Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2022

Φιλιππούπολη, η αρχαία κι αιώνια πόλη

 

 


Αφήσαμε πίσω μας τους πολύβουους δρόμους της Σόφιας και κινήσαμε νοτιοανατολικά, ακολουθώντας τις αρχαίες διαδρομές που ένωναν κάποτε την Ευρώπη με την Ασία, επιθυμώντας να φτάσουμε στην παλαιότερη πόλη της Βουλγαρίας και μια από τις αρχαιότερες της Ευρώπης, την Φιλιππούπολη. Όσο περνούσε η ώρα τόσο πιο αισθητή νοητά γινόταν η κάθοδός μας σε μια απέραντη πεδιάδα που απλώνεται ανάμεσα στις οροσειρές της Ροδόπης και της Σρέντνα Γκόρα. Στο κέντρο αυτής της κοιλάδας κι ανάμεσα σε τρεις από τους έξι εναπομείναντες λόφους (ο έβδομος λόφος Μάρκοβο Τέπε ισοπεδώθηκε αρχές του 20ου αιώνα) της περιοχής απλώνεται η αιώνια γοητεία της Φιλιππούπολης. 
Η πόλη πήρε το όνομά της προς τιμή του Φίλιππου Β΄ της Μακεδονίας, γιού του Αμύντα Γ΄ και πατέρα του Μεγάλου Αλέξανδρου, μετά την εισβολή του στην ευρύτερη περιοχή και κατάληψή της ύστερα από αλλεπάλληλες μαχες με τους Θράκες. Σκοπός του ήταν να υποτάξει ολόκληρη την περιοχή, που ήταν αποικία των Αθηναίων, για να αποκόψει τις εμπορικές συναλλαγές που είχαν αναπτύξει προς τον Εύξεινο Πόντο. 
Αφού έδιωξε από το θρόνο τον Κερσοβλέπτη (357 - 341 π.Χ.), βασιλιά των Οδρυσών, οι οποίοι ήταν μια από τις φυλές που κατοικούσαν στην αρχαία Θράκη, άρχισε να οργανώνει τη διοίκηση της περιοχής πάνω σε νέες βάσεις. Έκτισε πόλεις-φρούρια, στη μέση της κοιλάδας του Έβρου, μεταξύ αυτών και τη Φιλιππούπολη, η οποία ήταν μεγαλύτερη από όλες τις υπόλοιπες. 
Κατά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία η πόλη ονομάστηκε Τριμόντιον (Trimontium) δηλαδή «Τρίλοφος» ή «Πόλη των Τριών Λόφων», από τους 3 λόφους πάνω στους οποίους ήταν κτισμένη, τους Νεμπέτ Τεπέ (Nebet Tepe), Τζαμπάζ Τεπέ (Dzhambaz Τepe) και Ταξίμ Τεπέ (Taksim Τepe). Τον 9ο αιώνα οι Βούλγαροι την μετονόμασαν σε Παπάλντιβ, Πλό(β)ντιβ, Πλάντιβ, Πλάντιν, Πλάπντιβ ή Πλόβντιν βασιζόμενοι στην παλιά θρακιώτικη ονομασία Πουλπουδέβα. Επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε έγγραφο του 1448, η πόλη αναφερόταν στα τουρκικά ως Φιλιμπέ (Filibe), παραφθορά του Φίλιππος. Ωστόσο, στην υπόλοιπη Ευρώπη, η πόλη είχε παραμείνει γνωστή ως Φιλιππούπολη, ως τις αρχές του 20ου. Η σύγχρονή της ονομασία τεκμηριώθηκε ως Пло(в)дївь, βασιζόμενη σε ένα βουλγαρικό απόκρυφο χρονικό του 11ου αιώνα. 
Η Φιλιππούπολη θεωρείται από τις αρχαιότερες πόλης της Ευρώπης, έχοντας ίχνη κατοίκησης από την 6η χιλιετία π.Χ. και την Νεολιθική εποχή. Τον 12ο αιώνα π.Χ. ο οικισμός της εξελίχθηκε σε μεγάλη πόλη, η οποία κατοικείτο από Θράκες. Στην ιστορία της δέχτηκε αρκετές εισβολές από Πέρσες, Έλληνες, Κέλτες, Ρωμαίους, Γότθους, Ούννους, Βούλγαρους, Ρώσους, Σταυροφόρους και Τούρκους. Η τελευταία μάχη που δόθηκε γι' αυτήν ήταν στις 4 Ιανουαρίου του 1878, όταν ο ρωσικός στρατός αποδέσμευσε την πόλη από την κυριαρχία των Οθωμανών. Στην αρχή έγινε η πρωτεύουσα της αυτόνομης Ανατολικής Ρωμυλίας και το 1885 έγινε τμήμα της υπόλοιπης Βουλγαρίας.  
Μεσημέρι μπήκαμε στα γκρίζα προάστιά της, ανυπομονώντας να αντικρίσουμε την ομορφιά της παλιάς πόλης με τα ιδιαίτερα έντονα χρώματα της βουλγαρικής αρχιτεκτονικής αναγέννησης. Το ξενοδοχείο μας ήταν ακριβώς πάνω στον διάσημο πεζόδρομο Knyaz Aleksander I. Από το παράθυρο του δωματίου απλωνόταν το εναπομείναν κομμάτι του Αρχαίου Σταδίου (01:55-02:10), το οποίο θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα ρωμαϊκά μνημεία της πόλης. Το Αρχαίο Στάδιο χτίστηκε τον 2ο αιώνα, κατά την περίοδο της βασιλείας του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Αδριανού κι απλωνόταν ανάμεσα στους λόφους Σαχάτ Τεπέ και Ταξίμ Τεπέ. Το μνημείο αυτό χτίστηκε στα πρότυπα του αντίστοιχου σταδίου των Δελφών και είχε μήκος περίπου 240 μέτρα και πλάτος 50 μέτρα κι ήταν χωρητικότητας 30.000 θεατών. Στις μέρες μας, έχει μείνει ορατό ένα μικρό κομμάτι του βόρειου τμήματός του, με 14 σειρές καθισμάτων, το οποίο οι κάτοικοι αποκαλούν "σφεντόνα" λόγω του καμπυλωτού του σχήματος. Το υπόλοιπο τμήμα εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από τον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης. 
Δίπλα στα απομεινάρια του Αρχαίου Σταδίου βρίσκεται το Τζαμί Τζουμαγιά, το οποίο θεωρείται πως είναι το αρχαιότερο θρησκευτικό κτίριο των Βαλκανίων από την περίοδο της Οθωμανικής Κυριαρχίας. Ωστόσο το παλιό τζαμί κατεδαφίστηκε επί εποχής του Μουράτ Β΄ (1421-1451) για να χτιστεί στη θέση του το σημερινό, το οποίο ανακαινίστηκε το 1785 και το 1818 μετά από καταστροφές που υπέστη από σεισμούς. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου τζαμιού είναι το ηλιακό ρολόι που βρίσκεται στην νοτιοανατολική του πλευρά κι οι εννιά μολυβένιοι θόλοι του.  
Από εκεί περπατήσαμε στον πεζόδρομο Knyaz Alexander I με την κεντροευρωπαϊκή του αύρα, η οποία εκπέμπεται από τα αρχοντικά του κτίρια που έχουν την χαρακτηριστική αναγεννησιακή αρχιτεκτονική της Βουλγαρίας. Ο μακρόστενος δρόμος μας οδήγησε στην πλατεία Στέφαν Σταμπολόφ (00:51-01:06) με το μεγάλο στρογγυλό σιντριβάνι και την πλατεία Τσεντράλεν όπου δεσπόζει το κτίριο του Κεντρικού Ταχυδρομείου με τον χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό ρυθμό της σοσιαλιστικής εποχής (01:13). Στη συγκεκριμένη πλατεία έχουν μείνει τα απομεινάρια του Ρωμαϊκού Φόρουμ (01:47) και του Ρωμαϊκού Ωδείου (01:07), το οποίο κατασκευάστηκε μεταξύ 2ου και 5ου αιώνα και ήταν το δεύτερο και μικρότερο αρχαίο θέατρο της Φιλιππούπολης, καθώς είχε μόνο 350 θέσεις. Αρχικά χτίστηκε ως βουλευτήριο κι αργότερα ανακατασκευάστηκε ως θέατρο. Το μνημείο αυτό αναστηλώθηκε το 2004. 
Δίπλα από την κεντρική πλατεία της πόλης απλώνεται το πελώριο πάρκο του Τσάρου Συμεών (00:09-00:50), το οποίο είναι γεμάτο περίτεχνα σιντριβάνια και όμορφα γλυπτά. Ένα απ' αυτά τα γλυπτά, θεωρώ πως είναι από τις πιο όμορφες προτομές που έχω αντικρίσει στα μέχρι σήμερα ταξίδια μου. Η μορφή αυτή ανήκει στον αρχιτέκτονα που σχεδίασε τα πάρκα της χώρας, δίνοντας τους ένα έντονο κεντροευρωπαϊκό ύφος. Η επιτυχία στο έργο του εκτιμήθηκε δεόντως και θαυμάζεται μέχρι σήμερα, δίνοντάς του τον τιμητικό τίτλο του "Υπουργού των Πάρκων". 
Αφού περιπλανηθήκαμε στην πεδινή πλευρά της Φιλιππούπολης, πήραμε τα καλντερίμια που ανηφόριζαν προς την Παλιά Πόλη. Η Παλιά Πόλη της Φιλιππούπολης είναι αναρριχημένη στους τρεις λόφους Νεμπέτ Τεπέ, Τζαμπάζ Τεπέ και Ταξίμ Τεπέ και έχει χαρακτηριστεί ιστορική διατηρητέα περιοχή λόγω του ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού ύφους της Βουλγαρικής Αναγέννησης. Όλα τα αρχοντικά σπίτια της περιοχής ξεχωρίζουν μεταξύ τους τόσο στις επιλογές χρωμάτων των όψεών τους όσο και στα σχήματα των κτιρίων με την πλούσια εξωτερική κι εσωτερική τους διακόσμηση, γεγονός που τα κάνει μοναδικά, δίνοντας την εντύπωση πως οι πλούσιες οικογένειες εκείνης της εποχής είχαν στήσει έναν έντονο ανταγωνισμό καλαισθησίας και χρώματος. Από τα πρώτα λιθόστρωτα μονοπάτια της παλιάς πόλης, γίνεται αισθητή η ελληνική συνεισφορά στη διαμόρφωση της πρόσφατης πολιτιστικής ταυτότητας της πόλης, καθώς ασχολούνταν με την κατεργασία και το εμπόριο μαλλιού. Η έντονη παρουσία των Ελλήνων είναι έκδηλη κι αποτυπώνεται στα εξαιρετικά δίπατα και τρίπατα αρχοντικά με τις ζωγραφιστές προσόψεις, οι οποίες μαρτυρούν την ευρωστία και την καλαισθησία της ακμάζουσας ελληνικής κοινότητας. Πολλά από αυτά τα κτίρια είναι επισκέψιμα καθώς έχουν μετατραπεί σε μουσεία.
Το πιο διάσημο απ' αυτά τα αρχοντικά είναι η κατοικία του πλούσιου Έλληνα καπνεμπόρου Αργύρη Κουγιουμζτόγλου (04:24-04:48), η οποία στεγάζει σήμερα το Εθνογραφικό (Λαογραφικό) Μουσείο. Το αρχοντικό χτίστηκε το 1846-48 από τον αρχιτέκτονα Hadzhi Georgi. Το κτίριο είναι 570 τ.μ. και έχει 12 μεγάλες αίθουσες και 130 παράθυρα, κάτι που το χαρακτηρίζει ως το «Βασιλικό Σπίτι» κι αποτελεί μοναδικό δείγμα αρχιτεκτονικής της Εθνικής Αναγέννησης του 19ου αιώνα. Από το 1917 μετατράπηκε σε μουσείο, φιλοξενώντας περισσότερα από 40.000 εκθέματα, όπως παραδοσιακές στολές, κεντήματα, υφαντά, μουσικά όργανα, χρηστικά αντικείμενα και γεωργικά εργαλεία. Ένα παρόμοιο αρχοντικό σπίτι της οικογένειας Κουγιουμτζόγλου βρίσκεται και στην πόλη της Ξάνθης, όπου κι αυτό με τη σειρά του έχει μετατραπεί σε  Λαογραφικό & Ιστορικό Μουσείο.
Περιφερόμενος στην Παλιά Πόλη συνάντησα κι άλλα αρχοντικά που θαύμασα για κάμποση ώρα κι απόλαυσα να τα φωτογραφίζω από αρκετές γωνίες λήψης όπως συνέβη με το "Σπίτι του Λαμαρτίνου" με τα πολλά παράθυρα και την κατοικία του εμπόρου Στεπάν Χιντλιάν με τις έντονα χρωματιστές του πινελιές. Όμως για μένα, το πιο όμορφο κι εντυπωσιακό αρχοντικό της Παλιάς Πόλης είναι η κατοικία του εύπορου εμπόρου Μπαλαμπάνοφ (05:22-05:30), η οποία στεγάζει σήμερα το Ιστορικό Μουσείο της πόλης. Ο αρχιτεκτονικός πλούτος της Παλιάς Πόλης ποικίλει και διαφέρει από καλντερίμι σε καλντερίμι, γεμίζοντας τους επισκέπτες με όμορφες εικόνες κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών τους, διότι πέρα από τα παραπάνω διάσημα αρχοντικά, υπάρχουν κι άλλα κτίρια που κουβαλούν τη δική τους γοητεία και φυσικά την μοναδική τους χρωματική πινελιά, σχηματίζοντας μ' αυτόν τον τρόπο έντονο μωσαϊκό γήινων χρωμάτων απλωμένο στους λόφους της Φιλιππούπολης. Η αρχοντιά κι η καλαισθησία της Παλιάς Πόλης είναι τόσο ελκυστική που με ώθησε να περιπλανηθώ για ώρες στα σοκάκια της, σε μια επιθυμία μου να αντικρίσω τις εναλλαγές των χρωματιστών όψεων τόσο στο φως της μέρας όσο και στο θερμό νυχτερινό φωτισμό των δρόμων. 
Ένα ακόμη ενδιαφέρον σημείο της Παλιάς Πόλης είναι η ορθόδοξη εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου κι Ελένης του 1832 με το πολυφωτογραφημένο λευκό της καμπαναριό (04:48-05:00). Η σημερινή εκκλησία είναι χτισμένη στη θέση μιας παλιότερης του 4ου αι. που ήταν αφιερωμένη στους Αγίους Σεβερίνο και Μέμνο, οι οποίοι μαζί με άλλους κατοίκους της Φιλιππούπολης είχαν μαρτυρήσει κατά την περίοδο των διωγμών του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Επίσης, κάτω από το ναό υπάρχουν τα υπόγεια ενός οκταγωνικού πύργου, ο οποίος υπήρξε μέρος του αρχαίου κάστρου, και χρησιμοποιήθηκε ως κατακόμβες και νεκροταφείο των θυμάτων κατά την περίοδο των διωγμών των πρώτων Χριστιανών. Το 313 μ.Χ. ο ναός μετονομάστηκε σε Αγίων Κωνσταντίνου κι Ελένης, προς τιμήν του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και της μητέρας του, αλλά υπέστη αρκετές ζημιές από φωτιά το 1830. Το 1832 ξαναχτίστηκε παίρνοντας τη σημερινή του μορφή. Το πλούσιο τέμπλο του φιλοτεχνήθηκε το 1839 από τον Μετσοβίτη τεχνίτη Γιάννη Πασκούλη, στα πρότυπα των σχεδίων της Βιέννης, ενώ οι εικόνες του κι οι εξωτερικές τοιχογραφίες του ναού είναι έργα του διάσημου ζωγράφου της Βουλγαρικής Αναγέννησης, Ζαχάρι Ζογκράφ (1810-1853).
Όμως το μεγάλο στολίδι της Φιλιππούπολης κι ένα από τα σημαντικότερα και γνωστότερα μνημεία της Βουλγαρίας είναι το Αρχαίο Θέατρο (07:21-07:30). Το μνημείο αυτό κατασκευάστηκε στις αρχές του 2ου αιώνα επί της βασιλείας του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Τραϊανού, αναπαυόμενο μεταξύ των δυο λόφων Τζαμπάζ Τεπέ και Ταξίμ Τεπέ. Το θέατρο ήταν χωρητικότητας 7.000 ατόμων αλλά αυτό που το κάνει ξεχωριστό είναι η τριώροφη σκηνή, η οποία είναι διακοσμημένη με αγάλματα. Το μνημείο αποκαταστάθηκε μεταξύ 1968 και 1984 και σήμερα θεωρείται λειτουργικό φιλοξενώντας αρκετές εκδηλώσεις όπως το Φεστιβαλ Βέρντι και το Διεθνές Φολκλορικό Φεστιβάλ. Πέρα από το θέατρο, απλώνεται η σύγχρονη μεριά της πόλης με τον λόφο Μποναρτζίκ, πάνω στον οποίον στέκει το γιγαντιαίο άγαλμα του Σοβιετικού στρατιώτη Αλιόσα. Το μνημείο αυτό στήθηκε στη μνήμη όλων των θυμάτων του σοβιετικού στρατού κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. 
Μετά τις βραδινές μας περιπλανήσεις στα σοκάκια της Παλιάς Πόλης που είχαν αποκτήσει μια παραμυθένια ατμόσφαιρα,  κατευθυνθήκαμε στην περιοχή Καπάνα (02:24-02:52), η οποία στα βουλγάρικα σημαίνει παγίδα. Η περιοχή αυτή κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας ήταν βιοτεχνική καθώς ήταν γεμάτη χρυσοχόους, παπουτσάδες, κεραμίστες κι άλλους τεχνίτες. Με την πάροδο των χρόνων ερήμωσε αλλά κατάφερε να διατηρήσει μέχρι τις μέρες μας το παρελθοντικό της ύφος. Σήμερα έχει γίνει η καρδιά της νυχτερινής ζωής στην πόλη με την εναλλακτική καλλιτεχνική της ατμόσφαιρα καθώς είναι γεμάτη με γουστόζικα μπαράκια και μικρές γκαλερί. Η αναγέννησή της ήρθε όταν η πόλη επιλέχθηκε να γίνει πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2019. Τότε ο οργανισμός πολιτιστικής πρωτεύουσας νοίκιασε δέκα καταστήματα ζητώντας ιδέες από νέους επιχειρηματίες για να τα χρησιμοποιήσουν. Αυτό έδωσε την ώθηση να ακολουθήσουν κι άλλοι μετατρέποντας το Καπάνα σε μια καλλιτεχνική, καλαίσθητη και μοδάτη γειτονιά. Αξίζει μια βόλτα στα στενά της δρομάκια τόσο τη μέρα για να θαυμάσει κανείς τα εντυπωσιακά γκράφιτι όσο και το βράδυ που ανάβουν τα πολύχρωμα λαμπάκια στους δρόμους της.
Μετά από δυο μέρες περιπλανήσεων στην όμορφη αυτή πόλη της Βουλγαρίας, διαπίστωσα πως το μότο της στο σύμβολο που έχει είναι πέρα για πέρα εύστοχο. Η Φιλιππούπολη είναι μια αρχαία πόλη που σέβεται και διατηρεί το παρελθόν της τιμώντας τόσο την ιστορία της όσο και τις φυλές που πέρασαν από εκεί προσφέροντας ένα κομμάτι του πολιτιστικού τους πλούτου στην πολυπολιτισμική της ταυτότητα. Επίσης, η Φιλιππούπολη είναι μια πόλη αιώνια επενδύοντας στις νέες γενιές τόσο με τα πανεπιστήμιά της όσο και με τις πρωτοβουλίες που παίρνει προς όφελος της νεολαίας, κάτι που φάνηκε ακόμη και στην ορθή αξιοποίηση του θεσμού της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης. Γι' αυτούς τους λόγους τη θαυμάζω και τη θεωρώ μια πόλη πρότυπο στην Ευρώπη. 
Επίσης, επτά χρόνια από την προηγούμενη επίσκεψή μου, διαπίστωσα πως η Φιλιππούπολη ζει μια νέα νιότη και μια εντυπωσιακή άνθηση, παρατηρώντας αρκετές αλλαγές από την τελευταία φορά που την επισκέφθηκα. Οπότε θεωρώ πως θα είναι ένας από τους νέους ανερχόμενους προορισμούς που τα επόμενα χρόνια θα τραβήξουν τα βλέμματα των απανταχού περιπλανώμενων της Γηραιάς Ηπείρου. 

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2022

Βέλικο Τάρνοβο, Η κοιτίδα των Βουλγάρων Τσάρων

 



Αντίκρισα για πρώτη φορά το Βέλικο Τάρνοβο πριν από εφτά χρόνια καθώς κατευθυνόμουν προς τα ρουμανοβουλγαρικά σύνορα. Ακόμη θυμάμαι τη στιγμή που βγαίνοντας από ένα τούνελ, εντυπωσιάστηκα με μια συνοικία που κρεμόταν κυριολεκτικά από έναν γκρεμό. Αμέσως ρώτησα τον αρχηγό του γκρουπ να μου πει ποια είναι αυτή η πόλη. "Αυτό είναι το Βέλικο Τάρνοβο, η παλιά πρωτεύουσα της Βουλγαρίας" μου είπε κάπως αόριστα κι αδιάφορα. Μεμιάς έκρυψα την εικόνα αυτή στην μνήμη μου κι υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως κάποια στιγμή θα επισκεφθώ ξανά τη Βουλγαρία για να περιπλανηθώ με περισσότερη άνεση στη Σόφια και στη Φιλιππούπολη και φυσικά να επισκεφθώ το μυστηριώδες κι ατμοσφαιρικό Βέλικο Τάρνοβο, που το είχα αποτυπώσει ως εικόνα στο μυαλό μου να στέκεται σαν αυτοκρατορικό στέμμα σε τρεις λόφους, τον Τσάρεβετς, την Τραπέζιτσα και την Σβέτα Γκορά (το Ιερό Βουνό ή Άγιο Όρος). Τελικά, χρειάστηκε να περάσουν μερικά χρόνια για να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου αυτή.
Έχοντας αναχωρήσει καταγοητευμένοι από την αρχαία κι αιώνια πόλη της Φιλιππούπολης, αρχίσαμε να ανηφορίζουμε προς τη βόρεια Βουλγαρία, ακολουθώντας μια διαδρομή τριών ωρών μέχρι να φτάσουμε στον τελικό μας προορισμό. Σ' αυτές τις μεγάλες αποστάσεις ανάμεσα σε διάφορες πόλεις, απολαμβάνω τις στιγμές που διασχίζουμε επαρχιακούς δρόμους και περνάμε μέσα από χωριά που είναι ξεχασμένα από όλους. Το ίδιο συνέβη και στη συγκεκριμένη διαδρομή, όπου μου έκαναν μεγάλη εντύπωση τα μικρά και σχεδόν παρατημένα χωριά της βουλγαρικής υπαίθρου με τα μεγάλα και καλοδιατηρημένα τους σχολεία. 
Η είσοδός μας στο Βέλικο Τάρνοβο είχε μια ανοδική κλίση, προσπαθώντας η πόλη ακόμη και μ' αυτόν τον τρόπο να μας τονίσει πως ανηφορίζουμε στην "Πόλη των Τσάρων". Το άγριο τοπίο της κοιλάδας του ποταμού Γιάντρα, μας υποδέχτηκε με έναν μουντό καιρό που έκανε την πόλη να δείχνει ακόμη πιο ατμοσφαιρική. Τα κρεμασμένα σε απόκρημνους βράχους σπίτια της, ακολουθούσαν τους απότομους μαιανδρισμούς του ποταμού Γιάντρα, δημιουργώντας μια ιδιόμορφη και μακρόστενη αστική μορφολογία. 
Η περιοχή της παλιάς πόλης και των φρουρίων, είναι από τις παλαιότερες κατοικημένες περιοχές της χώρας καθώς έχουν ανακαλυφθεί ίχνη από τους προϊστορικούς χρόνους κι από θρακικά φύλα. Μάλιστα, στο λόφο Τραπέζιτσα έχουν βρεθεί οχυρωματικά έργα που χρονολογούνται από την Εποχή του Ορείχαλκου (5η-6η χιλιετία π.Χ.). Έπειτα, ήρθαν οι Ρωμαίοι να υψώσουν τα δικά τους τείχη στον συγκεκριμένο λόφο, ενώ αργότερα ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός έχτισε ένα κάστρο. 
Τον 7ο αι. κατέβηκαν τα πρώτα σλαβικά φύλα και κατέλαβαν την πόλη. Εκείνη την περίοδο ξεκίνησε η Δυναστεία των αδελφών Ιβάν Ασέν Α' και του Πέτρου Ασέν, οι οποίοι μετέτρεψαν το Βέλικο Τάρνοβο σε ορμητήριο κατά του Βυζαντίου. Η αίγλη της πόλης όλο και μεγάλωνε μαζί με τον πληθυσμό της.  
Όταν έπεσε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία με την άλωση της Κωνσταντινούπολης, το Βέλικο Τάρνοβο επεδίωξε να χριστεί Τρίτη Ρώμη, βασιζόμενο στην εξέχουσα πολιτιστική και διοικητική επιρροή που είχε στην Ανατολική Ευρώπη. Εξάλλου, ως πρωτεύουσα της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, ήταν μια πόλη με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, γεμάτη ξένους εμπόρους κι απεσταλμένους άλλων χωρών. Μάλιστα, η σπουδαιότητά της ήταν τόσο μεγάλη που επιβεβαιώνεται και με το γεγονός ότι η πόλη έδωσε το όνομα της στη φιλολογία, τη ζωγραφική και την αρχιτεκτονική της διάσημης «σχολής του Τάρνοβο». Όμως, η πολιτική, οικονομική και πνευματική ακμή της πόλης ανασχέθηκε όταν καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς στις 17 Ιουλίου του 1393 μετά από μια πολιορκία τριών μηνών. Όταν η πόλη έπεσε, οι Οθωμανοί έσφαξαν τους ευγενείς κι εξόρισαν αρκετές οικογένειες στη Μικρά Ασία. Μετά την πτώση του Βέλικο Τάρνοβο άρχισε κι η κατάληψη της υπόλοιπης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, η οποία ολοκληρώθηκε μετά από τρία χρόνια. 
Η Οθωμανική κυριαρχία διήρκεσε 484 χρόνια και τερματίστηκε με την απελευθέρωση της πόλης στις 7 Ιουλίου του 1877 από τον Ρώσο στρατηγό Ιωσήφ Γκούρκο, κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1877-1878). Με τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1878, ιδρύθηκε το Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας, το οποίο απλωνόταν από τον Δούναβη μέχρι την οροσειρά του Αίμου, έχοντας πρωτεύουσα το Βέλικο Τάρνοβο. 
Η πόλη όμως άλλαξε ξανά χαρακτήρα κατά την Κομμουνιστική περίοδο. Δέκα χιλιάδες κάτοικοί της έγιναν μέλη του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, πολλές εκκλησίες κι ιδιωτικές επιχειρήσεις έκλεισαν κι οι μεγάλες βιομηχανίες που βρίσκονταν έξω από την πόλη κρατικοποιήθηκαν. Παράλληλα, ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο "Αγίων Κυρίλλου και Μεθόδιου" το οποίο θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της χώρας, ενώ τη δεκαετία του ΄70 αναγερθήκαν περιμετρικά της πόλης νέες βιομηχανίες μηχανημάτων, ηλεκτρονικών, φαρμάκων, επίπλων κι υπολογιστών. Εκείνη την περίοδο άρχισε κι η αστικοποίηση του πολεοδομικού ιστού, αλλάζοντας ριζικά την όψη του Βέλικο Τάρνοβο.
Σήμερα, το Βέλικο Τάρνοβο είναι μια όμορφη πανεπιστημιούπολη καθώς διαθέτει δυο μεγάλα πανεπιστημιακά ιδρύματα (το πανεπιστήμιο των Αγίων Κύριλλου και Μεθόδιου και τη στρατιωτική ακαδημία Βασίλ Λέφσκι), ενώ παράλληλα έχει μετατραπεί τα τελευταία χρόνια σε κορυφαίο τουριστικό προορισμό, αυξάνοντας σταθερά τον ετήσιο αριθμό των επισκεπτών της. 
Πρώτη μας εξόρμηση στο Βέλικο Τάρνοβο ήταν η επίσκεψή μας στο επιβλητικό φρούριο Τσάρεβετς που δεσπόζει αντικριστά της παλιάς πόλης. Κατηφορίζοντας προς την πύλη του με το χαρακτηριστικό λιοντάρι, το παρατηρούσαμε να ξεδιπλώνεται μπροστά μας, σταματώντας κάθε τόσο για να το θαυμάσουμε. Το αυτοκρατορικό φρούριο διαθέτει εντυπωσιακά οχυρωματικά τείχη, παρατηρητήρια, ένα βασιλικό παλάτι, 400 κατοικίες και 18 εκκλησίες. Όλα αυτά συγκεντρωμένα πάνω σε έναν λόφο. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο πως το Φρούριο Τσάρεβετς θεωρείται ένα από τα ισχυρά σύμβολα της Βουλγαρίας καθώς θυμίζει το ένδοξο παρελθόν της, από τον 12ο μέχρι τον 14ο αιώνα που η Βουλγαρική αυτοκρατορία ήταν μεγάλη πολιτική δύναμη κι ανταγωνίσιμη με την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. 
Περιπλανηθήκαμε αρκετή ώρα ανάμεσα σε πολεμίστρες και χαλάσματα παλιών κατοικιών κι εκκλησιών. Από τα τείχη του κάστρου διέκρινα το τούνελ που διέσχισα πριν από εφτά χρόνια κι αμέσως αναλογίστηκα τη δύναμη της μνήμης. Έχοντας πλέον μια ξεκάθαρη εικόνα της περιοχής, διαπίστωσα πως σε εκείνο το πέρασμά μου, είχα διασχίσει τον δρόμο ανάμεσα στην παλιά πόλη και τον λόφο Τραπέζιτσα, όπου βρίσκεται το μεσαιωνικό κάστρο της πόλης. Ακριβώς κάτω από το φρούριο Τσάρεβετς βρίσκεται ένας μικρός οικισμός, χωμένος μέσα σε πυκνό δάσος. Ανάμεσα στα μικρά σπιτάκια ξεχωρίζουν δυο εκκλησίες, οι οποίες διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους, καθώς η μια έχει έντονα βυζαντινά χαρακτηριστικά ενώ η άλλη ακολουθεί ένα πιο σλαβικό ύφος στην αρχιτεκτονική της. Θεωρώ πως δεν είναι τυχαία η ονομασία του οικισμού "Μικρή Βουλγαρία". 
Επιστρέφοντας στην παλιά πόλη, διασχίσαμε την γραφική Σαμοβόντσκα Τσαρσίγια, ο οποίος είναι ο παλιός εμπορικός της δρόμος. Στα παλιά χρόνια γινόταν πανδαιμόνιο στον δρόμο αυτόν από τους εμπόρους και τους αγρότες που έρχονταν από το κοντινό χωριό Σαμοβόντενε, για να πουλήσουν την πραμάτεια των αγρών τους αλλά και για να αγοράσουν προϊόντα. Από το χωριό αυτό πήρε την ονομασία του ο συγκεκριμένος δρόμος. Στις μέρες μας, ο πεζόδρομος αυτός εξακολουθεί να είναι πέρασμα αλλά με διαφορετικό χαρακτήρα καθώς από εμπορικός έχεις μετατραπεί σε τουριστικό. Εκεί συναντήσαμε αρκετά καταστήματα με τοπικά προϊόντα κι αναμνηστικά, μικρές καφετέριες που έχουν τις βεράντες τους στραμμένες προς το φρούριο Τσάρεβετς κι ανακαινισμένα χάνια. Η αλλαγή αυτή προήλθε από μια απόφαση της δεκαετίας του '80, όπου προτάθηκε να διατηρηθεί το παραδοσιακό ύφος του συγκεκριμένου δρόμου και να μετατραπεί σε ένα υπαίθριο ζωντανό μουσείο, σε μια προσπάθεια να διατηρηθεί η βουλγαρική καλλιτεχνική και πολιτιστική κληρονομιά. Οπότε μπορεί κανείς να πετύχει διάφορους τεχνίτες επί το έργον, όπως ξυλογλύπτες, μαχαιροποιούς, υφαντουργούς, αγγειοπλάστες κ.α. Αν όμως απουσιάζουν από τα εργαστήριό τους, μπορεί κανείς να τους θαυμάσει σε ξύλινες μορφές, οι οποίες βρίσκονται διασκορπισμένες κατά μήκος του πεζόδρομου.   
Πέρα από το φρούριο Τσάρεβετς και το γραφικό Σαμονόντσκα Τσαρσίγια, δεν υπάρχει κάποιο άλλο αξιοθέατο, παρά μόνο το μνημείο της Μητέρας Βουλγαρίας που δεσπόζει απέναντι από το δημαρχείο της πόλης. 
Το μόνο που μας έμενε να επισκεφθούμε ήταν το Μνημείο των αδελφών Ιβάν και Πέτρου Ασέν, το οποίο βρίσκεται έξω από την παλιά πόλη. Όμως θα μπορούσε κανείς να πει πως το μνημείο αυτό βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο της παλιάς πόλης, καθώς το Βέλικο Τάρνοβο απλώνεται αμφιθεατρικά γύρω του. Δίπλα σ' αυτό συναντήσαμε και την Πινακοθήκη Τέχνης Boris Denev, της οποίας η αυστηρή αρχιτεκτονική την κάνει να διαφέρει απόλυτα με τα υπόλοιπα κτίσματα της πόλης. 
Αναχώρησα για Σόφια νιώθοντας μια γλυκιά ικανοποίηση που εκπλήρωσα την υπόσχεση, την οποία είχα δώσει στον εαυτό μου πριν κάμποσα χρόνια. Αυτό όμως που διαπίστωσα είναι ότι οι προσδοκίες που είχα μαζέψει για τη συγκεκριμένη πόλη ήταν περισσότερες από αυτό που βρήκα μέσα από την επίσκεψή μου, τις περιπλανήσεις μου και τις στιγμές που έζησα εκεί. Γι' αυτό φυσικά δεν φταίει η πόλη, η οποία είναι από τη φύση της μοναδική, φιλόξενη και πανέμορφη αλλά οι δικές μου επιθυμίες που μεγάλωσαν με την πάροδο των χρόνων. Οπότε, η επίσκεψή μου στην πόλη αυτή δεν ήταν μόνο εκπλήρωση μιας υπόσχεσης κι απόλαυση ατελείωτων περιπλανήσεων αλλά κι ένα εύστοχο δίδαγμα για μένα. Αυτό μ' έκανε να εκτιμήσω ακόμη περισσότερο το "αυτοκρατορικό" Βέλικο Τάρνοβο. 

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

Λόβετς, η πόλη με τη σκεπαστή γέφυρα



Η επίσκεψή μου στο Λόβετς ήταν μια από τις αναπάντεχες κι ευχάριστες εκπλήξεις των μέχρι σήμερα ταξιδιών μου. Έχοντας λοιπόν αναχωρήσει οδικώς από το Βέλικο Τάρνοβο για να επιστρέψουμε στη Σόφια, συζητούσαμε για το απέραντο πράσινο των πυκνών δασών που καλύπτουν σχεδόν όλη τη χώρα της Βουλγαρίας. Κι ενώ το αμάξι τραβούσε σχεδόν αυτόματα προς τη δύση, ο οδηγός της παρέας, μας αιφνιδίασε στρίβοντας απότομα δεξιά. Ίσα που πρόλαβα να διακρίνω μια πινακίδα που έγραφε ότι το Λόβετς απέχει δέκα χιλιόμετρα. 
"Γιατί να μην πιούμε έναν απογευματινό καφέ στο Λόβετς πριν επιστρέψουμε Σόφια;" απάντησε παρατηρώντας τη σαστιμάρα που είχε σχηματιστεί στα πρόσωπα όλων μας. Κανείς μας δεν έφερε αντίρρηση παρά τη συσσωρευμένη κούραση των προηγούμενων ημερών αλλά και μετά την πρωινή μας περιπλάνηση στο μικρό γραφικό χωριό Αρμπανάσι (00:04-00:52).
Πριν αναφερθώ στο Λόβετς, θα ήθελα να πω δυο λόγια για αυτό το μικρό χωριό που έχει γίνει αρκετά δημοφιλές λόγω των καλά διατηρημένων ιστορικών του κτιρίων. Το Αρμπανάσι βρίσκεται λίγο πιο έξω από το Βέλικο Τάρνοβο, το οποίο υπήρξε ιστορική πρωτεύουσα της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Το χωριό ιδρύθηκε από χριστιανούς τον 15ο αιώνα κι ήταν ιδιοκτησία του Ρουστέμ πασά, του Μεγάλου Βιζέου στον Σουλτάνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα μέσα του 16ου αιώνα. Γι' αυτόν τον λόγο, πολλά από τα παλιά του κτίρια εξακολουθούν να έχουν οθωμανική διακόσμηση και σχεδιασμό. Επίσης, το όνομα του χωριού φανερώνει πως οι πρώτοι κάτοικοί του προέρχονταν από την Αλβανία. 
Το χωριό αυτό έζησε μεγάλη ακμή τον 17ο και 18ο αιώνα καθώς πολλοί κάτοικοί του ήταν τεχνίτες που ασχολούνταν με τον χρυσό, τις χαλυβουργίες και το μετάξι. Επίσης, οι εκκλησίες που χτίστηκαν εκεί φανερώνουν τη συγκεκριμένη ευημερούσα περίοδο. Η πιο γνωστή κι ιστορική εκκλησία του χωριού είναι η Εκκλησία της Γεννήσεως (που ονομάζεται επίσης κι η Εκκλησία της Γεννήσεως του Χριστού),
της οποίας οι τοίχοι είναι ζωγραφισμένοι εξολοκλήρου χωρίς ακάλυπτο χώρο με σκηνές που συναντιούνται πολύ σπάνια στην εικονογραφία εκείνης της περιόδου. Επίσης, η εκκλησία της Γεννήσεως του Χριστού ήταν κατοικία των μητροπολιτών του Βέλικο Τάρνοβο κατά το 17 αιώνα. Τέλος σημαντικό αξιοθέατο του χωριού είναι το σπίτι του Κοσταντσαλίεφ που έχει μετατραπεί σε μουσείο, του οποίου η θεματική είναι η καθημερινή ζωή στο Αρμπανάσι την εποχή της ευημερίας του. 
Από αυτό το χωριό αναχωρήσαμε το πρωί, αποχαιρετώντας την ευρύτερη περιοχή του Βέλικο Τάρνοβο, παίρνοντας τον δρόμο για να επιστρέψουμε Σόφια, χωρίς να υποψιαζόμαστε μια πιθανή επίσκεψη σε μια ακόμη πόλη. Και να, που λίγο μετά το μεσημέρι, κατηφορίζαμε προς την κοίτη του ποταμού Όσαμ, εισχωρώντας διακριτικά στην "πόλη με τις πασχαλιές" της βόρειας Βουλγαρίας. 
Το γλυκό όνομα της πόλης Λόβετς (Ловеч) προέρχεται από τη σλαβική ρίζα λοβ που σημαίνει κυνήγι και τη σλαβική κατάληξη -ετς, και θεωρείται πως είναι από τις αρχαιότερες πόλεις της Βουλγαρίας. Όπως προκύπτει από αρχαιολογικά ευρήματα, υπήρξε προϊστορικός οικισμός, με τους πρώτους κάτοικους της πόλης να ανήκουν στη θρακική φυλή των Meldi, των οποίων τα ίχνη τους χρονολογούνται από τον 4ο π. Χ. αιώνα κι οι οποίοι ίδρυσαν την πρωτεύουσά τους με το όνομα Melta, που βρισκόταν στη σημερινή Βαρόσα (Varosha), την παλιά πόλη του Λόβετς. 
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, το Λόβετς αποτελούσε μεγάλης στρατιωτικής σημασίας σταθμό των Ρωμαίων, με το όνομα Πρεζίντιουμ (Prezidium). Στα μέσα του 11ου αιώνα, η πόλη και το κάστρο του Λόβετς συνδέονται με τις επιδρομές των Πετσενέγκων (Pechenegs) στη Βόρεια Βουλγαρία. Mετά την επανάσταση των Βουλγάρων κατά τον 12ο αιώνα, με αρχηγούς τους αδελφούς Πέτκο κι Άσσεν, ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος υπέγραψε συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Βουλγαρίας, με την οποία η Βουλγαρία αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο βασίλειο. 
Κατά τον Μεσαίωνα, η πόλη του Λόβετς υπήρξε σημαντικό κέντρο στρατηγικής σημασίας αλλά το 1393 υπέκυψε στις τουρκικές εισβολές και αποτέλεσε μέρος της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στα τέλη της τουρκικής κυριαρχίας κατά το 19ο αιώνα, το Λόβετς έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στο βουλγαρικό αγώνα εναντίον της τουρκικής καταπίεσης και συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη του αντιτουρκικού αισθήματος. Κατά την περίοδο αυτή, ο εθνικός ήρωας της Βουλγαρίας και ηγέτης του επαναστατικού αγώνα εναντίον των Τούρκων Βασίλι Λέφσκι (Vasil Levski) συνελήφθη στο χωριό Κάκρινα (Kakrina), πολύ κοντά στο Λόβετς, κι οδηγήθηκε στη Σόφια όπου κι απαγχονίστηκε. 
Στις μέρες μας, το Λόβετς έχει μετατραπεί σε κέντρο της σύγχρονης διδασκαλίας ξένων γλωσσών στη Βουλγαρία συνεχίζοντας κατά κάποιον τρόπο την ιστορική παράδοση που θέλει το πρώτο Αμερικανικό κολλέγιο της χώρας να ιδρύεται στη συγκεκριμένη πόλη το 1881 και την πρώτη σχολή ξένων γλωσσών το 1950. Όμως στην πορεία, η διδασκαλία των αγγλικών και των γαλλικών μεταφέρθηκε στη Σόφια και τη Βάρνα αντίστοιχα με την ίδρυση των πρώτων γλωσσικών σχολών στις πόλεις αυτές, κι έτσι έμειναν τα γερμανικά ως η μόνη διδασκόμενη γλώσσα στη σχολή του Λόβετς κατά την περίοδο 1959-1984, μ' αποτέλεσμα να μετονομαστεί ανεπίσημα το ίδρυμα σε Γερμανική Σχολή.
Το πιο γνωστό αξιοθέατο της πόλης είναι η «Σκεπαστή Γέφυρα» (βουλγαρικά: Покрит мост, Pokrit most), η οποία στέκει πάνω από τον ποταμό Όσαμ, κι ενώνει τη σύγχρονη πόλη με την παλιά πόλη του Λόβετς, τη Βαρόσα. Η σημερινή μορφή της γέφυρας προέρχεται από την αναστήλωσή της το 1931 μετά την καταστροφή που υπέστη από μια πυρκαγιά του 1925. Η περίφημη Σκεπαστή Γέφυρα, που προϋπήρχε στη θέση της σημερινής γέφυρας, χτίστηκε στα 1872 -1874 από τον Βούλγαρο αρχιμάστορα και γλύπτη Kolyo Ficheto (1800 - 1881). Το μήκος της είναι 106 μέτρα και στο εσωτερικό της υπάρχουν μικρά μαγαζάκια που πουλάνε κυρίως χειροποίητα προϊόντα κι αναμνηστικά για τους επισκέπτες. Στο μέσον της γέφυρας υπάρχει ένα άνοιγμα απ' όπου μπορεί κανείς να διακρίνει από κάτω το ποτάμι και να θαυμάσει σε μακέτες κάποια από τα αξιοθέατα της πόλης. 
Όμως για μένα η πραγματική ομορφιά της πόλης βρίσκεται στα γραφικά και καταπράσινα καλντερίμια της παλιάς πόλης Βαρόσα με τις κατοικίες-μνημεία Ντράσοβα και Ράσοβα, που ανηφορίζουν προς το φρούριο. Μέσα στην πυκνή βλάστηση της πλαγιάς ξεπετάγονταν μικρά αρχοντικά σπίτια, με τις χαρακτηριστικές τους μαύρες στέγες και τα σκουρόχρωμα ξύλινα μπαλκόνια τους. Μαγεύτηκα με τα χαλιά που είχαν απλωθεί σε ένα μπαλκόνι, παρακολουθώντας το παιχνίδι των χρωμάτων της βουλγαρικής σημαίας με τα πολύχρωμα μοτίβα των χαλιών και φυσικά κυνήγησα με τον φακό μου τα περίεργα βλέμματα των γατιών που με παρατηρούσαν εκ του ασφαλούς από τους μαντρότοιχους των αυλών. 
Στην κορυφή της πλαγιάς με υποδέχτηκε ο θεόρατος ανδριάντας του Βασίλι Λέφσκι. Αγέρωχος κι επιβλητικός στέκει και παρακολουθεί κάτω την πόλη με βλέμμα αυστηρό, προσπαθώντας να συγκρατήσει την ικανοποίηση πως η θυσία του απέφερε καρπούς για την απελευθέρωση της χώρας του. 
Το απόγευμα μας βρήκε σε ένα κεντρικό καφέ να απολαμβάνουμε τον καφέ μας με φόντο μια από τις σύγχρονες πλατείες της πόλης. Ένας νεαρός σε ένα απομακρυσμένο παγκάκι έπαιζε φάλτσα με το κλαρίνο του από απόσταση ασφαλείας και μια παρέα πιτσιρικιών προσπαθούσαν να σβήσουν την μελωδία του με τα ποδοβολητά και τα χαχανητά τους. Στα γύρω τραπεζάκια παρατήρησα πως σχεδόν όλοι οι θαμώνες έπιναν χαμομήλι έχοντας δίπλα τους ένα μπουκάλι coca-cola. Μια από τις περίεργες συνήθειες των Βουλγάρων, μου είπαν από την παρέα διακρίνοντας την απορία μου στο θέαμα αυτό. 
Έπειτα στράφηκα στα πρόσωπα των παρευρισκόμενων προσπαθώντας να αφουγκραστώ τον χαρακτήρα αυτής της μικρής πόλης των τριάντα χιλιάδων κατοίκων. Άρχισα να διακρίνω πρόσωπα ήρεμα κι ολίγον θλιμμένα. Άνθρωποι κάποιας ηλικίας που κοιτούσαν προς το ποτάμι κουβαλώντας έναν καημό και νέοι που έδειχναν να ασφυκτιούν στην μικρή κοιλάδα του ποταμού Όσαμ. Κι εμείς, ανάμεσά τους να αναλογιζόμαστε πως το μικρό οδοιπορικό μας στη Βουλγαρία, ολοκληρώθηκε με μία ιδιαίτερη πινελιά που μόνο το Λόβετς μπορούσε να μας προσφέρει.