Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απόλυτο Δέκα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απόλυτο Δέκα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Μνήμες Υπανάπτυξης (1968)




Υπάρχουν στιγμές που έχεις την εντύπωση πως έχεις παρακολουθήσει όλα τα αριστουργήματα του παρελθόντος, μέχρι που σκάει μια ακόμη πρόταση να σου αποδείξει πως έχεις να δεις πολλά ακόμη κινηματογραφικά διαμάντια. Μια απ' αυτές τις ευχάριστα αναπάντεχες προτάσεις είναι οι "Μνήμες Υπανάπτυξης". Αυτό όμως που έκανε την ταινία του Τομάς Γκουτιέρες Αλέα μεμιάς αγαπημένη μου, είναι πως μέσα από τα πλάνα της και τις περιγραφές της, μου έφερε στη μνήμη άλλα αριστουργήματα του παρελθόντος που έχω λατρέψει όπως "Η Μάχη του Αλγερίου", "Ο Άνθρωπος που Κοιμάται", "Η Έκλειψη", "Μια Νύχτα με την Μοντ", "Σινεμά, ο Παράδεισος" και φυσικά το αξεπέραστο κινηματογραφικό δοκίμιο του Γκούζμαν "Νοσταλγώντας το Φως". Το ότι φαίνεται παράλογη η συσχέτιση των συγκεκριμένων ταινιών που δεν έχουν πράγματι καμία συνοχή μεταξύ τους, είναι ένας επιπλέον λόγος στο να παρακολουθήσει κάποιος το αριστουργηματικό κουβανέζικο έργο ώστε να διαπιστώσει μόνος του πόσο πολύ ταιριάζουν και χωράνε οι παραπάνω κινηματογραφικές θεματολογίες μέσα σε μια μόνο ταινία. 
Η ιστορία μας γυρνάει στην Κούβα του 1961 όπου έχει εδραιωθεί το νέο καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο, διώχνοντας προς τις Η.Π.Α. την κουβανική μπουρζουαζία και τους υποστηρικτές του δικτάτορα Μπατίστα. Μέσα σ' αυτούς είναι η σύντροφος, οι γονείς και κάποιοι κοντινοί φίλοι του πρωταγωνιστή, ο οποίος αποφασίζει να παραμείνει στην Κούβα. Ο ίδιος είναι ένας καλλιεργημένος μεγαλοαστός, ο οποίος έχοντας λύσει τα οικονομικά του προβλήματα, περιφέρεται στους δρόμους της Αβάνας προσπαθώντας να βιώσει και να ερμηνεύσει την επανάσταση, την οποία βλέπει με καλό μάτι. Ωστόσοσ, η θετική του στάση απέναντι στους επαναστάτες δεν οφείλεται στα ιδεολογικά τους κίνητρα και στους σοσιαλιστικούς τους στόχους. Αντιθέτως βλέπει με καλό μάτι την αλλαγή που συντελείται στη χώρα του καθώς γίνεται και για εκείνον αφορμή να αλλάξει την δικιά του ζωή βγαίνοντας από κάποια κοινωνικά και ταξικά καλούπια, μέσα στα οποία ασφυκτιούσε. 
Αυτό όμως που ο πρωταγωνιστής διαπιστώνει στην πορεία των εξελίξεων είναι πως την περίοδο της δικτατορίας είχε ένα κύρος που του πρόσφερε μια άτυπη εξουσία απέναντι στους συμπατριώτες του λόγω καλύτερης κοινωνικής τάξης. Όμως με την επανάσταση όλα έχουν αλλάξει και πλέον μόνος του προσπαθεί να εγκλιματιστεί στις νέες συνθήκες, οι οποίες σε αρκετά σημεία τον βρίσκουν απροετοίμαστο και τρωτό. Μετά από μια σειρά γεγονότων που θα του συμβούν, θα αποδεχτεί την μοίρα του, αναγνωρίζοντας πως έχει χάσει το παιχνίδι της εξουσίας. Έτσι αποφασίζει να παρακολουθήσει άβουλος κι αδιάφορος τα κρίσιμα γεγονότα που κλιμακώνονται επικίνδυνα στην χώρα του κατά την περίοδο της κρίσης στον Κόλπο των Χοίρων που λίγο έλειψε να οδηγήσει ολόκληρη την ανθρωπότητα σε ένα παγκόσμιο πυρηνικό ολοκαύτωμα, αφήνοντας με τη στάση του μια υπόνοια πως μια ολοκληρωτική καταστροφή θα ήταν σωτήρια για την ανθρωπότητα και τον πλανήτη. 




Είναι πολλά τα στοιχεία που με έκαναν να λατρέψω την συγκεκριμένη ταινία. Αυτό που την κάνει όμως ξεχωριστή είναι πως παρατηρούμε την επανάσταση της Κούβας μέσα από τα μάτια ενός αστού πρωταγωνιστή κι όχι ενός επαναστάτη. Με την οπτική αυτή παρατηρούμε με διακριτικό τρόπο τον ξεπεσμό των αστών που περισσότερο νοιάζονται για το ατομικό τους συμφέρον αλλά και την ηθική κατάπτωση των προλετάριων που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την όλη κατάσταση ώστε να πάρουν επιτέλους εκδίκηδη για την δικιά τους φτώχεια. Γι' αυτό το λόγο κι ο τίτλος της ταινίας κουβαλάει τον όρο "υπανάπτυξη".
Ο πρωταγωνιστής δεν κρύβει την αντίληψη που έχει για την Κούβα. Την θεωρεί μια υπανάπτυκτη χώρα στην καρδιά του ανεπτυγμένου δυτικού κόσμου που επιθυμεί να έχει κοντά του φτωχούς παραδείσους ώστε να μπορεί να τους εκμεταλλεύεται με κάθε τρόπο. Η νέα αποικιοκρατική στάση των νέων μεγάλων δυνάμεων εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους. Ακόμη και με την παρουσία του Χέμινγουεϊ στην Κούβα. Περιπλανώμενος ο πρωταγωνιστής στο σπίτι του νομπελίστα συγγραφέα διαπιστώνει πως ο εσωτερικός διάκοσμος ταιριάζει περισσότερο σε έναν άξεστο κι αδιάφορο αποικιοκράτη που του αρέσει να συλλέγει λάφυρα από χώρες του Τρίτου Κόσμου παρά σε έναν ουμανιστή δημιουργό. Ακόμη και στα λόγια του βοηθού του συγγραφέα που πλέον δραστηριοποιείται ως ξεναγός του σπιτιού-μουσείου, φαίνεται ξεκάθαρα το πόσο πολύ έχει ριζώσει η επιβολή του δυτικού κόσμου στην υποανάπτυκτη χώρα του. Επίσης αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση στη συγκεκριμένη ξενάγηση ήταν ο διάκοσμος του σπιτιού, ο οποίος ήταν γεμάτος όπλα, οστά και κομμένα κεφάλια ζώων, τα οποία προκαλούν μεγάλη αντίφαση στην εικόνα που έχουμε πλάσει για τον διάσημο νομπελίστα συγγραφέα που από πολεμικός ανταποκριτής εντάχθηκε στις Διεθνής Ταξιαρχίες για να αντιμετωπίσει τον φρανκικό φασισμό. Κατά κάποιον τρόπο γινόμαστε μάρτυρες του εκπεσμού ενός καταξιωμένου συγγραφέα και κυρίως της στάση του απέναντι σε χώρες που ο ίδιος θεωρούσε υπανάπτυκτες. Με την πράξη του αυτή, ο δημιουργός μας δημιουργεί ένα δίλημμα, όπου αναρωτιόμαστε αν όντως οι χώρες που θίγει είναι όντως υπανάπτυκτες ή τελικά είναι υπανάπτυκτη η αντίληψη που είχε ο συγγραφέας γι' αυτές.




Στοιχεία υπανάπτυξης συναντάμε και στην καθημερινότητα των Κουβανέζων που προσπαθούν να ορθοποδήσουν στην νέα εποχή που είχε ξεκινήσει στη χώρα τους. Στο συγκεκριμένο κομμάτι ο δημιουργός δεν χαρίζεται και καταδικάζει την ηθική κατάπτωση ανεξαρτήτου κοινωνικής θέσης. Από τη μια έχουμε τους μπουρζουάδες οι οποίοι εξακολουθούν να ζουν στον μικρόκοσμό τους προσπαθώντας να καρπωθούν όσο τον δυνατόν περισσότερα οφέλη μπορούν, αδιαφορώντας για τα τεκταινόμενα και κυρίως για το μέλλον της πατρίδας τους. Δεν είναι τυχαίο πως φεύγουν σωρηδόν από την χώρα, θέλοντας να συνεχίσουν την εύρωστη ζωή τους στην αντίπερα όχθη. Η ιδιοτελή τους στάση φανερώνεται μέσα από τους διαλόγους του πρωταγωνιστή με έναν φίλο του, ο οποίος έχοντας ως μότο ότι δούλεψε σκληρά στη ζωή του, αδιαφορεί πλήρως για την πατρίδα του κι επιθυμεί να φύγει απ' αυτήν πριν αρχίσουν να την χτυπούν ανελέητα τα δυο μεγάλα στρατόπεδα (Σοβιετικοί κι Αμερικανοί), καθώς θεωρεί πως οι δυο μεγάλες δυνάμεις επιδιώκουν με κάθε τρόπο να διατηρούν κάποιες χώρες υπανάπτυκτες για να μπορούν να τις χρησιμοποιούν ως πεδία μαχών. 
Όμως ο δημιουργός δεν μένει μόνο στον ξεπεσμό της μπουρζουαζίας αλλά παρουσιάζει και την ηθική κατάπτωση των φτωχών, οι οποίοι νιώθουν πως ήρθε η περίοδος της εκδίκησής τους ξεπερνώντας αρκετούς ηθικούς φραγμούς χάνοντας μ' αυτόν τον τρόπο κάθε δίκιο στην αγανάκτησή τους. Στην ιστορία αυτό εκδηλώνεται μέσα από την ερωτική περιπέτεια που έχει ο πρωταγωνιστής με μια νεαρή πρωταγωνίστρια, την οποία τελικά αποφασίζει να παρατήσει όχι επειδή δεν τον ελκύει σεξουαλικά αλλά επειδή διαπιστώνει πως εκείνη αδιαφορεί για τα τεκταινόμενα που συμβαίνουν στην Κούβα και στον υπόλοιπο κόσμο. Αισθάνεται πως δεν έχει κάτι να μοιραστεί μαζί της οπότε προτιμά να την χωρίσει παρά να βρεθεί ξανά σε μια ασφυκτική κατάσταση όπως ήταν ο γάμος του. Όμως η κοπέλα θα προσπαθήσει να τον εκδικηθεί κατηγορώντας τον στους γονείς της και μετέπειτα στο δικαστήριο πως την αποπλάνησε. Εκεί ο πρωταγωνιστής θα νιώσει πρώτη φορά ευάλωτος φοβούμενος πως το λαϊκό δικαστήριο θα δώσει περισσότερο δίκιο στα φτωχά λαϊκά στρώματα παρά στην εναπομείνασα μπουρζουαζία. Τελικά το δικαστήριο θα αποφασίζει υπέρ του, αλλά η ανακούφισή του θα εξασθενήσει σύντομα όταν οι σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις του καθεστώτος θα αρχίσουν να εφαρμόζονται κι εις βάρος του. 
Έχοντας ζήσει τον ξεπεσμό τόσο της μπουρζουαζίας όσο και της λαϊκής τάξης, ο ήρωας θα πέσει σε μια ψυχική αδράνεια περιμένοντας να ωριμάσουν οι συνθήκες. Παρατηρώντας πως σ' όλους τους αγώνες δεν υπάρχουν άγιοι, θα πειστεί πως μια επανάσταση θα καρποφορήσει μόνο όταν η λαϊκή τάξη ανέβει στο επίπεδο της ηθολογικής φινέτσας των αστών κι όταν οι αστοί καταφέρουν να αποκτήσουν και να κατανοήσουν την ιδεολογική πληρότητα του αγωνιζόμενου προλετάριου. Μόνο έτσι θα πάψει να υφίσταται η υπανάπτυξη τόσο στη χώρα του όσο και στους συμπατριώτες του. 



Ο σκηνοθέτης Τομάς Γκουτιέρες Αλέα επέστρεψε στην Κούβα την δεκαετία του '50 επηρεασμένος από τον ιταλικό νεορεαλισμό κι εντάχθηκε στη ομάδα Nuestro Tiempo, συμμετέχοντας ενεργά στον αγώνα ενάντια στην δικτατορία του Μπατίστα. Μια από τις αντιδικτατορικές του δράσεις ήταν ένα ντοκιμαντέρ που σκηνοθέτησε μαζί με τον Χούλιο Γκαρσία Εσπινόζα το 1955, το οποίο απαγορεύτηκε από το καθεστώς. Μετά την επανάσταση, ο Τόμας Γκουτιέρες Αλέα έγινε κεντρικό πρόσωπο στην κινηματογραφία της Κούβας και υπήρξε ένας από τους ιδρυτές του Instituto Cubano del Arte e Industrias Cinematograficos (ICAIC). 
Μέσα από τις "Μνήμες Υπανάπτυξης" γίνεται φανερό πως αντανακλά και καταγράφει τους ιδεολογικούς και πολιτικούς προβληματισμούς και τις εσωτερικές ανησυχίες της κουβανέζικης κοινωνίας. Επίσης μέσα από την υπόλοιπη φιλμογραφία του γίνεται φανερό πως παρακολουθεί την πορεία της χώρας του από τον αγώνα ενάντια στην δικτατορία του Μπατίστα, στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης και από τις δύσκολες συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου στα χρόνια του οικονομικού αποκλεισμού. Αυτό όμως που τον κάνει ξεχωριστό είναι πως αποφεύγει κάθε μορφή δημαγωγίας και προπαγάνδας. Αυτό ακριβώς κάνει και με το "Μνήμες Υπανάπτυξης" δείχνοντας ξεκάθαρα πως δεν επιδιώκει να σκιαγραφήσει τον ήρωα της επανάστασης, αλλά έναν διανοούμενο αντιήρωα που βιώνει ως παθητικός θεατής τα γεγονότα που σημειώνονται στη χώρα του, ο οποίος το μόνο επαναστατικό που κάνει είναι να διώξει από πάνω του το βαρίδι της ταξικής του προέλευσης ή αλλιώς το κατάλοιπο της ιδεολογικής του υπανάπτυξης. 
Σκηνοθετικά, ο δημιουργός δε κρύβει τις επιρροές του από τον γαλλικό κινηματογράφο (συγκεκριμένα την nouvelle vague) και τον ιταλικό νεορεαλισμό. Γι' αυτό το λόγο σε πολλά σημεία η ταινία θυμίζει έντονα αντίστοιχες ταινίες του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, του Αλέν Ρενέ αλλά και του Μικελάντζελο Αντονιόνι, ενώ στο μοντάζ φαίνεται πως έχει επηρεαστεί από τον σοβιετικό κινηματογράφο καθώς εναλλάσσει παρόν και παρελθόν με βίντεο ντοκουμέντα, ακολουθώντας τις συνειρμικές παραστάσεις στη συνείδηση του πρωταγωνιστή και καταγράφοντας την άμεση αλληλεπίδραση της προσωπικής του ζωής και της υποκειμενικής του εμπειρίας με τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίζονται στη χώρα του.
Δεν είναι τυχαίο που η συγκεκριμένη ταινία είχε τεράστια επιτυχία τόσο στην Κούβα όσο και στον υπόλοιπο κόσμο κι η διαχρονικότητά της είναι μέχρι σήμερα τόσο έντονη που οδήγησε στην επανέκδοσή της το 2016  για το φεστιβάλ των Καννών, με την αποκατάσταση του φθαρμένου της υλικού να πραγματοποιείται από την World Film Festival που είναι τμήμα της Film Foundation του Μάρτιν Σκορτσέζε κι από τα εργαστήρια του Immagine Ritrovata στην Μπολόνια. Επίσης είναι αξιοσημείωτο να αναφερθεί πως η αποκατάσταση του επαναστατικού αυτού αριστουργήματος χρηματοδοτήθηκε κι από τον σκηνοθέτη και παραγωγό Τζόρτζ Λούκας. 
Οι "Μνήμες Υπανάπτυξης" είναι ένα από τα σπάνια κινηματογραφικά δοκίμια που σε παρασέρνουν στην εσωτερική τους δίνη, προσφέροντας μια κινηματογραφική εμπειρία γεμάτη στοχασμούς, προβληματισμούς κι αναθεωρήσεις, τα οποία περικλείονται όλα μαζί στη φράση του πρωταγωνιστή, «προσπαθώ να ζήσω σαν Ευρωπαίος κι’ αυτό με παραπέμπει στην υπανάπτυξη», θυμίζοντάς μου έντονα την περίπτωση της δικής μου χώρας που εξακολουθεί να πιστεύει πως είναι ένα καθαρόαιμο ευρωπαϊκό κράτος, κάνοντάς μας να επαναπαυόμαστε στα πολιτικά και κοινωνικά μας κουρέλια πιστεύοντας σε μια αβάσιμη ψευδαίσθηση. Η ταινία του Χούλιο Γκαρσία Εσπινόζα είναι ένα ριζοσπαστικό αριστούργημα που προτιμά να στέκεται απέναντι στα ιστορικά γεγονότα και να προσπαθεί να τα αναλύσει με απόλυτη ειλικρίνεια, μιας κι ο δημιουργός του προτιμά να τοποθετεί τους θεατές στο επίκεντρο των ανησυχιών του, μετατρέποντάς τους σε ενεργούς παρατηρητές κι όχι σε παθητικά όντα. Ακριβώς αυτό που επιθυμεί να κάνουν όλοι οι άνθρωποι που παρατηρούν τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίζονται μπροστά τους κι επηρεάζουν τις ίδιες τους τις ζωές. 


Βαθμολογία: 10/10

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Το Μέλλον Διαρκεί Για Πάντα (2011)




Ο τρόπος με τον οποίον κατέλαβαν οι Αρχαίοι Έλληνες την Τροία σκοτώνοντας και τον τελευταίο της κάτοικο, πετώντας τον Αστυάνακτα που ήταν το βρέφος του Έκτορα από τα τείχη της πόλης, με απώτερο σκοπό να μην μείνει κανένας Τρώας ζωντανός για να εκδικηθεί στο μέλλον, τους γέμισε τύψεις. Αυτό το ασήκωτο βάρος της ατιμίας που ένα έθνος κατασπαράζει με τόση λύσσα ένα άλλο, στάθηκε η αφορμή να γραφτούν οι σπουδαίες τραγωδίες, των οποίων η διαχρονικότητα διατηρείται μέχρι σήμερα. Μία αντίστοιχη σχέση έχει σχηματιστεί τον τελευταίο αιώνα ανάμεσα σε Τούρκους και Κούρδους. Αυτή η απάνθρωπη καταπίεση που έχει οδηγήσει σε μια χρόνια κατασπάραξη των δύο λαών, έχει σταθεί αφορμή να ξεπεταχτούν ανυπέρβλητα κινηματογραφικά διαμάντια από την μεριά του κυρίαρχου λαού. Μια κραυγή ήθους και καταγγελίας από το υγιές κι ανθρώπινο κομμάτι των γειτόνων μας απέναντι στο έγκλημα που συντελείται ενάντια σε έναν αδύναμο κι απροστάτευτο λαό. Το "Μέλλον Διαρκεί για Πάντα" όχι μόνο ανήκει σ' αυτήν την κινηματογραφική κατακραυγή, αλλά το θεωρώ ως ένα μοναδικό αριστούργημα, που αδυνατώ να καταλάβω τους λόγους που δεν είναι ευρέως γνωστό και διακεκριμένο.
Το πρώτο πλάνο ξεθολώνει αργά βλέποντας ένα άλογο να τρέχει αλαφιασμένο σε έναν αγρό και στο βάθος να παίζει ένα μαγευτικό κομμάτι βγαλμένο από τα πιο ονειρικά παραμύθια της βαθιάς Ανατολής. Η ομορφιά του αλόγου, η δύναμη των ποδιών του κι η ταχύτητά του, γίνονται αντικείμενο θαυμασμού γεννώντας ένα αίσθημα ελευθερίας κι ελπίδας. Κι ενώ το παρακολουθούμε μαγεμένοι, κάποιες σφαίρες έρχονται να συνταράξουν την τέλεια αρμονία. Το άλογο παραπατά αλλά συνεχίζει να τρέχει ατρόμητο μέχρι οι σφαίρες να κόψουν το νήμα της ζωής του. Αυτό που σκεφτόμαστε είναι ότι μόνο ένας άκαρδος δειλός μπορεί να καταστρέψει την τέλεια ομορφιά. Μια ομορφιά που ακόμη κι ο θάνατος της φέρεται ευγενικά.
Το πλάνο σβήνει και μεταφερόμαστε σε ένα βαγόνι γεμάτο Κούρδους που τραγουδούν "Venceremos". Νέα πρόσωπα γεμάτα χαμόγελο και ζωντάνια, ξεχειλίζουν από μια ατέρμονη δίψα για ζωή παρόλο που βιώνουν την ασφυκτική πίεση των Τούρκων. Μέσα απ' αυτό το αυθόρμητο γλέντι, ξεπηδά η πρωταγωνίστρια της ιστορίας, η Σουμρού, μια γοητευτικότατη φοιτήτρια ηχοληψίας από την Κωνσταντινούπολη. Δε γνωρίζουμε από που έρχεται και που πηγαίνει, οπότε επικεντρωνόμαστε στο γράμμα που παίρνει από τον συνταξιδιώτη της Αχμέτ ο οποίος της ζητάει να το διαβάσει όταν θα 'ναι πια μόνη. Με αυτήν την επιθυμία σχηματίζεται μια σιωπηλή ακινησία εντός του τραίνο που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το τοπίο έξω που αλλάζει διαρκώς, δημιουργώντας μια κίνηση όχι μόνο γεωγραφική αλλά και χρονική. Παράλληλα το πρόσωπο της κοπέλας αποκτά μια χρυσαφιά απόχρωση που της προσφέρει η δύση του ήλιου, δημιουργώντας μας μια αίσθηση ηρεμίας ώστε να συνθέσουμε τα πρώτα κομμάτια του παζλ που θα μας βοηθήσουν στο ξετύλιγμα ενός δύσκολου κουβαριού.




Ας τα πάρουμε λοιπόν από την αρχή. Η Σουμρού φεύγει από την Κωνσταντινούπολη και ταξιδεύει προς το επικίνδυνο νοτιοανατολικό κομμάτι της Τουρκίας για να ηχογραφήσει ανατολίτικες ελεγείες. Με ένα μικρόφωνο συντροφιά, περιφέρεται στους δρόμους του Ντιγιαρμπακίρ συλλέγοντας ομιλίες, θορύβους κι άλλους ήχους της πόλης κι όταν αποζητά πιο ήρεμες καταστάσεις σκαρφαλώνει σαν γάτα στις στέγες των σπιτιών. Σε μία απ' τις βόλτες της θα γνωριστεί με τον Αχμέτ, έναν κινηματογραφόφιλο μποέμ τύπο που διαχειρίζεται την κινηματογραφική λέσχη της πόλης και πουλάει DVD στο δρόμο και τον Αντράνικ, έναν ηλικιωμένο φύλακα μιας ερειπωμένης εκκλησίας. Έχοντας πλέον συντροφιά τα δυο αυτά νέα πρόσωπα, η μικρή της παραμονή στην πόλη θα μετατραπεί σε ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα ταξίδια της ζωής της.  
Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο Ντιγιαρμπακίρ, η Σουμρού θα αρχίσει μια καταγραφή μαρτυριών από Κούρδους για τα εγκλήματα του κράτους προς αυτούς και τις οικογένειές τους. Μπροστά από έναν τοίχο με φωτογραφίες δολοφονημένων κι αγνοούμενων, διάφοροι συγγενείς τους θα αρχίσουν να εξιστορούν τις φρικαλεότητες που έπραξαν Τούρκοι στρατιώτες στα χωριά τους. Έχοντας την αίσθηση πως μιλούσαν πραγματικά θύματα του άτυπου αυτού πολέμου, άκουγα με μεγάλη προσήλωση τα λεγόμενά τους θαυμάζοντας το κουράγιο τους στη διεκδίκηση των οστών των δικών τους ανθρώπων. Σ' αυτές τις καταγραφές, μου έκανε μεγάλη αίσθηση η ψυχρή ακρόαση της Σουμρού σε αντίθεση με τον Αχμέτ που δυσκολεύεται να κρύψει τον πόνο του απέναντι σ' αυτά που ακούει. Όμως η ψυχρότητα της Σουμρού δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια προσπάθεια συγκράτησης του δικού της πόνου καθώς μέσα από τις μαρτυρίες των Κούρδων αναζητά την τύχη του αγαπημένου της, ο οποίος επέστρεψε πριν χρόνια στο κουρδικό χωριό του κι έκτοτε αγνοείται. 
Παράλληλα η Σουμρού βρίσκει στη συντροφιά του Αντράνικ μια οικογενειακή θαλπωρή, κάτι που την κάνει να τον επισκέπτεται συχνότερα. Μέσα από τις κουβέντες τους ανακαλύπτει τη δύναμη της μνήμης και την ανάγκη κάποιων ανθρώπων να τη διατηρούν άσβεστη. Παρόλο που οι κόρες του ζουν στην Ελβετία, εκείνος προτιμά την παραμονή του στην πόλη αυτή καθώς θεωρεί καθήκον να προστατεύσει την ερειπωμένη εκκλησία. Με αυτήν του την πράξη θεωρεί πως διαφυλάσσει την αιωνιότητα των ψυχών που είναι συνδεδεμένες με τον συγκεκριμένο ναό αλλά και με την ιστορία της πόλης και της αρμενικής κοινότητας. Η κορύφωση των συζητήσεών τους έρχεται όταν ο Αντράνικ ανακαλύπτει μια ξεχασμένη ελεγεία της μητέρας του. Ένα μοιρολόι που τραγουδούσε όταν έχασε το πρώτο της παιδί λίγο μετά την γενοκτονία των Αρμενίων. 
Έχοντας πλέον εισχωρήσει βαθιά στο δράμα των εθνικών μειονοτήτων της Τουρκίας, η Σουμρού αποφασίζει να επισκεφθεί το χωριό του συντρόφου της, ευελπιστώντας πως μόνο έτσι θα μάθει την αλήθεια για την μοίρα του. Την πρώτη κιόλας μέρα που φτάνει στο Χακάρι ακούει μια ακόμη συνταρακτική ιστορία από τους φιλόξενους κατοίκους του, όπου ένας γεροντάκος της περιγράφει την μέρα που οι Τούρκοι στρατιώτες είχαν βγάλει όλους τους χωρικούς στο δρόμο ενώ κάποιοι άλλοι μάζευαν όλα τα ζωντανά σε ένα μαντρί. Όταν άρχισαν να πυροβολούν τα ζώα αναγκάζοντας τους χωρικούς να γίνουν μάρτυρες σ' αυτό το μακάβριο θέαμα, ένα άλογο πήδησε από το φράχτη κι άρχισε να τρέχει αφηνιασμένο στους αγρούς. Ο ήχος του καλπασμού του κι η μορφή του που άρχισε να χάνεται στις πλαγιές των βουνών, πρόσφερε μια ανέλπιστη αγαλλίαση στους χωρικούς, οι οποίοι στη μορφή του αλόγου διέκριναν την πολυπόθητη ελευθερία που αποζητούν δεκαετίες τώρα.
Την επομένη μέρα, η Σουμρού ανηφορίζει προς το νεκροταφείο του χωριού. Η μαύρη της φιγούρα στο λευκό χιονισμένο τοπίο, σηματοδοτεί το σπαρακτικό βίωμα της επερχόμενης αποκάλυψης. Μέρες τώρα ξέρει πως μόνο με τον αβάσταχτο πόνο της απώλειας μπορεί να αφήσει το φάντασμα που κουβαλάει για χρόνια μέσα της. Μόνο με το κλάμα του αποχαιρετισμού μπορεί να μετατραπεί σε ένα ακόμη άλογο της ελευθερίας και να τρέψει ξανά ανέμελη στη γη της Τουρκίας. 
Όμως πριν την πολυπόθητη έλευση της ελευθερίας, ακολουθεί το πένθος. Το άλογο προς στιγμή χάνεται πίσω από μια πλαγιά και τη θέση του παίρνει πάλι η μαυροφορεμένη φιγούρα της Σουμρού, να περιφέρεται σε έναν ερειπωμένο τόπο, θέλοντας να δείξει πως το πένθος συνοδεύεται με την μοναχικότητα. Στη συγκεκριμένη περίσταση το πένθος συντροφεύεται με ένα αρμένικο νανούρισμα. Μια απόκοσμη μελωδία που ξεπετιέται από τα ουράνια προκαλώντας ένα πρωτόγνωρό ρίγος συναισθηματικής φόρτισης. Μ' αυτόν τον τρόπο, ο δημιουργός καταφέρνει να ενώσει όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτου φυλής και θρησκείας, δείχνοντας πως δεν υπάρχουν νικητές στους πολέμους παρά μόνο θύματα. Κι έτσι επανερχόμαστε στην αρχή της ταινίας όπου ακούγονται τα λόγια του Ιταλού συγγραφέα Τσεζάρε Παβέζε, ο οποίος αναρωτιέται το εξής: "όταν ο πόλεμος τελειώσει μια μέρα, θα πρέπει να ρωτήσουμε τους εαυτούς μας. Τι θα κάνουμε με τους νεκρούς; Γιατί πέθαναν;"




Πάει καιρός από την τελευταία φορά που μια ταινία με κράτησε αποσβολωμένο στη θέση μου, να παρατηρώ μουδιασμένος γι' αρκετή ώρα την άδεια οθόνη. Στη συγκεκριμένη ταινία δεν ήταν μόνο η ιστορία κι οι μαρτυρίες των Κούρδων που με συγκλόνισαν. Ήταν τα ονειρικά πλάνα της τουρκικής υπαίθρου, οι μυρωδιές κι οι θόρυβοι των σοκακιών του Ντιγιαρμπακίρ, τα μυσταγωγικά κάδρα των εσωτερικών χώρων όπου επικρατούν τα γήινα χρώματα και το τουρκικό τυρκουάζ που συνηθίζουμε να συναντάμε στη γειτονική μας χώρα, ήταν οι συμβολισμοί, ειδικά οι σκηνές με το άλογο, ήταν η συγκινητική μουσική και τα ανθρώπινα λόγια των προσώπων που συμμετείχαν στην ιστορία. Ένα απίστευτο πάντρεμα πολλών παραγόντων που δημιούργησαν μια αξεπέραστη για τα δικά μου δεδομένα ταινία. Ένα αριστούργημα αυθεντικό κι ειλικρινές που αξίζει περισσότερη αναγνωρισιμότητα απ' αυτή που του πρόσφερε το Φεστιβάλ του Τορόντο. Γι' αυτό κι είμαι βέβαιος πως όσο καιρός κι αν περάσει, ποτέ δε θα καταλάβω γιατί αυτή η ταινία δεν έχει ακουστεί όσο θα 'πρεπε. 
Από το λίγο που έψαξα για τον σκηνοθέτη Οζκάν Άλπερ, διαπίστωσα πως είναι μια περσόνα που προτιμά την ατομική διείσδυση στον πολιτισμό και την ιστορία του τόπου του παρά στη δημιουργία δημοσίων σχέσεων. Στο ενεργητικό του έχει τέσσερις μόνο ταινίες, οι οποίες έχουν μια χρονική απόσταση η μία με την άλλη, κάτι που φανερώνει πως προτιμά την συλλογή υλικού ώστε να δημιουργήσει κάτι ουσιώδες και πλήρες παρά στη μαζική παραγωγή ταινιών. Παρά την μικρή του φιλμογραφία, ομολογώ πως μέσα απ' αυτήν την ταινία, βρήκαν άψογη την κινηματογραφική του ματιά, η οποία φαίνεται πως είναι επηρεασμένη από άλλους μεγάλους Ευρωπαίους δημιουργούς. Εξάλλου ο ίδιος αποτίει έναν φόρο τιμή σε δύο απ' αυτούς, στον σπουδαίο Θόδωρο Αγγελόπουλο μέσα από τη σκηνή όπου ο Αχμέτ παρακολουθεί μαγεμένος το "Βλέμμα του Οδυσσέα" (είναι συγκινητικό να ακούς την μελωδία της Ελένης Καραΐνδρου στα πέρατα της Μικράς Ασίας) και στον Αντρέι Ταρκόφσκι με την αφίσα της κινηματογραφικής λέσχης που αναγγέλλει την προβολή της ταινίας Στάλκερ. Αυτός ο σπάνιος αλλά συγκινητικός φόρος τιμής προς τους "δασκάλους" του, προσφέρουν μια επιπλέον αξία στη συγκεκριμένη ταινία. 
Σκηνοθετικά μαγεύτηκα από τα πλάνα της ταινίας. Η άγρια ομορφιά της τούρκικης υπαίθρου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις ευαίσθητες ψυχές των προσώπων της ιστορίας. Όμως η φύση κάνει πάντα το θαύμα της αγκαλιάζοντας ολόκληρη την πλάση είτε με την πρωινή ομίχλη είτε με το χιόνι. Έπειτα, τα άγνωστα τοπία της ανατολικής Τουρκίας κουβαλούν μια αγριάδα ενώ παράλληλα έχουν μια ομοιότητα με τα δικά μας μέρη. Παρατηρείς τις πόλεις, τους δρόμους, τους ανθρώπους και συνειδητοποιείς όλο και περισσότερο πως δε διαφέρουμε σε τίποτα με τους Τούρκους. Ίσως αυτοί να διατηρούν λίγη παραπάνω αυθεντικότητα καθώς νιώθουν περήφανοι για την ανατολίτικη τους ιδιοσυγκρασία σε αντίθεση με μας που έχουμε μασκαρευτεί με την όψη του Δυτικοευρωπαίου χάνοντας ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μας.  
Έπειτα έχουμε μια ομάδα ηθοποιών που παίζουν με απίστευτη φυσικότητα τους ρόλους τους. Η Γκέι Γκιουρσέλ στο ρόλο της Σουμρού έχει μια γοητευτική ανατολίτικη ομορφιά που η ίδια την προστατεύει με την απόσταση που κρατάει από τα πρόσωπα και τα γεγονότα που υπάρχουν γύρω της. Σαν ένα διάφανο αερικό που περιφέρεται με διακριτικές χορευτικές φιγούρες στην πόλη και στις ταράτσες, ξέροντας πως διανύει τις τελευταίες μέρες της ψυχικής της αγνότητας. Από την άλλη ο Ντουρουκάν Ορντού, ερμηνεύει με γλυκό τρόπο τον Αχμέτ που διστάζει να εκφράσει στην Σουμρού το πόσο ερωτευμένος είναι μαζί της. Δέχεται όμως να την ακολουθήσει στο επικίνδυνο ταξίδι που επιθυμεί να κάνει στο Χάκαρι όταν εκείνη του εξομολογείται την δική της ιστορία. Ο ίδιος τη συνοδεύει κρατώντας μια επιπλέον απόσταση μαζί της, θεωρώντας την εύθραυστη εξαιτίας του δικού της δράματος αλλά κι επειδή επιθυμεί να αποκρύψει τον δικό του καημό. Δυο πρόσωπα ευαίσθητα που προσπαθούν να επουλώσουν ο ένας τις πληγές του άλλου με μια συγκινητική ανιδιοτέλεια.
Το "Μέλλον Διαρκεί Για Πάντα" είναι ένα μοναδικό αριστούργημα που βρέθηκε αναπάντεχα μπροστά μου, γεμίζοντάς με συγκίνηση κι ανθρωπιά, αλλά κυρίως δίνοντάς μου ένα ερέθισμα πως στη γεωγραφική μας γειτονιά υπάρχουν κι άλλα τόσα αριστουργήματα που δεν έχουν ακουστεί και περιμένουν καρτερικά να τα ανακαλύψουμε. Η συγκεκριμένη ταινία αποδειχθήκε πως είναι ένας κινηματογραφικός θησαυρός, ο οποίος όσο πιο δύσκολα ή αναπάντεχα τον βρίσκει κάποιος τόσο περισσότερο τον επιβραβεύει με ιστορίες, πρόσωπα, τοπία, συναισθήματα και μουσική. Γι' αυτόν τον λόγο, η ταινία του Οζκάν Άλπερ είναι ένα σκληρό αντιπολεμικό ποίημα γεμάτο ψυχή κι ανθρωπιά. Ένα σπάνιο κινηματογραφικό κράμα. 

Βαθμολογία: 10/10

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Η Μεγάλη Χίμαιρα (1937)


Την ύπαρξη του αντιπολεμικού αριστουργήματος του Ζαν Ρενουάρ την έμαθα τελείως τυχαία όταν είχα διαβάσει πριν από χρόνια την πολυαγαπημένη "Μεγάλη Χίμαιρα" του Μ. Καραγάτση κι είχα ψάξει να βρω στοιχεία για το συγκεκριμένο βιβλίο. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε μέχρι να πάρω την απόφαση να την απολαύσω σε μια από τις καραντινάτες  κινηματογραφικές μου βραδιές. Τελικά, η "Μεγάλη Χίμαιρα" ως ταινία δεν με εντυπωσίασε μόνο για το διαχρονικό δυναμισμό της και την συγκινητική ουμανιστική της ματιά αλλά και για την ιστορία που κουβαλάει ως έργο. 
Η περιπέτειά της ταινίας ξεκίνησε όταν προβλήθηκε για πρώτη φορά στους κινηματογράφους. Εκείνη τη περίοδο κυριαρχούσαν οι ναζί στη Γερμανία κι ο διαβόητος υπουργός προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς, εξοργισμένος με το περιεχόμενο της ταινίας απαγόρευσε την προβολή της χαρακτηρίζοντας τον Ζαν Ρενουάρ ως υπ αριθμόν ένα κινηματογραφικό εχθρό της Γερμανίας. Η Γαλλία προσπαθώντας να κατευνάσει τις αντιδράσεις απαγόρευσε τις προβολές του έργου και στις δικές της αίθουσες. Στη συνέχεια, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Γαλλία κατάσχεσαν όλα τα αρνητικά και τα αντίγραφα της ταινίας και τα μετέφεραν στο Βερολίνο. Έκτοτε για πολλά χρόνια πολλοί πίστευαν πως όλες οι κόπιες της ταινίας είχαν καταστραφεί το 1942 από ένα συμμαχικό βομβαρδισμό. Μετά τον πόλεμο, το Reichfilmarchive όπου φυλάγονταν τα κατασχεθέντα κινηματογραφικά έργα πέρασε στα χέρια των Ρώσων και πολλά από τα αρχεία που βρίσκονταν εκεί μεταφέρθηκαν στη Μόσχα. Εκεί διαπιστώθηκε πως η ταινία είχε διασωθεί κι επέστρεψε στη Γαλλία το 1960. Όμως η περιπέτεια της δεν τελειώνει ούτε τότε καθώς ξεχάστηκε για τριάντα χρόνια σε έναν κινηματογράφο της Τουλούζη. Ανακαλύφθηκε ξανά τριάντα χρόνια μετά όταν μεταφέρθηκαν όλα τα κινηματογραφικά αρχεία της χώρας στη Γαλλική Ταινιοθήκη κι αφού έγινε επεξεργασία του υλικού, η "Μεγάλη Χίμαιρα προβλήθηκε ξανά στις σκοτεινές αίθουσες το 1999! 
Όμως κι η δημιουργία της συγκεκριμένης ταινίας έχει τη δική της ιστορία, η οποία ξεκινάει από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 όταν δημιουργήθηκε στη Γαλλία η ιδέα του Λαϊκού Μετώπου (Λ.Μ.), ενός συνασπισμού κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατών με στόχο την απόκρουση του φασισμού αλλά και του επερχόμενου πολέμου. Το 1936 το Λ.Μ. κερδίζει τις βουλευτικές εκλογές με τους κομμουνιστές να έχουν δεσμευτεί για μια ευρείας έκτασης στροφή πολιτικού και ιδεολογικού χαρακτήρα ενώ ο αρχηγός της κυβέρνησης Λεόν Μπλουμ διευκρίνισε ότι η κυβέρνηση θα δράσει μέσα στα πλαίσια της τότε κοινωνίας. Δυστυχώς όμως από τα τέλη του ’36 έγινε σαφές ότι τίποτα δε θα άλλαζε καθώς η κυβέρνηση του γαλλικού Λ.Μ. δε  προσπάθησε καν να σώσει την κυβέρνηση του Λ.Μ. της Ισπανίας ούτε ανέτρεψε το όλο κλίμα που οδηγούσε ολόκληρη τη Γηραιά Ήπειρο προς το φασισμό αλλά και σε έναν ακόμη μεγάλο πόλεμο. Μέσα σ' αυτό το ζοφερό κλίμα, ο Ζαν Ρενουάρ κινηματογραφεί τη συγκεκριμένη ταινία θέλοντας να στείλει μια κραυγή αγωνίας προς όλα τα ευρωπαϊκά έθνη που όδευαν προς την καταστροφή. Σήμερα η "αναστημένη" αυτή αντιπολεμική ταινία θεωρείται από τους κριτικούς και τους ιστορικούς του κινηματογράφου ως ένα από τα αριστουργήματα του γαλλικού σινεμά κι ως μια από τις μεγαλύτερες ταινίες που έγιναν ποτέ. Μάλιστα ο Όρσον Γουέλς είε αναφέρει ότι η μεγάλη Χίμαιρα ήταν η μία από τις δύο ταινίες που θα έπαιρνε μαζί του "πάνω στη κιβωτό".




Και μετά τον μακροσκελή πρόλογο της ταινίας, προχωρώ στην ενδιαφέρουσα πλοκή της. Η ιστορία ξεκινάει με τη συντριβή ενός αναγνωριστικού γαλλικού αεροσκάφους, το οποίο κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου εξέταζε μια τοποθεσία που οι Γάλλοι θεωρούσαν "θολή" από προηγούμενες αναγνωριστικές πτήσεις. Οι δυο Γάλλοι αεροπόροι, ο αριστοκράτης Λοχαγός Ντε Μποιλντιέ και ο υπολοχαγός Μαρεσάλ συλλαμβάνονται και κρατούνται από τις γερμανικές δυνάμεις. Εκεί γνωρίζονται με τον Γερμανό διοικητή κι αριστοκράτη Ριτμαίστερ φον Ραουφενστάιν κι αμέσως δημιουργείται μια σχέση σεβασμού κι αλληλοεκτίμησης μεταξύ των δύο αριστοκρατών εχθρών. Μέσα από τις συζητήσεις τους διαπιστώνουν πως έχουν κοινές γνωριμίες κάτι αποδεικνύει την οικειότητα που είχαν μεταξύ τους οι αριστοκρατικές τάξεις όλων των χωρών μιας και τους ενώνουν οι ίδιες τελετουργικές αβρότητες αλλά και το ίδιο επιτηδευμένα εξιδανικευμένο στιλ. Μάλιστα η κοσμοπολίτικη κουλτούρα τους, γίνεται εμφανής όταν επιλέγουν να μιλάνε κάποιες στιγμές στα αγγλικά, αποδεικνύοντας κυρίως στους γύρω τους πως χειρίζονται άριστα μια τρίτη γλώσσα πέρα από τα γερμανικά και τα γαλλικά.
Στη συνέχεια, οι δυο Γάλλοι αεροπόροι μεταφέρονται σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης αιχμαλώτων πολέμου όπου εκεί συναντιούνται με άλλους Γάλλους, Άγγλους και Ρώσους. Στις συζητήσεις τους και στις εκμυστηρεύσεις τους θα γίνει φανερό πως παρόλο που βρίσκονται όλοι μαζί στο ίδιο καζάνι, η ταξική τους διαφορά εξακολουθεί να υφίσταται. Ο Γάλλος αριστοκράτης επιθυμεί να είναι μόνος, αποφεύγοντας κουβέντες και φιλίες με τους υπόλοιπους συμπατριώτες του ενώ όταν μιλάει με κάποιον του απευθύνεται στον πληθυντικό ώστε να διατηρεί την ταξική απόσταση που τους χωρίζει ως προσωπικότητες. Μέσα σ' αυτόν τον σνομπισμό των αριστοκρατών, βρήκα εκπληκτική τη φράση ενός κρατούμενου που ανήκει στους νεόπλουτους αστούς, ο οποίος τους λέει εριστικά "εσείς κρατάτε τους τίτλους κι εμείς τα χωράφια". Στις συζητήσεις αυτές φανερώνονται κι οι λόγοι που ο καθένας συμμετέχει στον πόλεμο κι εκεί γίνεται κατανοητό πως ο όρος "πατρίδα" δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια μάσκα που εξευγενίζει τη σημασία των πολέμων και κρύβει τα οικονομικά συμφέροντα που οδηγούν τους λαούς στα πεδία των μαχών. Παρ' όλα αυτά, ο εθνικός ύμνος γίνεται γι' αυτούς όπλο, όταν κατά τη διάρκεια μιας εξευτελιστικής παράστασης στην οποία οι αιχμάλωτοι ντυμένοι γυναίκες διασκεδάζουν τους Γερμανούς αξιωματικούς, μαθαίνεται πως οι Γάλλοι ανακατέλαβαν το οχυρό Ντουμόντ στη μάχη του Βερντέν. Ο Μαρεσάλ ανεβαίνει πάνω στη σκηνή και διακόπτει την παράσταση ανακοινώνοντας το χαρμόσυνο γεγονός κι αμέσως όλοι οι Γάλλοι κρατούμενοι τραγουδούν αυθόρμητα την "La Marseillaise" προσφέροντας μια από τις πιο ανατριχιαστικές σκηνές του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Με την επαναστατική του πράξη ο Μαρεσάλ βρίσκεται στην απομόνωση, όπου υποφέρει από την έλλειψη της ανθρώπινης επικοινωνίας αλλά κι από την πείνα. Επιστρέφοντας ξανά στο κελί του, μαθαίνει πως οι συμπατριώτες του σκάβουν μια σήραγγα διαφυγής κι αμέσως μπαίνει στο κόλπο μαζί με τον αριστοκράτη Ντε Μποιλντιέ. Ωστόσο, λίγο πριν ολοκληρωθεί το τούνελ, έρχεται απόφαση να μεταφέρονται όλοι οι κρατούμενοι σε άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Ντε Μποιλντιέ κι ο Μαρεσάλ μετακινούνται από στρατόπεδο σε στρατόπεδο, καταλήγοντας τελικά στο Wintersborn, μια φυλακή ορεινού φρουρίου που την διοικεί ο γνώριμος Γερμανός αριστοκράτη Ριτμαίστερ φον Ραουφενστάιν, ο οποίος επανεμφανίζεται στην ταινία σοβαρά τραυματισμένος από μία μάχη που είχε πάρει μέρος. 
Στο Wintersborn, πραγματοποιείται μια δεύτερη επανασύνδεση των δύο αριστοκρατών ενώ στην παρέα των αιχμαλώτων προστίθεται ένας Γαλλοεβραίος ο οποίος μοιράζεται γενναιόδωρα τα δέματα τροφίμων που λαμβάνει. Η φυλετική επιλογή του νέου προσώπου είναι ένα ισχυρό χαστούκι κατά του αντισημιτισμού που φούντωνε εκείνη την περίοδο στη ναζιστική Γερμανία αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη. 
Κάτω από τις νέες συνθήκες διαβίωσης και με νέα πρόσωπα στο ευρύχωρο κελί, ο Ντε Μποιλντιέ σκαρφίζεται ένα νέο σχέδιο διαφυγής, όχι για τον ίδιο καθώς χαίρει καλής συμπεριφοράς από τον Γερμανό αριστοκράτη διοικητή, αλλά για τον Μαρεσάλ και τον Ρόζενταλ (τον Γαλλοεβραίο). Παράλληλα αλλάζει η συμπεριφορά του απέναντι στους συμπατριώτες του, απαιτώντας από τον Γερμανό αξιωματικό να φέρεται με τον ίδιο σεβασμό και στους υπόλοιπους αιχμαλώτους. Μάλιστα σε μια κουβέντα προσπαθεί να του εξηγήσει πως άνθρωποι σαν τον Μαρεσάλ είναι καλοί αξιωματικοί και στρατιώτες που οφείλει ο καθένας να τους σέβεται για να εισπράξει από τον Γερμανό αξιωματικό την περιφρονητική δήλωση πως η άποψή του αυτή είναι ένα ακόμη "κομψό δώρο της Γαλλικής Επανάστασης".
Μετά από ένα ξεσηκωμό των Ρώσων αιχμαλώτων που έλαβαν ένα απαράδεκτο κιβώτιο με εφόδια από τη βασίλισσά τους, μια πράξη που αποδεικνύει ότι οι άρχουσες τάξεις όλων των χωρών δεν νοιάζονται καθόλου για τους στρατιώτες που στέλνουν στο μέτωπο να σφαχτούν, ο Ντε Μποιλντιέ βάζει μπρος το σχέδιο για την απόδραση των δυο συντρόφων του. Ξεκινώντας λοιπόν μια αναταραχή στα κελιά με μουσικά όργανα και κατσαρόλες, τραγουδώντας το γνωστό σε όλους μας "Ήταν ένα μικρό καράβι", η φρουρά του κάστρου συγκεντρώνεται στον προαύλιο χρόνο καλώντας όλους τους αιχμαλώτους να παρουσιαστούν. Στη κλήση ονομάτων που ακολουθεί θα δουν πως ο Ντε Μποιλντιέ λείπει με τον ίδιο να εμφανίζεται μετά από λίγο στα τείχη του φρουρίου, αναγκάζοντας τους Γερμανούς φύλακες να τον κυνηγήσουν. Μέσα στην αναμπουμπούλα που έχει δημιουργηθεί στο φρούριο, ο Μαρεσάλ με τον Ρόζενταλ κρεμιούνται με ένα σκοινί από τις πολεμίστρες και φεύγουν. Κι ενώ οι δυο αιχμάλωτοι χάνονται στο σκοτάδι των γερμανικών δασών, ο Ντε Μποιλντιέ εγκλωβίζεται σε ένα αδιέξοδο των οχυρώσεων. Σ' εκείνη τη κρίσιμη στιγμή, ο Γερμανός αριστοκράτης τον εκλιπαρεί να παραδοθεί, επικαλούμενος την αριστοκρατική καταβολή που έχουν. Όμως ο Ντε Μποιλντιέ αρνείται μ' αποτέλεσμα να δεχτεί μια σφαίρα στο στομάχι από τον ίδιο τον Ραουφενστάιν. Εξαιρετική η σκηνή όπου ο Γάλλος αριστοκράτης κοιτάει το ρολόι του τη στιγμή που δέχεται τη σφαίρα στο στομάχι, σαν να ήθελε με αυτόν τον τρόπο να καταγράψει στη μνήμη του την ώρα του θανάτου του.
Ζώντας πια τις τελευταίες του στιγμές, ο Ντε Μποιλντιέ θρηνεί την ανούσια χρησιμότητά του στην κοινωνία ως αριστοκράτης. "Για τους άλλους ο θάνατος στον πόλεμο είναι τραγωδία αλλά για μας είναι μια διαφυγή" λέει στον Ραουφενστάιν ο οποίος νιώθει τύψεις που τον πυροβόλησε θανάσιμα. Θεωρώ πως τα λόγια του αυτά είναι ένας λιτός αλλά ουσιώδης επικήδειος στην αριστοκρατία που έσβησε με τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Επιλέγοντας την αυτοθυσία αυτή, ο Γάλλος αριστοκράτης καταργεί την απόσταση που διατηρούσε με τους υπόλοιπους συγκρατούμενούς του και πραγματοποιεί το πρώτο βήμα συμφιλίωσης όλων των ανθρώπων που για αιώνες τους χώριζαν οι ταξικές διαφορές. Το κλειστοφοβικό κεφάλαιο της ζωής των αιχμαλώτων του οχυρού κλείνει με το κόψιμο του μοναδικού λουλουδιού που υπάρχει εκεί, ενός γερανιού μέσα σε μια γλάστρα που φρόντιζε ο Γερμανός αξιωματικός. Με την κίνηση αυτή ο Ραουφενστάιν  προσπαθεί να αποδείξει πως πλέον δεν αξίζει την ύπαρξη καμίας ομορφιάς στο μέρος που ζει. 
Η ιστορία συνεχίζεται με τους δυο δραπέτες, τον Μαρεσάλ και τον Ρόζενταλ οι οποίοι ταξιδεύουν σε όλη τη γερμανική ύπαιθρο, προσπαθώντας να φτάσουν στην Ελβετία. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής ο Ρόζενταλ τραυματίζεται στο πόδι, επιβραδύνοντας τον Μαρεσάλ κάτι που τους φέρνει σε άμεσο κίνδυνο στο να εντοπιστούν από κάποια γερμανική περίπολο. Έτσι βρίσκουν καταφύγιο σε μια αγροικία μιας Γερμανιδας χήρας, της Έλσας, η οποία έχασε τον σύζυγό της στη μάχη του Βέρντεν και τα αδέλφια της, σε μάχες στις οποίες η Γερμανία είχε νικήσει. Η Έλσα αναφέρεται με ειρωνικό ύφος για τις νίκες αυτές καθώς η ίδια δε νιώθει κερδισμένη. Όταν τους ανακαλύπτει στο στάβλο της κι ενώ γνωρίζει πως είναι "εχθροί" ίσως και πιθανοί δολοφόνοι των ανθρώπων της, δέχεται με μεγάλη γενναιοδωρία να τους φιλοξενήσει αλλά και να τους καλύψει όταν περνάει μια γερμανική μονάδα έξω από το σπίτι της. 
Κατά τη διάρκεια της διαμονής στους στο σπίτι της Έλσας, ο Μαρεσάλ την ερωτεύεται δημιουργώντας εντός του ένα δίλημμα μεταξύ τους συναισθήματος που φουντώνει μεταξύ τους αλλά και της αίσθησης του καθήκοντος που έχει για την έκβαση του πολέμου. Ο πόνος του αποχωρισμού μετριάζεται όταν ο Μαρεσάλ δίνει την υπόσχεση πως όταν λήξει ο πόλεμος, θα επιστρέψει για να ζήσει μαζί με την Έλσα και την κόρη της. Στην υπόσχεση αυτή βρήκα συνταρακτικό το σημείο που επισημαίνει πως "όταν ο πόλεμος τελειώσει κι εγώ ζω ακόμα θα ρθω να σας βρω".
Φτάνοντας οι δυο πρωταγωνιστές στα γερμανοελβετικά σύνορα, αναρωτιούνται σε ποια χώρα ανήκουν τα βουνά που αντικρίζουν στο βάθος. Εκεί ο Ρόζενταλ ξεστομίζει μια άκρως ουμανιστική κι αντιπολεμική φράση που το άκουσμά της εξακολουθεί να συγκινεί μέχρι σήμερα, "τα σύνορα είναι ανθρώπινο έργο σε αντίθεση με τη φύση που αδιαφορεί γι' αυτά". Τελικώς γίνονται αντιληπτοί από μια γερμανική περίπολο αλλά έχουν πια περάσει τα σύνορα. Οι Γερμανοί σταματούν αμέσως τους πυροβολισμούς θεωρώντας πως αυτό που κάνουν είναι αγγαρεία, κάτι το οποίο φανερώνεται στην τελευταία φράση που λέει ο Γερμανός στρατιώτης ανακουφισμένος στη σκέψη πως δε θα σκοτώσει. Το ίδιο ανακουφισμένες φαίνονται και οι φιγούρες των δυο Γάλλων, οι οποίες μισοβυθισμένες μέσα στο χιόνι βαδίζουν προς ένα μέλλον αβέβαιο. Ένα μέλλον που λίγα χρόνια μετά αποδείχτηκε αρεκτά ζοφερό.  




Η ταινία είχε προγραμματιστεί να τελειώνει με μια σκηνή όπου ο Μαρεσάλ κι ο Ροζαντάλ θα έκλειναν ραντεβού την πρώτη παραμονή πρωτοχρονιάς μετά το τέλος του πολέμου στο εστιατόριο του Μαξίμ στο Παρίσι, με τον σκηνοθέτη να δείχνει ως τελευταίο πλάνο δυο άδειες θέσεις. Με την εικόνα αυτή θα επιβεβαιωνόταν η μεγάλη ψευδαίσθηση για την εδραίωση μιας κοινωνικοπολιτικής ισότητας για την οποία αγωνίζεται η ανθρωπότητα τους τελευταίους δυο αιώνες. Όσες μάχες κι αν γίνουν κι όσο αίμα κι αν χυθεί, οι ταξικές διαφορές μεταξύ αστών κι εργατών θα παραμείνουν μεγάλες. 
Παράλληλα ο Ζαν Ρενουάρ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τον μεγάλο πόλεμο που ερχόταν αλλά κανείς δεν τον έβλεπε. Άκρως ανατριχιαστικός ήταν ο ήχος των μποτών από τους νεαρούς Γερμανούς φαντάρους που έκαναν γυμνάσια μες στο στρατόπεδο. Ένας ήχος που στη πορεία έγινε εφιαλτικά γνώριμος στην κατεχόμενη Ευρώπη. Σ' αυτήν την αντιπολεμική ατμόσφαιρα μπορώ να προσθέσω και τις μαυροφορεμένες γριούλες που στέκουν έξω από το στρατόπεδο και προσεύχονται για τους νεαρούς στρατιώτες. Πρόσωπα θλιμμένα που έχουν ήδη θρηνήσει νεκρούς από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και προετοιμάζονται σιωπηλά να υποδεχτούν τα νεκρά κορμιά της νέας γενιάς που θα μπει στον πόλεμο.
Ωστόσο το σπάνιο αυτό αριστούργημα του Ρενουάρ πέρα από αντιπολεμικό είναι και μια προσπάθεια να φανεί ο ταξικός διαχωρισμός που υπάρχει στις κοινωνίες. Πως οι άνθρωποι δε χωρίζονται μόνο γεωγραφικά ως έθνη αλλά και ταξικά ανάλογα με την οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση. Κατά κάποιον τον τρόπο μέσα από την ταινία διαπιστώνουμε πως οι δυο αριστοκράτες, ο Φον Ραουφενστάιν κι ο Μποελντιέ, παρόλο που ανήκουν σε δύο εχθρικά έθνη, συνειδητοποιούν πως είναι περισσότερα αυτά που τους ενώνουν παρά αυτά που τους χωρίζουν. Βασικά συνειδητοποιούν πως ανήκουν σε μια πολυεθνική κοινωνική ομάδα που τους διαχωρίζει ακόμη κι από τους ίδιους τους τους συμπατριώτες.Ο Ζαν Ρενουάρ προσπαθεί να εξηγήσει πως οι εθνικοί διαχωρισμοί στην ουσία είναι φτιαχτοί μόνο και μόνο για να δημιουργούν τις κατάλληλες παρεξηγήσεις μεταξύ των λαών ώστε να οδηγούνται ξανά και ξανά σε συγκρούσεις κι ανελέητες ανθρωποθυσίες.
Η σκηνοθεσία του Ζαν Ρενουάρ είναι λιτή και ρέει τόσο όμορφα που δεν αφήνει καμία υπόνοια κοιλιάς. Ξεχωρίζει αμέσως για το πολύπλοκο σενάριο της, τους προσεγμένους της διαλόγους και το απρόβλεπτο χιούμορ. Επίσης η ταινία στηρίζεται στις εκπληκτικές ερμηνείες των ηθοποιών. Απ' αυτούς ξεχωρίζουν ο Ζαν Γκαμπέν ως ο επαναστατικός Μαρεσάλ που εξυψώνει το γόητρο της εργατικής τάξης, ο σπουδαίος σκηνοθέτης του βωβού κινηματογράφου Έριχ Φον Στρόχαϊμ στο ρόλο του Γερμανού αριστοκράτη Φον Ραουφενστάιν, ο Πιέρ Φρεσνάι με το εκλεπτυσμένο του ύφος στο ρόλο του Γάλλου αριστοκράτη αλλά κι ο Ζουλιαν Καρέτ με την απίστευτη ζωντάνια και το μελαγχολικό του χιούμορ ενώ σπαρακτική ήταν η ερμηνεία της Ντίτα Πάρλο η οποία αναγκάστηκε μετά την προβολή της συγκεκριμένης ταινίας να εγκαταλείψει την ναζιστική Γερμανία. Αυτό όμως που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία ακόμη πιο ξεχωριστή είναι που χαρακτηρίζεται με μεγάλη άνεση ως αντιπολεμικό αριστούργημα παρόλο που δεν υπάρχουν πολεμικές δράσεις ενώ οι πυροβολισμοί είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Η "Μεγάλη Χίμαιρα" είναι μια βαθύτατα εσωτερική κραυγή που θέτει ένα διαχρονικό ερώτημα, θα καταφέρουμε ποτέ κι αν ναι κάτω από ποιες συνθήκες να γκρεμίσουμε τα δεσμά που διαχωρίζουν τους ανθρώπους σε τάξεις, φύλο κι εθνικότητα ώστε να αναπτυχθούν οι πολυπόθητες ανθρώπινες σχέσεις όπου θα κυριαρχεί η ισότητα, η συντροφικότητα κι η αλληλεγγύη; Δυστυχώς η απάντηση δίνεται από τον τίτλο του συγκεκριμένου σπουδαίου ουμανιστικού κι αντιπολεμικού αριστουργήματος.

Βαθμολογία: 10/10

Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Η Μάχη του Αλγερίου (1966)


Έχοντας γράψει πρόσφατα ένα κείμενο για τον "Ξένο" του Λουκίνο Βισκόντι, μου προτάθηκε μία ακόμη ταινία σχετικά με την ιστορία της Αλγερίας και την εξέγερσή της κατά της γαλλικής αποικιοκρατίας. Έχοντας ακούσει και σε παλιότερες κινηματογραφοφιλικές συζητήσεις διάφορες απόψεις για την "Μάχη του Αλγερίαου", αναρωτήθηκα αν θα με άγγιζε ως έργο. Οι όποιες αμφιβολίες μου τελικά διαλύθηκαν από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας. Μάλιστα όσο η ιστορία προχωρούσε τόσο η αγωνία μου ανέβαινε σε μεγάλο βαθμό, φτάνοντας με σε μια πρωτόγνωρη συναισθηματική φόρτιση καθώς παρακολουθούσα τα τελευταία συγκλονιστικά λεπτά της ταινίας. 
Η ταινία ξεχωρίζει για την άψογη δόμηση της που στήνεται κομμάτι κομμάτι, κάνοντας κατανοητή τόσο την οργάνωση και τη δράση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου της Αλγερίας όσο και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Γάλλων που επεδίωξαν να επαναφέρουν την τάξη στην τότε αποικία τους. Αυτό όμως που θαύμασα ακόμη περισσότερο στη συγκεκριμένη ταινία είναι τα άψογα πλάνα της τόσο από τον ανταρτοπόλεμο στην πόλη όσο κι από την λαϊκή εξέγερση τα οποία αρχικά υπέθεσα πως είναι ιστορικά ντοκουμέντα. Οπότε ήταν μεγάλη η έκπληξή μου όταν έμαθα μετά την προβολή της ταινίας πως κι αυτά ήταν σκηνοθετημένα. Και μόνο για τη τόσο ρεαλιστικότατη σχεδόν αληθοφανή αναπαράσταση του ανταρτοπόλεμου των εξεγερθέντων Αλγερινών, θεωρώ πως η συγκεκριμένη ταινία είναι ένα από τα σημαντικότερα φιλμ της ιστορίας του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. 
Η ιστορία ξεκινάει από τις αρχές του ανταρτοπόλεμου, συγκεκριμένα από την 1η Νοέμβρη του 1954 με την προκήρυξη του FLN για ανεξαρτησία. Στις πρώτες αντιδράσεις των κατοίκων, η αστυνομία θα ανταποκριθεί με τακτικούς ελέγχους αλλά και στη μετατροπή της Κάσμπα, της συνοικίας που ήταν πάνω στα κάστρα του Αλγερίου,  σε γκέτο ώστε να προστατευθεί η παραλιακή ευρωπαϊκή συνοικία. Μια αποικιοκρατική απόφαση που θα οδηγήσει στις τυφλές εκτελέσεις αρκετών Γάλλων αστυνομικών. Σ' αυτήν την εξέλιξη, ο αρχηγός της αστυνομίας θα αντιδράσει με μια πράξη ωμής αντεκδίκησης τοποθετώντας βόμβα σε μια αραβική συνοικία, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να χαθούν πολλοί άμαχοι. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει ο ανεξέλεγκτος χορός της απροκάλυπτης βίας με το FLN να ανταπαντά στέλνοντας τρεις γυναίκες καμικάζι να ανατινάξουν δύο καφέ και τα γραφεία της Air France που βρίσκονται στην ευρωπαϊκή συνοικία του Αλγερίου. 
Το Αλγέρι μετατρέπεται αμέσως σε ένα πεδίο μάχης όπου το αίμα κι από τις δυο πλευρές ρέει άφθονο. Οι Αλγερινοί μετά από παρότρυνση του FLN κατεβαίνουν σε καθολική απεργία ενώ η Γαλλία στέλνει εκστρατευτικό στρατιωτικό σώμα με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Ματιέ ο οποίος ήταν γνωστός για τη σκληρότητά του αλλά και τα βασανιστήρια που έκανε σε όσους έπιανε. Τελικώς η απεργία όχι μόνο αποτυγχάνει παταγωδώς αλλά γίνεται αφορμή να αποκαλυφθούν όλα τα ηγετικά μέλη της FLN και να πέσουν στα χέρια του γαλλικού στρατού κατοχής. Η μάχη ολοκληρώνεται με την ανατίναξη του τελευταίου ηγετικού στελέχους και τριών συντρόφων του που είναι κρυμμένοι στο κρησφύγετό του. Όμως ο αγώνας που έδωσαν αυτοί οι άνθρωποι δε πήγε χαμένος καθώς δυο χρόνια μετά τις μάχες στο Αλγέρι, η συντριπτική πλειοψηφία του αλγερινού λαού ξεσηκώθηκε για ανεξαρτησία ενώ την ίδια περίοδο στη Γαλλία ξεκινούσε ένα κίνημα για την απόσυρση του στρατού κάτι που τελικά πραγματοποιήθηκε το 1962.




Πριν ξεκινήσω να μνημονεύω την ταινία, θα ήθελα να μιλήσω για το βιβλίο του Saadi Yacef «Αναμνηστικά από τη Μάχη του Αλγερίου» στο οποίο βασίστηκε ο Ιταλός σκηνοθέτης Τζίλο Ποντεκόρβο. Ο Saadi Yacef υπήρξε ιδρυτικό μέλος του FLN και συμμετείχε στις μάχες που πραγματοποιήθηκαν στο Αλγέρι μέχρι που πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Γάλλους και καταδικάστηκε σε θάνατο. Τελικά του δίνεται χάρη από τη γαλλική κυβέρνηση μετά την επιστροφή του Ντε Γκωλ στην εξουσία το 1958. Η ποινή του, που ήταν τρεις εις θάνατο, μετατρέπεται σε ισόβια και μεταφέρεται από την Αλγερία στην Γαλλία, όπου και γράφει τα απομνημονεύματα του. Μετά την απελευθέρωσή του και με την υποστήριξη και την ενίσχυση της Αλγερινής κυβέρνησης, ιδρύει την εταιρία παραγωγής, Casba Films και γίνεται συμπαραγωγός σε πολλές ταινίες, μέσα σε αυτές και το "Ξένο" του Λουκίνο Βισκόντι. Λίγα χρόνια αργότερα συναντιέται με τον σκηνοθέτη Τζίλο Ποντεκόρβο κι αποφασίζουν να μεταφέρουν τα απομνημονεύματά του στον κινηματογράφο. Μάλιστα ο ίδιος υποδύθηκε τον εαυτό του στη συγκεκριμένη ταινία. 
Και μιας κι έθιξα το θέμα του πρωταγωνιστικού ρόλου, θα ήθελα να επισημάνω πως όλοι οι ηθοποιοί της ταινίας ήταν ερασιτέχνες πέρα από τον συνταγματάρχη Ματιέ που τον υποδύεται ο Γάλλος ηθοποιός Jean Martin, ο οποίος κατά βάση ήταν ηθοποιός θεάτρου κι είχε χάσει πολλές δουλειές, καταδικάζοντας τις δράσεις της κυβέρνησης του στην Αλγερία. Πολλοί από τους υπόλοιπους ηθοποιούς στην ταινία ήταν αγωνιστές της αντίστασης ενώ αρκετοί κομπάρσοι επιλέχτηκαν με βάση τα χαρακτηριστικά τους θέλοντας με αυτόν τον τρόπο οι συντελεστές να δώσουν μια σκληρή εικόνα της άγριας καταστολής που υπέστη ο εξεγερμένος αλγερινός λαός. 
Ένα ακόμη στοιχείο που κάνει μοναδική τη συγκεκριμένη ταινία είναι πως γυρίστηκε στα πραγματικά πεδία των μαχών. Στενά καλντερίμια, κλειστοφοβικά αίθρια και ταράτσες που επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Μία παλιά πόλη που μετατράπηκε σε πεδίο άγριων συμπλοκών. Μάλιστα βρήκα ανατριχιαστική την εικόνα του ελικοπτέρου που πετά χαμηλά και φαίνεται στιγμιαία από ένα στενό άνοιγμα κάποιων κτιρίων. Οι σκηνές με τις εκρήξεις είναι τόσο ζωντανές κι ο τρόμος στα πρόσωπα των ηθοποιών ενισχύει την δική μας αγωνία ως θεατές. Συγκλονιστικές ήταν οι βομβιστικές επιθέσεις των Αλγερινών αλλά περισσότερο συνταρακτικές ήταν οι σκηνές με τα βασανιστήρια που ασκούσε ο γαλλικός στρατός σε όσους έπιανε και προσπαθούσε να αποσπάσει πληροφορίες. 
Επίσης θα θελα να μνημονεύσω την εξαιρετική μουσική της ταινίας που επιμελήθηκε ο αγαπημένος Ιταλός συνθέτης Έννιο Μορικόνε, ο οποίος κατάφερε να δημιουργήσει έναν συνδυασμό του Μπαχ με τη μουσική των Βεδουίνων και την τζαζ του ’50, προσφέροντας ένα από τα καλύτερα κινηματογραφικά soundtrack. Αλλά ακόμη κι εκεί που τα πλάνα δεν είναι μουσικά ντυμένα, έρχονται οι κραυγές των γυναικών, οι θρήνοι των Αλγερινών, οι ήχοι των πυρών και οι εκρήξεις των βομβών να παίξουν ένα εναλλακτικό είδος μουσικής.
  



Όμως σ' αυτό που επικεντρώθηκα ήταν στις σκληρές αλήθειες που ακούστηκαν κατά τη διάρκεια της ταινίας. Σε κάποια στιγμή πάνω στη ταράτσα μιλούν δύο από τα ιδρυτικά μέλη του FLN. Φεύγοντας ο ένας (ο οποίος για έναν αδιευκρίνιστο λόγο μου θύμιζε τον Νίκο Πλουμπίδη) λέει στο σύντροφό του το εξής: "Είναι δύσκολο να ξεκινήσεις μια επανάσταση κι ακόμα πιο δύσκολο να την κρατήσεις. Όμως είναι δυσκολότερο να νικήσεις. Κι αν νικήσεις τότε αρχίζουν τα δύσκολα". Με αυτά τα λόγια δημιουργείται αμέσως το ερώτημα "για ποιο λόγο να κυνηγήσει κανείς την ανεξαρτησία του;". Κι όμως η συγκεκριμένη ταινία το απαντάει με τον πιο δυνατό τρόπο. Είναι η αξιοπρέπεια κι η ελευθερία που οδηγούν τον κάθε λαό. Κι αυτές οι δυο σημαντικές αξίες απαιτούν ευθύνες και καθημερινούς αγώνες. Δεν είναι τυχαίο που οι άβουλοι, οι βολεμένοι, οι τεμπέληδες κι οι καλοπερασάκηδες αποζητούν τα καθεστώτα και την υποδούλωση σε ξένους. 
Επίσης πολύ δυνατοί είναι οι διάλογοι των δημοσιογράφων με τον συνταγματάρχη Ματιέ, όπου εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η στιγμή που ο αξιωματικός ξεσπάει επειδή τον αποκαλούν φασίστα δηλώνοντας πως στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο ίδιος πολέμησε τους ναζί. Κι όμως σε έναν πόλεμο κανείς δεν είναι άγιος. Ακόμη τα τέρατα του ναζισμού δε μπορούν να κρύψουν τις σφαγές των αποικιοκρατών σε χώρες της Αφρικής και της Ασίας. Εξάλλου η δράση του γαλλικού στρατού κατοχής αποδεικνύει πως έχει μαθητεύσει καλά από τις αντίστοιχες γερμανικές δυνάμεις. 
Από τον ίδιο το συνταγματάρχη ακούμε κι άλλες άβολες αλήθειες ειδικά όταν διώχνει έναν αιχμάλωτο που απαντάει σε ερωτήσεις δημοσιογράφων λέγοντας πως δε πρέπει να μεταφερθούν στον υπόλοιπο κόσμο πληροφορίες από την αντίπαλη πλευρά, ή όταν ζητάει από τους δημοσιογράφους να κάνουν σωστά τη δουλειά τους, εννοώντας την παραπληροφόρηση. Ενώ επίσης ήταν εξαιρετική η δήλωσή του για τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ, λέγοντας πως τον θεωρεί εχθρό του θεωρώντας λυπηρό που δε βρίσκεται στη δική του πλευρά. 
Παρόλο που στην ταινία απονεμήθηκε το «Χρυσό Λιοντάρι» και το Βραβείο των Κριτικών στο Φεστιβάλ Βενετίας του 1966, ενώ ήταν επίσης υποψήφια και για τρία Οσκαρ: Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Καλύτερου Σεναρίου και Καλύτερης Ξένης Ταινίας, οι γαλλικές κυβερνήσεις την είχαν απαγορεύσει μέχρι το 1971. Μάλιστα η πρώτη προβολή της στο Παρίσι (μια λογοκριμένη έκδοση που κατέβηκε αμέσως) σημαδεύτηκε από συγκρούσεις και διαδηλώσεις από ακροδεξιούς της OAS Algerie (Οργάνωση Μυστικού Στρατού Αλγερίας) με την αστυνομία ενώ επίσης είναι εντυπωσιακό που προβλήθηκε για πρώτη φορά στη γαλλική τηλεόραση μόλις το 2004. Κάτι ακόμη αξιοσημείωτο είναι πως η συγκεκριμένη ταινία προβλήθηκε το 2003 στο Πεντάγωνο με αφορμή την εισβολή του αμερικανικού στρατού στο Ιράκ κι είχε αποδέκτες αξιωματικούς του στρατού κι ειδικούς επί πολεμικών θεμάτων υπό τον ηχηρότατο τίτλο «Πώς να κερδίσετε τη μάχη κατά της τρομοκρατίας και να χάσετε τον πόλεμο των ιδεών».
Μετά το τέλος της ταινίας αναρωτήθηκα πως κατάφερε ο Τζίλο Ποντεκόρβο να σκηνοθετήσει ένα τόσο αληθινό έργο. Πως κατάφερε να με μπερδέψει πιστεύοντας πως βλέπω πραγματικά ντοκουμέντα ενώ τελικά ήταν όλα άρτια σκηνοθετημένα από τον ίδιο. Πως κατάφερε τόσο πιστά να συλλάβει και να αποδώσει, το πώς είναι να αγωνίζεται κανείς για την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα του.
Η "Μάχη του Αλγερίου" είναι ένα αξεπέραστο αντιπολεμικό αριστούργημα που τότε ενόχλησε έντονα αλλά έκτοτε έμεινε στην ιστορία ως ένα άριστο κινηματογραφικό διαμάντι που διδάσκει τον αγώνα για την ελευθερία του κάθε λαού αλλά και του κάθε ανθρώπου.

Βαθμολογία: 10/10

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Dreams (1990)


Πόσοι από μας λατρεύουμε τον μαγικό κόσμο των ονείρων και πόσες φορές έχουμε βυθιστεί σε τόσο ζωντανά όνειρα που αναρωτιόμαστε αν είναι πραγματικά, πλημμυρίζοντας με ένα αίσθημα απέραντης χαράς που ζούμε ένα τόσο όμορφο γεγονός. Και πόσες φορές συνειδητοποιούμε εκείνη ακριβώς τη στιγμή πως βρισκόμαστε μέσα σε ένα ακόμη όνειρο οπότε αφηνόμαστε να μας συμπαρασύρει στις πιο κρυφές γωνιές του υποσυνείδητού μας.
Η γοητεία του ονείρου είναι τόσο ισχυρή που έχει προκαλέσει αρκετούς δημιουργούς να την προσεγγίσουν και να την αναπαραστήσουν μέσα από τα έργα τους. Το πόσο κοντά φτάσανε στον ονειρικό τους κόσμο, μόνο οι ίδιοι το ξέρουν. Και το πόσο κοντά προσεγγίζουμε εμείς τα έργα αυτά, εξαρτάται από τη δική μας φαντασία αλλά και το μνημονικό που κουβαλάμε από τα δικά μας όνειρα.
Όταν αποφάσισα να δω τα "Όνειρα" του Ακίρα Κουροσάβα, δε περίμενα πως θα εισχωρούσα τόσο έντονα στα όνειρα ενός δημιουργού αλλά και στα όνειρα ολόκληρης της ανθρωπότητας. Διότι ο σπουδαίος Ιάπωνας σκηνοθέτης δεν περιορίζεται μόνο στα δικά του όνειρα αλλά καταπιάνεται με τα όνειρα όλης της οικουμένης, παρουσιάζοντας την αυτοκαταστροφική φύση του ανθρώπινου γένους μέσα από έναν καταιγισμό χρωμάτων και μελωδιών. Ο σπουδαίος δημιουργός μας παρουσιάζει αυτήν την πορεία μέσα από οκτώ ιστορίες, οι οποίες σου δίνουν την αίσθηση πως έχουν τη διάρκεια ενός ονείρου. Το εντυπωσιακό στοιχείο της συγκεκριμένης ταινίας είναι πως η κάθε μία ιστορία είναι από μόνη της ένα ξεχωριστό αριστούργημα, μέσα από τα οποία ο δημιουργός παρουσιάζει τους βαθύτερους φόβους και τις μεγαλύτερες ελπίδες μας. Τα δικά του όνειρα και τις ελπίδες του πως στο τέλος θα καταλάβουμε τα εγκλήματα που κάνουμε και θα σωθούμε. 


Στις πρώτες δύο ιστορίες η ανθρωπότητα παρουσιάζεται με παιδική μορφή καθώς αναφέρεται στη περίοδο που ο άνθρωπος ήταν ακόμη ένας απλός κρίκος της φύσης. Στο πρώτο όνειρο έχουμε ένα μικρό παιδί που στέκεται απορημένο στην πόρτα του σπιτιού του κοιτάζοντας μια ηλιόλουστη βροχή. Ένα ιδιαίτερα σπάνιο καιρικό φαινόμενο, το οποίο κάθε φορά που το ζούμε μας αφήνει την εντύπωση πως το θυμόμαστε από τα πιο παλιά μας όνειρα. Μια γυναίκα, πιθανότατα η μητέρα του παιδιού, το προτρέπει να μπει σπίτι για να προστατευτεί από τη βροχή αλλά και για να μην πάει στο δάσος καθώς με τέτοιον καιρό οι αλεπούδες βγαίνουν για να βρουν το ταίρι τους. Εδώ παρατηρούμε την πρώτη προσπάθεια του ανθρώπου που έδενε με μύθους και θρύλους κάθε τι που δε γνώριζε ώστε να μπορεί να συγκρατεί τους υπόλοιπους στα περιορισμένα όρια μιας ανύπαρκτης ασφάλειας. Όπως κάνουν κι όλες οι θρησκείες μέχρι σήμερα. Όμως η ανθρώπινη περιέργεια ξεπερνάει τους φόβους, κάνοντας τον μικρό να πάει στο δάσος. Κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο, θα γίνει μάρτυρας μιας μυσταγωγικής χορογραφικής πομπής με ανθρωπόμορφες αλεπούδες. Όταν τα πλάσματα αυτά αντικρίζουν τον μικρό, ο χορός σταματάει κι ένα αίσθημα καχυποψίας αρχίζει να πλανάται. Τα ζώα συνειδητοποιούν πως έχουν απέναντί τους έναν νέο εχθρό ενώ ο μικρός διαπιστώνει πως τελικά δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από την ομορφιά της φύσης. Όμως το διαπεραστικό βλέμμα των αλεπούδων τον αναγκάζουν να τραπεί σε φυγή. Επιστρέφοντας σπίτι θα βρει την μητέρα του αυστηρή κι αμείλικτη. Τον κατηγορεί που παραβίασε την απαγόρευση και του δίνει ένα χαρακίρι διώχνοντάς τον πάλι πίσω στο δάσος για να ζητήσει συγχώρεση από τις αλεπούδες. Αν την δεχτούν έχει καλώς αλλιώς θα αναγκαστεί να αυτοκτονήσει. Τελικώς η συγχώρεση της φύσης έρχεται με ένα ουράνιο τόξο το οποίο δημιουργεί ένα φαντασμαγορικό τοπίο καθώς η βροχή κι ο ήλιος ζωντανεύουν τα χρώματα κι ανασταίνουν την πλάση. Επίσης το ονειρικό τοπίο υποδηλώνει την ομορφιά όταν κάποιος ανακαλύπτει κάτι καινούργιο. Είναι η στιγμή που η φύση κάνει το λάθος καθώς αφήνει να εισχωρήσει στα σπλάχνα της ο πιο επιθετικός καρκίνος που δεν είναι άλλος από τον άνθρωπο. 
Έτσι συνεχίζουμε στο δεύτερο όνειρο όπου ένα μεγαλύτερο σε ηλικία παιδί, κυνηγώντας ένα αερικό, φτάνει σε μια πλαγιά του κτήματος των γονιών του όπου συναντά τα πνεύματα των κομμένων ροδακινιών. Η οθόνη πλημμυρίζει με μια πανδαισία χρωμάτων, φορεσιών και στησίματος των ανθρώπων μέσα στο κάδρο καθώς έχουν παραταχθεί σε όλα τα επίπεδα της πλαγιάς. Τα πνεύματα αρχίζουν να τον κατηγορούν για τα εγκλήματα των γονιών του λέγοντάς του πως είναι τα πνεύματα των λουλουδιών που δε μπορούν να γιορτάσουν πια καθώς τα δέντρα είναι κομμένα. "Τα χαμένα δέντρα κλαίνε από θλίψη" του λένε κάνοντας τον μικρό να ξεσπάσει σε λυγμούς προσπαθώντας να υπερασπιστεί την αθώωσή του για το έγκλημα αυτό. Στο συγκεκριμένο όνειρο το παιδί συμβολίζει τον απλό λαό που πορεύεται με αποφάσεις των ανωτέρων του. Αναφέρεται στον ευνουχισμένο λαό. Μόνο που στο έγκλημα που διαπράττεται κατά της φύσης και των επόμενων γενεών δεν είναι κανείς αθώος καθώς μεγάλη ευθύνη πέρα από τους εγκληματίες φέρουν κι οι άβουλοι με τους αγνώμονες. Τα πνεύματα του δάσους δείχνουν μια κατανόηση στον πόνο του μικρού κι αποφασίζουν να του φανερώσουν έστω για λίγο, την ομορφιά της φύσης. Την ομορφιά που οι ίδιοι οι άνθρωποι καταστρέφουν. Την ομορφιά που ίσως να μην συναντήσει ποτέ ξανά στη ζωή του. Έτσι ξεκινάει μια από τις ωραιότερες σκηνές που έχω προσωπικά δει στον κινηματογράφο με το χορό της ανθοφορίας. Μέσα σ' αυτόν τον χορό, ο μικρός συναντά ξανά το αερικό που κυνηγούσε από το σπίτι. Φτάνοντας όμως κοντά της, θα επανέλθει ξανά η πραγματική εικόνα του εγκλήματος, η έρημη πλαγιά με τους κομμένους κορμούς. Όμως εκεί ανάμεσα στα νεκρά δέντρα, ξεπετάγεται μια μικρή ανθισμένη ροδακινιά, δίνοντας την υπόσχεση πως ίσως κάτι μπορεί να σωθεί ακόμη και την ύστατη στιγμή. Κι αυτό που μπορεί να μας σώσει είναι ο έρωτας. 


Ο άνθρωπος πια έχει αρχίσει να νικάει τη φύση αλλά δεν την έχει κατακτήσει οριστικά. Σ' αυτό το θέμα πατάει ο Κουροσάβα στο τρίτο του όνειρο όπου τέσσερις ορειβάτες έχουν αποκλειστεί σε μια χιονισμένη πλαγιά και παλεύουν με τα στοιχεία της φύσης παρουσιάζοντας την τελική μάχη μεταξύ ανθρώπου και πλάσης. Η κόπωση τους αναγκάζει να κινούνται με μεγάλη δυσκολία μέχρι που αρχίζει να υπερισχύει η ιδέα της εγκατάλειψης κάτι που θα φέρει εκνευρισμό και ξεσπάσματα αποδεικνύοντας πως ο άνθρωπος όταν τα βρίσκει σκούρα τρώγεται με τις σάρκες του. Ο αρχηγός τους παρακινεί συνεχώς να σταματήσουν τον καβγά και να μην αναπαυθούν στο χιόνι γιατί αυτό θα τους οδηγήσει σίγουρα στο θάνατο. Όμως κάποια στιγμή και μετά αρχίζουν ένας ένας να γονατίζουν εξουθενωμένοι. Μαζί μ'αυτούς ξαπλώνει κι ο αρχηγός αρχίζοντας μια ανηλεής μάχη με τον ύπνο, ο οποίος έρχεται με ένα γλυκό τραγούδι. Ένα νανούρισμα που συνοδεύεται με τη μορφή μιας όμορφης γυναίκας η οποία προσπαθεί να τον σκεπάσει. «Το χιόνι είναι τρυφερό κι ο πάγος είναι ζεστός» του τραγουδάει πιέζοντάς τον να μείνει ξαπλωμένος. Όμως ο αρχηγός αντιστέκεται στο νανούρισμα και με πείσμα ξυπνάει επαναφέροντας το θόρυβο της χιονοθύελλας που τον κρατάει ως το τέλος ζωντανό. Είναι ο οριστικός θρίαμβος του ανθρώπου πάνω στη φύση. Το μόνο που του απομένει πια είναι η κατάκτηση της κορυφής, η οποία φαίνεται πεντακάθαρα πάνω από τα κεφάλια τους.  
Έχοντας πια ο άνθρωπος κυριαρχήσει οριστικά στη φύση, αρχίζει μια νέα ανηλεή μάχη. Μια μάχη με τον ίδιο του τον εαυτό. Πάνω σ' αυτό το θέμα πατάει το τέταρτο όνειρο όπου ο Κουροσάβα μας μιλάει για τον πόλεμο. Στο πρώτο πλάνο έχουμε έναν αξιωματικό του ιαπωνικού στρατού που κοντοστέκεται μπροστά από ένα σκοτεινό τούνελ όπου μέσα από κει βγαίνει ένας στρατιωτικός σκύλος που του γαβγίζει απειλητικά. Εδώ το ζωντανό αντιπροσωπεύει την φύση που έχει εξαγριωθεί με τα καμώματα του ανθρώπου. Είναι η φύση που έχει χάσει την αγνή της υπόσταση συμμετέχοντας στα πολεμικά εγκλήματα. Ο αξιωματικός προσπερνά το σκυλί και χάνεται στο σκοτάδι έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στο ασθενές φως της αντίπερα εξόδου. Κάθε τόσο κοιτάει με τρόμο λοξά χωρίς όμως να μας αφήνει να δούμε κι εμείς τι είναι αυτό που του τραβάει την προσοχή. Το τούνελ εδώ συμβολίζει την επιρροή του υποσυνείδητου, οι ενοχές κι οι τύψεις που κουβαλάει ο καθένας. Βγαίνοντας από την άλλη άκρη του τούνελ συναντάει έναν πεθαμένο φαντάρο από το λόχο του που εξακολουθεί να πιστεύει πως είναι ακόμη ζωντανός περιμένοντας κάποιο νέο παράγγελμα. Τα σπαρακτικά του λόγια έρχονται και δένουν έντονα με τη κίνηση του χεριού του που δείχνει στον αξιωματικό το σπίτι των γονιών του που βρίσκεται στην αντικριστή πλαγιά λέγοντάς του πως τον περιμένουν. Ο αξιωματικός μαζεύει τις διαλυμένες του δυνάμεις για να μπορέσει να εξηγήσει στον φαντάρο πως πέθανε στα δικά του χέρια, πείθοντάς τον να επιστρέψει στα σκοτάδια του τούνελ που αυτή τη φορά έχει τον ρόλο του περάσματος για τον Κάτω Κόσμο. Στη συνέχεια όμως εμφανίζεται ολόκληρος ο λόχος φέρνοντας σε ακόμη πιο δυσάρεστη θέση τον αξιωματικό που προσπαθεί να τους πείσει πως είναι όλοι τους νεκροί. Εκείνοι όμως τον κοιτούν επίμονα χωρίς όμως να έχουν κάποιο ίχνος πίκρας ή εκδίκησης στο βλέμμα τους. Δε θα αργήσει να ρθει το ξέσπασμα του αξιωματικού, ο οποίος θα αρχίσει να ζητάει συγγνώμη που δεν μπορεί να τους αντικρίσει στα μάτια. Θεωρεί πως είναι δικό του λάθος ο θάνατός τους διότι συμβιβάστηκε με τα στρατιωτικά ιδεώδη. Ο απολογητικός του ρόλος κλείνει δηλώνοντας πως θα προτιμούσε να είναι μαζί τους στον άλλον κόσμο κι όχι ζωντανός. Οι στρατιώτες πείθονται βουβοί καθώς διαπιστώνουν πως ο διοικητής τους είναι ψυχική νεκρός κι ας στέκεται ακόμη υγιής στα δυο του πόδια. Το μόνο που αναμένουν πια είναι το τελευταίο παράγγελμα για να επιστρέψουν μια για πάντα στον Άδη. Όμως μέσα από τα σκοτάδια ξεπετάγεται πάλι ο σκύλος σαν μια σύγχρονη Ερινύα που θα κυνηγάει τον αξιωματικό για το υπόλοιπο της ζωής του καθώς η αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής οφείλει προς όλους μας να θεωρείται ως ύψιστη ύβρις.




Όμως σε όλην αυτήν την αυτοκαταστροφική φύση του ανθρώπου, υπάρχει μια χαραμάδα ελπίδας. Είναι τα αποτυπώματα που αφήνουν οι δημιουργοί προσπαθώντας να δείξουν στον υπόλοιπο κόσμο την ομορφιά της φύσης που οι ίδιοι καταστρέφουν. Γι' αυτό τον λόγο ο Κουροσάβα μιλάει στο πέμπτο του όνειρο για την δύναμη της Τέχνης, μαρτυρώντας παράλληλα την απραγματοποίητη επιθυμία του στο να γίνει ζωγράφος. Ο πρωταγωνιστής που περιφέρεται στα όνειρα έχει πια ενηλικιωθεί κι έχει αρχίσει να αναζητά τα δικά του πατήματα. Περιφερόμενος σε έναν εκθεσιακό χώρο, παρατηρεί εξονυχιστικά κάποιους πίνακες του Βαν Γκογκ, φτάνοντας στο σημείο να εισχωρήσει μέσα σ' αυτούς και συγκεκριμένα στο τοπίο της "Γέφυρας της Άρλ» όπου κι αρχίζει να αναζητά τον ίδιο το ζωγράφο. Ρωτώντας κάποιες γυναίκες που πλένουν τα ρούχα τους στο ποτάμι, θα διαπιστώσει πως όλες θεωρούν τον ζωγράφο τρελό, φανερώνοντας μ' αυτόν τον τρόπο την απόμακρη σχέση που έχει ο κόσμος με τους δημιουργός. Τελικώς ο νεαρός τον συναντά σε ένα χωράφι με στάχυα όπου θα διαπιστώσει από κοντά το πάθος του που παρουσιάζεται σαν μια ατμομηχανή που κινείται διαρκώς. Ομολογώ πως στο συγκεκριμένο όνειρο ενθουσιάστηκα με την ερμηνεία του Μάρτιν Σκορσέζε στο ρόλο του σπουδαίου ζωγράφου. Επίσης βρήκα εκπληκτική τη σκηνή όπου ο νεαρός τον ρωτάει πως τραυματίστηκε στο αυτί  με τον Βαν Γκογκ να του απαντά πως ήθελε να ολοκληρώσει ένα αυτοπορτραίτο αλλά του ήταν πολύ δύσκολο να ζωγραφίσει το αυτί του μ' αποτέλεσμα να το κόψει και το πετάξει. Εδώ αφήνει τον υπαινιγμό πως για να καταφέρει κανείς κάτι πρέπει να αναλογιστεί και το κόστος που ίσως του στοιχίσει ένα κομμάτι από τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Βαν Γκογκ όμως δεν έχει χρόνο για κουβέντες καθώς αναζητά το κατάλληλο φως. Κυνηγώντας τον από πίσω ο νεαρός ζωγράφος, θα χαθεί μες στους πίνακές του προσφέροντας σε μας τους θεατές ένα φαντασμαγορικό σκηνικό ντυμένο με το υπέροχο πρελούδιο No15 του Σοπέν (απολαύστε το εδώ). Μια εποικοδομητική βόλτα στους πίνακες του Βαν Γκογκ γεμάτη έμπνευση, επιρροές και συγκίνηση που θα τον οδηγήσουν στο δικό του δημιουργικό μονοπάτι.
Όμως η επιρροή των δημιουργών είναι μικρή κι αυτό γίνεται φανερό στην ανεξέλεγκτη αυτοκαταστροφική πορεία των ανθρώπων. Πάνω σ' αυτό καταπιάνεται ο Κουροσάβα με τα δυο επόμενα όνειρα. Στο έκτο όνειρο μιλάει για μια πυρηνική καταστροφή που προέρχεται από την έκρηξη κάποιων πυρηνικών εργοστασίων στο ηφαίστειο Φούτζι. Σκηνές πανικού με το πλήθος να τρέχει στους δρόμους φτάνοντας στο σημείο να πηδήξει στον ωκεανό μήπως και σωθεί. Στο χείλος του γκρεμού κοντοστέκονται ένας άνδρας, μια γυναίκα με τα δυο της παιδιά κι ένας πυρηνικός επιστήμονας ο οποίος εξηγεί για ποιο λόγο είναι μάταιη η φυγή προς τον ωκεανό κι αναλύει τα διαφορετικά χρώματα των ραδιενεργών αερίων καθώς και τους τρόπους που σκοτώνει το καθένα. Προτιμά όμως κι αυτός να πηδήξει στον ωκεανό και να πνιγεί παρά να βιώσει τον αργό βασανιστικό θάνατο της ραδιενέργειας. Στη συγκεκριμένη ιστορία συνταράζει η αγωνία της μάνας που σέρνει τα δύο παιδιά της για να τα σώσει. Όταν όμως συνειδητοποιεί πως δεν υπάρχει καμιά ελπίδα, αρχίζει ένα ξέσπασμα ενάντια στην εξουσία η οποία την πρόδωσε και την καταδίκασε σ' αυτόν τον βασανιστικό θάνατο. Η τραγική της κατάσταση συσχετίζεται με την άγνοια των υπολοίπων ανθρώπων, οι οποίοι έχουν εναποθέσει την ασφάλειά τους στον κερδοσκοπικό τζόγο της κάθε εξουσίας χωρίς να γνωρίζουν ή να μη θέλουν να μάθουν πως το οποιοδήποτε "ατύχημα" θα τους οδηγήσει σε ένα φρικτό τέλος. Ο εφιάλτης ολοκληρώνεται με την απεγνωσμένη προσπάθεια του άνδρα να διώξει μακριά του το ραδιενεργό νέφος. Μάταια όμως καθώς η καταστροφή έχει επέλθει. Είναι η στιγμή που ο άνθρωπος συνειδητοποιεί το πόσο πολύ αδύναμος και τρωτός είναι.
Κι έτσι φτάνουμε στο έβδομο όνειρο το οποίο μας μεταφέρει σε ένα κρανίου τόπο που είναι αποτέλεσμα μιας πυρηνικής καταστροφής. Εδώ πια κυριαρχεί η διαστροφή της λεηλατημένης φύσης,. Η σφοδρή αντίδρασή της στο να διώξει κάθε ανθρώπινο μικρόβιο από πάνω της, μετατρέποντας τον πλανήτη σε μια επίγεια κόλαση όπου φυτρώνουν τεράστια φυτά και περιφέρονται δαίμονες που χωρίζονται σε ταξικές ομάδες ανάλογα με το πόσα κέρατα έχουν στο κεφάλι τους. Όμως το πρόβλημα των δαιμόνων δεν είναι μόνο τα κέρατα αλλά κι ο πόνος που τους προκαλούν κάθε βράδυ. Παρόλο που προτιμάνε το θάνατο, είναι καταδικασμένοι να ζουν σε μια βάναυση αθανασία. Όταν ο πρωταγωνιστής μαθαίνει πως αυτοί ήταν παλιά άνθρωποι, ρωτάει έναν δαίμονα που συναντά ποιοι απ' τους ανθρώπους απέκτησαν το "προνόμιο" να φέρουν το μαρτυρικό κέρατο της αθανασίας, εκείνος του απαντά πως ήταν οι άνθρωποι της εξουσίας. Όλοι αυτοί που κυνηγώντας το δικό τους πολιτικό και οικονομικό όφελος, οδήγησαν την ανθρωπότητα στο θάνατο. Ο δαίμονας οδηγεί τον άνθρωπο στη κορυφή ενός λόφου όπου από κει γίνεται μάρτυρας μιας εφιαλτικής χορογραφίας δαιμόνων που ουρλιάζουν γύρω από δυο κατακόκκινες λίμνες. Μια παράσταση βγαλμένη από αρχαία ελληνική τραγωδία που σε παρασέρνει σε έναν πρωτόγνωρο ατέρμονο πόνο. Κι εκεί ο δαίμονας ρωτά τον άνθρωπο αν θέλει να βγάλει κι αυτός κέρατα, σπρώχνοντάς τον στην κατρακύλα της αιώνιας τιμωρίας, δείχνοντάς του μ' αυτήν την κίνηση πως όλοι μας ευθυνόμαστε για την καταστροφή του πλανήτη μας.




Όμως ακόμη και σ' αυτήν την ύστατη στιγμή που η ανθρωπότητα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, υπάρχει ελπίδα, κάτι που παρουσιάζεται στο τελευταίο όνειρο της ταινίας. Έναν ύμνο για τη ζωή και τον πολιτισμό. Ο πρωταγωνιστής φτάνει σε ένα πανέμορφο χωριό που διατρέχεται από ένα ποτάμι μ' αποτέλεσμα να χει αρκετούς υπέροχους νερόμυλους. Παντού η φύση οργιάζει με τα τραγούδια των πουλιών και το κελάρυσμα του νερού να ντύνουν τα υπέροχα τοπία. Σ' αυτά τα πλάνα κυριαρχεί η αρμονία. Αρχικά ο πρωταγωνιστής συναντά μια παρέα παιδιών τα οποία εναποθέτουν λουλούδια σ’ ένα βράχο δίπλα στο ποτάμι, ενώ λίγο πιο πέρα βρίσκει έναν ηλικιωμένο που κατασκευάζει ένα μύλο. Όταν αρχίζει να τον ρωτάει για το χωριό θα διαπιστώσει πως βρίσκεται σε μια πρωτόγνωρη αναρχική κοινωνία όπου δεν υπάρχουν ονόματα, θρησκείες κι όργανα εξουσίας. Δεν υπάρχει εγκληματικότητα. Δεν χρησιμοποιούν ηλεκτρισμό και για καύσιμη ύλη έχουν τις κοπριές των ζώων. Όσο για το σύγχρονο τρόπο ζωής ο γέρος ανταπαντά πως οι επιστήμονες είναι έξυπνα μυαλά που έχουν κάνει πιο εύκολη τη ζωή των ανθρώπων αλλά παράλληλα μολύνουν τον αέρα και το νερό, και μαζί μ’ αυτά μολύνουν τις καρδιές της ανθρωπότητας. Αντιθέτως οι άνθρωποι του χωριού έχουν μνήμη κάτι που φανερώνεται ακόμη και με την κίνηση των παιδιών που αφήνουν λουλούδια στο σημείο που κάποιος ξένος είχε ξεψυχήσει κάποτε. Μπορεί να μη θυμούνται ποιος ήταν και γιατί πέθανε αλλά εξακολουθούν να αφήνουν ένα λουλούδι, καθώς ο πολιτισμός τους το επιβάλλει σαν μια άσκηση καθημερινής μνήμης. Το όνειρο αυτό ολοκληρώνεται με μια νεκρική πομπή που γίνεται μέσα σε γιορτινή ατμόσφαιρα. Απορημένος ο πρωταγωνιστής για την εύθυμη κηδεία, μαθαίνει από τον γέρο πως όταν τελειώνει μια πλήρης ζωή πρέπει να γιορτάζεται διότι σκοπός του κάθε ανθρώπου είναι να ζει αρμονικά, συμφιλιωμένος με τη φύση, αυτάρκης στα αποθέματα ενέργειας, προσπαθώντας να έχει μνήμη κι αντιλαμβανόμενος πως η ζωή έχει κάποιο όριο που χρειάζεται να το σέβονται όλοι.
Με αυτά τα υπέροχα λόγια του γέρου παρασύρθηκα κι εγώ στον εύθυμο χορό και με μια γλυκόπικρη αίσθηση παρακολούθησα τους τίτλους τέλους οι οποίοι δίνουν την εντύπωση πως ακόμη κι αυτοί είναι μια σκηνή του έργου, η οποία θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί σαν ένας ζωντανός ιμπρεσιονιστικός πίνακας, καθώς τα φύκια του ποταμού χορεύουν στο ρυθμό του ροής του νερού.
Τα «Όνειρα» είναι ένας σπάνιας ωριμότητας αριστούργημα όπου μπλέκονται τα όνειρα με την αχαλίνωτη φαντασία, τους λαϊκούς μύθους και τη σοφία που κουβαλούν οι γέροντες που επιμένουν να ζουν με σεβασμό κοντά στη φύση. Ο Ακίρα Κουροσάβα μέσα από οκτώ κινηματογραφικά ποιήματα μας προτρέπει να ονειρευόμαστε με τον πιο αληθινό τρόπο.

Βαθμολογία: 10/10

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Ο άνθρωπος που κοιμάται (1974)




Ο κινηματογράφος δεν είναι μόνο μια λατρεία αλλά κι ένας τρόπος ζωής που δύσκολα μπορεί να περιγραφεί σε όποιον δεν έχει επιδιώξει να βυθιστεί στο μαγικό κι ανατρεπτικό του χώρο. Όσες ταινίες κι αν έχουμε απολαύσει, ποτέ δε θα καταφέρουμε να χορτάσουμε το πάθος που έχουμε γι' αυτήν την τέχνη. Κι αυτό συμβαίνει διότι πάντα ένα κινηματογραφικό διαμάντι θα ξεπηδάει από το παρελθόν, το οποίο έχουμε αγνοήσει ή δεν είχαμε ποτέ ακούσει. Μία ακόμη δημιουργία που τραντάζει τα εσώψυχά μας και μας αναγκάζει να μένουμε άυπνοι όλο το βράδυ εγκλωβισμένοι σε μία δίνη σκέψεων και προβληματισμών. Το βέβαιο είναι πως την επόμενη μέρα ξυπνάμε άλλοι άνθρωποι με νέα κριτήρια και καινούργια δεδομένα. Έναν παρόμοιο σεισμό εσωτερικής ανασκόπησης κι αυτογνωσίας, μου προκάλεσε η ταινία "Ο άνθρωπος που κοιμάται" του Bernard Queysanne, βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Ζωρζ Πέρεκ, ο οποίος συμμετείχε στα γυρίσματα. 
Η ιστορία της ταινίας είναι χαοτική κι αυτό είναι που την τοποθετεί σε ένα ξεχωριστό κινηματογραφικό επίπεδο. Κεντρικό και μοναδικό πρόσωπο της ιστορίας είναι ένας νεαρός φοιτητής που ζει κι ονειρεύεται σε μία μικρή σοφίτα του Παρισιού. Η μποέμικη καθημερινότητά του δε διαφέρει από αυτή του μέσου φοιτητή. Μελετάει, διασκεδάζει, στέκεται αντιμέτωπος στις αξιολογήσεις των καθηγητών που θα ορίσουν το μέλλον του κι ως έφηβος αναζητά το νόημα της ζωής που έχει μπροστά του. 
Ένα απ' αυτά τα πρωινά σηκώνεται και φεύγει αγχωμένος για τη σχολή. Την ώρα που δίνει γραπτές εξετάσεις, ο χρόνος σταματά και το βλέμμα του καρφώνεται στην κάμερα. Λίγα δευτερόλεπτα που κρατούν αιώνες, λες κι όλη του η ζωή περνάει από μπροστά του, αναγκάζοντάς τον να αναζητήσει τη λάθος στροφή της μέχρι τώρα πορείας του. Από εκείνο το σημείο και μετά ξεκινάει ένας καταιγισμός σκέψεων, στοχασμών, εκρήξεων και ριζοσπαστικών αποφάσεων. Μία δίνη που δε σ' αφήνει να πάρεις ανάσα. Μένεις καρφωμένος στα υπέροχα ασπρόμαυρα πλάνα και παρακολουθείς μία συνεχόμενη καταγραφή σκέψεων που σε κάνει να ανατριχιάζεις καθώς διαπιστώνεις πως πολλές απ' αυτές τις έχεις κάνει κι εσύ. Αισθάνεσαι πως μία κάμερα έχει μπει μες στο κεφάλι σου και σου προβάλει σε μια οθόνη τους πιο κρυφούς σου προβληματισμούς. Συγκίνηση, ανατριχίλα κι ενθουσιασμός. Αυτά είναι τα τρία εντονότερα συναισθήματα που μου προκάλεσε η συγκεκριμένη ταινία.




Η ταινία, όπως και το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε, μπορούν να χαρακτηριστούν ως ένα δημιούργημα που αναζητά τα όρια της μοναξιάς και της αυτογνωσίας. Είναι η παύση που κάνουμε στη μίζερη ρουτίνα μας, προσπαθώντας να αναζητήσουμε το χαμένο μας "εγώ" και να χτίσουμε μία προσωπικότητα πιο πλούσια και λιγότερο ευάλωτη στις απρόσωπες πόλεις που ζούμε. Σπάμε το καλούπι που μας πλασάρεται μέσα από την οικογένεια, την εκπαίδευση και την κοινωνία κι αρχίζουμε να πλάθουμε ένα νέο "εγώ" πιο ουσιώδες κι αυθεντικό καθώς πατάει πάνω στα δικά μας κριτήρια αλλά και στη δική μας μοναδική φαντασία. Από το βάθος του μυαλού μας αποβάλλουμε κάθε μορφή φόβου που μας έχει αδρανοποιήσει. Μόνο έτσι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη ζωή κατάματα, διότι κάθε μορφή φόβου που καταφέρνουμε να αποτινάξουμε από πάνω μας έχει ως επιβράβευση στο να αποβάλλουμε ένα ακόμη σύμπλεγμα του χαρακτήρα μας. 
Η ταινία θα μπορούμε να χαρακτηριστεί ως ένας ύμνος στην εποικοδομητική τεμπελιά. Ο ήρωας παραμένει στο κρεβάτι και παρατηρεί τη σοφίτα του, συνειδητοποιώντας μ' αυτόν τον τρόπο το κλουβί που του έχει παραχωρηθεί όσο σπουδάζει στο Παρίσι. Μετράει για μία ακόμη φορά τις ρωγμές στο ταβάνι, απολαμβάνει το τσιγάρο κάτω από τους πίνακες του Ρενέ Μαγκρίτ και του Μαουρίτς Κορνέλις Έσερ (δεν είναι τυχαίες οι δυο επιλογές των πινάκων), αφουγκράζεται την κοινωνία από μια απόσταση ασφαλείας καθώς ρεμβάζει από το παράθυρο του, δίνει μορφή στις μουλιασμένες του κάλτσες και παρατηρεί για ώρες τα σημάδια που σχηματίζονται πάνω στον κερατοειδή. Πράξεις που έχουμε κάνει όλοι μας σε στιγμές πλήρους αδράνειας. Σ' αυτές τις στιγμές μοναξιάς ενεργοποιούνται πολλοί μηχανισμοί που μας αναγκάσουν να αναθεωρήσουμε την πορεία μας. Ένα είδος υποσυνείδητης κι ενίοτε συνειδητής αναβάθμισης. 
Είναι οι στιγμές που τα πρόσωπα, τα αντικείμενα κι οι υποχρεώσεις που μας περιβάλλουν παύουν να έχουν σημασία. Τα αφήνουμε όλα στην άκρη με το ρίσκο πως μπορεί να τα χάσουμε κι ως ξύπνιοι υπνοβάτες περιφερόμαστε σε μία πόλη άδεια. Αναθεωρούμε γειτονιές, στέκια, πρόσωπα και δραστηριότητες. Γινόμαστε διάφανοι φορώντας ένα πέπλο αδιαφορίας για να μπορέσουμε να προσπερνάμε αόρατοι τους ανθρώπους γύρω μας. Είναι η μόνη λύση για να μπορέσουμε ήσυχα κι όμορφα να ζυγίσουμε και να επιλέξουμε αυτά που μας γεμίζουν και να αποβάλλουμε όλα αυτά για τα οποία σπαταλάμε άσκοπα το χρόνο μας. 
Μέσα από μία λιτή και κατανοητή γραφή, η οποία ερμηνεύεται εντυπωσιακά με τη φωνή της Ludmila Mikaël, συναντάμε την εξεγερμένη προσωπικότητα του φοιτητή. Από το ήρεμο βλέμμα του και το ερμητικά κλειστό του στόμα, ξεπετιούνται απανωτές κραυγές καθώς ο ήρωας ζει μία πρωτόγνωρη κατάσταση. Διαλύει κάθε τι παλιό (εκπληκτικά τα πλάνα με τα κατεδαφισμένα κτίρια) για να χτίσει πάνω σ' αυτά τη νέα του προσωπικότητα. Κι ενώ ξεκινάει με ορμή, στην πορεία κομπιάζει καθώς φοβάται να σπάσει το σκληρό του κέλυφος καθώς νιώθει απροετοίμαστος στο νέο σκηνικό που αρχίζει να αποκαλύπτεται μπροστά του. Προτιμάει τη τρέλα ή τον θάνατο διότι τον φοβίζει η ανάληψη ευθύνης. Υπάρχει κι η επιλογή της παραίτησης αλλά δεν του την επιτρέπει ο εγωισμός του. 
Τέλος είναι αυτός ο μεγάλος εχθρός που έχουμε να αντιμετωπίσουμε στη ζωή, ο χρόνος. Στην ταινία δηλώνεται με πολλούς τρόπους. Με τη βρύση που στάζει ρυθμικά, με το ρολόι στο κομοδίνο που γεμίζει το χώρο με ένα απαλό τικ τακ, με την κίνηση στους δρόμους και τα βήματα. Από τη πρώτη στιγμή γίνεται φανερό πως ο ήρωας τρέχει στο άδειο Παρίσι προσπαθώντας να ξεφύγει από τον χρόνο, όμως πάντα εκείνος τον προφταίνει. Έτσι αποφασίζει να τον αντιμετωπίσει με τον ύπνο αλλά το ξυπνητήρι αποδεικνύεται πως δεν είναι σύμμαχός του. Στο τέλος αποφασίζει να χαθεί στο σούρουπο και να γίνει μία ακόμη σκιά στους δρόμους της πόλης.



Η ταινία είναι ένα εκπληκτικό κινηματογραφικό πείραμα. Ο πρωταγωνιστής βουβός κι ανέκφραστος παίζει το ρόλο μιας μαριονέτας που υπακούει στα λόγια της αφηγήτριας, με τον νεαρό ηθοποιό Jacques Spiesser να προσφέρει με μεγάλη επιτυχία μία δύσκολη ερμηνεία. Εντυπωσιακή η μορφή του που περιφέρεται σε ένα Παρίσι έρημο. Που και που φαίνονται κάποια αυτοκίνητα στο βάθος ή κάποιοι περαστικοί, για να εντείνουν την μοναξιά των ανθρώπων. Μπορεί να λείπουν οι διάλογοι αλλά ολόκληρη η ταινία καταφέρνει να γεμίσει τον θεατή με σκέψεις και συναισθήματα. Σαν να διαβάζει κανείς ένα βιβλίο που του προσφέρει εικόνες και ήχους. Η μουσική είναι κι αυτή με τη σειρά της πειραματική κι αρκετά πρωτοποριακή για εκείνα τα χρόνια ενώ τα πλάνα προσφέρουν μια διαφορετική όψη στο Παρίσι. Λάτρεψα την κίνηση της κάμερας στους άδειους δρόμους και στις σιωπηλές διαδρομές του ήρωα.
Ο "Άνθρωπο που κοιμάται" είναι μία ανατρεπτική μύηση αυτογνωσίας κι ενηλικίωσης. Η επιτομή της βουβής κραυγής που μας περιβάλει αλλά σπανίως την αντιλαμβανόμαστε. Είναι η ατέρμονη αποτυχία της προσωπική μας τακτοποίησης σχετικά με την ύπαρξή μας αλλά και με τον χρόνο που φεύγει.
Ένα πραγματικά υπέροχο κινηματογραφικό διαμάντι.
Μπορείτε να την απολαύσετε με υπότιτλους στο youtube.

Βαθμολογία: 10/10