της απώλειας και την αγωνία του χρόνου που κυλά ασταμάτητα και φθείρει τους ανθρώπους τόσο σωματικά όσο και ψυχικά.
Ένα μοναδικό για το είδος του αριστούργημα.
Βαθμολογία: 9/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου