Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

Κολμάρ, η πρωτεύουσα του αλσατικού κρασιού



Η Κολμάρ, όπως και τα γειτονικά της χωριά, υπήρξαν ένα ταξιδιωτικό απωθημένο αρκετών χρόνων, καθώς δεν τα είχα επισκεφθεί την πρώτη φορά που επισκέφθηκα την πρωτεύουσα της Αλσατίας, το Στρασβούργο. Πέρα όμως από το Στρασβούργο, υπάρχει κι άλλη μια πρωτεύουσα στην Μεγάλη Ανατολή (Grand Est) της Γαλλίας, καθώς η Κολμάρ θεωρείται πρωτεύουσα του αλσατικού κρασιού (capitale des vins d'Alsace), αφού αποτελεί το κέντρο παραγωγής και διακίνησης των αλσατικών κρασιών. 
Αυτή η παραμυθένια πόλη των 67.000 κατοίκων και των χιλίων χρόνων ιστορίας, θεωρείται για πολλούς ως μια από τις ομορφότερες πόλεις της Ευρώπης, χτισμένη εκεί που συναντιούνται τα νερά του ποταμού Λαούχ με τον Ρήνο, κάτω από την οροσειρά των Βοσγίων. Η Κολμάρ δεν κατέχει άδικα τον χαρακτηρισμό της δεύτερης αλσατικής "πρωτεύουσας", καθώς στα υπέροχα γραφικά της σοκάκια κυριαρχεί ένα αρμονικό πάντρεμα των τάσεων της γαλλικής πολιτιστικής φινέτσας με τη γερμανική μεσαιωνικής αρχιτεκτονική, προσφέροντας μια συμπυκνωμένη όψη όλων των πόλεων και των χωριών της Αλσατίας. 
Επίσης, η μοναδική ομορφιά της συγκεκριμένης πόλης αποδεικνύεται και σε μια μεγάλη της διάκριση, καθώς κατάφερε να αναρριχηθεί στην κορυφή της προτίμησης των ταξιδιωτών και να αναδειχθεί ως ο κορυφαίος ευρωπαϊκός προορισμός. Η διάκριση αυτή ήρθε μέσα από την πλατφόρμα «European Best Destinations», στην οποία περίπου εξακόσιες χιλιάδες άνθρωποι ψήφισαν ποιος είναι ο ευρωπαϊκός προορισμός που έχουν ξεχωρίσει και προτιμούν. Περί τους εκατό χιλιάδες ανθρώπους έδωσαν την ψήφο τους στην γαλλική, γραφική πόλη της Αλσατίας, αναδεικνύοντάς την ως τον πιο αγαπημένο ευρωπαϊκό προορισμό. Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι, στον ίδιο διαγωνισμό, η Αθήνα κατέλαβε την δεύτερη θέση, γεγονός που προσωπικά ως κάτοικο της ελληνικής πρωτεύουσας, με προβλημάτισε αρκετά για τα γούστα των υπολοίπων Ευρωπαίων.
Η Κολμάρ (στα γαλλικά Colmar‎‎, στα αλσατικά Colmer και στα γερμανικά Kolmar‎‎) είναι πόλη του νομού του Άνω Ρήνου της ιστορικής και πολιτιστικής περιοχής της Αλσατίας, στη διοικητική περιοχή Γκραντ Εστ, στη βορειοανατολική Γαλλία. Αποτελεί την πρωτεύουσα του νομού αυτού και έδρα του Ανωτάτου Δικαστηρίου του. 
Η πόλη ιδρύθηκε τον 9ο αι. κι αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 823, ως η Καρολιγγειανή επικράτεια “Columbarium” (από όπου φαίνεται ότι προέρχεται και το σημερινό της όνομα) σε διάταγμα του Λουδοβίκου του Ευσεβούς. Το 1226 της δόθηκε το δικαίωμα να υφίσταται ως ελεύθερη αυτοκρατορική πόλη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (civitatis), ενώ το 1354 η Κολμάρ συμμετέχει στη δημιουργία της Δεκαπόλεως, μιας ομοσπονδίας δέκα αυτοκρατορικών πόλεων της Αλσατίας. 
Κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς πολέμου καταλήφθηκε από τα Σουηδικά στρατεύματα το 1632 και παρέμεινε για μια διετία στην κατοχή τους. Αυτό είχε ως συνέπεια την επαναφορά του Προτεσταντισμού στην πόλη, δόγμα που είχε απαγορευτεί το 1627. Με βάση τη Συνθήκη του Ριέιγ (Rueil) την 1 Αυγούστου 1635, η Κολμάρ τίθεται υπό την προστασία του Βασιλέα της Γαλλίας και διατηρεί τόσο το καθεστώς της "αυτοκρατορικής πόλης" όσο και τα προνόμια και τα δικαιώματά της. Το 1648 η συνθήκη του Μίνστερ της Βεστφαλίας αποδίδει τμήμα της Αλσατίας στη Γαλλία, με την Κολμάρ (όπως και τις άλλες πόλεις της Δεκάπολης) να παραμένει Αυτοκρατορική πόλη, γεγονός που ανάγκασε τα γαλλικά στρατεύματα να αποχωρήσουν. Το 1679 με τη συνθήκη του Ναϊμέχεν (Nijmegen) η Κολμάρ αποδόθηκε στη Γαλλία και αποτέλεσε "Βασιλική Γαλλική πόλη". Στο καθεστώς αυτό παρέμεινε μέχρι το 1871, οπότε ολόκληρη η Αλσατία, με τη λήξη του Γαλλογερμανικού πολέμου, αποδόθηκε στη Γερμανία. Υπό γερμανική διοίκηση παρέμεινε μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών η Αλσατία επεστράφη στη Γαλλία. Μετά την είσοδο της Γαλλίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γερμανοί εισβάλλουν και καταλαμβάνουν την Αλσατία, την οποία προσαρτούν στο Γ' Ράιχ. Η πόλη υφίσταται καταστροφές μνημείων κι ακραίες μορφές  εκγερμανισμού και ναζιστικοποίησης. Η Γαλλία ανέκτησε τον έλεγχο της Αλσατίας ύστερα από τη μάχη του "θύλακα της Κολμάρ" το 1945. Στις 10 Φεβρουαρίου 1945 ο Στρατηγός Σαρλ Ντε Γκωλ εισέρχεται στην πόλη και αποκαθιστά στη θέση του το άγαλμα του Στρατηγού Ραπ (Rapp), μια από τις πρώτες δημιουργίες του Αλσατού γλύπτη Φρεντερίκ Μπαρτολντί. Το συγκεκριμένο άγαλμα  ανεγέρθηκε στην πόλη το 1865 αλλά απομακρύνθηκε από τους Ναζί κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Το άγαλμα τοποθετήθηκε ξανά στην αρχική του θέση, μετά το τέλος του πολέμου και κοσμεί μέχρι σήμερα την πόλη. 
Ανυπόμονοι να ανακαλύψουμε τις ομορφιές της Κολμάρ, πήραμε ένα από τα πρωινά τραίνα που ξεκινούσαν από τον κεντρικό σταθμό του Στρασβούργου με κατεύθυνση προς τον νότο. Σε λιγότερο από μια ώρα κι έχοντας διασχίσει αμπελώνες και διάσπαρτες κωμοπόλεις, φτάσαμε στην πρωτεύουσα του αλσατικού κρασιού. Από τον σταθμό της Κολμάρ με τον ψηλό πύργο ρολογιού, κατευθυνθήκαμε προς την Μικρή Βενετία (Petite Venice), διασχίζοντας ήσυχες γειτονιές κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό της Αλσατίας. 
Πρώτα συναντήσαμε την πλατεία Roesselmann με το ομώνυμο σιντριβάνι, το οποίο κι αυτό σχεδιάστηκε από τον Auguste Bartholdi προς τιμή του Jean Roesselmann, διοικητή της πόλης τον 13ο αι., ο οποίος την υπερασπίστηκε το 1262 απέναντι στο στρατό του επισκόπου του Στρασβούργου Walter de Geroldseck. Στη συγκεκριμένη μάχη έχασε τη ζωή του, μ' αποτέλεσμα να τιμάται μέχρι σήμερα ως ήρωας της Κολμάρ. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (συγκεκριμένα το 1943), το άγαλμα που βρίσκεται στη κορυφή του σιντριβανιού, αποσυναρμολογήθηκε και στάλθηκε στη Γερμανία για να λιώσει. Όμως, μετά το τέλος του πολέμου, βρέθηκαν κάποια υπολείμματα του κοντά στον ποταμό Ρήνο κι επιστράφηκαν στην πόλη. Το άγαλμα αποκαταστάθηκε και τοποθετήθηκε ξανά στη θέση του. Όπως συνέβη με το άγαλμα του Στρατηγού Rapp, έτσι κι εδώ, οι κατακτητές προσπάθησαν να αλλοιώσουν την μνήμη του τόπου, επιδιώκοντας τον απόλυτο εκγερμανισμό της. 
Μετά το πρωινό καλωσόρισμα του τοπικού ήρωα, ξεδιπλώθηκε μπροστά μας η διάσημη Μικρή Βενετία, μια συνοικία της πόλης με πολύχρωμα παραδοσιακά κτήρια που στέκουν πάνω από τις όχθες των καναλιών του ποταμού Λάουχ. Στα παλαιότερα χρόνια, η συγκεκριμένη περιοχή λειτουργούσε ως εμπορικό κέντρο των κρεοπωλών, των αλιέων και των βυρσοδεψών της Κολμάρ. Γι' αυτό το λόγο, στο τελείωμα της Μικρής Βενετίας βρίσκεται η κλειστή αγορά όπου όλοι οι παραπάνω έμποροι πουλούσαν την πραμάτεια τους. Τα συγκεκριμένα κανάλια δημιουργήθηκαν για να συνδέουν τον ποταμό Λάουχ που διασχίζει την πόλη με τον ποταμό Ρήνο που κυλάει 15 χλμ ανατολικά της Κολμάρ. Σήμερα, η παραδοσιακή συνοικία έχει κατακλυστεί από εστιατόρια και καφέ ενώ  αρκετοί επισκέπτες επιλέγουν να κάνουν βαρκάδα στο μικρά κανάλια της. Εντυπωσιάστηκα με τα έντονα χρώματα των σπιτιών που έπαιζαν με τις αντανακλάσεις τους στα πρωινά ήρεμα νερά του ποταμού. Αυτό όμως που μου τράβηξε το ενδιαφέρον είναι τα απομεινάρια των μεσαιωνικών τειχών της πόλης (έχουν διασωθεί γύρω στα 100 μέτρα μόνο μαζί με έναν μικρό πύργο) που εκτείνονται κατά μήκος του ποταμού. Επίσης, μας τράβηξαν την προσοχή κάποιες αστείες μορφές που συναντούσαμε κάθε τόσο σε προσόψεις σπιτιών, οι οποίες θύμιζαν γελωτοποιούς και κλόουν. Οι μορφές αυτές βασίζονται στον μύθος του Hanswurst, έναν από τους πιο διάσημους θρύλους της Κολμάρ ο οποίος αναφέρεται σε έναν άτακτο χαρακτήρα που λέγεται ότι έκανε φάρσες στους κατοίκους της πόλης. Τα καμώματα του εξακολουθούν να γιορτάζονται στην τοπική λαογραφία. 
Φεύγοντας από την Μικρή Βενετία, ανηφορίσαμε προς το ιστορικό κέντρο της πόλης περνώντας από την επιβλητική γειτονιά των βυρσοδεψών (Quartier des Tanneurs), η οποία με εντυπωσίασε με τα ψηλά της λευκά κτήρια που κάνουν το πέρασμα ανάμεσά τους, να φαντάζει ακόμα πιο στενό. Ο δρόμος αυτός μας έβγαλε στην πανέμορφη Place l' Ancienne- Douane, στο κέντρο της οποίας δεσπόζει το σιντριβάνι Schwendi, το οποίο κι αυτό σχεδιάστηκε το 1898 από τον Auguste Bartholdi κι απεικονίζει τον Lazare de Schwendi, έναν στρατιωτικό διοικητή του 16ου αι. που υπηρέτησε στον στρατό της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το σιντριβάνι καταστράφηκε. Κατασκευάστηκε όμως στην αρχική του μορφή το 1954.
Κι αφού ανέφερα τον παραπάνω γλύπτη ήδη τρεις φορές, ήρθε η στιγμή να τον συστήσω. Ο Φρεντερίκ Ωγκύστ Μπαρτολντί (Frédéric Auguste Bartholdi, 1834–1904) υπήρξε ένας από τους διασημότερους Γάλλους γλύπτες. Έγινε επίσης γνωστός με το ψευδώνυμο Αμιλκάρ Χάζενφρατζ (Amilcar Hasenfratz), το οποίο το χρησιμοποιούσε στους εμπνευσμένους από αιγυπτιακά θέματα πίνακές του, προφανώς λόγω του φόβου του ότι η ενασχόλησή του με μία άλλη μορφή τέχνης θα τον αποσπούσε από τη γλυπτική. Γεννήθηκε στην Κολμάρ στις 2 Αυγούστου 1834. Αργότερα πήγε στο Παρίσι για να επεκτείνει τις σπουδές του στην αρχιτεκτονική αλλά και στη ζωγραφική. Πέθανε από φυματίωση στο Παρίσι στις 4 Οκτωβρίου του 1904. Το πιο διάσημο έργο του είναι το "Άγαλμα της Ελευθερίας" που βρίσκεται στην Νέα Υόρκη αλλά και σε ένα από τα νησάκια του Σηκουάνα στο Παρίσι. Επίσης, υπάρχει ένα ακόμη αντίγραφο του συγκεκριμένου αγάλματος στη βόρεια είσοδο της πόλης. Είχαμε την τύχη να το δούμε καθώς γυρνούσαμε με το λεωφορείο από τα αλσατικά χωριά. Αξίζει να επισκεφθεί κανείς το Μουσείο Μπαρτολντί (Musée Bartholdi), το οποίο είναι αφιερωμένο στα έργα του διάσημου Αλσατού γλύπτη και ζωγράφου. Δυστυχώς το βρήκαμε κλειστό αλλά είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε το άγαλμα "Les grands soutiens du monde" (έργο του 1902) που δεσπόζει στον προαύλιο χώρο του μουσείου.
Συνεχίζοντας τις περιπλανήσεις μας στην Κολμάρ, συναντήσαμε την Οικία Κόιφχους (Maison Koïfhus), ένα εμβληματικό γοτθικό κτήριο που χτίστηκε το 1480, στο οποίο στεγαζόταν το τελωνείο κι οι τοπικές συντεχνίες. Επίσης, στο συγκεκριμένο χώρο πραγματοποιούνταν οι συναντήσεις των εκπροσώπων της Δεκάπολης. Από το 1698 μέχρι το 1866, το κτήριο λειτούργησε ως δημαρχείο της Κολμάρ. Διασχίσαμε το ισόγειο του, καθώς αποτελεί έναν ανοικτό χώρο με δυο μεγάλες πύλες, με την μία να κοιτάει προς το βορρά κι η άλλη προς τον νότο. Στην πρόσοψή του, υπάρχει ένας ανάγλυφος αετός, σύμβολο της Αυτοκρατορίας, ενώ οι καμάρες των δυο πυλών είναι διακοσμημένες με τα οικόσημα της πόλης. Στον δεύτερο όροφο υπάρχει ένας ανάγλυφος άγγελος, ο οποίος κρατάει έναν ειλητάριο, πάνω στο οποίο είναι γραμμένη η χρονολογία ανέγερσής του κτηρίου.  Ωστόσο, αυτό που ξεχωρίζει στο συγκεκριμένο κτήριο είναι η πολύχρωμη υαλωμένη κεραμοσκεπή του, η οποία θυμίζει αρκετά εκείνη της Βουργουνδίας. Σήμερα, το κτήριο αυτό έχει αποκτήσει μια δεύτερη ζωή καθώς τακτικά φιλοξενεί εκθέσεις με τοπικά προϊόντα, καλλιτεχνικές δημιουργίες και παραδοσιακές εκδηλώσεις της Αλσατίας. 
Από την Οικία Κόιφχους, αρχίζει η οδός των Εμπόρων (Rue de Marchands), η πιο γραφική αλσατική συνοικία της Κολμαρ. Δυστυχώς, η εμπορευματοποίηση που έχει επιφέρει ο τουρισμός στην πόλη, έχει αλλοιώσει τον χαρακτήρα της και την έχει κάνει να χάσει την αυθεντικότητά της. Αξίζει όμως να περιπλανηθεί κανείς μέσα στα γραφικά της σοκάκια, όπου σίγουρα θα συναντήσει τοπικά προϊόντα, αλσατικά κρασιά κι αναμνηστικά. Η οδός αυτή οδηγεί σε ένα ακόμη σημαντικό αξιοθέατο της πόλης, το διάσημο Maison Pfister.
Το Maison Pfister χτίστηκε το 1537 και συνδυάζει γοτθικό και γερμανικό αναγεννησιακό ύφος. Οι εξωτερικοί του τοίχοι διακοσμήθηκαν το 1577 από τον Christian Waxterfer κι απεικονίζουν κάποια τοπικά οικόσημα, τους τέσσερις ευαγγελιστές και τους Γερμανούς αυτοκράτορες του 16ου αι. Το κτήριο χτίστηκε αρχικά για τον αργυροχόο Ludwig Scherer που καταγόταν από την ανατολική περιοχή Franche-Comté. Για πολλά χρόνια το σπίτι ονομαζόταν ο "Κόκκινος Κόκορας" αλλά στα μέσα του 19ου αι. πήρε το όνομα της γερμανικής οικογένειας Pfister, η οποία το αγόρασε. Το συγκεκριμένο σπίτι χαρακτηρίστηκε ιστορικό και καλλιτεχνικό μνημείο στις 14 Μαρτίου 1927. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Hayao Miyazaki εμπνεύστηκε από το συγκεκριμένο κτήριο για το αντιπολεμικό του anime "Howl's Moving Castle". 
Μιας κι αναφέρθηκα τον "Κόκκινο Κόκορα", όπως ονομαζόταν παλιά το Maison Pfister, αξίζει να γράψω και για τον μύθο του χρυσού κόκορα της Κολμάρ, ο οποίος βασίζεται σε ένα τοπικό παραμύθι που μιλάει για έναν χρυσό κόκορα που φύλαγε την πόλη. Ο θρύλος αναφέρει ότι ο συγκεκριμένος κόκορας λαλούσε δυνατά, προειδοποιώντας τους κατοίκους σε κάθε κίνδυνο.
Πίσω από το Maison Pfister, στέκει το Salle du Corps de Garde, ένα αναγεννησιακό κτήριο που ανεγέρθηκε το 1575 από τις δομές του παρεκκλησιού του Saint-Jacques, το οποίο στέγαζε το οστεοφυλάκιο του πρώην νεκροταφείου του καθεδρικού του Saint-Martin. Αρχικά προοριζόταν να χρησιμεύσει ως δημαρχείο αλλά τελικά επιλέχθηκε να στεγάσει τη φρουρά της πόλης. Κάτω από τις στοές του δυτικού του τμήματος, υπήρχε αγορά ξηρών καρπών και καρυδιάς. Ενθουσιάστηκα με τον ανάγλυφο διάκοσμο της λότζιας που είναι στραμμένη προς την εκκλησία του Αγίου Μαρτίνου αλλά και με τα υπολείμματα του προγενέστερου κτηρίου, που είναι ορατά σε κάποια σημεία της πρόσοψης. 
Ακριβώς απέναντι από το Salle du Corps de Garde, δεσπόζει η εκκλησία του Αγίου Μαρτίνου, ένας επιβλητικός ναός γοτθικής αρχιτεκτονικής, ο οποίος θεμελιώθηκε το 1234 κι αποπερατώθηκε το 1365. Ο Καθεδρικός Ναός του Αγίου Μαρτίνου αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα αξιοθέατα της πόλης. Αφενός, ο ναός είναι ο μεγαλύτερος της πόλης, αλλά είναι επιπλέον και ένας από τους μεγαλύτερους της περιφέρειας του Άνω Ρήνου. Αγάλματα γοτθικής και αναγεννησιακής εποχής και εντυπωσιακά βιτρό συνθέτουν την εικόνα αυτού του τόσο ξεχωριστού θρησκευτικού οικοδομήματος. Το κεντρικό κλίτος περιβάλλεται από μια σειρά γοτθικών παρεκκλησιών, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των αλσατικών ναών. Αυτό που με εντυπωσίασε στο συγκεκριμένο κτίσμα ήταν το έντονο χρώμα του κίτρινου ψαμμίτη Vosges με τις κόκκινες πινελιές του, που προσφέρει περαιτέρω λάμψη κι επιβλητικότητα στον ναό. 
Κοντά στην εκκλησία του Αγίου Μαρτίνου ορθώνεται ο Καθεδρικός ναός των Δομινικανών (Église des Dominicains), μια αναπαλαιωμένη δομινικανή εκκλησία του 14ου αι., η οποία στις μέρες μας λειτουργεί ως μουσείο φιλοξενώντας σημαντικά έργα Αλσατών καλλιτεχνών, όπως το "La Vierge au buisson de roses" του Μάρτιν Σονγκάουερ, ενώ διαθέτει όμορφα βιτρό και στασίδια μπαρόκ στο κεντρικό της κλίτος. 
Είναι εντυπωσιακό που μια πόλη σαν την Κολμάρ, έχει πάρα πολλά μουσεία. Αναφέραμε ήδη το μουσείο του γλύπτη Φρεντερίκ Ωγκύστ Μπαρτολντί και του Καθεδρικού ναού των Δομινικανών. Επίσης υπάρχουν το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και Εθνογραφίας (Musée d'histoire naturelle et d'ethnographie), το οποίο ιδρύθηκε το 1859 και διαθέτει μεγάλη συλλογή ταριχευμένων ζώων και τεχνημάτων από τις πρώην γαλλικές και γερμανικές αποικίες, αλλά και ορισμένα αρχαία αιγυπτιακά εκθέματα. Κατά έναν παράδοξο τρόμο, στο συγκεκριμένο μουσείο υπάρχει τμήμα, το οποίο είναι αφιερωμένο στην τοπική εβραϊκή κοινότητα. Υπάρχει το Μουσείο δημοτικών εργοστασίων (Musée des usines municipales), το οποίο είναι ένα ανακαινισμένο παλιό εργοστάσιο, μέσα στο οποίο μπορεί να συναντήσει κανείς βιομηχανικά και τεχνολογικά εκθέματα. Τέλος, είναι κι η Δημοτική Βιβλιοθήκη, η οποία διαθέτει μια από τις πλουσιότερες συλλογές κωδίκων (προ του 1501) της Γαλλίας, με περισσότερους από 2.300 τόμους. Παρά το γεγονός ότι η Κολμάρ δε διέθετε Πανεπιστήμιο, η συλλογή αυτή προέρχεται από τις δωρεές των συλλογών των τοπικών μονών και αβαείων στην πόλη. 
Όμως, το μουσείο για το οποίο η Κολμάρ περηφανεύεται είναι το Μουσείο Unterlinden, το οποίο έχει στηθεί σε ένα παλιό μοναστήρι του Τάγματος των Δομινικανών, κτισμένο το 1242. Το μοναστήρι μετατράπηκε σε μουσείο το 1850 κι έκτοτε στεγάζει σημαντικά εκθέματα τέχνης και ιστορίας της Αλσατίας. Ένα από τα σημαντικότερα εκθέματά του είναι το "τρίπτυχο του Ίζενχαϊμ" (Le Retable d'Isenheim), δημιουργημένο γύρω στα 1515 από τον Ματίας Γκρύνεβαλντ (καλλιτέχνη από το Βίρτσμπουργκ). Σημαντικό έκθεμα είναι, επίσης, το τρίπτυχο Jean d'Orlier, δημιουργία του Μάρτιν Σονγκάουερ (Martin Schongauer). Το μουσείο διαθέτει, επίσης, μεγάλη συλλογή ξυλόγλυπτων και βιτρώ (14ος - 18ος αιώνας), συλλογή όπλων ρωμαϊκής έως και αναγεννησιακής εποχής (δόρατα, πελέκεις, τόξα κ.ά). Επίσης, το συγκεκριμένο μουσείο είναι  διάσημο και για τον μύθο της Λευκής Κυρίας, μια δημοφιλής ιστορία φαντασμάτων η οποία αναφέρεται σε μια νεαρή γυναίκα που φυλακίστηκε άδικα και πέθανε από την πείνα. Το φάντασμά της, λέγεται ότι εμφανίζεται στο μουσείο, περιπλανώμενο στους διαδρόμους, αναζητώντας δικαιοσύνη. 
Τελευταίο ενδιαφέρον αξιοθέατο της πόλης είναι το "Σπίτι των Κεφαλιών", ένα όμορφο κτήριο της γερμανικής αναγέννησης, το οποίο χτίστηκε το 1609 από τον καταστηματάρχη Anton Burger κι αποδίδεται στον αρχιτέκτονα Albert Schmidt. Το όνομα του συγκεκριμένου σπιτιού, οφείλεται στα 106 κεφάλια και γκροτέσκες μάσκες που διακοσμούν την πλούσια πρόσοψή του. Το αέτωμα του κτηρίου είναι διακοσμημένο με έλικες αλλά και το άγαλμα ενός βαρελοποιού, σμιλευμένο το 1902 από τον Φρεντερίκ Ωγκύστ Μπαρτολντί, μετά από παραγγελία του Συλλόγου Οίνων που είχε μετακομίσει εκεί το 1898. Η τελευταία αποκατάσταση του κτηρίου έγινε το 2012 κι έκτοτε λειτουργεί ως ξενοδοχείο. 
Η ώρα είχε πια περάσει κι ο ήλιος σχεδόν άγγιζε τον ορίζοντα της Αλσατίας. Γεμάτοι εικόνες και χρώματα, πήραμε το δρόμο για τον σιδηροδρομικό σταθμό περνώντας από την πλατεία Rapp, η οποία είναι αφιερωμένη στον στρατηγό Jean Rapp (1773-1821), ο οποίος πολέμησε σε αρκετές συγκρούσεις εκείνης της περιόδου, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλικής Επανάστασης και της Μάχης του Austerlitz. Ο ανδριάντας που στέκεται στη μέση της πλατείας, κι όπως είχα αναφέρει και στην αρχή του κειμένου, είναι έργο του Φρεντερίκ Ωγκύστ Μπαρτολντί, παρουσιάστηκε πρώτα στα Ηλύσια Πεδία του Παρισιού το 1855. Στην πόλη στήθηκε το 1856.
Δίπλα στην πλατεία απλώνεται το Camp-de-Mars, το μεγαλύτερο πάρκο στο κέντρο της πόλης, το οποίο χτίστηκε το 1745 ως δημόσιος χώρος περιπάτου με τον σχεδιασμό των μονοπατιών να σχηματίζει τον σταυρό της Λεγεώνας της Τιμής. Στο κέντρο του πάρκου υπάρχει ένα μεγάλο σιντριβάνι, το Admiral Bruart Memorial Fountain, το οποίο κατασκευάστηκε από τον Φρεντερίκ Ωγκύστ Μπαρτολντί το 1864 και συμβολίζει την έννοια των τεσσάρων ηπείρων, με τις οποίες είχε εμπορικές σχέσεις η Γαλλία, υποδηλώνοντας μ' αυτόν τον τρόπο την ναυτική της δύναμη εκείνη την εποχή. Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο του συγκεκριμένου πάρκου είναι ένα καρουσέλ, το οποίο ξεχωρίζει για το στιλ του καθώς θυμίζει αντίστοιχα καρουσέλ του 1900 κι επειδή διαθέτει κλειστή γκαλερί, καθιστώντας το μοναδικό στην Ευρώπη.  
Στο σιδηροδρομικό σταθμό φτάσαμε την ώρα που η πλάση έπαιρνε μια χρυσαφένια απόχρωση καθώς ο ήλιος άγγιζε πια τον ορίζοντα. Όλα γύρω ήταν ήρεμα κι όμορφα, αφήνοντας την αίσθηση μιας χρονιάς και μόνιμης μεθυστικότητας από τις τοπικές ποικιλίες κρασιού. Ο κόσμος στην αποβάθρα απολάμβανε σιωπηλός τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου, αφήνοντας την αίσθηση μιας γαλήνιας ικανοποίησης για τις συνθήκες ζωής που έχουν σ' αυτά τα όμορφα μέρη της μεγάλης γαλλικής Ανατολής. Η αλήθεια είναι πως τους ζήλεψα αρκετά...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου