Κυριακή 31 Μαΐου 2015

Το μάθημα της πολύπλοκης σκέψης



Συντάκτης: Θανάσης Γιαλκέτσης

Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο του 94χρονου σήμερα Γάλλου φιλοσόφου Εντγκάρ Μορέν «Enseigner à vivre. Manifeste pour changer l’ education» (Actes Sud/Play Bac, 2014).
Το ζήτημα της αλήθειας, που είναι το ζήτημα του λάθους, με βασάνιζε ιδιαίτερα ήδη από τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια. Εγώ δεν είχα κληρονομήσει μια κουλτούρα από την οικογένειά μου.
Επομένως για μένα οι αντιτιθέμενες ιδέες είχαν, καθεμιά τους, κάτι πειστικό. Χρειάζεται να μεταρρυθμίσουμε ή να αλλάξουμε επαναστατικά την κοινωνία; Η μεταρρύθμιση μου φαινόταν πιο ειρηνική και ανθρώπινη, αλλά ανεπαρκής, η επανάσταση ικανή για πιο ριζικές αλλαγές, αλλά επικίνδυνη.
Στις αρχές του πολέμου νόμιζα ότι ήμουν απόλυτα προστατευμένος απέναντι στη σαγήνη της Σοβιετικής Ενωσης, δηλαδή απέναντι στον σταλινικό κομμουνισμό.
Με αφετηρία όμως την αντεπίθεση που απελευθέρωσε τη Μόσχα και ταυτόχρονα την είσοδο στον πόλεμο της Ιαπωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών (τον Δεκέμβριο του 1941), που καθιστά παγκόσμια την πολεμική σύρραξη, συντελείται μια μεταστροφή στη σκέψη μου: η κληρονομημένη από τον τσαρισμό υπανάπτυξη και η καπιταλιστική περικύκλωση θα δικαιολογήσουν για μένα τις ελλείψεις και τα ελαττώματα της ΕΣΣΔ.
Όταν θα σπάσει η καπιταλιστική περικύκλωση, μετά τη νίκη των λαών, θα ανθήσει μια αληθινά κομμουνιστική κουλτούρα της αδελφοσύνης.
Αυτό που είχα μάθει από τον Τρότσκι, από τον Σουβαρίν και από τόσους άλλους απωθήθηκε τότε στα υπόγεια του μυαλού μου.
Μια απέραντη, σχεδόν συμπαντική ελπίδα έδιωχνε κάθε επιφύλαξη. Η απογοήτευση αρχίζει με την επιστροφή των πάγων στη Σοβιετική Ενωση.
Μια διαδοχή πελώριων και επονείδιστων ψευδών πλήττει το ηθικό μου, μέχρι εκείνο που υπήρξε για μένα το τελικό σοκ: τη δίκη του Ράικ στη Βουδαπέστη τον Σεπτέμβριο του 1949. Τέλος, υφίσταμαι μια αποπομπή από το Κομμουνιστικό Κόμμα, που κόβει τον ομφάλιο λώρο και με απελευθερώνει (1951).
Μερικά χρόνια αργότερα αφιερώνομαι σε μια αυτοκριτική εργασία, που δημοσιεύτηκε το 1959, για να κατανοήσω τις αιτίες και τους μηχανισμούς των λαθών μου, που οφείλονταν λιγότερο στην άγνοιά μου και περισσότερο στο δικό μου σύστημα ερμηνείας και δικαιολόγησης, με βάση το οποίο είχα απωθήσει ως δευτερεύοντα, προσωρινά και επιφανειακά τα ελαττώματα που συγκροτούσαν την ίδια τη φύση του σταλινικού συστήματος.
Νομίζω ότι απαλλάχθηκα για πάντα από τις μονόπλευρες σκέψεις, από τη δυαδική λογική που παραγνωρίζει τις αντιφάσεις και την πολυπλοκότητα. Ανακάλυψα τότε ότι το λάθος μπορεί να είναι γόνιμο υπό τον όρο να το αναγνωρίσουμε, να αποσαφηνίσουμε την προέλευσή του και την αιτία του, με σκοπό να αποκλείσουμε την επανάληψή του.
Η απελευθερωτική εργασία της αυτοκριτικής που πραγματοποίησα θέλησε να φτάσει ώς την πηγή. Κατανόησα ότι μια πηγή λαθών και αυταπατών είναι το να αποκρύπτουμε τα γεγονότα που μας ενοχλούν, να τα βγάζουμε από το μυαλό μας.
Κατανόησα μέχρι ποιο σημείο οι βεβαιότητές μας και οι πεποιθήσεις μας μπορούν να μας παραπλανούν, έμαθα να στοχάζομαι αναδρομικά για όλες τις τυφλώσεις που οδήγησαν τη Γαλλία στον πόλεμο του 1939 χωρίς προετοιμασία, για όλες τις εκτροπές και τις πλάνες που ακολούθησαν. Και καθώς σκέφτομαι την υπνοβατική πορεία ενός έθνους από το 1933 ώς το 1940 προς την καταστροφή, φοβάμαι τη νέα υπνοβασία που εμφανίστηκε με τη δική μας κρίση, η οποία δεν είναι μόνον οικονομική, δεν είναι μόνον κρίση πολιτισμού, αλλά είναι και κρίση της σκέψης.
Αναρωτιέμαι αν οι αγωνίες, τα σαστίσματα, οι απογοητεύσεις, που αυξάνονται στους καιρούς μας, παράγουν τις φοβίες και τις τυφλώσεις της απόρριψης και του μίσους.
Το πάθος μου για την «αληθινή» γνώση με οδήγησε να ανακαλύψω στα 1969-1970, χάρη σε μια διαμονή μου στην Καλιφόρνια, την προβληματική της πολυπλοκότητας.
Στην πραγματικότητα, η έννοια της πολυπλοκότητας αποσαφήνισε αναδρομικά τον τρόπο της σκέψης μου, που ήδη συνέδεε διάσπαρτες γνώσεις, ήδη αντιμετώπιζε τις αντιφάσεις αντί να τις αποφεύγει, ήδη προσπαθούσε να υπερβεί εναλλακτικές που θεωρούνταν ασυμβίβαστες.
Αυτός ο τρόπος σκέψης δεν είχε χαθεί, αν και είχε γίνει υπόγειος, κατά τη διάρκεια της ευφορίας μου, όταν ήμουν κομμουνιστής τον καιρό του πολέμου.
Ηδη το πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσω δεν είναι μόνον τα λάθη που αφορούν γεγονότα (λάθη από άγνοια), τα λάθη της σκέψης (δογματισμός), αλλά το λάθος μιας τμηματικής σκέψης, το λάθος της δυαδικής σκέψης που βλέπει μόνον είτε/είτε και είναι ανίκανη να συνδυάσει και/και, καθώς και, βαθύτερα, το λάθος της σκέψης που περιορίζει και της σκέψης που διαχωρίζει, οι οποίες είναι τυφλές απέναντι σε κάθε πολυπλοκότητα.
Η λέξη μέθοδος μου φάνηκε ως υπόδειξη του ότι έπρεπε να βαδίσω επί μακρόν και με δυσκολία για να φτάσω να κατανοήσω τα εργαλεία μιας σκέψης που θα είναι ορθή επειδή θα είναι πολύπλοκη.
Και βαδίζοντας σε αυτό τον δρόμο, απέκτησα την πεποίθηση ότι η εκπαίδευσή μας, όσο και αν μας δίνει εργαλεία για να ζούμε στην κοινωνία (για να διαβάζουμε, να γράφουμε, να λογαριάζουμε), όσο και αν μας δίνει τα στοιχεία (δυστυχώς διαχωρισμένα) μιας γενικής παιδείας (φυσικές επιστήμες, επιστήμες του ανθρώπου, λογοτεχνία, τέχνες), όσο και αν μας προπαιδεύει ή μας προμηθεύει με μια επαγγελματική εκπαίδευση, υποφέρει από μια πελώρια έλλειψη σε ό,τι αφορά μια πρωταρχική ανάγκη της ζωής: στο να μην ξεγελιόμαστε και να μην πέφτουμε στην αυταπάτη κατά το δυνατό, στο να αναγνωρίζουμε πηγές και αιτίες των λαθών μας και των αυταπατών μας, στο να αναζητούμε με κάθε ευκαιρία την όσο το δυνατό πιο ορθή γνώση. Από δω πηγάζει μια πρωταρχική και θεμελιώδης αναγκαιότητα: να διδασκόμαστε να μαθαίνουμε τη γνώση, η οποία είναι πάντοτε μετάφραση και ανασύσταση. Αυτό σημαίνει ότι εγώ αξιώνω να παρέχω την αλήθεια; Προσφέρω μέσα για να παλεύουμε εναντίον της αυταπάτης, του λάθους, της μεροληψίας.
Οι επιστημονικές θεωρίες, όπως κατέδειξε ο Πόπερ, δεν προσφέρουν καμιά απόλυτη και οριστική αλήθεια, αλλά προοδεύουν ξεπερνώντας τα λάθη. Δεν προσφέρω μια συνταγή, αλλά μέσα για να αφυπνίζουμε και να παρακινούμε τα μυαλά στην πάλη εναντίον του λάθους, της αυταπάτης, της μεροληψίας, και ιδιαίτερα εκείνων των λαθών που χαρακτηρίζουν την εποχή μας, που είναι εποχή ανεξέλεγκτων και επιταχυμένων δυναμικών, συσκότισης του μέλλοντος, λαθών και αυταπατών που στην τωρινή κρίση της ανθρωπότητας και των κοινωνιών είναι επικίνδυνα, ίσως και θανάσιμα.
Το λάθος και η αυταπάτη εξαρτώνται από τον ίδιο τον χαρακτήρα της γνώσης μας. Και το να ζεις σημαίνει να αντιμετωπίζεις συνεχώς τον κίνδυνο του λάθους και της αυταπάτης στην επιλογή μιας απόφασης, μιας φιλίας, ενός περιβάλλοντος, ενός συζύγου, ενός επαγγέλματος, μιας θεραπείας, ενός υποψήφιου στις εκλογές κ.λπ. Η πολύπλοκη σκέψη διδάσκει να έχουμε επίγνωση ότι κάθε απόφαση και κάθε επιλογή αποτελούν ένα στοίχημα.
Συχνά μια δράση παρεκκλίνει σε σχέση με το νόημά της, όταν μπαίνει σε ένα περιβάλλον πολλαπλών αλληλεπιδράσεων και μπορεί να στραφεί και να πλήξει το κεφάλι του δρώντος.
Πόσες ήττες και πόσες καταστροφές προκλήθηκαν από την αλαζονική βεβαιότητα της νίκης! Πόσες ολέθριες ανατροπές έγιναν μετά από μια μέθη ελευθερίας, όπως εκείνες της πλατείας Ταχρίρ και της πλατείας Μεϊντάν!

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Σάββατο 30 Μαΐου 2015

50 χρόνια Pink Floyd



της Κατερίνα Καραβία

"Together we stand, divided we fall"

Δεν θα αρχίσω με τα ευκόλως εννοούμενα, όπως ότι οι Pink Floyd είναι μια από τις μεγαλύτερες ροκ μπάντες στην ιστορία της μουσικής ή ότι άλλαξαν καθοριστικά το ρου της μουσικής ιστορίας. Αντίθετα, θα ξεκινήσω ίσως με το μεγαλύτερο τους επίτευγμα, το ότι κατάφεραν μετά από 50χρόνια να ακούγονται και να τραγουδιούνται με το ίδιο πάθος από τους σημερινούς κοινωνικά δικτυωμένους νεολαίους με αυτό που ακούγονταν το ‘73 από τους πατεράδες τους.
Οι Pink Floyd δεν έμειναν στην ιστορία της μουσικής απλά, την έγραψαν, όπως έγραψαν και όλα εκείνα τα συναισθήματα, συναισθήματα μιας ολόκληρης γενιάς.
Όλα ξεκίνησαν πενήντα χρόνια πριν στο Cambridge της Αγγλίας, το 1965, όταν πέντε φοιτητές οι Roger Keith «Syd» Barrett (κιθάρα/φωνητικά), Roger Waters (μπάσο/φωνητικά), Nick Mason (τύμπανα) και Rick Wright (κίμπορντς) σχημάτισαν την μπάντα Sigma 6 που αργότερα μετονόμασαν σε «The Meggadeaths», «The TeaSet», «The Spectrum Five» και τέλος σε «Pink Floyd Sound» από το αγαπημένο τους Blues άλμπουμ των Pink Anderson και Floyd Council.
Οι «Pink Floyd Sound» σύντομα θα γίνουν σκέτο «The Pink Floyd» και θα αρχίσουν να παίζουν σε μικρές underground σκηνές του Λονδίνου χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Ο Mason και ο Waters θα πουν ότι στην αρχή ήταν τόσο κακοί που «εάν πηγαίναμε στην εκπομπή Βρετανία Έχεις Ταλέντο, δε νομίζω ότι θα μας ενέκριναν ούτε καν στη φάση των οντισιόν». Το 1967 και μετά από κάποια πρωτόλεια καλά singles («Arnold Layne», «Candy and A Currant Bun» ) υπογράφουν το πρώτο τους συμβόλαιο με την δισκογραφική εταιρεία EMI. 

Η άνοδος των Floyd και η «πτώση» του Syd Barrett

Έτσι την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το πρώτο τους άλμπουμ το «The Piper at the Gates of Dawn» που μαζί με το «Abbey Road» των Beatles θα αποτελέσουν την αρχή αυτού που αργότερα θα ονομαστεί Progressive Rock. Το «The Piper at the Gates of Dawn» χαρακτηρίζεται ένα από τα καλύτερα άλμπουμ τους είδους του, αλλά και της δεκαετίας του, και κατακτά την πέμπτη θέση των Βρετανικών charts.
Μαζί με την επιτυχία εμφανίζονται και τα πρώτα προβλήματα με τον Syd Barrett τον μαέστρο, όπως έλεγαν και τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας, της ψυχεδέλειας και του πειραματισμού. Η ασταθή συμπεριφορά του οξυνόταν μαζί με την χρήση διάφορων ψυχοτρόπων ουσιών. Χαρακτηριστικό της κατάστασής του τα λόγια του ιδιοκτήτη του UFO Club στο οποίο εμφανίζονται εκείνη την εποχή: "Τον βρήκα στα αποδυτήρια και είχε τόσο πολύ "φύγει". Ο Roger Waters και εγώ, τον τραβήξαμε από τα πόδια μέχρι έξω στη σκηνή και φυσικά το κοινό τον αποθέωσε, επειδή τον αγαπούσε. Η μπάντα άρχισε να παίζει και ο Syd απλά στάθηκε εκεί. Είχε την κιθάρα του γύρω από το λαιμό του και τα χέρια του ίσα που κρέμονταν προς τα κάτω". Έτσι λοιπόν τον Απρίλιο του 1968 αναπόφευκτα ο Syd Barrett αντικαταστάθηκε από τον David Gilmour.

Η σκοτεινή πλευράς της Σελήνης και το Τείχος

Με τον Waters πλέον στο τιμόνι η μπάντα θα μπει σε μια πιο ώριμη περίοδο της όπου η δημοτικότητά της θα αρχίσει να ανεβαίνει κατακόρυφα. Θα κυκλοφορήσουν το σιγκλάκι "It Would Be So Nice" και τον δεύτερο δίσκο τους το "A Saucerfull Of Secrets" (ο τελευταίος δίσκος που συμμετείχε ο Barrett), το "More" και το τρίτο τους άλμπουμ "Ummagumma". Όλοι οι δίσκοι τους κατακτούν τα charts και παραμένουν για βδομάδες εκεί.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο 1973 και στην Σκοτεινή πλευρά της Σελήνης («The Dark side of the Moon»). Αν και υπήρξε το 8ο άλμπουμ τους, καθιερώθηκε σαν έναν κορυφαίο σταθμό στην μουσική τους πορεία και κορυφαίο τους άλμπουμ. Blues, rock και psychedelic στοιχεία ανακατεύονται και δημιουργούν τον μοναδικό ήχο του δίσκου, έναν ήχο που κατακλύζει τον ακροατή και τον ψυχικό του κόσμο με διάφορα συναισθήματα στέλνοντάς τον σε παράλληλες διαστάσεις του ονείρου, των χρωμάτων, της ψυχικής απελευθέρωσης. Το Time και το Money είναι τα δυο τραγούδια του δίσκου που ξεχωρίζουν και συνδεδεμένα πλήρως με τους Floyd. Λέγεται ότι περίπου ένας στους δώδεκα ανθρώπους στον κόσμο έχει ένα αντίγραφο αυτού του δίσκου (και κατά πάσα πιθανότητα μπλουζάκι με το εξώφυλλό του!).
Ακολουθούν το «Wish you were here» (1975) και το «Animals» (1977) τα οποία και θα αφιερώσουν στον Syd. Ειδικά το «Shine On You Crazy Diamond» γράφτηκε πάνω στο φίλο τους που δεν μπορούσε να ήταν εκεί και τον οποίο λέγεται ότι μια μέρα τους επισκέφτηκε καραφλός και παχύσαρκος. Βλέποντας τον σε τραγική κατάσταση τα μέλη της μπάντας δάκρυσαν.
Το 1979 έρχεται το «the Wall» επίσης άλμπουμ - σταθμός στην καριέρα τους και ο δίσκος με τις μεγαλύτερες πωλήσεις, καθώς 4 εκατομμύρια αντίτυπα πωλήθηκαν παγκοσμίως. Είναι ο δίσκος στο οποίο ο Waters κυριολεκτικά «ζωγραφίζει» μουσικά και στιχουργικά και τον οποίο εμπνεύστηκε όταν ένας θεατής σε μια συναυλία τους τον έφτυσε. Ολόκληρο το άλμπουμ, και κυρίως το κομμάτι Another Brick in the Wall, κριτικάρει, στηλιτεύει και αμφισβητεί κάθε απολυταρχικό σύστημα -ιδίως το εκπαιδευτικό – αλλά και κάθε τείχος.

Η αρχή του τέλους -The Final Cut

Το Final Cut κυκλοφορεί το 1983 και γίνεται ανάρπαστο. Είναι εξολοκλήρου παραγωγή του Waters καθώς το συγκρότημα περνά βαθιά κρίση με τον Waters και τον Wright να διαφωνούν σε βασικά μουσικά ζητήματα με τον δεύτερον να δηλώνει ότι θα φύγει από την μπάντα και τον Waters να παίρνει από μόνος του πρωτοβουλίες, την ίδια ώρα που ο Gilmour δεν πολυασχολήθηκε εξαιτίας των διαφωνιών του με τον Waters.
Έτσι το 1984 έρχεται και η επίσημη διάλυση του συγκροτήματος με την αποχώρηση του Waters και την αρχή των δικαστικών διαμαχών για τα δικαιώματα του ονόματος και την μουσικής που κράτησαν πολλά χρόνια μετέπειτα.
Το 2005 ήταν η πρώτη και η τελευταία συναυλία κατά την οποία οι Floyd με την παλιά σύνδεση βρέθηκαν στην σκηνή όλοι μαζί. Ο Wright πέθανε το 2008 ενώ ο Syd είχε πεθάνει το 2006. 
Υπολογίζεται ότι το συγκρότημα έχει πουλήσει γύρω στα 74,5 εκ άλμπουμ στις Η.Π.Α. και πάνω από 300 εκατομμύρια άλμπουμ παγκοσμίως.

Πηγή: left.gr

Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Barcelona en Comú: Η πόλη ως ορίζοντας ριζοσπαστικής δημοκρατίας



της Μανουέλα Ζέχνερ
(Μετάφραση: Γιάννης Χατζηδημητράκης)

Πολλά είναι αυτά που μπορούμε να πούμε σχετικά με τη μεθοδολογία του Barcelona en Comú, καθώς η ριζοσπαστική δημοκρατική του προσέγγιση συνοδεύεται από μια σειρά εργαλεία, τεχνικές, μηχανισμούς και δομές για την ενεργοποίηση τοπικών πολιτικών από τα κάτω. Ανάμεσα σε αυτά συναντάμε διάφορα επίπεδα συνελεύσεων (γειτονιάς, θεματικών τομέων, συντονισμού, υλικοτεχνικής υποστήριξης, μέσων μαζικής ενημέρωσης, επικοινωνίας, κλπ.) και διαδικτυακές πλατφόρμες (για την επικοινωνία, την ψηφοφορία, εργασίας). Το οργανόγραμμα της πρωτοβουλίας μοιάζει περισσότερο με πλυντήριο ρούχων ή επιταχυντή σωματιδίων παρά με το οργανόγραμμα μιας επίπεδης ή κάθετης ιεραρχίας. […]
Αν και ξεκίνησαν χωρίς έτοιμες συνταγές, αυτό δεν σημαίνει ότι η πρωτοβουλία δεν έχει εφεύρει τους δικούς της όρους, συνθήκες και πρακτικές. Το πιο ενθαρρυντικό παράδειγμα καινοτομίας είναι ο Κώδικας Πολιτικής Δεοντολογίας, ο οποίος συζητήθηκε, σχολιάστηκε και κυρώθηκε σε μια ανοικτή διαδικασία κατά τη διάρκεια ενός σαββατοκύριακου τον Οκτώβριο του 2014 — με περίπου 300 παρόντες και πολύ περισσότερους να συμμετέχουν και να σχολιάζουν διαδικτυακά σε απευθείας σύνδεση. Αυτός ο κώδικας δεοντολογίας περιγράφει τις βασικές δεσμεύσεις της πλατφόρμας όσον αφορά την εκπροσώπηση, τον έλεγχο, τη λογοδοσία, τη χρηματοδότηση, τη διαφάνεια, τον επαγγελματισμό και τη διαφθορά, και αφορά όλους όσους ασχολούνται με την πρωτοβουλία.
Στο επίπεδο των πολιτικών προτάσεων, θεματικές ομάδες εργασίας (για την υγεία, τη μετανάστευση, τον πολιτισμό, τον τουρισμό, την εργασία, την οικονομία, την πολεοδομία, το φύλο, την τοπική διακυβέρνηση, την εκπαίδευση, την ενημέρωση) έχουν αναλάβει το έργο της διατύπωσης θέσεων που καθορίζουν τα ελάχιστα κριτήρια και προτάσεις για κάθε τομέα. Αυτά αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τα άλλα κόμματα (ICV, EuIA, Podem Barcelona, Procés Constituent und Equo) που συνεργάστηκαν με το Barcelona En Comú σε μια κοινή υποψηφιότητα.
Το Barcelona En Comú είναι επίσης ένα πείραμα για τη δημιουργία και την αξιοποίηση κοινών υποδομών και πόρων, καθώς και την πρόσβαση σε αυτούς. Έχει πολύ λίγα υλικά μέσα στη διάθεσή του, αλλά καταφέρνει να δημιουργεί νέους τρόπους πρόσβασης στους υπάρχοντες πόρους, ανοίγοντας δρόμους αξιοποίησης κοινοτικών υποδομών, νομιμοποιώντας συλλογικά αιτήματα καθώς και αξιοποιώντας αυτοδιαχειριζόμενες κοινωνικές και πολιτικές δομές. Αυτό δίνει στην έννοια «κοινά» μια πολύ συγκεκριμένη σημασία.

Ένα εργαστήριο κοινωνικής νοημοσύνης

Από την ίδρυσή του, το Guanyem Barcelona (ο πρόδρομος του Barcelona En Comú) κατανόησε τη σημασία των γειτονιών ως πρωταγωνιστών της αλλαγής. Είναι σαφές ότι το Guanyem έχει μάθει πολλά από κινήματα όπως το PAH –η πρωτοβουλία των ανθρώπων που πλήττονται από τις εξώσεις, ένα ισχυρό και με ευρεία απήχηση κίνημα, που ξεκίνησε από την Βαρκελώνη–, που ενδυναμώθηκε μέσα από τη διαδικασία εξάπλωσης δικτυωμένων μεταξύ τους ομάδων, η καθεμία από τις οποίες διατήρησε την αυτονομία της όσον αφορά την πολιτική ταυτότητα, τον τρόπο ένταξης και τον συναισθηματικό ιστό της, καθώς και το ύφος. Οι ομάδες σε επίπεδο γειτονιάς είναι ένας προνομιακός χώρος για την ανάπτυξη προβληματισμών και την κινητοποίηση της συλλογικής δυναμικής για την ενεργοποίηση σχέσεων ανατροφοδότησης μεταξύ των τοπικών διαδικασιών και των θεματικών ομάδων ή των συντονιστικών επιτροπών.
Το χειμώνα του 2014-15, καθεμία από τις ομάδες γειτονιάς εργάστηκε πάνω σε ένα κείμενο-πλαίσιο σχετικά με τον τομέα της. Η σύνταξη τους πραγματοποιήθηκε μετά από ανοιχτές συναντήσεις όπου αναλύθηκαν τα προβλήματα και προτάθηκαν μέτρα σε τοπικό επίπεδο. Στο κείμενο από τη γειτονιά μου, το Πόμπλε Σεκ, οι τομείς που εξετάστηκαν ήταν το αστικό περιβάλλον, η υγεία, η οικονομία, η επισφαλής εργασία, η ανισότητα και η φτώχεια, η κοινωνία της πληροφορίας, η συμμετοχική διακυβέρνηση, ο πολιτισμός η μετανάστευση, η στέγαση, ο τουρισμός και η εκπαίδευση.
Οι προτάσεις κυμαίνονται από την επανοικειοποίηση του δημόσιου χώρου μέχρι τη δημιουργία κέντρων υγείας και υπηρεσιών για τους ηλικιωμένους, τη στήριξη των τοπικών μικρών επιχειρήσεων και των μορφών αλληλέγγυας οικονομίας, την ίδρυση ενός κέντρου εκπαίδευσης ενηλίκων, περισσότερα σημεία ελεύθερου WiFi, την ενθάρρυνση του συμμετοχικού σχεδιασμού και της μετάφρασης, την υποστήριξη αυτοδιαχειριζόμενων κοινωνικών και πολιτιστικών χώρων, τη δημιουργία περισσότερων κοινοτικών κατοικιών, την αλλαγή του χωροταξικού σχεδιασμού κ.ο.κ. 
Αυτές οι τοπικές συνελεύσεις αποτελούν χώρους συνάντησης μεταξύ ανθρώπων από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, που κουβαλούν διαφορετικά επίπεδα γνώσης και εμπειρίας. Αποτελούν μια τεράστια δεξαμενή συγκέντρωσης και μετασχηματισμού της γνώσης, προερχόμενης κυρίως από μια όλο και πιο υποβαθμιζόμενη κοινωνικά μεσαία τάξη. Αυτό προσδίδει δύναμη (υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες για την αξιοποίηση αυτών των γνώσεων και της κοινωνικής δημιουργίας) αλλά ταυτόχρονα εμπεριέχει και ρίσκο (είναι μια πρόκληση η διατήρηση της πολυφωνίας και το να ξεφύγεις από την «τυραννία» της μεσαίας τάξης).
Η σημερινή πολιτικο-θεσμική κρίση, μας αναγκάζει να επανεξετάσουμε το πολιτικό και το κοινωνικό ως χώρους συλλογικής δράσης. Η πόλη είναι ένας χώρος εμπειρίας και δράσης τον οποίο γνωρίζουμε και στον οποίο συμμετέχουμε καθημερινά, που όχι μόνο συμβολίζει αλλά και ενσαρκώνει τα κοινά. Ενώ είναι το σημείο-κλειδί μεταξύ πλατείας και κοινοβουλίου, μεταξύ 15M and Podemos, και η σημασία της δεν είναι απλώς ζήτημα κλίμακας: η πολιτική σε τοπικό επίπεδο έχει τη δυνατότητα να προτείνει νέες ριζοσπαστικές μεθοδολογίες σκέψης της προσέγγισης και της διαφοράς στην οργάνωση. Έχει τη δύναμη να διαλύει δίπολα και αντιφάσεις μεταξύ δρόμου και κράτους, μικρής και μεγάλης κλίμακας, ακόμη και μεταξύ τοπικού και παγκόσμιου.

Το κοινωνικό και ιστορικό DNA της πόλης

Τι σημαίνει το να σκέφτεσαι την πόλη ως μια διαδικασία κυριαρχούμενη από διαφορές, και να πιστεύεις ότι το συλλογικό μπορεί να ανακτηθεί; Η έννοια της πόλης έχει να κάνει με την ιστορία της δημοκρατίας που πηγαίνει πίσω στην αρχαιοελληνική πόλι, αλλά και με την ιστορία της αποικιοκρατίας, η οποία επέτρεψε την ανάπτυξη μητροπολιτικών κρατών, καθώς και με τη σχέση του καπιταλισμού με την ανάπτυξη της σύγχρονης πόλης.
Τρεις κοινωνικές και ιστορικές διαδικασίες είναι το κλειδί σ’ αυτή τη σχέση: Ο εκτοπισμός και η έξωση από τη γη, η ιστορία της αποικιοκρατίας και της δουλείας, και η υποταγή των γυναικών. Πέραν της απλής διαθεματικής καταγραφής, αυτή είναι η αναπόφευκτη αφετηρία για να φανταστούμε μια ριζικά διαφορετική πόλη — ένα πείραμα που προσπαθεί να φτάσει στη ρίζα του προβλήματος της σχέσης ανάμεσα στη δημοκρατία και την πόλη.
Το πρώτο από αυτά τα σημεία αφορά την ηγεμονία που απέκτησαν οι πόλεις πάνω στην ύπαιθρο: η αντίθεση ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο δεν είναι λιγότερο έντονη από εκείνη μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Εδώ μπαίνουμε στην οικολογική οπτική του προβλήματος, αλλά και στην ταξική διάσταση: με την εκβιομηχάνιση, οι πόλεις έχουν γίνει τόποι ζωής και σχέσεων στους οποίους οι πιθανότητες για ισότητα και βιωσιμότητα όλο και μειώνονται. Η ανάγκη να ξαναφανταστούμε την οικολογία της πόλης πηγαίνει πολύ πιο πέρα ​​από τα μοντέλα της έξυπνης πόλης και των αστικών κήπων. Στη Βαρκελώνη, υπάρχουν πλήθος δίκτυα που ασχολούνται με τον αειφόρο σχεδιασμό, τη γεωργία, την ανακύκλωση, την κατάληψη στέγης, το εναλλακτικό εμπόριο. Μπορούν να αποτελέσουν καλό σημείο εκκίνησης για την αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Δεύτερον, πρέπει να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της ιδιότητας του πολίτη σε σχέση με την πόλη, επιχειρώντας να επαναπροσδιορίσουμε τα κοινωνικά δικαιώματα σε σχέση με την κοινωνική αναπαραγωγή και τη μεταβιομηχανική πόλη. Άλλα μοντέλα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που πηγάζουν από τους κοινούς ζωτικούς χώρους και τα κοινά, είναι το κλειδί (βλ. και το buen vivre στη Λατινική Αμερική, που βασίζεται στην παραδοχή ότι η φύση και η κοινότητα είναι αμφότερες υποκείμενα δικαιωμάτων). Ακόμα κι αν προς το παρόν τα θέματα των δικαιωμάτων και της ιθαγένειας είναι ζητήματα του κράτους, δεν είναι πρόωρο να ξεκινήσει μια συζήτηση επαναπροσδιορισμού του πολιτικού υποκειμένου, αρχής γενομένης από τα δίκτυα σχέσεων, αλληλεξάρτησης και διαφορετικότητας στις πόλεις μας.
Αυτό μας φέρνει στο τρίτο αλληλένδετο σημείο: να αντιληφθούμε την πόλη ως χώρο κοινωνικής αναπαραγωγής, τον ρόλο της πρόνοιας και των κοινών μέσα σ’ αυτήν, καθώς και να επανεξετάσουμε το θέμα της πολιτικής. Αυτό σημαίνει επίσης την επανεξέταση των αστικών ζητημάτων γενικότερα, να σκεφτούμε την πρόσβαση σε δικαιώματα πέρα ​​από ανδροκρατικά και ανθρωποκεντρικά μοντέλα που ευνοούν την μισθωτή εργασία και τα εξατομικευμένα ανθρώπινα υποκείμενα.

Προς μια διαθεματικότητα των αγώνων

Πρέπει, βέβαια, να κάνουμε σαφές ότι η πολιτική δεν είναι ένα παιχνίδι ηθικής και ότι οι στρατηγικές αποφάσεις δεν είναι πάντα τόσο αγνές όσο θα επιθυμούσαν ορισμένοι. Ωστόσο, οι προτεραιότητες δεν πρέπει να προδοθούν μακροπρόθεσμα: Το En Comú θα αντιμετωπίσει σίγουρα μια κατάσταση παρόμοια με αυτή που αντιμετωπίζει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ. Η επιτυχία του θα εξαρτηθεί από την ικανότητα σύνθεσης απόψεων, τη δύναμη του αξιακού του πλαισίου και των κινημάτων.
Το συναρπαστικό με το Barcelona en Comú είναι ότι αναπτύσσει έναν στοχασμό όχι μόνο στρατηγικής αλλά και διαδικασιών και σχέσεων. Γιατί οι μετασχηματισμοί που απαιτούνται για να πετύχεις ριζικές ανατροπές –ανατροπές που θα χτυπήσουν την ρίζα των προβλημάτων– πρέπει να είναι σχεσιακοί. Όπως λέει ο Ντέιβιντ Χάρβεϋ:
«Το ζήτημα του τι είδους πόλη θέλουμε είναι αλληλένδετο με το τι είδους κοινωνικές σχέσεις, τι σχέσεις με τη φύση, τι τρόπο καθημερινής ζωής, τι είδους τεχνολογίες και αισθητικές αξίες επιθυμούμε. Το δικαίωμα στην πόλη είναι, επομένως, κάτι πολύ περισσότερο από το δικαίωμα της ατομικής πρόσβασης στους πόρους της: είναι το δικαίωμα να αλλάξουμε τους εαυτούς μας αλλάζοντας την πόλη. Είναι, επιπλέον, ένα συλλογικό παρά ένα ατομικό δικαίωμα από την στιγμή που αυτή η αλλαγή βασίζεται στην άσκηση συλλογικής εξουσίας στις διαδικασίες της αστικοποίησης».
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η σωστή μεθοδολογία τού να δουλεύεις στην, και για την πόλη, είναι εκείνη που βασίζεται σε διαδικασίες και αξιακά πλαίσια που παίρνουν ως δεδομένες τη διαφορετικότητα και την παραγωγική ετερογένεια και είναι σε θέση να πετύχει, χωρίς μια ενιαία ταυτότητα ως βάση, χωρίς ηθικολογία και μονοκαλλιέργεια της γνώσης. Το Barcelona en Comú θέτει ορισμένες βασικές συντεταγμένες γι’ αυτό, ενώ ταυτόχρονα οικοδομεί ανάλογες σχέσεις. Αμετάκλητα, έχει φανεί φως στον ορίζοντα.

Πηγή: Ενθέματα

Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Τυφλοί τοίχοι αόμματων κατοίκων...



Είναι κοινό μας μυστικό πως η Αθήνα είναι μία από τις πιο άσχημες και βρώμικες πρωτεύουσες της Ευρώπης. Πέρα από την άναρχη δόμησή της, η οποία έχει αλλοιώσει ένα ιδιαίτερα ιστορικό περιβάλλον, υπάρχει και μία έντονη απουσία παιδείας σε αρκετούς τομείς. 'Ένας απ' αυτούς είναι κι ο καλλιτεχνικός.
Δεν είναι λίγες οι φορές που έχω ακούσει πάνω σε συζητήσεις την άποψη πως για να σωθεί η Αθήνα πρέπει να ισοπεδωθεί και να χτιστεί πάλι από το μηδέν. Ποιος διαφωνεί όταν παρατηρεί γύρω του μία μη αναστρέψιμη καταστροφή και το χειρότερο απ' όλα πως όχι μόνο δεν υπάρχει επιθυμία για βελτίωση αλλά γίνονται καθημερινά διάφορες ενέργειες που υποβαθμίζουν ακόμα περισσότερο την ήδη πληγωμένη εικόνα της πόλης.
Παρ' όλη την απελπισία μου για την όψη της Αθήνας, είμαι βέβαιος πως υπάρχουν πρωτοβουλίες και προτάσεις που μπορούν να απαλύνουν τις πληγές της πρωτεύουσας και να δώσουν λίγο χρώμα στο γκρίζο περιβάλλον της καθημερινότητάς μας.
Μία λύση προέρχεται από την πρωτεύουσα των κόμικς, τις Βρυξέλλες. Στη συγκεκριμένη πόλη δόθηκαν σε καλλιτέχνες αρκετοί τυφλοί τοίχοι κτιρίων, πάνω στους οποίους είτε σχεδιάστηκαν γνωστοί ήρωες κόμικς (π.χ. Τεν-Τεν) είτε οι καλλιτέχνες πρωτοτύπησαν με δικές τους φανταστικές μορφές. Μάλιστα σε πολλά σημεία της πόλης κυκλοφορούσε ένας χάρτης που καθοδηγούσε τους επισκέπτες στις γειτονιές με τις υπαίθριες καλλιτεχνικές πινελιές. Έτσι η πόλη αποκτούσε έναν ακόμη λόγο στο να γίνει ακόμη πιο ενδιαφέρουσα κι ευχάριστη.
Η Αθήνα είναι μία πόλη με όλο και λιγότερα όμορφα κι ενδιαφέροντα κτίρια αλλά με αρκετούς αδιάφορους τυφλούς τοίχους, άδειους "καμβάδες" για εγχώριους και ξένους καλλιτέχνες. Τι πιο όμορφο στο να δινόταν η ευκαιρία σε αρκετά νέα πρόσωπα να εκφραστούν, ο καθένας με τον τρόπο τους κι έπειτα να κριθεί το έργο τους ελεύθερα από τον κόσμο. Θα μπορούσε το συγκεκριμένο εγχείρημα να γινόταν ακόμη πιο ενδιαφέρον με τη συμμετοχή των πολιτών, οι οποίοι μέσα από ψηφοφορία θα επέλεγαν τα έργα που θα ήθελαν να ομορφύνουν τις γειτονιές τους και το κέντρο της πόλης τους.
Όλη αυτή η παραπάνω σκέψη ξεκίνησε μετά απ'το θέμα που προέκυψε με τις βιντεοπροβολές στην πλατεία Κλαυθμώνος. Δυστυχώς δεν έτυχε να περάσω από κει για να δω τους νεκρούς κι άχρωμους τοίχους να ζωντανεύουν τα βράδια, οπότε δε μπορώ να πω με σιγουριά για το αν μου άρεσε ή όχι το έργο αυτό, παρατηρώντας μόνο μερικές φωτογραφίες. Σίγουρα όμως ήταν ενδιαφέρον.
Για μία ακόμη φορά όμως, αντί να κάτσουμε να σκεφτούμε αν αξίζει αυτή η προσπάθεια ή όχι, προτιμήσαμε να χωριστούμε πάλι σε δύο στρατόπεδα με βασική διαφορά αν αυτό που προβαλλόταν ήταν έργο τέχνης ή όχι. Επίσης μεγάλο θέμα έγινε για το αν το γυμνό προκαλεί την ώρα που όλοι οι υπολογιστές και οι τηλεοράσεις στα σπίτια έχουν γεμίσει με εικόνες πορνό. Η υποκρισία σε όλο της το μεγαλείο.
Αυτό που μ' ενόχλησε ήταν ότι υπήρξαν αρκετοί που αναρωτήθηκαν για το αν είχε δικαίωμα η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών να προβάλλει το βίντεο στους τοίχους της συγκεκριμένης πλατείας, μιας κι αυτή απέχει αρκετά από τις γειτονιές του Νέου Κόσμου. Βλέπετε ο ανταγωνισμός στην τέχνη είναι τόσο μεγάλος που έχει σβήσει πια την επιτακτική αγνή ανάγκη του κάθε καλλιτέχνη στο να δημιουργήσει μόνο και μόνο για να εκφραστεί ελεύθερα...
Παρατηρώντας όμως τις διαδικτυακές συζητήσεις που άναψαν σχετικά μ' αυτό το θέμα, διαπίστωσα με μεγάλη μου λύπη πως είμαστε κάτοικοι ενός απάνθρωπου τόπου, οι οποίοι προτιμούμε να μένουμε τυφλοί απέναντι στην πρωτοπορία, δειλοί  στο να αντικρίσουμε την αλήθεια κι ευθυνόφοβοι σε πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να μας ομορφύνουν την καθημερινότητά μας...

Τρίτη 26 Μαΐου 2015

Γερμανία 1945-2015: Τα όρια της μνήμης



των Τάσου Κωστόπουλου, Άννα Ψαρρά, Δημήτρη Ψαρρά,

Εβδομήντα χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η δημόσια εικόνα της Γερμανίας παραμένει σφραγισμένη από τα πεπραγμένα του γερμανικού εθνικισμού εκείνης της εποχής.
Η ιστορική ευθύνη της κήρυξης δύο διαδοχικών παγκοσμίων πολέμων, τα πανευρωπαϊκά βιώματα από την αγριότητα των ναζιστικών στρατευμάτων και η βιομηχανικά οργανωμένη εξολόθρευση εκατομμυρίων ανθρώπων στα χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης αποτελούν ορόσημα, η συλλογική ανάμνηση των οποίων εκλαμβάνεται ως τροχοπέδη για τη σημερινή ηγεμονία στην Ενωμένη Ευρώπη.
Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που η επικοινωνιακή διαχείριση αυτού του παρελθόντος, αλλά και της αντιμετώπισής του από τους σημερινούς Γερμανούς αναδεικνύεται σε πρωτεύοντα στόχο της διπλωματίας του Βερολίνου.
Στις αρχές του μήνα, δημοσιογράφος του «Ιού» παρακολούθησε το «θεματικό ταξίδι» που οργάνωσε το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών, με αντικείμενο «Πώς η Γερμανία αντιμετωπίζει την ιστορία του 20ού αιώνα, επί τη ευκαιρία της 70ής επετείου από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου».
Στην αποστολή, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του επίσημου «προγράμματος επισκεπτών» το οποίο υφίσταται από το 1966 με διακηρυγμένο στόχο να «επιτρέπει σε ξένους διαμορφωτές γνώμης να δουν τη Γερμανία με τα μάτια τους και ν’ αποκτήσουν έτσι μια αυθεντική αντίληψη, επικαιροποιημένη και με αποχρώσεις, για τη χώρα», μετείχαν συνολικά 17 επισκέπτες από ισάριθμες χώρες και 4 ηπείρους (6 δημοσιογράφοι, 6 πανεπιστημιακοί, 3 διευθυντές ή επιμελητές μουσείων, 1 καθηγήτρια κι 1 επίτιμος διπλωμάτης).
Εκτός από επισκέψεις σε ιστορικά μνημεία, μουσεία και εκθέσεις, το εξαιρετικά πυκνό πρόγραμμα που καταρτίστηκε από το Ινστιτούτο Διεθνών Πολιτιστικών Σχέσεων (Ifa) περιέλαβε επίσης εννιά συνεντεύξεις με δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς που εμπλέκονται σε ζητήματα διαχείρισης της συλλογικής μνήμης, καθώς και την παρακολούθηση τριών επίσημων επετειακών εκδηλώσεων.
Η εικόνα που σχηματίσαμε ήταν έτσι αρκετά αντιπροσωπευτική, τόσο για το σχήμα που το γερμανικό κράτος έχει φιλοτεχνήσει αναφορικά με το σκοτεινό παρελθόν του όσο και για τη σχετική δημόσια συζήτηση εντός τού εκεί «συνταγματικού τόξου».
Χάρη στις κριτικές παρεμβάσεις πολλών από τα μέλη της αποστολής, διαπιστώσαμε επίσης τα όρια αυτού του αναστοχασμού.

«Μετα-ηρωικές» προσεγγίσεις

Η πρώτη διαπίστωση είναι πως η σημερινή επίσημη Γερμανία δεν προσπαθεί να κρύψει το ναζιστικό παρελθόν της: παντού μνημεία για τα εγκλήματα του Γ΄ Ράιχ, ρητή καταδίκη του Ολοκαυτώματος ως «του μεγαλύτερου εγκλήματος στην ιστορία της ανθρωπότητας», εξίσου ρητή (αν και λιγότερο συχνή) παραδοχή της ευθύνης της Γερμανίας για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ένας από τους πρώτους «χώρους μνήμης» που επισκεφθήκαμε ήταν το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Σαξενχάουζεν, στην κωμόπολη Οράνιενμπουργκ λίγο έξω από το Βερολίνο˙ το ίδιο προσκύνημα πραγματοποιούν καθημερινά όχι μόνο τουρίστες αλλά και ουκ ολίγα σχολεία.
Οπως μας εξήγησε αργότερα ο Χανς-Γκέοργκ Γκολτς, υπεύθυνος εκδόσεων της Υπηρεσίας Πολιτικής Αγωγής του υπουργείου Εσωτερικών, η αυτομαστίγωση αυτή δεν αποσκοπεί μόνο στην προστασία της νέας γενιάς από τον «εξτρεμισμό» αλλά και στην «παραγωγή μιας θετικής ταυτότητας από την αναγνώριση ενός αρνητικού γεγονότος».
Για την προσέγγιση των επίμαχων γεγονότων, συμπληρώνει η υπεύθυνη του προγράμματος, Οντίλα Τρίμπελ, το γερμανικό κράτος έχει υιοθετήσει τις τελευταίες δεκαετίες μια «μετα-ηρωική» αφήγηση. Δεν ήταν πάντα έτσι. Τις πρωτες δεκαετίες μετά τον πόλεμο, η γερμανική κοινωνία προτιμούσε τη σιωπή για όσα υπέστη και (κυρίως) διέπραξε τα προηγούμενα χρόνια.
«Για πολύ καιρό, οι αντιστασιακοί αντμετωπίζονταν σαν προδότες», θυμάται η Μαρτίνα Φίσερ, υπεύθυνη προγραμμάτων του Ιδρύματος Μπρέγκχοφ για τη ΝΑ Ευρώπη, το κυρίαρχο δε συναίσθημα απέναντι στη δειλή «αποναζιστικοποίηση» που είχαν επιβάλει οι σύμμαχοι ήταν «πότε επιτέλους θα τελειώσει αυτή η ιστορία».
Συναίσθημα που αποτυπωνόταν όχι μόνο ιδιωτικά, αλλά και στον δημόσιο λόγο.
Αφίσες του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος που εκτίθενται στο Γερμανικό Ιστορικό Μουσείο απαιτούσαν λ.χ. ήδη από το 1949-50 τον τερματισμό του θεσμικού αποκλεισμού των πρώην ναζί από τα δημόσια αξιώματα: «Τέλος μ’ αυτούς τους φραγμούς! Τιμωρήστε εγκλήματα, όχι ένα πολιτικό λάθος!»
Καθοριστική στιγμή για την αναθεώρηση αυτής της στάσης υπήρξε η νεανική εξέγερση του 1968, όταν το ριζοσπαστικό κίνημα έθεσε, μεταξύ άλλων, δημόσια ερωτήματα για τη στάση της προηγούμενης γενιάς απέναντι στο χιτλερικό καθεστώς.
Ακολούθησε η είσοδος στην εκπαίδευση μιας νέας γενιάς δασκάλων που, σε αντίθεση με τους προκατόχους τους, δεν απέφευγαν να διδάξουν την ιστορία του ναζισμού.
Στη διαδικασία αυτή του αναστοχασμού συνέβαλε και η τηλεοπτική προβολή του αμερικανικού σίριαλ «Ολοκαύτωμα», εν έτει 1978 –η πρώτη φορά που η συστηματική εξολόθρευση των Εβραίων τέθηκε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης.
Την καταγγελία της σιωπής ολοκλήρωσε το έργο ριζοσπαστών νέων ιστορικών, που μετέφεραν πρώτη φορά στο ευρύ κοινό τη φωνή των θυμάτων του ναζισμού, κλονίζοντας την ένοχη συναίνεση των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.
Ηταν προφανές πως η στρατηγική της σιωπής είχε φάει πλέον τα ψωμιά της.
Την αναδιάταξη της επίσημης ιδεολογίας ανέλαβε, έτσι, η κορυφή της πολιτειακής εξουσίας: «Το 1985», μας εξηγεί η Χίλτρουντ Λότσε, βουλευτής του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και αρμόδια για την «πολιτική μνημης» στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο, «ο τότε πρόεδρος Ρίχαρντ Βαϊτσέκερ εκφώνησε λόγο με τον οποίο κατέστησε σαφές ότι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν υπήρξε ήττα αλλά η απαρχή μιας απελευθερωτικής διαδικασίας και για την ίδια τη Γερμανία. Απελευθέρωση από τη ναζιστική δικτατορία, η οποία επέτρεψε στο γερμανικό έθνος να επανέλθει στην κοινότητα των κρατών και των εθνών και να συμβάλει στην οικοδόμηση μιας ειρηνικής Ευρώπης. Αυτή η ερμηνεία είναι ευρύτατα διαδεδομένη σήμερα. [...] Δυστυχώς, δεν ήμασταν σε θέση να το φέρουμε αυτό σε πέρας με τις δικές μας δυνάμεις, αλλά χρειάστηκε η βοήθεια των συμμαχικών δυνάμεων για την ανατροπή εκείνης της τρομερής δικτατορίας».
Η πολιτικοϊδεολογική αυτή μετατόπιση έγινε καθολικά αντιληπτή χάρη σ’ ένα γραφειοκρατικό σύστημα που αναπαράγει πιστά τις εντολές της κεντρικής διοίκησης σε όλη την κλίμακα του κρατικού μηχανισμού.
Όπως μας ανέλυσε η ίδια βουλευτής, η διαχείριση των «μνημειακών τόπων» υπακούει σ’ ένα ενιαίο μοντέλο, επεξεργασμένο από το υπουργείο Πολιτισμού το 1999 και αναθεωρημένο το 2008, με κεντρική χρηματοδότηση από το υπουργείο Εξωτερικών και το Ομοσπονδιακό Ταμείο.
Όσο για την εμπέδωση αυτής της γραμμής στη βάση της κοινωνίας, η συνομιλήτριά μας διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις: «Δεν αρνούμαι πως υπάρχουν άνθρωποι σε τούτη τη χώρα, οι οποίοι εξακολουθούν να βλέπουν την 8η Μαΐου σαν μια μέρα ήττας».
Η φυσική συνέχεια ανάμεσα στο ναζιστικό και το μεταπολεμικό καθεστώς, στο επίπεδο τουλάχιστον του μικρομεσαίου στελεχικού δυναμικού, είναι κάτι που ομολογείται ανοιχτά, αν και σε μάλλον χαμηλούς τόνους.
Μια τυπική περίπτωση αυτής της συνέχειας επισημαίνεται σε ειδική προθήκη της έκθεσης του Ιστορικού Μουσείου για τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια: ο Καρλ Σουλτς, προπολεμικό στέλεχος της αστυνομίας κι εν συνεχεία του ναζιστικού κόμματος, των SA και των SS, με δράση στις δολοφονικές «ειδικές ομάδες» (Einsatzgruppen) των SS, ολοκλήρωσε μεταπολεμικά τη σταδιοδρομία του ως επικεφαλής της αστυνομίας στο κρατίδιο της Βρέμης˙ στον υπηρεσιακό φάκελό του, όλη η δράση του μεταξύ 1932 και 1945 έχει προσεκτικά απαλειφθεί.
Με δεδομένη τη μαζικότητα του παλιού καθεστώτος, η παραδοχή αυτής της συνέχειας διατυπώνεται από τους ταγούς της επίσημης ιδεολογίας όχι μόνο ως πρόβλημα, αλλά ενίοτε και ως θετική διαπίστωση.
«Πολλοί λειτουργοί του ναζιστικού καθεστώτος υπήρξαν ευτυχείς που οικοδόμησαν τη δημοκρατική Δυτική Γερμανία», αποφαίνεται χαρακτηριστικά ο Γκολτς, αντιδιαστέλλοντας αυτή την προσαρμογή στον επίσημο αντιφασισμό τής πάλαι ποτέ Ανατολικής Γερμανίας, που χρησιμοποιήθηκε «ως κρατικό δόγμα μιας επιτηρούμενης κοινωνίας».

Η μνήμη ως διακύβευμα


Στην πραγματικότητα, η σημερινή δημόσια εικόνα δεν πρόκυψε από μια κεντρικά σχεδιασμένη γραφειοκρατική επιλογή αλλά από έντονες πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις.
«Για να υπάρξει αυτός ο μεγάλος αριθμός μνημείων, κέντρων τεκμηρίωσης κ.λπ.», υπενθυμίζει η Μαρτίνα Φίσερ, «χρειάστηκε ν’ αγωνιστούν πολλοί άνθρωποι, προκειμένου ν’ αποτραπεί η χρήση των συγκεκριμένων χώρων για γκαράζ ή σούπερ μάρκετ και ν’ αποδοθούν στη σημερινή τους χρήση».
Το χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα αποτελεί η «Τοπογραφία του Τρόμου», το εξαιρετικό μουσείο που οικοδομήθηκε στον χώρο των παλιών αρχηγείων της Γκεστάπο και των SS, αντί για το αυτοκινητοδρόμιο και τις αθλητικές εγκαταστάσεις που είχαν αρχικά προγραμματιστεί.
Το πελώριο μνημείο του Βερολίνου «για τους δολοφονημένους Εβραίους της Ευρώπης» (2005) ακολούθησαν έτσι κάποια άλλα, λιγότερο επιβλητικά, για τις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες που εξολοθρεύτηκαν συστηματικά από τους ναζί: ομοφυλόφιλους (2008), Τσιγγάνους (2012), διανοητικά ανάπηρους (2014).



Δικαίωμα στη μνήμη έχουν ακόμη και τα άψυχα, όπως πιστοποιεί το διακριτικό μνημείο της πλατείας Μπέμπελ για τα 25.000 «αντεθνικά» βιβλία που κάηκαν πανηγυρικά στις 10 Μαΐου 1933 μπροστά στο πανεπιστήμιο από τους φοιτητές του ναζιστικού κόμματος.
Για τη σχέση Ολοκαυτώματος και «πλειονοτικής» κοινωνίας, περισσότερο εύγλωττες αποδεικνύονται δύο άλλες συμβολικές αναπαραστάσεις.


Το σύμπλεγμα της οδού Ροζενστράσε, προς τιμήν της διαδήλωσης περίπου 200 Γερμανίδων που απαίτησαν –και απέσπασαν– την απελευθέρωση των συλληφθέντων Εβραίων συζύγων και γιων τους (27 Φεβρουαρίου 1943), συμπληρώνεται από το άγαλμα ενός «απλού πολίτη» που παρακολουθεί απαθώς τα τεκταινόμενα από την ασφάλεια του απομακρυσμένου παγκακιού του.
Εξίσου υπαινικτικοί, οι μπρούντζινοι κυβόλιθοι (Stolperstein) που έχουν φυτευτεί τα τελευταία χρόνια στο κατώφλι διαφόρων κτιρίων της πόλης, θυμίζουν όχι μόνο τα θύματα του Ολοκαυτώματος που κατοικούσαν κάποτε εκεί, αλλά και την αναγκαστική μεταβίβαση των κατοικιών (στους «Αρείους» νέους ιδιοκτήτες τους) που συνόδευσε –και διευκόλυνε– αυτή τη βίαιη εκκαθάριση.
Όπως είναι φυσικό, η αναμόχλευση αυτού του όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος γεννά ουκ ολίγες δημόσιες αντιπαραθέσεις. Φαίνεται, μάλιστα, ότι παρόμοιοι διαξιφισμοί είναι ιδιαίτερα προσφιλείς στη γερμανική διανόηση.
Ακόμη και στην άκρως επίσημη επιμνημόσυνη τελετή της 7ης Μαΐου για τα δεκάχρονα του Μνημείου του Ολοκαυτώματος, τη μερίδα του λέοντος απέσπασε έτσι η επίμονη προσπάθεια των οργανωτών ν’ αποσπάσουν δηλώσεις μετανοίας απ’ όσους παράγοντες είχαν εκφράσει παλιότερα αμφιβολίες για το έργο.
Γεμάτη αντιφάσεις είναι η ιστορία και αρκετών παλιότερων μνημείων, η λειτουργία των οποίων υπέστη αλλεπάλληλους μετασχηματισμούς ανάλογα με τις πολιτικές εξελίξεις.
Το μαυσωλείο του 1815 για τους «εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες» των Πρώσων κατά του Ναπολέοντα μετατράπηκε έτσι διαδοχικά σε μνημείο του αγνώστου στρατιώτη (την περίοδο της Βαϊμάρης), των ηρώων (επί ναζισμού), αντιφασιστικής κι αντιπολεμικής μνήμης (κατά την πρώτη δεκαετία της ΓΛΔ), ξανά μνημείο του αγνώστου στρατιώτη αλλά και του «αγνώστου θύματος των στρατοπέδων συγκέντρωσης» (μεταξύ 1969 και 1989), για να καταλήξει σήμερα «μνημείο των θυμάτων του πολέμου και της δικτατορίας» – με έντονα χριστιανικούς συμβολισμούς, που δεν έγιναν αδιαμαρτύρητα αποδεκτοί.
Ανάλογες μεταποιήσεις επιφύλαξε η ιστορία και στα χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, που στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται ως χώροι κράτησης (το Σαξενχάουζεν απ’ τους Σοβιετικούς, το Νταχάου απ’ τους Αμερικανούς) ή στέγασης προσφύγων, προτού αναγορευθούν τη δεκαετία του 1960 «χώροι μνήμης».
Απτό αποτέλεσμα των ενδιάμεσων χρήσεων υπήρξε η κατεδάφιση μεγάλου μέρους των αρχικών εγκαταστάσεων και η συνακόλουθη άμβλυνση της αίσθησης που προκαλείται στον σημερινό επισκέπτη.

Θύτες και θύματα

Η γεωπολιτική αναβάθμιση της Γερμανίας μετά την ενοποίησή της το 1990 δεν έμεινε χωρίς συνέπειες.
Μια απ’ αυτές είναι η αυξανόμενη προβολή όσων ο «μέσος Γερμανός» υπέστη στη διάρκεια του πολέμου και η συνακόλουθη καλλιέργεια μιας συλλογικής μνήμης που λειτουργεί, αν όχι ευθέως ανταγωνιστικά, τουλάχιστον εξισορροπιστικά προς την αυτοκριτική για το ναζιστικό παρελθόν.
Ως εμβληματικότερη σχετική αναφορά επιστρατεύονται οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί του 1943-45 και κυρίως η πυρπόληση της Δρέσδης (13 Φεβρουαρίου1945), η επέτειος της οποίας έχει αναχθεί σε πανεθνική εκδήλωση της γερμανικής ακροδεξιάς.
Η επίσκεψή μας εκεί ήταν αρκετά διδακτική για την απόσταση που χωρίζει τη βαθιά γερμανική ενδοχώρα από τη φιλελεύθερη και κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα.
Ο πρώτος που αναγνωρίζει αυτή την πραγματικότητα είναι, παραδόξεως, ένας επαγγελματίας στρατιωτικός: ο συνταγματάρχης Ματίας Ρογκ, διευθυντής του τοπικού Μουσείου Στρατιωτικής Ιστορίας.
Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε τόνισε επανειλημμένα την ανάγκη κατάρριψης των «δημοφιλών μύθων» που, με αφετηρία τη χιτλερική προπαγάνδα της εποχής, εξακολουθούν να επιβιώνουν γύρω από την καταστροφή της πόλης – από τον αριθμό των θυμάτων (22.700-25.000 κι όχι 100.000, όπως αναφέρεται συχνά) και τη στρατιωτική σημασία του βομβαρδισμού («από τον σιδηροδρομικό σταθμό περνούσαν καθημερινά 20.000 στρατιώτες για το Ανατολικό Μέτωπο»), μέχρι τον σκληρό πυρήνα της εθνικής θυματολογίας: «Επισημαίνουμε πως η Δρέσδη δεν ήταν μόνο θύμα αλλά και θύτης. Ηταν μια φαιά πόλη, έδρα πολεμικής βιομηχανίας για την οποία δούλευαν 20 στρατόπεδα συγκέντρωσης».
Στην πανοραμική έκθεση του Αυστριακού καλλιτέχνη Γιάντεγκαρ Ασίσι για τον βομβαρδισμό, που φιλοξενείται στα περίχωρα, ο αισθητικός εντυπωσιασμός επιχειρείται ως εκ τούτου να εξισορροπηθεί διανοητικά με λεπτομερείς πληροφοριακούς πίνακες για το ναζιστικό παρελόν της Δρέσδης και τις προηγούμενες καταστροφές άλλων ευρωπαϊκών πόλεων από τη γερμανική αεροπορία (Γκερνίκα, Κόβεντρι).
Πρόθεση των δημιουργών ήταν να ερμηνεύσουν το μακελειό σαν αναπόδραστη συνέπεια του ολοκληρωτικού πολέμου που ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Γ΄ Ράιχ.
Η υποκειμενική ερμηνεία της όλης εμπειρίας από το ντόπιο κοινό που αγκάλιασε το έκθεμα, κυρίως ηλικιωμένους που συρρέουν με τα εγγόνια τους, παραμένει ωστόσο συζητήσιμη.
Δεν λείπουν και ακραίες μορφές αυτοθυματοποίησης, διά της ψυχολογικής οδού.
«Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός. Ποτέ δεν μπόρεσα ν’ ανακαλύψω τι έκανε. Υπήρξε πάντα σιωπηλός, πράγμα πολύ ύποπτο», εξομολογείται χαρακτηριστικά η ψυχίατρος Χέλγκα Σπράνγκερ, ιδρυτής της ΜΚΟ «Παιδιά του Πολέμου», για να καταλήξει ωστόσο στο συμπέρασμα όπως «είναι πολύ πιο εύκολο να είσαι το παιδί ενός θύματος παρά το παιδί ενός θύτη».
Στη φωτογραφική παρουσίαση της εισήγησης τής, εικόνες κρατουμένων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης κι εργαλείων βασανισμού της Γκεστάπο επισκιάζονται από τους σωρούς των πτωμάτων που προκάλεσαν οι συμμαχικές βόμβες.

Τα όρια της ενοχής

Εκτός από τη σχετικοποίηση, αξιοσημείωτη ειναι επίσης η πολλαπλή επιλεκτικότητα της γερμανικής αυτοκριτικής για το παρελθόν.
Αν το Ολοκαύτωμα και τα έργα του «κομματικού» στρατού των SS καταδικάζονται ανεπιφύλακτα απ’ όλες τις εκδοχές του συνταγματικού τόξου, δεν συμβαίνει το ίδιο με τη δράση της Βέρμαχτ, του «κανονικού» δηλαδή εθνικού στρατού που διεξήγαγε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μια βαθιά ριζωμένη μιλιταριστική παράδοση και οι επιταγές του Ψυχρού Πολέμου (η δημιουργία της Μπούντεσβερ το 1955 κι η στελέχωσή της με παλιούς αξιωματικούς της Βέρμαχτ) περιόρισαν εδώ σημαντικά την όποια μεταπολεμική κάθαρση, κατασκευάζοντας την ψευδή εικόνα ενός άσπιλου «επαγγελματικού» στρατού που άφησε στους κατακτημένους τις καλύτερες δυνατές αναμνήσεις.
Η δομική αμφισβήτηση αυτής της κατασκευής έγινε μόλις το 1995, με την έκθεση «Πόλεμος εξόντωσης. Τα εγκλήματα της Βέρμαχτ, 1941-1944» που επιμελήθηκε το Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας του Αμβούργου (βλ. «Ιός», 26.10.1997).
Έκθεση που προκάλεσε δημόσιο σκάνδαλο, κατηγορήθηκε από επιφανείς δημοσιογράφους σαν προπαγανδιστικό πόνημα «πρώην κομμουνιστών κι επιγόνων του 1968», η δε περιοδεία της στην ενδοχώρα αντιμετώπισε συχνά διαδηλώσεις βετεράνων, ακροδεξιών και λοιπών εθνικοφρόνων.
Παρ' όλα αυτά, το ταμπού έσπασε, για όσους τουλάχιστον ήταν διατεθειμένοι ν’ αντικρίσουν την κατάρρευση ενός ακόμη εθνικού μύθου.
Εξίσου προβληματική αποδεικνύεται η γεωγραφική επιλεκτικότητα της όποιας συλλογικής ενοχής. 
Αν η εξοντωτική φύση του πολέμου στην πρώην Σοβιετική Ενωση γίνεται πλέον διακριτικά παραδεκτή, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις αντίστοιχες επιδόσεις των κατοχικών στρατευμάτων λίγο νοτιότερα.
Η έκθεση του Γερμανικού Ιστορικού Μουσείου για τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, που επισκεφθήκαμε, καλύπτει μεν 12 διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες, της ΕΣΣΔ συμπεριλαμβανομένης, αποφεύγει όμως προσεκτικά οποιαδήποτε αναφορά στα Βαλκάνια˙ απαντώντας σε σχετικό ερώτημά μας, η επιμελήτρια της έκθεσης Μάγια Πέερς αρνήθηκε φυσικά πως αυτή η παράλειψη ήταν συνειδητή πολιτική επιλογή, επισήμανε όμως ότι η απουσία ειδικά της Ελλάδας προκάλεσε αρνητικά σχόλια στα γερμανικά ΜΜΕ.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η «Δρέσδη 1945» του Ασίσι «ξεχνά» το βομβαρδισμένο Βελιγράδι και τους 3.000-4.000 κατοίκους του που βρήκαν τον θάνατο μέσα στο πρώτο τριήμερο της γερμανικής εισβολής (6-8.4.1941).
Η άνιση αυτή μεταχείριση των θυμάτων του ναζισμού και του γερμανικού μιλιταρισμού συνειδητοποιείται πάντως σταδιακά – εν μέρει χάρη σε εξωτερικές πιέσεις, όπως η τωρινή καμπάνια της ελληνικής κυβέρνησης για τις πολεμικές επανορθώσεις.
Το επισήμανε, με τον πιο πανηγυρικό τρόπο, ο ιστορικός Αουγκουστ Βίνκλερ κατά την επίσημη ομιλία που εκφώνησε στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο για την επέτειο της 8ης Μαΐου:
«Τοπωνύμια όπως Οραντούρ [στη Γαλλία] και Λίντιτσε [στην Τσεχία] είναι πιο γνωστά στη Γερμανία από το Κραγκούγιεβατς στη Σερβία, το Δίστομο στην Ελλάδα και το Μαρτζαμπότο στην Ιταλία. Αλλά και αυτά τα ονόματα –και είναι μόνο λίγα μεταξύ πολλών άλλων– αντιπροσωπεύουν σφαγές, οι οποίες έχουν συνέπειες ακόμη και σήμερα. Δεν υπάρχει καμιά ηθική δικαιολογία προκειμένου να μην κρατάμε ζωντανή την ανάμνηση παρόμοιων εγκλημάτων στη Γερμανία και να λησμονούμε τις ηθικές υποχρεώσεις που προκύπτουν από αυτά».
Παρακολουθώντας την τελετή από το θεωρείο, διαπιστώσαμε πως η αυτή τολμηρή παραδοχή χειροκροτήθηκε θερμά από μικρή μόνο μερίδα των βουλευτών.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε κι οι περισσότεροι υπουργοί επέδειξαν αντίθετα εμφανή δυσφορία, σε αντίθεση με τον ανοιχτό ενθουσιασμό τους για τις αντιρωσικές αναφορές του ομιλητή στις πρόσφατες εξελίξεις της Ουκρανίας.
Ακόμη πιο αποκαλυπτική για τα όρια αυτού του αναστοχασμού αποδεικνύεται η αρνητική αντιμετώπιση του αιτήματος για συμβολική –έστω– αναγνώριση της μαζικής εξόντωσης των ιθαγενών της Ναμίμπια από τις γερμανικές αποικιακές αρχές το 1904-1909.
Κάθε φορά που ο συνταξιδιώτης μας Ελβις Μουραρανγκάντα, δημοσιογράφος της εφημερίδας «Namibian Sun», έθετε το ζήτημα, οι επίσημοι συνομιλητές μας απαντούσαν μ’ ένα ευγενικό αλλά κατηγορηματικό «όχι».
Ακόμη και για το στοιχειώδες αίτημα της ανέγερσης ενός μικρού μνημείου που να θυμίζει τους 60.000-80.000 Χερέρο και Νάμα (τα 3/4 του τότε πληθυσμού) που χάθηκαν στα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης του εικοστού αιώνα˙ μοναδική εξαίρεση –κι εδώ– ο διευθυντής του Πολεμικού Μουσείου, που «δεν απέκλεισε» το ενδεχόμενο να περιληφθεί κι αυτό το έγκλημα σε κάποια μελλοντική έκθεση.
Αν μη τι άλλο, οι φυλετικές ιεραρχήσεις που εισήγαγε η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία (και που ο ναζισμός προέκτεινε μέχρι την τελική, αποτρόπαιη συνέπειά τους) εξακολουθούν έστω και υπόρρητα να επιβιώνουν στον σκληρό πυρήνα της γηραιάς ηπείρου...

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

Η αύρα της παλιάς πόλης του Βερολίνου




Κι ενώ περιμένει κανείς να εντυπωσιαστεί με τη δυτική πλευρά του Βερολίνου, τελικά ερωτεύεται την ανατολική, το παλιό κομμάτι της πόλης το οποίο ξεκινάει από την πύλη του Βραδεμβούργου και χάνεται στα ανατολικά προάστια. Από εκεί θα ξεκινήσει και η βόλτα μας λοιπόν προς τις γειτονιές της παλιάς πόλης του Βερολίνου.
Η πύλη του Βραδεμβούργου (00:07-00:34) είναι το πιο γνωστό σύμβολο της πόλης. Κάποτε στεκόταν μόνη της κι επιβλητική στην Pariser Platz αλλά σήμερα βρίσκεται περιστοιχισμένη από πρεσβείες κι από το ανακαινισμένο ιστορικό ξενοδοχείο Adlon. Η πύλη χτίστηκε το 1789-91 έχοντας πρότυπο τις προσόψεις ναών της αρχαίας Αθήνας. Αν και μικρότερη σε διαστάσεις απ' όσο την περίμενα, παρέμεινε ένα μνημείο άκρως συγκινητικό για μένα διότι το έχω συνδυάσει με αρκετά ιστορικά γεγονότα που μ' έχουν συγκλονίσει, μ' αποκορύφωμα εκείνη τη μαγική βραδιά του Νοέμβρη όπου Γερμανοί κι από τις δύο πλευρές της πόλης, ανέβηκαν πάνω στο Τείχος για να πανηγυρίσουν την πτώση του.
Από την πύλη του Βραδεμβούργου ξεκινάει η περίφημη λεωφόρος Unter den Linden (00:35-00:41). Σήμερα έχει χάσει την αίγλη της από τα έργα μετρό που γίνονται κατά μήκος της λεωφόρου. Όμως βλέποντας τα αρχοντικά κτίρια που ακόμα στέκουν περήφανα στην γύρω περιοχή, διαπιστώνω πως άξια τραγουδήθηκε από την Marlene Dietrich. Στη λεωφόρο αυτή βρίσκεται ο Καθεδρικός του St. Hedwigs ο οποίος χτίστηκε στα πρότυπα του Πάνθεον της Ρώμης και το παλιότερο και πιο αξιοσέβαστο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, στο οποίο είχαν εκπαιδευτεί εικοσιεννιά νομπελίστες!
Η λεωφόρος Unter den Linden, μ' έβγαλε στην φημισμένη Bebelplatz (00:42-00:50). Μία όμορφη πλατεία με ιδιαίτερη αίγλη, η οποία αμαυρώθηκε τον Μάιο του 1933 όταν ναζί φοιτητές έκαψαν στο κέντρο της όσα βιβλία θεωρούσαν επικίνδυνα για το ναζιστικό καθεστώς. Σήμερα πέρα από το μνημείο αυτού του ιδιαίτερου Ολοκαυτώματος των βιβλίων, έχει στήσει και μία υπαίθρια βιβλιοθήκη με καναπέδες κι αιώρες προσπαθώντας έτσι οι Βερολινέζοι να επουλώσουν τις πληγές του παρελθόντος και να εντυπωσιάσουν τους σύγχρονους επισκέπτες της πόλης. Έξυπνη και πετυχημένη πρωτοβουλία.
Λίγο πιο κάτω από την Bebelplatz συναντάμε την πιο όμορφη πλατεία της πόλης, την Gendarmenmarkt (00:51-01:20). Το σχεδιάγραμμα αυτής της πλατείας θυμίζει έντονα πλατεία Ιταλικής Αναγέννησης. Στα αριστερά και δεξιά της πλατείας στέκονται οι δίδυμοι πύργοι των Deutscher και Franzosischer Dom, δηλαδή του γερμανικού και του γαλλικού καθεδρικού. Στη μέση των δύο καθεδρικών βρίσκεται το Schauspielhaus, το οποίο λειτούργησε ως θέατρο μέχρι το 1945. Μετά την καταστροφή του από τον πόλεμο, ανακαινίστηκε και σήμερα χρησιμοποιείται ως αίθουσα συναυλιών.
Αφήνω την υπέροχη πλατεία πίσω μου και κατευθύνομαι ανατολικά. Ο δρόμος με βγάζει στην πιο γραφική γειτονιά του Βερολίνου. Αναφέρομαι στην Nikolaiviertel (01:25-02:20). Στη μέση της συνοικίας στέκεται ο μεσαιωνικός ναός Nikolaikorche. Περιμετρικά του προαύλιο χώρου της εκκλησίας ξεχύνονται μικρά σοκάκια που οδηγούν τον επισκέπτη σε διάφορα εστιατόρια και μπυραρίες που κρατάνε την ατμόσφαιρα μίας άλλη εποχής. Ένα μεγάλο κομμάτι αυτής της συνοικίας ισοπεδώθηκε από τους βομβαρδισμούς αλλά οι αρχές της Ανατολικής Γερμανίας το αναστήλωσαν ξανά.
Αυτήν την τύχη δεν την είχαν όμως οι περισσότερες γειτονιές. Για παράδειγμα η συνοικία που υπήρχε μπροστά από το διάσημο κόκκινο δημαρχείο του Βερολίνου (02:20-02:32), ισοπεδώθηκε και μετατράπηκε σε μία τεράστια πλατεία. Το μόνο που απέμεινε όρθιο είναι η εκκλησία Marienkirche, η οποία χτίστηκε αρχικά το 1270 ενώ ο μπαρόκ της πύργος προστέθηκε το 1790 και το πράσινο νεο-μπαρόκ συντριβάνι που χρονολογείται από το 1895 (02:33-02:48).
Σ' αυτήν την πλατεία όμως στέκεται το πιο εντυπωσιακό οικοδόμημα της πόλης, το Berliner Fernsehturm (02:49-03:08). Αυτός ο πύργος ύψους 368 μέτρων, ανεγέρθηκε το 1965-9 από την κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας για να σηματοδοτήσει τον θρίαμβο του Ανατολικού Βερολίνου. Μέχρι σήμερα εντυπωσιάζει η όψη του. Για αρκετές ώρες στάθηκα από κάτω του, κοιτώντας εκστασιασμένος την σφαίρα που βρίσκεται στα 203 μέτρα. Μέσα στη σφαίρα αυτή λειτουργεί εστιατόρια το οποίο περιστρέφεται γύρω από τον άξονά του κάθε 30 λεπτά. Από εκεί ψηλά μπορείς να απολαύσεις θέα σαράντα χιλιομέτρων αρκεί ο καιρός να είναι καλός. Τελικά προτίμησα να θαυμάσω για ώρες το θεόρατο οικοδόμημα από χαμηλά...
Ακριβώς πίσω από τον πανύψηλο πύργο του Βερολίνου απλώνεται η θρυλική Alexanderplatz (03:09-03:20). Η τεράστια αυτή πλατεία ήταν πριν τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, το πιο ζωντανό σημείο της πόλης. Σήμερα είναι σκιά του παλιού της εαυτού, παρ' όλο που κρατάει ζωντανή τη μνήμη του ανατολικού μπλοκ. Η μεγαλύτερη ατραξιόν της πλατείας είναι το Weltzeituhr, το ρολόι παγκόσμιας ώρας.
Παρ' όλα αυτά, το βλέμμα μου παραμένει καρφωμένο πάνω στον πύργο του Βερολίνου. Όπου και να κινηθείς σ' αυτήν την πόλη, κρατάς σαν σημείο αναφοράς την κορυφή του η οποία φαίνεται από παντού. Ξεπροβάλλει πάνω από στέγες, καθρεφτίζεται σε προσόψεις πολυκαταστημάτων και πολλές φορές τον συναντάει κανείς ως γκράφιτι σε τυφλούς τοίχους κτιρίων (03:21-03:28).
Η βόλτα ολοκληρώνεται στην Scheunenviertel, στη "συνοικία των σιταποθηκών" (03:30-04:40). Εκεί βρίσκεται το σπίτι του Μπρέχτ (03:32) αλλά και η παλιά συνοικία των Εβραίων η οποία κρατάει μέχρι σήμερα τα σημάδια του πολέμου. Οι τοίχοι γαζωμένοι με σφαίρες (03:45), οι ανακαινισμένες εβραϊκές γειτονιές (03:49), η αναστηλωμένη Sophienstrabe με την προτεσταντική ενοριακή εκκλησία της (03:53), οι τετράγωνες μπρούτζινες πλάκες που είναι σφηνωμένες στα πλακόστρωτα, με σκοπό να ενημερώνουν τους επισκέπτες πως σ' εκείνον τον δρόμο κατοικούσαν Εβραίοι που εξοντώθηκαν στο Άουσβιτς και στα άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης (04:01), τα μνημεία όπως αυτό της Grobe Hamburger Strasse (04:05-04:16) και η αναστηλωμένη Neue Synagoge (04:17-04:25), η οποία υπήρξε κάποτε η μεγαλύτερη της Ευρώπης. Κατάφερε να σωθεί το 1938 αλλά καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Η βόλτα καταλήγει στην νοτιοανατολική πλευρά της πόλης. Εκεί βρίσκεται η East-Side Gallery (έχω δείξει τμήματα του Τείχους στο άλλο βίντεο εδώ) και η πιο όμορφη γέφυρα του Βερολίνου (04:42-04:52). Τέλος διαδρομής στον προαύλιο καταπράσινο χώρο μίας εκκλησίας που βρισκόταν κοντά στο ξενοδοχείο μου (04:53).
Το Βερολίνο ξεχωρίζει στα μέχρι τώρα ταξίδια μου ως μία πόλη πρότυπο για όσες θέλουν να διαφυλάξουν τη μνήμη τους, Ένα πετυχημένο πείραμα κι ένα ιδιαίτερο παράδειγμα για όλους αυτούς που δεν έχουν κόμπλεξ ούτε επιδιώκουν να κρύψουν τις σκοτεινές σελίδες του παρελθόντος τους προσβλέποντας σε ένα μέλλον καλύτερο και λαμπρότερο.
Το Βερολίνο μου χάρισε πέντε υπέροχες και συγκινητικές μέρες.
Γι' αυτό και το Βερολίνο θα μου μείνει αξέχαστο...

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Τυχαίες συναντήσεις περιπτέρου...



Καθημερινή συνήθεια των τελευταίων χρόνων, να διαβάζω κάθε πρωί στις έντεκα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που είναι κρεμασμένα σ' ένα περίπτερο έξω από τον εργασιακό μου χώρο. Μία ιεροτελεστία που συνοδεύεται με σάντουιτς ή μία μπουγάτσα. Με αφορμή την ανάγνωση των ειδήσεων γίνονται οι πιο ενδιαφέρουσες συζητήσεις με αγνώστους.
- Παλικάρι μου, είναι εκεί πουθενά κρεμασμένη η kontra news;
Ένα συμπαθητικό γεροντάκι είχε σταθεί πίσω μου και με κοιτούσε επίμονα. Γύρισα και τον κοίταξα. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του περιμένοντας να τον εξυπηρετήσω.
- Δεν βλέπω πουθενά την εφημερίδα που θέλετε κύριε.
- Κρίμα.
- Έχει όμως το Μακελειό αν θέλετε μία αντίστοιχη εφημερίδα να διαβάσετε, του είπα αστειευόμενος.
- Ποιους βρίζει αυτή;
- Τους πάντες.
Γέλασε με τη ψυχή του και στάθηκε σε μία καρέκλα που είχε αφήσει ο περιπτεράς έξω. Τον κοίταξα με περιέργεια. Δεν ήθελα να φάω το διάλειμμά μου με έναν μπάρμπα που ήθελε κουβέντα. Έψαχνα τρόπο να ξεγλιστρήσω για να επιστρέψω μία ώρα νωρίτερα στον εργασιακό μου χώρο. Πριν όμως του γυρίσω πλάτη άκουσα πάλι τη φωνή του.
- Έχεις λίγο χρόνο να σου πω κάτι;
- Παρακαλώ...
- Ξέρεις γιατί τους βρίζω όλους αυτούς;
- Όχι.
- Θα σου πω μία ιστορία. Την ιστορία μου. Γεννήθηκα μέσα στη φτώχεια. Ζούσα στον Βόλο τότε. Στη συνοικία που ήταν το πατρικό μου, είχε ένας γείτονας γουρούνια. Και μαζί με τα μεγάλα είχε και κάποια μικρά. Είχα σταθεί στα κάγκελα και τα κοιτούσα. Κάποια στιγμή βγήκε ο ιδιοκτήτης τους και με είδε. "Σου αρέσουν" με ρώτησε. "Ναι" του απάντησα. "Αν θες μπες μέσα να τα χαϊδέψεις". Άνοιξα που λες την πόρτα και μπήκα μέσα και χάιδευα τα μικρά. "Θες να σου χαρίσω ένα;" μου είπε χαμογελαστά ο κύριος. "Αμέ" του απάντησα γεμάτος χαρά. "Φέρε μία τριχιά από το σπίτι σου να σου δέσω ένα". Τρέχω σαν τρελός σπίτι. Βρίσκω μία και του την πάω. "Αυτή είναι πολύ λεπτή και θα σπάσει". Ξαναγυρνάω σπίτι να του φέρω άλλη. "Αυτή είναι κοντή και δε θα φτάσει". Ξανακάνω άλλο ένα δρομολόγιο. "Αυτή είναι χοντρή και δε θα πιάσει ο κόμπος". Απελπίστηκα. Πριν φύγω με ξαναρωτάει αν έχω κανένα καλάθι. Γυρνάω τρέχοντας σπίτι αφού βρέθηκε μία καλύτερη λύση και του φέρνω ένα καλάθι. "Μα αυτό είναι μικρό και δε θα χωράει το ζωντανό εκεί μέσα". Φέρνω ένα πιο μεγάλο καλάθι αλλά δε μπορούσα μετά να το σηκώσω... Που θέλω να καταλήξω για να μη σε κουράζω. Μην ελπίζεις σε καμία λύση απ' αυτές που γράφουν οι φυλλάδες. Ζω πενήντα χρόνια στη Γερμανία. Τους ξέρω καλά. Μας κοροϊδεύουν.
Κι έτσι ξεκίνησε μία ιδιαίτερη συζήτηση που μου έφαγε όλο το διάλειμμα αλλά μου πρόσφερε μία ακόμη οπτική όσον αφορά τις τελευταίες εξελίξεις που βιώνουμε. Από έναν άνθρωπο που έζησε τη φτώχεια, την ξενιτιά και πάλεψε χωρίς να ξέρει καλά γερμανικά, στήνοντας μία επιχείρηση σε μία επαρχιακή πόλη της Γερμανίας για να μπορέσει να ζήσει αξιοπρεπώς εκείνος και η οικογένειά του.
Ένας άνθρωπος που κυκλοφορεί αθόρυβα ανάμεσά μας στο πεζοδρόμιο.
Ένας άνθρωπος που διαβάζει μαζί μας τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων στα περίπτερα.
Ένας συνάνθρωπος που κουβαλάει μία ενδιαφέρουσα ιστορία...

Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Η φθορά της Αριστεράς



του Θανάση Γιαλκέτση

Ο Ιταλός ιστορικός Μάσιμο Σαλβαντόρι είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Τορίνο. Στη γλώσσα μας κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η ιδέα της προόδου» (Σαββάλας, 2011). Το ακόλουθο άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα La Repubblica.

Οταν στοχαζόμαστε γι’ αυτό που αποτελεί τον ζωτικό πυρήνα της Αριστεράς –που αποτελεί δηλαδή ταυτόχρονα την ιδρυτική της αξία και τον σκοπό που αυτή δεν μπορεί να μην επιδιώκει, αν δεν θέλει να απαρνηθεί τον εαυτό της- χρειάζεται να μένουμε σταθεροί στην άποψη ότι αυτό είναι η ισότητα. 
Ολα τα ρεύματα της Αριστεράς συμφωνούσαν πάντοτε στο να υψώνουν ως δική τους σημαία τη σημαία της ισότητας. Αυτή η συμφωνία όμως δεν ίσχυε πάντα σε ό,τι αφορά τόσο τον τύπο και τον βαθμό της ισότητας όσο και τα μέσα για την επιδίωξή της. Κατά τη γνώμη μου, για όποιον θέλει να αποσαφηνίσει τις ιδέες σχετικά με αυτό το θέμα παραμένει πολύτιμο το δοκίμιο του Νορμπέρτο Μπόμπιο «Δεξιά και Αριστερά» [ελληνική έκδοση: Πόλις, 2013].
Εδώ ουσιώδες μέρος της ανάλυσης αφιερώνεται στο να καταδείξει το πώς η Αριστερά, που ενώνεται γύρω από τον εξισωτισμό, διαιρείται σκληρά στο εσωτερικό της γύρω από το «πόσον» εξισωτισμό πρέπει να επιδιώκει και το πώς πρέπει να τον κατακτήσει.
Διαιρείται μάλιστα τόσο σκληρά ώστε η ιστορία της Αριστεράς είναι στις βασικές γραμμές της ιστορία δύο αρκετά διαφορετικών εκδοχών Αριστεράς: από τη μια μεριά η επαναστατική, η ριζοσπαστική Αριστερά, από την άλλη η μετριοπαθής, η μεταρρυθμιστική Αριστερά· από τη μια μεριά οι κομμουνιστές Γουινστάνλεϊ, Μπαμπέφ, Μαρξ, Λένιν, Μάο και από την άλλη οι μεταρρυθμιστές Οουεν, Μπλαν, Μπερνστάιν, ο «αποστάτης» Κάουτσκι, φτάνοντας ώς τον Πάλμε. 
Το πρώτο ρεύμα απέβλεπε στον ολικό εξισωτισμό που θα εξασφαλιζόταν μέσω της κολεκτιβοποίησης των μέσων παραγωγής και της δικτατορίας του προλεταριάτου, ενώ το δεύτερο απέβλεπε σε έναν εξισωτισμό –αναφέρω τη φράση του Μπόμπιο– «νοούμενο όχι ως η ουτοπία μιας κοινωνίας στην οποία όλοι είναι ίσοι σε όλα, αλλά ως τάση που ευνοεί τις πολιτικές οι οποίες αποσκοπούν στο να καταστήσουν πιο ίσους τους άνισους» χάρη στην κατίσχυση των κοινωνικών δικαιωμάτων και στο πλαίσιο του σεβασμού της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων ελευθερίας όλων.
Αυτός είναι ο πίνακας των αξιών και των στόχων των δύο εκδοχών της Αριστεράς.
Η Ιστορία υπήρξε ανελέητα σκληρή με την κομμουνιστική Αριστερά.
Πρώτα την οδήγησε στους μέγιστους θριάμβους με την κατάκτηση της εξουσίας και έπειτα την έσπρωξε να αρνηθεί στην πράξη όλα τα ιδεώδη της, με κορύφωση έναν ταπεινωτικό ολοκληρωτισμό. Η μεταρρυθμιστική σοσιαλιστική Αριστερά είχε μια καλύτερη μοίρα, πετυχαίνοντας στον εικοστό αιώνα με τον «σοσιαλδημοκρατικό συμβιβασμό» -από τον οποίο προήλθαν οι θεσμοί του κράτους πρόνοιας- σημαντικά αποτελέσματα, που συνέβαλαν καθοριστικά στο να μειωθούν οι ανισότητες, στο να δοθεί μεγαλύτερη αξιοπρέπεια στον κόσμο της εργασίας και στο να εξασφαλιστεί κοινωνική προστασία στα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα.
Αυτή είναι η μοναδική Αριστερά που απομένει, αλλά δεν βρίσκεται καθόλου σε καλή κατάσταση.
Η νεοφιλελεύθερη επίθεση της έχει αφαιρέσει κάθε περιεχόμενο, σε σημείο που φαίνεται να επιβιώνει μόνο σαν κατάλοιπο μιας ιστορικής παράδοσης. Είναι βέβαια ακόμα στην Ευρώπη μια υπολογίσιμη εκλογική δύναμη.
Όπως όμως δείχνει η περίπτωση της Γαλλίας, δεν έχει δυναμική, περιορίζεται στο να αντιστέκεται σε μια κατάσταση αυξανόμενης φθοράς.
Η αποδυνάμωση της σοσιαλδημοκρατίας οφείλεται σε παράγοντες όπως η υποχώρηση των τρόπων παραγωγής που βασίζονταν στα μεγάλα εργοστάσια και στη συγκέντρωση σε αυτά των μαζών των βιομηχανικών εργατών, η έλευση των παραγωγικών τεχνικών που συνδέονται με την αυτοματοποίηση και την πληροφορική, η αποδυνάμωση των συνδικάτων, η οποία στέρησε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα από εκείνους που ήταν τα παραδοσιακά τους στηρίγματα.
Πρέπει να προσθέσουμε ότι αυτά τα κόμματα δρούσαν σε κράτη στα οποία οι οικονομικές και πολιτικές αποφάσεις βρίσκονταν στα χέρια Κοινοβουλίων και εθνικών κυβερνήσεων που στηρίζονταν σε συστήματα «εθνικής οικονομίας».
Η οικονομική παγκοσμιοποίηση μετατόπισε αυτούς τους μοχλούς στα χέρια υπερεθνικών ολιγαρχιών, που είναι ικανές να υπαγορεύουν τους νόμους τους στο οικονομικό πεδίο, να προσανατολίζουν την πολιτική και την οικονομία, να επηρεάζουν την κοινή γνώμη και το εκλογικό σώμα.
Εδώ βρίσκεται η ρίζα της αποδυνάμωσης και της απώλειας προσανατολισμού της σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς, η οποία υποχρεώνεται να δίνει μια δύσκολη και ατελέσφορη αμυντική μάχη. Δύσκολη και ατελέσφορη, επειδή είναι ανίκανη να επεξεργαστεί μια πολιτική κουλτούρα που θα βρίσκεται στο ύψος προκλήσεων τις οποίες δεν ήταν και δεν είναι προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει.
Η σοσιαλδημοκρατική Αριστερά επιβιώνει όπως μπορεί, εκφράζει ένα «μεγάλο παράπονο» εναντίον της αδυσώπητης αύξησης των αβυσσαλέων ανισοτήτων μεταξύ των λίγων πάμπλουτων, εκείνων που δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα και των πολλών φτωχών και πάμπτωχων, αλλά δεν κατορθώνει να συντονίσει τις δυνάμεις της σε διεθνές επίπεδο και προσπαθεί να υπερασπιστεί τα κατάλοιπα εκείνου του κράτους πρόνοιας η κατάκτηση του οποίου υπήρξε η δόξα της.
Ο Μαρξ είχε πει κάτι αληθινά σωστό: ότι τα ιδανικά μετριούνται από την ικανότητα να τα κάνουμε πράξη. Η σύγχρονη Αριστερά σπαράσσεται από αυτή την αντίφαση: ενώ παρακινείται από τις τερατώδεις ανισότητες να εκφράζει το «μεγάλο παράπονο» στο όνομα ενός ανθρώπινου εξισωτισμού, δεν κατορθώνει πλέον να επιδρά, παρά μόνον αδύναμα, στους μηχανισμούς εξουσίας που αντιτίθενται στην ισότητα. Το αναπόφευκτο ερώτημα είναι αν αυτή θα μπορέσει να βγει από τον κατήφορο που την παρασέρνει σε μια βαθιά κρίση.
Μπροστά στις πελώριες αδικίες εναντίον των δικαιωμάτων των ασθενέστερων στρωμάτων, μια σειρά εξέχοντες πολιτικοί φιλόσοφοι και διανοούμενοι –περιορίζομαι να αναφέρω, εκτός από τον Μπόμπιο, τον Μάικλ Ουόλτσερ, τον Τόνι Τζαντ, τον Κόλιν Κράουτς- επέμειναν να υπενθυμίζουν τις κατακτήσεις της σοσιαλδημοκρατίας στον εικοστό αιώνα και να υποστηρίζουν ότι δεν βλέπουν άλλο πολιτικό υποκείμενο ικανό να ανακόψει την πορεία του θριαμβεύοντος νεοφιλελευθερισμού.
Ετσι επιφορτίζεται η σοσιαλδημοκρατία με ένα δύσκολο αλλά και ευγενές καθήκον.
Παραμένει το γεγονός ότι η κριτική στον κόσμο που γεννά τις ανισότητες είναι μια προϋπόθεση που από μόνη της δεν είναι ικανή να παράγει την αποτελεσματική δράση.
Αυτή φαίνεται επομένως να είναι η κατάσταση: η Αριστερά είναι σοβαρά άρρωστη και δεν μπορεί να αυταπατάται ότι θα συνεχίζει να ζει μόνο με ιδέες διαμαρτυρίας.
Το να προσπαθήσουμε να δούμε την κατάσταση αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για οποιοδήποτε βήμα προς την ανατροπή της.
Θα δούμε αν η Αριστερά θα κατορθώσει να αποκτήσει μια κουλτούρα, ένα πρόγραμμα, μια νέα οργάνωση. Προς το παρόν πάντως δεν διαφαίνονται σχετικές ενδείξεις.

Και μια τελευταία παρατήρηση:

Στην Ιταλία πού βρίσκεται η Αριστερά;
Στον χώρο του Ρέντσι, του Λαντίνι, του Βέντολα;
Προς το παρόν κανείς τους δεν το έχει εξηγήσει με τρόπο κατανοητό.
Ας προσπαθήσουν να το κάνουν, αν μπορούν, έτσι ώστε και οι πολίτες να μπορέσουν να καταλάβουν και να ενεργήσουν αναλόγως.
Ας προσπαθήσουν ο Ρέντσι, ο Λαντίνι, ο Βέντολα να βάλουν σε μια τάξη τις ιδέες τους και να γράψουν τα προγράμματά τους.
Είναι ένα ζήτημα πολιτικής υπευθυνότητας.

Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών

Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

Ορφέας, Αριθμός Ανάμνησης 2367



της Ράνιας Παπακώστα


Η πόλη σου
Η πόλη μας

οι νύχτες της μικραίνουν, οι μέρες φορτίζονται
ο ουρανός γίνεται στέρεος
εκπομπές ευφορίας γλυκαίνουν την ατμόσφαιρα
οι άνθρωποι περπατούν αργά, μιλούν πιο ήρεμα, χειρονομούν ευγενικά
τα πρωινά η ζέστη σφυρίζει ξεχασμένες μελωδίες στα χείλη των περαστικών
τα βράδια οι σκιες στους τοίχους των κτιρίων μεγαλώνουν χαμηλόφωνα
κι ας βηματίζουν ανάποδα, οι δείκτες στα ρολόγια
παρατηρώ τις αλλαγές από απόσταση
δεν μοιράζομαι τον ήλιο
μένω κρυμμένος
καιροφυλακτώ
το δέρμα μου σκληραίνει
οι τρίχες μου σηκώνονται
η όσφρησή μου οξύνεται
τα νύχια μου μακραίνουν
δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα πια
πεινάω
διψάω
κρυώνω
σε ψάχνω
το πέρασμά σου ξυπνάει τα ζώα
δυναμώνει τον άνεμο
σβήνει τα φανάρια
ακινητοποιεί τα τρόλλει
σε βλέπω
σε μυρίζω
είσαι κοντά μου
αλλά πρέπει να τρέξω
πρέπει να σε προλάβω
η πλάτη σου με προκαλεί
αδύνατο να μου ξεφύγεις
αρχίζω να τρέχω
τρέχω πίσω σου
σ' ακολουθώ
σ' ακολουθώ παντού
στα πρωινά ψώνια
σε συναντήσεις με φίλους
στον τρόπο που ξεκουμπώνεις το φόρεμά σου
στο τελευταίο τσιγάρο της ημέρας
σ΄ακολουθώ
σε άδεια καφέ γεμάτα ανθρώπους,
σε ανήλιες ταράτσες, σε σχολικά κενά, σε ιστορίες ενηλικίωσης,
σε ευγενή αδιέξοδα, σε απροσπέλαστες διαβάσεις
σ' ακολουθώ
είμαι ακριβώς πίσω σου
δεν μπορώ να σε φτάσω
δεν ξέρεις πως σ' ακολουθώ
δεν νιώθεις την αναπνοή μου στο σβέρκο σου
δεν ακούς το ποδοβολητό μου
οι μέρες διαδέχονται η μια την άλλη
ο χρόνος χύνεται καυτός στο πρόσωπό μου
τα γόνατά μου κόβονται, οι ώμοι μου πονάνε, το στόμα μου στεγνώνει
αλλά συνεχίζω να τρέχω
συνεχίζω να σ' ακολουθώ
δεν σταματάω δεν σταματάω στιγμή
σε μια στιγμή οι πλατείες που κατακτήσαμε φλέγονται
υγρά τα μαλλιά σου ακουμπούν στο πρόσωπό μου
αν απλώσω το χέρι θα σ' αγγίξω
διστάζω
μου ξεγλιστράς
χάνεσαι πάλι
δεν σε προλαβαίνω
συνεχίζω να τρέχω πίσω σου
συνεχίζω να σ' ακολουθω
συνεχίζω να τρέχω
δεν σε βλέπω πια
οι ήχοι της πόλης ξαφνικά σωπαίνουν, οι άνδρες εξαυλώνονται
τα δέντρα ανθίζουν, οι γυναίκες γίνονται διάφανες
βουνά υψώνονται στη θέση που άλλοτε έστεκαν πολυκατοικίες
πεδιάδες απλώνονται αντί για τις φαρδιές λεωφόρους
ρυάκια αναβλύζουν μέσα απ' τα στενά σοκάκια της πόλης
πού βρίσκεσαι;
κοιτάω γύρω μου
έχω μείνει μόνος
σταματώ να τρέχω
σκύβω
βρίσκω τις ανάσες μου
κλαίω
στο βάθος ένας γέρος ζητιάνος φωνάζει κοιτάζοντας το κενό
'Αλλαγή, κύριοι, αλλαγή! Καλύτερα να κλέβω παρά να ζητιανευω!'
σηκώνομαι
πλησιάζω αργά προς το μέρος του
βγάζω τα ρούχα μου
τον αγκαλιάζω.

Με τί θυσίες, με ποιά ανταλλάγματα, μπορεί να ξαναγεννηθεί μια πόλη;
Τίποτα δεν έχει μείνει πια απο εκείνη. Tίποτα δεν έχει μείνει πια από εκείνη την πόλη.
Μόνο αυτή η αφήγηση.

Η ιστορία σου
Η ιστορία μας

Πηγή: http://thraka-magazine.blogspot.gr/2015/05/2367.html

Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

Η έντιμη καταστροφή



του Περικλή Κοροβέση

Μια μικρή λεπτομέρεια που διέφυγε από τα δυτικά ΜΜΕ. Ξέρουμε για τον αιμοσταγή δικτάτορα του Ιράκ, Σαντάμ, που προξένησε τους «ανθρωπιστικούς» πολέμους, δηλαδή την κατάκτηση ενός κυρίαρχου κράτους από τους ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ. Αλλά δεν ξέρουμε τίποτα για τον πολιτισμό αυτής της χώρας. Είχε το υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες στη Μέση Ανατολή. Το Πανεπιστήμιο της Βαγδάτης το 1980 είχε περισσότερες γυναίκες καθηγήτριες από ό,τι το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον το 2009. Υπήρχαν παντού παιδικοί σταθμοί για να μπορούν οι γυναίκες να εργάζονται.
Οι βιβλιοθήκες της Βαγδάτης και της Μοσούλης λειτουργούσαν από τον 8ο αιώνα και είχαν σπάνια χειρόγραφα, ανάμεσά τους και την αρχαιοελληνική γραμματεία. Και οι δύο βιβλιοθήκες λεηλατήθηκαν. Το ίδιο που έγινε με τα αριστουργήματα της αρχαίας Μεσοποταμίας, εκεί όπου βρίσκεται το Ιράκ σήμερα. Είδατε πουθενά καμιά αντίδραση; Μήπως τα δυτικά πανεπιστήμια και μουσεία έχουν αγοράσει από τους αρχαιοκάπηλους-ληστές αυτούς τους θησαυρούς που είναι πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας; Κάτι μάς λένε τα Μάρμαρα της Ακρόπολης.
Οι άμαχοι νεκροί στο Ιράκ υπολογίζονται στο ένα εκατομμύριο. Και επισήμως η κυβέρνηση των ανδρεικέλων έχει παραδεχτεί πως υπάρχουν πέντε εκατομμύρια ορφανά. Σύμφωνα με τον Ταρίκ Αλί*, η κατάκτηση του Ιράκ ήταν μια από τις πιο καταστροφικές πράξεις της σύγχρονης Ιστορίας μας. Και παραθέτει μερικές συγκλονιστικές συγκρίσεις. Στην Ιαπωνία, παρά τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, η πολιτική και κοινωνική δομή της χώρας δεν καταστράφηκε. Στη Γερμανία και την Ιταλία, όπου άνθησαν ο ναζισμός και ο φασισμός, αν και ηττημένες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η κρατική τους μηχανή έμεινε σχεδόν ανέπαφη. Η Δύση είχε βρει έναν νέο εχθρό: το ανατολικό μπλοκ υπό την κηδεμονία της ΕΣΣΔ.
Για τις ανάγκες του Ψυχρού Πολέμου, ξεπλένονται με συνοπτικές διαδικασίες και ο ναζισμός και ο φασισμός για να προχωρήσουν μετά για την Ενωμένη Ευρώπη. Οχι βέβαια πάνω στα οράματα της Ευρώπης των Λαών, όπως τα είχαν επεξεργαστεί κάποιοι πρωτοπόροι της (Σπινέλι κ.ά.), αλλά πάνω στην οικονομική ένωση, που ήταν το όραμα του Χίτλερ.
Στο Ιράκ, κατέστρεψαν ολοκληρωτικά τη χώρα. Ούτε σχολειά λειτουργούν ούτε νοσοκομεία ούτε η κρατική μηχανή που είναι βουτηγμένη στη διαφθορά. Είναι τυχαίο πως το «Ισλαμικό κράτος» έχει κατακτήσει τη Μοσούλη, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράκ, και ελέγχει μια έκταση ίση μ’ αυτήν της Μεγάλης Βρετανίας; Θα υπήρχε «Ισλαμικό κράτος» χωρίς την παρέμβαση ΗΠΑ και Ε.Ε.; Και εδώ φαίνεται πια καθαρά τι σήμαινε αυτός ο «ανθρωπιστικός» πόλεμος για τις ΗΠΑ και τους πρόθυμους συμμάχους τους, που επιπλέον είναι και «εταίροι» μας.
Πετρέλαιο και ας εξαφανιστεί ένας ολόκληρος λαός. Αν δούμε τώρα Αφγανιστάν, Λιβύη και Συρία, άνθρωποι και χώρες δεν έχουν καμία αξία μπροστά στο κέρδος. Καμία σημασία δεν έχει αν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι αγωνίζονται να σωθούν παίρνοντας τον δρόμο της προσφυγιάς προς την Ευρώπη (αν και το πρόβλημα είναι παγκόσμιο) και πνίγονται κατά χιλιάδες στη Μεσόγειο, με την Ε.Ε. να σφυρίζει αδιάφορα.
Κάποιοι δεν πρέπει να φταίνε γι’ αυτό; Καλά, οι ΗΠΑ έχουν αποδεχτεί για τον εαυτό τους πως είναι η κυρίαρχη ιμπεριαλιστική δύναμη και ως εκ τούτου δεν λογοδοτούν σε κανέναν. Το δόγμα πως ο 21ος αιώνας είναι αμερικανικός είναι συστατικό στοιχείο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Αλλά μήπως και οι πρόθυμοι σύμμαχοί τους, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Γερμανία και εν γένει η Ε.Ε., έχουν κάποια άλλη πολιτική λογική, εκτός από αυτήν του κέρδους, ανεξαρτήτως κόστους για τους λαούς που έχουν μπλεχτεί στα δίχτυα του χρέους; Γιατί όσο και αν φαίνεται παράξενο, είναι από τις φτωχές καταχρεωμένες χώρες ο πακτωλός χρημάτων που ρέει προς τις πλούσιες χώρες με τίμημα την καταστροφή τους, σε βάθος χρόνου.
Έχουμε μπουχτίσει να διαβάζουμε, να βλέπουμε και να ακούμε για διαπραγματεύσεις και «κόκκινες γραμμές». Πότε είμαστε αισιόδοξοι για την πρόοδο, πότε απογοητευόμαστε για τη μη πρόοδο που είναι βέβαια σφάλμα των εταίρων-τοκογλύφων μας. Κανείς από τους εξαίρετους διαπραγματευτές μας δεν έχει καταλάβει πως οι πρώην μεγάλοι ιμπεριαλιστές της Ε.Ε. δεν θέλουν κανένα συμβιβασμό; Απλά ζητούν τη συντριβή μας. Αυτό που ήθελε πάντα ο μεγάλος από τον μικρό. Αυτό που συμπεραίνω εγώ, παίρνοντας υπόψη κάποια μαθήματα από την Ιστορία, είναι: «Ή ακολουθείτε κατά γράμμα αυτό που σας λέμε ή θα σας συντρίψουμε». Και αυτό το ξέρουμε από την εποχή του Θουκυδίδη με τις διαπραγματεύσεις Αθηνών και Μήλου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, με αυστηρά κοινωνιολογικά κριτήρια, είναι ένα αρχηγικό δεξιό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, με μια ισχυρή αριστερή πτέρυγα. Αλλά ούτε αυτό είναι αποδεκτό από την Ε.Ε. Αυτό που θέλουν οι «εταίροι» μας είναι έναν Τσίπρα να παίζει τον ρόλο του Σαμαρά και έναν Καμμένο στον ρόλο του Βενιζέλου. Και όλα θα είναι μέλι-γάλα, με την Ελλάδα να θριαμβεύει για μία ακόμα φορά. Είναι θέμα ρητορικής.

* Aπό άρθρο του Ταρίκ Αλί στη London review of books (9.4.15)

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών 16.05.15

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Μαγιάτικες κραυγές σε αστικό περιβάλλον...



Λίγο πριν την τελική στροφή για το καλοκαίρι, σουρεαλιστικές σκηνές εξελίσσονται στους δρόμους της Αθήνας. Έχω αναφερθεί πολλές φορές σε έναν δρόμο, υποτιθέμενη βιτρίνα της "τουριστικής" Αθήνας, την Μακρυγιάννη (διαβάστε εδώ). Λίγες μέρες μετά τις εκλογές είχε επέλθει μία υποτυπώδης ευρωπαϊκή νοοτροπία σε έναν από τους πιο μικρούς πεζόδρομους της πρωτεύουσας. Κράτησε όμως για λίγο διότι ο Νεοέλληνας αντιλήφθηκε πως τίποτα δεν άλλαξε σ' αυτόν τον τόπο. Το μπάχαλο επανήλθε δριμύτερο.
Εικόνες καθημερινής τρέλας. Για μία ακόμη φορά οι αστυνομικοί είχαν σταθμεύσει τις μηχανές της πάνω στη διάβαση τυφλών της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Με το δεξί χέρι χρόνια αγκυλωμένο σε ορθή γωνία για να κρατάνε σταθερό τον φραπέ στήθηκαν χαμογελαστοί για να βγουν φωτογραφία με τρεις τουρίστριες, την ώρα που μηχανές κι αυτοκίνητα ανεβοκατέβαιναν ανεξέλεγκτα τον μεγαλύτερο πεζόδρομο της Ευρώπης.
Παρατηρώντας την κατάντια τους, αναρωτιόμουν ποιος είναι ο σκοπός τους. Για ποια υπηρεσία τους πληρώνουμε; Γιατί εθελοτυφλούν απέναντι στην παρανομία; Γιατί δεν ενοχλούνται από την εικόνα της Μακρυγιάννη που εκτός από δρόμος διπλής κυκλοφορίας έχει μετατραπεί και σε υπαίθριο πάρκινγκ μηχανών, όπου ο κάθε καραγκιόζης Νεοέλληνας παρκάρει φάτσα-κάρτα τη μηχανή του από το τραπεζάκι που θα πιει τον καφέ του; Σήμερα μάλιστα, πάνω σε μία από τις παρκαρισμένες μηχανές είδα ένα ευδιάκριτο αυτοκόλλητο που έγραφε με τεράστια και χοντρά γράμματα τη φράση "I love Greece". Βλέπετε ο συγκεκριμένος ιδιοκτήτης της μηχανής δε μπορούσε να εκφράσει με ελληνικά λόγια την αγάπη του για τον τόπο που γεννήθηκε. Κι αφού αγαπάς την Ελλάδα ρε ηλίθιε γιατί την βιάζεις με αυτόν τον τρόπο κάθε μέρα (η συγκεκριμένη μηχανή είναι καθημερινά παρκαρισμένη στο ίδιο σημείο);
Εικόνες που πλέον έχουν αρχίσει να κουράζουν κάθε ευσυνείδητο πολίτη. Ακόμα κι ο αττικός ήλιος λίγο πριν γίνει καλοκαιρινός αποφάσισε να καθαρίσει με μία σύντομη μπόρα αυτόν τον τόπο που ζέχνει από την μπόχα της νεοελληνικής κοινωνίας. Η βροχή όμως δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Και ποτέ δε θα φέρει εκτός κι αν επέλθει ένας τεράστιος λυτρωτικός κατακλυσμός που θα μας αδειάσει όλους στη θάλασσα δίνοντας την δυνατότητα σ' αυτόν τον τόπο να ανασάνει ξανά. Το ανθρώπινο είδος όμως είναι αδίστακτο και ύπουλο. Δε φοβάται τη βροχή. Δε τρέμει τη φύση.
Γυρνώντας από τη δουλειά είδα ένα τεράστιο φυτό πεταμένο σε έναν κάδο. Πήγα κοντά του. Ήταν σε πολύ καλή κατάσταση και μάλιστα βρισκόταν μέσα στη γλάστρα του. Άρχισα να αναζητώ τους λόγους που βρέθηκε χωμένο μες στα σκουπίδια. Επιστρέφοντας σπίτι σκεπτικός, διαπίστωσα πως μάλλον δε χωρούσε πια στα μικροσκοπικά μπαλκόνια των αστικών μας κελιών. Η αντίστασή του απέναντι στο γκρίζο της καθημερινότητάς μας, ήταν καταδικαστέα σε θάνατο. Ανέβηκα αμέσως στο διαμέρισμά μου και βάλθηκα να ποτίσω τις δικές μου γλάστρες. Χαμογέλασα βλέποντας το νέο φύλλο που ετοιμάζεται να σκάσει από την μπανανιά μου...
Στη συνέχεια παρατήρησα τη γειτονιά μου από το μπαλκόνι. Είναι ξεκάθαρο πως στο κέντρο της πόλης, σβήνονται με απλές κινήσεις, οι λιτές κι όμορφες νότες πρασίνου. Με απλές κινήσεις χάνονται και ανθρώπινες ψυχές στα πεζοδρόμια, με την κοινωνία αδιάφορη και ψυχρή να περιμένει ένα φορείο να ρθει να μαζέψει το νεκρό κουφάρι που κατέστρεφε σήμερα το πρωί την εικόνα της οδού Ικτίνου (Θεσσαλονίκη).
Η ουτοπία του Φλεβάρη ήταν παροδική και πέρασε...

Τρίτη 19 Μαΐου 2015

Περιπλανήσεις στη σύγχρονη πλευρά του Βερολίνου




Το Βερολίνο είναι μία πόλη με δύο όψεις, κάτι το οποίο έχει επιβληθεί από την πρόσφατη ιστορία της. Αναφέρομαι στο κομμάτι του ανατολικού και δυτικού Βερολίνου. Το δυτικό κομμάτι είναι σύγχρονο και πράσινο ενώ το ανατολικό αποτελείται κυρίως από την παλιά πόλη (και το νησί των μουσείων) η οποίο είναι αρμονικά δεμένη με τα απομεινάρια του παλιού καθεστώτος.
Για να γίνει πιο οργανωμένη η βόλτα στο δυτικό και σύγχρονο κομμάτι της πόλης, έβαλα σαν σημείο αναφοράς την Στήλη της Νίκης στο Tiergarten (00:14-00:26). Το μνημείο βρίσκεται στο κέντρο του μεγαλύτερου πάρκου της πόλης. Πάνω σε μία στήλη 62 μέτρων στέκεται το επίχρυσο άγαλμα (35 τόνων) της Νίκης. Πρώτα στήθηκε η στήλη προς τιμή της νίκης των Γερμανών απέναντι στους Δανούς το 1864. Μετά τις νίκες ενάντια στην Αυστρία το 1866 και Γαλλία το 1871 το μνημείο διακοσμήθηκε και με το γλυπτό. Στο τελείωμα της στήλης και κάτω από την επιβλητική σκιά του αγάλματος υπάρχει ένα μεγάλο μπαλκόνι από το οποίο οι θαρραλέοι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν όλη την πόλη, αφού πρώτα πάρουν μερικές ανάσες μετά την κοπιαστική ανάβαση των 285 σκαλοπατιών. Από κει πάνω μπορούμε να ξεκινήσουμε τη περιπλάνησή μας.
Πρώτος σταθμός είναι ο Μνημειακός Ναός Kaiser Wilhelm (00:27-00:58). Ένας υπέροχος ναός, ο οποίος κτίστηκε το 1895 για να τιμήσει τον Wihlelm Ι και καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς το 1943. Μετά τον πόλεμο αποφασίστηκε να διατηρηθεί ως μνημείο-σύμβολο του πολέμου, ενώ δίπλα του ανεγέρθη μία νέα μοντέρνα εκκλησία μαζί με το καμπαναριό της. Η αρχιτεκτονική των νέων κτιρίων είναι όμως αταίριαστη με το μνημείο κάτι που προκάλεσε τον χλευασμό των Βερολινέζων οι οποίοι αποκαλούν το καμπαναριό ως κραγιόν και την νέα εκκλησία ως θήκη πούδρας. Δεν έχουν άδικο. Από τον παλιό ναό έχει μείνει μόνο ο ένας πύργος ο οποίος είχε αρχικό ύψος 103 μέτρα ενώ τώρα έχει περιοριστεί στα 63 μέτρα. Στο εσωτερικό του έχουν διατηρηθεί όμορφα ψηφιδωτά που παρουσιάζουν με βυζαντινό ύφος ένθρονο τον αυτοκράτορα Heinrich I και τον Wihlelm I. Στον εσωτερικό χώρο εκτίθεται και το μεγάλο άγαλμα του Χριστού το οποίο σώθηκε από τους βομβαρδισμούς κι ο Σταυρός του Coventry φτιαγμένος από παλιά καρφιά που βρέθηκαν στον Καθεδρικό του Coventry ο οποίος καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς της γερμανικής Luftwaffe το 1940. Ο νέος ναός είναι λιτός και σκοτεινός. Στο εσωτερικό του όμως δημιουργείται μία όμορφη ατμόσφαιρα απ'το απαλό φως που διαπερνάει τα μπλε γυαλότουβλα ενώ το χρυσό άγαλμα του Χριστού με εμφανή λυπημένη έκφραση, σχεδόν αιωρείται πάνω από τα κεφάλια των πιστών.
Στο τελείωμα της δυτικής πλευράς της πόλης βρίσκεται και το Ολυμπιακό Στάδιο (00:59-01:07) όπου διεξήχθησαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Βερολίνου. Ένα γεγονός που στάθηκε αφορμή για τον Χίτλερ να δείξει στα υπόλοιπα κράτη την αίγλη του ναζιστικού καθεστώτος, σε μία σκοτεινή περίοδο που όλοι σχεδόν οι ηγέτες του δυτικού κόσμου, έβλεπαν με καλό μάτι το "πείραμα" του ναζισμού στην Γερμανία.
Νότια της Στήλης της Νίκης συναντάμε ένα μεγάλο μέρος του πάρκου της πόλης, το φημισμένο Tiergarten, την πλατεία Potsdamer, το Kultuforum καθώς κι ένα μεγάλο κομμάτι του Τείχους στην διάσημη περιοχή του Checkpoint Charlie (01:07-03:30). Σε εκείνη τη πλευρά της πόλης βρίσκεται το κτίριο της Γερουσίας (01:11) δίπλα στο τελευταίο ναζιστικό κτίριο της πόλης όπου σήμερα στεγάζεται το Υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας!
Η Potsdamer Platz είναι η πιο σύγχρονη πλατεία της πόλης. Εδώ συναντάμε τα πρώτα φανάρια (πανευρωπαϊκή πρωτοτυπία) για την κυκλοφορία αυτοκινήτων (01:19) και τον γνωστό κόκκινο Πύργο Kollhoff (01:22). Πίσω από τα ψηλά κτίρια της πλατείας απλώνεται η Kultuforum όπου χτυπάει η πνευματική καρδιά της πόλης με βιβλιοθήκες, αίθουσες μουσικής και μουσεία (01:28-01:34). Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της πλατείας είναι πως χωριζόταν στη μέση από το Τείχος (02:19-02:26).
Κοντά σ' αυτήν την πλατεία βρίσκεται το φημισμένο Checkpoint Charlie (01:35-02:06). Σ΄αυτό το σημείο ξεκινούσε η αμερικανική ζώνη ελέγχου της πόλης. Στη διασταύρωση που χωριζόταν το ανατολικό κομμάτι με το δυτικό παραλίγο να ξεκινήσει ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος καθώς βρέθηκαν αντικριστά τα αμερικανικά με τα σοβιετικά τανκς, στις 27 Οκτωβρίου του 1961. Για λίγα λεπτά η ανθρωπότητα παρακολουθούσε τις εξελίξεις με κομμένη την ανάσα. Ο πόλεμος αποφεύχθηκε αλλά στάθηκε η αφορμή για να χτιστεί το Τείχος (02:07-02:58). Πέρα από τα υπέροχα γκράφιτι που διακοσμούν τα απομεινάρια αυτού του μνημείου, μου κέντρισε την προσοχή ένα ξεθωριασμένο γκράφιτι με τη λέξη Madness (02:09-02:18).
Ξεκινώντας μία βόλτα από το Τείχος του Checkpoint Charlie και της Potsdamer Platz κάνω κι ένα γρήγορο πέρασμα από ένα άλλο κομμάτι του Τείχους που βρίσκεται νοτιοανατολικά της πόλης. Εκεί μπορούμε να θαυμάσουμε ορισμένα από τα πιο φημισμένα γκράφιτι αυτού του μνημείου (02:27-02:58). Και σ' αυτήν την γωνιά της πόλης συνάντησα υπαίθρια πάρκα με όμορφες μουσικές εκδηλώσεις και πολύ κόσμο απλωμένο στο γρασίδι, να απολαμβάνει τα χάδια του ήλιου. Η βόλτα καταλήγει πάλι στο Tiergarten (03:00-03:30). Οι περίπατοι σ' αυτό το πάρκο σε πείθουν πως βρίσκεσαι μακριά από κάποιο αστικό περιβάλλον. Όμορφο, ήρεμο, ασφαλές και καθαρό κομμάτι μιας πόλης που σέβεται τους κατοίκους της.
Η τελευταία ματιά από τη στήλη της Νίκης πέφτει στο ανατολικό κομμάτι της πόλης. Εκεί συναντάμε το Ράιχσταγκ, το γιγαντιαίο σοβιετικό μνημείο και το καταπληκτικό μνημείο του Ολοκαυτώματος (03:31-05:21). Όλα αυτά πολύ κοντά στη διάσημη πύλη του Βραδεμβούργου.
Πρώτη στάση στο Ράιχτσαγκ (03:39-03:54), το επιβλητικό παλιό κοινοβούλιο της χώρας, το οποίο ανεγέρθη το 1884-94 ως υπερήφανη επίδειξη της δύναμης του Ράιχ, καταστράφηκε από εμπρησμό το 1933 και βομβαρδίστηκε στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1995 ανακαινίστηκε και σήμερα θεωρείται ένα από τα πιο μοντέρνα κτίρια κοινοβουλίου στον κόσμο. Στην πρόσοψη του κτιρίου κυματίζει μία τεράστια γερμανική σημαία η οποία υψώθηκε στις 3 Οκτωβρίου του 1990, στον εορτασμό της επανένωσης της Γερμανίας.
Λίγο πιο κάτω από το Ράιχσταγκ βρίσκεται ένα πάρκινγκ το οποίο κρύβει ένα μυστικό (03:55). Σ' αυτό το σημείο βρισκόταν το καταφύγιο του Χίτλερ, όπου κι αυτοκτόνησε. Το κτίσμα καταστράφηκε ολοσχερώς και στη θέση του υπάρχει πλέον το αδιάφορο πάρκινγκ. Μία πινακίδα μόνο θυμίζει το σκοτεινό του παρελθόν.
Κοντά στο Ράιχσταγκ βρίσκεται ένα όμορφο μνημείο αφιερωμένο στα θύματα του Ολοκαυτώματος (03:59-04:07). Μία τεχνητή λιμνούλα περικυκλωμένη από πλατιές πέτρινες πλάκες όπου αναφέρονται μαρτυρικές πόλεις του πολέμου. Ο χώρος είμαι περιστοιχισμένος από ματ γυαλί, ενώ μία γαλήνια κι απόκοσμη μουσική απλώνεται από κρυμμένα ηχεία μέσα στα δέντρα.
Εκεί κοντά βρίσκεται και το γιγάντιο σοβιετικό μνημείο (04:07-04:22), το οποίο εγκαινιάστηκε στις 7 Νοεμβρίου του 1945 (επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης). Στοιχίζεται από δύο τανκς (υποτίθεται τα δυο πρώτα που μπήκαν στη πόλη). Το μνημείο τιμά τους 300.000 στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού που σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Λέγεται πως τα μάρμαρα του μνημείου τα πήραν από την κατεστραμμένη χιτλερική καγκελαρία. Πίσω από το μνημείο βρίσκονται οι τάφοι 2.500 στρατιωτών. Μεγάλη αίσθηση μου προκάλεσε το χέρι του Σοβιετικού Στρατιώτη, το οποίο είναι τόσο αληθοφανές που νιώθεις πως θα σε αρπάξει και θα σε συνθλίψει με μία μόνο κίνηση.
Στην ίδια περιοχή βρίσκεται ένα υπέροχο κι άκρως ενδιαφέρον μνημείο. Είναι το γνωστό μνημείο του Ολοκαυτώματος (04:35-05:20)το οποίο εγκαινιάστηκε τον Μάιο του 2005 στους εορτασμούς των 60 χρόνων από το τέλος του πολέμου. Το μνημείο αυτό αποτελείται από 2.711 τσιμεντένιους πλίνθους και τιμά τους δολοφονημένους Εβραίους του Ολοκαυτώματος. Ένας περίεργος κυματισμός δημιουργείται σε μία μεγάλη επίπεδη επιφάνεια. Ελεύθερα μπορεί ο καθένας να περπατήσει στα στενά μονοπάτια που δημιουργούνται ανάμεσα στους πλίνθους τόσο την μέρα όσο και την νύχτα. Σε κάποια σημεία το βάθος είναι μεγάλο (κοντά στα τρία μέτρα). Μέσα εκεί νιώθεις τη μοναξιά, τον πόνο, την έλλειψη επικοινωνίας και την απουσία κάθε ελπίδας. Ένα δέος ανυπαρξίας σε κυριεύει ενώ τα στενά ανοίγματα προς τον ουρανό πετυχαίνουν μία τεχνητή ασφυξία στον επισκέπτη. Περπάτησα μέσα εκεί τόσο την μέρα όσο και την νύχτα. Δυνατή κι αξέχαστη εμπειρία.
Μία μικρή παρένθεση της βόλτας είναι ο σιδηροδρομικός σταθμός της οδού Friendrichstrasse, όπου λειτουργούσε ως πύλη μεταξύ του δυτικού και του ανατολικού κομματιού της πόλης (03:37). Άξιο σημείο αναφοράς στην κεντρική και πιο ακριβή οδό της πόλης.
Η βόλτα καταλήγει σε μία υπαίθρια έκθεση μπροστά από την Πύλη του Βραδεμβούργου (04:22-04:31). Από εκεί που θα ξεκινήσει η βόλτα στην ανατολική πλευρά του Βερολίνου...

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Η ξεχασμένη αξία των μουσείων...



Ευελπιστώ να ανήκω στην τελευταία γενιά που δεν εκπαιδεύτηκε σωστά σχετικά με την αξία των μουσείων και του ρόλου τους στην κοινωνία. Πέρα από την άγνοια σχετικά με τους θησαυρούς που φυλάσσονται μέσα τα μουσεία, είχαμε αποκτήσει μία αποστροφή στην ύπαρξή τους και μία άρνηση σε κάθε πρόταση επίσκεψης στους χώρους αυτούς.
Ευτυχώς με τα χρόνια αναζωπυρώθηκε η αγάπη μου με τους χώρους αυτούς. Οι συχνές μου επισκέψεις σε περιοδικές εκθέσεις που διοργανώνονταν σε μεγάλα μουσεία της πρωτεύουσας καθώς και οι περιπλανήσεις μου σε μουσειακούς χώρους άλλων χωρών, με έπεισαν για την αναγκαιότητα αυτών των χώρων στην καθημερινότητά μας.
Η αλήθεια είναι πως χαίρομαι όταν βλέπω ανθρώπους μέσα σε εκθεσιακούς χώρους, μόνους τους να κάθονται απέναντι από έναν πίνακα ή ένα γλυπτό και να αναλογίζονται το ρόλο του έργου μέσα στον κόσμο της τέχνης και στην ιστορία ενός λαού. Μέσα απ' αυτόν τον εσωτερικό διάλογο με το έργο αναζητούμε κι εμείς τον ρόλο μας μέσα στην κοινωνία. 
Οι περιπλανήσεις μέσα σ' αυτούς τους ήσυχους και κλειστούς χώρους, μας φέρνουν πιο κοντά με την ιστορία του κάθε τόπου. Εκείνες τις στιγμές παύει η γνώση να είναι γραπτή κι άυλη. Η Ιστορία στέκεται μπροστά μας, έτοιμη να μας πιάσει από το χέρι για να μας ταξιδέψει πίσω στο χρόνο, σε τόπους άγνωστους και σε παραδόσεις ξεχασμένες. Ένα ταξίδι που χάνεται όταν βολτάρουμε άσκοπα, αδιάφορα και βιαστικά μέσα στα μουσεία. 
Έναν ακόμα σημαντικό ρόλο που έχουν τα μουσεία, είναι η συμφιλίωση που επιδιώκουν με άλλους λαούς. Παρατηρώντας τα εκθέματα άλλων χωρών, ερχόμαστε πιο κοντά σε ξένους πολιτισμούς, σε διαφορετικά έθιμα και σε άγνωστες θεωρίες. Γνωρίζοντας έτσι τους άλλους λαούς, μειώνουμε το χάσμα που υπάρχει ανάμεσά μας σβήνοντας έτσι μίση, έριδες και προκαταλήψεις. 
Τα μουσεία δεν είναι τα νεκροταφεία της τέχνης και και των ιστορικών αρχείων. Τα μουσεία είναι ζωντανή οργανισμοί. Είναι το μυαλό και η συνείδηση των τόπων μας που έχουν ανάγκη του οξυγόνου που τους προσφέρουμε εμείς με την παρουσία μας και την επισκεψιμότητά μας. Είναι μηχανές του χρόνου, έτοιμες να μας ταξιδέψουν στο παρελθόν αλλά και να μας ωθήσουν προς το μέλλον. Τα μουσεία διευρύνουν τους ορίζοντές  μας. Δε θα μπορέσουμε να το κατανοήσουμε αν δε το ζήσουμε. 
Ας το τολμήσουμε λοιπόν...

Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Τα ιερά λείψανα και ο χωρισμός κράτους-Εκκλησίας



της Σίας Αναγνωστοπούλου

Εγώ ειμί η Αλήθεια. Με αυτή την ευαγγελική ρήση τίθενται ρητά τα όρια ανάμεσα στον κοσμικό και τον θρησκευτικό χώρο. Αν ο θρησκευτικός χώρος ορίζεται από τη μία και μοναδική Αλήθεια, η οποία δεν επιδέχεται καμιά διαπραγμάτευση, καμιά συζήτηση, ο κοσμικός χώρος ορίζεται από πολλές και συγκρουόμενες θεωρήσεις, από πολλά και διαφορετικά συμφέροντα, από πολλές και αντίπαλες ιδεολογίες. Αν ο θρησκευτικός χώρος ορίζει ποίμνιο, στη βάση της πίστης και της υποταγής στον Θεό, ο κοσμικός χώρος ορίζει ομάδες-τάξεις, ορίζει πολίτες που διαπραγματεύονται, διαλέγονται, συγκρούονται με την κοσμική εξουσία, στη βάση συμφερόντων, ιδεολογιών, πολιτικών. Σε αυτά τα μείζονα θέματα απάντησε ο Διαφωτισμός και τα εμπέδωσαν οι επαναστάσεις, τουλάχιστον στην Ευρώπη — της Ελλάδας συμπεριλαμβανόμενης. Τις τελευταίες μέρες στη χώρα μας, και εν μέσω επειγόντων προβλημάτων, ανέκυψε και το «ζήτημα των λειψάνων», ή καλύτερα το πώς διακρίνεται το ποίμνιο από το σώμα των πολιτών.
Αναμφισβήτητα, οι πιστοί μπορούν να προσκυνούν τα λείψανα της αγίας Βαρβάρας ή οποιουδήποτε αγίου, όταν ορίζονται ως ποίμνιο, μέσα στον χώρο της Εκκλησίας, γιατί στον δικό της χώρο ορίζεται επί της γης το ποίμνιο. Η Εκκλησία και οι λειτουργοί της ορίζουν τους κανόνες και τους τρόπους συλλογικής έκφρασης (προσκύνημα λειψάνων, εικόνων κλπ.) του θρησκευτικού αισθήματος του ποιμνίου, μέσα στους χώρους που βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία της. Η πολιτεία δεν μπορεί και δεν πρέπει να αναμιγνύεται σε αυτούς. Όταν όμως γίνεται περιφορά λειψάνων σε νοσοκομεία ή άλλους δημόσιους χώρους, που βρίσκονται στη δικαιοδοσία της πολιτείας, τα πράγματα αλλάζουν. Στον δημόσιο χώρο το κράτος είναι υποχρεωμένο να εξασφαλίσει τα δικαιώματα των πολιτών του, και στο νοσοκομείο ειδικότερα να εξασφαλίσει τους πλέον ορθολογικούς όρους ίασης των ασθενών-πολιτών. Ο κάθε ασθενής διαχειρίζεται τον πόνο του με τους ιδιωτικούς τρόπους που του υπαγορεύει η πίστη ή η απιστία του — με προσευχή, με τάματα, με ό,τι κρίνει ο καθένας καλύτερο. Στο νοσοκομείο όμως απαιτεί από το κράτος να έχει τους καλύτερα εξοπλισμένους επιστημονικά γιατρούς, το καλύτερο νοσηλευτικό προσωπικό, τις καλύτερες δυνατές συνθήκες νοσηλείας. Οι ασθενείς στο νοσοκομείο δεν συγκροτούν ποίμνιο, είναι πολίτες. Η περιφορά λειψάνων στο νοσοκομείο ή σε οποιονδήποτε δημόσιο χώρο με τη συμβολή του κράτους, συνιστά ανοίκεια (για να μην πω ανατριχιαστικά μεσαιωνική) πράξη ταύτισης ποιμνίου-πολιτών, και μάλιστα σε έναν χώρο όπου ο ορθολογισμός, και όχι η πίστη, πρέπει να κυριαρχεί — κι αυτό οφείλει να το εξασφαλίζει το κράτος. (Το γεγονός μάλιστα ότι δεν πρόκειται για οποιοδήποτε δημόσιο ίδρυμα, αλλά για νοσοκομείο, με ανθρώπους ασθενείς, και ειδικά καρκινοπαθείς, βαραίνει πολύ θλιβερά την κατάσταση — δεν χρειάζεται να επιμείνω σ’ αυτό). Αν ο γιατρός κάνει τον σταυρό του πριν χειρουργήσει, είναι δικό του θέμα. Στο νοσοκομείο όμως έχει προσληφθεί με βάση τα πτυχία και την ικανότητά του, όχι την πίστη του.
Γιατί όμως ξέσπασε αυτή η άγρια κόντρα, όταν ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος Φίλης, είπε τα αυτονόητα; Ξέσπασε γιατί στη χώρα μας δεν έγιναν ποτέ σαφή τα όρια ποιμνίου-πολιτών. Γιατί για να γίνουν σαφή πρέπει να πραγματοποιηθεί ο χωρισμός κράτους-Εκκλησίας· και σε αυτό το θέμα τα ιδεολογήματα, οι μισοειπωμένες «αλήθειες» της Ιστορίας μας, οι στρεβλώσεις περί του πώς συγκροτήθηκε το έθνος-κράτος περισσεύουν. Για την Αριστερά το ζήτημα χωρισμού κράτους-Εκκλησίας αποτελεί ένα από τα κορυφαία στοιχεία συγκρότησης της ταυτότητάς της. Ο χωρισμός δεν συνιστά, βέβαια, εχθρική πράξη απέναντι στην Εκκλησία, ούτε απέναντι στην ελληνικότητα των Ελλήνων. Καταρχάς, αποτελεί διάβημα προς την επανασυγκρότηση του δημόσιου χώρου, ένα διάβημα που έμεινε ημιτελές από τον 19ο αιώνα και ευνόησε τις πάσης φύσεως πελατειακές και αδιαφανείς σχέσεις. Δεύτερον, σε μια εποχή όπου η Αριστερά παλεύει να ορίσει και να κινητοποιήσει το συλλογικό, πολιτικό υποκείμενο αντίστασης απέναντι στις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις, είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένη, σεβόμενη τα θρησκευτικά αισθήματα των πολιτών και τους χώρους έκφρασής τους, να λειτουργήσει ως δύναμη διαπαιδαγώγησης και χειραφέτησης των πολιτών και όχι ως συν-εκφραστής, μαζί με την Εκκλησία, της θρησκευτικότητάς τους. Η θρησκεία μπορεί να αποτελεί ένα από τα στοιχεία ταυτότητας αυτού του υποκειμένου αντίστασης, δεν μπορεί όμως το συλλογικό, πολιτικό υποκείμενο να συνορίζεται εξ αδιαιρέτου από την Εκκλησία και το κράτος. Η θρησκεία δεν είναι φορέας –είναι ένα από τα στοιχεία— της ελληνικότητας των Ελλήνων. Και σ’ αυτό πρέπει η Αριστερά να είναι ξεκάθαρη. Αν το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού κατόρθωσε να μετατρέψει το πολιτικό σώμα σε κοινότητα-ποίμνιο, με βάση πολιτισμικά ή/και θρησκευτικά χαρακτηριστικά, η μάχη της Αριστεράς είναι ακριβώς για το αντίθετο.

Πηγή: https://enthemata.wordpress.com/2015/05/16/iera/