Καθημερινή συνήθεια των τελευταίων χρόνων, να διαβάζω κάθε πρωί στις έντεκα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που είναι κρεμασμένα σ' ένα περίπτερο έξω από τον εργασιακό μου χώρο. Μία ιεροτελεστία που συνοδεύεται με σάντουιτς ή μία μπουγάτσα. Με αφορμή την ανάγνωση των ειδήσεων γίνονται οι πιο ενδιαφέρουσες συζητήσεις με αγνώστους.
- Παλικάρι μου, είναι εκεί πουθενά κρεμασμένη η kontra news;
Ένα συμπαθητικό γεροντάκι είχε σταθεί πίσω μου και με κοιτούσε επίμονα. Γύρισα και τον κοίταξα. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του περιμένοντας να τον εξυπηρετήσω.
- Δεν βλέπω πουθενά την εφημερίδα που θέλετε κύριε.
- Κρίμα.
- Έχει όμως το Μακελειό αν θέλετε μία αντίστοιχη εφημερίδα να διαβάσετε, του είπα αστειευόμενος.
- Ποιους βρίζει αυτή;
- Τους πάντες.
Γέλασε με τη ψυχή του και στάθηκε σε μία καρέκλα που είχε αφήσει ο περιπτεράς έξω. Τον κοίταξα με περιέργεια. Δεν ήθελα να φάω το διάλειμμά μου με έναν μπάρμπα που ήθελε κουβέντα. Έψαχνα τρόπο να ξεγλιστρήσω για να επιστρέψω μία ώρα νωρίτερα στον εργασιακό μου χώρο. Πριν όμως του γυρίσω πλάτη άκουσα πάλι τη φωνή του.
- Έχεις λίγο χρόνο να σου πω κάτι;
- Παρακαλώ...
- Ξέρεις γιατί τους βρίζω όλους αυτούς;
- Όχι.
- Θα σου πω μία ιστορία. Την ιστορία μου. Γεννήθηκα μέσα στη φτώχεια. Ζούσα στον Βόλο τότε. Στη συνοικία που ήταν το πατρικό μου, είχε ένας γείτονας γουρούνια. Και μαζί με τα μεγάλα είχε και κάποια μικρά. Είχα σταθεί στα κάγκελα και τα κοιτούσα. Κάποια στιγμή βγήκε ο ιδιοκτήτης τους και με είδε. "Σου αρέσουν" με ρώτησε. "Ναι" του απάντησα. "Αν θες μπες μέσα να τα χαϊδέψεις". Άνοιξα που λες την πόρτα και μπήκα μέσα και χάιδευα τα μικρά. "Θες να σου χαρίσω ένα;" μου είπε χαμογελαστά ο κύριος. "Αμέ" του απάντησα γεμάτος χαρά. "Φέρε μία τριχιά από το σπίτι σου να σου δέσω ένα". Τρέχω σαν τρελός σπίτι. Βρίσκω μία και του την πάω. "Αυτή είναι πολύ λεπτή και θα σπάσει". Ξαναγυρνάω σπίτι να του φέρω άλλη. "Αυτή είναι κοντή και δε θα φτάσει". Ξανακάνω άλλο ένα δρομολόγιο. "Αυτή είναι χοντρή και δε θα πιάσει ο κόμπος". Απελπίστηκα. Πριν φύγω με ξαναρωτάει αν έχω κανένα καλάθι. Γυρνάω τρέχοντας σπίτι αφού βρέθηκε μία καλύτερη λύση και του φέρνω ένα καλάθι. "Μα αυτό είναι μικρό και δε θα χωράει το ζωντανό εκεί μέσα". Φέρνω ένα πιο μεγάλο καλάθι αλλά δε μπορούσα μετά να το σηκώσω... Που θέλω να καταλήξω για να μη σε κουράζω. Μην ελπίζεις σε καμία λύση απ' αυτές που γράφουν οι φυλλάδες. Ζω πενήντα χρόνια στη Γερμανία. Τους ξέρω καλά. Μας κοροϊδεύουν.
Κι έτσι ξεκίνησε μία ιδιαίτερη συζήτηση που μου έφαγε όλο το διάλειμμα αλλά μου πρόσφερε μία ακόμη οπτική όσον αφορά τις τελευταίες εξελίξεις που βιώνουμε. Από έναν άνθρωπο που έζησε τη φτώχεια, την ξενιτιά και πάλεψε χωρίς να ξέρει καλά γερμανικά, στήνοντας μία επιχείρηση σε μία επαρχιακή πόλη της Γερμανίας για να μπορέσει να ζήσει αξιοπρεπώς εκείνος και η οικογένειά του.
Ένας άνθρωπος που κυκλοφορεί αθόρυβα ανάμεσά μας στο πεζοδρόμιο.
Ένας άνθρωπος που διαβάζει μαζί μας τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων στα περίπτερα.
Ένας συνάνθρωπος που κουβαλάει μία ενδιαφέρουσα ιστορία...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου