Πάνε σχεδόν δέκα χρόνια από εκείνη τη βραδιά που είχα εξέλθει μουδιασμένος από τη σκοτεινή αίθουσα έχοντας παρακολουθήσει ένα απρόσμενο αριστούργημα, το οποίο εξακολουθεί να με στοιχειώνει μέχρι σήμερα. Αναφέρομαι στο "Shame", το συνταρακτικό κινηματογραφικό διαμάντι του Στιβ Μακουίν, στο οποίο ο δημιουργός καταφέρνει να εισχωρήσει τόσο στη σιωπηλή μοναξιά που επιφέρουν οι ανεξέλεγκτοι ρυθμοί της σύγχρονης ζωής όσο και στην αναπόφευκτη διέξοδο του πρωταγωνιστή σε κάθε μορφή αχαλίνωτου σεξ. Δέκα χρόνια μετά την κυκλοφορία της συγκεκριμένης ταινίας, έρχεται ο Γάλλος σκηνοθέτης Ζακ Οντιάρ να καταπιάνεται με το ίδιο ακριβώς θέμα παρουσιάζοντάς το σε μια νέα μορφή, καθώς οι γρήγορες εξελίξεις μεταβάλλουν συνεχώς τις ανάγκες των ανθρώπων και την εικόνα της εκάστοτε κοινωνίας. Μετά το πέρας της προβολής, θεωρώ πως κι εκείνος κατάφερε με τη σειρά του να μας προσφέρει ένα αξιόλογο και μοναδικό στο είδος του έργο.
Η ταινία μας μεταφέρει σε ένα από τα απρόσωπα και γκρίζα περιφερειακά διαμερίσματα του Παρισιού, τα ονομαζόμενα από τους Γάλλους "Olympiades", τα οποία αποτελούνται από μεγάλες εργατικές κατοικίες που εκτείνονται περιμετρικά του λαμπερού ιστορικού κέντρου της γαλλικής πρωτεύουσας. Σ' αυτές τις περιοχές συνυπάρχουν άνθρωποι διαφόρων εθνών και φυλών, οι οποίοι προσπαθούν σε καθημερινή βάση να αντιμετωπίσουν τους γρήγορους ρυθμούς που επιβάλει ο σύγχρονος τρόπος ζωής και να καλύψουν τις επαγγελματικές τους απαιτήσεις θυσιάζοντας αρκετά πράγματα τόσο δικά τους όσο και των ανθρώπων τους.
Για την ιστορία, ο σκηνοθέτης επιλέγει τέσσερα πρωταγωνιστικά πρόσωπα, τα οποία "εκπροσωπούν" μια διαφορετική ευάλωτη κοινωνική ομάδα. Οι συγκεκριμένοι πρωταγωνιστές κουβαλούν τα δικά τους παρελθοντικά βαρίδια, προσπαθώντας ο καθένας με τον τρόπο του να πατήσει γερά στα πόδια του για να μπορέσει να ατενίσει με κάποια ελπίδα το αβέβαιο μέλλον του. Οι δρόμοι που ακολουθούν θα τους φέρουν κοντά, γεγονός που θα τους οδηγήσει σε υπόγειες συγκρούσεις επικράτησης, γεγονός που τους αναγκάζει να εξωτερικεύσουν μέσω της συμπεριφοράς τους τα συμπλέγματα του παρελθόντος τους. Όμως μέσα απ' αυτήν την καθημερινή τριβή των ανθρωπίνων σχέσεων, οι πρωταγωνιστές έρχονται αντιμέτωποι με τις φοβίες και τις αδυναμίες που κουβαλούν μέσα τους.
Μ' αυτόν τον τρόπο χτίζεται και το μωσαϊκό της συγκεκριμένης ταινίας, πατώντας στη διαφορετική ζωή και την ξεχωριστή προσωπικότητα του καθενός.
Πρώτο πρόσωπο που μας παρουσιάζεται στην ταινία είναι η Έμιλι, η οποία ζει στο διαμέρισμα της γιαγιάς της (καθώς εκείνη βρίσκεται με άνοια στο γηροκομείο) και αναζητεί συγκάτοικο για να μπορέσει να καλύψει τα έξοδα του σπιτιού και των καθημερινών της αναγκών. Η Έμιλι αντιπροσωπεύει τόσο την κοινωνική ομάδα των Ασιατών που έρχονται στην Δύση για έναν ποιοτικότερο τρόπο ζωής όσο και τη νέα γενιά που έχει πέσει θύμα της χρόνιας οικονομικής κρίσης και του ακριβού κόστους ζωής που υφίσταται στις μεγάλες πόλεις.
Με την απόφασή της αυτή, η Έμιλι γνωρίζει τον Καμίλ, ο οποίος αναζητά ένα διαμέρισμα για να είναι κοντά στον εργασιακό του χώρο. Από τη μεριά του, ο Καμίλ εκπροσωπεί την κοινωνική ομάδα των μαύρων που ζουν υπό το ρατσιστικό βλέμμα των λευκών, γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν περαιτέρω προσπάθεια για να μπορέσουν να καθιερωθούν κάπου επαγγελματικά αλλά και προσωπικά.
Ο Καμίλ με τη σειρά του κυνηγάει μια ακαδημαϊκή καριέρα μέσα από τις απαιτητικές του σπουδές. Όπως ο ίδιος δηλώνει μέσα από συζητήσεις που κάνει με την Έμιλι, ζει σε καθημερινή βάση μες στο άγχος, κάτι που τον οδηγεί σε ξεσπάσματα πάνω στο σεξ για να αποβάλλει όλη την ένταση που συσσωρεύει εντός του. Η αποκάλυψή του αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια ειλικρινής προσωπική εκμυστήρευση ή ως ένα ύπουλο ερωτικό κάλεσμα προς την νέα του συγκάτοικο. Παρόλα αυτά, η δήλωσή του αυτή ξεκλειδώνει τους δυο νεαρούς, φέρνοντάς τους κοντά, δημιουργώντας μια ερωτική σχέση πιο ελεύθερη, χωρίς δεσμεύσεις και συναισθηματισμούς. Μια σχέση που να καλύπτει μόνο τις σωματικές τους ανάγκες. Μπορεί όμως αυτό να διατηρηθεί ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που ζουν στο ίδιο σπίτι; Κι αν ναι τότε πόσο δυσάρεστο μπορεί να γίνει ένα τρίτο πρόσωπο στην μεταξύ τους ερωτική ιστορία;
Έπειτα έχουμε την Νόρα, η οποία αποφασίζει να σπουδάσει στο Παρίσι ξεφεύγοντας από την γενέτειρά της, το Μπορντό. Στην προσπάθειά της να γίνει αρεστή κι αποδεκτή από τους μικρότερους ηλικιακά συμφοιτητές της, θα πέσει θύμα χλευασμού καθώς μοιάζει με μια διάσημη πορνοστάρ των social media. Το τοξικό κλίμα που της δημιουργούν οι συμφοιτητές της, την αναγκάζει να παρατήσει τις σπουδές και να αναζητήσει κάποια δουλειά καθώς επιθυμεί να ζήσει στο Παρίσι παρά στο Μπορντό, αφήνοντας την υπόνοια πως θέλει να αποδεσμευτεί από κάτι ή από κάποιον. Παράλληλα με την εύρεση κάποιας εργασίας, αναζητά την πορνοστάρ με την οποία την παρομοιάζουν κι αρχίζει να δένεται μαζί της, αποκτώντας μ' έναν ανορθόδοξο τρόπο μια νέα (ίσως και μοναδική) φίλη στην πόλη του φωτός.
Στην αναζήτησή της για δουλειά, η Νόρα πέφτει πάνω στον Καμίλ, ο οποίος έχει αφήσει στην άκρη την ακαδημαϊκή του καριέρα κι εργάζεται στο μεσιτικό γραφείο ενός φίλου του. Σ' αυτήν την φάση αποκαλύπτονται οι κρυφές πτυχές από τη ζωή του Καμίλ κι η ψυχρή στάση που διατηρεί με την οικογένειά του. Παράλληλα συναντάμε την Νόρα στην πιο εσωστρεφή της φάση καθώς δεν εμπιστεύεται κανέναν γύρω της μετά τα γεγονότα της σχολής. Όμως η ανάγκη της για επικοινωνία γίνεται ακόμη πιο εμφανής, φτάνοντας στο σημείο να πείσει την πορνοστάρ Άμπερ στο να της ανοιχτεί και να της αποκαλύψει τον πραγματικό της εαυτό, γεγονός που θα βοηθήσει και την ίδια την Νόρα να βρει τα δικά της πατήματά.
Παρακολουθώντας τις παραπάνω ιστορίες, διαπίστωσα πως ενώ διαφέρουν μεταξύ τους καθώς η καθεμία ξεκινά από μια διαφορετική αφετηρία, έχουν δυο κοινά στοιχεία που παίζουν σημαντικό ρόλο στον χαρακτήρα αλλά και στη συμπεριφορά των πρωταγωνιστών. Πρώτα απ' όλα είναι εμφανέστατο πως κι οι τέσσερις χαρακτήρες είναι αποτραβηγμένοι από τις οικογένειές τους, δείχνοντας πως γνωρίζουν καλά την πηγή των δυσάρεστων συμπλεγμάτων και των ενοχών που κουβαλούν μέσα τους. Επίσης κανείς τους δεν είναι ικανοποιημένος με το επάγγελμα που αναγκάστηκε να κάνει, φανερώνοντας τον εξαναγκασμό που έχει υποστεί ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας στην σημερινή εποχή πιεζόμενο από το συνεχή φόβο της ανεργίας.
Στο κομμάτι της οικογένειας, ο σκηνοθέτης έχει πετύχει αρκετά την προσέγγιση αρκετών ταμπού που κρύβονται διακριτικά πίσω από τους τέσσερις τοίχους των κατοικιών. Για παράδειγμα ο Καμίλ αποφεύγει την οικογένειά του θεωρώντας πως ο ίδιος έχει πετύχει σε αντίθεση με τους δικούς του. Όμως ο σνομπισμός του προς την οικογένειά του, τον καθιστά και συναισθηματικό νεκρό και προς τους υπόλοιπους ανθρώπους με τους συναναστρέφεται. Μόνο την Νόρα προσπαθεί να προσεγγίσει αλλιώς αλλά η προσπάθειά του συνθλίβεται στον αντικοινωνικό τοίχο που εκείνη έχει ορθώσει. Η συναισθηματική του ωρίμανση θα έρθει απότομα στην προσπάθειά του να πουλήσει το αναπηρικό καροτσάκι της πεθαμένης του μητέρας σε μια άλλη γυναίκα, σε μια σκηνή που θεωρώ πως είναι από τις πιο φορτισμένες της ταινίας.. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα προσπαθεί να προσεγγίσει ξανά την μικρή του αδελφή, η οποία αποζητά τη στήριξή του σε ένα δικό της εγχείρημα.
Επίσης πολύ συγκινητική είναι η ιστορία της Έμιλι με την γιαγιά της, με τη σχέση των δυο αυτών προσώπων να έχει φθαρεί εξαιτίας της άνοιας που έχει τσακίσει την μεγάλη γυναίκα. Βρήκα έξυπνο και συνάμα συνταρακτικό το πλάνο όπου η θολή μορφή της Έμιλι περιφέρεται στην αθέατη πλευρά του Παρισιού, μετά από μια επίσκεψή της στο γεροκομείο. Εξάλλου τι όψη μπορεί να έχει ένας άνθρωπος όταν οι ίδιες του οι ρίζες δεν τον αναγνωρίζουν;
Ένα άλλο στοιχείο που λάτρεψα στη συγκεκριμένη ταινία είναι η επιλογή του σκηνοθέτη να μιλήσει για τον έρωτα επιλέγοντας την πιο ερωτική πόλη της Ευρώπης, το Παρίσι. Όμως η ιστορία του δε διαδραματίζεται στις όμορφες γειτονιές της Μονμάρτρης και της πλατείας των Βοργίων, αλλά στα γκρίζα συγκροτήματα των εργατικών κατοικιών, προσθέτοντας μ' αυτόν τον τρόπο μια κυνική χροιά στις εξιστορήσεις του. Χρησιμοποιώντας όμως αυτό το ουδέτερο τοπίο, το οποίο απογειώνεται μέσα από την εξαιρετική φωτογραφική ματιά του Πολ Γκιλόμ, ο δημιουργός δίνει άπλετο χώρο στον σύγχρονο ερωτικό κόσμο των νέων, χωρίς να γίνεται επικριτικός τόσο για τους τρόπους επιλογής ερωτικών συντρόφων όσο και της συχνής εναλλαγής προσώπων. Αντιθέτως προσπαθεί μέσα από τους πρωταγωνιστές να αναζητήσει τα αίτια της νέας ξέφρενης ερωτικής επανάστασης. Από την μια απενεχοποιεί την σεξουαλική απελευθέρωση κι από την άλλη αναδεικνύει την ανάγκη των ανθρώπων για επικοινωνία, κατακρίνοντας παράλληλα τα εμπόδια που κρατούν τους ανθρώπους κλειδωμένους στους εαυτούς τους, τα οποία για εκείνον είναι ο εγωισμός κι ο ναρκισσισμός που επιφέρουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όλη αυτή η περιδίνηση ανάμεσα σε πρόσωπα και καταστάσεις, οδηγούν στο εξής συμπέρασμα: ο καθένας μπορεί να απελευθερωθεί από τα συμπλέγματά του και να ερωτευτεί άλλους ανθρώπους μόνο όταν καταφέρει να αγαπήσει πρώτα τον εαυτό του.
Θεωρώ πως το "Παρίσι, 13ο Διαμέρισμα" είναι μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Ίσως κι η καλύτερη μέχρι στιγμής. Σε κάθε πλάνο της ξεχειλίζει ο ερωτισμός ενώ το ασπρόμαυρο προσθέτει μια μυσταγωγική διαχρονικότητα στα πρόσωπα και στα σώματα των πρωταγωνιστών, κάνοντάς τα ακόμη πιο ελκυστικά. Επίσης οι ηλεκτρονική ήχοι του Rone προσθέτουν έναν έντονο μεθυστικό παλμό στη ροή των ιστοριών. Αυτό όμως που κάνει την ταινία ξεχωριστή, είναι που μιλάει με ειλικρίνεια για την σεξουαλικότητα, την αυτοδιάθεση του κάθε ανθρώπου και την τρέλα της νεότητας. Όσο για το φινάλε, το αφήνει με έξυπνο τρόπο ανοιχτό κι ελεύθερο, όπως οφείλει να είναι κι ο έρωτας σε κάθε μορφή έκφρασής του.
Βαθμολογία: 8/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου