Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεσσαλονίκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεσσαλονίκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2023

Μια ηλιόλουστη χειμερινή συνάντηση με τον Γιώργο Μιχαήλοβιτς

 


Κατηφορίσαμε προς το φαράγγι Τάρας και διασχίσαμε την εντυπωσιακή γέφυρα προσπαθώντας να αποβάλλουμε απ’ το μυαλό μας τη σκέψη πως από κάτω μας το ποτάμι κυλούσε σε βάθος χιλίων τριακοσίων μέτρων. Η φύση γύρω μας οργίαζε, σαν να μην είχε περάσει ποτέ άνθρωπος απ’ αυτά τα άγριας ομορφιάς θεόρατα βουνά. Αυτά εδώ τα μέρη ήταν η πατρίδα των παππούδων ενός γλυκού ανθρώπου που είχα γνωρίσει εκείνη τη χρονιά σε μια από τις επισκέψεις μου στη Θεσσαλονίκη. 
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν θα ξεχάσω εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό που συνάντησα την ανθρωπιά στην όψη ενός γέροντα, που μια ζωή περιφερόταν ανάμεσα σε κυπαρίσσια και στρατιωτικά μνήματα. Μέχρι τότε πίστευα πως η γνήσια ανθρωπιά κρύβεται σε κάποιο έρημο περιγιάλι ή σε κάποιο απόμακρο χωριό. Είχα την εντύπωση πως φώλιαζε στις καρδιές ταπεινών ανθρώπων της θάλασσας, του κάμπου και των βουνών. Ανθρώπων που σπάνια συναντάει κανείς στην καρδιά μιας μεγάλης πόλης. Πόσο μάλλον σε έναν άνθρωπο που σ’ όλη του τη ζωή είναι κλεισμένος μέσα σε ένα νεκροταφείο. 
Έφερα στο μυαλό μου το πρωινό εκείνης της ηλιόλουστης Δευτέρας του Γενάρη που στάθηκα έξω από τη σιδερένια είσοδο του συμμαχικού νεκροταφείου Ζέιτενλικ, έχοντας πίσω μου τη λεωφόρο Λαγκαδά πηγμένη στην κίνηση. Μπροστά μου μία σιδερένια πόρτα χώριζε δυο τελείως αντιφατικούς τόπους. Από τη μια τα κορναρίσματα και το καυσαέριο κάτω από έναν απίστευτα ζεστό για κείνες τις μέρες ήλιο κι από την άλλη ένα δάσος όπου κυριαρχούσε η νεκρική σιωπή. Έσπρωξα την πόρτα να ανοίξει αλλά, απ’ ό,τι φάνηκε, κάπου είχε σκαλώσει. Έκανα δύο βήματα πίσω, προσπαθώντας να διακρίνω που είχε μαγκώσει ή έστω να βρω κάποιον τρόπο για να την ξεκλειδώσω. Όσο κι αν την παρατήρησα, δεν μπόρεσα τελικά να βγάλω άκρη. 
Έριξα μια τελευταία ματιά στην επιγραφή της πόρτας που έγραφε κάτι στα σέρβικα ενώ στο βάθος εξακολουθούσε να με καλεί κοντά του ο ναΐσκος του κοιμητηρίου με το υπέροχο ψηφιδωτό του Αϊ-Γιώργη πάνω από τη μεγάλη του πύλη. 
Πεισμωμένος για τον σκοπό της επίσκεψής μου στο συμμαχικό νεκροταφείο, στερέωσα το κεφάλι μου πάνω στα κάγκελα σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια αναζήτησης του τελευταίου Σέρβου στρατιώτη που υπηρετεί ακόμη στην Ελλάδα. Όμως το τοπίο έδειχνε απελπιστικά έρημο. Αποτραβήχτηκα και κίνησα προς την Εγνατία, απογοητευμένος που δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά τον Γιώργο Μιχαήλοβιτς. 
Για καλή μου τύχη, λίγα μέτρα πιο πέρα από την κεντρική πύλη, διέκρινα ένα μικρό πέρασμα που οδηγούσε σε μια άλλη είσοδο του κοιμητηρίου. Κατηφόρισα προς τα εκεί με μια λάμψη στο πρόσωπό μου καθώς ένιωθα πως μου δινόταν μια δεύτερη ευκαιρία. Διέσχισα ένα μονοπάτι που περνούσε πρώτα από τον τομέα των Ιταλών και στη συνέχεια των Γάλλων που σκοτώθηκαν μαχόμενοι στον τόπο μας κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Ένα επιβλητικό μνημείο ανάμεσα στους τάφους ανέφερε πως οι Γάλλοι στρατιώτες έπεσαν για την πατρίδα. 
«Είναι τα Βαλκάνια πατρίδα των Γάλλων;» αναρωτήθηκα καθώς έστριβα προς το σερβικό νεκροταφείο. 
Περπατούσα σιωπηλός διαβάζοντας φευγαλέα όσα ονόματα ήταν γραμμένα στην πρώτη συστοιχία μέχρι που έφτασα στο αίθριο και κοντοστάθηκα κάτω από τη σκιά του ναΐσκου, που από κοντά έδειχνε ακόμη μεγαλύτερος. Σε μια άκρη του ξέφωτου, μία μικρή βρύση έδινε ρυθμό στη νεκρική στασιμότητα του τόπου, στάζοντας ρυθμικά στη μικρή λιμνούλα που είχε σχηματιστεί από κάτω της. Σκέφτηκα να κάτσω δίπλα της, περιμένοντας να βρεθεί κάποιος στην ανάγκη της. Πηγαίνοντας όμως κοντά της, άκουσα ανεπαίσθητα τον απαλό θόρυβο που κάνει η τσάπα όταν χώνεται σε μαλακό χώμα κι αμέσως κίνησα προς τα κει, ελπίζοντας πως η διαίσθησή μου αυτή τη φορά θα ήταν αλάνθαστη. 
Όταν τον διέκρινα στη σκιά των ψηλών κυπαρισσιών να καθαρίζει τον χώρο μεταξύ των μνημάτων πλημμύρισα από χαρά. Αμέσως αντιλήφθηκε τη παρουσία μου και σήκωσε το κεφάλι του για να με κοιτάξει καλύτερα, παρόλο που ήταν σκυμμένος κι απορροφημένος στο καθαρισμό από ξερόχορτα και πεσμένα κλαδιά. Με ένα χαμόγελο ανταποκρίθηκα στη ματιά του. Φτάνοντας κοντά του, παρατήρησα πως είχε την ίδια ευγενική φυσιογνωμία που είχα πρωταντικρίσει στην τηλεόραση. 
«Καλημέρα σας», του είπα φανερώνοντας απλόχερα τη χαρά μου που τον συναντούσα από κοντά. 
«Καλημέρα και σε σένα», μου ανταποκρίθηκε γεμάτος απορία καθώς προσπαθούσε να στηριχτεί στη τσάπα του. 
«Για σας ήρθα». 
«Το ξέρω», μου απάντησε με σιγουριά κι έκατσε σε ένα πεζούλι που βρήκε μπροστά του. «Από την τηλεόραση με έμαθες, σωστά;» 
«Σωστά», του απάντησα σχεδόν ψιθυριστά. 
«Τόσα χρόνια δεν με ήξερε κανείς, αλλά από τότε που μ’ έδειξε η τηλεόραση δέχομαι καθημερινά επισκέψεις». 
Μια θλίψη ξεπετάχτηκε από μέσα μου καθώς άκουγα το παράπονό του. Χωρίς να το σκεφτώ, γονάτισα μπροστά του και τον κοίταξα ευθέως στα μάτια. Αν κι ενενήντα χρονών, είχε το βλέμμα ενός μικρού παιδιού. Στο κεφάλι του εξακολουθούσε να φοράει το στρατιωτικό δίκοχο καπέλο, ενώ στο μανίκι του χακί μπουφάν του δέσποζε το εθνόσημο της Σερβίας. Το βλέμμα μου έπεσε στα χέρια του, που το ένα είχε ακουμπήσει απαλά στο πόδι και το άλλο κρατούσε την τσάπα. Δυο πρόχειροι επίδεσμοι προστάτευαν τις παλάμες του από το σκάψιμο. Όταν ξανασήκωσα το βλέμμα μου τον είδα να με κοιτάει με ζεστασιά. Του χαμογέλασα από αμηχανία καθώς δεν ήξερα από πού να ξεκινήσω τις ερωτήσεις που είχα συγκεντρώσει για τη συνάντησή μας. 
«Σας λείπει η πατρίδα;» 
«Εδώ γεννήθηκα, νεαρέ μου, παρόλο που πατρίδα μου είναι το Μαυροβούνι. Είμαι Σέρβος του Μαυροβουνίου. Μην κοιτάς που γίνανε άλλο κράτος. Σέρβοι ορθόδοξοι είμαστε κι εμείς». 
«Και πώς βρεθήκατε εδώ;» 
«Ο παππούς μου πολέμησε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και θάφτηκε εδώ. Έπειτα ο πατέρας μου έγινε φύλακας του νεκροταφείου. Εδώ θάφτηκε κι εκείνος. Κι έμεινα εγώ να συνεχίζω το χρέος αυτό μέχρι σήμερα». 
«Κι από πού αντλείτε τόση δύναμη να υπηρετείτε μέχρι σήμερα αυτό το χρέος;» συνέχισα να τον ρωτάω κάπως κοφτά κι απότομα, δίνοντας χρόνο στο να νιώσω άνετα μαζί του. 
«Πρώτα απ’ όλα τιμάω τους νεκρούς μας. Εκείνη την εποχή πολέμησαν όλοι οι Σέρβοι. Γι’ αυτόν τον λόγο είχαν και τους περισσότερους νεκρούς από κάθε άλλη χώρα. Αυτά εδώ τα μνήματα ανήκουν σε παιδιά που ήταν δεκαπέντε χρονών μέχρι ανθρώπους που είχαν φτάσει στα εξήντα πέντε», μου είπε κι άπλωσε τα χέρια του θέλοντας να αγκαλιάσει όλο το νεκροταφείο με μια τρυφερότητα σαν να ήταν δικά του παιδιά όλοι οι θαμμένοι. «Έπειτα είναι η μνήμη. Έχω χρέος να κρατήσω αυτή τη μνήμη ζωντανή. Και γιατί πρέπει να την κρατήσω ζωντανή; Για να βροντοφωνάζω σ’ αυτούς τους μεγάλους πως ο πόλεμος είναι μεγάλη καταστροφή κι αυτό που αφήνει πίσω του είναι όλοι αυτοί εδώ οι τάφοι». 
Με μια απαλή κίνηση προσπάθησε να δώσει μια ώθηση στο κορμί του να σηκωθεί. Τα πόδια του όμως έτρεμαν και από το βλέμμα του ξεχείλισε απογοήτευση. Με κοίταξε πάλι παραπονεμένα και μου ζήτησε ευγενικά να τον βοηθήσω. Συνεχίσαμε την κουβέντα μας περπατώντας ανάμεσα στα μνήματα. Μου διάβαζε διάφορα ονόματα εξηγώντας μου πως η κάθε κατάληξη μαρτυρούσε την καταγωγή του κάθε νεκρού. 
«Αυτός είναι Σέρβος» μου είπε δείχνοντάς μου με την τσάπα ένα μνήμα. «Κι αυτός Μαυροβούνιος. Βλέπεις που διαφέρουν τα ονόματά τους;» 
«Έχετε δίκιο», του είπα σκύβοντας να τα διαβάσω. 
«Α να! Κι αυτός εδώ είναι από τη Βοϊβοντίνα. Εκείνων τα ονόματα είναι τελείως διαφορετικά». 
«Σωστά», του απάντησα ψιθυριστά για να μη διακόψω τον οίστρο του. 
«Έχουμε και Βόσνιους εδώ πολλούς». 
«Κροάτες;» επενέβη προβοκατόρικα για να δω την αντίδρασή του. 
«Οι Κροάτες δεν είναι Σλάβοι», μου απάντησε απότομα και τα μάτια του αμέσως γυάλισαν. «Οι Κροάτες πάντα ανήκαν αλλού. Είναι και καθολικοί». 
«Όπως οι Σλοβένοι;» 
«Αυτοί δεν μιλάνε καν σλάβικα». 
Με τη συζήτηση είχαμε φτάσει στα όρια του σερβικού κοιμητηρίου χωρίς να το καταλάβουμε. Από κει και πέρα ξεκινούσαν τα μνήματα των Γάλλων πεσόντων. 
«Η διαφορά του δικού μας νεκροταφείου με των Γάλλων ήταν πως οι δικοί μας νεκροί ήταν μόνο Σέρβοι ενώ των Γάλλων ήταν μισθοφόροι. Βλέπεις τις μικρές λεπτομέρειες που υπάρχουν σε ορισμένους σταυρούς;» 
Έκανα μερικά βήματα μπροστά κι αναζήτησα τα σημάδια που ανέφερε, διακρίνοντας αμέσως στα μπροστινά μνήματα διάφορα περίεργα σύμβολα. 
«Έχετε δίκιο. Τι είναι αυτά τα σύμβολα;» 
«Όσα έχουν το “S” ανήκουν σε Σενεγαλέζους κι όσα έχουν την ημισέληνο σε Αλγερινούς. Υπάρχει κι ένα άλλο σύμβολο γ’ αυτούς που προέρχονταν από την Ινδοκίνα. Άνθρωποι που δεν πολέμησαν για τη δική τους πατρίδα και τα δικά τους ιδανικά, αλλά πολέμησαν για κάποιους άλλους και μάλιστα σε ξένο έδαφος. Αυτή είναι η τρέλα του συγκεκριμένου πολέμου αλλά και του κάθε πολέμου». 
Κάναμε μεταβολή κι επιστρέψαμε προς τον ναΐσκο του σερβικού κοιμητηρίου. Μέσα σε ένα δάσος μνημάτων και κυπαρισσιών, δυο τελείως διαφορετικές γενιές προσπαθούσαν να καλύψουν το μεταξύ τους χάσμα. Σε κάθε μας βήμα αισθανόμουν πως αναπτυσσόταν όλο και περισσότερο μια συγκινητική οικειότητα με τον Γιώργο Μιχαήλοβιτς. 
«Όλα αυτά τα χρόνια, εγκλωβισμένος σ’ αυτή τη μοναχική δουλειά, μου άρεσε πολύ να μελετάω την ιστορία. Όμως, νεαρέ μου, όλα αυτά τα βιβλία που πέρασαν από τα χέρια μου δεν θα ξεπεράσουν ποτέ το δώρο που μου πρόσφερε τούτο εδώ το πόστο». 
«Τι δώρο;» τον ρώτησα ξαφνιασμένος. 
«Όπως καταλαβαίνεις, όλοι αυτοί που θάφτηκαν εδώ άφησαν απογόνους που έρχονταν συχνά στο νεκροταφείο. Τώρα έρχονται αραιά και πού μερικά δισέγγονα. Όμως παλιότερα έρχονταν εγγόνια, γιοι, αδέλφια και τον πρώτο καιρό είχα την τιμή να συναντήσω κι αρκετούς φίλους των νεκρών, οι οποίοι είχαν πολεμήσει μαζί στο μέτωπο. Ο καθένας κουβαλούσε τη δική του ιστορία κι εγώ τότε είχα πολλή όρεξη να τις ακούω και μεγάλη διάθεση να τις καταγράφω. Πίστεψέ με, όλες τους ήταν συγκλονιστικές, αλλά δυστυχώς για καμιά δεν υπήρξε λίγος χώρος στις σελίδες της επίσημης Ιστορίας κι έτσι με τον χρόνο χάθηκαν στη λήθη. Σαν να τις πήρε ο αέρας και να τις σκόρπισε…» είπε κι η φωνή του έσβηνε καθώς με μια απαλή κίνηση προσπάθησε να αρπάξει κάτι άυλο στον αέρα. «Όμως είναι και κάτι άλλο που με πονάει πιο πολύ σήμερα. Όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο ξεχνιέται η ιστορία και διογκώνεται η αδιαφορία των νέων γενεών. Σήμερα, διάφοροι δάσκαλοι φέρνουν τους μαθητές τους εδώ και μου ζητούν να μιλήσω στα παιδιά για τον πόλεμο. Αλλά να πω τι; Βλέπω τα βλέμματά τους κι αντιλαμβάνομαι πως βαριούνται και δεν ακούνε τίποτα. Και δυστυχώς, νεαρέ μου, μέσα απ’ αυτή την αδιαφορία ξεπηδάει η άγνοια και πάνω στην άγνοια πατάει ο φασισμός. Αυτό είναι που με φοβίζει πολύ. Και πες εγώ είμαι γέρος και θα πεθάνω σύντομα, αλλά φοβάμαι αυτά που ίσως ζήσετε εσείς. Θα είναι μεγάλο κρίμα να ξεφυτρώσουν από τη γη νέοι σταυροί», μου είπε και στράφηκε για μία ακόμη φορά και παρατήρησε σιωπηλός τα μνήματα. «Αυτό που έχω διαπιστώσει είναι πως η ιστορία παρουσιάζεται πολύ συχνά σαν μια σειρά από ασοβάρευτες πράξεις που έβλαψαν πολλούς. Πάμπολλα συμβάντα που ανέκοψαν την ανθρώπινη πρόοδο. Νομίζω πως δεν υπάρχει πια καιρός για τέτοιες ασοβάρευτες πράξεις. Ο κλήρος αυτή τη φορά θα είναι βαρύτατος». 
«Απαισιοδοξείτε;» 
«Πιστεύω πως κάποτε οι καιροί θα ηρεμήσουν, κι όσοι επιβιώσουν θα μαζέψουν τα σπαραγμένα τους μέλη και θα σχηματίσουν ένα νέο σώμα με ένα νέο πρόσωπο. Εξάλλου όσα είναι ενδεχόμενα σήμερα θα μεταβληθούν σε πραγματικότητες αύριο κι οι εκπλήξεις θα πάψουν να ξαφνιάζουν» 
«Πολύ φοβάμαι πως θα αργήσει να συμβεί αυτό». 
«Ήδη έχει αρχίσει να συμβαίνει. Αλλά δυστυχώς είμαστε ακόμη στην αρχή». Σε μια σκιερή γωνιά του ναΐσκου βρισκόταν ένα τραπεζάκι με έναν δίσκο, πάνω στον οποίο στεκόταν ένα πολυχρησιμοποιημένο μπουκάλι και σκόρπια ποτηράκια. Ακούμπησε απαλά την τσάπα του στο τραπέζι κι έπιασε το μπουκάλι. Με αργές κινήσεις έβγαλε το πώμα και γέμισε δυο καθαρά ποτήρια. 
«Αυτό είναι το παραδοσιακό μας ποτό που πίνουμε για να τιμάμε τους νεκρούς μας», μου εξήγησε καθώς μου έτεινε το ένα ποτήρι. 
«Στη μνήμη τους», του είπα ταπεινά κι άδειασα όλο το περιεχόμενο στο στεγνό μου λαρύγγι. 
«Και στην υγειά μας», μου απάντησε χαμογελαστός. 
Πάντα απορούσα πόσο εύκολα συγκρατούσα συζητήσεις που μ’ ενδιέφεραν. Τις έφερνα στο μυαλό μου και τις ζούσα ξανά. Όπως επίσης είναι ανατριχιαστικός ο τρόπος που νιώθω ξανά τα συναισθήματα εκείνων των στιγμών, όπως την απόγνωσή μου όταν συνειδητοποίησα ότι η ώρα είχε περάσει κι έπρεπε να φύγω βιαστικά για τον σιδηροδρομικό σταθμό. Ο αποχαιρετισμός ήταν άγαρμπος και βεβιασμένος, τερματίζοντας άδοξα μια υπέροχη συζήτηση που με ταξίδεψε πίσω στον χρόνο. Όταν του είπα πως έπρεπε να φύγω για να προλάβω το τρένο, σήκωσε το χέρι του με δυσκολία και με χτύπησε φιλικά στην πλάτη. 
«Όταν ανέβω ξανά Θεσσαλονίκη θα έρθω να σας βρω», του είπα φανερά συγκινημένος. 
«Να μου ξανάρθεις. Θα χαρώ να σε ξαναδώ». 
Πριν περάσω την πύλη του νεκροταφείου, κοντοστάθηκα και του έριξα μια τελευταία ματιά. Τελευταία μου εικόνα απ’ αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο ήταν η μορφή του να χάνεται προς τα μνήματα, αγέρωχη, ακάματη και περήφανη. 

 Απόσπασμα από το βιβλίο «Βαλκανευτές» Εκδόσεις Ενύπνιο

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2023

Προβολή του ντοκιμαντέρ "Σε μια Στιγμή Κινδύνου"

 


Νιώθω μεγάλη ικανοποίηση που βρίσκω τον τόπο μου γεμάτο εκδηλώσεις και δρώμενα, παρόλο που βρισκόμαστε στην καρδιά του χειμώνα. Όμως χαίρομαι ιδιαίτερα για την αυριανή προβολή του βραβευμένου ντοκιμαντέρ «Σε μια στιγμή κινδύνου» (μια κοινωνία που ταλαντεύεται ανάμεσα στον εκφασισμό της και την αλληλεγγύη), η οποία θα πραγματοποιηθεί στο φιλόξενο χώρο του Αντίβαρου (Καλοπλύτου 44), καθώς γνωρίζω το εξαιρετικό έργο του Ιάσονα Μπάντιου, της Σταυρούλας Πουλημένη και του Θεόφιλου Καλαϊτζίδη. 
Οι συντελεστές της ταινίας πατάνε πάνω στη μνήμη και στη λήθη αλλά και στις προσπάθειες που γίνονται για να καταγραφεί η «επίσημη» ιστορία μιας χώρας, αποσιωπώντας δυσάρεστα συμβάντα κι εγκληματικές πράξεις. Όμως κάποια από τα πρόσφατα γεγονότα ήταν τόσο έντονα, που δυστυχώς φανέρωσαν το κεκαλυμμένο σκοτεινό προσωπείο της ελληνικής κοινωνίας. Ένα προσωπείο που δυστυχώς δύσκολα μπορεί να κρυφτεί ξανά. Τόσο με την προσφυγική κρίση όσο και με τα συλλαλητήρια για το όνομα της Βορείου Μακεδονίας, γίναμε μάρτυρες μιας κοινωνίας που ταλαντεύεται επικίνδυνα ανάμεσα στον εκφασισμό και την αλληλεγγύη. 
Η ταινία επιχειρεί να αναδείξει το νήμα του υπόγειου αυτού «πολέμου» και της διάχυσης της ρητορικής του μίσους προς τον άλλον, τον ξένο, τον γείτονα, τον πρόσφυγα και το καθετί διαφορετικό. Επίσης, η ταινία αποτελεί μια προσπάθεια σύνδεσης των γεγονότων, μέσα από τα μάτια της αλληλεγγύης. Πάνω σ’ αυτό το κομμάτι, δίνεται χώρος σε ανθρώπους που βίωσαν έντονα την περίοδο αυτή να παρουσιάσουν τις δικές τους μαρτυρίες. Παράλληλα, ερευνά το πώς οι κρατικές πολιτικές και τα Μ.Μ.Ε. ενίσχυσαν το κλίμα του φόβου, της βίας και του ρατσισμού, αντί να προστατεύουν τους φτωχούς και τους αδύναμους. 
Μέσα από το μωσαϊκό των παραπάνω αφηγήσεων, γίνεται μια προσπάθεια εντοπισμού διεξόδων από αυτή την κατάσταση, μέσω του αγώνα για μια κοινωνία που η αλληλεγγύη θα αποτελεί καθημερινή πράξη και οδηγό μιας διαφορετικής ζωής, που θα συμπεριλαμβάνει όλους και όλες. 
Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό, ειδικά στον τόπο μας που βίωσε έντονα αρκετά απ’ τα παραπάνω γεγονότα, να συναντηθούμε στο Αντίβαρο και να συζητήσουμε τόσο με τους συντελεστές όσο και μεταξύ μας μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ. 

Συντελεστές: 

Σενάριο – σκηνοθεσία – παραγωγή: Θεόφιλος Καλαϊτζίδης, Ιάσων Μπάντιος, Σταυρούλα Πουλημένη 
Έρευνα: Ιάσων Μπάντιος, Σταυρούλα Πουλημένη 
Φωτογραφία – μοντάζ: Θεόφιλος Καλαϊτζίδης 
Μουσική: Σταμάτης Πασόπουλος 
Ηχοληψία: Σίμος Λαζαρίδης, Ενές Αχμέτ Κεχαγιά 
Μίξη Ήχου: Σίμος Λαζαρίδης 
Επιστημονικός συνεργάτης: Δημοσθένης Παπαδάτος Αναγνωστόπουλος 
Αφήγηση: Φούλης Μπουντούρογλου, Δώρα Νεστορίδου 

Με την υποστήριξη του ελληνικού παραρτήματος του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2022

Φεύγουμε για τα Δυτικά Βαλκάνια



του Όμηρου Ταχμαζίδη*


Η "γεωγραφία" είναι κυρίως και σχεδόν πάντοτε ένα μέγεθος "πολιτικό". Μια πολιτική διάσταση, η οποία εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως με τις επιλεγμένες κάθε ιστορική στιγμή ονομασίες ενός γεωγραφικού χώρου. Και οι ονομασίες αυτές δεν περιγράφουν μόνο, αλλά συγκροτούν τις προκατανοήσεις μέσω των οποίων προσλαμβάνουμε μια γεωγραφική ενότητα: την κατασκευή μιας γεωγραφικής ενότητας. Τέτοια κατασκευή, στις μέρες μας, είναι και ο "γεωγραφικός" προσδιορισμός "Δυτικά Βαλκάνια" ή "Δυτική Βαλκανική". Σε αυτές τις περιπτώσεις τον πρώτο λόγο δεν έχει ο "αντικειμενικός χώρος", η "γεωγραφία" μιας ευρύτερης περιοχής, αλλά η "πολιτική". Τα "Δυτικά Βαλκάνια", όπως φυσικά και "τα Βαλκάνια", είναι πρωτίστως όροι της πολιτικής και μετά της γεωγραφίας. 
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ διάσταση του όρου "Δυτικά Βαλκάνια" καταφαίνεται και από το γεγονός ότι δεν έχουμε "Κεντρικά", αλλά ούτε "Βόρεια" και "Νότια Βαλκάνια". Και αν λάβουμε υπ΄ όψιν μας το δεδομένο ότι έχουμε δύο περίκλειστες ηπειρωτικές χώρες (Σερβία, Βόρεια Μακεδονία, προσφάτως και Κοσυφοπέδιο) στο κέντρο της γεωγραφικής περιοχής των Βαλκανίων, κάλλιστα θα μπορούσαμε να μιλάμε για "Κεντρικά Βαλκάνια", αλλά τούτα δεν υφίστανται, παρότι εμφανίζονται ως "εικόνα" στο κέντρο του χάρτη των Βαλκανίων. 
Οι πολιτικές συνδηλώσεις της ονομασίας "Δυτικά Βαλκάνια" γίνονται ολοφάνερες για εμάς τους Έλληνες/Ελληνίδες, εάν επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε το γεωγραφιό εύρος της περιοχής που αποκαλούμε "Δυτικά Βαλκάνια". Είναι η "δυτική Ελλάδα" και, ακόμη πιο αιχμηρά, είναι η "δυτική Πελοπόννησος" ή η σύνολη κατακόρυφος των Ιονίων νήσσων "Δυτικά Βαλκάνια;" Αν έχουμε τέτοια αναπάντητα ή, τουλάχιστον, δύσκολα προς απάντηση ερωτήματα για τα δικά μας μέρη, τι συμβαίνει στα βόρεια, όπου κάπου θα πρέπει να βρίσκεται ο αντίποδας των νοτίων ορίων των Βαλκανίων; 
Ο Γιώργος Χατζελένης δίνει ένα κάποιο γεωγραφικό στίγμα οριοθέτησης των βόρειων ή καλύτερα των βορειοδυτικών γεωγραφικών εσχατιών των (δυτικών) Βαλκανίων. Τούτο εντοπίζεται στην θρυλική Τεργέστη, στα ανατολικά της μεγάλης αγκαλιάς της Αδριατικής, στη "μοναδική πόλη που πατάει πάνω σε βαλκανικό έδαφος". Με την παρατήρηση αυτή ο συγγραφέας του βιβλίου "Βαλκανευτές" - ακούγονται από κάποια γωνιά του ασυνειδήτου και οι "πραματευτές", οι κυρατζήδες, έμποροι ταξιδευτές στην καρδιά της Βαλκανικής ίσαμε τις γερμανόφωνες αυτοκρατορίες - δίνει το γεωγραφικό στίγμα του ταξιδιού, το οποίο πραγματοποίησε με τους φίλους του. 
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ είναι το τέταρτο εκδότικο πόνημα του συγγραφέα και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2021. Ο τόμος βρίσκεται κάτω από τη βαριά σκιά της οικονομικής κρίσης (και της πανδημίας). Ήδη από το πρώτο κεφάλαιο ("Αθήνα 1") ο αναγνώστης βυθίζεται στην ατμόσφαιρα της εξαιρετικής κατάστασης. Ατμόσφαιρα που μοχλεύει υπαρξιακές αγωνίες και προβληματισμούς - ενδεικτικές για τη γενιά του συγγραφέα (έτος γεννήσεως 1984)- των ανθρώπων οι οποίοι κατακρημνίστηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη σε μια νέα συνθήκη του βίου τους. Η αίσθηση της απώλειας, είναι πανταχού παρούσα στο βιβλίο, σχεδόν σε όλα τα κεφάλαια. Και ίσως να είναι τούτο ακρβώς το στοιχειο που δίνει εκείνο τον ιδιαίτερο χαρακτήρα σε αυτό το "περιηγητικό" κείμενο. Ο συγγραφέας νοιάζεται για τα "βαθύτερα" των τόπων που περιγράφει: την πανταχού παρούσα καθημερινότητα, την σπαρακτική αγωνία για την πολιτική συνθήκη, τη μοναξιά του προσώπου και την παραίτηση του πολίτη. Αρχίζοντας από τα καθ΄ ημάς: "Μία χρόνια αδιαφορία που είχει μετατρέψει την πολιτεία μας σε μια ολιγαρχική δημοκρατία. Όσο πιο φτωχοί γινόμασταν τόσο περισσότερο αφήναμε ελεύθερο χώρο στο εκάστοτε καθεστώς να ισυροποιηθεί". Και όμως πρόκειται για ένα βιβλίο ταξιδιωτικών εντυπώσεων. 
ΣΤΟΝ ΟΓΚΩΔΗ τόμο (529 ολάκερες σελίδες) το υπαρξιακό συνδέεται με το γλαφυρό, ενίοτε και γλυκερό, ύφος των περιγραφών, την τραχύτητα της βίας των εμφύλιων σπαραγμών και του παλαιού πολέμου με τα βαθειά ίχνη του στους τόπους, τα πάθη και τις προσδοκίες των ανθρώπων, την ιστορία και την πολιτική, το ενδιαφέρον για τα παλαιά κτίσματα, πολιτιστικά λείψανα άλλων εποχών. για... για... για... Η προσπάθεια κατανόησης του "άλλου", του άλλου τόπου, του άλλου ανθρώπου, της άλλης ιστορίας, της άλλης παράδοσης συνοδεύει υπορρήτως όλη την αφηγηματική διαδρομή του συγγραφέα. Δεν φαίνεται ότι απλώς ταξιδεύει, είναι σα να προσπαθεί από κάπου να ξεφύγει. 
ΣΤΗΝ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΈΝΗ γλώσσα των μέσων μαζικής ενημέρωσης οι μαζικές φυγές από τη μεγαλούπολη αναφέρονται ως "απόδραση". Η πόλη, αυτό το κέλυφος ασφάλειας και προστασίας, γίνεται αντιληπτή ως φυλακή. Οι άνθρωποι δε φαίνεται να ταξιδεύουν, αλλά δραπετεύουν προσωρινά και πάλι επιστρέφουν στην ασφάλεια του αστικού κελύφους. Και είναι το ακίνδυνο της διαδρομής, αυτό το ασφαλές "πήγαινε-έλα", που διαφοροποιεί το σημερινό ταξίδι, από εκείνο του παρελθόντος. Η αφήγηση υπόσχεται κάπου κάπου κάποια πιθανή έκθεση σε κίνδυνο, αλλά σύντομα τα πράγματα επιστρέφουν στην κανονικότητά τους. Το σύγχρονο ταξίδι δεν γνωρίζει, μέσες άκρες, σοβαρούς κινδύνους, μόνο οχλήσεις: η καθυστέρηση στο έλεγχο των διαβατηρίων, η αγένεια των συνοριοφυλάκων, άγχος για μποτιλιάρισμα στους δρόμους Τέτοια πράγματα. 
ΔΙΑΔΡΟΜΗ Αθήνα, Γιάννενα (ξενώνας έξω από τα Γιάννενα), συνοριοφυλάκιο, Αλβανία (εγκάρσια τομή από νότο προς βορρά),πηγαίες περιγραφές, χωρίς κλισέ ή υπερβολές, και χρήσιμες παρεκβάσεις, "σπάσιμο" της αφήγησης με διάφορες πληροφορίες ιστορικού, κοινωνικού, πολιτικού ή ανεκκδοτολογικού τύπου. Ανάλογες είναι και οι περιγραφές της διαδρομής στο γειτονικό Μαυροβούνιο. Η "ματιά" του συγγραφέα "ξεχύνεται ελεύθερη", "αναρριχάται", "διανύει αστραπιαία" αποστάσεις ή κάνει, που και που "απότομη βουτιά". Και από κοντά διάφορες αναφορές σε προσωπικό τόνο, οι οποίες δίνουν στον αναγνώστη ανάσες για να μπορέσει να αφομοιώσει τις περιγραφές του περιβάλλοντος χώρου. Αυτό το διαρκές "από το ένα στο άλλο" δεν είναι αδόμητο, αλλά προσομοιάζει προς τη δομή του ταξιδιού και του βλέμματος που το καθορίζει. Έτσι η αφήγηση του Γιώργου Χατζελένη είναι ένα ευχάριστο ταξίδι μέσα στο ταξίδι. 
ΑΚΟΜΗ πιο βόρεια. Αδριατική. Ντουμπρόβνικ. "Συνταυτίσεις" με το γενέθλιο τόπο: Χίος. Προσωπικός τόνος στην αφήγηση. Ένταση στην περιγραφή. Εξαγόρευση: "Με τα χρόνια είχα διαπιστώσει πως οι εντυπώσεις σε μοναχικούς ταξιδιώτες είναι πιο βαθιές και ζωηρές απ΄ ό,τι στους κανονικούς ανθρώπους, διότι οι σκέψεις, οι εικόνες κι οι στιγμές απασχολούν περισσότερο τους πρώτους, διότι κατακαθίζουν στην ψυχή τους κι αποκτούν μεγαλύτερες διαστάσεις στη σιωπή. Στη μοναξιά ωριμάζει η σκέψη και αποκτά απόκοσμη ομορφιά". Οι αποφθεγματικές εξάρσεις είναι ένα από τα πιο δυνατά σημεία του συγγραφέα: συχνές, πυκνές και μεστές νοήματος. 
Η ΑΦΗΓΗΣΗ έχει ήδη εισέλθει στην τροχιά του εμφύλιου πολέμου: δίπλα σε τόπους και τοπία, φυσικά και αστικά, ο συγγραφέας επεκτείνεται σε ευρύτερες συνάφειες, οι οποίες συνδέονται με τον πόλεμο -ΝΑΤΟ, ελληνοτουρκικές σχέσεις, ακροδεξιά, εθνικισμός. Απομόνωη και περιπλανήσεις στον αστικό χώρο. Ο ταξιδευτής ως μοναχικός "πλάνης" αναζητά το βάθος των πραγμάτων, ακόμη και στον ξένο τόπο. Η εμπειρία από τα "ίδια", εφιαλτική: "Σ΄ αυτές τις μοναχικές περιπλανήσεις εξασκώ μια άλλη συνήθεια, στο να ψυχολογώ διακριτικά τα βλέμματα όσων συναντώ. Μια συνήθεια που με έκανε να γίνω μάρτυρας της κυριαρχικής εξάπλωσης μιας αδιόρατης κοινωνικής κατάθλιψης κι ενός ατέρμονου άγχους". Εσωστρέφεια- εξωστρέφεια... the lonely crowd κάνει διακριτή την αφηγηματική-παρουσία του ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου. 
ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ δεν είναι μόνο οι παρεκβατικές νύξεις του συγγραφέα, αλλά ιδιαίτερο είναι το συνολικό σώμα της αφήγησης. Η αφηγηματική του προσπάθειά δεν υστερεί ως προς το ύφος και, γενικώς, κινείται σε ικανοποιητικά επίπεδα, όσον αφορά το λογοτεχνικό σκέλος της. Υπάρχουν ορισμένα κομβικά σημεία στην αφήγηση, όπου το πρωταρχικό λογοτεχνικό στοιχείο, το ύφος της γραφής, "εκτινάσσεται" απροσδόκητα και εντείνει την απόλαυση της ανάγνωσης. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι πρόκειται για ταξιδιωτική "λογοτεχνία" και λογοτεχνία που, μεταξύ άλλων, δεν προσφέρει απόλαυση κατά την ανάγνωσή της, είναι χάσιμο χρόνου για το σύγχρονο υποκείμενο, το εθισμένο στους καταναγκασμούς της κινηματογραφικής εικόνας. 
ΚΑΙ ΚΑΤΙ ακόμη: ο συγγραφέας εμφανίζει ένα είδος έκδηλου σεβασμού προς την ιδιαιτερότητα της λεπτομέρειας. Ο Γιώργος Χατζελένης, δίνει την εντύπωση, ότι "βλέπει" εκεί όπου οι άλλοι αποφεύγουν να κοιτάξουν. Αυτό φαίνεται να είναι ένα από τα προτερήματα της γραφής και της "βαλκάνευσής" του. Από την άλλη το ιστορικό και άλλο πραγματολογικό υλικό, είναι δύσκολο να ελεγχθεί. Ούτως ή άλλως, δεν πρόκειται για κάποιο επιστημονικό δοκίμιο, οπότε τέτοια "μικροζητήματα" αναγκαστικά περνούν σε δεύτερη μοίρα. 
Η ΜΙΑ ΧΩΡΑ διαδέχεται την άλλη. Υπεύθυνη για αυτό είναι η πολιτική, όχι η γεωγραφία: "... θα διανύαμε πάλι δύο χώρες''. Εκριζωμένος από τον γενέθλιο τόπο (το νησί"), αρίζωτος στην Αθήνα, διαρκώς στην αναζήτηση καταφυγής στη φυγή, στο ταξίδι: "... ένας επίμονος ταξιδευτής. Ένας ταξιδευτής και συνάμα συλλέκτης εικόνων, ιστοριών και αναμνήσεων από τους τόπους που επισκεπτόμουν. Κυρίως ένας κυνηγός χαμένων ιστοριών". Και ο θηρευτής επιστρέφει ως αποθησαυριστής: Ω, ναι! Το βιβλίο είναι ένα καλειδοσκόπιο χαμένων ιστοριών και συρραφής εντυπωσιακών εικόνων. Εύληπτο, με έναν τρυφερό τόνο πάντοτε για τους ανθρώπους και τα πράγματα. Άλλη μια αρετή του. 
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ οι περιγραφές του αστικού χώρου, της πόλης: Τεργέστη. Πλήθος, βουβό άφωνο, πρόσωπα, κίνηση, ταχύτητα. Αυθεντικότητα, εντοπιότητα, γνησιότητα. Υπερβολή στην περιγραφή και στις κρίσεις, η γητειά της ταξιδιωτικής μνήμης. Χαμένες ιστορίες στο χαμένο χρόνο. Χαμένες ιστορίες μέσα στη αέναν κίνηση του πλήθους στην πόλη. Πάντοτε, σε κάθε ταξίδι, αναδύεται ένα παρόμοιο ερώτημα: "Άραγε μήπως επισκέφθηκα την Τεργέστη την κατάλληλη στιγμή της ζωής μου;". Ένα ταξίδι θα πρέπει να γίνεται με την απόλυτη βεβαιότητα ότι δε θα επαναληφθεί ποτέ. Και: "... έτοιμοι για τη Σλοβενία", αγνοώντας στα αριστερά του χάρτη τη Βενετία και ας είναι ένα τσιγάρο δρόμος. Αλλά ο χρόνος είναι αδυσώπητος. Ειρήσθω εν παρόδω: η έννοια του χρόνου θα μπορούσε να αποτελέσει το μοναδικό στοιχείο σε μια κριτική παρουσίαση του "Βαλκανευτή". 
ΤΟ ΣΛΟΒΕΝΙΚΟ πράσινο, ο σερβικός ορθόδοξος ναός και ο θεός: "Μου έμεινε όμως η απορία πως ενώ ζητάμε γαλήνη και αγάπη, πλάσαμε έναν θεό διεκδικητικό, συχνά άδικο, απαιτητικό, σκληρό και χωρίς κατανόηση. Ίσως επειδή έτσι είμαστε και εμείς". Από την πλευρά του το ταξίδι αναδεικνύεται σε "άστρο της λύτρωσης" του συγγραφέα, της επιζητούμενης λύτρωσης: "Μπροστά μου παρήλασαν μνημεία, μουσεία, τοπικές παραδόσεις κι όλα αυτά μέσα από τα οποία αναζητούσα την προσωπική μου λύτρωση. Μια πολυπόθητη απελευθέρωση από την ανελέητη φθορά που επιφέρει η πάροδος του χρόνου". Και μια διάθεση αποτάχυνσης, εκθείασης εκείνων των "ρομαντικών τεμπέληδων" "που προτιμούν να βάζουν φρένο στους γρήγορους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής". Ο κοινωνιολόγος Hartmut Rosa θεωρεί ότι η επιτάχυνση είναι το βασικό χαρακτηριστικό του πολιτισμού μας. 
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ παραθέτει έναν ακόμη λόγο για τον οποίο ταξιδεύει: το μίσος, το διάχυτο μίσος - για να ξεφύγει από "την αόρατη αρρώστεια" που δημιουργούν το βίαιο θρησκευτικό και εθνικιστικό πάθος. Το ταξίδι ως φυγή, καταφυγή. Κροατία... "Αύριο θα μπαίναμε στη Βοσνία". Επιστροφή στην συνθήκη της εμφύλιας σύρραξης. Ανοικτές πληγές... Βούκοβαρ! Ο πολιτικός νεολογισμός "Δυτικά Βαλκάνια" βαφτίστηκε σε κολυμβήθρα με αίμα. Βοσνία και "το τοπίο άρχισε να θυμίζει Βαλκάνια". Που αρχίζουν και που τελειώνουν τα Βαλκάνια; Βοσνία: "... η κόλαση είναι ακόμη εδώ. Δεν είναι κομμάτι του παρελθόντος, αλλά ούτε και υπόθεση του μέλλοντος. Εξακολουθεί να κυριαρχεί γύρω μας". Υπάρχουν στιγμές και τόποι όπου "σταματάει" ο χρόνος; 
ΣΕΡΑΓΕΒΟ... έθνοι, εθνότητες, θρησκείες, αποκλεισμοί... σφαγές: "... τυφλά πορεύεται και η Βοσνία μέσα στην Ιστορία". Το Κακό δεν αδρανεί, περιμένει την ευκαιρία του: οι νέοι "... στέκονται πάνω σε μια ωρολογιακή βόμβα που είναι έτοιμη να εκραγεί ξανά". Δυτικά Βαλκάνια, νεκροταφεία παντού, στο Μαυροβούνιο ακόμη και Γάλλων στρατιωτών.Οι άνθρωποι είναι ζώα που θάβουν τους νεκρούς τους. Οι τάφοι σηματοδοτούν την απαρχή του ανθρώπινου πολιτισμού, αλλά και τα αδιέξοδά του. 
Επιστροφή μέσω Αλβανίας... Ένα ταξίδι σε συνθήκες επιτάχυνσης: "Έξι χώρες... έξι χώρες. Ποιος θα το φανταζόταν". Δυτικά Βαλκάνια: "Πόσα τοπία, πόσες πόλεις, πόσες ιστορίες." Κυριολεκτικά ανεπανάληπτη διαδρομή, διότι "σπάνια ο άνθρωπος ξαναπερνάει από τους ίδιους δρόμους". Ωστόσο οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες μπορούν να επαναλάβουν νοητά το ταξίδι μαζί με τον συγγραφέα: να κάνουν το ταξίδι μέσα στο ταξίδι που δημιούργησε η ιδιαίτερη γραφή του Γιώργου Χατζελένη, να "βαλκανεύσουν" μαζί του και με τους ταξιδιωτικούς συντρόφους του.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παρουσίαση του βιβλίου είναι μια συμβολική προσφορά του βιβλιοπωλείου ΤΟ ΚΕΝΤΡΙ (Δ. Γούναρη, Πλ. Ναυαρίνου, Θεσσαλονίκη) προς το αναγνωστικό κοινό.


*Ο Όμηρος Ταχμαζίδης γεννήθηκε το 1958 στη Σφενδάμη Πιερίας, μεγάλωσε στο Χαρμάγκιο (Ελευθέρια) Θεσσαλονίκης. Σπούδασε Φιλοσοφία και Ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Χαϊλδεβέργης (Γερμανία), μαθήτευσε δίπλα στον φιλόσοφο Reiner Wiehl και απέκτησε τον τίτλο του Magister Artium στη φιλοσοφία με την εργασία "Η έννοια του χρόνου στην φιλοσοφία του F.W.J. Schelling". Δραστηριοποιείται επαγγελματικώς ως δημοσιογράφος στην Θεσσαλονίκη και συνεργάζεται με εργατικούς συνδικαλιστικούς φορείς. Δημοσιογραφικά και επιστημονικά του κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Είναι μόνιμος συνεργάτης του περιοδικού Ένεκεν. 

Πηγή: Chiosnews

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

Για μια νέα άνοιξη

 


Η μαζικότητα του δημοκρατικού ξεσηκωμού που συντελείται στη χώρα μας τις τελευταίες μέρες, δε μπορεί να χωρέσει σε καμιά οθόνη, όσο μεγάλη κι αν είναι αυτή. Για μια ακόμη φορά, η ιστορία μέσω ενός άθλιου σκοταδιστικού καθεστώτος, μας δίνει τη δυνατότητα να ζήσουμε την πολυπόθητη άνοιξή μας. Στο χέρι μας είναι να την κερδίσουμε, έχοντας ακόμη ζωντανές τις μνήμες του 2012. 
Σ' αυτές τις πρωτόγνωρες στιγμές που ζούμε ξανά, θα ήθελα να σταθώ στην ευγενική όψη του συγκεκριμένου κυρίου, που στάθηκε στην οδό Τσιμισκή κι αφού πρώτα ακούμπησε το μπαστούνι του στον τοίχο, ύψωσε γεμάτος ελπίδα και δυναμισμό τη γροθιά του, παρακολουθώντας τους νέους που πλημμύρισαν τους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Μ' αυτήν του την πράξη, η εμπειρία του παρελθόντος ενώνεται με την οργή του παρόντος και το δυναμικό πάθος για ένα καλύτερο μέλλον. 
Το μόνο σίγουρο είναι πως μέρα με τη μέρα, το ποτάμι γίνεται όλο και πιο ορμητικό.

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

Θέλουν να μετακινήσουν τα αρχαία - Ξεφτιλιζόμαστε διεθνώς


του Αργύρης Μπακιρτζής

Γεννήθηκα στο ρωσικό μαιευτήριο. Τότε μέναμε στη Μακεδονικής Αμύνης 7. Λίγο παρακάτω ένα στενό, η Καρμπολά οδηγεί στα παλιατζίδικα. Αλλάξαμε πέντε σπίτια. Όλα ανάμεσα στον Άγιο Δημήτριο, τα παλιατζίδικα και το Διοικητήριο.
Στην πλατεία παίζαμε μπάλα και πετροπόλεμο. Εκεί κοντά ήταν και τα λουτρά ΟΛΥΜΠΙΑ. Θυμάμαι, μωρό ακόμη, στο χαμάμ, τα γυμνά σώματα των γυναικών μες στους αχνούς. Αυτή ήταν η γειτονιά μου.
Για μπάνιο παίρναμε το πλοίο και πηγαίναμε στο Μπαξέ Τσιφλίκι. Η γιαγιά έμενε στον μπαξέ, κοντά στον Παλιό Σταθμό, δίπλα στις γραμμές. Ο θείος μου μας ανέβαζε στο κάρο, ένα σωρό πιτσιρικάδες και μας πήγαινε για μπάνιο κάτω απ’ του Χατζή Μπαξέ. Έμπαινε και το άλογο.
Σχολείο πήγα δημοτικό στο 56ο, στο συγκρότημα του 4ου με τα πιο ζωηρά παιδιά της πόλης και γυμνάσιο στο Πειραματικό κι αυτό κοντά στη γειτονιά. Μετά Πανεπιστήμιο. Στη συνέχεια έρχομαι και φεύγω. Φαντάρος, εξωτερικό, Καβάλα για δουλειά, Θάσος. Το πατρικό όμως Αγίου Δημητρίου και Δημητρίου Γούναρη, είναι πάντα η βάση μου. Τώρα μένει ο μικρός μας γιος, που με αντικατέστησε στα παλιατζίδικα, κι εμείς όταν κατεβαίνουμε.
Στη Θεσσαλονίκη ζουν οι περισσότεροι φίλοι μου. Συμμαθητές και συμφοιτητές, οι Χειμερινοί Κολυμβητές. Ο μεσαίος αδελφός μου, η ανεψιά μου Όλγα κι ένα σωρό συγγενείς.
Είναι η πόλη μου. Που όμως σήμερα με πληγώνει. Θέλουν να μετακινήσουν τα σπουδαία ευρήματα του Μετρό. Δηλ. να τα καταστρέψουν. Ξεφτιλιζόμαστε διεθνώς.
Το ΒΒC έγραψε: «Ανίκανοι οι Έλληνες να εκμεταλλευτούν τα αρχαιολογικά ευρήματα του μετρό Θεσσαλονίκης». Και υπάρχουν συμπολίτες που το υποστηρίζουν, κι ο δήμαρχος. Και το κακό είναι ότι πολιτικοποιούν το θέμα για να περάσουν την καταστροφή. Ντροπή. Αυτό κι αν θέλει συλλαλητήριο. Η εκκλησία κωφεύει κι ας είναι βυζαντινά τα ευρήματα.
Όταν γκρέμισαν την εκκλησία της Παναγίας του 16ου αι. στην Καβάλα το 1960, στην ερώτησή μου, λίγα χρόνια μετά, πώς το επέτρεψαν, μου είπαν «μα ήταν τουρκική». Επειδή κτίστηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Φυσικά τα έργα του Παρθένη εξαφανίστηκαν.
Δυστυχώς, αυτοί είμαστε: φωνάζουμε χωρίς να ξέρουμε, ξέρουμε και αδιαφορούμε.

Πηγή: parallaxi

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

Στην υπόθεση των Σκουριών η δικαιοσύνη απεδόθη




της Κατερίνας Ιγγλέζη

Η 30ή Νοεμβρίου σηματοδότησε μια πολύ σημαντική νίκη του κινήματος ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στις Σκουριές Χαλκιδικής. Με τη δικαστική απόφαση που αθωώνει όλους τους κατηγορούμενους από τις βαρύτατες κατηγορίες που τους αποδόθηκαν το 2013 για τον εμπρησμό του εργοταξίου της Eldorado Gold, δικαιώνονται όχι μόνο οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι και οι οικογένειες τους που επωμίστηκαν όλα αυτά τα χρόνια το βάρος των διώξεων, αλλά και ολόκληρη η τοπική κοινωνία που συστηματικά στιγματίστηκε ως η γενεσιουργός αιτία των «εγκληματικών οργανώσεων» της Βορειοανατολικής Χαλκιδικής.
Η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων έγινε, λοιπόν, δεκτή με ενθουσιασμό από τους κατοίκους της Χαλκιδικής και τα δάκρυα χαράς και ανακούφισης του κόσμου που βρέθηκε εκείνη την ημέρα στο πλευρό των διωκόμενων δείχνουν με τον πιο γλαφυρό τρόπο την πίεση που ασκήθηκε στην τοπική κοινωνία για περισσότερα από πέντε χρόνια, με μοναδικό σκοπό να καμφθεί η αντίσταση στη σχεδιαζόμενη «επένδυση» της εξορυκτικής βιομηχανίας στην περιοχή.
Ήταν όμως οι διώξεις φρονηματικού χαρακτήρα, όπως υποστηρίζαμε από την πρώτη στιγμή όλοι οι εμπλεκόμενοι σε αυτή τη δικαστική περιπέτεια; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δόθηκε, και δόθηκε μέσα στη δικαστική αίθουσα, καθώς οι αστυνομικές αρχές που κλήθηκαν να μας διαφωτίσουν σχετικά με τον τρόπο επιλογής των κατηγορουμένων παραδέχτηκαν ευθαρσώς ότι το να είναι κανείς «αντιδρών, κάτοικος Ιερισσού, υλοτόμος ή κυνηγός» ήταν επαρκές ώστε να θεωρηθεί τουλάχιστον ύποπτος. Μάλιστα, όπως αποδείχτηκε, τα δύο πρώτα γενικά χαρακτηριστικά (αντιδρών και κάτοικος Ιερισσού ή εν πάση περιπτώσει κάτοικος του Δήμου Αριστοτέλη) αρκούσαν από μόνα τους για να καταστήσουν κάποιον κατηγορούμενο, καθώς οι περισσότεροι διωκόμενοι δεν ήταν ούτε υλοτόμοι αλλά ούτε και κυνηγοί. Δηλαδή για να συνοψίσουμε, κάθε κάτοικος της ΒΑ Χαλκιδικής που αντιδρούσε και αντιδρά στην επέκταση των μεταλλείων θα μπορούσε εν δυνάμει να βρίσκεται στη θέση των κατηγορουμένων!

Κατάσταση ιδιότυπης ομηρίας

Η διαπίστωση λοιπόν ότι η κοινωνία της Βορειοανατολικής Χαλκιδικής βρέθηκε από το 2013 και μετά σε κατάσταση ιδιότυπης ομηρίας επιβεβαιώθηκε με κάθε τρόπο. Η δικογραφία των Σκουριών, όπως και η δικογραφία που αφορούσε την υπόθεση του δημαρχείου, καθώς και πλήθος άλλων δικογραφιών που έχουν καταρρεύσει ως χάρτινοι πύργοι μέσα στις δικαστικές αίθουσες τα τελευταία χρόνια, εξυπηρέτησαν έναν και μοναδικό σκοπό, αυτόν της φίμωσης του κινήματος ενάντια στην εξόρυξη χρυσού και της τρομοκράτησης της τοπικής κοινωνίας ώστε να πάψει να αντιδρά.
Αυτή ήταν άλλωστε η πολιτική κατεύθυνση που δόθηκε εκείνη την εποχή από την κυβέρνηση Σαμαρά. Η γνωστή πλέον δήλωση του τότε πρωθυπουργού, ότι η επένδυση θα πραγματοποιηθεί «με κάθε κόστος», πήρε σάρκα και οστά με τη μορφή άγριας καταστολής σε ειρηνικές διαδηλώσεις, με δακρυγόνα και πλαστικές σφαίρες, με άσκηση ψυχολογικής βίας, με συλλήψεις γυναικών και ηλικιωμένων, με προσαγωγές ανηλίκων, με «απαγωγές» πολιτών, με παράνομες λήψεις γενετικού υλικού, με εισβολή ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας και έρευνες σε σπίτια κατοίκων της περιοχής και με αποκορύφωμα την κατασκευή αβάσιμων, ανυπόστατων και τεχνητά διογκωμένων δικογραφιών που οδήγησαν στη Δικαιοσύνη περισσότερους από 450 κατοίκους της περιοχής.

Ως ένα βαθμό ο σκοπός επετεύχθη

Το κόστος, λοιπόν, ήταν πραγματικά πολύ μεγάλο και κλήθηκε να το επωμιστεί η τοπική κοινωνία. Ήταν τόσο ψυχολογικό όσο και οικονομικό. Το κίνημα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού χτυπήθηκε πολύπλευρα και συκοφαντήθηκε. Επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί στο πανελλήνιο ως μια καλά οργανωμένη τρομοκρατική οργάνωση. Αφαιμάχθηκε οικονομικά, καθώς ο αγώνας για την προστασία του περιβάλλοντος μετατράπηκε σιγά σιγά σε αγώνα για την υπεράσπιση των συμπολιτών μας από τις άδικες κατηγορίες μέσα στις δικαστικές αίθουσες. Επιχειρήθηκε να καμφθεί το ηθικό των μελών του με κάθε δυνατό τρόπο, και ως ένα βαθμό ο σκοπός επετεύχθη. Μέσα από τις διώξεις, τις προφυλακίσεις, τη σωματική και ψυχολογική βία προς τον απλό πολίτη που ενδιαφέρεται για το περιβάλλον και τον τόπο του, καλλιεργήθηκε συστηματικά ο φόβος με σκοπό να εμπεδώσουν τα μέλη του κινήματος ότι η τότε κυβέρνηση και οι μηχανισμοί του κράτους που κατευθύνονταν από αυτή, δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό να ποινικοποιήσουν ένα κοινωνικό – περιβαλλοντικό, μη βίαιο κίνημα.
Γίνεται φανερό ότι οι πρακτικές που ακολουθήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια στην Χαλκιδική δεν αρμόζουν σε μία δημοκρατική και ευνομούμενη πολιτεία του 21ου αιώνα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι δηλώσεις του κ. Μητσοτάκη, όπως έχω επαναλάβει και σε προηγούμενη δήλωσή μου, είναι άκρως ανησυχητικές. Εν τέλει, η πολιτική ατζέντα με την οποία διεκδικεί τη διακυβέρνηση της χώρας εμπερικλείει την συνέχιση του δόγματος της κυβέρνησης Σαμαρά; Δηλαδή παραχώρηση αδειών για τη λειτουργία του εργοστασίου των Σκουριών, χωρίς περιβαλλοντικό έλεγχο, χωρίς τήρηση των συμφωνημένων όρων και καταστολή της τοπικής κοινωνίας;
Προφανώς και η ερώτησή μου είναι ρητορική, καθώς τόσο ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης όσο και στενοί του συνεργάτες έχουν υπάρξει το τελευταίο διάστημα ξεκάθαροι ως προς τις προθέσεις τους. Μάλιστα, χωρίς να έχουν καμία γνώση του τι έλαβε χώρα κατά την εκδίκαση της υπόθεσης των Σκουριών, φρόντισαν να κατηγορήσουν τη Δικαιοσύνη ως μη ανεξάρτητη!

Η συμπαράσταση είναι δεδομένη

Στην υπόθεση των Σκουριών όμως η Δικαιοσύνη απεδόθη. Το δικαστήριο έκρινε ότι κανένα από τα σενάρια που παρουσιάστηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία δεν βασιζόταν σε πραγματικά στοιχεία ικανά να αποδείξουν ενοχή. Η Δικαιοσύνη λειτούργησε, όπως όφειλε, σαν θεματοφύλακας του δημοκρατικού πολιτεύματος και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Φυσικά, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπάρξει ψυχική και υλική αποζημίωση των διωκόμενων και των οικογενειών τους, υπήρξε όμως τουλάχιστον ηθική δικαίωση τόσο για τους ίδιους όσο και για το κίνημα συνολικά.
Στις 19 Δεκέμβρη αναμένεται να ξεκινήσει η εκδίκαση της επόμενης μεγάλης υπόθεσης, αυτής του Λάκκου Καρατζά, που αφορά 25 μέλη του κινήματος κατά της εξόρυξης χρυσού. Η συμπαράσταση μου είναι πάντα δεδομένη. Ελπίζω και προσδοκώ να δικαιωθούν για ακόμη μία φορά οι συμπολίτες μας, που δεν έκαναν τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από το να διεκδικούν με ειρηνικό και μη βίαιο τρόπο το δικαίωμα στη ζωή, την υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος.

Πηγή: Εποχή

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

Μια ιστορική νίκη για τη Χαλκιδική




Η υπόθεση με την εξόρυξη χρυσού στις Σκουριές και την προσπάθεια καταστολής του τοπικού κινήματος αντίστασης είναι μια ιστορία που δεν ταιριάζει σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος με περιβαλλοντική νομοθεσία. Ταιριάζει περισσότερο σε αποικιοκρατούμενες χώρες ή σε χωριά Ινδιάνων της Λατινικής Αμερικής, όπου νόμος είναι το δίκαιο της επένδυσης.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι κανένας από τους τοπικούς βουλευτές των τότε κυρίαρχων κομμάτων, δηλαδή της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, δεν μίλησε ποτέ υπέρ της επένδυσης. Ενώ, σε οποιοδήποτε άλλο μέρος της Ελλάδας επιχειρήθηκε να επεκταθούν οι δραστηριότητες της εταιρείας, οι αντίστοιχοι συνάδελφοί τους συμμετείχαν ανοιχτά στις τοπικές αντιδράσεις. Πουθενά δεν ήταν ευπρόσδεκτη η εξόρυξη. Στην Χαλκιδική επιχειρήθηκε να επιβληθεί ως τετελεσμένο. 
Θυμόμαστε ότι η γραμμή Σαμαρά ήταν “επένδυση με κάθε κόστος”. Ότι τη στήριξη της επένδυσης είχε αναλάβει από εδώ με εξαιρετική προθυμία ο ακροδεξιός Άδωνις Γεωργιάδης, αφού οι τοπικοί σιωπούσαν. Ότι τα κατεστημένα ΜΜΕ απέκρυπταν τις μαζικότατες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και παρουσίαζαν το κίνημα κατά της εξόρυξης ως απειλή κάποιων περιθωριακών ενάντια στην κανονικότητα και την ανάπτυξη της χώρας.
Θυμόμαστε τις αστυνομικές επιχειρήσεις, τα δακρυγόνα, τη βία, τις εισβολές σε σπίτια, τους ιδιωτικούς στρατούς με τα ρόπαλα. Και δίπλα σε αυτά κρατάμε τη δέσμευση του Κ. Μητσοτάκη ότι η εξόρυξη θα πάρει άδεια μέσα στον πρώτο μήνα διακυβέρνησης της Ν.Δ.
Η εμπρηστική επίθεση της 16.2.2013 στο εργοτάξιο της Ελληνικός Χρυσός χρησιμοποιήθηκε για να ξεριζωθεί το κίνημα, να εξουδετερωθούν οι εκπρόσωποί του και να τρομοκρατηθούν όλοι οι υπόλοιποι. Εχθές στο δικαστήριο η απόπειρα αυτή κατέρρευσε. Είναι μια ιστορική νίκη.

Πηγή: Αυγή

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018

Απουσιάζουν από ντροπή




του Πέτρου Κατσάκου

Στις 30 Οκτωβρίου 1944 οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ μπαίνουν στη Θεσσαλονίκη και απελευθερώνουν την πόλη από τους κατακτητές και τον φασισμό. Η απελευθέρωση αυτή ήταν μια από τις πολλές ιστορικές αλήθειες που για δεκαετίες έμεινε θαμμένη, καθώς ένα πολιτικό κατεστημένο είχε καταφέρει να περάσει το μύθευμα περί απελευθέρωσης της πόλης από τους Άγγλους.
Μόνον που οι πρώτοι Άγγλοι στρατιώτες είχαν καταφέρει να φτάσουν στη Θεσσαλονίκη περίπου 15 ημέρες μετά τη θριαμβευτική είσοδο στην πόλη των αγωνιστών του ΕΛΑΣ. Η επιμελώς “αγνοημένη” αυτή επέτειος γιορτάζεται επίσημα πλέον εδώ και τρία χρόνια αποκαθιστώντας την ιστορική αλήθεια στη Θεσσαλονίκη που μέχρι εσχάτως “τιμούσε” τους ντόπιους συνεργάτες των ναζί έχοντας δώσει τα ονόματά τους σε δρόμους της πόλης.
Τρία χρόνια τώρα γιορτάζεται η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τους κατακτητές, με τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας να γυρίζουν επιδεικτικά την πλάτη στις εκδηλώσεις μνήμης. Τρία χρόνια τώρα οι βουλευτές και τα τοπικά στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης αρνούνται να δώσουν το παρών στην τελετή που γίνεται μπροστά στην αναθηματική πλάκα που έχει τοποθετηθεί στην περιοχή του Βασιλικού Θεάτρου, στη μνήμη των μαχητών του ΕΛΑΣ που απελευθέρωσαν την πόλη από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής.
Τρία χρόνια τώρα οι κατά τ’ άλλα “μακεδονομάχοι” της Ν.Δ. αρνούνται να παραδεχτούν την τόσο ενοχλητική για αυτούς ιστορική πραγματικότητα συντηρώντας τη σκοτεινή παράδοση της Δεξιάς στη Θεσσαλονίκη. Δέσμιοι ενός ιστορικά αμαρτωλού παρελθόντος, παρακολουθούν με απέχθεια κινήσεις προερχόμενες από τόσο από την Αριστερά όσο και από τον δήμαρχο Γιάννη Μπουτάρη, με ζητούμενο την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας και την απόδοση τιμής στα θύματα και τους ήρωες της ναζιστικής κατοχής.
Γιατί πώς αλλιώς να σχολιάσει κανείς το ότι χρειάστηκε να περάσουν τόσα και τόσα χρόνια, να αλλάξουν τόσες κυβερνήσεις και τόσοι δήμαρχοι ώστε η Θεσσαλονίκη να τιμήσει τα θύματα του εβραϊκού Ολοκαυτώματος; Πώς αλλιώς να σχολιάσει κανείς την απόκρυψη για δεκαετίες της ταυτότητας του πραγματικού ελευθερωτή της πόλης από τους Ναζί και τους συμμάχους τους;
Πώς αλλιώς να σχολιάσεις τα εγκλήματα και τους εγκληματίες που έμειναν χαριστικά ατιμώρητοι από το μετεμφυλιακό κράτος για όσα έκαναν στη Θεσσαλονίκη τα χρόνια της Κατοχής; Είναι πολλά τα σχόλια. Όσες και οι αμαρτίες που κάποιοι κουβαλούν μέχρι σήμερα στη Θεσσαλονίκη. Αμαρτίες που τους κάνουν να κρύβονται.

Πηγή: Αυγή

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

Η εξόντωση του εβραϊκού πληθυσμού της Ελλάδας από τους ναζί




Σαν σήμερα, στις 7 Σεπτεμβρίου 1943 ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής Στρόοπ κηρύσσει με διαταγή του -και επίσημα πια- τον διωγμό των Εβραίων στην Ελλάδα. Μέχρι το τέλος του πολέμου, από το σύνολο 77.000 Εβραίων στην Ελλάδα, πιάστηκαν 68.000, θανατώθηκαν 66.000 και επέζησαν περί τα 2.000 άτομα. Οι περισσότεροι σώθηκαν από το ΕΑΜ που κοινητοποίησε τις οργανώσεις του και φυγάδευσε πολλούς Εβραίους στις ελεύθερες περιοχές.
Με την ευκαιρία αυτής της θλιβερής επετείου ανασδημοσιεύουμε από το κείμενο της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Διεθνή Διάσκεψη για την Ιστορία της Αντίστασης (Βαρσοβία 15-19/4/1962), το απόσπασμα που αναφέρεται στην εξόντωση του εβραϊκού πληθυσμού της Ελλάδας από τους ναζί και ένα πίνακα που δείχνει τον εβραϊκό πληθυσμό της Ελλάδας κατά κοινότητες προ και μετά των χιτλερικών διωγμών (1943 – 1944).

Η εξόντωση του εβραϊκού πληθυσμού της Ελλάδας από τους ναζί

Στην αρχή οι χιτλερικοί δεν έδειξαν εχθρικές διαθέσεις απέναντι στους ισραηλίτες. Ο κουίσλιγκ Τσολάκογλου με δηλώσεις του στον Τύπο διακήρυξε ότι οι ισραηλίτες δε διατρέχουν κανένα απολύτως κίνδυνο και ότι εις την Ελλάδα δεν υφίσταται εβραϊκό ζήτημα.
Μα οι χιτλερικοί δεν άργησαν να βγάλουν τη μάσκα του αδιάφορου και να δείξουν το πραγματικό τους πρόσωπο. Να αρχίσουν δηλαδή την επίθεση κατά του εβραϊκού στοιχείου της χώρας.
Την επίθεσή τους αυτή την άρχισαν με έντονη αντισημιτική προπαγάνδα από τις στήλες του υποτακτικού τους Τύπου. Σε συνέχεια, επικαλούμενοι διάφορα προσχήματα, άρχισαν κατασχέσεις περιουσιών και διώξεις και φυλακίσεις ισραηλιτών σ’ όλη τη χώρα, και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, όπου υπήρχε η πιο πολυπληθής και συμπαγής ισραηλίτικη κοινότητα.
Στις 11 Ιούλη 1942 οι γερμανικές αρχές της Θεσσαλονίκης κάλεσαν όλο τον αρσενικό εβραϊκό πληθυσμό της πόλης ηλικίας από 18 μέχρι 45 χρόνων να συγκεντρωθεί στην πλατεία Ελευθερίας, για να εγγραφεί στους καταλόγους και να εφοδιαστεί με ατομικά δελτία εργασίας. Παρουσιάστηκαν τότε 9 χιλιάδες Εβραίοι.
Όσοι πήραν ατομικά δελτία εργασίας στάλθηκαν αμέσως σε καταναγκαστικά έργα κοντά στα γερμανικά στρατεύματα, όπου υπέφεραν τα πάνδεινα.
Όταν οι ισραηλίτες αυτοί από τα καταναγκαστικά έργα, τον υποσιτισμό και τα βασανιστήρια έγιναν ανίκανοι για κάθε εργασία, τότε η γερμανική διοίκηση πρότεινε στην εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, να της δώσει 2,5 δισεκατομμύρια δραχμές ή 100 χιλιάδες δολάρια, για να τους απαλλάξει από τα έργα. Η κοινότητα δέχτηκε. Με εράνους και εισφορές συγκέντρωσε το μεγάλο αυτό ποσό και απάλλαξε τα μέλη της από τα φοβερά καταναγκαστικά.
Ως εδώ έτσι πήγαιναν τα πράγματα για τους Εβραίους, μα η πραγματική τραγωδία τους αρχίζει στις 23 Φλεβάρη 1943 με την εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη της Ειδικής Επιτροπής Ρόζεμπεργκ.



Η επιτροπή αυτή κατέγραψε αμέσως όλους τους ισραηλίτες, τους υποχρέωσε να φορούν τον κίτρινο αστέρα και σε συνέχεια τους απαγόρεψε να κυκλοφορούν στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, όπου πολλοί Εβραίοι είχαν εμπορικά καταστήματα. Με το μέτρο αυτό οι Γερμανοί βρέθηκαν κύριοι των εβραϊκών καταστημάτων.
Έπειτα η Επιτροπή Ρόζεμπεργκ οργάνωσε κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης το «Στρατόπεδο συγκεντρώσεως Βαρόνου Χιρς – Γκέτο», συγκέντρωσε εκεί με τη βία όλους τους Εβραίους και από τις 15 Μάρτη άρχισε να τους στέλνει σιδηροδρομικά στην Πολωνία.
Οι αποστολές συνεχίστηκαν ως τις 10 Αυγούστου του 1944. Με κάθε αποστολή στέλνονταν περί τους 2.500 Εβραίοι, στοιβαγμένοι ασφυχτικά σε βαγόνια που προορίζονταν για τη μεταφορά κτηνών, με ελάχιστη τροφή και χωρίς νερό. Στην Πολωνία, στο στρατόπεδο Άουσβιτς, γινότανε η διαλογή: τους γερούς τους στέλνανε στα καταναγκαστικά έργα, τους άλλους τους καίγανε στα κρεματόρια. 
Από τις 55.000 Εβραίους της Θεσσαλονίκης στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των χιτλερικών 47.061. Από δε το σύνολο του εβραϊκού πληθυσμού της Ελλάδας, που ανερχότανε στις 77.000 άτομα, πιάστηκαν 68.000, θανατώθηκαν 66.000 και επέζησαν περί τα 2.000 άτομα. Κι όσοι σώθηκαν, ανάμεσα σε αυτούς κι ο αρχιραβίνος, σώθηκαν χάρη στο ΕΑΜ που κατέβαλε για τη σωτηρία τους σοβαρές προσπάθειες. Τέλος, η ζημιά που προήλθε από τη διαρπαγή της εβραϊκής περιουσίας υπολογίζεται σε 18.000.000 χρυσές λίρες Αγγλίας.
Αυτή την τύχη επιφύλαξαν στο φιλεργατικό εβραϊκό πληθυσμό της Ελλάδας οι χιτλερικοί.

Πηγή: ΑΣΚΙ

Τρίτη 22 Μαΐου 2018

Το τρίκυκλο




του Χρήστου Καραγιαννίδη

Η επίθεση στον Γιάννη Μπουτάρη έφερε ξανά στην επιφάνεια την ύπαρξη μιας ακροδεξιάς, μιας φασιστικής πρακτικής που δυστυχώς δεν εξέλειπε από την Ελλάδα και κυρίως από την Θεσσαλονίκη. Η ιστορική διαδρομή της ακροδεξιάς και των φασιστών στη Βόρεια Ελλάδα είναι πλούσια σε αιματηρά γεγονότα. Τα περισσότερα εξ’ αυτών στο όνομα της πατρίδας αλλά και της εθνικής συνείδησης που υποτίθεται ότι ήταν μειωμένη στα θύματα των τραμπούκων και παρακρατικών.
Στη Βόρεια Ελλάδα καλλιεργείται από το σχολείο, από τον κοινωνικό περίγυρο, από την εκκλησία η εθνική ταυτότητα του υπερήφανου κι ανάδελφου λαού. Δεκαετίες επί δεκαετιών υπάρχει συνεχής αναφορά στις διώξεις των Ελλήνων που έχουν διαφορετικές καταγωγές από τις γείτονες χώρες. Σίγουρα, μια περιοχή όπως η Μακεδονία που έχει δεχθεί εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες από τον Πόντο, έχει ισχυρό το εθνικό συναίσθημα.
Τούτο όμως σίγουρα δε μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για τον εναγκαλισμό με εθνικιστικές και ναζιστικές οργανώσεις που δρουν στη περιοχή, πραγματικότητα όμως που συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό.
Οι περισσότερες αν όχι όλες οι εκδηλώσεις που αφορούν ιστορικά και “ιστορικά” γεγονότα έχουν αναφορές αλλά και αφετηρία αιματηρά γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Βόρεια Ελλάδα. Η αποσιώπηση όμως κομματιών της ιστορίας και η μεγέθυνση άλλων, λειτουργούν ως διαστρεβλωτικός καθρέφτης της ιστορικής γνώσης. Η εθνική ιστοριογραφία συνεχίζει να είναι μία ιστορία καταγραφής νεκρών και αίματος και φυσικά μόνο της μιας πλευράς, κάτι που αυθόρμητα γεννά την αίσθηση της αδικίας ημών καθώς και της μόνιμης ενοχής του άλλου.
Η «πειραγμένη» ιστορία χρησιμοποιήθηκε από τη γένεση του ελληνικού κράτους (και όχι μόνο του ελληνικού) για να κατασκευάζονται με συνειδητό κι εύκολο τρόπο οι εχθροί του έθνους και ταυτόχρονα να χτίζεται και μια εθνική συνείδηση που δε μπορεί να ξεφύγει από την κρατούσα δεξιά ανάλυση των ιστορικών δεδομένων. Έτσι, λοιπόν, οι κομμουνιστές στις προπολεμικές και μεταπολεμικές δεκαετίες είχαν πάντα το άγος του «εθνοπροδότη» και του «εαμοβούλγαρου», κατηγορίες που αυτομάτως έθεταν τους αριστερούς πολίτες στο περιθώριο χωρίς πολλές πολλές εξηγήσεις. Αυτή η εθνικιστική παραγωγή λόγου σπίλωνε εν συνόλω τις αριστερές πολιτικές οργανώσεις και λειτουργούσε ως δικαιολογία ακόμα και για την δολοφονία πολιτικών προσώπων. 
Στα χρόνια της μεταπολίτευσης και σίγουρα μετά τη δεκαετία του 1980 οι Γκοτζαμάνηδες σίγησαν, μιας και η αστική τάξη και οι πολιτικές εκπροσωπήσεις της δεν ένιωθαν κάποιο πολιτικό κίνδυνο από τις υποτελείς κοινωνικές τάξεις, που σε μεγάλο βαθμό υιοθετούσαν τις πολιτικές επιλογές των κυρίαρχων. Στα χρόνια όμως της κρίσης και με την ανάδειξη της ναζιστικής χρυσής αυγής σε ισχυρό πολιτικό πόλο, οι τραμπούκοι αναθάρρησαν. Αρωγός στην εθνικιστική αναγέννηση υπήρξε το μιντιακό καθεστώς αλλά και τα κόμματα της δεξιάς που ποτέ δεν άφηναν τα «εθνικά» ζητήματα ανεκμετάλλευτα.
Ξαναγυρνώντας στην επίθεση εναντίον του Μπουτάρη, λοιπόν, αυτό που φανερώνεται με τον πιο επικίνδυνο τρόπο είναι ότι αυτοί οι φασίστες δεν είναι πέντε γραφικοί που κυνήγησαν τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης. Είναι οργανωμένοι και συνεννοούμενοι τραμπούκοι, μερικοί εξ’ αυτών μάλιστα φορούν και ίδια μπλουζάκια, που περιμένουν το σήμα για την επίθεση. Η επίθεση αυτή καθαυτή έχει δολοφονικό χαρακτήρα και το μόνο που τη σταμάτησε από το να εξελιχθεί σε κάτι τόσο τραγικό ήταν η δημόσια θέα της και ο κίνδυνος των ποινικών ευθυνών που θα είχαν οι επιτιθέμενοι. Γι’ αυτό και οι πιο έμπειροι εκ των τραμπούκων σκεπάζουν το πρόσωπο τους κατά την εξέλιξη της επίθεσης. 
Όμως δε μπορεί να μη γίνει και μια αναφορά στον κόσμο που κοιτά απαθής το λιντσάρισμα και ίσως να χαίρεται σιωπηρά. Δε μπορεί να κλείσουμε τα μάτια στις αναρτήσεις στελεχών της ΝΔ στα κοινωνικά μέσα που επικροτούν την πράξη βίας. Δε μπορεί να μη στηλιτευτεί η προσπάθεια αντιστοίχισης της Marfin με το συγκεκριμένο περιστατικό. Παράλληλα, μόνο θλίψη μπορεί να προκαλέσει η άρνηση κατανόησης πως το αντίστοιχο περιστατικό με τον ξυλοδαρμό του κ. Κουμουτσάκου σε ανάλογη περσινή εκδήλωση, έγινε από παρόμοια ομάδα τραμπούκων και είχε τα ίδια ιδεολογικά χαρακτηριστικά.
Όλα τα παραπάνω συνηγορούν ότι πρέπει να υπάρξει μία σοβαρή προσπάθεια αντιμετώπισης αυτής της αναζωογονημένης ακροδεξιάς έκφρασης σε όλα τα επίπεδα (πολιτικό, ιδεολογικό, ιστορικό). Δε μπορεί να απειλείται κανείς και καμιά που εκφράζει οποιαδήποτε διαφορετική γνώμη για το Μακεδονικό, για τους Πόντιους, για την Ελλάδα. Δε μπορεί επίσης να γράφονται στα κοινωνικά μέσα προσβλητικά σχόλια ή ακόμα χειρότερα σχόλια που υποκινούν σε βία εναντίον προσώπων που απλά εκφράζουν διαφορετικές απόψεις. Σ’ αυτή τη προσπάθεια η δικαιοσύνη αλλά και αστυνομία δε μπορούν να είναι θεατές.

Πηγή: commonality.gr

Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

Στην οδό Αλβέρτου Ναρ




του Πέτρου Κατσάκου

“Είμαι τόσο γέρος, που δεν ξέρω τι θα γίνει αύριο. Αλλά νιώθω τόσο γερός για να φωνάξω σε όλους: Αποκαταστήστε την αλήθεια. Τιμήστε εκείνους που προσέφεραν στην πόλη μας. Προσπεράστε ό,τι διχαστικό. Ξαναγράψτε την Ιστορία με αλήθειες. Όχι τις δικές μου αλήθειες, αλλά τις αλήθειες του κόσμου”.
Αυτή η φράση από την επιστολή του Ρόμπυ Βαρσάνο προς τον Γιάννη Μπουτάρη, λίγες μόλις ώρες πριν ο υπέργηρος επιζών του Άουσβιτς αφήσει την τελευταία του πνοή στην αγαπημένη του Θεσσαλονίκη, είναι μια ανεξίτηλη παρακαταθήκη που θα μας σημαδεύει όπως κάποιοι σημάδεψαν κάποτε το χέρι του με το νούμερο 115365. Ο Ρόμπυ Βαρσάνο, από τους ελάχιστους επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος μέχρι τις μέρες μας Εβραίους της Θεσσαλονίκης, έφυγε από τη ζωή στα 91 χρόνια του. Μόλις τέσσερις μέρες πριν από τον θάνατό του ο Ρόμπυ Βαρσάνο έγραψε μια επιστολή με την οποία ευχαρίστησε το δημοτικό συμβούλιο Θεσσαλονίκης για τη μετονομασία της οδού Χρυσοχόου (επιτελάρχης του δωσίλογου πρωθυπουργού Τσολάκογλου) σε οδό Αλβέρτου Ναρ (συγγραφέας). Η ιστορική αυτή απόφαση του δημοτικού συμβουλίου Θεσσαλονίκης, που “αποκαθήλωσε” έναν συνεργάτη των ναζί, ήταν μια ελάχιστη απόδοση δικαιοσύνης σε μια πόλη που παραχάραξε με τον πιο αντιφατικό τρόπο την ιστορική της μνήμη.
Το μήνυμα του Ρόμπυ Βαρσάνο και η παρακαταθήκη του για τις επόμενες γενιές ήταν σαφή. “Εκείνες οι ιδεολογίες που αιματοκύλησαν την ανθρωπότητα, που εξόντωσαν εκατομμύρια στο όνομα της δήθεν υπεροχής δεν έχουν θέση εδώ σ' αυτή την πόλη” έγραψε λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του, στιγματίζοντας το μετεμφυλιακό κράτος και τους συνεχιστές του, που όχι μόνο αμνήστευσαν αλλά και τίμησαν τους συνεργάτες των ναζί, βεβηλώνοντας μέχρι σήμερα τη μνήμη των χιλιάδων Ελλήνων που δολοφονήθηκαν στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. “Η πατρίς ευγνωμονούσα τους άφησε ατιμώρητους, τους έδωσε αξιώματα, τους έκανε δρόμους...” έγραψε στην επιστολή του ο Ρόμπυ Βαρσάνο για τον χασάπη της Θεσσαλονίκης Μαξ Μέρτεν και τους Έλληνες συνεργάτες του.
Αυτή η “πατρίς” λοιπόν, που για δεκαετίες άφησε κάποιους “νικητές” να γράψουν την ιστορία τους εις βάρος των “ηττημένων”, είναι η πατρίδα του Ρόμπυ Βαρσάνο και της γενιάς του, που υποχρεώθηκε να περπατήσει ώς το τέλος στους δρόμους της προδοσίας και της κίβδηλης μνήμης. Τουλάχιστον αυτός ήταν τυχερός που έκανε τα τελευταία βήματα της ζωής του στην οδό Αλβέρτου Ναρ...

 Πηγή: Αυγή

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

Το σπίτι της Ναζιφέ Χανούμ




του Σωτήρη Δημητριάδη*

Στις 14 του Γενάρη μια ομάδα ακροδεξιών αποσπάστηκε από το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης για το Μακεδονικό και έβαλε φωτιά στο δίπατο νεοκλασικό στη γωνία Στρατού και Σαρανταπόρου. Τελευταία ιδιοκτήτρια του εντυπωσιακού, παρά την εγκατάλειψη μισού και πλέον αιώνα, κτιρίου ήταν η μουσουλμάνα Θεσσαλονικιά Ναζιφέ Χανούμ.
Η Ναζιφέ γεννήθηκε το 1873 σε μια μικτή οθωμανική οικογένεια (η μητέρα της Χαβά Χανούμ ήταν σαλονικιά Εβραία και μεταστράφηκε στο Ισλάμ με το γάμο της), όταν η Θεσσαλονίκη διατηρούσε ακόμα τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της και το ρόλο ενός από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Μεσογείου. Το 1906 ο δεύτερος σύζυγός της τής έχτισε ένα σπίτι στην ανερχόμενη συνοικία των Εξοχών, στο εκλεκτικό στυλ που ήταν η μόδα της εποχής. Σε εκείνο το σπίτι, η Ναζιφέ είδε από κοντά τα δραματικά γεγονότα του πρώτου μισού 20ου αιώνα, από την επανάσταση των Νεότουρκων ως τους Βαλκανικούς, και από την πυρκαγιά του 1917 ως την ανταλλαγή των πληθυσμών, που σημάδεψαν την ιστορία της Θεσσαλονίκης και της ευρύτερης περιοχής της.
Αν και μουσουλμάνα, η Ναζιφέ εξαιρέθηκε από την ανταλλαγή χάρη στη σερβική της υπηκοότητα, και συνέχισε να ζει στο σπίτι της, το οποίο σταδιακά ενσωματώθηκε στο πολεοδομικό συγκρότημα. Για να καλύπτει τις προσωπικές της ανάγκες, χώρισε το σπίτι σε δωμάτια, τα οποία νοίκιαζε σε οικογένειες προσφύγων από τη Μικρασία και εβραίων πυρόπληκτων του ’17. Μετά το θάνατό της το 1941, το σπίτι πέρασε στην κυριότητα του ελληνικού δημοσίου ελλείψει νομίμων απογόνων. Δύο χρόνια αργότερα, τα κατοχικά στρατεύματα έστειλαν τους εβραίους ενοίκους της, τους συγγενείς της από την πλευρά της μητέρας της, μαζί με τους υπόλοιπους εβραίους κατοίκους της πόλης, σύνολο 45.000 άτομα, στα στρατόπεδα του θανάτου. Το κτίριο σταδιακά εγκαταλείφθηκε, επέζησε του σεισμού του ’78, κρίθηκε διατηρητέο, αλλά δεν αναστηλώθηκε. Πριν κάποια χρόνια, η αναρχική συλλογικότητα της Libertatia έστησε στο χώρο μια κατάληψη και προχώρησε σε κάποιες βασικές εργασίες συντήρησης.

Η αποσιώπηση της ιστορίας

Στόχος του εμπρησμού ήταν βέβαια η κατάληψη και όχι η ιστορία του κτιρίου, η οποία θα τους ήταν μάλλον ξένη. Το ιστορικό φαντασιακό του εθνικισμού είναι επιλεκτικό και ο ελληνικός εθνικισμός δεν αποτελεί εξαίρεση. Αρχίζει στο Μεγαλέξανδρο, σταματάει για λίγο στο Βυζάντιο και κάνοντας ένα άλμα πέντε αιώνων καταλήγει στις εθνικές εποποιίες του 20ου αιώνα με τελευταία το «νέο Μακεδονικό Αγώνα» του 1992. Ό,τι δε χωράει στην ως άνω αφήγηση -οι Εβραίοι που αποτελούσαν την πλειονότητα των κατοίκων της Θεσσαλονίκης επί τέσσερις αιώνες, η οθωμανική αυτοκρατορική κληρονομιά, οι συμπαγείς μουσουλμανικοί και σλαβόφωνοι πληθυσμοί στη μακεδονική ενδοχώρα, η πείσμονα πολιτισμική και γλωσσική πολυμορφία της περιοχής μέχρι και το Β΄ Παγκόσμιο- αποσιωπώνται. Μια τέτοια αφήγηση επικάθεται σε πολύ συγκεκριμένες διεργασίες, που σφράγισαν τη μεταπολεμική περίοδο, ειδικά στη βόρεια Ελλάδα. Μετά τον εμφύλιο, η εθνικοφροσύνη επέτρεψε την προνομιακή σχέση των φορέων της με το κράτος, και κάλυψε ιδεολογικά μια πρωταρχική συσσώρευση που βασίστηκε στην οικειοποίηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας των δολοφονηθέντων εβραίων και, αργότερα, των πολιτικών εξορίστων και προσφύγων του Εμφυλίου. Το κεφάλαιο αυτό επενδύθηκε κατά κύριο λόγο στην οικοδομή, τροφοδοτώντας την αστική ανάπτυξη του ’50 και ’60, και διαγράφοντας τα ίχνη του οθωμανικού παρελθόντος από τον αστικό ιστό της Θεσσαλονίκης και των υπόλοιπων πόλεων της ελληνικής Μακεδονίας. Τα τελευταία 15 περίπου χρόνια, πολλοί από εμάς είχαμε πιστέψει ότι η Θεσσαλονίκη τουλάχιστον είχε επιλέξει μια διαφορετική σχέση με το παρελθόν της. Ο αγώνας κάποιων λίγων αρχιτεκτόνων και υπαλλήλων της αρχαιολογικής υπηρεσίας για τη διάσωση της αστικής κληρονομιάς της πόλης, συμπληρώθηκε από το έργο μιας νέας γενιάς ιστορικών, που αποκάλυψαν τον ιστορικό πλούτο της οθωμανικής περιόδου. Η έκδοση της «Πόλης των Φαντασμάτων» του Μαρκ Μαζάουερ το 2004 (μεταφράστηκε στα ελληνικά δυο χρόνια αργότερα) βοήθησε ώστε αυτή η γνώση να φύγει από το στενό κύκλο των ειδικών και να διαχυθεί στο ευρύ κοινό της Θεσσαλονίκης. Το βιβλίο προκάλεσε μεγάλη αίσθηση, ακριβώς επειδή η εικόνα που σκιαγραφούσε για την πόλη, ειδικά για το γύρισμα του 20ου αιώνα, ήταν σαφώς κολακευτική σε σχέση με το παρόν της: από κοσμοπολίτικο λιμάνι στην πρώτη γραμμή του οθωμανικού εκσυγχρονισμού και κέντρο του διακομετακομιστικού εμπορίου μιας αυτοκρατορίας, η σύγχρονη Θεσσαλονίκη είχε μετατραπεί σε «φραπεδούπολη», με την οικονομία της κατεστραμμένη από την αποβιομηχάνιση, έρμαιο μιας διεφθαρμένης κλίκας νεόκοπων μακεδονομάχων πολιτικών.

Προσπάθειες αποκατάστασης

Το «φαινόμενο Μαζάουερ» ανέλαβε να εκπροσωπήσει στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης ο Γιάννης Μπουτάρης, που εκλέχτηκε δήμαρχος το 2010. Η προοπτική που πρόσφερε στην πόλη ήταν απλή: μια εκ νέου σχέση της Θεσσαλονίκης με το σύνολο της ιστορίας της, μια οικειοποίηση του οθωμανικού και πολυπολιτισμικού παρελθόντος, μια ειλικρινής συζήτηση για το πώς αυτό το παρελθόν αποσιωπήθηκε και εξαλείφθηκε (και μια εξίσου ειλικρινής ανάληψη ευθυνών για το ρόλο της πόλης και των αρχών της στη μαζική δολοφονία των εβραίων πολιτών της) αποτελούν πρώτα και κύρια ηθική ευθύνη του δήμου και των πολιτών. Ταυτόχρονα, είναι και μέσο για να βρει η Θεσσαλονίκη τη θέση της στο χάρτη των σύγχρονων ευρωπαϊκών πόλεων. Η αναζωογόνηση των ιστορικών και συμβολικών δεσμών της πόλης με τους υπόλοιπους μετόχους του οθωμανικού παρελθόντος, από τα Βαλκάνια μέχρι την Τουρκία και το Ισραήλ, θα προσέφερε το απαραίτητο συμβολικό κεφάλαιο, ώστε η πόλη να μπορεί να προσελκύει επενδυτές και επισκέπτες, δίνοντας νέες προοπτικές για την οικονομία της. Η θετική δημοσιότητα που προσέλκυσαν τα ανοίγματα της δημοτικής αρχής, η αύξηση του τουρισμού και ο νέος λόγος περί της τοπικής ιστορίας είχαν αποτελέσματα.
Τα όρια του νέου μοντέλου ήταν ορατά από την αρχή. Η πόλη βρήκε ευκολότερη τη συνάντηση με το κοσμοπολίτικο παρελθόν των Εβραίων και των Μουσουλμάνων από ό,τι την αποδοχή του σύγχρονου κοσμοπολιτισμού της μετανάστευσης και της προσφυγιάς. Η μετονομασία της πλατείας Καραϊσκάκη σε Δυρραχίου, στα πλαίσια της σύσφιξης των σχέσεων με την αδελφή αλβανική πόλη, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από ακροδεξιά στοιχεία, τα ίδια στοιχεία που κινητοποιήθηκαν ενάντια στη μεταστέγαση των σύριων προσφύγων και τη φοίτηση των παιδιών τους στα δημόσια σχολεία. Η προοπτική για τη λύση βάσει συμβιβασμού του μακεδονικού έδωσε ένα βήμα για την εκ νέου έκφραση του εθνικιστικού λόγου, οργανωμένα και μαζικά, στο συλλαλητήριο της 14ης Ιανουαρίου.
Η πυρκαγιά που προκλήθηκε στο σπίτι της Ναζιφέ Χανούμ κατέστρεψε την ξύλινη και περίτεχνα διακοσμημένη οροφή, αλλά ευτυχώς δε φαίνεται να προκάλεσε σημαντικές ζημιές στους εξωτερικούς τοίχους. Το κτίριο μπορεί (και επείγει) να αναστηλωθεί. Μέχρι τη στιγμή της ανακαίνισής του, ας είναι μια υπενθύμιση για την ανάγκη της οικοδόμησης ενός διαφορετικού παρελθόντος για ένα καλύτερο μέλλον για τη Θεσσαλονίκη.

* Ο Σωτήρης Δημητριάδης είναι καθηγητής Τουρκολογίας.

Πηγή: Εποχή

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

Η αδιαφορία φέρνει άγνοια και πάνω στην άγνοια πατάει ο φασισμός




Πριν μερικές βδομάδες έπεσα πάνω σε μία ενδιαφέρουσα εκπομπή της Ερτ3 που αναφερόταν στο ρόλο της Σερβίας κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η δημοσιογράφος Χριστίνα Σιγανίδου εκτός του ότι ταξίδεψε μέχρι το Βελιγράδι, επισκέφθηκε και το συμμαχικό νεκροταφείο Ζειτενλικ, όπου μίλησε με τον φύλακα Γιώργο Μιχαήλοβιτς (Djordie Mihailovic), τον τελευταίο Σέρβο στρατιώτη που βρίσκεται στη χώρα μας. Η ευγένεια κι η σπάνια ταπεινότητά του καθώς και τα συγκινητικά του λόγια με ώθησαν να επισπεύσω το ταξίδι μου προς την Νύμφη του Θερμαϊκού.
Στη σύντομη παραμονή μου στην πόλη, αφιέρωσα ένα πρωινό στο συμμαχικό νεκροταφείο. Μπαίνοντας από μία πλαϊνή είσοδο, περιπλανήθηκα πρώτα στο ιταλικό και στο γαλλικό κομμάτι, κι έπειτα έστριψα προς το σερβικό, όπου εκατοντάδες σταυροί έστεκαν παρατεταγμένοι γύρω από έναν επιβλητικό ναΐσκο. Στην άκρη του κοιμητηρίου βρίσκεται το σπίτι του φύλακα, το οποίο βρήκα ερμητικά κλειστό, δίνοντας την εντύπωση πως ο φύλακας απουσιάζει. Οι ελπίδες μου όμως αναπτερώθηκαν όταν παρατήρησα μία γραμμή από σταγόνες που ξεκινούσαν από την βρύση με κατεύθυνση προς το βόρειο τμήμα. Ακολούθησα τα ίχνη τα οποία εντέλει με οδήγησαν στον κυρ-Γιώργο Μιχαήλοβιτς.
Παρόλο που είναι ενενήντα ενός, καθάριζε αγέρωχος τους τάφους με μία τσάπα. Μόλις με είδε σταμάτησε και προσπάθησε να τεντώσει το καμπουριασμένο του σώμα. Καλημεριστήκαμε ευγενικά και του ανέφερα πως σκοπός της επίσκεψής μου ήταν για να τον συναντήσω. «Το ξέρω», μου απάντησε με μία απρόσμενη σιγουριά. «Μία ζωή περιπλανιόμουν μόνος εδώ πέρα κι από τότε που μ’ έδειξε η τηλεόραση δέχομαι καθημερινές επισκέψεις» συνέχισε με ένα εμφανές παράπονο στη φωνή του.
Κάθισε σ’ ένα πεζούλι κι εγώ γονάτισα δίπλα του. Αμέσως αναπτύξαμε μία ζεστή κι ενδιαφέρουσα συζήτηση για τη ζωή του, τις μνήμες του, το νόστο για την πατρίδα του το Μαυροβούνιο. Η μοναχικότητα του επαγγέλματός του, τον είχαν οδηγήσει στην μελέτη της ιστορίας. Ρουφούσε ολόκληρους τόμους και «ταξίδευε» στον κόσμο και στον χρόνο. Τώρα τα μάτια του είναι αδύναμα για να διαβάσει κι έτσι περιορίζεται στο να αναμοχλεύει τις γνώσεις του και να τις μοιράζετε με ανθρώπους που τον επισκέπτονται. «Όσα βιβλία κι αν γραφτούν, ποτέ δε θα καταφέρουν να καταγραφούν όλα όσα άκουσα τα πρώτα χρόνια των υπηρεσιών μου από τους ανθρώπους που επισκέπτονταν το νεκροταφείο για να τιμήσουν τους συντρόφους με τους οποίους πολέμησαν μαζί τότε».
Η ώρα μαζί του κύλησε γρήγορα και μία ανεπιθύμητη πίεση με ανάγκαζε να διακόψω την όμορφη κουβέντας μας για να προλάβω το τραίνο. Τον αποχαιρέτησα δίνοντάς του την υπόσχεση πως θα τον επισκεφθώ σύντομα. Καθώς έκανα μεταβολή για να φύγω ένιωσα το χέρι του να σφίγγει το μπράτσο μου. Γύρισα και τον είδα απορημένος καθώς εκείνος με κοιτούσε με παράπονο. «Σε σένα θα ήθελα να πω κάτι ακόμα. Αυτό που με πονάει είναι πως η νέα γενιά αδιαφορεί για το παρελθόν. Κι όσο περνάνε τα χρόνια τόσο πιο μεγάλη γίνεται η αδιαφορία. Το παρατηρώ στους μαθητές των σχολείων που έρχονται κατά καιρούς στο νεκροταφείο. Κι η αδιαφορία αυτή φέρνει την άγνοια. Και πάνω στην άγνοια πατάει ο φασισμός». Σιωπηλός του κούνησα καταφατικά το κεφάλι δείχνοντάς του πως συμφωνώ απόλυτα μαζί του.
Προχώρησα προς την πύλη αλλά μετά από τρία βήματα σταμάτησα και στράφηκα προς τη μεριά του. «Κύριε Γιώργο» του φώναξα περιμένοντας να γυρίσει να με κοιτάξει, «τι είναι αυτό που σας δίνει τόση δύναμη;». Στηρίχτηκε με τα δυο του χέρια στην μαγκούρα και κοιτώντας με στα μάτια μου είπε κάτι που δε πρόκειται ποτέ να ξεχάσω: «Πρώτον το να τιμάω τους νεκρούς μας. Δεύτερον για να διατηρώ την ιστορική μας μνήμη και τρίτον για να βροντοφωνάζω σ' αυτούς τους "μεγάλους" την καταστροφή των πολέμων».
Του κούνησα συγκινημένος το χέρι δίνοντάς του για μία ακόμη φορά την υπόσχεση πως θα τον επισκεφθώ σύντομα.

Πρώτη δημοσίευση: aplotaria.gr

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Τα σύμβολα και η πραγματικότητα




του Γιώργου Σταματόπουλου

Και εκεί που υπήρχε αισιοδοξία, μια ανοιχτή πύλη για να εισέλθει η χώρα στην επίλυση του ονόματος της γειτονικής χώρας, εκείνη ακριβώς την ώρα η πύλη αρχίζει να ξανακλείνει - δεν γίνεται να μη λάβεις υπόψη σου τόσες εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρους (δυστυχώς, έτσι λειτουργεί η πολιτική), οπότε τα όποια σχέδια αλλάζουν άρδην, είτε αυτά τα εμπνεύστηκαν οι κυβερνώντες είτε οι αντιπολιτευόμενοι.
Πράγματι ήταν κάτι εντυπωσιακό το συλλαλητήριο σε ό,τι αφορά τη μεγάλη συμμετοχή· ουδείς ορθολογικά σκεπτόμενος την ανέμενε. Και βέβαια δεν είναι δυνατόν όλοι αυτοί που συμμετείχαν να είναι εμποτισμένοι από την ιδεολογία του φασισμού ή ενός ακραίου εθνικισμού - με άλλους όρους πρέπει να προσεγγιστεί το μαζικό φαινόμενο της αντίδρασης.
Ετσι κι αλλιώς ο καθείς είναι ελεύθερος να διαδηλώνει για ό,τι νομίζει ότι τον τυραννά ή τον καταπιέζει, συνταγματικό του δικαίωμα είναι. Το αν έχει δίκιο ή άδικο είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Η αμηχανία των δύο μεγάλων κομμάτων ήταν εμφανής προτού γίνει το συλλαλητήριο και μετατράπηκε σε απορία και μεγαλύτερη αμηχανία μετά τη μαζικότητά του. Τι κάνουν τώρα; Πώς να το απαξιώσουν και πώς να το αρνηθούν; Μπορούν να καταγγελθούν οι διοργανωτές του και οι ακροδεξιοί ομιλητές, η Εκκλησία, οι χρυσαυγίτες και να κατακριθούν τα ακραία εθνικιστικά συνθήματα. Τι γίνεται, όμως, με τις εκατοντάδες χιλιάδες που παρευρέθησαν;
Εχει σημασία να τονιστεί η υπόθεση των διοργανωτών. Πώς, π.χ., ναυλώθηκαν σχεδόν τριακόσια λεωφορεία; Με τίνος αναλώματα; Μια απάντηση θα φώτιζε πολλά.
Παραθέτω την κατακλείδα της δήλωσης της Ζωής Κωνσταντοπούλου, παρότι δεν συμμερίζομαι την αισιοδοξία των τελευταίων είκοσι μιας λέξεων: «Δεν χαρίζω τους πολίτες που διαδήλωσαν σήμερα (σ.σ.: χθες) ούτε στους φασίστες ούτε στους εθνικιστές ούτε στους “εξευγενισμένους” μνημονιακούς ακροδεξιούς, που ψήφισαν κι εφάρμοσαν όλα τα μνημόνια της υποτέλειας, ούτε στους χρυσαυγίτες, νοσταλγούς των ναζί, που αιματοκύλισαν τη Θεσσαλονίκη. Η σημερινή κυβέρνηση είναι υποτελής και δεν νομιμοποιείται να διαπραγματευθεί.
Γιατί θα παραδώσει ξανά τη χώρα μας. Τη χώρα δεν θα την υπερασπιστούν οι ακραίοι εκπρόσωποι της Εκκλησίας ή του Στρατού ούτε οι νοσταλγοί άλλων εποχών. Ούτε οι προωθούμενοι από το σύστημα υποκατάστατοι σωτήρες. Τη χώρα θα την υπερασπιστούν, όπως πάντα συνέβη στην ιστορία μας, οι πολίτες. Οι ίδιοι που θα υπερασπιστούν τη δημοκρατία. Εμείς».
Ολος αυτός ο κόσμος δεν συνάχτηκε όταν του κόβανε τις συντάξεις και τον ωθούσαν στην ανεργία και την ξενιτειά, ούτε δείχνουν καμιά διάθεση να ξεσηκωθούν τώρα που με τους πλειστηριασμούς κινδυνεύουν να χάσουν τα σπίτια τους, εκτός αν έχουν πειστεί ότι τίποτα δεν γίνεται από τότε που η κυβέρνηση με δική της απόφαση έκανε «ναι» το «όχι» του δημοψηφίσματος. Πώς, όμως, ξεσηκώθηκαν για ένα όνομα; Είναι πιο σπουδαίο από την επιβίωσή τους; Μήπως τα σύμβολα είναι πιο δυνατά από την πραγματικότητα; Είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν όσοι δίνουν ψυχή και σώμα για τα σύμβολα και όχι για το σώμα τους; Αυτά είναι τα δύσκολα...

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

Ο σκοταδισμός αντεπιτίθεται




Η χρονιά που μας πέρασε στιγματίστηκε με την εδραίωση ακροδεξιών πολιτικών τάσεων στην Ευρώπη, με αποκορύφωμα την περίπτωση της Αυστρίας. Αντιθέτως στη χώρα μας πανηγυρίζαμε με τα απανωτά κλεισίματα γραφείων της Χρυσής Αυγής σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος. Η αίσθηση ανακούφισης σε κάθε αντιφασιστικό λουκέτο, καλό είναι να μην μας εφησυχάζει διότι ο σκοταδισμός δε νικιέται εύκολα. Πόσο μάλλον μ’ αυτόν τον τρόπο.
Το Μακεδονικό ζήτημα που επανήλθε μετά από μία δεκαετία, στάθηκε αφορμή να ξαναβγούν τα φίδια από τις φωλιές τους. Πατώντας πάνω στον πατριωτισμό συνανθρώπων μας, ανασυντάχθηκαν για να δουν αν τους παίρνει να πατήσουν ξανά πόδι. Το κάλεσμα προσπάθησε με πατριωτικό ύφος να κρύψει την φασιστική του υπόσταση. Δεν πιστεύω πως όλοι όσοι συγκεντρώθηκαν την περασμένη Κυριακή στην προκυμαία της Θεσσαλονίκης είναι εθνικιστές αλλά με την παρουσία τους ηθελημένα ή μη, έδωσαν ένα ισχυρό πάτημα στον εγχώριο εθνικισμό. Δεν θα επιδιώξω να δικαιολογήσω την παρουσία τους, καθώς δεν υπάρχει καμία εξήγηση σχετικά με τις ιαχές του κοινού «είναι τρελός ο στρατηγός» όταν ο απόστρατος αξιωματικός Φράγκος Φραγκούλης φώναζε «Ζήτω ο στρατός!» και «Ζήτω οι ειδικές δυνάμεις». Συνθήματα που φέρνουν ανατριχίλα σε κάθε σκεπτόμενο δημοκράτη.
Το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης δεν ήταν τίποτα παραπάνω από την επιβεβαίωση μιας κρυφής επιθυμίας να ιδρυθεί ένα νέο κόμμα μεταξύ ακροδεξιάς και νεοναζισμού. Πιθανότατα μίας «σοβαρής Χρυσής Αυγής» που επιθυμούσαν κάποιοι νεοφιλελεύθεροι δημοσιογράφοι.
Την ίδια στιγμή ο σκοταδισμός προσπαθεί να επανέλθει σε όσες πόλεις έχασε έδαφος. Την επόμενη βδομάδα θα χουμε την ομιλία δυο βουλευτών της Χρυσής Αυγής στη Χίο. Όλοι θυμόμαστε πως μετά την τελευταία τους επίσκεψη, πραγματοποιήθηκε το ντροπιαστικό πογκρόμ της Σούδας. Εκείνον τον Νοέμβρη, η χιώτικη κοινωνία συνειδητοποίησε την εγκληματική φύση αυτής της ιδεολογίας.
Με ποιο ήθος λοιπόν και με ποια ανοχή θα δεχτούμε να ακούσουμε για μία ακόμη φορά ρητορικές μίσους στο νησί μας;

Πρώτη δημοσίευση: aplotaria.gr

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

H Ουρανία Παπακώστα γράφει για το Εντεύθεν



"Ο άνθρωπος δε θέλει κάτι παραπάνω, λίγο ψωμάκι, λίγο λαδάκι κι ένα ποτηράκι τσίπουρο για να είναι ευτυχισμένος".
Με αυτή την φράση ξεκινάει το τρίτο βιβλίο του Γιώργου Χατζελένη που φέρει τον τίτλο Εντεύθεν, και είναι η ίδια φράση με την οποία κλείνει, αρθρωμένη από διαφορετικά κάθε φορά χείλη, έχοντας ολοκληρώσει έναν ιστορικό κύκλο, ένα κύκλο μνήμης. Μια φράση που ενώ συνοψίζει την ουσία της ζωής για τους προγόνους μας, σήμερα φαντάζει τόσο ανεπαρκής στο να φέρει την ευτυχία. Είναι όμως και στην πραγματικότητα; Αυτό είναι ένα μόνο από τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς που θέτει το Εντεύθεν, με κάποια από αυτά τα ερωτήματα να απαντώνται από τον αφηγητή - πρωταγωνιστή και άλλα να αφήνονται αναπάντητα στους αναγνώστες προς περισυλλογή και αναστοχασμό.
Το βιβλίο έχει πρωταγωνιστή έναν ήρωα της γενιάς μας, με έναν νέο τριαντάρη που ζει στην Αθήνα, στο μεγαλύτερο και χαώδες αστικό κέντρο της χώρας, και προσπαθεί να επιβιώσει χωρίς να κάνει εκπτώσεις στα όνειρα, το ήθος, την αισθητική και εν τέλει την καθημερινότητα και την ποιότητα ζωής του. Ο ήρωάς μας, που είναι ταυτόχρονα και ο αφηγητής, διακατέχεται από μια εσωτερική αγωνία, μια έντονη και βαθιά υπαρξιακή αγωνία για το παρόν και το μέλλον, τόσο το δικό του, όσο και μιας ολόκληρης χώρας, μιας ολόκληρης γενιάς. Ξεκινάει λοιπόν από την Αθήνα για να επισκεφτεί τον τόπο καταγωγής του, την Χίο, με σκοπό να συλλέξει πληροφορίες για έναν μαυραγορίτη που δρούσε στην περιοχή τα χρόνια της Κατοχής, πληροφορίες που θα του φανούν χρήσιμες στην εκπόνηση της μεταπτυχιακής του εργασίας. Στην Χίο τον περιμένουν με χαρά και αγάπη οι πρόγονοί του, οι οποίοι του αφηγούνται ιστορίες από τα νιάτα τους τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, με τόση λαχτάρα, όση και η λαχτάρα του ήρωά μας, να τις ακούσει και να τις καταγράψει. Ιστορίες που παραλληλίζονται με το σήμερα, από το θέμα της προσφυγιάς και τους Έλληνες πρόσφυγες που χρειάστηκε να ξενιτευτούν στην Μικρά Ασία συνδέοντάς το με το σημερινό προσφυγικό ζήτημα, ως τον εθνικό διχασμό που ταλανίζει την χώρα στις πιο κρίσιμες ιστορικά περιόδους. Αυτές τις ιστορίες με πολλή ζωντάνια, διαύγεια, ακρίβεια και παραστατικότητα μας μεταφέρει στο βιβλίο του ο Γιώργος Χατζελένης, θέτοντας στο κέντρο του σύμπαντός του τον αφηγητή και εξυψώνοντας την τέχνη της αφήγησης per se. Μιας αφήγησης όχι λόγιας και αποστειρωμένης, αλλά μπολιασμένης με τα λογοτεχνικά μοτίβα και γλωσσικά στολίδια της λαικής παράδοσης.
Ο αφηγητής λοιπόν, ξετυλίγοντας το κουβάρι της ιστορίας με την βοήθεια των μαρτυριών των ανθρώπων που βίωσαν ορισμένα γεγονότα από πρώτο χέρι, καταγράφει εμπειρίες και συναισθήματα, καταγράφει μνήμες που αν δεν υπήρχε ο ίδιος ο αφηγητής να τις 'κρατήσει στη ζωή' δεν θα είχαν ποτέ την ευκαιρία να διασωθούν και να ακουστούν σε πλήθος ανθρώπων. Με αυτόν τον τρόπο οι ιστορίες των προγόνων του ήρωα, ξεπερνούν το φάσμα του ατομικού και αγγίζουν το συλλογικό, κάνοντας παράλληλα και τους αναγνώστες μέτοχους της κοινής μοίρας. Η ήρωας ξυπνάει μνήμες, μνήμες μιας ζωής τόσο διαφορετικής, αλλά κατά έναν παράδοξο και περίπλοκο τρόπο και τόσο όμοιας μ΄αυτήν που διάγουμε σήμερα. Γιατί στις μέρες μας μπορεί να μην πεινάμε, με τον τρόπο που πείνασαν οι άνθρωποι στην ηρωική Χίο και σε όλη την Ελλάδα τα χρόνια των πολέμων, αλλά υποφέρουμε από έλλειψη κινήτρων, από έλλειψη στόχων, από έλλειψη πνευματικότητας, από την στέρηση της ελπίδας, πεινάμε για ζωή, πεινάμε για να ζήσουμε με μια πείνα όμοια ίσως και μεγαλύτερη από εκείνη των προγόνων μας. Και πολεμάμε. Μπορεί ο εχθρός μας να μην έχει όνομα και πρόσωπο, όπως είχε τότε, μπορεί να είναι αόρατος αλλά είναι πανίσχυρος και ανελέητος. Πώς λοιπόν θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε, πώς θα υπερπηδήσουμε τα εμπόδια που μας υψώνουν οι άλλοι, και κάποιες φορές και 'οι δικοί μας', πώς θα βγούμε νικητές από αυτή την μάχη; Αυτά είναι τα ερωτήματα στα οποία προσπαθεί να δώσει απάντηση ο ήρωας με εργαλείο την μελέτη της ιστορίας. Γιατί ο ήρωας, όπως και η γενιά του, θέλει να ζήσει, δεν παραιτείται, δεν καταθέτει τα όπλα σε χαλεπούς καιρούς. Ό,τι έχει συμβεί ανήκει στο παρελθόν. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω. Το ζητούμενο είναι τί κάνουμε εντεύθεν. Τί κάνουμε δηλαδή από εδώ και μπρος. Εξού και ο τίτλος του βιβλίου. Ένας τίτλος που συνοψίζει σε μια λέξη την απορία μιας ολόκληρης γενιάς. Εντεύθεν. Τον τίτλο λοιπόν, αλλά και συνολικά το βιβλίο, τον νιώθω σαν μια παραίνεση του συγγραφέα στην ζωή, σαν μια προτροπή να συνεχίσουμε την προσπάθεια, κι ας μοιάζει αυτή μάταιη όπως η προσπάθεια του Σίσσυφου στον γνωστό μύθο. Μοναδικός χαμένος αγώνας, είναι αυτός που δεν δίνεται, λέει ένα ρητό.
Οι ιστορίες που καταγράφονται στο βιβλίο του Χατζελένη, μοιάζουν να είναι διαχρονικές και ατοπικές. Συνέβησαν μια δεδομένη χρονική στιγμή σε έναν τόπο, αλλά θα μπορούσαν να έχουν συμβεί παντού, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Σκιαγραφούν την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, την τρωτότητα της, και αποδομούν συναισθήματα οικουμενικά όπως ο φόβος, η αγάπη, το μίσος, η απληστία. Σε μια εποχή σύγχισης και κρίσης, κρίσης όχι μόνο οικονομικής αλλά και αξιών, ηθικής και αισθητικής (όπως άλλωστε έχει πει ο Νίτσε 'Η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος', ρήση που μάλλον ενστερνίζεται ο ήρωας, όπως καταλαβαίνει κανείς στο κεφάλαιο με την θεατρική παράσταση), ένας νέος άνθρωπος στρέφεται στο παρελθόν για να τον διαφωτίσει και να τον καθοδηγήσει, και κυρίως για να να μην επαναλάβει τα ίδια λάθη που έκαναν τότε, αυτοί που σήμερα θα βρίσκονταν ενδεχομένως στην θέση του, να αποφύγει το δις εξαμαρτείν, των αρχαίων ημών. Η ιστορία μπορεί να επαναλαμβάνεται, όπως διατείνονται πολλοί, αλλά κανένας λαός δεν μπορεί να έχει μέλλον, όταν δεν γνωρίζει το παρελθόν του και κανένας δεν μπορεί να κρίνει το παρελθόν, εκτός από αυτόν που χτίζει το μέλλον, παραθέτοντας πάλι τον Νίτσε.
Μια χαραμάδα ελπίδας ανοίγει λοιπόν το τρίτο βιβλίο του Γιώργου Χατζελένη στην μαυρίλα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας που βιώνουμε σήμερα, μια λάμψη φωτός στο σκοτάδι της εσωτερικής ανασκόπησης, προσωπικής απομόνωσης και αυτοτιμωρητικής διάθεσης που μας περιβάλλει, ένα βιβλίο, γράμμα ναυαγού σε μπουκάλι στην θάλασσα, που λειτουργεί σαν μήνυμα ελπίδας πασχίζοντας να κρατήσει ζωντανή την αλήθεια, την α-λήθεια με την έννοια της μνήμης, της μνήμης ενός τόπου και των ανθρώπων του.
Κλείνοντας, ποιητική αδεία, θα έλεγα ότι το Εντεύθεν έχει για μένα την γεύση ενός παγωμένου λικέρ μαστίχας μια καυτή καλοκαιρινή μέρα, ενώ διηγούμαστε ιστορίες με την παρέα μου, σε κάποιο νησί του ανατολικού Αιγαίου.

Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

Ταινία ο μαρτυρικός θάνατος του ΕΑΜίτη ιερέα

Ο ιερέας Νικόλαος Αποστολάκης

της Νόρα Ράλλη

Κρήτη, 1947. Ενώ στα Χανιά μαίνεται ο Εμφύλιος, τα μεσάνυχτα της 1ης Αυγούστου, παρακρατικοί της ομάδας Παύλου Γύπαρη (Μάυδες του Γύπαρη) απήγαγαν με δόλο από το σπίτι του τον αγωνιστή ιερέα του ΕΑΜ, Νικόλαο Αποστολάκη.
Τον βασάνισαν απάνθρωπα, του έβγαλαν τα μάτια, τα δόντια, του έκοψαν τα γεννητικά όργανα και μετά τον σκότωσαν, τον διαμέλισαν και τον πέταξαν στον «Κόκκινο Γκρεμό», κοντά στις φυλακές Καλαμίου.
Η σύζυγός του εκτοπίστηκε από το Νεροχώρι Αποκορώνου όπου διέμεναν, ενώ τα πέντε παιδιά τους συνέχισαν να διώκονται μέχρι τις πανεπιστημιακές σπουδές τους.
Τα γεγονότα ξαναζωντανεύουν 70 χρόνια μετά, μέσα από την κάμερα του σκηνοθέτη/ντοκιμαντεριστή Κώστα Νταντινάκη, στο φιλμ με τίτλο «Ο Ελκόμενος επί κρημνού».
Η ταινία προβάλλεται στο 19ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (3/03-12/03).
Επιζώντες της περιόδου, με προεξάρχουσα την κόρη του, Ισμήνη, μαρτυρούν την τραγική αλήθεια των γεγονότων.
Ο σκηνοθέτης, κρητικής καταγωγής, εξηγεί πόσο πληγώνει αυτή η αλήθεια, ακόμη και 70 χρόνια μετά, και κυρίως πόσο σημαντικό είναι για αρκετούς να μείνει κρυφή για πάντα.

Ο σκηνοθέτης Κώστας Νταντινάκης με την ποιήτρια Βικτώρια Θεοδώρου, στον Κλαδισσό ποταμό στα Χανιά

● Μία κόρη που δεν μπορεί να θάψει τον πατέρα της. Ενας πατέρας που δολοφονήθηκε εξαιτίας ενός Εμφυλίου. Η ιστορία είναι πολύ κοντά στην αντίστοιχη της Αντιγόνης του Σοφοκλή.

Ναι, η κόρη, αλλά και ολόκληρη η οικογένεια. Με κορυφαία στο δράμα τη σύντροφο του αντιστασιακού ιερέα, τον οποίο άρπαξαν από την αγκαλιά της μες στα μεσάνυχτα, τον κατακρεούργησαν και στη συνέχεια εμπόδισαν την ταφή του. Ενα μέρος της ιστορίας έχει απόλυτη σχέση με το έργο που αναφέρετε. Ο Καστοριάδης θεωρούσε πως η Αντιγόνη του Σοφοκλή είναι η τραγωδία με το μεγαλύτερο βάθος από άποψη πολιτικής διάστασης: μια επίμονη προειδοποίηση εναντίον της Υβρεως.

● Είναι τελικά ίδιον των Ελλήνων αυτές οι... τραγωδίες;

Από τον Θουκυδίδη έχουμε μάθει ότι και πριν από 25 αιώνες ο ελληνισμός συνταρασσόταν από εμφύλιους σπαραγμούς με αμέτρητες συμφορές, που γίνονται και θα γίνονται πάντα, όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου. Οσο ο άνθρωπος δεν ελευθερώνεται από τα αρπακτικά του ένστικτα. Οι εμφύλιοι είχαν πάντα ως αφετηρία την αδηφαγία των προνομιούχων εναντίον των μη προνομιούχων. Δυστυχώς, από την αρχαιότητα, τις περισσότερες φορές επικρατούσαν οι διανοητικά κατώτεροι επειδή φοβόντουσαν τη δική τους ανεπάρκεια και την ικανότητα των αντιπάλων τους! Αυτό δεν συνέβη και στον τελευταίο μας Εμφύλιο; Πόσα λαμπερά μυαλά χάθηκαν στις φυλακές, στις εκτελέσεις και στις εξορίες...

● Το ντοκιμαντέρ βασίζεται σε μαρτυρίες ανθρώπων που γνώριζαν ή είχαν ακούσει για τον παπα-Νικόλαο Αποστολάκη. Προσπαθήσατε να βρείτε μαρτυρίες ανθρώπων από «την άλλη πλευρά»; 

Εβδομήντα χρόνια μετά, ευτυχώς, ζουν άνθρωποι που τον θυμούνται. Ναι, ασφαλώς επιδίωξα και συνάντησα επιζώντες από «την άλλη πλευρά», οι οποίοι όμως αρνήθηκαν να μιλήσουν. Αντιθέτως, από τη μεριά των «ηττημένων» υπήρχε προθυμία να συμβάλουν με τις μαρτυρίες τους στο χρονικό της φρίκης που κατέγραφα. Οι απόγονοι των «άλλων» υπάρχουν και δεν είναι τυχαίο ότι κάποιοι από αυτούς είναι τα πρωτοπαλίκαρα των χωριών που υποδέχονται «με μπαλοθιές» τους αρχηγούς ή τους βουλευτές που παραδοσιακά ψηφίζουν.

● Γιατί τόση σιωπή από κοινωνία, επίσημη ιστορία, κράτος κ.λπ. για παρόμοια ζητήματα, κυρίως όσον αφορά τον Εμφύλιο;

Ο Εμφύλιος παραμένει ένα θέμα-ταμπού για πολλούς, ιδίως στις τοπικές μικρές κοινωνίες όπου όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Ωστόσο δεν αποτελεί προκατάληψη για τις οικογένειες των κομμουνιστών που χάθηκαν, αυτοί δεν σιωπούν, αντιθέτως διψούν να τιμήσουν τη μνήμη των νεκρών τους με κάθε ευκαιρία. Εξάλλου ο μόνος πολιτικός χώρος που νοιάζεται και οργανώνει εκδηλώσεις ιστορικής μνήμης είναι το ΚΚΕ. Είδατε εδώ και δύο χρόνια με τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία κανένα κρατικό ενδιαφέρον ενάντια στη λήθη της ιστορίας; Εκτός κι αν θεωρήσουμε ως τέτοιο τα τριαντάφυλλα του πρωθυπουργού στην Καισαριανή. Ευτυχώς, η σύγχρονη ιστορία ξαναγράφεται, αφού σχετικές διδακτορικές διατριβές υπό την καθοδήγηση αληθινά δημοκρατικών καθηγητών εκπονούνται συνεχώς στα πανεπιστήμια.

● Υπάρχει ένα σημείο στην ταινία όπου ο ομιλητής μιλάει για τη σύγχυση που υπάρχει κυρίως στη Μεσόγειο για το τι είναι λεβέντης και τι μαφιόζος. Κάτι που συναντάμε και στην Κρήτη.

Λεβέντες είναι όσοι υπερασπίζονται την υπόθεση του δίκιου, αδιαφορώντας για το τίμημα. Είναι εκείνοι «όπου στην ζωή των ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες» αν και διαισθάνονται «πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος». Ο μέγας Καβάφης μας το δίδαξε. Αλλά ο καθηγητής του ΑΠΘ, Γιώργος Μαργαρίτης, ο οποίος στην ταινία θέτει το ιστορικό πλαίσιο του Εμφυλίου στην Κρήτη, είναι πιο αναλυτικός επ' αυτού.

● Γιατί πιστεύετε πως μισούσαν τόσο τον παπα-Νικόλαο Αποστολάκη; «Τέτοια βασανιστήρια δεν είχαν κάνει ούτε οι Βενετσιάνοι ούτε οι Τούρκοι ούτε οι ναζί» ακούγεται από έναν χωρικό στο φιλμ. 

Τον μισούσαν τόσο, δεν ήταν ένας τυχαίος άνθρωπος. Εκείνα τα πέτρινα χρόνια ο παπάς και ο δάσκαλος ήσαν συμπολίτες επιρροής. Ο λόγος τους μετρούσε κι αυτό τρόμαζε την ντόπια αντίδραση. Μεταξύ των ηρωίδων της Αντίστασης στα Χανιά έχουμε τη δασκάλα Βαγγελιώ Κλάδου, που εξέθεσαν το κομμένο κεφάλι της στη γέφυρα του Κλαδισού και υποχρέωναν τους μαθητές να περνούν και να τη φτύνουν. Η ποιήτρια Βικτωρία Θεοδώρου την υμνεί σ' ένα αριστουργηματικό ποίημά της.

● Μα και μετά τη βίαιη δολοφονία του, η οικογένεια πέρασε δύσκολα. Σαν την ιστορία της Μπερνάρντα Αλμπα του Λόρκα.

Το μίσος των φονιάδων επεκτάθηκε, με τη συνέργεια Εκκλησίας και Πολιτείας, στη χήρα και τα πέντε ορφανά της, αφού εκπροσωπούσαν τις ρίζες που άφησε να βλασταίνουν πίσω του ο ηρωικός παπάς. Οσο για το έργο του Λόρκα, ναι, κατανοώ την αναφορά σας, αλλά προσέξτε, ο εγκλεισμός των κοριτσιών της Ισπανίδας Μπερνάρντα Αλμπα οφείλεται στον αυταρχικό της χαρακτήρα (η μάνα ως σύμβολο του φασισμού επί Φράνκο), ενώ η Κρητικιά μάνα στο ντοκιμαντέρ κλείνει τα παιδιά στο σπίτι για να τα προστατεύσει, επειδή έξω από αυτό έχουν στήσει βάρδιες οι φασίστες μην τυχόν η χήρα περιθάλψει αντάρτες φίλους του άντρα της.

● Εχει -και κατά πόσο- αποδοθεί δικαιοσύνη για τέτοια εγκλήματα;

Καμία δικαιοσύνη απολύτως. Αμέσως μετά τον Εμφύλιο, οι πρώτοι που αναγνωρίστηκαν ως αντιστασιακοί ήταν οι συνεργάτες των Γερμανών. Δηλαδή οι διώκτες των αριστερών, των δημοκρατικών πατριωτών. Οι οποίοι -ως αμοιβή για την αντιστασιακή τους δράση- εκτελέστηκαν ή εκτοπίστηκαν. Αναφέρεται αυτό στα σχολικά βιβλία; Ισα ίσα, όπου να 'ναι θα μας πουν πως δημιουργήθηκε συνωστισμός στα βουνά και γι' αυτό οι αντάρτες κατέφυγαν στα ξερονήσια. Η αλήθεια αποσιωπήθηκε, διαστρεβλώθηκε σκόπιμα από αμερικανοθρεμμένους πανεπιστημιακούς, με αποτέλεσμα οι απελπισμένοι της κοινωνίας, μπολιασμένοι με άκριτο αντικομμουνισμό, να στρέφονται σήμερα προς τη Χρυσή Αυγή.

● Τι γίνονται σήμερα μαυραγορίτες, παρακρατικοί, συνεργάτες των Γερμανών;

Η πολιτική και οικονομική εξουσία που διέθεταν και διαθέτουν πάντα τα μεγάλα τζάκια δεν άφησε κανέναν τους δίχως ανταμοιβή. Εξάλλου, σ' αυτούς στηρίχτηκαν για να κραταιωθούν σόγια μικρά και μεγάλα - χιλιάδες είναι οι ψηφοφόροι αν τους μαζέψεις! Αρκετούς από αυτούς, βασιλόφρονες και βενιζελικούς, τους είδαμε σε όλες σχεδόν τις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις. Πολλοί απόγονοί τους, αγράμματοι ή απλώς βλάκες, βολεύτηκαν και βολεύονται ακόμα σε δημόσια πόστα από τοπικούς κομματάρχες. Τους είδαμε να μεταπηδούν με απίστευτη συνειδησιακή ευκολία από τη Ν.Δ. στο ΠΑΣΟΚ και κατόπιν στη σημερινή κυβέρνηση.

Η Ισμήνη Αποστολάκη, κόρη του δολοφονηθέντος αγωνιστή ιερέα

● Για τέλος, κάτι πιο προσωπικό: πώς μάθατε την ιστορία του παπα-Νικόλα Αποστολάκη και πώς νιώσατε όταν σας μιλούσε η κόρη του;

Οποτε περνούσα ως έφηβος με τον πατέρα μου από τον τόπο του μαρτυρίου, μου έλεγε: «Να, εδώ ήταν που γκρέμισαν οι Μάυδες τον παπά». Αργότερα, οι στίχοι του Μήτσου Κασόλα «Οι ήρωες σαπίζουν μες στη λησμονιά», με τη φωνή της Μαρίας Δημητριάδη, μ' έκαναν να ανατριχιάζω και μου έφερναν στον νου τον παπα-Νικόλα Αποστολάκη. Ηταν μια οφειλή, ένα χρέος στη μνήμη του, η πραγματοποίηση αυτού του ντοκιμαντέρ. Αναζήτησα την κυρία Ισμήνη Αποστολάκη (την κόρη του) αγχωμένος, γιατί δεν ήξερα εάν είχε διάθεση να ξαναζωντανέψει στον φακό αυτές τις μνήμες. Με εμπιστεύτηκε από την πρώτη στιγμή, αλλά μου ξεκαθάρισε ότι δεν θέλει να αναφέρει ονοματεπώνυμα. Το ζεστό αλλά αγέρωχο βλέμμα της δεν με άφησε να της φανερώσω τη συγκίνησή μου.

Το ντοκιμαντέρ θα προβληθεί στο πλαίσιο του 19ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, που ξεκίνησε μόλις χθες.
Προβολές: Τετάρτη 8/3/2017, 18.15, αίθουσα «Τώνια Μαρκετάκη» (Αποθήκη Δ, Λιμάνι). Πέμπτη 9/3/2017, 13.15, αίθουσα «Σταύρος Τορνές» (Αποθήκη 1, Λιμάνι).

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών