Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εφημερίδες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εφημερίδες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 17 Ιουλίου 2022

Η υποκρισία της Δύσης





του Κάρλο Ροβέλι*
(επιμέλεια: Θανάσης Γιαλκέτσης) 


Λίγες φορές έχω αισθανθεί, όπως αυτή την περίοδο, τόσο απόμακρος από όλα όσα διαβάζω στις εφημερίδες και βλέπω στην τηλεόραση σχετικά με τον πόλεμο που διεξάγεται στην Ανατολική Ευρώπη. Λίγες φορές έχω αισθανθεί ότι διαφωνώ τόσο πολύ με τους κυρίαρχους λόγους. Ισως από τον καιρό της εφηβείας μου έχω να αισθανθώ ξανά τόσο πληγωμένος και προσβεβλημένος από τον δημόσιο λόγο γύρω μου. Αναρωτιέμαι γιατί. Στο βάθος διαφωνώ συχνά με τις πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές των χωρών στις οποίες ζω, αλλά αυτό είναι φυσιολογικό –είμαστε τόσο πολλοί και έχουμε διαφορετικές γνώμες, διαφορετικές ερμηνείες του κόσμου. Επειτα, ακόμα και για τον πασιφισμό μου είμαι τελικά τόσο βέβαιος; Εχω αμφιβολίες, όπως όλοι. 
Γιατί τότε αισθάνομαι τόσο αναστατωμένος, πληγωμένος, τρομαγμένος από όσα διαβάζω σε όλες τις εφημερίδες και ακούω να επαναλαμβάνονται συνεχώς στην τηλεόραση, στους διαρκείς λόγους για τον πόλεμο; 
Σήμερα το κατάλαβα. Το κατάλαβα επιστρέφοντας νοερά στην περίοδο της πρώτης εφηβείας μου, όταν πριν από τόσα χρόνια η νεολαία πολλών χωρών του κόσμου άρχισε να εξεγείρεται ενάντια σε μια κατάσταση πραγμάτων που της φαινόταν λαθεμένη. Τι ήταν εκείνη η πρώτη ώθηση για αλλαγή; Δεν ήταν η κοινωνική αδικία, δεν ήταν οι λαοί που σφαγιάζονταν από τις ναπάλμ, όπως οι Βιετναμέζοι, δεν ήταν ο καθωσπρεπισμός, ο φαρισαϊσμός, ο βλακώδης αυταρχισμός των σχολείων και των Πανεπιστημίων, αλλά ήταν κάτι πιο απλό, πιο άμεσο, εκείνο που πλήγωσε τη νεολαία πριν από μισό αιώνα και πυροδότησε τις εξεγέρσεις τόσων νέων της εποχής: η υποκρισία του ενήλικου κόσμου. 
Η ενστικτώδης συνειδητοποίηση από τη νεανική διαύγεια του ότι τα επιδεικτικά διακηρυσσόμενα ιδεώδη ήταν «τάφοι κεκονιαμένοι»· ότι οι διακηρυγμένες ευγενείς αξίες ήταν η συγκάλυψη ενός μικρόψυχου εγωισμού· ότι η έντονη ηθικολογία, η πομπώδης σοβαροφάνεια του σχολείου, το υποτιθέμενο κύρος των θεσμών ήταν η συγκάλυψη προνομίων, εκμετάλλευσης, μικροτήτων και ευτελειών. 
Για τα διαυγή μάτια ενός νέου ή μιας νέας αυτό ήταν ανυπόφορο. Από τότε έχουν περάσει πολλά χρόνια. Ο κόσμος μού φαίνεται απείρως πιο πολύπλοκος από όσο μου φαινόταν τότε. Την αυταπάτη ότι όλα μπορούν να γίνουν καθαρά και έντιμα στον κόσμο την έχω χάσει εδώ και καιρό. Αλλά η έκρηξη της υποκρισίας της Δύσης σε αυτή την τελευταία χρονιά δεν έχει προηγούμενο. 
Ξαφνικά η Δύση -όλοι μαζί εν χορώ- άρχισε να εξυμνεί τον εαυτό της ως τον κάτοχο των αξιών, τον πρόμαχο της ελευθερίας, τον προστάτη των αδύναμων λαών, τον εγγυητή της νομιμότητας, τον φύλακα της ιερότητας της ανθρώπινης ζωής, τη μοναδική ελπίδα για έναν κόσμο ειρήνης και δικαιοσύνης. Αυτός ο ύμνος για το πόσο καλή και δίκαιη είναι η Δύση και το πόσο κακά είναι τα αυταρχικά κράτη είναι ένας ομόφωνος χορός, που επαναλαμβάνεται ασταμάτητα από κάθε άρθρο εφημερίδας και από κάθε τηλεοπτικό σχολιαστή. Η θηριώδης κακία του Πούτιν επισημαίνεται και καταδικάζεται συνεχώς. 
Κάθε βόμβα που πέφτει στην Ουκρανία μάς επαναλαμβάνει πόσο η Ρωσία είναι το κακό και εμείς το καλό. Θα ήμουν ευτυχής να ενώσω τη φωνή μου με τον χορό, αν κάθε φορά που καταδικάζουμε το γεγονός -το απολύτως καταδικαστέο- ότι μια στρατιωτική δύναμη, επικαλούμενη ανόητα προσχήματα, επιτέθηκε σε μια κυρίαρχη χώρα, η Δύση προσέθετε: «Και εγώ η Δύση επομένως δεσμεύομαι να μην κάνω ποτέ τίποτα παρόμοιο στο μέλλον, όπως το έκανα στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Λιβύη, στη Γρενάδα, στην Κούβα και σε τόσες άλλες χώρες. Το έχουμε κάνει, αλλά τώρα που το κάνουν οι Ρώσοι αντιλαμβανόμαστε πόσο οδυνηρό είναι και δεν θα το ξανακάνουμε». 
Θα ήμουν ευτυχής να ενώσω τη φωνή μου με τον χορό αν κάθε φορά που καταδικάζουμε το γεγονός -το απολύτως καταδικαστέο- ότι τα σύνορα των εθνών δεν γίνονται σεβαστά και η Ρωσία αναγνώρισε την ανεξαρτησία του Ντονμπάς, η Δύση προσέθετε: 
«Και εγώ η Δύση επομένως δεσμεύομαι να μην κάνω ποτέ τίποτα παρόμοιο στο μέλλον, όπως έκανα όταν αναγνώρισα αμέσως την ανεξαρτησία της Σλοβενίας και της Κροατίας, αλλάζοντας τα σύνορα της Ευρώπης και πυροδοτώντας έναν πολύ αιματηρό εμφύλιο πόλεμο με την αφαίρεση εδαφών από τη Γιουγκοσλαβία». Θα ήμουν ευτυχής να ενώσω τη φωνή μου με τον χορό, αν κάθε φορά που καταδικάζουμε το γεγονός -το απολύτως καταδικαστέο- ότι η Μόσχα βομβαρδίζει το Κίεβο σκοτώνοντας αθώους αμάχους, επικαλούμενη ως αιτία το ότι το Κίεβο βομβάρδιζε το Ντονμπάς, η Δύση προσέθετε: «Και εγώ η Δύση δεσμεύομαι να μην κάνω ποτέ τίποτα παρόμοιο, όπως έχω κάνει όταν βομβάρδιζα το Βελιγράδι σκοτώνοντας χίλιους ανθρώπους, γυναίκες και αθώα παιδιά, επικαλούμενη ως αιτία το ότι το Βελιγράδι βομβάρδιζε το Κόσοβο». 
Θα ήμουν ευτυχής να ενώσω τη φωνή μου με τον χορό, αν κάθε φορά που καταδικάζουμε το γεγονός -το απολύτως καταδικαστέο- ότι η Ρωσία αξιώνει να αλλάξει το πολιτικό καθεστώς του Κιέβου, επειδή αυτό το καθεστώς εναντιώνεται σε αυτήν, η Δύση προσέθετε: 
«Και εγώ η Δύση επομένως δεσμεύομαι να μην κάνω ποτέ τίποτα παρόμοιο στο μέλλον, όπως έχω κάνει όταν βομβάρδισα τη Λιβύη, εισέβαλα στο Ιράκ, αποσταθεροποίησα κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο, από τη Μέση Ανατολή ώς τη Νότια Αμερική, από τη Χιλή ώς την Αλγερία, από την Αίγυπτο ώς την Παλαιστίνη, κάθε φορά που ένας λαός ψήφιζε υπέρ μιας κυβέρνησης που δεν ευνοούσε τα δυτικά συμφέροντα, όταν ανέτρεψα δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις, όπως στην Αλγερία, στην Αίγυπτο ή στην Παλαιστίνη, για να υποστηρίξω αντίθετα δικτατορίες όπως στη Σαουδική Αραβία μόνο επειδή με συμφέρει, παρ’ όλο που οι Σαουδάραβες συνεχίζουν να σφαγιάζουν τους πολίτες της Υεμένης». 
Και θα διαφωνούσα, αλλά ίσως δεν θα ήμουν τόσο αηδιασμένος, αν απλώς άκουγα να λένε: «Είμαστε οι πιο ισχυροί, θέλουμε να κυριαρχήσουμε στον κόσμο με τη βία των όπλων, για να υπερασπιστούμε τον πλούτο μας, και θα κυριαρχήσουμε». Τουλάχιστον δεν θα ήταν υποκρισία, τουλάχιστον θα μπορούσαμε να συζητήσουμε αν αυτή είναι ή όχι μια διορατική επιλογή και μήπως είναι πιο διορατικό να σταματήσουμε τη σύγκρουση και να αναζητήσουμε τη συνεργασία.

*Γεννημένος στη Βερόνα το 1956, ο Κάρλο Ροβέλι είναι καθηγητής Θεωρητικής Φυσικής και έχει διδάξει σε Πανεπιστήμια της Ιταλίας και των ΗΠΑ. Σήμερα διευθύνει το Κέντρο Θεωρητικής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Μασσαλίας. Στη γλώσσα μας κυκλοφορούν τα έργα του: «Επτά σύντομα μαθήματα Φυσικής» και «Η πραγματικότητα δεν είναι αυτό που φαίνεται» (Πατάκης 2016 και 2019 αντίστοιχα).

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Μιλώντας με το άγαλμα




της Πέπη Ρηγοπούλου

Καθόταν σε ένα παγκάκι στο λιλιπούτειο πάρκο μπροστά από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου της Αθήνας. Είχε στα πόδια του τα λιγοστά πράγματά του, δύο τσάντες και δύο σακούλες. Το βλέμμα του ήταν συγκεντρωμένο στο άγαλμα του Παλαμά. Ξαφνικά σηκώνεται, πλησιάζει το άγαλμα και σκύβει να διαβάσει την επιγραφή. Ξαναγυρίζει στο παγκάκι του, βγάζει από τη μια τσάντα ένα μικρό μπλοκάκι και κάτι γράφει. Ισως την επιγραφή, ίσως κάτι άλλο, σχετικό ή άσχετο με αυτήν.
Αν και με τους στεγασμένους ανθρώπους πολύ συχνά δεν έχεις τίποτα να πεις και ωστόσο συνεχίζεις να τους μιλάς, με τους άστεγους υπάρχει πάντα μια αμηχανία να τους πλησιάσεις. Αφήνεις την προσπάθεια αυτή στην εκκλησία, σε διάφορες υπηρεσίες δημόσιες και ιδιωτικές, σε παλιούς γνωστούς τους που τους αναγνωρίζουν στη νέα άστεγη κατοικία τους.
Οι άστεγοι είναι το όνειδος για την κοινωνία μας. Είναι μία από τις παράπλευρες απώλειες των μνημονίων, των αδίστακτων μέτρων λιτότητας, του ξεπουλήματος της δημόσιας και της ιδιωτικής περιουσίας που συνεχώς παίρνει νέες μορφές καθώς θέλει να οδηγήσει σε ασφυξία όσους κατοικούν αυτή τη χώρα.
Ελληνες, ανθέλληνες, και λοιπούς ομο- και αλλοδόξους. Μεγάλο το τίμημα που πληρώνει αυτή η αποικία των τιμωρημένων μας στους λογής λογής σωτήρες της.
Πόσοι είναι οι τιμωρημένοι που εξεγείρονται, που δεν νιώθουν ότι τους αξίζει η τιμωρία τους; Πόσο αντέχουν στην τρομοκρατία των απειλών και των υποσχέσεων τα αφηγήματα των πρώτων δίσεκτων χρόνων που μιλούσαν για το επαχθές χρέος, για τα δύο μέτρα και δύο σταθμά, για τα κατασκευασμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προκειμένου να υπαχθεί η χώρα στους μηχανισμούς που ανέλαβαν να της δώσουν μηχανική, δηλαδή απάνθρωπη, «στήριξη»;
Οταν εφιαλτικές μηχανές αναλαμβάνουν τα πάντα, από τον μύθο μέχρι τις ουτοπίες και τις πραγματικότητες των κοινωνιών, προωθείται η εκμηδένιση του ανθρώπινου, δηλαδή του ανυπότακτου, με το συνεχές ακόρεστο αίτημα της ελευθερίας.
Η μηχανική υποστήριξη έχει απαραίτητο συμπλήρωμά της τη συνεχή επιτήρηση, εγκαθιδρύοντας στο όνομα της ασφάλειας και της τάξης ένα συνεχές που πνίγει όλες τις δραστηριότητες της ζωής. 
Με άμεσο επακόλουθο τον φόβο που ανθεί σε αυτό το πρόσφορο έδαφος.
Ισως γι' αυτό θυμήθηκα τον άστεγο μπροστά στο άγαλμα του Παλαμά. Και ίσως γι' αυτό η μνήμη μου με γέλασε για μια στιγμή κάνοντάς με να πιστέψω πως η επιγραφή που αντέγραψε έλεγε: «Στοχάσου και αρκεί», τα λόγια της Ελληνικής Νομαρχίας.
Ενιωσα ότι αυτός, ο ανέστιος και πένης, διεκδικούσε το δικαίωμα στον στοχασμό και σε όσα, δύσκολα, ο στοχασμός μάς προτρέπει. Εμείς που ακόμα έχουμε τα σπίτια μας θα τολμήσουμε να τον μιμηθούμε;

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Η δημοκρατία σε κίνδυνο




του Θανάση Γιαλκέτση

Γεννημένος στο Μόναχο το 1982, ο Γιάσα Μουνκ διδάσκει σήμερα Πολιτική Θεωρία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του «Popolo vs democrazia» (Feltrinelli 2018), ο Μουνκ έδωσε στο ιταλικό ηλεκτρονικό περιοδικό Reset τη συνέντευξη που ακολουθεί.

● Η θέση σας για τον εκφυλισμό των φιλελεύθερων δημοκρατιών βασίζεται σε μιαν εννοιολογική και μεθοδολογική διάκριση: τη διάκριση ανάμεσα στους δύο πόλους που συνθέτουν τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Γιατί θεωρείτε ότι δημοκρατία και φιλελευθερισμός θα πρέπει να διαχωρίζονται; 

Με μιαν ορισμένη έννοια δεν διαχωρίζονται. Ζούμε πράγματι σε ένα πολιτικό σύστημα που αντλεί τη νομιμοποίησή του από την ικανοποίηση δύο αξιών: της ατομικής ελευθερίας, που αντιπροσωπεύει θα λέγαμε το φιλελεύθερο σκέλος, και του συλλογικού αυτοκαθορισμού, που ενσαρκώνει το δημοκρατικό σκέλος. Για να κατανοήσουμε όμως αυτό που συμβαίνει στον κόσμο, είναι σημαντικό να σκεφτόμαστε ως διακριτά αυτά τα δύο σκέλη. 
Αν ορίζουμε τη δημοκρατία με τέτοιον τρόπο ώστε να συμπεριλαμβάνει όλα όσα μας φαίνονται επιθυμητά, γίνεται αδύνατο να κατανοήσουμε, για παράδειγμα, αυτό που έγινε στην Ελβετία, όπου η πλειοψηφία των πολιτών ψήφισε να απαγορευτεί η κατασκευή ενός τζαμιού. Μια ψήφος που είναι ταυτόχρονα δημοκρατική, επειδή εξέφρασε σαφώς τη βούληση της πλειοψηφίας των πολιτών μέσα από ένα δημοψήφισμα, αλλά και μη φιλελεύθερη. 
Η διάκριση επομένως μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα την ανάδυση δύο νέων πολιτικών συστημάτων, που είναι υπό διαμόρφωση. 
Από τη μια μεριά, εδώ και πολλά χρόνια ζούμε σε συστήματα που αποτελούν έκφραση ενός ανεπαρκώς δημοκρατικού φιλελευθερισμού, στα οποία τα δικαιώματα ατομικής ελευθερίας γίνονται λίγο ώς πολύ σεβαστά, αλλά οι άνθρωποι μένουν με την εντύπωση ότι δεν διαθέτουν πλέον τη δύναμη για να παίρνουν αληθινά σημαντικές αποφάσεις. 
Από την άλλη μεριά, επικρατούν οι μη φιλελεύθερες δημοκρατίες, εκείνα δηλαδή τα συστήματα στα οποία ορισμένοι ηγέτες, συχνά δημοφιλείς, όπως ο Ματέο Σαλβίνι στην Ιταλία, αρχίζουν να παραβιάζουν τα ατομικά δικαιώματα, να αρνούνται τα δικαιώματα των μειονοτήτων, να υπονομεύουν την ανεξαρτησία των θεσμών και των κρατικών οργανισμών, όπως συμβαίνει στην Ιταλία με τη δημόσια τηλεόραση. 

● Για να το πούμε διαφορετικά, ο μη δημοκρατικός φιλελευθερισμός αντιστοιχεί στην ολιγαρχική τεχνοκρατία, ενώ η μη φιλελεύθερη δημοκρατία αντιστοιχεί στον αυταρχικό λαϊκισμό. Ποιοι είναι οι κίνδυνοι του λαϊκισμού αυτής της μορφής; 

Πρόκειται για έναν διπλό κίνδυνο. Σε μια πρώτη φάση, ο αυταρχικός λαϊκισμός στρέφεται εναντίον των μειονοτήτων, αποδυναμώνει τους θεσμούς, αρνείται το κράτος δικαίου, ασκώντας μια βία εναντίον της πρώτης από τις αξίες μας, της ατομικής ελευθερίας. 
Από τη στιγμή όμως που οι μη φιλελεύθεροι πολιτικοί έχουν αποδυναμώσει τους ανεξάρτητους θεσμούς, έχουν αλλάξει τον χαρακτήρα των συνταγματικών ισορροπιών, έχουν εξασφαλίσει την εκλογή των δικών τους ανθρώπων στις εκλογικές επιτροπές, γίνεται αδύνατο να απομακρυνθούν από την κυβέρνηση με δημοκρατικά μέσα. 
Εδώ βρίσκεται ο διπλός κίνδυνος. Φοβάμαι ότι η μη φιλελεύθερη δημοκρατία είναι ένα πολιτικό καθεστώς όχι μόνο διαφορετικό από τα άλλα, αλλά και μεταβατικό: θα μπορούσε να οδηγήσει σε αληθινές δικτατορίες, όπως συμβαίνει στην Ουγγαρία. 
Στο βιβλίο μου υποστηρίζω ότι ο λαϊκισμός έχει βαθιές αιτίες διαφορετικού χαρακτήρα, οικονομικές, πολιτισμικές, τεχνολογικές. Και ισχυρίζομαι ότι η πολιτική τάξη πρέπει να δράσει επειγόντως, για να επιλύσει τα προβλήματα που γεννούν τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Πρέπει όμως να γνωρίζουμε ότι η ενίσχυση του αυταρχικού λαϊκισμού θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο αυτά τα προβλήματα και θα μπορούσε να οδηγήσει ώς τα πρόθυρα της δικτατορίας. 

● Αναφερθήκατε στις τρεις κυριότερες αιτίες της ανόδου των μη φιλελεύθερων δυνάμεων, τις οποίες αναλύετε διεξοδικά στο βιβλίο σας: την οικονομική, την πολιτισμική και την τεχνολογική. Πώς εντοπίσατε αυτές τις τρεις αιτίες και γιατί τις θεωρείτε πρωταρχικές; 

Κάθε φορά που ταξιδεύω σε διάφορες χώρες, οι άνθρωποι μου αφηγούνται ιστορίες αρκετά «τοπικές» προκειμένου να εξηγήσουν την ανάπτυξη των λαϊκιστικών κινημάτων στις κοινωνίες τους. 
Στη Γερμανία, συχνά μου λένε ότι ο λαϊκισμός ενισχύθηκε επειδή η Μέρκελ υιοθέτησε μια μετριοπαθή, κεντρώα πολιτική και έτσι άνοιξε χώρους στα δεξιά του πολιτικού φάσματος. 
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μου λένε ότι η αιτία της εκλογής του Τραμπ είναι το ότι το Ρεπουμπλικανικό κόμμα έγινε όλο και πιο ακροδεξιό και αυτό διευκόλυνε τον Τραμπ. Βρίσκω παράδοξο το ότι δύο τόσο διαφορετικές ερμηνείες μπορεί να οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα. 
Ως πολιτειολόγος, μπροστά σε ένα φαινόμενο αρκετά όμοιο σε πολλές διαφορετικές χώρες, αναζητώ τις αιτίες που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ισχύουν σε όλες τις περιπτώσεις παρ’ όλη τη διαφορετικότητά τους. 
Η πρώτη αιτία είναι η στασιμότητα του βιοτικού επιπέδου, ιδιαίτερα προφανής στην Ιταλία, μια χώρα όπου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το επίπεδο ευημερίας ενός μέσου Ιταλού ή των λαϊκών τάξεων αυξήθηκε γρήγορα, ενώ δεν άλλαξε ή και μειώθηκε στις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό αλλάζει εντελώς την άποψη που οι Ιταλοί πολίτες έχουν για το πολιτικό σύστημα στο οποίο ζουν. 
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η μετάβαση από μια κοινωνία λιγότερο ή περισσότερο μονοεθνική ή μονοπολιτισμική σε μια πολυεθνική κοινωνία. Μια διαδικασία σημαντικού μετασχηματισμού που γεννάει φόβους και αντιστάσεις. 
Ο τρίτος παράγοντας έγκειται στο γεγονός ότι σήμερα οι πολίτες που είναι δυσαρεστημένοι ή οργισμένοι με τους πολιτικούς μπορούν να οργανωθούν και μπορούν να συντονίσουν τις φωνές τους πιο εύκολα σε σχέση με το παρελθόν, χάρη στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. 
Η συζήτηση για τις αιτίες του λαϊκισμού επικεντρώνεται συνήθως γύρω από το ερώτημα: Οι λόγοι είναι πολιτισμικού ή οικονομικού χαρακτήρα; Εγώ βρίσκω άτοπο αυτό το ερώτημα, επειδή οι δύο παράγοντες διαπλέκονται και ενισχύουν ο ένας τον άλλο. 
Ενα πρόσωπο που νομίζει ότι έχει βελτιώσει τη θέση του στη ζωή, που πιστεύει ότι όλα πάνε καλά και θα πάνε ακόμη καλύτερα για τα παιδιά του, θα φοβάται ίσως λιγότερο έναν νέο μετανάστη της διπλανής πόρτας. Αν αυτός ο μετανάστης κατορθώσει μια κάποια οικονομική επιτυχία, το πρόσωπο αυτό δεν θα τον αντιλαμβάνεται ως απειλή, ακόμη κι αν ο μετανάστης προέρχεται από έναν ξένο πολιτισμό. 
Αντίθετα, ένα πρόσωπο που νομίζει ότι δεν έχει μπροστά του ευκαιρίες ή που παραπονιέται για τη μείωση των δημόσιων υπηρεσιών και του κοινωνικού κράτους, θα τείνει να αναρωτιέται γιατί θα πρέπει να ανέχεται έναν μετανάστη, και μάλιστα από διαφορετικό πολιτισμό, αφού ήδη «δεν υπάρχουν αρκετά για μένα». 
Οι πολιτισμικοί και οι οικονομικοί παράγοντες μπορεί να αλληλοτροφοδοτούνται. Ταυτόχρονα, έχει θεμελιώδη σημασία να παίρνουμε στα σοβαρά τις πολιτισμικές αιτίες. 
Ας δούμε τη Σουηδία, μιαν αρκετά πλούσια κοινωνία, στην οποία το κοινωνικό κράτος είναι ακόμη ισχυρό, όπου οι πολίτες στα τελευταία είκοσι χρόνια γνώρισαν μια βελτίωση των συνθηκών ζωής τους πολύ ανώτερη, για παράδειγμα, από εκείνη των Ιταλών. Και ωστόσο στη Σουηδία οι δεξιοί λαϊκιστές δεν έχουν βέβαια την ίδια δύναμη που έχουν στην Ιταλία, αλλά έχουν και εκεί μια σημαντική παρουσία. 
Αυτό καταδεικνύει ότι, αν αναλύσουμε μόνο την οικονομική αιτία, καταλήγουμε να παραγνωρίζουμε ορισμένα σημαντικά φαινόμενα. 

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Φυγή από το… μέλλον



του Θανάση Γιαλκέτση

Λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Πολωνού κοινωνιολόγου Ζίγκμουντ Μπάουμαν (1925-2017), κυκλοφόρησε στην Αγγλία το τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Retrotopia» (Polity Press 2017).
Η ρετροτοπία –νεολογισμός που επινόησε ο ίδιος ο συγγραφέας– είναι το αντίστροφο της ουτοπίας ή μάλλον είναι μια ουτοπία στραμμένη προς το παρελθόν. Με τον όρο αυτόν ο Μπάουμαν θέλει να περιγράψει μιαν αλλαγή της μαζικής συνείδησης που έχει συντελεστεί στις τελευταίες δεκαετίες.
Η ρετροτοπία ορίζει την τάση μας να τοποθετούμε στο παρελθόν –και όχι πλέον στο μέλλον ή σε έναν μυθικό τόπο– το όραμα μιας καλύτερης κοινωνίας. Καθώς δεν είμαστε ικανοί να φανταστούμε ένα καλύτερο μέλλον, αλλά και επειδή το μέλλον, από φυσικός τόπος των ελπίδων και των προσδοκιών, έχει μετατραπεί σε πηγή ανησυχίας και φόβου, στρεφόμαστε με νοσταλγική διάθεση στο παρελθόν, που μας φαίνεται σαν χαμένος παράδεισος. Μια «παγκόσμια επιδημία νοσταλγίας» διαδέχτηκε την παλαιότερη «επιδημία της μανίας για πρόοδο».
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά στην ιστορία που οι άνθρωποι εμπνέονται από το παρελθόν –ερμηνεύοντάς το ή αναπλάθοντάς το κατά βούληση–, προκειμένου να επεξεργαστούν ιδέες και σχέδια για τον μετασχηματισμό του κόσμου.
Το έκαναν, για παράδειγμα, οι Γάλλοι επαναστάτες του 1789, οι οποίοι άλλαξαν αληθινά τον κόσμο και μάλιστα προς το καλύτερο. Οι ρετροτοπίες του καιρού μας όμως δεν χαράσσουν παρόμοιους δρόμους για την επιστροφή στο παρελθόν.
Οι παλαιότερες ουτοπίες εμπνέονταν από ιδεώδη που απέβλεπαν στην οικοδόμηση μιας καλύτερης κοινωνίας. Αντικαθιστούσαν έτσι τη σωτηρία της ψυχής στον άλλο κόσμο, ως ατομική επιβράβευση, με τη δικαιοσύνη και την ευτυχία σε αυτόν τον κόσμο, ως συλλογική κατάκτηση.
Οι ρετροτοπίες, αντίθετα, δεν σηματοδοτούν μόνο μια φυγή από το παρόν και από το μέλλον, αλλά και την απομάκρυνση από τα ιδεώδη του Διαφωτισμού, από τα ιδεώδη δηλαδή της ισότητας, της διαρκούς ειρήνης, του κοσμοπολιτισμού και της εξόδου της ανθρωπότητας από την ανωριμότητα.
Με μια τέτοια επιστροφή στο παρελθόν, εξηγεί ο Μπάουμαν, δεν θα βρούμε ποτέ λύσεις στα προβλήματα που μας βασανίζουν και δεν θα μπορέσουμε να βελτιώσουμε την κοινωνία. Οταν οι άνθρωποι πείθονται ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» (όπως έλεγε η Μάργκαρετ Θάτσερ), καταλήγουν να αναζητούν ατομικές λύσεις στα προβλήματα που γεννάει η κοινωνία. Ο στόχος τους, επομένως, δεν είναι πλέον μια καλύτερη κοινωνία, αλλά η βελτίωση της δικής τους ατομικής θέσης στο πλαίσιο αυτής της κοινωνίας, που φαίνεται ότι είναι αδύνατο να μετασχηματιστεί και να διορθωθεί.
Τη θέση της κοινής επιβράβευσης για τις συλλογικές προσπάθειες κοινωνικής μεταρρύθμισης παίρνουν στο εξής τα δυνητικά λάφυρα που πρέπει να αποκτηθούν σε βάρος όλων των ανταγωνιστών. Οι ρετροτοπίες εγκαταλείπουν την αλληλεγγύη και τους συλλογικούς αγώνες, για να υπηρετήσουν το άτομο και τις εγωιστικές του βλέψεις.
Οι ελπίδες για μια δυνητική βελτίωση δεν αφορούν όλους, αλλά λίγους εκλεκτούς, που προσδοκούν αλλαγές προς όφελος ενός περιορισμένου τμήματος της κοινωνίας ή και προς όφελος μόνο των εαυτών τους. Το πρώτο παράδειγμα ρετροτοπίας και επιστροφής στο παρελθόν, που αναλύει ο Μπάουμαν, το αποκαλεί «Επιστροφή στον Χομπς».
Η ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση και ο νεοφιλελευθερισμός έχουν επαναφέρει τη βία στην πολιτική και τον φόβο στις ζωές των ανθρώπων. Μια από τις πιο ωραίες ουτοπίες, το όραμα ενός κόσμου χωρίς βία, εγκαταλείπεται. Σήμερα φαίνεται να έχουμε συμφιλιωθεί με την προοπτική ενός διαρκούς πολέμου φθοράς μεταξύ «καλής βίας» (ταγμένης στην υπηρεσία του νόμου και της τάξης) και «κακής βίας».
Η χομπσιανή θεώρηση του κράτους ως εγγυητή της ασφάλειας των πολιτών του και ως αποτελεσματικού προστάτη από την ανεξέλεγκτη βία αμφισβητείται ριζικά. Η αίσθηση που επικρατεί είναι ότι ο κόσμος μας –ο κόσμος της απορρύθμισης και της εξατομίκευσης, στον οποίο ο κοινωνικός δεσμός κλονίζεται και η πολιτική εμφανίζεται ανήμπορη– θυμίζει το σκηνικό του πολέμου όλων εναντίον όλων, δηλαδή τον κόσμο πριν από την ανάδυση του χομπσιανού Λεβιάθαν.
Δεν υπάρχει μόνον η τρομοκρατική απειλή ή η βίαιη επιθετικότητα που γεννιέται από το αίσθημα της ταπείνωσης των πολλών και από τον τρόμο του κοινωνικού αποκλεισμού.
Τα ίδια τα κράτη –τα οποία άλλωστε είναι και οι μεγαλύτεροι παραγωγοί και έμποροι όπλων– γίνονται παράγοντες αβεβαιότητας, ανασφάλειας και κινδύνου. Ο Λεβιάθαν αποκαλύπτεται ανίκανος να αποδείξει ότι η διαχωριστική γραμμή που χαράσσει μεταξύ νόμιμης και μη νόμιμης βίας είναι αληθινά αξιόπιστη και επομένως δεσμευτική και απαραβίαστη.
Μια άλλη μορφή επιστροφής στο παρελθόν είναι εκείνη που ο Μπάουμαν ορίζει ως «Επιστροφή στη φυλή». Ζώντας σε πόλεις και σε γειτονιές μαζί με ξένους, πολλοί άνθρωποι ονειρεύονται την επιστροφή σε ένα παρελθόν «αμόλυντο» από την παρουσία ξένων.
Τους εμπνέει η ιδέα να στρέψουν την πλάτη τους σε αυτόν τον εχθρικό κόσμο που τους περιβάλλει, για να καταφύγουν στο καθησυχαστικό σύμπαν των αναμνήσεών τους, σε έναν κόσμο που τον κατοικούσαν και τον κατείχαν μόνον αυτοί και οι όμοιοί τους. Αναζητούν την πιο μικρή κοινότητα που μπορεί να προσφέρει καταφύγιο και προστασία.
Αυτή η μικρή κοινότητα, όμως, προστατεύει μόνον «εμάς» και δεν είναι φιλόξενη για τους «άλλους». Η «επιστροφή στη φυλή» οδηγεί σε πολιτικές που υψώνουν τείχη, κλείνουν τα σύνορα και διώχνουν τους ξένους.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Μπάουμαν: «Το να καταφέρουμε να κρατήσουμε μακριά μας τις παγκόσμιες συμφορές με το να οχυρωθούμε στο σπίτι μας, με την ελπίδα ότι αυτός ο χώρος είναι ασφαλής, είναι εξίσου απίθανο με το να νομίζουμε ότι θα αποφύγουμε τις συνέπειες ενός πυρηνικού πολέμου λουφάζοντας στο καταφύγιο ενός άστεγου».
Μια άλλη οπισθοδρομική τάση, που μας σπρώχνει προς το παρελθόν χωρίς να συναντάει ισχυρές αντιστάσεις, είναι η «Επιστροφή στην ανισότητα». Από τη μια μεριά παρατηρούμε την ιλιγγιώδη αύξηση του εισοδήματος των λίγων ζάπλουτων σε βάρος των φτωχότερων. Από την άλλη, βλέπουμε τους πλούσιους και τους φτωχούς να ζουν σε δυο διαφορετικούς κόσμους, που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους και που χωρίζονται από ανθεκτικά και αδιαπέραστα τείχη.
Υπάρχει, τέλος, και η ρετροτοπία που ο Μπάουμαν ονομάζει «Επιστροφή στη μήτρα». Οταν η ελπίδα ιδιωτικοποιείται και οι προσωπικές προσδοκίες αποστασιοποιούνται από κάθε μακρόπνοο συλλογικό σχέδιο, κυριαρχούν οι πιο ναρκισσιστικές τάσεις του «ορθολογικού» εγωισμού. Το ατομικό υποκείμενο, φορτωμένο με όλη την ευθύνη για τις αποτυχίες της ύπαρξης, αισθάνεται ανήμπορο να ανταποκριθεί στις πολλαπλές υποχρεώσεις του. Και καθώς ο «άλλος» αντιπροσωπεύει μια δυνητική απειλή, το άτομο αναζητεί καταφύγιο στην πιο μοναχική αλλά και πιο προστατευμένη θέση: στη νιρβάνα της μήτρας, όπου δεν υπάρχουν άλλες ανθρώπινες υπάρξεις.
Στις ρετροτοπίες των καιρών μας ο Μπάουμαν αντιπαραθέτει τη θετική ουτοπία της κοσμοπολιτικής ενοποίησης της ανθρωπότητας, καθώς «τα παγκόσμια προβλήματα απαιτούν παγκόσμιες λύσεις». 
Αυτή η ουτοπία όμως δεν μπορεί να επιδιωχθεί με την παραδοσιακή μέθοδο του προσδιορισμού ενός «κοινού εχθρού», που δοκιμάστηκε με επιτυχία στο παρελθόν για τη δημιουργία μεγαλύτερων συνενώσεων.
Για να φτάσουμε σε μιαν ενοποιημένη και συνεργαζόμενη ανθρωπότητα, χρειαζόμαστε πρωτίστως μια κουλτούρα του διαλόγου και του αμοιβαίου σεβασμού, ικανή να συνομιλεί με τους απλούς ανθρώπους σε όλη τη Γη.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

Η παρακμή του δημόσιου διανοούμενου




του Θανάση Γιαλκέτση

Κληρονόμος της κριτικής θεωρίας της Σχολής της Φρανκφούρτης, ο 89χρονος σήμερα Γιούργκεν Χάμπερμας θεωρείται δίκαια ένας από τους σημαντικότερους ζώντες φιλοσόφους. Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα συνέντευξης που έδωσε ο Χάμπερμας τον περασμένο Μάιο στην ισπανική εφημερίδα El Pais.

• Καθηγητή Χάμπερμας, θεωρείτε ότι η παρακμή της μορφής του δημόσιου διανοούμενου είναι μια πραγματικότητα ή είναι απλώς ένα θέμα συζήτησης μεταξύ διανοουμένων; Δεν υπάρχει μια ορισμένη δόση μελαγχολίας όταν γίνεται λόγος γι’ αυτήν; 

Η μορφή του διανοούμενου, όπως τη γνωρίζουμε παραδειγματικά στη Γαλλία, από τον Ζολά ώς τον Σαρτρ και τον Μπουρντιέ, αναδύθηκε σε μια δημόσια σφαίρα της οποίας οι εύθραυστες δομές σήμερα διαλύονται. Κακώς τίθεται το νοσταλγικό ερώτημα «γιατί δεν υπάρχουν πλέον διανοούμενοι;». Δεν μπορούν πλέον να υπάρχουν, αφού δεν υπάρχει ένα κοινό αναγνωστών στο οποίο να απευθυνθούν με τα επιχειρήματά τους. 

• Θεωρείτε ότι το διαδίκτυο έχει αποδυναμώσει εκείνη τη δημόσια σφαίρα την οποία εξασφάλιζαν τα παραδοσιακά μεγάλα μέσα επικοινωνίας και ότι αυτό είχε «πραγματικές» (και όχι προσωρινές ή φαινομενικές) επιπτώσεις στους φιλοσόφους, τους στοχαστές κ.λπ.; 

Ναι, η ιστορική μορφή του διανοούμενου αναπτύχθηκε, από τον καιρό του Χάινριχ Χάινε, με την κλασική διαμόρφωση ενός φιλελεύθερου κοινού. Αυτή η μορφή όμως ζει υπό δυσεύρετες πολιτισμικές και κοινωνικές προϋποθέσεις. Αυτές περιλαμβάνουν ένα ολόκληρο σύστημα θεσμών, αλλά κυρίως την ύπαρξη μιας δημοσιογραφίας που επαγρυπνεί, αξιόπιστων μέσων επικοινωνίας και ενός μαζικού τύπου ικανού να προσανατολίζει το ενδιαφέρον της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών προς τα λίγα θέματα που είναι σημαντικά για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. 
Περιλαμβάνουν επίσης ένα κοινό που ενδιαφέρεται για την πολιτική, καλά μορφωμένο, εκπαιδευμένο στη συγκρουσιακή διαδικασία διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, ένα κοινό που διαθέτει χρόνο για να διαβάζει τις ανεξάρτητες και ποιοτικές εφημερίδες. Σήμερα αυτή η υποδομή δεν είναι πλέον ακέραιη. Ο κατακερματισμός που προκαλεί το διαδίκτυο έχει περιθωριοποιήσει τον ρόλο των παραδοσιακών μέσων, τουλάχιστον στις νεότερες γενιές. 
Ηδη προτού εκδηλωθούν οι κεντρόφυγες και διαλυτικές τάσεις των νέων μέσων, η αποδιάρθρωση του πολιτικού κοινού είχε αρχίσει με την εμπορευματοποίηση της δημόσιας προσοχής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, με την αποκλειστική κυριαρχία της ιδιωτικής τηλεόρασής τους, είναι ένα προειδοποιητικό παράδειγμα. Στο μεταξύ, τα νέα μέσα επιδιώκουν μια πολύ πιο δόλια εμπορευματοποίηση. Ο στόχος δεν είναι ευθέως η προσοχή των καταναλωτών, αλλά η οικονομική εκμετάλλευση των ιδιωτικών προφίλ των χρηστών. Από τους «πελάτες», χωρίς αυτοί να το συνειδητοποιούν, κλέβουν τα προσωπικά τους δεδομένα, έτσι ώστε να μπορούν να τους χειραγωγούν καλύτερα, μερικές φορές ακόμη και για πολιτικά «μαφιόζικους» σκοπούς, όπως μάθαμε πρόσφατα από το σκάνδαλο του Facebook. 

• Δεν νομίζετε ότι το διαδίκτυο, πέρα από τα αναμφισβήτητα πλεονεκτήματά του, ευνόησε μια νέα μορφή αναλφαβητισμού; 

Εννοείτε τις πομφόλυγες και τα fake news των tweets του Ντόναλντ Τραμπ. Δεν μπορούμε καν να πούμε ότι αυτό το πρόσωπο είναι κάτω από το επίπεδο πολιτικής κουλτούρας της χώρας του. Απλώς αυτός καταστρέφει διαρκώς αυτό το επίπεδο. Ωστόσο, από την εφεύρεση της τυπογραφίας, που κατέστησε όλα τα πρόσωπα δυνητικούς αναγνώστες, χρειάστηκαν αιώνες προκειμένου να μάθει να διαβάζει όλος ο πληθυσμός. 
Το διαδίκτυο, που μας μετατρέπει όλους σε δυνητικούς συγγραφείς, υπάρχει εδώ και λίγες δεκαετίες. Είναι πιθανό με τον καιρό να μάθουμε να διαχειριζόμαστε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με πολιτισμένο τρόπο. Το διαδίκτυο έχει ήδη ανοίξει εκατομμύρια χρήσιμους ιστότοπους, όπου είναι δυνατό να ανταλλάσσονται αξιόπιστες πληροφορίες και τεκμηριωμένες γνώμες. 
Σκεφτείτε τα blogs επιστημόνων που εντατικοποιούν με αυτόν τον τρόπο την ακαδημαϊκή τους εργασία, αλλά και τους πάσχοντες από μια σπάνια ασθένεια που επικοινωνούν με άλλους ομοιοπαθείς από τη μια ήπειρο στην άλλη, για να βοηθηθούν με την ανταλλαγή συμβουλών και εμπειριών. Πρόκειται αναμφίβολα για σημαντικά επικοινωνιακά πλεονεκτήματα, που δεν χρησιμεύουν μόνο για να αυξάνουν την ταχύτητα των συναλλαγών και της κερδοσκοπίας στις χρηματιστηριακές αγορές. 
Το διαδίκτυο αυτό καθεαυτό είναι μια πρόοδος. Με την επινόηση της γραφής γεννήθηκαν αναπτυγμένοι πολιτισμοί, με την επινόηση της τυπογραφίας η προτεσταντική Μεταρρύθμιση, η γενική εκπαίδευση και η αστική δημόσια σφαίρα. Είμαι πολύ γέρος για να κρίνω την πολιτισμική ώθηση που θα πυροδοτήσουν τα νέα μέσα. Αυτό που με ενοχλεί είναι το γεγονός ότι αυτή είναι η πρώτη μιντιακή επανάσταση στην ιστορία της ανθρωπότητας που υπηρετεί κυρίως οικονομικούς και όχι πολιτισμικούς σκοπούς. 

• Ποια ίχνη απομένουν από την παλιά μαρξιστική σας ένταξη; Ο Γιούργκεν Χάμπερμας θεωρεί ακόμα τον εαυτό του αριστερό; 

Η πολιτική οικονομία δεν είναι το θέμα των ερευνών μου, αλλά εργάστηκα και πάλεψα υποστηρίζοντας αριστερές θέσεις στο πανεπιστήμιο και στη δημόσια σφαίρα επί εξήντα πέντε χρόνια. 
Αν εδώ και είκοσι πέντε χρόνια υποστηρίζω μια πολιτική εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, το κάνω με την ιδέα ότι μόνον αυτό το ηπειρωτικό καθεστώς θα μπορούσε σοβαρά να αποκτήσει τη δύναμη να δαμάσει έναν καπιταλισμό που έχει γίνει άγριος. 
Δεν εγκατέλειψα ποτέ την κριτική του καπιταλισμού, αλλά διατηρούσα πάντα την επίγνωση ότι οι γενικευτικές διαγνώσεις της εποχής μας, που διατυπώνονται μάλιστα αβασάνιστα, δεν αρκούν. Δεν είμαι ένας από εκείνους τους διανοούμενους που πυροβολούν χωρίς να σκοπεύουν. 

• Βρίσκω θαυμαστή τη δική σας υπεράσπιση του «συνταγματικού πατριωτισμού». Με αυτή την έννοια εσείς θεωρείτε τον εαυτό σας πατριώτη; 

Αισθάνομαι πατριώτης μιας χώρας η οποία, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, επιτέλους εγκαθίδρυσε μια σταθερή δημοκρατία και στη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών πολιτικής πόλωσης εδραίωσε μια φιλελεύθερη πολιτική κουλτούρα. Το λέω με δισταγμό και το κάνω για πρώτη φορά, αλλά με αυτή την έννοια είμαι ένας Γερμανός πατριώτης. 
Θα μου προξενούσε έκπληξη αν, στο εξωτερικό, δεν αναγνωριζόμουν εκ πρώτης όψεως ως ένα προϊόν της γερμανικής κουλτούρας, με τη δική μου διανοητική σφραγίδα και όλες τις πνευματικές μου συνήθειες. Είμαι μάλιστα υπερήφανος γι’ αυτή την κουλτούρα, όταν η δεύτερη ή η τρίτη γενιά Τούρκων, Ιρανών, Ελλήνων ή όποιας άλλης εθνικής προέλευσης μεταναστών εμφανίζονται ξαφνικά στη δημόσια σφαίρα ως οι μεγαλύτεροι σκηνοθέτες, δημοσιογράφοι και τηλεοπτικοί παρουσιαστές, ως οι πιο ικανοί ηγέτες και γιατροί ή οι καλύτεροι συγγραφείς, πολιτικοί, μουσικοί ή δάσκαλοι. 
Πρόκειται για μια χειροπιαστή απόδειξη της δύναμης και της αναγεννητικής ικανότητας της κουλτούρας μας. Μια κουλτούρα παραμένει ζωντανή μόνον όσο πείθει τις μελλοντικές γενιές ότι αξίζει τον κόπο να οικειοποιηθούν ερμηνευτικά το παρελθόν και να την προεκτείνουν στο μέλλον. 

• Παίρνοντας υπόψη μας τις αμοιβαίες αδιαλλαξίες, έχουμε μια (νέα) σύγκρουση πολιτισμών; 

Νομίζω ότι αυτή είναι μια εντελώς εσφαλμένη θέση. Οι αρχαιότεροι και ισχυρότεροι πολιτισμοί διαμορφώθηκαν από τη μεταφυσική και από τις παγκόσμιες θρησκείες, που μελέτησε ο Μαξ Βέμπερ. 
Ολοι τους διέθεταν ένα οικουμενικό δυναμικό και επομένως ασπάζονταν το άνοιγμα και τη συμπερίληψη. Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός είναι ένα νεότερο φαινόμενο και ανάγεται στον κοινωνικό ξεριζωμό που συντελέστηκε -και συνεχίζεται ακόμα- εξαιτίας της αποικιοκρατίας, της αποαποικιοποίησης και της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. […] 

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Η «ταπεινωτική νίκη» της Τερέζα Μέι




του Γιάννη Κουτσόκωστα

Μέχρι τώρα η νίκη, εκτός από πατεράδες, έχει και πολλούς νονούς και πολλά ονόματα. Μπορεί να χαρακτηριστεί σαρωτική, μεγάλη, μικρή, ακόμα και «πύρρειος». Πρόσφατα προστέθηκε στο πολιτικό λεξιλόγιο και μια άλλη ονομασία της: η ταπεινωτική νίκη. Την πέτυχε η Βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι, η οποία, στην προσπάθειά της να βρει τον μίτο της Αριάδνης στον λαβύρινθο του Brexit, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένη. Και μάλιστα δύο φορές μέσα στο 2018. Η πρώτη, όταν προκάλεσε πρόωρες εκλογές στο Ηνωμένο Βασίλειο για να ενισχύσει την ήδη άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία της και αντ’ αυτού είδε τις έδρες των Συντηρητικών και το δικό της κύρος να μειώνονται. Και η δεύτερη, στις αρχές της περασμένης εβδομάδας, όταν κατάφερε να αποκρούσει την εσωκομματική πρόταση μομφής εναντίον της και να διατηρήσει τη θέση της στην ηγεσία των Τόρις χάρη στην ανοχή των αντιπάλων της.
Άραγε, μπορεί να είναι ταπεινωτική μια νίκη; Ασφαλώς και μπορεί. Η Τερέζα Μέι όντως «νίκησε» στην εσωκομματική ψηφοφορία, αλλά το κατάφερε όχι τόσο γιατί έπεισε το κόμμα της όσο γιατί υποσχέθηκε στους αντιπάλους της ότι δεν θα την ξαναδούν μπροστά τους στις επόμενες εκλογές -υπόσχεση μάλλον ταπεινωτική. «Νίκησε» γιατί εμφανίστηκε να προτάσσει αλλά και να θυσιάζεται για το δημόσιο συμφέρον, αλλά «ταπεινώθηκε» γιατί εμφανίστηκε ως ηγέτιδα με ημερομηνία λήξης και με αποστολή περιορισμένης ευθύνης, δηλαδή τη διαχείριση του Brexit.
Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Όλα δείχνουν ότι για τη Βρετανία το Brexit εξελίσσεται σε μια «ταπεινωτική νίκη» ακόμα και για τους υποστηρικτές του. Φαίνεται ότι οι Βρετανοί πολίτες σχεδόν στο σύνολό τους μόλις τώρα αρχίζουν να κατανοούν τις κολοσσιαίες διαστάσεις, τα προβλήματα αλλά και τους κινδύνους του εγχειρήματος. Μόλις τώρα συνειδητοποιούν με αμηχανία αλλά και φόβο ότι, ψηφίζοντας υπέρ του Brexit στο δημοψήφισμα του 2016, για αλλού ξεκίνησαν και αλλού το Brexit τους πάει... Η όλη διαδικασία, έτσι όπως προχωράει, έχει διχάσει πολυεπίπεδα την κοινωνία και τα κόμματα, προκαλεί πολιτική αστάθεια και αδιέξοδα, απειλεί ακόμα και να «ακρωτηριάσει» το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έδειξε να γοητεύεται από τα περασμένα «μεγαλεία» της πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας, ούτε έδειξε διάθεση να χαριστεί στους πρώην εταίρους της στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής. Επέβαλε σκληρούς όρους για την αποχώρηση, αρνείται περαιτέρω διαπραγμάτευση και επιμένει γνωρίζοντας ότι η άλλη πλευρά είναι εγκλωβισμένη στις επιλογές της, που έτσι κι αλλιώς είναι περιορισμένες. Για την ακρίβεια, είναι τρεις: να αποδεχθεί τη συμφωνία με τις Βρυξέλλες, να επιχειρήσει την ανατροπή του Brexit με νέο δημοψήφισμα ή να οδηγηθεί στα αχαρτογράφητα νερά μιας άτακτης εξόδου. Με άλλα λόγια, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Ο διχασμός βαθύς και το αδιέξοδο πλήρες και ορατό.

Η ώρα του Τζ. Κόρμπιν

Το χειρότερο όλων είναι ότι το πολιτικό σύστημα στη Βρετανία αδυνατεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά το πρόβλημα. Η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι παραπαίει παρακαλώντας μάταια τις Βρυξέλλες για μια καλύτερη και πολιτικά διαχειρίσιμη συμφωνία, ενώ οι φανατικοί αντιευρωπαϊστές και θερμοί θιασώτες του σκληρού Brexit κρύβονται περιμένοντας άλλους να βγάλουν τώρα τα κάστανα από τη φωτιά. Υπάρχουν και οι Εργατικοί, που οφείλουν να ανοίξουν τα χαρτιά τους και να λύσουν τον «γόρδιο δεσμό». Ο ίδιος ο ηγέτης τους Τζ. Κόρμπιν μέχρι τώρα έχει δείξει πως δεν είναι «κεραυνός εν αιθρία ούτε «κομήτης» που ήρθε και θα χαθεί. Δέχτηκε αμείλικτο πόλεμο από τους... γοητευμένους από τον νεοφιλελευθερισμό επιγόνους του Τόνι Μπλερ, άντεξε και κατάφερε να αναγεννήσει το κόμμα του, να το ανοίξει στην κοινωνία και να διαμορφώσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για μια άλλη πολιτική στη Βρετανία, κόντρα στη λιτότητα και προσανατολισμένη στις ανάγκες των πολλών. Είναι μαρξιστής και δεν το κρύβει. Μιλάει με πάθος για τον σοσιαλισμό, τις εθνικοποιήσεις, την ξενοφοβία, τη μοναρχία και ακούγεται. Καιρός να «μιλήσει» και για το Brexit. Θα ακουστεί.

Πηγή: Αυγή

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Ο καθωσπρέπει εθνικισμός




του Κύρκου Δοξιάδη
(καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών)

Τις προάλλες έπινα τον καφέ μου σε καφετέρια κεντρικού ξενοδοχείου της Αθήνας. Απέναντί μου, σε μακρύ τραπέζι που είχε δημιουργηθεί από συνένωση πολλών μικρών, καθόταν μεγάλη παρέα καθωσπρέπει κυρίων και κυριών. Αρχικά αποκόμισα την εντύπωση ότι επρόκειτο για γενική συνέλευση πολυκατοικίας ή κάποιου εξωραϊστικού συλλόγου.
Δεν άκουγα όλα όσα λέγονταν, από σκόρπιες κουβέντες που έφτασαν στ’ αυτιά μου, όμως, έπειτα από λίγο διαπίστωσα πως ήταν κάτι σαν άτυπη συνέλευση μακεδονικών συλλόγων – συλλόγων που κινητοποιούνται για το Μακεδονικό. Από τα λίγα που άκουσα στη συνέχεια, κατάλαβα ότι σχεδιάζουν συλλαλητήριο στην Αθήνα που φιλοδοξούν να είναι μεγαλύτερο από το προηγούμενο, και σειρά αντιδράσεων στην ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη την ερχόμενη Παρασκευή. («Η επίθεση να είναι μετωπική κατά της κυβέρνησης», ήταν μια από τις ελάχιστες ολόκληρες φράσεις που ξεχώρισα ευκρινώς – ίσως επειδή ειπώθηκε με ανάλογη ένταση.) Δεν έχω ένοχη συνείδηση ότι κρυφάκουγα και τους εκθέτω, ο χώρος αλλά και το ύφος της συγκέντρωσης κάθε άλλο παρά προξενούσαν την εντύπωση της οιασδήποτε μορφής «απόρρητου».
Προφανώς δεν επρόκειτο για χρυσαυγίτες ή για παρόμοιου, ακραιφνώς ναζιστικού τύπου οργανώσεις. Για τη «μη ακραία» τους μορφή μαρτυρούσε και ο καθωσπρεπισμός τους. Και δεν αναφέρομαι μόνο σε επιφανειακά χαρακτηριστικά, όπως το ύφος, το ντύσιμο και οι τρόποι συμπεριφοράς. Υποθέτω πως οι περισσότεροι από αυτούς θα γίνονταν έξαλλοι –και δικαίως– αν κάποιος τους παρομοίαζε με ναζιστές. Ακροδεξιοί όμως είναι. Και η «μη ακρότητα» του ακροδεξιού τους ιδεολογικού χαρακτήρα τούς καθιστά μακροπρόθεσμα ίσως πιο επικίνδυνους από τους «ούγκα ούγκα» ακροδεξιούς της Χρυσής Αυγής.
Το έχω πει παλιότερα και θα το ξαναπώ: Οσο «ήπια» και αν εκφράζεται, ο εθνικισμός της «αποκλειστικής καταγωγής» είναι αναπόφευκτα ακροδεξιός εθνικισμός. Αναρωτιέμαι αν έχουν ποτέ τους αναρωτηθεί όσοι κόπτονται για την αποκλειστικότητα του «ονόματος» και ταυτόχρονα θεωρούν τους εαυτούς τους δημοκράτες τι ακριβώς σημαίνει αυτή τους η πεποίθηση.
Οτι μόνον οι Ελληνες είναι γνήσιοι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου; Ωραία, ας πούμε ότι ισχύει. Και αυτό γιατί είναι τόσο σημαντικό;
Η μόνη απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι: Διότι οι άλλοι λαοί που δεν είναι γνήσιοι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι κατώτεροι από εμάς τους Ελληνες (και γι’ αυτό δεν έχουν το δικαίωμα να «μιαίνουν» το όνομα της χώρας του Αλεξάνδρου). Και είναι κατώτεροι όχι επειδή στη σύγχρονη εποχή έχουν λιγότερα επιτεύγματα από εμάς να επιδείξουν, στον πολιτισμό, στις επιστήμες, στην οικονομία, στον αθλητισμό έστω, ή όπου αλλού. Είναι κατώτεροι λόγω καταγωγής. Ο ορισμός δηλαδή του ρατσισμού.
Πρόκειται για έναν εθνικισμό που έχει οριστικά πάρει διαζύγιο από τον «δημοκρατικό πατριωτισμό», από τη δημοκρατία εν γένει, από τον Διαφωτισμό σε οποιαδήποτε από τις παρακαταθήκες του. Ο δρόμος για τον εθνικοσοσιαλισμό είναι ορθάνοιχτος. Και τούτο ισχύει τόσο για τα συλλαλητήρια όσο και για τις μαθητικές καταλήψεις. Αυτό (παριστάνουν ότι) δεν καταλαβαίνουν όσοι θέτουν την (επιφανειακά) αφελέστατη ερώτηση: «Μα είναι δυνατόν να υπονοείτε ότι οι μετέχοντες σε συλλαλητήρια και οι μαθητές που διαμαρτύρονται με καταλήψεις είναι ακροδεξιοί;» Η προφανής απάντηση είναι: «Κι αν δεν είναι ήδη, τρέχουν ολοταχώς προς τα εκεί». Η άρχουσα τάξη τα γνωρίζει όλα αυτά, αλλά διακατέχεται από έναν απύθμενο κυνισμό, που οφείλεται κυρίως στο ότι ποτέ της δεν κατάφερε να αποκτήσει την περιπόθητη ηγεμονία που θα εξασφάλιζε την κυριαρχία της.
«Ντάτα, ντάγιαντβαμ, ντάμιατα» είναι η προτροπή της ινδουιστικής διδασκαλίας που αναπαρήγαγε ο Ελιοτ στους τελευταίους στίχους της «Ερημης χώρας» το 1922. Να δίνεις, να συμπάσχεις, να ελέγχεις. Πανάρχαια συνταγή που για τον δυτικό κόσμο θα μπορούσαμε να δεχτούμε πως αποτελούσε το υπόρρητο τρίπτυχο για την άσκηση μιας σωστής και αποτελεσματικής κοινωνικής ηγεμονίας.
Οι ηγέτιδες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, απέναντι στις κυριαρχούμενες τάξεις, οφείλουν να προσφέρουν (και υλικές δυνατότητες για αξιοπρεπή διαβίωση), να δείχνουν (κατά τρόπο πειστικό) ότι συμπάσχουν, να ελέγχουν και να καθοδηγούν (και όχι μόνο να καταστέλλουν). Αν κάτι χαρακτηρίζει διεθνώς την άρχουσα τάξη στην παρούσα φάση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού είναι ότι τούτη την αρχαία συνταγή την έχει γραμμένη στα αρχαιότερα των υποδημάτων της. 
Οφείλουμε να είμαστε υπερήφανοι για τη δική μας άρχουσα τάξη. Σε ανύποπτο χρόνο, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, πριν καλά καλά επικρατήσει πλήρως ο νεοφιλελευθερισμός, με τον «καθωσπρέπει εθνικισμό» της αποκλειστικής ελληνικότητας της Μακεδονίας, επινόησε μια εύκολη λύση στο δύσκολο πρόβλημα της ηγεμονίας. Κι ας πρόκειται για λύση που πιθανότατα οδηγεί στην εύκολη «ηγεμονία» του φασισμού.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Οταν ο νεκρός (δεν) δεδικαίωται




του Γιώργου Τσιάρα

Σύσσωμη η αμερικανική, αλλά και η διεθνής πολιτική ελίτ συγκεντρώθηκε χτες στον μεγαλοπρεπή καθεδρικό της Ουάσινγκτον, για να αποτίσει φόρο τιμής στον εκλιπόντα Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο.
Ακόμη και ορκισμένοι εχθροί της «δυναστείας» των Μπους, όπως ο 45ος πρόεδρος Τραμπ, ο 44ος Μπαράκ Ομπάμα και το ζεύγος Μπιλ (νο42) και Χίλαρι Κλίντον έκλιναν ταπεινά το γόνυ μπροστά στο φέρετρο του 41ου προέδρου και άκουσαν αγόγγυστα τον επικήδειο διά στόματος του «νο43» γιόκα του, ενώ όλα τα μεγάλα ΜΜΕ του πλανήτη συναγωνίζονταν όλες αυτές τις μέρες του «λαϊκού προσκυνήματος» για το ποιο θα γράψει/προβάλει την πιο συγκινητική, γεμάτη μεγαλοστομίες και ανερυθρίαστα ψέματα αγιογραφία του.
Και τι δεν ακούσαμε/διαβάσαμε αυτές τις μέρες για τη «σπουδαία πολιτική κληρονομιά» του μπαμπά Μπους, του τελευταίου προέδρου της «ηρωικής γενιάς» του Β’ Παγκοσμίου: για το πόσο μεγάλος πατριώτης ήταν, πόσο μετριοπαθής ήταν η στάση του απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους του, πόσο σπουδαία ήταν η συμβολή του στο «συμμάζεμα» της αμερικανικής οικονομίας, και πάνω απ’ όλα πόσο φωτισμένος και πραγματιστής ήταν στην εξωτερική πολιτική, όντας ο πρόεδρος που βγήκε νικητής από τον Ψυχρό Πόλεμο, γκρέμισε την ΕΣΣΔ και το Σιδηρούν Παραπέτασμα και χάρισε σε όλους εμάς τους αχάριστους τη δημοκρατία και την ελευθερία, την Pax Americana της Νέας Τάξης Πραγμάτων...
Η πραγματικότητα, φυσικά, δεν έχει καμιά σχέση με το εν λόγω θρυλικό αφήγημα. Ο πρεσβύτερος Μπους υπήρξε χωρίς αμφιβολία μια από τις σκοτεινότερες προσωπικότητες του 21ου αιώνα, με τις επιλογές του να τραυματίζουν ώς και σήμερα τον αμερικανικό λαό και ολόκληρη την ανθρωπότητα. 
Αυτό, φυσικά, ισχύει για όλους ανεξαιρέτως τους Αμερικανούς προέδρους μετά τον πόλεμο, περιλαμβανομένων και των υποτίθεται «καλύτερων» περιπτώσεων, όπως ο Κένεντι, ο Κάρτερ, ο Κλίντον και ο Ομπάμα: αυτή είναι η φύση κάθε αυτοκρατορίας.
Ειδικά όμως ο συγκεκριμένος, ο νο41, ξεχωρίζει αρνητικά ακόμη και σε σύγκριση με τους χειρότερους. Και η μαύρη «κληρονομιά» του ξεκινά... πριν από τη γέννησή του το μακρινό 1924, από την ίδια του τη βαθιά «διαπλεκόμενη» οικογένεια.
Ο παππούς του και τυπικά «ιδρυτής» της δυναστείας, ο Σάμιουελ Μπους, ήταν ιδιοκτήτης χαλυβουργίας και άνθρωπος του πανίσχυρου Ροκφέλερ, που το 1917 τον έμπασε στην επιτροπή που έδωσε στη Remington το συμβόλαιο για την παραγωγή εκατομμυρίων τουφεκιών, συνδέοντας την οικογένεια με το λόμπι των όπλων.
Ομως ο πραγματικός «γενάρχης» της φαμίλιας ήταν ο συμπέθερος του Σαμ, ο μεγαλοτραπεζίτης Χέρμπερτ Γουόκερ, στην τράπεζα του οποίου δούλεψε για δεκαετίες ο γαμπρός και μετέπειτα γερουσιαστής πατέρας του Τζορτζ, ο Πρέσκοτ Μπους.
Μία από τις βασικές λοιπόν δραστηριότητες του Γουόκερ, για την οποία η τράπεζα καταδικάστηκε το 1942, ήταν η χρηματοδότηση με μεγάλα ποσά αλλά και ο εξοπλισμός με περίστροφα και αυτόματα (μέσω των ιδιόκτητων πλοίων της γραμμής Νέα Υόρκη-Αμβούργο) του ναζιστικού κόμματος της Γερμανίας και του παραστρατιωτικού τους σώματος, των SA.
Και δεν ήταν μόνον οι ναζί. Η οικογενειακή περιουσία των Μπους, χάρη στην οποία χτίστηκε (κυριολεκτικά: αγοράστηκε) η πολιτική καριέρα του γερουσιαστή Πρέσκοτ (γνωστού και με το παρατσούκλι Rubbers, ο «Καπότας», λόγω της μαλθουσιανής μονομανίας του με τα προγράμματα «εθελοντικής» στείρωσης των φτωχότερων τάξεων) και των δύο κατοπινών προέδρων Τζορτζ, βρομάει από όπου κι αν την πιάσεις.
Βέβαια, ο ίδιος ο «πορφυρογέννητος» μετέπειτα πρόεδρος δεν πέτυχε ποτέ στον ρόλο του «πετρελαιά», μετά την εθελούσια κάθοδό του στο Τέξας το 1950 και την ατυχή ενασχόλησή του με τον πετρελαϊκό κλάδο: η μετακόμιση αυτή ωστόσο στο Χιούστον και τον Κόλπο του Μεξικού τού επέτρεψε να αναμιχθεί προσωπικά στον βρόμικο πόλεμο της CIA ενάντια στην κουβανική επανάσταση μετά το 1959.
Η σχέση του με τους αιμοσταγείς Κουβανούς εξόριστους και την «Κόμπανι» υπήρξε διαρκής και κορυφώθηκε με την τοποθέτησή του ως διοικητή της υπηρεσίας εν μέσω της πιο «μαύρης» περιόδου της ιστορίας της, το 1975.
Είχε προηγηθεί, το 1964, μια αποτυχημένη προσπάθειά του να μπει στη Γερουσία, κατά τη διάρκεια της οποίας έδειξε τη διάσημη «μετριοπάθειά» του κατακεραυνώνοντας τη Civil Rights Act, τον νόμο που εξίσωσε τα δικαιώματα λευκών και μαύρων, και ζητώντας τη σύλληψη και παραδειγματική τιμωρία του «επικίνδυνου κομμουνιστή» Μάρτιν Λούθερ Κινγκ!
Η μεγάλη ευκαιρία του Μπους ήρθε πάντως το 1980, όταν ο Ρόναλντ Ρίγκαν αναγκάστηκε υπό πίεση να τον ορίσει υποψήφιο αντιπρόεδρό του.
Ετσι, ο Μπους βρέθηκε από το παράθυρο στον Λευκό Οίκο όπου για τα επόμενα οκτώ χρόνια έλυνε κι έδενε από το παρασκήνιο, συμμετέχοντας ενεργά σε πλήθος «βρομοδουλειές» - από τους ακήρυχτους «μυστικούς πολέμους» στο Αφγανιστάν και τη Νικαράγουα μέχρι το σκάνδαλο Ιράν-Κόντρα, που λίγο έλειψε να καταστρέψει την πολιτική του καριέρα.
Το 1988, όταν ήρθε η σειρά του να κατέβει για πρόεδρος, βρήκε μπροστά του τον χαρισματικό Ελληνοαμερικανό Μάικλ Δουκάκη, τον οποίο τελικά νίκησε χάρη σε μια από τις πιο βρόμικες προεκλογικές εκστρατείες όλων των εποχών, γεμάτη λιβέλους και προσωπικά χτυπήματα κάτω από τη μέση.
Την ίδια χρονιά, ο μεγάλος γιος του Νιλ καταδικάστηκε για ατασθαλίες εκατομμυρίων δολαρίων στο πλαίσιο του μεγάλου σκανδάλου των ταμιευτηρίων (Savings and Loans) - μια από τις δεκάδες οικονομικές «μαύρες σελίδες» της φαμίλιας.
Ως πρόεδρος για μία και μοναδική τετραετία, ο Μπους έσπειρε πλήθος από «άνθη του κακού», που εξακολουθούν να ταλανίζουν τον πλανήτη μας. Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των δορυφόρων της ήταν το μεγαλύτερο «δώρο» που του άνοιξε την όρεξη για παγκόσμια κυριαρχία.
Το χειρότερο κατόρθωμά του, φυσικά, ήταν η σκόπιμη «παγίδευση» του μέχρι τότε στενού συμμάχου των ΗΠΑ ενάντια στο Ιράν, του Σαντάμ Χουσεΐν, που πείσθηκε (από την τότε πρέσβειρα στη Βαγδάτη Εϊπριλ Γκλάσμπι, που με τη σειρά της ακολουθούσε τις εντολές του Μπους) πως μπορούσε να εισβάλει στο Κουβέιτ ατιμώρητα, δίνοντας έτσι στους Αμερικανούς το πάτημα που χρειάζονταν για να εισβάλουν και να παγιωθούν στρατιωτικά στο «βενζινάδικο του πλανήτη», τον Περσικό Κόλπο.
Εννοείται πως, αφού «απελευθέρωσε» το Κουβέιτ, ο Μπους παρότρυνε τους Ιρακινούς του Νότου και τους Κούρδους να εξεγερθούν, για να τους εγκαταλείψει στη συνέχεια στα τρομερά αντίποινα του Σαντάμ.
Την κατάκτηση του Ιράκ ολοκλήρωσε φυσικά μία δεκαετία αργότερα ο γιος του, πάλι με ψεύτικο πρόσχημα - αυτή τη φορά, τα περίφημα «άφαντα» όπλα μαζικής καταστροφής, τα οποία πράγματι είχαν δώσει Αμερικανοί και Γάλλοι στον Σαντάμ στη δεκαετία του ΄80...
Αλλά και στη δική μας, την ευρωπαϊκή γειτονιά, ο Μπους έβαλε τη σφραγίδα του επιταχύνοντας το 1990-91 τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας (με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα τα επόμενα χρόνια), υποστηρίζοντας τον Γέλτσιν μετά το πραξικόπημα-οπερέτα στη Ρωσία και πιέζοντας για την επανένωση των δύο Γερμανιών, κόντρα στις προειδοποιήσεις των Αγγλο-Γάλλων.
Στο εσωτερικό των ΗΠΑ, δε, συνέχισε τόσο πιστά τα νεοφιλελεύθερα «Ριγκανόμικς», ώστε χάρη στην αγάπη του αμερικανικού λαού πήρε στις εκλογές του 1992 το χαμηλότερο ποσοστό εν ενεργεία προέδρου στην Ιστορία -μόλις 37%- και πήγε σπίτι του, με τον αντίπαλό του Κλίντον να θριαμβεύει χάρη στο απλό σύνθημα: «Είναι η Οικονομία, Ηλίθιε»!

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018

Πού βρίσκεται ο φασισμός και πώς αντιμετωπίζεται




του Άγγελου Τσέκερη

Πέντε χρόνια μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσα και την παλαϊκή αντιφασιστική κατακραυγή, οι καταστάσεις μάς υποχρεώνουν να δούμε κατά πρόσωπο την πραγματικότητα. Ο φασισμός είναι εδώ, ζει ανάμεσά μας, καταφέρνει να δημιουργεί μαζικές καταστάσεις, να μεταμφιέζεται σε “πατριωτισμό”, να κινητοποιεί νέους ανθρώπους, να σέρνει πίσω του τμήματα της Δεξιάς αλλά και της απολίτικης μάζας, να βρίσκει χώρο στα κατεστημένα ΜΜΕ που γοητεύονται από τον επιθετικό λαϊκισμό του. Οι ευθύνες της Νέας Δημοκρατίας, η οποία χαϊδεύει τον ακροδεξιό χώρο γιατί δεν μπορεί να τον διεκδικήσει ηγεμονικά, είναι βαρύτατες. Όμως η πολιτική αντιπαράθεση και ο καταλογισμός ευθυνών γύρω από το ζήτημα είναι μόνο μια μικρή πλευρά του προβλήματος. Το ερώτημα πάνω στο οποίο χρειάζεται να σκεφτούμε είναι: πού βρίσκεται ο φασισμός και πώς αντιμετωπίζεται; 
Το πού φύεται και ανθίζει σήμερα η Ακροδεξιά στις σύγχρονες κοινωνίες το ξέρουμε ήδη. Η Ακροδεξιά αναδύεται από την πολιτική απάθεια, τα “όλοι ίδιοι είναι”, “όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες”, “όλοι οι πολιτικοί είναι προδότες”. Αναδύεται από τη λογική του φιλήσυχου μικροαστισμού που πιστεύει ότι ο Παπαδόπουλος έκανε δρόμους, ότι κάθε ξένος είναι απειλή και ότι η δημοκρατία είναι χάος, αυθαιρεσία και κατάχρηση δικαιωμάτων. Τις εποχές της ανάπτυξης, που ο πολύς κόσμος ζούσε επίσης κάτω από τις ανάγκες του, αλλά είχε τουλάχιστον κάποιες ατομικές προσδοκίες, το ρεύμα αυτό, χειραγωγούμενο από τα δελτία ειδήσεων και τη σκουπιδοτηλεόραση, διοχετευόταν πιο εύκολα στα κόμματα εξουσίας και στο πελατειακό κράτος. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά: η αντιπολιτική έχει γίνει σαφώς πιο βίαιη και επιθετική - και ακόμα περισσότερο ανεξέλεγκτη. Η εχθρότητά της προς κάθε μορφή κοινωνικής ευαισθησίας, δραστηριοποίησης και αλληλεγγύης παραμένει ζωντανή, ενώ τα κανάλια που διοχέτευαν την απάθεια στα κόμματα του παλιού συστήματος εξουσίας έχουν γκρεμιστεί.
Ακόμα, η Ακροδεξιά βρίσκεται στην Ιστορία και στον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται. Και δεν εννοούμε την παράδοση και τους απελευθερωτικούς αγώνες του λαού μας. Δεκαετίες μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στον τόπο μας, το αντιδραστικό εκπαιδευτικό δόγμα είναι ακόμα ισχυρό και αποτελεί ένα είδος κατεστημένου. Η κριτική σκέψη έχει εξαλειφθεί από την ύλη των βιβλίων και οι κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις, που χαρακτηρίζουν κάθε περίοδο της Ιστορίας μας, θεωρείται επιβλαβές να διδάσκονται στις σχολικές αίθουσες. Τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν ότι το έθνος μας είναι μια συμπαγής οντότητα με αδιατάρακτη ιστορική συνέχεια, ότι η ιστορική του αποστολή στον κόσμο είναι ξεχωριστή από όλων των υπολοίπων, ότι όλοι οι πόλεμοι που έκανε ήταν δίκαιοι, ότι η σημαία μας είναι ιερότερη από τις άλλες και ότι οι εχθροί μας είναι αιώνιοι, δειλοί και απολίτιστοι. Και αυτά τα τεταρτοαυγουστιανά και μετεμφυλιακά ταμπού είναι βαθιά ριζωμένα, όχι πια μόνο στην εκπαίδευση, όπου η αλήθεια είναι ότι έχουν γίνει και γίνονται εκσυγχρονιστικές προσπάθειες, αλλά σε ολόκληρη τη συντηρητική κοινωνία. Η ελάχιστη πρόθεση όχι να τα απορρίψεις, αλλά να τα εμπλουτίσεις με μια ιδέα πιο σύνθετης σκέψης θεωρείται “εθνομηδενισμός”. 
Η Ακροδεξιά βρίσκεται και στη μαζική κουλτούρα. Στη φιλοσοφία των τριτοδεύτερων ταινιών και βίντεο γκέιμς ότι οι νόμοι υπάρχουν για να προστατεύουν τους κακούς. Ότι κάθε συνεπής υπερασπιστής του νόμου και της τάξης χρειάζεται μια γενναία υπέρβαση καθήκοντος και άφθονες κλωτσιές στη μούρη των κακών για να κάνει αποτελεσματικά τη δουλειά του. Ότι οι μεγάλοι πόλεμοι κερδίζονται από εύψυχα και γυμνασμένα κομάντα που σκοτώνουν τους απρόσωπους ηλίθιους εχθρούς σαν τις μύγες. Αλλά, πολύ περισσότερο, βρίσκεται στην αίσθηση ανωτερότητας που σου δημιουργεί η φαντασίωση ότι μπορείς να ασκήσεις όση βία γουστάρεις σε κάποιον που δεν χωνεύεις χωρίς ο ίδιος να πάθεις ούτε γρατζουνιά. Αυτό δηλαδή που κάνουν οι φασίστες στους δρόμους, όταν επιτίθενται είκοσι προς έναν σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους. Και φυσικά η Ακροδεξιά βρίσκεται στα γήπεδα, στις εξέδρες των φανατικών, που ζουν για να ανοίξουν τα κεφάλια των αντιπάλων τους την επόμενη Κυριακή και να επιβεβαιώσουν τη μαχητική τους ανωτερότητα.
Τέλος, η Ακροδεξιά τροφοδοτείται από την κοινωνική κρίση. Όταν ξέρεις ότι το να μορφωθείς και να εργαστείς μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή προς το καλύτερο, έχεις σημαντικά λιγότερες πιθανότητες να κοινωνικοποιηθείς μέσα από τον φασισμό. Αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί δικαιολογία. Υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντοτε οι άνθρωποι που απορρίπτουν και θα απορρίπτουν τον φασισμό και που τον πολεμάνε ξεκάθαρα, χωρίς αστερίσκους και χωρίς συμψηφισμούς, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες της ζωής τους. Κι αυτοί αποτελούν την ελπίδα της κοινωνίας μας. Ωστόσο, δεν επιτρέπεται να αγνοήσουμε το νέο δεδομένο που εισήγαγε η κρίση: την ευκολία με την οποία η Ακροδεξιά μετασχηματίζεται σε ανοιχτό και απροκάλυπτο φασισμό.
Οι αναλογίες του σημερινού φασισμού με τον φασισμό και τον ναζισμό της δεκαετίας του ’30 δεν προσφέρονται για να αναλύσουμε την κατάσταση. Οι τύποι με τις αρβύλες ούτε κάποιου είδους γενετική υπεροχή της φυλής μας μπορούν να υποστηρίξουν, ούτε να επιβάλουν τον αρχηγό τους ως αδιαφιλονίκητου ηγέτη του κράτους και του έθνους. Και δεν έχει νόημα να εξηγούμε με υπομονή στα παιδιά ότι ο Χίτλερ έκανε τους ανθρώπους σαπούνια, διότι αυτό το ξέρουν όλοι. Δεν έχει νόημα να επιμένουμε σε ηθικές αξίες και αρχές που έχουν ήδη απορρίψει ελπίζοντας ότι θα το ξανασκεφτούν. Ούτε το περίφημο “δεν είναι όλοι αυτοί φασίστες” βοηθά, γιατί το πραγματικό πρόβλημα είναι τα αποτελέσματα της δράσης του φασισμού και όχι το πόσοι είναι αυτοί που δεν τους ενοχλεί να τους λες φασίστες. Τι πρέπει να γίνει λοιπόν;
Ο φασισμός αντιμετωπίζεται αν του κόψεις το οξυγόνο. Και ο τρόπος να του κόψεις το οξυγόνο είναι να δημιουργείς παντού και διαρκώς ισχυρά αντιφασιστικά πρότυπα. Πρότυπα που θα υπερασπίζονται το ουσιαστικό περιεχόμενο της δημοκρατίας και της κριτικής σκέψης, την αυτοεκτίμηση που δίνει στους νέους ανθρώπους η ενεργητική άρνηση του φόβου, του μίσους και της βίας απέναντι στους πιο αδύναμους. Πρότυπα που δίνουν αξία στην κοινωνική δράση, τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη και τις καθιστούν κάτι πιο ουσιαστικό από πεδία εργαλειακής πολιτικής και ξύλινα διακηρυκτικά στερεότυπα.
Δεν είναι οι ιδέες και οι αξίες που μας λείπουν για να πολεμήσουμε τον φασισμό. Είναι ο δυναμισμός των ιδεών και των αξιών αυτών που πρέπει να αναζωογονήσουμε.

Πηγή: Αυγή

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

Ιταλικό βραχυκύκλωµα




του Γιώργου Καπόπουλου

Δίχως αµφιβολία, η κυβέρνηση Σαλβίνι - Ντι Μάιο δεν επιθυµεί να χρεωθεί την ευθύνη µιας δηµοσιονοµικής κρίσης, αλλά όλες οι εναλλακτικές επιλογές έχουν υψηλότατο, απαγορευτικό κόστος.

Μια συνολική αναδίπλωση και προσαρµογή του προϋπολογισµού του 2019 στις απαιτήσεις της Κοµισιόν θα έθετε σε αµφισβήτηση τη σταθεροποίηση της Λέγκας και του Κινήµατος των Πέντε Αστεριών ως του νέου δικοµµατισµού-διπολισµού της χώρας.
Το ίδιο ισχύει και για τα σενάρια αναζήτησης εναλλακτικών κυβερνητικών συµµαχιών από τους δύο κυβερνητικούς εταίρους, της Λέγκας προς τη µεριά της Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι και των Ιταλών Αδελφών, και του Κινήµατος των Πέντε Αστέρων προς το ∆ηµοκρατικό Κόµµα του Ρέντσι. Οποιος χρεωθεί τη διάσπαση της κυβέρνησης Κόντε θα πριµοδοτήσει δηµοσκοπικά και εκλογικά τον άλλον.
Ενα είναι βέβαιο: στον ορίζοντα των επόµενων µηνών είναι αναπόφευκτη µια νέα προσφυγή στις κάλπες, είτε στην κορύφωση της αντιπαράθεσης Ρώµης - Βρυξελλών, είτε ύστερα από ανατροπές συµµαχιών και συµπλεύσεων στην πολιτική σκηνή της χώρας.
Μια δεύτερη βεβαιότητα είναι ότι σε όποια χρονική στιγµή και αν γίνουν οι εκλογές, δεν υπάρχει περίπτωση να πλειοψηφήσουν πολιτικές δυνάµεις που θα εγγυώνται επιστροφή στην ευρωπαϊκή κανονικότητα.
Εξάλλου, ο Μπερλουσκόνι έχει µεταµορφωθεί σε Ευρωπαίο µόλις πριν από έναν χρόνο, ενώ το ∆ηµοκρατικό Κόµµα, που αγωνίζεται να αποφύγει περαιτέρω φθορά, θέλει µε κάθε δυνατό τρόπο να µην ταυτιστεί µε τις θέσεις της Κοµισιόν.
Ακόµη και στην περίπτωση που η κυβέρνηση Κόντε βρει µια συµβιβαστική φόρµουλα µε τις Βρυξέλλες που να περισώζει τα προσχήµατα και για τις δύο πλευρές, η ιταλική κρίση θα απέχει µακράν από το να έχει επιλυθεί και απλώς θα έχει εισέλθει σε µια περίοδο ολιγόµηνης ανακωχής µέχρι τις ευρωεκλογές.
Αυτός είναι ο πραγµατικός ορίζοντας, ότι δηλαδή δεν θα υπάρξει µε επίκεντρο τη Ρώµη ντόµινο αποσταθεροποίησης στην Ευρωζώνη και πως ταυτόχρονα Λέγκα και Κίνηµα των Πέντε Αστέρων θα κρατήσουν ζωντανή τη ρητορική της ανταρσίας, περιµένοντας καλύτερους συσχετισµούς µετά τις ευρωεκλογές.

Πηγή: Έθνος

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

Στρατηγικό διαζύγιο για ΗΠΑ -Τουρκία




του Γιώργου Καπόπουλου

Μια µελέτη του έγκυρου Συµβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων των ΗΠΑ που μόλις κυκλοφόρησε εκτιµά ότι η Ουάσιγκτον και η Άγκυρα είναι πλέον ανταγωνίστριες. Συνιστά εναλλακτικές λύσεις που να υποκαθιστούν τη βάση του Ιντσιρλίκ, απόρριψη του αιτήματος της Τουρκίας για τερματισμό της στήριξης των Κούρδων της Συρίας, αλλά και σκληρή δηµόσια τοποθέτηση σε πολιτικές επιλογές της Αγκύρας που υπονομεύουν την πολιτική των ΗΠΑ.
Σύμφωνα µε τον συντάκτη του κειμένου οι ΗΠΑ θα πρέπει να εξακολουθήσουν να συνεργάζονται µε την Αγκυρα όπου είναι δυνατόν, να την παρακάµπτουν όπου είναι αναγκαίο και να δρουν εναντίον της εκεί που πρέπει.
Προφανώς τα παραπάνω υποκρύπτουν την εκτίµηση ότι ο Ερντογάν τείνει να σταθεροποιηθεί στο νέο θεσµικό πλαίσιο της εκτελεστικής προεδρίας καθώς και ότι η σύγκρουση µε την Αγκυρα δεν µπορεί να χρεώνεται µόνο στο σηµερινό καθεστώς έτσι όπως αυτό διαµορφώθηκε από το αποτυχηµένο πραξικόπηµα τον Ιούλιο του 2016 µέχρι και σήµερα. Πρόκειται για την κορύφωση µιας αντιπαράθεσης που καταγράφεται τα τέσσερα τελευταία χρόνια, όταν σηµειώθηκαν δύο σηµαντικές για τις διµερείς σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας εξελίξεις:
Πρώτον, µετά την επέλαση των τζιχαντιστών σε Συρία και Ιράκ τον Ιούλιο του 2014 οι ΗΠΑ άρχισαν να ενισχύουν την Κουρδική Πολιτοφυλακή YPG στη Βορειοανατολική αλλά και στη Βορειοδυτική Συρία.
Δεύτερον, λίγους µήνες αργότερα τον Απρίλιο του 2015, όταν στις βουλευτικές εκλογές το κυβερνών κόµµα ΑΚΡ έχασε την κοινοβουλευτική αυτοδυναµία λόγω της εισόδου του κουρδικού κόµµατος HDP στη Βουλή, ο Ερντογάν κήρυξε ξανά έπειτα από παρατεταµένη εκεχειρία τον πόλεµο στο ΡΚΚ και διέκοψε τις σχεδόν καθηµερινές συνοµιλίες του επικεφαλής της Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΜΙΤ), Φιντάν, µε τον έγκλειστο στο Ιµραλί, Οτσαλάν, µε προφανή στόχο την αναζήτηση πολιτικής λύσης. 
Την ώρα δηλαδή που οι ΗΠΑ έκαναν στροφή προς το παρακλάδι του ΡΚΚ στη Συρία, ο Ερντογάν συνειδητοποιούσε ότι η απόλυτη εξουσία στην οποία στόχευε ήταν ασύµβατη µε οποιαδήποτε πολιτική λύση στο Κουρδικό εντός συνόρων.

Πηγή: Έθνος

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

Οι φασίστες θέλουν νεκρούς που πέφτουν στις επελάσεις του έθνους κι όχι στα μετερίζια της δημοκρατίας





Συνέντευξη του Χάρη Αθανασιάδη, καθηγητή για τη Δημόσια Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και το ΕΑΠ, στην Πόλυ Κρημνιώτη για την «Αυγή»

«Τα Πολυτεχνεία είναι τα αντίδοτα στη γενικευμένη υποτέλεια, τον κυνισμό και τη χαμέρπεια. Είναι οι ανατάσεις που ξαναδίνουν στις κοινωνίες αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό. Δίχως αυτά, οι κοινωνίες μαραζώνουν, πεθαίνουν πνευματικά» λέει ο ιστορικός Χάρης Αθανασιάδης καθώς συζητάμε για την εξέγερση του '73. Με τη γνώση και την απόσταση των 45 χρόνων που μεσολάβησαν από τότε, ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και διευθυντής του Μεταπτυχιακού του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου για τη Δημόσια Ιστορία, το έργο του οποίου επικεντρώνεται στην ιστορία της εκπαίδευσης και του εργατικού κινήματος καθώς και τη Δημόσια Ιστορία, μας βοηθάει να δούμε τις πολλαπλές προσλήψεις και χρήσεις της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Μιλάει για την αμφισβήτησή του από την Ακροδεξιά, για την αδυναμία της Δεξιάς να ενσωματώσει τη μνήμη του στην ταυτότητά της αλλά και για τις αναθεωρητικές απόψεις που εκφράζονται, όπως και για την επίδραση του ιστορικού γεγονότος στη διαμόρφωση πολλαπλών ταυτοτήτων στον χώρο της Αριστεράς. Εξηγεί πώς ένα πολιτικό γεγονός έγινε σχολική γιορτή αλλά και γιατί η ιστορική κοινότητα, εν πολλοίς, δεν έχει ακόμα καταπιαστεί μ' αυτό.

Η Άκρα Δεξιά ισχυρίζεται πως δεν υπήρξαν νεκροί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ποιο είναι το νόημα μιας τέτοιας αμφισβήτησης; 

Οι ιδανικοί νεκροί, αυτοί που έδωσαν τη ζωή τους για έναν ευρύτερο, μη ιδιοτελή σκοπό, βρίσκουν μια διακριτή θέση στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων και, υπό ορισμένες συνθήκες, αποκτούν συμβολική δύναμη ικανή να συντηρήσει κινήματα ή να δημιουργήσει νέα. Οι φασίστες το ξέρουν καλά αυτό, τα φασιστικά κινήματα λάτρευαν τον θάνατο, θέλουν νεκρούς, μα θέλουν όσους πέφτουν στις επελάσεις του έθνους κι όχι στα μετερίζια της δημοκρατίας. Το πρόβλημα της εγχώριας Άκρας Δεξιάς είναι ακριβώς αυτό, ότι, για περισσότερο από μισό αιώνα τώρα, δεν έχει να επιδείξει δικούς της νεκρούς, ήρωες που έπεσαν για τους δικούς της σκοπούς. Οι πολιτικοί τους πρόγονοι -οι πιο πρόσφατοι, όσοι στελέχωσαν τη δικτατορία των συνταγματαρχών- όχι μόνο δεν τους κληροδότησαν με ηρωικές μορφές, αλλ’ αντιθέτως παρήγαγαν με τη βάναυση και απελέκητη πολιτική τους τους ήρωες της δημοκρατίας. Μπροστά στο πρόβλημα, οι επίδοξοι γκαιμπελίσκοι δοκίμασαν να ισοφαρίσουν εξαφανίζοντας τους νεκρούς του Πολυτεχνείου. Βασίστηκαν ίσως στη μεταμοντέρνα συνθήκη και τη διαδικτυακή ελαφρότητα που επιτρέπουν την εύκολη και ευρεία διάδοση ατεκμηρίωτων ισχυρισμών. Ανόητη προσπάθεια. Αφενός διότι η ίδια η δικτατορία είχε από τότε αναγνωρίσει την ύπαρξη 11 νεκρών και πάνω από 100 τραυματιών (εφ. Μακεδονία, 20.11.1973), αφετέρου διότι η επισταμένη ιστορική έρευνα και συγκεκριμένα ο ιστορικός Λεωνίδας Καλλιβρετάκης του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, ήδη βεβαίωσε έναν κατάλογο 24 νεκρών και αναζητεί στοιχεία για τουλάχιστον 16 ακόμη. 

Ωστόσο, εκτός από την Άκρα Δεξιά, και η λεγόμενη φιλελεύθερη Δεξιά ουδέποτε ενσωμάτωσε στην ταυτότητά της τη μνήμη του Πολυτεχνείου. Τελευταία μάλιστα, ακουμπάει τα όρια του αναθεωρητισμού, με απόψεις που αμφισβητούν και την ιστορική σημασία και την αξία της μνήμης του Πολυτεχνείου. 

Πράγματι, θα περίμενε κανείς πως η μεταπολιτευτική Δεξιά δεν θα είχε πρόβλημα να αγκαλιάσει το Πολυτεχνείο, εφόσον τα κεντρικά διακυβεύματα και τα κεντρικά συνθήματα της εξέγερσης ήταν η Ελευθερία και η Δημοκρατία, αξίες στις οποίες ομνύει και η φιλελεύθερη παράδοση. Αλλά, ως φαίνεται, η εγχώρια Δεξιά, παρά τις προσπάθειες του ιστορικού της ηγέτη να τη μεταμορφώσει σε ευρωπαϊκή, δεν κατάφερε να ξεκόψει ουσιωδώς από το σκοτεινό της παρελθόν. Φάνηκε αυτό ήδη από το 1974, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όρισε τις πρώτες βουλευτικές εκλογές ακριβώς στις 17 Νοεμβρίου, ώστε να αποτρέψει τη διαφαινόμενη εκδίπλωση της πρώτης επετείου. Οι πρώτες εκείνες προσπάθειες δεν απέδωσαν και η Δεξιά αναγκάστηκε για δεκαετίες να παρακολουθεί αμήχανη και απολογητική την ηγεμονία της Αριστεράς στη συλλογική μνήμη και στις δημόσιες τελετουργίες της εξέγερσης. Τα τελευταία χρόνια, όμως, εκτιμώντας προφανώς πως η γοητεία του Πολυτεχνείου ξεθώριασε, οι φιλελεύθεροι στοχαστές καταγίνονται να στιγματίσουν και να απαξιώσουν τόσο τις επετειακές εκδηλώσεις, όσο και κυρίως το ίδιο το ιστορικό γεγονός. Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, για παράδειγμα, σε παλιότερο άρθρο του στην Καθημερινή διατείνεται πως τη χούντα «δεν την έριξε καμιά λαϊκή εξέγερση», αλλά οι «καταστάσεις που η ίδια δημιούργησε» (εννοώντας το Κυπριακό) και λοιδορεί τους πολλούς που «στο Πολυτεχνείο γιορτάζουν χωρίς να ξέρουν τι γιορτάζουν». Ωστόσο, ο κάθε Θεοδωρόπουλος σφάλλει περισσότερο από τον «αμαθή» που νομίζει πως η χούντα έπεσε το '73. Πρώτον, διότι πράγματι η αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν στην πτώση ξεκίνησε από το Πολυτεχνείο - ειδάλλως, θα ολοκληρωνόταν πιθανότατα ο κατ’ ευφημισμόν εκδημοκρατισμός που δρομολόγησε ο Παπαδόπουλος και, ακολούθως, η μακρά μαθητεία της κοινωνίας στην ανάπηρη ελευθερία. Δεύτερον, διότι τα Πολυτεχνεία είναι τα αντίδοτα στη γενικευμένη υποτέλεια, τον κυνισμό και τη χαμέρπεια· είναι οι ανατάσεις που ξαναδίνουν στις κοινωνίες αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό - δίχως αυτά, οι κοινωνίες μαραζώνουν, πεθαίνουν πνευματικά. 

Αντίθετα με τη Δεξιά, η Αριστερά φαίνεται να συνομιλεί με τη μνήμη του Πολυτεχνείου με πολλούς τρόπους. Πώς το Πολυτεχνείο επέδρασε στη διαμόρφωση ταυτοτήτων στο χώρο της Αριστεράς; 

Το Πολυτεχνείο, τόσο ως ιστορικό γεγονός όσο και ως μνήμη, αναφορά και ετήσια τελετουργία, αξιοποιήθηκε πολλαπλά απ’ όλες τις συνιστώσες της Αριστεράς. Αρχικά, οι τότε βασικές εκδοχές της, το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτερικού, είναι αλήθεια πως στάθηκαν καχύποπτα απέναντι στις εξελίξεις που τους ξεπερνούσαν. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν πως το ΚΚΕ Εσωτερικού, πριν ξεκινήσει η εξέγερση, έβλεπε στο σχέδιο Μαρκεζίνη, το σχέδιο για μερικό και ελεγχόμενο εκδημοκρατισμό, μια κάποια διέξοδο από τη δικτατορία. Γνωρίζουν, επίσης, πως η Αντι-ΕΦΕΕ, η «μετωπική» οργάνωση του ΚΚΕ στον φοιτητικό χώρο, κατήγγειλε τους ανένταχτους του Πολυτεχνείου ως προβοκάτορες και πράκτορες του καθεστώτος. Αρκετά στελέχη τους, ωστόσο, είχαν αυτονομηθεί ευθύς εξαρχής και συνεισέφεραν πολλαπλά στη δυναμική της εξέγερσης. Στη Μεταπολίτευση, οι αρχικές αμφιθυμίες ξεχάστηκαν και οι νεολαίες των δυο κομμάτων, η ΚΝΕ και ο Ρήγας, ανταγωνίζονταν για το ποιος ερμηνεύει πιο αυθεντικά ή πιο δημιουργικά το πνεύμα του Πολυτεχνείου. Για τις πιο ακραίες εκδοχές της Αριστεράς, το Πολυτεχνείο λειτούργησε ως κεντρικό συγκροτητικό γεγονός. 
Ο αναρχικός χώρος στις ουρές της πορείας πρωτοεμφανίστηκε, οι ποικιλώνυμες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς εκεί πρωτίστως επεδείκνυαν τον δυναμισμό τους, σχεδόν πάντα σε αντιπαράθεση με το ΚΚΕ, κι αυτή ακόμα η πλέον μακρόβια τρομοκρατική οργάνωση, η 17 Ν, απ’ την εξέγερση θέλησε ν’ αντλήσει νομιμοποίηση. Με δυο λόγια, το Πολυτεχνείο, ήδη από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, έπαψε να είναι ιστορικό γεγονός, αναδείχθηκε σε σύμβολο της επαναστατικής κουλτούρας και οι πολλαπλές ερμηνείες του σε δομικά υλικά για τη συγκρότηση ιδεολογικών ταυτοτήτων. Στη διαδικασία αυτή, η οποία ενέχει πολλαπλές διαστάσεις, όχι μόνο πολιτικές αλλά και ψυχολογικές, κάποιοι αναγορεύουν εαυτούς σε θεματοφύλακες της μνήμης του Πολυτεχνείου. Προχθές μόλις είχαμε ένα ακόμα τέτοιο κρούσμα. Πενήντα μέλη της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς απέκλεισαν την είσοδο του Πολυτεχνείου και εμπόδισαν την αντιπροσωπεία του ΣΥΡΙΖΑ να αποτίσει τιμές στους πεσόντες. Η ολοκληρωτική κουλτούρα δεν είναι ξένη σε ορισμένες συνιστώσες της Αριστεράς. 

Όπως σωστά είπατε, παρά τα εμπόδια η επέτειος του Πολυτεχνείου τελικά επιβλήθηκε, έγινε πορεία και σχολική γιορτή. Πώς, αλήθεια, χώρεσε μια πολιτική γιορτή σε ένα θεσμό όπως το σχολείο που κατά κανόνα γιορτάζει θρησκευτικά και εθνικά αφηγήματα και κατά πόσο επιτελεί τον ρόλο της; 

Αυτό είναι στ’ αλήθεια αξιοσημείωτο. Όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα. Ούτε στις χώρες της Ιβηρικής που υπέστησαν μακρόχρονες δικτατορίες - ίσως ακριβώς επειδή διήρκεσαν δεκαετίες και οι μεταβάσεις στη δημοκρατία έγιναν δίχως εξεγέρσεις, δίχως τομή και κάθαρση. Μόνο αν δούμε την πρώτη Μεταπολίτευση ως έναν δικό μας Μάη του '68 μπορούμε να το εξηγήσουμε. Διότι, όπως η πορεία, έτσι και η σχολική γιορτή επιβλήθηκε στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια από μαχητικές μαθητικές νεολαίες - αρχικά σε λύκεια των πόλεων, αλλού με συγκρούσεις κι αλλού με τη διακριτική συναίνεση των καθηγητών. Έτσι, ωσότου η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ θεσμοθετήσει τη σχολική γιορτή, το 1981, η επέτειος του Πολυτεχνείου γιορταζόταν ήδη ακόμα και στις επαρχιακές κωμοπόλεις, όπως στο Λύκειο Φαρκαδόνας όπου τότε ήμουν μαθητής. Υπάρχει ένα ερώτημα κατά πόσο η σχολική αυτή γιορτή επιτελεί τον σκοπό της -την ανάδειξη της Δημοκρατίας σε αγαθό που αξίζει διαρκώς να προασπίζουμε- τώρα που πλέον δεν υφίσταται μαθητικό κίνημα. Νομίζω πως η απάντηση ποικίλλει ανάλογα με την έγνοια και το μεράκι των δασκάλων. Έχω παραστεί σε έξοχες διοργανώσεις που μεταδίδουν την αίσθηση και το πνεύμα της αντίστασης στην αυθαίρετη εξουσία και σε άλλες που βουλιάζουν στην αδιαφορία και τη βαρεμάρα. Κι εδώ, οι πρακτικές της Δημόσιας Ιστορίας μπορούν να συνεισφέρουν πολλαπλά: Να δώσουν ιδέες και να παραγάγουν υποδείγματα. 

Πορεία και σχολική γιορτή, λοιπόν, παγιώθηκαν και άντεξαν μέχρι σήμερα. Όμως πόσο ανταποκρίνονται στην αξία του ιστορικού γεγονότος και πόσο προσαρμόζονται στο πνεύμα των καιρών; Είναι το Πολυτεχνείο ζώσα ιστορία ή αποστεωμένη; 

Είναι αρκετοί εκείνοι, από δεξιά και αριστερά, που διατείνονται πως η πορεία του Πολυτεχνείου στερείται πλέον νοήματος. Μια ευαίσθητη, μελαγχολική Αριστερά θλίβεται με την απώλεια της θέρμης των πρώτων ετών, με τις πολλαπλές «στρεβλώσεις» του αρχικού νοήματος ή με το «εμπόριο» ιδεών και τους κενούς λόγους των επισήμων. Η Δεξιά δεν θα είχε καμιά αντίρρηση να τελειώνουμε με όλα τούτα και να επιστρέψουμε όλοι στην ηρεμία της οικογενειακής ζωής ή στις μάχες της παραγωγής και της κατανάλωσης. Κι η Άκρα Δεξιά θα προτιμούσε, βέβαια, να βλέπει τους νέους στα εθνικιστικά συλλαλητήρια για τη Μακεδονία ή τη Βόρειο Ήπειρο κι όχι στην πορεία του Πολυτεχνείου ή τα κοινωνικά κινήματα. Όμως, η επέτειος ενός σημαντικού ιστορικού επεισοδίου διατηρεί τη συμβολική και παιδαγωγική του αξία ακόμη κι όταν χάνει την πρώτη του φρεσκάδα - κι άλλωστε τίποτε δεν αποκλείει, αν η συγκυρία το επιβάλει, μια βαριεστημένη τελετουργία να αποκτήσει αίφνης ζωντάνια και νόημα, όλοι μας άλλωστε θυμόμαστε ήδη δυο - τρεις απροσδόκητα ξεχωριστούς Νοέμβρηδες. Δε βλέπω επίσης γιατί ορισμένοι φιλελεύθεροι ενοχλούνται αφόρητα από τα «σουβλάκια» της πορείας και τον «ξύλινο» αριστερό λόγο, αλλά διόλου από τα σημαιάκια των παρελάσεων και τους μεγαλόστομους πανηγυρικούς. 

Παρ' ότι η δεκαετία του '40 φαίνεται να έχει μελετηθεί επαρκώς, το Πολυτεχνείο δεν έχει ακόμα αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής έρευνας. Η ιστορική κοινότητα φαίνεται να μην τολμά ακόμα να το αγγίξει. Γιατί; 

Διότι το συμβολικό του φορτίο είναι υπερβολικά μεγάλο. Όποιος αναμετρηθεί με την ιστορία του Πολυτεχνείου δεν έχει ν’ αντιμετωπίσει μόνο τις αρχειακές πηγές, τα εναπομείναντα ίχνη του παρελθόντος. Έχει να αναμετρηθεί με έναν τεράστιο όγκο αφηγήσεων, προσλήψεων και χρήσεων που ήδη οικοδόμησαν και παγίωσαν συγκεκριμένες εικόνες. Όπως και στον Εμφύλιο, μια Δημόσια Ιστορία για το Πολυτεχνείο γράφτηκε ήδη, ερήμην των ιστορικών, από τους πρωταγωνιστές και τους «χρήστες» των γεγονότων. Κι αυτή η Ιστορία θέτει προς ώρας εμπόδια στη συστηματική ιστορική έρευνα, υπό την έννοια πως καθοδηγεί υπερβολικά το βλέμμα του ιστορικού, επιβάλλει αδιόρατα αυτολογοκρισία ή, αντιθέτως, εξωθεί σε αδόκιμες αναθεωρήσεις. Ίσως, όπως συνέβη και με τον Εμφύλιο, οι πιο έγκυρες ιστορικές έρευνες γραφούν όταν οι γενιές που ενεπλάκησαν αποχωρήσουν από την ενεργό δράση κι έρθουν ιστορικοί με βλέμμα λιγότερο φορτισμένο και περισσότερο κριτικό και στοχαστικό. Αυτό, φυσικά, διόλου δεν σημαίνει πως η τωρινή συστηματική δουλειά στερείται νοήματος - απλώς έχει τα όριά της.

Γι' αυτό η Δημόσια Ιστορία δεν εμπλέκεται ακόμα με την 17η Νοεμβρίου 1973; Αλήθεια, πόσο και τι μπορεί να συνεισφέρει η Δημόσια Ιστορία στη μνήμη του Πολυτεχνείου; 

Για τη Δημόσια Ιστορία, το στοίχημα είναι η αλλαγή της ηγεμονικής ιστορικής κουλτούρας επί το εγκυρότερο. Υπάρχουν δύο προϋποθέσεις για να γίνει αυτό: Να έχουμε αρκετές αξιόπιστες ιστορικές μελέτες για το επεισόδιο που μας ενδιαφέρει, εν προκειμένω για την εξέγερση του Πολυτεχνείου, εντός του ιστορικού της πλαισίου, και παράλληλα ειδικές μελέτες για τις υπάρχουσες προσλήψεις και αναπαραστάσεις του γεγονότος στη δημόσια σφαίρα. Εκτιμώ πως αυτό θα γίνει σύντομα. Το ενδιαφέρον των ιστορικών για τη δεκαετία του '40 τείνει να εξαντληθεί και ήδη στρέφεται προς την Επταετία και τη Μεταπολίτευση, με μια ίσως επετειακή παρένθεση για το '21, λόγω των 200 χρόνων από την Επανάσταση. Τότε πλέον, ξεκινώντας από ασφαλείς βάσεις, θα μπορέσουμε να εκπονήσουμε πολυτροπικές αφηγήσεις, κατάλληλες για τη δημόσια σφαίρα. Κατάλληλες, δηλαδή εύληπτες, ελκυστικές και γι’ αυτό επιδραστικές. Σήμερα, λοιπόν, δεν είμαστε ακόμη έτοιμοι. Θα είμαστε όμως σίγουρα στα πενηντάχρονα της εξέγερσης.

Πηγή: Αυγή

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

Επιλεκτικός φασισμός




της Νόρα Ράλλη

Δεν καταλαβαίνω. Και όταν δεν μπορώ να καταλάβω, δεν αισθάνομαι καλά. Το κακό ξεκινάει με φαγούρα. Κάτι αρχίζει να με «τρώει», βάζω ξίδι, πίνω λεμόνια, αλλά οι τοξίνες εκεί. Δε λένε να φύγουν. Το αποτέλεσμα είναι κόκκινες καντήλες και ξινισμένα μούτρα. Εξαιρετικά γοητευτική εικόνα, δεν το συζητώ!
Και όλα αυτά γιατί; Γιατί αδυνατεί ο εγκέφαλός μου να κατανοήσει. Κάτι γίνεται με τις συνδέσεις, κάπως υπολειτουργούν οι νευροδιαβιβαστές, ίσως και λόγω της ημέρας, τι να πω. 45 χρόνια, σου λέει... δεν τα λες και λίγα. Δεν είναι και πολλά. Είναι ακριβώς τόσα όσα χρειάζεται για ν' αρχίσει κάποιος ν' ανησυχεί...
Φυσικά, το πρόβλημα δεν ξεκίνησε σήμερα. Μήτε χθες. Αρχισε πριν κάνα μήνα, τότε, με τις πολλές βροχές. Είχαν βγει οι μετεωρολόγοι στα παράθυρα και διαμήνυαν σεισμούς και καταποντισμούς. Αν και στην πρωτεύουσα δεν πολυνιώσαμε την κακοκαιρία, ωστόσο υπήρχε μία κάποια κινητικότης. Κάτι τέντες κατέβηκαν, κάτι παραθύρια έκλεισαν, κάτι αδιάβροχα πουλήθηκαν. Τότε το είδα. Και από τότε, ησυχία δεν έχω.
Ενώ περιμέναμε βροχή κι αντάρα, βλέπω τον γείτονα να βγαίνει έντρομος και ν' αρχίζει να καταβρέχει τα παντζούρια του, να τα σαπουνίζει και να τα καθαρίζει με μανία. Στάθηκα και τον κοίταζα. Οσο κι αν προσπάθησα, συμπέρασμα λογικό αυτής της πράξης του, ίσα με τα τώρα, δεν έβγαλα.
Εννοείται πως τα παντζούρια το ίδιο βράδυ γίναν και πάλι μαύρα απ' τη βροχή. Ισα με τα τώρα, έτσι έμειναν. Τα βλέπω κάθε πρωί, φεύγοντας για τη δουλειά, και το πρόβλημά μου όλο και χειροτερεύει... Βαθιά μέσα μου νιώθω πως, αν μπορέσω να καταλάβω γιατί ο γείτονας έπλυνε τα παντζούρια του πριν τη βροχή, θα μπορέσω να τα καταλάβω όλα! Μέχρι τότε όμως;
Πήγε, λέει, ο Νίκολα Γκρούεφσκι στην Ουγγαρία και ζήτησε άσυλο. Πρώην πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ είναι, καταδικασμένος για διαφθορά σε δύο χρόνια φυλάκιση. Δεν πήγε φυλακή. Στην Ουγγαρία πήγε. Στον Ορμπαν, τον μέγα «δημοκράτη» πρωθυπουργό της χώρας, τον ακόμα πιο μέγα «προστάτη» του λαού του από τους μιαρούς πρόσφυγες και μετανάστες. Εκεί πήγε. Χωρίς διαβατήριο, δίχως ταξιδιωτικά έγγραφα. Αρα πήγε ως «λαθρομετανάστης»... όχι;
Σιχαίνομαι αυτή τη λέξη, όπως σιχαίνομαι τις κόκκινες καντήλες και τα ξινισμένα μούτρα μου. Ακόμα κι όταν τη χρησιμοποιώ κατά παράβαση για να τονίζω την παράκρουση. Γιατί περί παράκρουσης πρόκειται: Μια χαρά τον καλοδέχθηκε ο Ορμπαν, έκανε και δυο μέρες να το παραδεχθεί, τον έχει εκεί και τον φυλάει, την ίδια στιγμή που δεν αφήνει να πατήσει μετανάστης το πόδι του στη χώρα. Ενεκα που ο καταδικασμένος Γκρούεφσκι πήγε με την αυτοκινητάρα της ουγγρικής πρεσβείας και οι άλλοι πάνε με κάτι βάρκες που μπάζουν νερά; Αλλά και πάλι... Τι δεν καταλαβαίνω;
Ωραίος δεν είναι αυτός ο «επιλεκτικός φασισμός»; Τον ζω κάθε μέρα. Τον ακούω να ροχαλίζει τα βράδια και δεν μ' αφήνει να ησυχάσω. Και βέβαια δίπλα μου κοιμάται. Σε σας όχι;
Εμένα πάλι, κάθε πρωί, κοιτάει τις καντήλες μου στον καθρέφτη και χαμογελάει καλοσυνάτα. Ξέρει ότι δεν καταλαβαίνω και δείχνει κατανόηση. Κατανόηση και ικανοποίηση.
Κάποια ιδιωτικά σχολεία, λέει, αποφάσισαν να μη γιορτάζουν την επέτειο του Πολυτεχνείου. Εστειλαν και επιστολή: «Τα ιδιωτικά σχολεία τιμούν τις επετείους στην πραγματική, στην ιστορική και όχι στη φαντασιακή τους βάση. Δεν τις χρησιμοποιούν ως όχημα απλά για να χαθεί μάθημα, δεν υποτάσσονται στον ιδεολογικό καταναγκασμό και την ομοιομορφία του κεντρικού σχεδιασμού και δεν παραβιάζουν ούτε τη λογική ούτε την εμπιστοσύνη που οφείλουν στις οικογένειες των μαθητών τους: Δεν ψάχνουν αφορμές να χαθεί εκπαιδευτικός χρόνος».
Και τότε «χάθηκε» εκπαιδευτικός χρόνος. Τότε, 45 χρόνια πριν. Λίγο πριν είχαν χαθεί και άλλα: ελευθερίες, δικαιώματα, εθνικοί πόροι, ανθρώπινες ζωές. Μέσα σ' αυτά, χάθηκε και η δημοκρατία. Αλλος «επιλεκτικός φασισμός» και τότε.
Νέα παιδιά έγιναν ένα με χιλιάδες πολιτών, εργατών, περαστικών. Στάθηκαν. Μίλησαν. Διεκδίκησαν. Το τανκ μπήκε, η χούντα έπεσε και μετά οι Ελληνες ψήφισαν Δεξιά, αποθεώνοντας τον Καραμανλή. Και «απογοητεύτηκαν», 45 χρόνια μετά... Πραγματικά, τι δεν καταλαβαίνεις;

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Δουλεία και δουλειά




του Περικλή Κοροβέση

Με τη σιωπηρή επανάσταση του νεοφιλελευθερισμού, που καθιέρωσε παγκοσμίως τη δικτατορία του πιο αρπακτικού καπιταλισμού, είχαμε και μια βαθμιαία αποδιοργάνωση της αστικής κοινωνίας και αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος που έπρεπε να προσαρμοστεί στις νέες ανάγκες του κεφαλαίου. Απαιτούσε μεγαλύτερα κέρδη.
Το πείραμα άρχισε με τον δικτάτορα Πινοσέτ. Καμία αστική δημοκρατία δεν θα τολμούσε να πάρει αντίστοιχα μέτρα, και νομιμοποιήθηκε από τη Θάτσερ και τον Ρίγκαν. Και εδώ μπορούμε να βρούμε μια αντιστοιχία -όσο και αν σοκάρει αυτό σε μια πρώτη ανάγνωση- ανάμεσα στο πείραμα Πινοσέτ και το πείραμα Τσίπρα. (Και τα δύο, πειράματα του νεοφιλελευθερισμού). Στη δεύτερη περίπτωση είχαμε ένα εξωφρενικό πείραμα λιτότητας, δηλαδή τα χρέη του κράτους να τα πληρώνει ο λαός, και πιο ειδικά μισθωτοί και συνταξιούχοι. Από τη στιγμή που αυτό το πείραμα πέτυχε στην Ελλάδα, είναι προς εφαρμογή και σε άλλες χώρες. Το βλέπουμε τώρα και στην Ιταλία.
Αν κανείς παρακολουθεί τη σύγχρονη αριστερή σκέψη όπως αυτή διαμορφώνεται παγκοσμίως (οι αναγνώστες της «Εφ.Συν.» έχουν μια ενημέρωση από τις συνεντεύξεις του Τσακίρογλου και τις επιλογές άρθρων του Γιαλκέτση), θα διαπιστώσει πως υπάρχει η σωστή ανάγνωση του καπιταλισμού του 21ου αιώνα. Μόνο που αυτή είναι ακόμη εγκλωβισμένη σε κάποιους πανεπιστημιακούς κύκλους και, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια πρωτοποριακή ελίτ ή σε ομάδες ακτιβιστών -είναι αυτό που λέμε νέα κινήματα που είναι όμως ξεκομμένα από τις μάζες.
Αυτές παραμένουν υποταγμένες στο υπάρχον πολιτικό σύστημα. Και μπορεί ο δουλικός λαός να είναι ο ίδιος που κάνει τις επαναστάσεις και να έχει συνεισφέρει ποταμούς αίματος στην εξέγερση αλλά ποτέ δεν κατάφερε να ελέγξει το αποτέλεσμα της θυσίας του. Η καθολική ψήφος δεν είναι απόδειξη δημοκρατίας. Και ας φύγουμε λίγο από τη σημερινή πραγματικότητα (όλες οι ακροδεξιές κυβερνήσεις σήμερα στον κόσμο έχουν αναδειχτεί με εκλογές) και ας ψάξουμε στην Ιστορία.
Ο Ναπολέων ο μικρός κέρδισε τις εκλογές το 1848. Στη συνέχεια κάνει ένα πραξικόπημα, το οποίο εγκρίνεται από τον γαλλικό λαό με δημοψήφισμα μαζί με την πρότασή του να γίνει αυτοκράτορας. Ο Προυντόν, ένας από τους μεγάλους πατέρες του αναρχισμού, τον οποίο άδικα πολέμησε ο Μαρξ, έγραφε μέσα από τη φυλακή της Αγίας Πελαγίας (πολλές φυλακές είχαν ονόματα αγίων στην Ευρώπη και τη Ρωσία). «Είναι η καθολική ψηφοφορία που σκότωσε τη Δημοκρατία.
Η πλειοψηφία, αφού εγκαταλείφθηκε και προδόθηκε από τους αντιπροσώπους της, δόθηκε σε έναν τύραννο (...) και απέδειξε πως ο λαός έχει την τάση να έλκεται από τον δεσποτισμό». Αυτά τα προφητικά λόγια που ειπώθηκαν το 1852, εξηγούν και τη σημερινή κατάσταση με την άνοδο του νεοφασισμού. Προσωπικά είμαι πεπεισμένος πως ένα ολοκληρωτικό καθεστώς είναι το πιο κατάλληλο για να υπηρετήσει τον νεοφιλελευθερισμό. Και σε αυτή την εποχή ζούμε. Προχωράμε στην επαναφορά του θεσμού της δουλείας, με μια νέα, ανακαινισμένη μορφή (όπως εξάλλου και ο νεοφασισμός).
Η δουλεία ως επίσημη θεσμοθετημένη μορφή εργασίας κράτησε περισσότερο από τέσσερις αιώνες. Η τελευταία χώρα που την κατάργησε ήταν το Πακιστάν το 1992. Επρεπε να φτάσουμε στον 21ο αιώνα για να χαρακτηριστεί η δουλεία έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. (Διεθνής Συνδιάσκεψη στο Ντουρμπάν της Αφρικής 2011). Αλλα όλα αυτά είναι στα χαρτιά.
Ολες οι πολυεθνικές που έχουν εγκατασταθεί στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο, έχουν εργαζόμενους σε συνθήκες δουλείας (12ωρο, 365 μέρες τον χρόνο, ωρομίσθιο κάτω από μισό ευρώ). Δηλαδή στην καλύτερη περίπτωση 6 ευρώ την ημέρα. Οταν καταργήθηκε η δουλεία, οι πρώην σκλάβοι εργάζονταν πλέον το ίδιο, όπως πριν, με τη μόνη διαφορά πως τώρα έπαιρναν έναν μισθό. Και όταν το δουλεμπόριο απαγορεύτηκε, άρχισε η μετανάστευση που αντικατέστησε τους σκλάβους. Σήμερα, πέρα από αυτό, υπάρχει και η καθαρή δουλεία που αφορά πολλά εκατομμύρια ανθρώπων, ανάμεσά τους γυναίκες προς εκπόρνευση και παιδιά (για κάθε χρήση).
Και αυτό το καθεστώς θα έρθει και στον ανεπτυγμένο κόσμο. Σήμερα στην Ελλάδα πολλοί δουλεύουν 12 και 14 ώρες την ημέρα για να τα φέρουν βόλτα. Και αυτοί είναι οι τυχεροί που έχουν δουλειά. Για τους υπόλοιπους, ανεργία και εξαθλίωση. Και αν έρθουν οι λεγόμενες επενδύσεις και δημιουργηθούν οι βιομηχανικές ζώνες, τότε θα πρέπει να ανταγωνιστούμε τη Μαλαισία που έχει ωρομίσθιο 0,35 ευρώ. Και από αυτήν την άποψη η ανεργία και η ανέχεια είναι το πολύτιμο δώρο στον καπιταλισμό και προϋπόθεση.
Και όσο αυτός ο λαός βρίσκεται μέσα στην απάθεια και την υποταγή έχει τις καλύτερες προϋποθέσεις για να γίνει σκλάβος. Τουλάχιστον οι σκλάβοι είχαν κάνει εκατοντάδες εξεγέρσεις, συχνά με αιματηρή κατάληξη. Ομως έτσι τελικά απελευθερώθηκαν σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες. Αλλά υπήρχε και νικηφόρα έκβαση. Η Αϊτή από το 1804 έγινε ελεύθερη. Η πρώτη μαύρη Δημοκρατία στον κόσμο, έργο των νέγρων-σκλάβων.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Τα θύματα και τα -χαμένα- μαθήματα


Αφίσα από το υπέροχο αντιπολεμικό έπος «Σταυροί στο Μέτωπο» του Κιούμπρικ, με τον Κερκ Ντάγκλας

του Γιώργου Τσιάρα

Την ώρα που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, όλοι σχεδόν οι δυνατοί του μάταιου τούτου κόσμου, οι επίγονοι των ισχυρών χωρών του Πρώτου Παγκοσμίου, έχουν μαζευτεί τσούρμο στη Γαλλία. Για να τιμήσουν, υποτίθεται, τα εκατό χρόνια από την Ανακωχή, που και καλά τερματίζει στις 11/11 του 1918 τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τι ψέμα!
Ο Μεγάλος Πόλεμος, αν και διαφημίστηκε ως «ο πόλεμος που θα τερμάτιζε όλους τους πολέμους», φυσικά συνεχίστηκε σε αμέτρητα επιμέρους μέτωπα, χωρίς πραγματική διακοπή, μέχρι την έκρηξη του Δεύτερου – καθώς οι Αγγλογάλλοι νικητές βρίσκουν ευκαιρία να τεμαχίσουν προς όφελός τους τις ηττημένες προπολεμικες αυτοκρατορίες (Γερμανία, Αυστροουγγαρία και φυσικά την Οθωμανική) σε πιο εύκολα χειραγωγήσιμα κομμάτια, που στην πορεία θα εξελιχθούν σε διάφορα έθνη κράτη-πελάτες.
Το «Μεγάλο Παιχνίδι» της πλανητικής πρωτοκαθεδρίας δεν σταματά ποτέ, αιώνες τώρα: η δική μας Μικρασιατική καταστροφή όπως και η πολυεθνική εκστρατεία για την κατάπνιξη της ρωσικής επανάστασης το 1919-22 είναι μόνο δύο από αυτά τα «μεταπολεμικά» μέτωπα – απλές υποσημειώσεις στους σχεδιασμούς των ισχυρών, αλλά με καταστροφικές συνέπειες για εκατομμύρια εμπόλεμους και άμαχους συμμετέχοντες σε αυτά. 
Τότε «χτίζονται», μεταξύ άλλων, κρυφά (Σάικς-Πικό) και φανερά (Βερσαλίες, Σεβρ, Λοζάνη) τα περισσότερα σημερινά έθνη-κράτη της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, σχεδιασμένα με ευθείες γραμμές πάνω σε κάποιο χάρτη των Παρισίων ή του Λονδίνου. Τότε μπαίνουν, χάρη στην πλεονεξία των αυτοκρατορικών ελίτ, οι ιστορικές βάσεις για πολλά από τα σημερινά δεινά της ανθρωπότητας. 
Για να ακολουθήσει, βέβαια, ο νέος μεγάλος τεμαχισμός από το 1939 ώς το 1945, ο ακόμη φονικότερος Δεύτερος Πόλεμος, φυσική συνέχεια –κυριολεκτικά, ένας δεύτερος γύρος– του Πρώτου. Που, στην πραγματικότητα, κι αυτός έχει ξεκινήσει ήδη τουλάχιστον από το 1931, με την εισβολή της Ιαπωνίας στην Κίνα, και συνεχίζεται στην Ισπανία, την Αιθιοπία και σε πλήθος άλλα πεδία ολέθρου.
Και που μόνο στα λόγια «λήγει» το 1945 στο ισοπεδωμένο Βερολίνο και το ραδιενεργό Ναγκασάκι, με τον παλιό, σάπιο κόσμο της «γηραιάς ηπείρου» οριστικά εξουθενωμένο, και τις δύο νέες υπερδυνάμεις, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία/ΕΣΣΔ, να ξαναπιάνουν αμέσως το νήμα της ενδο-ιμπεριαλιστικής μονομαχίας για την αλληλοϋπονόμευση, την αρπαγή σφαιρών επιρροής και την παγκόσμια κυριαρχία.
Και να ξαναρίχνονται στο Μεγάλο Παιχνίδι, από εκεί ακριβώς που το άφησαν οι προηγούμενοι. Ελλάδα, Κορέα, Ινδοκίνα – μπορώ να γεμίσω όλη τη σελίδα με τα επιμέρους «δι’ αντιπροσώπων» αλλόφυλα και εμφύλια μέτωπα του Ψυχρού Πολέμου, που ήταν Ψυχρός μόνο για τους ισχυρούς, αλλά Θερμός μέχρι θανάτου για τους σκοτωμένους, τους εξόριστους, τους πεινασμένους... Σκεφτείτε, δηλαδή, να μην είχαν και το «φρένο» της αμοιβαίας πυρηνικής (αυτο-)καταστροφής, να τους συγκρατεί, τι θα είχαν κάνει!
Πάμε όμως πάλι πίσω στο Παρίσι. Ο «Ναπολέων» Μακρόν, αφού πέταξε τη μαλακία του για τον «ήρωα» δωσίλογο Πετέν, τελικά μαζεύτηκε και δεν θα πάει στο «Invalides» να τον τιμήσει για τη σφαγή του Βερντέν – και για τους 75.000 Εβραίους που ο κουίσλινγκ Στρατάρχης έστειλε πακέτο στα χιτλερικά κρεματόρια.
Αντ’ αυτού, ο Γάλλος «πρόεδρος των πλουσίων» θα βρεθεί αύριο με την εκλεκτή... δημοκρατική παρέα του –τον Τραμπ, τον Πούτιν, τον Ερντογάν, αλλά και τη Μέρκελ, τη Μέι και πλήθος άλλους ξεφτισμένους κληρονόμους των ισχυρών παικτών του 1918– για να τιμήσουν, λέει, την Ανακωχή και την Ειρήνη. Την ειρήνη! Που, έτσι και κοιτάξει κανείς τον παγκόσμιο χάρτη και βάλει κουκκίδες για τους πολέμους –εμφύλιους, «εμφύλιους» αλλά και κανονικούς–, και ιδίως για τις αναγκαστικές μετακινήσεις ολόκληρων πληθυσμών εξαιτίας τους, θα διαπιστώσει πως αποτελεί χίμαιρα, μακρινή φενάκη.
Και που, έτσι και προσθέσουμε αφενός τις μακρινές στρατιωτικές βάσεις σε όλο τον πλανήτη και τα ορατά και αόρατα τείχη από τη μία, και αφετέρου τις λογής-λογής οικονομικές κυρώσεις και «εχθροπραξίες» ενθεν και ένθεν, που εσχάτως πολλαπλασιάζονται σαν μανιτάρια, βλέπουμε πως δεν διαφέρει και πολύ από το ναρκοπέδιο του Μεσοπολέμου. Είναι κι αυτή η καταραμένη άνοδος της εθνικιστικής, ρατσιστικής, μισαλλόδοξης Ακροδεξιάς, σε όλο τον κόσμο, που κάνει τις ομοιότητες ακόμη τρομακτικότερες...
Πριν από μερικά χρόνια διάβασα ένα εξαιρετικό βιβλίο του 1962, το «Guns of August» («Κανόνια του Αυγούστου»), γραμμένο από μια γυναίκα ιστορικό, την Μπάρμπαρα Τάχμαν. Είχε πάρει, δικαίως, το βραβείο Πούλιτζερ, και διαβάστηκε τότε πολύ, γιατί δίπλα στην κλασική πολιτική και διπλωματική ιστορία των γεγονότων –και, κυρίως, των πολιτικών και στρατιωτικών παρεξηγήσεων και λαθών– που οδήγησαν ενθουσιωδώς τα ευρωπαϊκά κράτη στην Πρώτη Μεγάλη Σφαγή, πρόσθεσε τον ρόλο που έπαιξαν η μαζική ψυχολογία, τα στερεότυπα και η αλληλοτροφοδοτούμενη συλλογική παράκρουση περί ανδροπρέπειας, «τιμής» και εθνικού γοήτρου.
Λένε πως, όταν το διάβασε –από τους πρώτους– ο Κένεντι, συγκλονίστηκε τόσο, ώστε έστειλε από ένα αντίτυπο σε όλους τους υπουργούς και συνεργάτες του, και ζήτησε από τον υπουργό Αμυνας, τον μετέπειτα «χασάπη του Βιετνάμ» Μακναμάρα, να επιβάλει την ανάγνωσή του από όλους τους Αμερικανούς αξιωματικούς. Λένε, ακόμα, ότι το βαθύ αντιπολεμικό πνεύμα και δίδαγμα του βιβλίου τον επηρέασε τόσο στους λεπτούς χειρισμούς της Πυραυλικής Κρίσης της Κούβας, λίγους μήνες αργότερα, όσο και την απόφασή του να αποσυρθεί από το Βιετνάμ, που όμως δεν πρόλαβε να την υλοποιήσει... Και κάπου διάβασα πρόσφατα, νομίζω στον Γούντγουορντ, πως είναι το αγαπημένο βιβλίο του Τζέιμς Μάτις, του στρατηγού των πεζοναυτών και σημερινού υπουργού Αμυνας των ΗΠΑ – ίσως του μόνου σοβαρού ανθρώπου σε αυτήν την ανεξέλεγκτη αμερικανική κυβέρνηση!
Η Τάχμαν δεν χαρίζεται σε κανέναν: περιγράφει με ακρίβεια πως η Ευρώπη αυτοπαγιδεύτηκε σε έναν βιομηχανικής κλίμακας πόλεμο μέχρις εσχάτων, χωρίς ορατή έξοδο διαφυγής για τους εμπλεκομένους. Εναν πόλεμο φθοράς, με δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους να σκοτώνονται και να ακρωτηριάζονται καθημερινά σαν ποντίκια για λίγα μέτρα γης, για ένα χαράκωμα, που την άλλη μέρα χανόταν.
Εναν πόλεμο που αντί να τελειώσει πριν από τα Χριστούγεννα του 1914, τράβηξε άλλα τέσσερα χρόνια, σκοτώνοντας περισσότερα από δέκα εκατομμύρια ανθρώπους. Και που, όπως έγραψα και στον πρόλογο, στην πραγματικότητα άρχισε πολύ πριν και φυσικά δεν τελείωσε ούτε το 1918 ούτε το 1945...
Πόσοι ηγέτες, από αυτό το ετερόκλητο και όλο ίντριγκες, λυκοσυμμαχίες και πισώπλατα μαχαιρώματα «παρεάκι» των Παρισίων, να έχουν άραγε διαβάσει αυτό το βιβλιαράκι; Αλλά, κι από αυτούς που το διάβασαν, πόσοι κατάλαβαν τα βαθύτερα ιστορικά –και πανανθρώπινα– διδάγματά του;
Ο Πικετί, στο «Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα», γράφει ότι οι δείκτες της παγκόσμιας ανισότητας μεταξύ πλουσίων και φτωχών ξανάφτασε στα ίδια επίπεδα με εκείνα αμέσως πριν από το 1914, και προειδοποιεί για τις «εκρηκτικές πολιτικο-κοινωνικές συνέπειες» αυτού του χάσματος. Είμαστε άραγε καταδικασμένοι να δικαιώσουμε ξανά τον Μαρξ και το τσιτάτο του για την ιστορία που επαναλαμβάνεται, πότε σαν φάρσα και πότε σαν τραγωδία;

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών