του Σωτήρη Δημητριάδη*
Στις 14 του Γενάρη μια ομάδα ακροδεξιών αποσπάστηκε από το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης για το Μακεδονικό και έβαλε φωτιά στο δίπατο νεοκλασικό στη γωνία Στρατού και Σαρανταπόρου. Τελευταία ιδιοκτήτρια του εντυπωσιακού, παρά την εγκατάλειψη μισού και πλέον αιώνα, κτιρίου ήταν η μουσουλμάνα Θεσσαλονικιά Ναζιφέ Χανούμ.
Η Ναζιφέ γεννήθηκε το 1873 σε μια μικτή οθωμανική οικογένεια (η μητέρα της Χαβά Χανούμ ήταν σαλονικιά Εβραία και μεταστράφηκε στο Ισλάμ με το γάμο της), όταν η Θεσσαλονίκη διατηρούσε ακόμα τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της και το ρόλο ενός από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Μεσογείου. Το 1906 ο δεύτερος σύζυγός της τής έχτισε ένα σπίτι στην ανερχόμενη συνοικία των Εξοχών, στο εκλεκτικό στυλ που ήταν η μόδα της εποχής. Σε εκείνο το σπίτι, η Ναζιφέ είδε από κοντά τα δραματικά γεγονότα του πρώτου μισού 20ου αιώνα, από την επανάσταση των Νεότουρκων ως τους Βαλκανικούς, και από την πυρκαγιά του 1917 ως την ανταλλαγή των πληθυσμών, που σημάδεψαν την ιστορία της Θεσσαλονίκης και της ευρύτερης περιοχής της.
Αν και μουσουλμάνα, η Ναζιφέ εξαιρέθηκε από την ανταλλαγή χάρη στη σερβική της υπηκοότητα, και συνέχισε να ζει στο σπίτι της, το οποίο σταδιακά ενσωματώθηκε στο πολεοδομικό συγκρότημα. Για να καλύπτει τις προσωπικές της ανάγκες, χώρισε το σπίτι σε δωμάτια, τα οποία νοίκιαζε σε οικογένειες προσφύγων από τη Μικρασία και εβραίων πυρόπληκτων του ’17. Μετά το θάνατό της το 1941, το σπίτι πέρασε στην κυριότητα του ελληνικού δημοσίου ελλείψει νομίμων απογόνων. Δύο χρόνια αργότερα, τα κατοχικά στρατεύματα έστειλαν τους εβραίους ενοίκους της, τους συγγενείς της από την πλευρά της μητέρας της, μαζί με τους υπόλοιπους εβραίους κατοίκους της πόλης, σύνολο 45.000 άτομα, στα στρατόπεδα του θανάτου. Το κτίριο σταδιακά εγκαταλείφθηκε, επέζησε του σεισμού του ’78, κρίθηκε διατηρητέο, αλλά δεν αναστηλώθηκε. Πριν κάποια χρόνια, η αναρχική συλλογικότητα της Libertatia έστησε στο χώρο μια κατάληψη και προχώρησε σε κάποιες βασικές εργασίες συντήρησης.
Η αποσιώπηση της ιστορίας
Στόχος του εμπρησμού ήταν βέβαια η κατάληψη και όχι η ιστορία του κτιρίου, η οποία θα τους ήταν μάλλον ξένη. Το ιστορικό φαντασιακό του εθνικισμού είναι επιλεκτικό και ο ελληνικός εθνικισμός δεν αποτελεί εξαίρεση. Αρχίζει στο Μεγαλέξανδρο, σταματάει για λίγο στο Βυζάντιο και κάνοντας ένα άλμα πέντε αιώνων καταλήγει στις εθνικές εποποιίες του 20ου αιώνα με τελευταία το «νέο Μακεδονικό Αγώνα» του 1992. Ό,τι δε χωράει στην ως άνω αφήγηση -οι Εβραίοι που αποτελούσαν την πλειονότητα των κατοίκων της Θεσσαλονίκης επί τέσσερις αιώνες, η οθωμανική αυτοκρατορική κληρονομιά, οι συμπαγείς μουσουλμανικοί και σλαβόφωνοι πληθυσμοί στη μακεδονική ενδοχώρα, η πείσμονα πολιτισμική και γλωσσική πολυμορφία της περιοχής μέχρι και το Β΄ Παγκόσμιο- αποσιωπώνται. Μια τέτοια αφήγηση επικάθεται σε πολύ συγκεκριμένες διεργασίες, που σφράγισαν τη μεταπολεμική περίοδο, ειδικά στη βόρεια Ελλάδα. Μετά τον εμφύλιο, η εθνικοφροσύνη επέτρεψε την προνομιακή σχέση των φορέων της με το κράτος, και κάλυψε ιδεολογικά μια πρωταρχική συσσώρευση που βασίστηκε στην οικειοποίηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας των δολοφονηθέντων εβραίων και, αργότερα, των πολιτικών εξορίστων και προσφύγων του Εμφυλίου. Το κεφάλαιο αυτό επενδύθηκε κατά κύριο λόγο στην οικοδομή, τροφοδοτώντας την αστική ανάπτυξη του ’50 και ’60, και διαγράφοντας τα ίχνη του οθωμανικού παρελθόντος από τον αστικό ιστό της Θεσσαλονίκης και των υπόλοιπων πόλεων της ελληνικής Μακεδονίας. Τα τελευταία 15 περίπου χρόνια, πολλοί από εμάς είχαμε πιστέψει ότι η Θεσσαλονίκη τουλάχιστον είχε επιλέξει μια διαφορετική σχέση με το παρελθόν της. Ο αγώνας κάποιων λίγων αρχιτεκτόνων και υπαλλήλων της αρχαιολογικής υπηρεσίας για τη διάσωση της αστικής κληρονομιάς της πόλης, συμπληρώθηκε από το έργο μιας νέας γενιάς ιστορικών, που αποκάλυψαν τον ιστορικό πλούτο της οθωμανικής περιόδου. Η έκδοση της «Πόλης των Φαντασμάτων» του Μαρκ Μαζάουερ το 2004 (μεταφράστηκε στα ελληνικά δυο χρόνια αργότερα) βοήθησε ώστε αυτή η γνώση να φύγει από το στενό κύκλο των ειδικών και να διαχυθεί στο ευρύ κοινό της Θεσσαλονίκης. Το βιβλίο προκάλεσε μεγάλη αίσθηση, ακριβώς επειδή η εικόνα που σκιαγραφούσε για την πόλη, ειδικά για το γύρισμα του 20ου αιώνα, ήταν σαφώς κολακευτική σε σχέση με το παρόν της: από κοσμοπολίτικο λιμάνι στην πρώτη γραμμή του οθωμανικού εκσυγχρονισμού και κέντρο του διακομετακομιστικού εμπορίου μιας αυτοκρατορίας, η σύγχρονη Θεσσαλονίκη είχε μετατραπεί σε «φραπεδούπολη», με την οικονομία της κατεστραμμένη από την αποβιομηχάνιση, έρμαιο μιας διεφθαρμένης κλίκας νεόκοπων μακεδονομάχων πολιτικών.
Προσπάθειες αποκατάστασης
Το «φαινόμενο Μαζάουερ» ανέλαβε να εκπροσωπήσει στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης ο Γιάννης Μπουτάρης, που εκλέχτηκε δήμαρχος το 2010. Η προοπτική που πρόσφερε στην πόλη ήταν απλή: μια εκ νέου σχέση της Θεσσαλονίκης με το σύνολο της ιστορίας της, μια οικειοποίηση του οθωμανικού και πολυπολιτισμικού παρελθόντος, μια ειλικρινής συζήτηση για το πώς αυτό το παρελθόν αποσιωπήθηκε και εξαλείφθηκε (και μια εξίσου ειλικρινής ανάληψη ευθυνών για το ρόλο της πόλης και των αρχών της στη μαζική δολοφονία των εβραίων πολιτών της) αποτελούν πρώτα και κύρια ηθική ευθύνη του δήμου και των πολιτών. Ταυτόχρονα, είναι και μέσο για να βρει η Θεσσαλονίκη τη θέση της στο χάρτη των σύγχρονων ευρωπαϊκών πόλεων. Η αναζωογόνηση των ιστορικών και συμβολικών δεσμών της πόλης με τους υπόλοιπους μετόχους του οθωμανικού παρελθόντος, από τα Βαλκάνια μέχρι την Τουρκία και το Ισραήλ, θα προσέφερε το απαραίτητο συμβολικό κεφάλαιο, ώστε η πόλη να μπορεί να προσελκύει επενδυτές και επισκέπτες, δίνοντας νέες προοπτικές για την οικονομία της. Η θετική δημοσιότητα που προσέλκυσαν τα ανοίγματα της δημοτικής αρχής, η αύξηση του τουρισμού και ο νέος λόγος περί της τοπικής ιστορίας είχαν αποτελέσματα.
Τα όρια του νέου μοντέλου ήταν ορατά από την αρχή. Η πόλη βρήκε ευκολότερη τη συνάντηση με το κοσμοπολίτικο παρελθόν των Εβραίων και των Μουσουλμάνων από ό,τι την αποδοχή του σύγχρονου κοσμοπολιτισμού της μετανάστευσης και της προσφυγιάς. Η μετονομασία της πλατείας Καραϊσκάκη σε Δυρραχίου, στα πλαίσια της σύσφιξης των σχέσεων με την αδελφή αλβανική πόλη, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από ακροδεξιά στοιχεία, τα ίδια στοιχεία που κινητοποιήθηκαν ενάντια στη μεταστέγαση των σύριων προσφύγων και τη φοίτηση των παιδιών τους στα δημόσια σχολεία. Η προοπτική για τη λύση βάσει συμβιβασμού του μακεδονικού έδωσε ένα βήμα για την εκ νέου έκφραση του εθνικιστικού λόγου, οργανωμένα και μαζικά, στο συλλαλητήριο της 14ης Ιανουαρίου.
Η πυρκαγιά που προκλήθηκε στο σπίτι της Ναζιφέ Χανούμ κατέστρεψε την ξύλινη και περίτεχνα διακοσμημένη οροφή, αλλά ευτυχώς δε φαίνεται να προκάλεσε σημαντικές ζημιές στους εξωτερικούς τοίχους. Το κτίριο μπορεί (και επείγει) να αναστηλωθεί. Μέχρι τη στιγμή της ανακαίνισής του, ας είναι μια υπενθύμιση για την ανάγκη της οικοδόμησης ενός διαφορετικού παρελθόντος για ένα καλύτερο μέλλον για τη Θεσσαλονίκη.
* Ο Σωτήρης Δημητριάδης είναι καθηγητής Τουρκολογίας.
Πηγή: Εποχή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου