Αν μου ζητούσαν να αναφέρω τον καλύτερο σύγχρονο πολιτικοποιημένο σκηνοθέτη, θα επέλεγα χωρίς δεύτερη σκέψη τον εξαιρετικό Κεν Λόουτς. Η αγάπη του για την ιστορία, η ευαισθησία του για τα κοινωνικά αδιέξοδα κι η καθαρότητα στις πολιτικές του απόψεις, τον καθιστούν ως έναν δημιουργό με ουσία και διορατικότητα. Μπορεί να έχω δει λίγες ταινίες του αλλά όλες μου προκάλεσαν έντονο προβληματισμό και έδωσαν τροφή για πολύωρες συζητήσεις μετά την προβολή τους. Το "Γη κι Ελευθερία" είναι μία απ' αυτές.
Η ταινία μας ξεκινάει σε παρόντα χρόνο όπου ένα κορίτσι βρίσκει αναίσθητο τον παππού της στο διαμέρισμα που μένει, ο οποίος ξεψυχάει κατά τη διαδρομή προς το νοσοκομείο. Προσπερνώντας τους συνηθισμένους μελοδραματισμούς των ανθρώπινων απωλειών, ο δημιουργός μας οδηγεί κατευθείαν στο κύριο θέμα. Η εγγονή ψαχουλεύει το σπίτι του παππού της και βρίσκει ένα μπαούλο, όπου μέσα σ' αυτό φυλάσσεται μία πτυχή της ζωής του που πιθανότατα δεν γνώριζε η κοπέλα. Ο Κεν Λόουτς χρησιμοποιεί την αλληλογραφία του εκλιπόντος ως χρονομηχανή που μας γυρνάει στο παρελθόν. Η εγγονή διαβάζει ένα-ένα τα γράμματα και παρατηρεί παράλληλα τις φωτογραφίες, τα αποκόμματα των εφημερίδων εκείνης της εποχής κι ότι άλλο αναμνηστικό φυλασσόταν όλα αυτά τα χρόνια εκεί μέσα.
Με την επιστροφή στο παρελθόν, συστηνόμαστε με τον βασικό ήρωα της ταινίας. Ο νεαρός Ντέιβιντ είναι μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βρετανίας κι άνεργος στο Λίβερπουλ. Έπειτα από μία ομιλία ενός αναρχικού για τα τεκταινόμενα στον Ισπανικό Εμφύλιο, αποφασίζει να κατέβει στο νότο και να πολεμήσει τους φασίστες του Φράνκο. Ο νεαρός φτάνει στην Μασσαλία κι από εκεί περνάει τα Πυρηναία. Πάνω στα βουνά συναντιέται με τους πρώτους συντρόφους κι εντάσσεται στο Εργατικό Κόμμα Μαρξιστικής Ενότητας (POOM). Γνωρίζει νέα πρόσωπα, χτίζει νέες φιλίες κι ερωτεύεται μία μαχήτρια. Για πρώτη φορά ζει ελεύθερος πάνω στα βουνά της Ισπανίας και ξεχειλίζει με πάθος κάθε φορά που συγκρούεται με τους φασίστες.
Χωρίς οργάνωση και σχεδιασμούς οι αναρχικοί επελαύνουν στην ισπανική ύπαιθρο απελευθερώνοντας τα χωριά από τους φασίστες. Τα πλάνα γεμάτα ένταση μας βάζουν μέσα στην ιστορία. Κάθε ριπή που ακούγεται, προκαλεί το αίσθημα του κινδύνου αναγκάζοντάς μας να κρυφτούμε μαζί με τους ήρωες πίσω από πόρτες και τοίχους.
Σε έναν τραυματισμό του, ο πρωταγωνιστής φεύγει από το μέτωπο για να αναρρώσει, κι εντάσσεται στις κυβερνητικές ταξιαρχίες. Μακριά από τον πόλεμο, γίνεται μάρτυρας στην έχθρα που φουντώνει μεταξύ των αναρχικών και των σταλινικών. Η οργή του όλο και μεγαλώνει καθώς βλέπει να αλληλοσφάζονται οι αναρχικοί με τους κομμουνιστές αντί να πολεμούν αδελφωμένοι τους φασίστες. Έτσι παίρνει απόφαση να γυρίσει πίσω στα βουνά για να βρει του παλιούς του συντρόφους, οι οποίοι παρ' όλο που είναι απομονωμένοι, εξακολουθούν να πολεμούν με το ίδιο πάθος. Καταλαμβάνουν τα υψώματα και τα κρατούν με σθένος, μέχρι που έρχεται η μεγάλη προδοσία...
Ο λόγος που οι δυο πλευρές δε τα βρήκαν σίγουρα ακούγεται ανόητος στις μέρες μας καθώς γνωρίζουμε την έκβαση του εμφυλίου πολέμου. Οι κομμουνιστές ήθελαν τους αναρχικούς κάτω από τον έλεγχό τους ενώ οι αναρχικοί επέμεναν σε ένα άτακτο μοντέλο διότι φοβόντουσαν πως θα έχαναν το πάθος τους σε περίπτωση που μετατρεπόντουσαν σε τακτικό σώμα στρατού. Σ' αυτήν την υπόθεση, ο Κεν Λόουτς αποφεύγει να κρατήσει ουδέτερη στάση μιας και τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ των αναρχικών και των τροτσκιστών.
Ένα άλλο θέμα που έθιξε με έξυπνο τρόπο η ταινία είναι η δημιουργία κολλεκτίβων. Κάθε χωριό που οι αναρχικοί απελευθέρωναν, γινόταν συνέλευση όπου όλοι οι κάτοικοι συζητούσαν τον τρόπο με τον οποίον θα μοίραζαν τις ευθύνες και τις υπηρεσίες του τόπου τους. Οι διαφωνίες κι οι αντίλογοι στηρίζονταν σε επιχειρήματα δίνοντας αρκετή τροφή για σκέψη σε μας τους θεατές. Δεν αδικούσαμε τους ανθρώπους που δεν συμφωνούσαν με τις κολλεκτίβες ενώ παράλληλα καταλαβαίναμε το πάθος των οραματιστών.
Η ταινία επίσης ξεχωρίζει για την ένταση των σκηνών της. Η κατάληψη του χωριού, η εύρεση των νεκρών αναρχικών, η εκτέλεση του φασίστα-παπά, ο θάνατος του Ιρλανδού κι ο επικήδειος που ακολούθησε, οι "συναντήσεις" με τους φασίστες και φυσικά η τελευταία σκηνή όπου αναρχικοί και κομμουνιστές έρχονται σε έντονη αντιπαράθεση καθώς καμία από τις δυο πλευρές δεν υποχωρούσε.
Παρ' όλη τη δίνη που δημιουργεί, η ταινία προσπαθεί να κλείσει με ένα αισιόδοξο τόνο, με την εγγονή ήδη "φωτισμένη" μετά την αποκάλυψη του μυστικού παρελθόντος που είχε ο παππούς της, να διαβάζει ένα ποίημα του Ουίλαμ Μορς πάνω από τον τάφο του. Εδώ θα ήθελα να επισημάνω ένα μεγάλο αγκάθι της γενιάς μας, το οποίο περνάει με έξυπνο τρόπο ο δημιουργός. Έπρεπε να πεθάνει ο ήρωας για να τον γνωρίσει η εγγονή του. Εδώ η ταινία κριτικάρει την αδιαφορία των νέων απέναντι στις ρίζες τους. Δε μας καίγεται καρφί για τη ζωή των ανθρώπων μας, ένα λάθος που το συνειδητοποιούμε μόνο όταν τους χάνουμε αλλά δυστυχώς τότε είναι πια αργά. Σ' αυτό το κομμάτι, ο Κεν Λόουτς κατάφερε να με συγκινήσει.
Ωστόσο η ταινία έχει κάποια στοιχεία που με προβλημάτισαν. Θα μπορούσε κάποιος να τα θεωρήσει ως μία ειλικρινής στάση του Κεν Λόουτς στην πραγματικότητα αλλά για μένα προκάλεσαν ορισμένα περίεργα ερωτηματικά που λίγο θόλωσαν την πολιτική καθαρότητα της ταινίας. Πρώτα απ' όλα ο ήρωας φεύγει από την Αγγλία δηλώνοντας στη μνηστή του πως το κάνει επειδή δεν έχει παιδιά και δεν έχει δουλειά. Περισσότερο τυχοδιώκτης μου φάνηκε παρά ονειροπόλος επαναστάτης. Επίσης στις έντονες συζητήσεις για την κολλεκτιβοποίηση του χωριού που απελευθέρωσαν, παρατηρούμε το πάθος με το οποίο ο καθένας στηρίζει την ιδεολογία του αλλά πουθενά δεν αναφέρεται ο μεγάλος εχθρός των ελεύθερων ανθρώπων πους δεν είναι άλλος από τον φασισμό και τον Φράνκο.
Η "Γη κι Ελευθερία" κέρδισε αρκετά ευρωπαϊκά βραβεία αλλά έχασε τον πολυπόθητο Χρυσό Φοίνικα για τον οποίο κοντραρίστηκαν ο Εμίρ Κουστουρίτσα με το Underground κι ο κ.Θεόδωρος Αγγελόπουλος με το πολυαγαπημένο μου "Βλέμμα του Οδυσσέα". Νικητής ήταν ο Βόσνιος σκηνοθέτης κάτι το οποίο ποτέ δε μπόρεσε να ξεπεράσει ο κ.Αγγελόπουλος παρ' όλο που κέρδισε το βραβείο λίγα χρόνια αργότερα, κάτι το οποίο χαρακτήρισε ως κίνηση παρηγοριάς της Επιτροπής προς το πρόσωπό του.
Θα ήθελα να κλείσω την ανάρτησή μου γι' αυτήν την ταινία με το ποίημα που ακούστηκε στο τέλος, διότι με άγγιξε πολύ όπως κι η μοναδικότητα του έργου, το οποίο δεν επικεντρώθηκε στη μάχη των ελεύθερων ανθρώπων με τους φασίστες αλλά στη μεταξύ τους φαγωμάρα. Ίσως αυτό να είναι που κάνει την ταινία επίκαιρη σήμερα που η ακροδεξιά έχει εδραιωθεί στη καρδιά της Ευρώπης κι η Αριστερά έχει χάσει τα πατήματά της.
Ήρθε ο καιρός να φωνάξουμε ξανά το ιδεατό "No Pasaran!"
"Πήγαινε κι εσύ στη μάχη
που ο άνθρωπος δε φθίνει.
Κι αν πέθανε, ο χρόνος
τις πράξεις του δε σβήνει".
Βαθμολογία: 8/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου