Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Ο άνθρωπος που κοιμάται (1974)




Ο κινηματογράφος δεν είναι μόνο μια λατρεία αλλά κι ένας τρόπος ζωής που δύσκολα μπορεί να περιγραφεί σε όποιον δεν έχει επιδιώξει να βυθιστεί στο μαγικό κι ανατρεπτικό του χώρο. Όσες ταινίες κι αν έχουμε απολαύσει, ποτέ δε θα καταφέρουμε να χορτάσουμε το πάθος που έχουμε γι' αυτήν την τέχνη. Κι αυτό συμβαίνει διότι πάντα ένα κινηματογραφικό διαμάντι θα ξεπηδάει από το παρελθόν, το οποίο έχουμε αγνοήσει ή δεν είχαμε ποτέ ακούσει. Μία ακόμη δημιουργία που τραντάζει τα εσώψυχά μας και μας αναγκάζει να μένουμε άυπνοι όλο το βράδυ εγκλωβισμένοι σε μία δίνη σκέψεων και προβληματισμών. Το βέβαιο είναι πως την επόμενη μέρα ξυπνάμε άλλοι άνθρωποι με νέα κριτήρια και καινούργια δεδομένα. Έναν παρόμοιο σεισμό εσωτερικής ανασκόπησης κι αυτογνωσίας, μου προκάλεσε η ταινία "Ο άνθρωπος που κοιμάται" του Bernard Queysanne, βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Ζωρζ Πέρεκ, ο οποίος συμμετείχε στα γυρίσματα. 
Η ιστορία της ταινίας είναι χαοτική κι αυτό είναι που την τοποθετεί σε ένα ξεχωριστό κινηματογραφικό επίπεδο. Κεντρικό και μοναδικό πρόσωπο της ιστορίας είναι ένας νεαρός φοιτητής που ζει κι ονειρεύεται σε μία μικρή σοφίτα του Παρισιού. Η μποέμικη καθημερινότητά του δε διαφέρει από αυτή του μέσου φοιτητή. Μελετάει, διασκεδάζει, στέκεται αντιμέτωπος στις αξιολογήσεις των καθηγητών που θα ορίσουν το μέλλον του κι ως έφηβος αναζητά το νόημα της ζωής που έχει μπροστά του. 
Ένα απ' αυτά τα πρωινά σηκώνεται και φεύγει αγχωμένος για τη σχολή. Την ώρα που δίνει γραπτές εξετάσεις, ο χρόνος σταματά και το βλέμμα του καρφώνεται στην κάμερα. Λίγα δευτερόλεπτα που κρατούν αιώνες, λες κι όλη του η ζωή περνάει από μπροστά του, αναγκάζοντάς τον να αναζητήσει τη λάθος στροφή της μέχρι τώρα πορείας του. Από εκείνο το σημείο και μετά ξεκινάει ένας καταιγισμός σκέψεων, στοχασμών, εκρήξεων και ριζοσπαστικών αποφάσεων. Μία δίνη που δε σ' αφήνει να πάρεις ανάσα. Μένεις καρφωμένος στα υπέροχα ασπρόμαυρα πλάνα και παρακολουθείς μία συνεχόμενη καταγραφή σκέψεων που σε κάνει να ανατριχιάζεις καθώς διαπιστώνεις πως πολλές απ' αυτές τις έχεις κάνει κι εσύ. Αισθάνεσαι πως μία κάμερα έχει μπει μες στο κεφάλι σου και σου προβάλει σε μια οθόνη τους πιο κρυφούς σου προβληματισμούς. Συγκίνηση, ανατριχίλα κι ενθουσιασμός. Αυτά είναι τα τρία εντονότερα συναισθήματα που μου προκάλεσε η συγκεκριμένη ταινία.




Η ταινία, όπως και το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε, μπορούν να χαρακτηριστούν ως ένα δημιούργημα που αναζητά τα όρια της μοναξιάς και της αυτογνωσίας. Είναι η παύση που κάνουμε στη μίζερη ρουτίνα μας, προσπαθώντας να αναζητήσουμε το χαμένο μας "εγώ" και να χτίσουμε μία προσωπικότητα πιο πλούσια και λιγότερο ευάλωτη στις απρόσωπες πόλεις που ζούμε. Σπάμε το καλούπι που μας πλασάρεται μέσα από την οικογένεια, την εκπαίδευση και την κοινωνία κι αρχίζουμε να πλάθουμε ένα νέο "εγώ" πιο ουσιώδες κι αυθεντικό καθώς πατάει πάνω στα δικά μας κριτήρια αλλά και στη δική μας μοναδική φαντασία. Από το βάθος του μυαλού μας αποβάλλουμε κάθε μορφή φόβου που μας έχει αδρανοποιήσει. Μόνο έτσι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη ζωή κατάματα, διότι κάθε μορφή φόβου που καταφέρνουμε να αποτινάξουμε από πάνω μας έχει ως επιβράβευση στο να αποβάλλουμε ένα ακόμη σύμπλεγμα του χαρακτήρα μας. 
Η ταινία θα μπορούμε να χαρακτηριστεί ως ένας ύμνος στην εποικοδομητική τεμπελιά. Ο ήρωας παραμένει στο κρεβάτι και παρατηρεί τη σοφίτα του, συνειδητοποιώντας μ' αυτόν τον τρόπο το κλουβί που του έχει παραχωρηθεί όσο σπουδάζει στο Παρίσι. Μετράει για μία ακόμη φορά τις ρωγμές στο ταβάνι, απολαμβάνει το τσιγάρο κάτω από τους πίνακες του Ρενέ Μαγκρίτ και του Μαουρίτς Κορνέλις Έσερ (δεν είναι τυχαίες οι δυο επιλογές των πινάκων), αφουγκράζεται την κοινωνία από μια απόσταση ασφαλείας καθώς ρεμβάζει από το παράθυρο του, δίνει μορφή στις μουλιασμένες του κάλτσες και παρατηρεί για ώρες τα σημάδια που σχηματίζονται πάνω στον κερατοειδή. Πράξεις που έχουμε κάνει όλοι μας σε στιγμές πλήρους αδράνειας. Σ' αυτές τις στιγμές μοναξιάς ενεργοποιούνται πολλοί μηχανισμοί που μας αναγκάσουν να αναθεωρήσουμε την πορεία μας. Ένα είδος υποσυνείδητης κι ενίοτε συνειδητής αναβάθμισης. 
Είναι οι στιγμές που τα πρόσωπα, τα αντικείμενα κι οι υποχρεώσεις που μας περιβάλλουν παύουν να έχουν σημασία. Τα αφήνουμε όλα στην άκρη με το ρίσκο πως μπορεί να τα χάσουμε κι ως ξύπνιοι υπνοβάτες περιφερόμαστε σε μία πόλη άδεια. Αναθεωρούμε γειτονιές, στέκια, πρόσωπα και δραστηριότητες. Γινόμαστε διάφανοι φορώντας ένα πέπλο αδιαφορίας για να μπορέσουμε να προσπερνάμε αόρατοι τους ανθρώπους γύρω μας. Είναι η μόνη λύση για να μπορέσουμε ήσυχα κι όμορφα να ζυγίσουμε και να επιλέξουμε αυτά που μας γεμίζουν και να αποβάλλουμε όλα αυτά για τα οποία σπαταλάμε άσκοπα το χρόνο μας. 
Μέσα από μία λιτή και κατανοητή γραφή, η οποία ερμηνεύεται εντυπωσιακά με τη φωνή της Ludmila Mikaël, συναντάμε την εξεγερμένη προσωπικότητα του φοιτητή. Από το ήρεμο βλέμμα του και το ερμητικά κλειστό του στόμα, ξεπετιούνται απανωτές κραυγές καθώς ο ήρωας ζει μία πρωτόγνωρη κατάσταση. Διαλύει κάθε τι παλιό (εκπληκτικά τα πλάνα με τα κατεδαφισμένα κτίρια) για να χτίσει πάνω σ' αυτά τη νέα του προσωπικότητα. Κι ενώ ξεκινάει με ορμή, στην πορεία κομπιάζει καθώς φοβάται να σπάσει το σκληρό του κέλυφος καθώς νιώθει απροετοίμαστος στο νέο σκηνικό που αρχίζει να αποκαλύπτεται μπροστά του. Προτιμάει τη τρέλα ή τον θάνατο διότι τον φοβίζει η ανάληψη ευθύνης. Υπάρχει κι η επιλογή της παραίτησης αλλά δεν του την επιτρέπει ο εγωισμός του. 
Τέλος είναι αυτός ο μεγάλος εχθρός που έχουμε να αντιμετωπίσουμε στη ζωή, ο χρόνος. Στην ταινία δηλώνεται με πολλούς τρόπους. Με τη βρύση που στάζει ρυθμικά, με το ρολόι στο κομοδίνο που γεμίζει το χώρο με ένα απαλό τικ τακ, με την κίνηση στους δρόμους και τα βήματα. Από τη πρώτη στιγμή γίνεται φανερό πως ο ήρωας τρέχει στο άδειο Παρίσι προσπαθώντας να ξεφύγει από τον χρόνο, όμως πάντα εκείνος τον προφταίνει. Έτσι αποφασίζει να τον αντιμετωπίσει με τον ύπνο αλλά το ξυπνητήρι αποδεικνύεται πως δεν είναι σύμμαχός του. Στο τέλος αποφασίζει να χαθεί στο σούρουπο και να γίνει μία ακόμη σκιά στους δρόμους της πόλης.



Η ταινία είναι ένα εκπληκτικό κινηματογραφικό πείραμα. Ο πρωταγωνιστής βουβός κι ανέκφραστος παίζει το ρόλο μιας μαριονέτας που υπακούει στα λόγια της αφηγήτριας, με τον νεαρό ηθοποιό Jacques Spiesser να προσφέρει με μεγάλη επιτυχία μία δύσκολη ερμηνεία. Εντυπωσιακή η μορφή του που περιφέρεται σε ένα Παρίσι έρημο. Που και που φαίνονται κάποια αυτοκίνητα στο βάθος ή κάποιοι περαστικοί, για να εντείνουν την μοναξιά των ανθρώπων. Μπορεί να λείπουν οι διάλογοι αλλά ολόκληρη η ταινία καταφέρνει να γεμίσει τον θεατή με σκέψεις και συναισθήματα. Σαν να διαβάζει κανείς ένα βιβλίο που του προσφέρει εικόνες και ήχους. Η μουσική είναι κι αυτή με τη σειρά της πειραματική κι αρκετά πρωτοποριακή για εκείνα τα χρόνια ενώ τα πλάνα προσφέρουν μια διαφορετική όψη στο Παρίσι. Λάτρεψα την κίνηση της κάμερας στους άδειους δρόμους και στις σιωπηλές διαδρομές του ήρωα.
Ο "Άνθρωπο που κοιμάται" είναι μία ανατρεπτική μύηση αυτογνωσίας κι ενηλικίωσης. Η επιτομή της βουβής κραυγής που μας περιβάλει αλλά σπανίως την αντιλαμβανόμαστε. Είναι η ατέρμονη αποτυχία της προσωπική μας τακτοποίησης σχετικά με την ύπαρξή μας αλλά και με τον χρόνο που φεύγει.
Ένα πραγματικά υπέροχο κινηματογραφικό διαμάντι.
Μπορείτε να την απολαύσετε με υπότιτλους στο youtube.

Βαθμολογία: 10/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου