Κάθε χρόνο ενθουσιάζομαι με την ποικιλία των animation που προβάλλονται στις σκοτεινές αίθουσες, για τα οποία έχω παρατηρήσει πως σπανίως απογοητεύομαι τόσο με τις δικές μου επιλογές όσο και με τις προτάσεις των φίλων μου, μ' αποτέλεσμα κάθε χρόνο να υπάρχει τουλάχιστον ένα animation στην ετήσια λίστα των δέκα αγαπημένων μου ταινιών. Μάλιστα σε δυο διαδοχικές χρονιές, το 2007 και 2008, την πρώτη θέση την κατέλαβαν δυο αξεπέραστα αριστουργηματικά animation, το συγκινητικό "Persepolis" της Μαρζάν Σατραπί και το συνταρακτικό "Βαλς με τον Μπασίρ" του Άρι Φολμαν. Πολύ πιθανόν στην κορυφή και της φετινής ετήσιας κινηματογραφικής μου δεκάδας να φιγουράρει ένα ακόμη συγκλονιστικό αυτοβιογραφικό αριστούργημα, το "Flee" (ή Flugt στα δανέζικα) του Δανού σκηνοθέτη Τζόνας Πόερ Ράσμουσεν (Jonas Poher Rasmussen).
Το "Flee" είναι ένα ιδιαίτερο animation καθώς αποτελείται από μια ποικιλία σχεδίων τα οποία δένουν απόλυτα με βίντεο ντοκουμέντα, ντύνοντας μ' αυτόν τον τρόπο τις εξιστορήσεις του Αμίν Ναγουαμπί, ενός Αφγανού πρόσφυγα που είναι φίλος του σκηνοθέτη. Ο Αμίν αναγκάστηκε από παιδί να διαφύγει μαζί με την οικογένειά του από το Αφγανιστάν λίγο πριν την επικράτηση των Ταλιμπάν στα τέλη της δεκαετίας του '80, έγινε μάρτυρας των πρώτων ημερών της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης ζώντας μια απάνθρωπα αγχώδη παραμονή στην παρηκμασμένη Μόσχα και στάθηκε "τυχερός" μετά από μια εφιαλτική απόπειρα να περάσει μέσω θαλάσσης στην Δύση. Τελικά καταφέρνει να βρεθεί μόνος του στην Δανία. Μέσα σε ένα τραίνο γνώρισε τον Δανό σκηνοθέτη.
Ο Ράσμουσεν καταφέρνει να κερδίζει την εμπιστοσύνη του φίλου του και κρατώντας την ανωνυμία του, τον βοηθάει να ανοιχτεί και να περιγράψει όλα όσα βίωσε τις δυο ταραχώδεις δεκαετίες της ζωής του. Κι όπως φαίνεται μέσα από τις συζητήσεις, οι αναμνήσεις του πρωταγωνιστή έχουν παραμείνει ζωντανές γεμάτες λεπτομέρειες, οι οποίες μεταφέρονται τόσο όμορφα μέσα από την οθόνη, φτάνοντας στο τέλος να θεωρούμε πως δεν παρακολουθήσαμε μια αφήγηση ιστοριών αλλά την περιγραφή της βίαιης ενηλικίωσης του πρωταγωνιστή.
Η ιστορία ξεκινάει με μια απλή ερώτηση η οποία μπορεί να εκπλήξει με τις απαντήσεις που ενδέχεται να δώσει, όπως συνέβη και στην ταινία με την απάντηση που δίνει ο πρωταγωνιστής. "Τι θεωρείς σπίτι;" τον ρωτάει ο σκηνοθέτης κι ο Αμίν του απαντά πως για εκείνον σπίτι είναι το μέρος όπου δε χρειάζεται να τρέξει. Το μέρος όπου μπορεί να παραμείνει και να γαληνέψει. Τα λόγια του είναι τόσο καθαρά, γαλήνια και ζεστά, που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με όλα αυτά που παρακολουθούμε στα πρώτα πλάνα της ταινίας. Έντρομους ανθρώπους να τρέχουν για να γλιτώσουν από κάποιον βομβαρδισμό και για να ξεφύγουν από τα κτίρια που γκρεμίζονται γύρω τους. Κάτι λοιπόν που για μας τους δυτικούς είναι δεδομένο, για τον Αμίν αλλά και για τον κάθε πρόσφυγα είναι μια πολυτέλεια. Ένα όνειρο που πολλές φορές παραμένει απατηλό.
Οι εξιστορήσεις ξεκινούν από τα παιδικά χρόνια του Αμίν στο Αφγανιστάν. Παντού κυριαρχούν τα έντονα χρώματα, η ξεγνοιασιά αλλά κι οι μουσικές επιτυχίες της δεκαετίας του '80 που ακούει ο Αμίν στο walkman του καθώς τρέχει ανέμελος στους δρόμους της Καμπούλ. Νιώθει τυχερός και γεμάτος που βρίσκεται σε μια δεμένη οικογένεια παρόλο που έχει αρχίσει να προβληματίζεται για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, τον οποίον δεν μπορεί ακόμα να προσδιορίσει και να διαχειριστεί. Όμως, η όμορφη καθημερινότητά του θα τερματιστεί βίαια με την επικράτηση των Ταλιμπάν, έχοντας φυσικά τη στήριξη των Αμερικανών.
Οι Ταλιμπάν καταλύουν το προηγούμενο σοβιετικό καθεστώς κι εγκαθιδρύουν το σκοταδιστικό τους κράτος, το οποίο έγινε ευρέως γνωστό μετά την 11η Σεπτέμβρη του 2001. Ο Αμίν καταφέρνει τελευταία στιγμή να ξεφύγει μαζί με την οικογένειά του από την Καμπούλ, εκτός από τον πατέρα του τον οποίον τον έχουν ήδη συλλάβει. Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο της ζωής του κρατάω τρία στοιχεία που με συγκλόνισαν. Πρώτα απ' όλα δε φαίνεται πουθενά ξεκάθαρα η φυσιογνωμία του πατέρα, φανερώνοντας την αδυναμία του πρωταγωνιστή να τον φέρει στη θύμησή του καθώς ήταν πολύ μικρός όταν τον συνέλαβαν. Η μορφή του πατέρα ξεχωρίζει μόνο σε κάποιες κορνιζαρισμένες φωτογραφίες που βρίσκονται διάσπαρτα στο σπίτι, θυμίζοντάς μου αρκετά τους στίχους του Another Brick in the Wall Part.1 των Pink Floyd: "Daddy's flown across the ocean / Leaving just a memory / A snap shot in the family album / Daddy what else did you leave for me?". Το δεύτερο στοιχείο που με συγκλόνισε είναι η λυρική σκηνή που δείχνει τα μαλλιά της μάνας να ασπρίζουν απότομα αμέσως μετά τη σύλληψη του άντρα της παρόλο που εκείνος αποδέχεται στωικά την προδιαγεγραμμένη του μοίρα. Η τρίτη σκηνή είναι εκείνη της φυγής. Το κάδρο της ταινίας επικεντρώνεται στο παράθυρο του αεροπλάνου τη στιγμή που εκείνο απογειώνεται, πλημμυρίζοντας ακόμη και μένα με τη σωτήρια αίσθηση της διαφυγής. Το αεροπλάνο ίπταται αφήνοντας πίσω μια γραμμή. Ένα πλάνο που με ανάγκασε για μια μόνο στιγμή να φανταστώ τον εαυτό μου ριζωμένο στο έδαφος κι εγκλωβισμένο στην Καμπούλ, παρακολουθώντας γεμάτος απόγνωση τη φυγή των υπολοίπων. Εικόνες στις οποίες γίναμε για μια ακόμη φορά τηλεοπτικοί μάρτυρες πρόσφατα με τα τρομακτικά πλάνα από το αεροδρόμιο της Καμπούλ μετά τη δεύτερη επικράτηση των Ταλιμπάν σ' αυτήν την τόσο τραυματισμένη χώρα.
Ακολουθεί το δεύτερο κεφάλαιο της ζωής του, το οποίο είναι ο εγκλωβισμός του στη Μόσχα, τις μέρες που η Ρωσία βίωνε τη χειρότερη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της. Στους δρόμους επικρατούσε η μιζέρια της απόλυτης φτώχιας κι η διεφθαρμένη αστυνομία έκανε τη ζωή των προσφύγων ακόμη πιο δύσκολη. Ζώντας σε ένα δυσβάσταχτο περιβάλλον και μια στασιμότητα που επιφέρει ο εγκλεισμός σε ένα άδειο από μνήμες κι όνειρα διαμέρισμα, τα μέλη της οικογένειας του Αμίν προσπαθούν να βρουν έναν τρόπο να διαφύγουν στη Σουηδία όπου βρίσκεται ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας. Στις εξομολογήσεις του ο Αμίν για τις προσπάθειές τους αυτές και τα εμπόδια που συναντούσανε, δηλώνει με κάθε ειλικρίνεια πως δεν ήξερε ποιους σιχαίνεται περισσότερο, τους μπάτσους ή τους διακινητές.
Μέσα από τις προσπάθειες τους να περάσουν στην Σουηδία, παρακολουθούμε με ωμό και σε αρκετά σημεία συνταρακτικό ρεαλισμό το δράμα των προσφύγων. Ο ασφυκτικός εγκλεισμός σε κοντέινερ, το επικίνδυνο πέρασμα μέσα από χιονισμένα δάση κι η αντιμετώπιση των απειλητικών κυμάτων σε σαπιοκάραβα εν μέσω καταιγίδας, αποτελούν σκηνές τόσο μακρινές αλλά και τόσο τωρινές.
"Η μητέρα μου ήταν παγωμένη από το φόβο, βλέποντας τα κύματα να καλύπτουν το πλοίο καθώς ο μεγαλύτερος εφιάλτης της ήταν μη πεθαίνει από πνιγμό", αναφέρει ο Αμίν στις εξιστορήσεις του.
"Εσένα τι σε τρόμαξε περισσότερο;" τον ρωτάει ο φίλος του.
"Αν συμβεί κάτι κακό ποιον θα σώσω; Την μητέρα μου ή τον αδελφό μου" δηλώνει για μια ακόμη φορά γεμάτος ειλικρίνεια ο Αμίν καθώς η οθόνη γεμίζει με πτώματα που βυθίζονται αργά προς τον πυθμένα της σκοτεινής θάλασσας με εξαίρεση το σώμα του πρωταγωνιστή που προσπαθεί με απεγνωσμένες προσπάθειες να βγει στην φουρτουνιασμένη επιφάνεια.
Οι προσπάθειες της οικογένειας του Αμίν να περάσει στην Δύση, ήταν για μένα ένας συνεχής ψυχολογικός κλυδωνισμός. Υπήρξαν αρκετές στιγμές που μου κόπηκε η ανάσα κι ανέβηκαν στα ύψη οι παλμοί της καρδιάς. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν κι οι έντονες γραμμές των σχεδίων που με παρέσερναν στη δίνη των φορτισμένων συναισθημάτων και των ψυχολογικών σκαμπανεβασμάτων του ίδιου του πρωταγωνιστή. Εισχώρησα τόσο πολύ στα βιώματα του που έφτασα στο σημείο να αισθανθώ την ίδια ντροπή που ένιωσε κι εκείνος όταν το ακυβέρνητο σκάφος που τους μετέφερε στη Σουηδία συναντήθηκε μεσοπέλαγα με ένα σκανδιναβικό κρουαζιερόπλοιο κι η άθλια κατάστασή τους έγινε θέαμα για τους αδιάφορους ταξιδιώτες. Σ' αυτήν την εκπληκτική σκηνή ένιωσα διπλή ντροπή. Ντροπή συμπάσχοντας με την άθλια κατάσταση του πρωταγωνιστή και των συνεπιβατών του αλλά και ντροπή ως ελεύθερος "δυτικός" πολίτης που με τα χρόνια έχω μετατραπεί σε άβουλο κι απαθή θεατή στο συνεχιζόμενο προσφυγικό δράμα.
Επίσης, ένας ακόμη παράγοντας που έκανε πιο έντονες τις σκηνές των εξιστορήσεων του πρωταγωνιστή, είναι η διαχρονικότητα αυτών των γεγονότων κι η εφιαλτική επανάληψή τους με το σημερινό προσφυγικό δράμα τόσο στα νερά του Αιγαίου όσο και στις νησίδες του Έβρου.
Και φτάνουμε στο τρίτο και τελευταίο πια μέρος των εξιστορήσεων του Αμίν, όπου περιγράφει τον τρόπο που κατάφερε να φτάσει στην Δανία μέσω Κωνσταντινούπολης, αναγκαζόμενος να σβήσει κάθε στοιχείο της αληθινής του ταυτότητας και να δηλώσει πως όλα τα μέλη της οικογένειάς του είναι νεκρά. Για να κάνει το επόμενο βήμα αναγκάστηκε να διαγράψει καθετί δικό του. Ίσως γι' αυτό το λόγο δυσκολεύτηκε να ανοιχτεί στις διακριτικές ερωτήσεις του Ράσμουσεν κι επιθύμησε να διατηρήσει την ανωνυμία του.
Ο Αμίν αναγκάστηκε να διαφύγει μόνος του, αφήνοντας πίσω την μητέρα του και τον αδελφό του. Η προτεραιότητα που του δόθηκε, ήταν θυσία για τους άλλους δυο που έμειναν πίσω στην Μόσχα να περιμένουν τη σειρά τους. Ο πρωταγωνιστής ένιωσε μεγάλη υποχρέωση για την απόφαση αυτή, γεγονός που τον ώθησε να κάνει τα πάντα για να πετύχει και να γίνει ένας ενεργός κι αξιόλογος πολίτης στη νέα του πατρίδα, φτάνοντας σε επίπεδα μεταδιδακτορικών σπουδών. Θεωρούσε πως η ακαδημαϊκή του καριέρα είναι το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για να τιμήσει τις θυσίες των ανθρώπων του. Όμως όλα αυτά τα γεγονότα που έζησε και σημάδεψαν την ψυχή του, τον έκαναν να χάσει την εμπιστοσύνη του στους ανθρώπους και τον κράτησαν απόμακρο από όλους όσοι επιθυμούσαν να σταθούν δίπλα του.
Η εξιστόρηση όλων αυτών των γεγονότων κι ο φόβος του πρωταγωνιστή για τυχόν αποκαλύψεις, φανερώνει ένα ακόμη σιωπηρό μαρτύριο του Αμίν, στο να κουβαλάει όλα αυτά τα χρόνια ένα επίπονο μυστικό τόσο για την πραγματική του ταυτότητα όσο και για την τύχη της οικογένειά του. Για να παραμείνει ασφαλής, είναι υποχρεωμένος να κρατήσει κρυφά αρκετά στοιχεία της ζωής του ακόμη και στον σύντροφό του. Ακόμη και στην εξιστόρηση των γεγονότων προς τον σκηνοθέτη. Οπότε η επιλογή του animation ίσως βοήθησε στο ξεκλείδωμα του και διαφύλαξε την ανωνυμία του.
Σκηνοθετικά, η ταινία είναι ένα πρωτοποριακό animation όπου παντρεύονται τα σχέδια με τα βίντεο ντοκουμέντα τα οποία δίνουν ένα ιστορικό πλαίσιο στα γεγονότα που περιγράφει ο πρωταγωνιστής μέσα από τις εξιστορήσεις του. Στην ουσία είναι ένα πετυχημένο πάντρεμα τεχνών που επικεντρώνεται κυρίως στον άνθρωπο, στις διαχρονικές του τραγωδίες και στους καθημερινούς του προβληματισμούς. Ωστόσο, υπάρχει μια τρυφερή ευαισθησία που υπογραμμίζει την ταινία, αποτρέποντάς την να καταλήξει στην περιγραφή μιας απόλυτης τραγωδίας. Σημαντικό ρόλο σ' αυτό παίζουν οι φωνές των δυο προσώπων που συμμετέχουν στην εξιστόρηση, οι οποίες είναι αρκετά ζεστές δημιουργώντας ένα κλίμα οικειότητας με τους θεατές. Ίσως αυτός να είναι ένας επιπλέον λόγος που μας κάνει να βιώσουμε τόσο έντονα τα γεγονότα που παρουσιάζονται στην οθόνη. Επίσης πάνω σ' αυτόν τον διάλογο γίνεται εμφανής η γαλήνευση της φωνής του Αμίν καθώς σταδιακά απαλλάσσεται από το χρόνιο βάρος που κουβαλά τόσα χρόνια μέσα του, καθώς ανοίγεται και μοιράζεται την ιστορία του με κάποιον άλλον.
Η σπουδαιότητα της συγκεκριμένης ταινίας φάνηκε τόσο στις βραβεύσεις που έλαβε όσο και στις υποψηφιότητες βραβείων. Είναι αξιοσημείωτο πως για πρώτη φορά στην ιστορία των Oscars μια ταινία ήταν υποψήφια στις κατηγορίες Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων, Καλύτερου Ντοκιμαντέρ και Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Επίσης ήταν υποψήφια στα βραβεία BAFTA και στις Χρυσές Σφαίρες στην κατηγορία της Καλύτερης Ταινίας Κινούμενων Σχεδίων.
Το "Flee" είναι ένα αριστούργημα που συνταράσσει συθέμελα τον θεατή χωρίς να επιστρατεύει επίπλαστους συναισθηματισμούς, παρά ακολουθεί τη χαμηλόφωνα ειπωμένη μα ασιγαστα ηχηρή ιστορία του Αμιν, αλλά κι όλων των ανθρώπων σαν αυτόν που εξαναγκάζονται στη φυγή κατατρεγμένοι από πολέμους και πάσης φύσεως δυσχέρειες. Εκείνων που επειτα εγκλωβίζονται όχι μόνο ανάμεσα σε αποπνικτικές καρότσες φορτηγών και σε ετοιμόρροπα αμπάρια πλοίων στο έλεος της θάλασσας, αλλά κυρίως στα ορθωμενα κύματα της αδιαφορίας και της εκμετάλλευσης των ανθρώπων. Αυτό το κινηματογραφικό διαμαντάκι λοιπόν υπάρχει όπως έλεγε κι ο σπουδαίος ανθρωπιστής φωτογράφος Γιάννης Μπεχράκης "για να μην μπορεί να πει κανείς πως δεν ήξερε".
Βαθμολογία: 9/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου