«Λάσπηηηη!!», έσκουξε ο Μπάμπης, που έβλεπε τη σκάφη ανάμεσα στα σκέλια του να αδειάζει.
«Δεν ακούς ρε από μέσα; Φέρε λάσπη, γαμώ το κεφάλι σου το κλούβιο!» ωρυόταν, και οι φλέβες στο λαιμό του καργάριζαν να σπάσουν.
Σβούριξε το φραγκόφτυαρο καταγής και με το αριστερό χέρι πιάστηκε από τη χιαστή της σκαλωσιάς, με το δεξί κράδαινε το μουστρί, έτοιμος να το σφεντονίσει, γέρνοντας να κοιτάξει από τη μπαλκονόπορτα μέσα στην οικοδομή.
«Τώωωωρα…», αποκρίθηκε μια φωνή άφυλη, ένρινη, νωθρή, ναζιάρικη, παρακλητική.
«Βγόδωνε, βρε, παραμονιάτικο. Εδωνά θα βραδιαστούμε. Άντε, βρε μουρόχαυλε, και τον έχω δαγκάσει από το κρύο.»
«Τώωωωρα…», ακούστηκε πάλι η ίδια φωνή, άτονη, αμέτοχη και εξασθενημένη.
Στο μπαλκόνι ξεμύτισε στραβοπατώντας, κάτισχνη, η φιγούρα του Λιγουδιού, θαμπή, πιτσιλισμένη πατόκορφα με τεφρούς λεκέδες τσιμέντου.
Στον ώμο κουβαλούσε με δυσκολία το ντενεκέ, που έσταζε ακόμα νερουλή λάσπη στα γκρίζα λιγδιασμένα μαλλιά του, στο κρόταφο, στο ζαρωμένο λαιμό και στο καρό μπαλωμένο πουκάμισο.
Στάθηκε κάτω από την σκαλωσιά, αδύναμος να τεντώσει τα χέρια να τον σηκώσει. Ο Μπάμπης φουρκίστηκε.
«Ου, να μου χαθείς, ξεφυσίδι!!! Πού σε βρήκα και σε πήρα; Κορμί άχρηστο. Πού είναι, ρε, τα κουράγια σου; Τα ’πινες εχτές; Τζερεμέ. Πάλι αριάνι η λάσπη, πανάθεμά σε. Δε σου ‘πα ρε, να βάλεις λίγη άμμο παραπάνω; Το χοντρό σουβά κάνω, πόσες φορές θα σου το πω; Το-χο-ντρό», συλλάβισε τη τελευταία φράση.
Αργά το μεσημέρι, ο Μπάμπης, με μούρη παντζάρι από το ξεροβόρι, κοντόχοντρος και στρογγυλός σαν τη μπετονιέρα του, κατέβηκε από τη σκαλωσιά κι έβαλε το χέρι στη τσέπη. Έσυρε από μέσα κάνα δυο στραπατσαρισμένα, κακοδιπλωμένα, καφετιά χιλιάρικα.
Το Λιγούδι άνοιξε την παλάμη και τα μάτια διάπλατα.
- Κανόνισε να γίνουνε πάλι ρακιά. Το ρεύμα ακόμα κομμένο, ρε; Στα σκοτεινά φέτος, ε;
- Αύριο πάλι μάστορη;
- Τι αύριο, ρε χέστη; Δεν ξέρεις τι ‘ναι αύριο;
- Τι είναι μάστορη;
- Χριστούγεννα ρε είναι, άκου «τι είναι». Η γυναίκα γύρισε;
Όταν το Λιγούδι άκουσε τη φλορέτα του μάστορα να γκαζώνει και να ξεμακραίνει, ξέπλενε ακόμα τα εργαλεία στο παγωμένο νερό του βαρελιού. Τέλειωσε, αναποδογύρισε το ντενεκέ κι έκατσε πάνω του να φουμάρει το τελευταίο τσιγάρο.
Ήξερε καλά να νυχιάζει ο Μπάμπης. Χέρι δε σήκωνε αλλά τα λόγια του δηλητήριο, καμτσικιές που του πληγώσανε τη ράχη. Τσούχτρα, δεν τον λέγανε άδικα. Και σκοτάδι και απουσία.
Μπορεί το Λιγούδι, το παρατσούκλι του ήτανε Σιλιγούδι αλλά το ψαλιδίσανε κι αυτό, να ήτανε ό,τι ήτανε μα είχε ακόμα φιλότιμο.
Σπίτι δεν γύρισε. Τι να κάνει; Όπως ήταν, με τα ρούχα της δουλειάς, πήγε να σεργιανίσει στην αγορά, να δει τον κόσμο που ψώνιζε απελπισμένος, μήπως και ξορκίσει τη θλίψη του. Μετά στην πλατεία, ξένος μέσα σε ξένους, άκουσε τη φιλαρμονική να παιανίζει χριστουγεννιάτικα. Αγόρασε ένα τσουρέκι, το έθεσε υπό μάλης ξεψωμίζοντας πότε-πότε μικρές μπουκίτσες που τις σάλιωνε και τις κατέβαζε σχεδόν αμάσητες, αφού δόντι δεν του είχε απομείνει. Το σούρουπο έβαλε πλώρη για το τσαρδάκι του. Στο δρόμο, διαβαίνοντας από το νεκροταφείο της ενορίας στάθηκε εμβρόντητος. Γιατί δεν το σκέφτηκε νωρίτερα; Εκεί, κολλητά στο οστεοφυλάκιο, στη χαμοκέλα που φύλαγε ο Γιάκωβος τα εργαλεία του, καβατζάριζε του κόσμου τα καλά. Πολλές φορές τον είδε να πατάει τον πλίθο και να χώνει το κλειδί κάτω από την κεραμίδα, όταν τελειώνανε την εκταφή. Λάδια θες που έφερναν για τα καντήλια, κρασάκι να ξεπλένει ο παπάς τα κόκαλα των αποδημησάντων, πρόσφορα ζυμωτά από αρτοκλασίες, μέχρι και κονιάκ τον είχε κεράσει μαζί με σοκολατάκι περισσευούμενο από πλούσιο μνημόσυνο.
Πήδηξε την μάντρα και βρέθηκε στο νεκροταφείο, σκιά μέσα στις σκιές των κυπαρισσιών που υψώνονταν πένθιμα στο συλλογισμένο ουρανό.
Στην κάμαρη πρώτα άναψε και τα πέντε καντήλια, θα τα επέστρεφε στην πρώτη ευκαιρία, δεν ήταν δα κανένας σελέμης. Άναψε μετά μπόλικα μισοκαμένα κεριά, από τη παράγκα κι αυτά, μπήγοντάς τα μέσα σε λαιμούς άδειων μπουκαλιών. Έφεξε ο κόσμος. «Αχ μωρέ Φιλίτσα» στέναξε. Σε ένα βαθύ πιάτο έκοψε χοντρές φέτες σταρένιο ψωμί περιχύνοντάς το με μπόλικο λάδι. Έβαλε κι αλάτι. Από το σάκο με τα κλοπιμαία να ‘σου κι ένα πεντόκαρτο κρασί, λίγο ξινισμένο, μα καθόλου δεν τον ένοιαξε. «Συχωρέσετέ μου κι ο Θεός συχωρέσει σας» σήκωσε το ποτήρι «και του χρόνου μαζί» ευχήθηκε σε μια αδειανή καρέκλα και το κατέβασε μονορούφι.
Εκείνο το βράδυ, πριν να ξεσπάσει η προαναγγελθείσα καταιγίδα, κεραυνός πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη, μετατρέποντας κεντρικό υποσταθμό του δικτύου σε θλιβερά αποκαΐδια, καταποντίζοντας στο σκοτάδι τη νησιώτικη κωμόπολη, λίγες ώρες πριν το χάραμα.
Ηλίθιοι προβολείς που φώτιζαν ντουβάρια ναών λιγοθύμησαν, λαμπιόνια παγερά του θανάτου ξέχειλα από κακογουστιά του δημάρχου κάρωσαν, ξεψύχησαν έκπληκτες οι εορταστικές φωταψίες.
Αν μπορούσαμε αναγνώστη, τη νύχτα εκείνη που μας έζωσε το σκοτάδι, να αιωρηθούμε ψηλά, εκεί στον αιθέρα, θα βλέπαμε ανταριασμένο με άσπρες χαίτες το θαλασσινό μπουγάζι, που καταπίνει τόσους κατατρεγμένους αθώους από την αδιαφορία μας, να δέρνεται από την καταιγίδα και δίπλα να μαυρίζει και να πλέει μέσα σε καταχνιά ζοφερή και ανυπόφορη η μικρή μας πόλη.
Μόνο από το τσιμπλιασμένο παραθύρι του Λιγουδιού, που κοιμόταν βαθιά και ροχάλιζε μακάριος, αφού άδειασε το μπουκάλι, θα βλέπαμε να σταλάζουν φεγγερές, θαλπερές, κηλίδες φωτός, ίδια πολύτιμα δάκρυα πάνω σε μαύρο βελούδο.
Αν μπορούσαμε αναγνώστη, πράμα ασύγκριτα δυσκολότερο, να τρυπώσουμε στο όνειρό του, θα τον βλέπαμε να στέκεται στη πόρτα του φτωχόσπιτου, που άστραφτε τώρα σαν παλάτι ολόφωτο πίσω του, και την Φιλίτσα να ανεβαίνει βαριανασαίνοντας με τα χέρια στη μέση τα σκαλοπάτια κι ένα χαμόγελο, ναι, ένα χαμόγελο να αιωρείται κι εκείνο αβέβαιο, έτοιμο να ανθίσει, σα χειμωνιάτικη βιορέτα στα χείλη της.
Φωτογραφία ανάρτησης:Lee Miller
Henry Moore with his sculpture Mother and Child, Farleys Garden, East Sussex, 1953
«Το Αίπος, ένας ιδιαίτερος, άγνωστος τόπος, ένα μνημείο του ανθρώπινου μόχθου, αναζητά το μέλλον του. Απ' τη μια έχουμε τις πιέσεις για αλλαγή του χαρακτήρα της περιοχής και απ' την άλλη ψάχνουμε μια βιώσιμη προοπτική ανάδειξης» λέει ο Γιώργος Κάκαρης, γεωγράφος, πεζοπόρος και μόνιμος κάτοικος της Χίου.
«Χίος δεν είναι μόνο τα Μαστιχοχώρια και τα μεσαιωνικά χωριά» μου λέει η Εβίτα, η οποία ζει στο νησί έχοντας αφήσει συνειδητά πίσω της την Αθήνα. Άλλωστε είναι ο τόπος της, όσο ευωδιαστός, άγριος, ηλιόλουστος, αριστοκρατικός, ναυτικός κι αν είναι. Κουβέντα στην κουβέντα φτάσαμε στο Αίπος, το μαγικό βουνό.
Γιατί είναι η πρώτη φορά που το ακούω, άραγε;
Η σύσταση με τον Γιώργο Κάκαρη, έγινε αυτόματα. Ο Χιώτης γεωγράφος και πεζοπόρος ξέρει καλά το άγνωστο σε όλους εμάς βουνό.
«Καταρχάς να πούμε ότι το “Οροπέδιο του Αίπους”, στην πραγματικότητα δεν είναι οροπέδιο με την αυστηρή επιστημονική ερμηνεία του όρου. Είναι ένας αχανής ορεινός όγκος χαμηλών κυρτωμάτων και ρηχών κοιλωμάτων. Απλά έτσι το μάθαμε, έτσι το λέμε και εμείς, χάριν ευκολίας» μου εξηγεί ο Γιώργος και συνεχίζει: «Μην ξεχνάμε ότι επειδή η περιοχή αυτή είναι άγνωστη στον περισσότερο κόσμο πλην των τσοπάνηδων και των κυνηγών, πρακτικά δεν έχει νόημα η αναφορά σε άλλα τοπωνύμια της περιοχής και γι’ αυτό έχει καθιερωθεί η ονομασία “Οροπέδιο του Αίπους”. Οι 9/10 Χιώτες γνωρίζουν μόνο το βουνό Αίπος και το Φλώρι. Όλα τα υπόλοιπα μέρη είναι λίγο – πολύ άγνωστα».
Γιατί ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για το Αίπος;
«Αυτήν την περίοδο βρίσκεται σε διαβούλευση η πρόταση μιας εταιρείας με έδρα την Κρήτη για την εγκατάσταση ενός υβριδικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (φωτοβολταϊκά και μπαταρία) σε μία θέση και έπεται συνέχεια σε άλλες 2 θέσεις και σε δεύτερο χρόνο σε άλλες 5 θέσεις από την ίδια εταιρεία. Στην ίδια περιοχή έχει ήδη πάρει άδεια παραγωγής μια πολυεθνική εταιρεία για την εγκατάσταση 65 μεγάλων ανεμογεννητριών. Δεν έχει προχωρήσει ακόμα το έργο αυτό, αλλά είναι στην ευχέρειά της να το πράξει όταν γίνει η ηλεκτρική διασύνδεση της Χίου με την ηπειρωτική Ελλάδα, οπότε θα μπορεί να εξάγει το ρεύμα εκτός νησιού» εξηγεί ο Γιώργος Κάκαρης.
«Γενικά δηλαδή η περιοχή έχει μπει στο στόχαστρο των εταιρειών ΑΠΕ λόγω της γεωγραφία της, των χαμηλών κλίσεών της, του γεγονότος ότι επί του οροπεδίου δεν υπάρχει κανένας οικισμός (κατοικείται περιστασιακά από 4-5 τσοπάνηδες) και του περιορισμένου οικονομικού αποτυπώματος στην οικονομία του νησιού. Την ίδια στιγμή επειδή ο κόσμος δεν γνωρίζει τον φυσικό και πολιτιστικό πλούτο του, δεν το εκτιμά, το θεωρεί έναν άσχημο βραχότοπο και πατάει το γκάζι για να φθάσει στον προορισμό του καθώς το διασχίζει με το αυτοκίνητό του. Το Αίπος, χωρίς υπερβολή, είναι η πιο αδικημένη και υποτιμημένη περιοχή της Χίου για την πλειονότητα των κατοίκων της, με συνέπεια οι αντιστάσεις στην προοπτική μετατροπής του Αίπους σε χώρο μαζικής εγκατάστασης ΑΠΕ και λατομείων να είναι χαλαρές. Παλαιότερα είχαν κατατεθεί επίσημες προτάσεις για κατασκευή στην περιοχή αεροδρομίου, σκουπιδότοπου, λατομείων, φυλακής, δομής μεταναστών… Αυτά δεν προχώρησαν. Για τις ΑΠΕ δεν είμαι σίγουρος» ολοκληρώνει τη σκέψη του.
Δείτε το βίντεο με εικόνες από το Αίπος
Η μεγάλη ιστορία του βουνού Αίπος και ο Όμηρος
Το βραχώδες και άγονο οροπέδιο μπορεί στις μέρες μας να είναι έρημο και εγκαταλελειμμένο, ωστόσο στην αρχαιότητα αποτελούσε ένα χώρο με έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα. Η μέχρι σήμερα αρχαιολογική έρευνα στο οροπέδιο δεν είναι εκτεταμένη, εντούτοις λόγω της εικόνας και της θέσης του, σε συνδυασμό με ιστορικές αναφορές, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι στο Αίπος βρισκόταν η Χιακή πολίχνη του Ηροδότου. Μεγάλο τμήμα του ανατολικού οροπεδίου με επίκεντρο τη θέση «Ρημόκαστρο», όπου εντοπίζονται υπολείμματα αρχαίου ισχυρού υποστατικού, έχει κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος «για την προστασία και διάσωση των σημαντικών αρχαίων λειψάνων της κλασσικής περιόδου».
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιοχή του «Αστυφιδόλακκου» στο ανατολικό Αίπος, όπου υπάρχουν διάσπαρτοι δεκάδες ογκώδεις λιθοσωροί, που αποκαλούνται «χουβέλες» από τους ντόπιους ποιμένες και είναι ευρύτερα γνωστοί ως «Σωροί της Γριάς». Πρόκειται για εντυπωσιακούς κωνικούς σωρούς από πέτρες, οι οποίοι στέκουν εκεί από την αρχαιότητα, και μάλλον είναι αποτέλεσμα επίπονου ξεχαλικώματος για τη δημιουργία καλλιεργήσιμης γης.
Η εκτεταμένη εκχέρσωση στον αφιλόξενο και οριακά παραγωγικό τόπο πιθανολογείται από ερευνητές ότι είναι αποτέλεσμα καταναγκαστικών έργων. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την μαρτυρία του Αθηναίου Ναυκρατίτη ότι δούλοι «αποδιδράσκουσιν και, εις τα όρη ορμώμενοι, τας αγροικίας αυτών (δηλαδή των κυρίων τους) κακοποιούσι, πολλοί συναθροισθέντες», ενισχύει την άποψη ότι στο Οροπέδιο του Αίπους βρισκόταν το ορμητήριο του Δρίμακου, του αρχηγού των εξεγερμένων σκλάβων, που θεωρείται ο πρώτος κοινωνικός επαναστάτης της ανθρωπότητας.
«Αξίζει εδώ να σημειωθεί η θρυλούμενη σχέση του Αίπους με τον Όμηρο. Σύμφωνα με την παράδοση, ο τυφλός ποιητής δίδαξε στη “Δασκαλόπετρα”, παραθαλάσσια περιοχή στα νοτιοανατολικά ριζά του οροπεδίου, καθώς επίσης και στη ομώνυμη θέση ή κατά άλλους “Σχολειόπετρα” στα Κοίλα επί του οροπεδίου. Επίσης, στη θέση “Ομήρικα” του χωριού Πιτυός, που γειτνιάζει με τα βορειοδυτικά όρια του Αίπους υπάρχει μικροτοπωνύμιο “Του δασκάλου οι ελιές” με αιωνόβια λιόδεντρα, που η παράδοση θέλει να συνδέονται με την παρουσία του Ομήρου στο ορεινό χωριό» λέει ο Γιώργος Κάκαρης συνεχίζοντας:
«Η περιπλάνηση του Ομήρου στο οροπέδιο περιγράφεται από τον «Ηρόδοτο από την Αλικαρνασσό», στο σύγγραμμα του “Περί Ομήρου γενέσιος και βιοτής”, που χρονολογείται μεταξύ του 1ου και 2ου αιώνα μ.Χ.. Σύμφωνα με αυτήν, ο Όμηρος αποβιβάστηκε από ψαράδες της Ερυθραίας σε παραλία της ανατολικής Χίου όπου και διανυκτέρευσε. Την επομένη περιπλανήθηκε (πιθανολογείται στο Αίπος, χωρίς αυτό να κατονομάζεται) και κατέληξε στο χωριό Πιτυός (Πίτυς κατά την αρχαιότητα). Πριν φθάσει στο Πιτυός, ο Όμηρος αναπαύτηκε στη σκιά ενός πεύκου και όταν έπεσε στο κεφάλι μια κουκουνάρα ξύπνησε τρομαγμένος και κοιτώντας τα όρη γύρω του αναφώνησε “Ω, φίλια όρη και σεις με καταδιώκετε;”. Λέγεται ότι από την παράφραση των λέξεων “φίλια όρη”, ονομάστηκε η συγκεκριμένη θέση “Φλώρι”».
Φωτογραφία: Γιώργος Κάκαρης
Ξεχωριστό ενδιαφέρον για τους περιπατητές έχουν και κάποιοι θρύλοι της περιοχής
Το «Φλώρι», είναι η μόνη περιοχή του οροπεδίου στην οποία διατηρούνται μέχρι και σήμερα δεκάδες υπεραιωνόβιοι δρύες (πουρνάρια), οι οποίοι γλίτωσαν από την εκτεταμένη ξύλευση που έλαβε χώρα κατά το παρελθόν, επειδή τα δέντρα αυτά θεωρούνται ότι ανήκουν στον Άγιο Γιώργη το Φλωριανό, οποίος τα προστατεύει και «αν κάποιος τα πειράξει, θα πάθει κακό». Η παράδοση αυτή, παραμένει ακόμα και σήμερα ζωντανή ανάμεσα στους ηλικιωμένοι βρονταδούσους που αναφέρουν ιστορίες για ανθρώπους που έκοψαν ένα δέντρο για καυσόξυλα και λίγο μετά το μουλάρι τους «έσκασε» ή για βοσκούς που έκοψαν ένα κλαδί για να ταΐσουν τις αίγες τους, οι οποίες την επόμενη μέρα πέθαναν.
Για την περιοχή του «Αστυφιδόλακκου» με τους μεγάλους λιθοσωρούς υπάρχουν δύο θρύλοι με ξεχωριστό ενδιαφέρον. Στον «Αστυφιδόλακκο» λέει, ζούσε μια αντρειωμένη γριά που ξεχαλίκωνε τη γη για να φτιάξει βουνοχώραφα. Γέμιζε την ποδιά της με πέτρες και την άδειαζε σε μέρος που δεν προσφέρονταν για καλλιέργεια. Με κάθε άδειασμα της ποδιάς της, σχηματίζονταν και ένας σωρός, γι’ αυτό οι χουβέλες έχουν κωνικό, συμμετρικό σχήμα. Στους σωρούς αυτούς πιστεύεται επίσης ότι υπάρχει κρυμμένος θησαυρός, καθώς στη λαϊκή παράδοση έχει διατηρηθεί η αινιγματική φράση «Ο μπροστινοπίσινος σωρός κρύβει της γριάς το βιός» που εξάπτει την φαντασία των επίδοξων αρχαιοκάπηλων μέχρι και σήμερα.
Στη νεότερη ιστορία τώρα, στο Αίπος έλαβαν χώρα οι μάχες Ελλήνων και Τούρκων κατά την απελευθέρωση το 1912. Υπάρχουν διάσπαρτα ελληνικά και τουρκικά ταμπούρια στην περιοχή.
Εκτός από ιστορικό, το Αίπος είναι και τόπος με γεωφυσικό ενδιαφέρον. Όλος ο ορεινός όγκος αποτελείται από ανθρακικά πετρώματα με έντονη καρστικοποίηση που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών καρστικών δομών (σπηλαιοβάραθρα, ξηρές κοιλάδες, δολίνες κτλ). Το Αίπος είναι το ενδιαίτημα σπάνιων φυτικών και πανιδικών ειδών και γι’ αυτό ένα μεγάλο τμήμα του είναι ενταγμένο στο οικολογικό δίκτυο Natura 2000. Επίσης είναι κηρυγμένο ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά και χαρακτηρισμένο από το ΥΠΕΝ ως Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλους.
Φωτογραφία: Γιώργος Κάκαρης
Η ιστορία του βουνού πρέπει να ειπωθεί
«Ποια είναι η δική σας ιστορία και πώς φτάσατε στην παραγωγή του μοναδικού βίντεο που παρουσιάσει τη φυσιογνωμία του βουνού;» ρωτάω τον Γιώργο Κάκαρη.
«Μ’ αρέσει πολύ η πεζοπορία και αγαπάω τα βουνά και τα εξωαστικά τοπία. Όλα αυτά τα χρόνια που περπατάω μ’ αρέσει να συλλέγω μικρές ιστορίες και να καταγράφω τα ανθρώπινα ίχνη στην ύπαιθρο, όχι απαραιτήτως τα παλαιά, τα αρχαία, αλλά και τα νεότερα. Κάπως έτσι συνειδητοποίησα ότι ο πολιτιστικός πλούτος του οροπεδίου είναι ξεχωριστός, καθώς το Αίπος είναι γεμάτο από διάσπαρτες παλαιές αγροτοποιμενικές κατασκευές και εντυπωσιακά έργα οργάνωσης της γης με εκτεταμένες εκχερσώσεις για να μπορέσει ο άνθρωπος να δαμάσει το βουνό και να επιβιώσει πάνω σε αυτό. Το Αίπος είναι ένα μνημείο του ανθρώπινου μόχθου».
«Πριν 3 χρόνια, αποφάσισα να κάνω ένα μεταπτυχιακό στη Γεωγραφία. Ήταν μια κίνηση καθαρά για μένα και γι’ αυτά που με ενδιαφέρουν και δεν σχετίζεται με τη δουλειά μου. Όταν έφθασε η στιγμή να επιλέξω διπλωματική εργασία, υπήρξε πρόταση από την καθηγήτρια κα Πετανίδου να χαρτογραφίσουμε τις αναβαθμίδες της Χίου. Γνωρίζοντας το πλήθος και την ποικιλία των ξεροτρόχαλων κατασκευών του οροπεδίου, αλλά και τις πιέσεις που δέχεται το οροπέδιο, αντιπρότεινα να μελετήσουμε όλων των ειδών τα ξερολιθικά στοιχεία (λιθόκτιστους δρόμους, πηγάδια, καμίνια, αλώνια, καλύβια, ντουβάρια, τσοπάνικες μάντρες, “γυρίσματα”, όπως ονομάζονται στην ντοπιολαλιά της Χίου τα περιτριγυρισμένα με πέτρες χωράφια και βέβαια τις χουβέλες). Η κα Πετανίδου μου ζήτησε να δει φωτογραφίες για να καταλάβει περί τίνος πρόκειται και όταν τις είδε, κατάλαβε την ιδιαιτερότητα της περιοχής και δέχθηκε με ενθουσιασμό. Η εργασία, παρά κάποια τεχνικά ζητήματα που δεν επέτρεψαν την αποτύπωση της περιοχής με 100% ακρίβεια, ολοκληρώθηκε επιτυχώς και κάπως έτσι φτάσαμε και στο video, το οποίο γυρίστηκε με την άδεια της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας Χίου και του φίλου Κώστα Αναγνώστου, τους οποίους ευχαριστώ πολύ.
Νομίζω ότι αξίζει να σημειωθεί ότι ο στόχος του video ήταν να παρουσιαστεί το ανθρωπογενές τοπίο και γι’ αυτό δεν εστιάσαμε στις φυσικές ομορφιές της περιοχής και δεν έχουμε πλάνα από σπήλαια, σπηλαιοβάραθρα, λαγκαδιές, εντυπωσιακές ορθοπλαγιές κ.λπ» απαντάει ο κ. Κάκαρης.
Γιατί δε γνωρίζαμε τίποτα μέχρι τώρα για το Αίπος;
Είναι αλήθεια ότι το βουνό δεν έχει μελετηθεί σε βάθος. Έχουν γίνει κάποιες περιορισμένες αρχαιολογικές έρευνες τη δεκαετία του ’80, αλλά άλλες πτυχές του φυσικού και ανθρωπογενούς αποθέματος του οροπεδίου δεν έχουν μελετηθεί καθόλου, γι’ αυτό και η σχετική βιβλιογραφία είναι πάρα πολύ φτωχή. Τα περιθώρια επιστημονικής έρευνας για την τεκμηρίωση της περιοχής είναι πολύ μεγάλα.
Γιατί είναι άγνωστο το Αίπος; Μην ξεχνάμε ότι είναι κακοτράχαλο και αφιλόξενο. Αποτελείται από σκληρά ασβεστολιθικά και δολομιτικά πετρώματα και ακόμα και η πεζοπορία σε μονοπάτια με ήπιες κλίσεις είναι κουραστική. Επιπλέον, το χειμώνα έχει πάρα πολύ κρύο και το καλοκαίρι λιώνεις από τη ζέστη. Θεωρώ επίσης, ότι το περιορισμένο οδικό δίκτυο που δεν επιτρέπει την εύκολη πρόσβαση σε όλες τις θέσεις του οροπεδίου έχει επιτρέψει το βουνό να παραμείνει άγνωστο, αλλά και ανέγγιχτο από τον άνθρωπο.
Πιθανώς να έχει παίξει ρόλο ότι το οροπέδιο του Αίπους δεν χαίρει εκτίμησης από την πλειονότητα των κατοίκων, ενώ το αγροτοποιμενικό παρελθόν μας είναι κάτι που μόλις πρόσφατα άρχισε να αναδεικνύεται στη Χίο χωρίς συμπλέγματα.
Τέλος, κακά τα ψέματα, αν δεν υπήρχε η τεχνολογική πρόοδος που επιτρέπει την μελέτη μιας περιοχής τηλεπισκοπικά, ούτε η εργασία θα είχε γίνει, ούτε το video θα είχε γυριστεί.
Φωτογραφία: Γιώργος Κάκαρης
Ποιες κινήσεις γίνονται από την πλευρά σας ώστε να διατηρηθεί αναλλοίωτη η εικόνα του βουνού;
Μπορεί οι περισσότεροι στη Χίο να μην το έχουν σε ιδιαίτερη εκτίμηση, αλλά είμαστε και εμείς οι λίγοι που το αγαπάμε πολύ. Δυστυχώς όμως μέχρι τώρα δεν έχουμε κάνει όλα όσα θα έπρεπε για να αναδείξουμε τη σπουδαιότητα και την ιδιαιτερότητά του.
Σκέψου το εξής, η εταιρεία που επιθυμεί να εγκαταστήσει τα φωτοβολταϊκά επικαλείται έγγραφο της Εφορείας Νεοτέρων Αρχαιοτήτων με έδρα τη Μυτιλήνη που βεβαιώνει ότι στην περιοχή δεν υπάρχει κάποιο κηρυγμένο μνημείο αρμοδιότητάς της και πράγματι έτσι είναι. Ωστόσο ακριβώς δίπλα στην περίφραξη των φωτοβολταϊκών υπάρχει η αφετηρία ενός τμήματος του λεγόμενου «Τούρκικου δρόμου», ενός εντυπωσιακού καλοδιατηρημένου λιθόκτιστου δρόμου από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Το γεγονός ότι δεν έχει κηρυχθεί ως μνημείο δείχνει τη δική μας ανεπάρκεια και η τυχόν χωροθέτηση των φωτοβολταϊκών ακριβώς δίπλα του, θα αλλοιώσει το τοπίο της περιοχής και θα απαξιώσει τον «Τούρκικο Δρόμο», που συν τοις άλλοις είναι μία από τις πιο γνωστές και ιστορικές πεζοπορικές διαδρομές του νησιού.
Είναι πολλά δηλαδή που μπορούμε και πρέπει να κάνουμε για την τεκμηρίωση και την ανάδειξη της περιοχής. Μέχρι τώρα, για να απαντήσω στο ερώτημά σου, κάναμε που και που μία πεζοπορία στην περιοχή, γράφαμε κάποιο κείμενο για το Αίπος, αλλά από την όλη προσπάθεια έλειπε η τεκμηρίωση και η αντιπρόταση.
Με αυτό το σκεπτικό και με στόχο τη βιώσιμη διαχείριση και αξιοποίηση της περιοχής έχει κατατεθεί μια πρόταση για το μέλλον του οροπεδίου, που περιλαμβάνει τόσο ενέργειες τεκμηρίωσης, όσο και δράσεις «κοινωνικοποίησης» του οροπεδίου και βιώσιμης αξιοποίησης. Η πρόταση αυτή έχει τύχει αποδοχής από κάποιους φορείς και είμαστε σε αναζήτηση χρηματοδότησης για την διοργάνωση κάποιων εκδηλώσεων με πρώτο στόχο οι Χιώτες να μάθουν τι κρύβει αυτό το βουνό.
Θεωρώ ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής. Ή θα αναδειχθεί η σπουδαιότητα και η ιδιαιτερότητα του οροπεδίου και θα αναζητηθούν οι τρόποι να καταστεί επισκέψιμο ως ένα ανοικτό, υπαίθριο πάρκο φύσης, πολιτισμού, ιστορίας/μυθολογίας, που θα μπορεί να προσελκύει 365 μέρες το χρόνο οικοτουρίστες, ανθρώπους που ενδιαφέρονται για τον πολιτισμό και την ιστορία, αγροτουρίστες που θα μπορούν να συμμετέχουν σε παραδοσιακές αγροτοποιμενικές εργασίες, ερευνητές, επιστήμονες και μαθητές, ορειβάτες και ταξιδιώτες περιπέτειας ή σιγά σιγά θα μετατραπεί σε χώρο μαζικής εγκατάστασης ΑΠΕ και νταμάρια απαξιώνοντας το τοπίο και τον χαρακτήρα αυτού του τόπου. Αυτό είναι το μεγάλο διακύβευμα για το Αίπος. Ή ανάδειξη ή απαξίωση.
Μετά από αυτή τη κουβέντα δεν υπάρχει περίπτωση να μην επισκεφθώ το Αίπος εάν και εφόσον ο δρόμος μου με βγάλει στο αγαπημένο νησί της Χίου.
Μπορείτε να πάρετε κάπoιες έξτρα πληροφορίες από το site του Γιώργου Κάκαρη chioshiking.gr
Κεντρική φωτογραφία δημοσίευσης: Ο Γιώργος Κάκαρης «μαζί με μία τσοπάνισσα, από την οποία έπαιρνα πληροφορίες, πάνω σε μία χουβέλα» όπως λέει.
Πάνε πέντε χρόνια από τότε που ολοκληρώθηκε η αλησμόνητη οδική μας περιπλάνηση στα Δυτικά Βαλκάνια. Από τα μισά του ταξιδιού είχα εκμυστηρευτεί στους δυο αγαπημένους μου φίλους και συνταξιδευτές, Σπύρο και Γιάννη, πως κάποια στιγμή στο μέλλον που θα κατασταλάξουν εντός μου όλες οι εικόνες, οι στιγμές κι οι συζητήσεις του συγκεκριμένου ταξιδιού, θα επεδίωκα να τις γράψω σε ένα βιβλίο. Λίγους μήνες αργότερα, η δροσερή έλευση του φθινοπώρου έφερε μαζί της και τις πρώτες μου σημειώσεις πάνω στις οποίες πάτησε για την πραγμάτωσή του το τελευταίο μου βιβλίο.
Ξεκινώντας τότε τη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου, δεν περίμενα πως θα κρατούσε πάνω από τρία απαιτητικά χρόνια, φορτωμένα με έναν μεγάλο αριθμό βιβλίων κι αναφορών που σχετίζονταν με την ιστορία των Βαλκανίων. Επίσης δεν είχα υπολογίσει τη θυσία αρκετού από τον ελεύθερό μου χρόνο αλλά και χαμένων στιγμών που υπό άλλες συνθήκες θα επιθυμούσα να ήμουν παρών.
Πέρα απ' αυτό, ήταν και κάποιες στιγμές που όλη αυτή η διαδικασία μου φαινόταν ως ένα απροσπέλαστο βουνό. Μάλιστα υπήρξαν μέρες που άφησα το βιβλίο στην άκρη, νιώθοντας πως δεν είχα άλλο τις αντοχές αλλά και την υπομονή για να το προχωρήσω.
Και να που τελικά μετά από τρία χρόνια, ήρθε αυτή η πολυπόθητη στιγμή που το βιβλίο ολοκληρώθηκε, κάτι που συνέβη κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας. Όμως ο Γολγοθάς συνεχίστηκε καθώς έπρεπε να βρω μια νέα εκδοτική στέγη, κι αυτό έτυχε να το επιχειρήσω σε μια περίοδο που όλα ήταν μουδιασμένα και στάσιμα εξαιτίας της πρωτόγνωρης πανδημίας.
Σ' εκείνην την προσπάθεια βίωσα την μεγαλύτερη απογοήτευση στο χώρο του βιβλίου, καθώς έγινα δέκτης απαξιωτικών συμπεριφορών που μου τσάκισαν κάθε διάθεση που είχα ως τότε για κάθε είδους γραφή. Ίσως γι' αυτόν τον λόγο έχω περιορίσει αρκετά και τις δραστηριότητές μου στο προσωπικό μου ιστολόγιο, το οποίο λειτουργώ αδιαλείπτως πάνω από μια δεκαετία. Μέσα στους μήνες αναζήτησης έλαβα έναν άσχημο σνομπισμό αλλά και μια "σοφιστικέ" χαιρεκακία γνωστών κι αλλοτινών φίλων για την αδυναμία μου να βρω εκδοτικό οίκο. Από τον Μάιο του 2020 που άρχισα να ψάχνω νέα στέγη, έφτασα στον Οκτώβρη όπου αποφάσισα να τα παρατήσω. Κι εκεί ακριβώς είναι που συνέβη μια αλληλουχία συμπτώσεων που με οδήγησαν στον νέο μου εκδοτικό οίκο. Νιώθω ευγνώμων που όλες αυτές οι συγκυρίες με οδήγησαν στον εκδοτικό οίκο του Ενυπνίου, καθώς η συνεργασία μου με τον εκδότη Στάθη Ιντζέ ήταν άψογη απέναντι σε ένα βιβλίο αρκετά απαιτητικό τόσο στον όγκο του όσο και με το φωτογραφικό υλικό που συνοδεύει το κείμενο. Τώρα που το βιβλίο έχει πλέον εκδοθεί και βρίσκεται στα ράφια, θέλω να τον ευχαριστήσω από καρδιάς για την υπομονή του σε όλες αυτές τις πολύωρες διορθώσεις που κάναμε μαζί πάνω στο κείμενο.
Επίσης θα ήθελα πολύ να ευχαριστήσω την φίλη μου Δήμητρα Λιτσάι που μου εμπιστεύτηκε την μαρτυρία της με την μετανάστευση της οικογένειάς της στην Ελλάδα και τον Hamza Pecar που μας εξιστόρησε τα βιώματα της οικογένειάς του κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών στο Σαράγιεβο. Επιπροσθέτως θέλω να ευχαριστήσω τον φίλο μου Βαγγέλη Χερουβείμ για το εξαιρετικό του σχέδιο που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου και την Ελένη μου που έγραψε μια υπέροχη περίληψη για το οπισθόφυλλο του.
Και τέλος, θέλω να ευχαριστήσω μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου τον Σπύρο και τον Γιάννη τόσο για τις όμορφες στιγμές που ζήσαμε μαζί σ' ένα από τα ομορφότερα ταξίδια της ως τώρα ζωής μου, όσο και για την στήριξή τους κατά τη διάρκεια της συγγραφής του συγκεκριμένου βιβλίου. Τους το αφιερώνω με όλη μου την αγάπη.
Τα Ερωτήματα του Νίκου Γραικού δεν είναι ένα ακόμη συνηθισμένο βιβλίο. Είναι μια αφήγηση εμπειριών, προβληματισμών και διαλόγων που ντύνονται αρμονικά με τις μελωδίες αγαπημένων ασμάτων. Είναι απλές στιγμές που κρύβουν μια αδιανόητη μαγεία. Εκείνη τη μαγεία που όλοι μας κυνηγάμε αναζητώντας έναν επίγειο παράδεισο, όπως υπήρξε η Αλόννησος για τον ίδιο.
Επίσης μέσα από το βιβλίο του, θυμήθηκα την κουβέντα που είχαμε κάνει στο Παρίσι πέρσι, όπου μου παραπονέθηκε πως βγάζω θανατερές φωτογραφίες. Ομολογώ πως αισθάνθηκα μια απροσδιόριστη ικανοποίηση που ένταξε τη συζήτησή μας αυτή στο κεφάλαιο "Ταξιδεύει;". Σε ένα άλλο κεφάλαιο, επανάφερα στη μνήμη μου μια άλλη συζήτηση που είχαμε κάνει στο μουσείο της Ακρόπολης, στην οποία μου εξηγούσε τους λόγους που απέφευγε τα μουσεία. Τότε τα λεγόμενά του μου είχαν φανεί παράλογα, όμως μέσα από τα κείμενα του βιβλίου του κατάφερα να κατανοήσω τους λόγους που τον κάνουν να έχει την συγκεκριμένη άποψη.
Αυτό όμως που με μάγεψε περισσότερο στο συγκεκριμένο βιβλίο ήταν η ακόρεστη όρεξη για νέες εμπειρίες, η ανιδιοτελής ανάγκη για επικοινωνία με άλλους ανθρώπους κι η επίμονη μάχη για την πάταξη του φόβου που έχει ο καθένας μας στη σκέψη του επερχόμενου θανάτου.
Γι' αυτόν τον λόγο, θα κρατήσω τα λόγια από το τελευταίο ποίημα του βιβλίου, τα οποία με βρίσκουν απολύτως σύμφωνο.
"Είμαι ένας μελαγχολικός αισιόδοξος.
Θα μείνω λοιπόν, ότι και να γίνει, με τα πόδια γερά στη γη
και το μυαλό στον ουρανό της ουτοπίας".
Όσο για τα ερωτήματα που μας θέτει ο Νίκος μέσα από το βιβλίο του, είμαι βέβαιος πως θα απαντηθούν στις μελλοντικές μαζώξεις που θα συνοδευτούν με όμορφους μεζέδες, μπόλικο ουζάκι και ζεστά χαμόγελα.
Κείμενο του Νίκου Γραικού
Φωτογραφία της Frederique Bouvier
Συχνά ξυπνώ νωρίς. Λίγο πριν σβήσει ο δημοτικός φωτισμός. Φτιάχνω έναν καφέ κι αν το επιτρέπει ο καιρός βγαίνω σε ένα από τα μικρά μπαλκόνια που έχει το διαμέρισμα που μένω στο Παρίσι.
Μου αρέσει ο ανοιχτός ορίζοντας. Το φως. Οι Λέξεις στροβιλίζονται στο μυαλό μου. Χάραμα, ανατολή, αυγή. Το κέντρο που έπαιζε ο Τσιτσάνης. Όμορφες αναμνήσεις, εφημερίδα αγαπημένη, αλλά κι απαράδεκτη ιδεολογία. Η κάθε λέξη φορτωμένη αναφορές κι ιστορίες.
Θυμάμαι τους γονείς που είχαν πάει στο κέντρο αυτό και μας μιλούσαν λες κι είχαν ζήσει μία εμπειρία μύησης σε κάποιο μυστήριο.
Θυμάμαι ότι η εφημερίδα αυτή μου έκανε την τιμή να δημοσιεύσει άρθρα μου, αλλά πιο πολύ τους νέους που την μπερδεύουν με την άλλη την επαίσχυντη. Θυμώνω που δεν την κρατά τρυφερά στα χέρια του πολύς κόσμος. Θυμάμαι επίσης ότι αγάπησα την ανατολή στο Παλιό Χωριό στην Αλόννησο. Ξυπνούσα για να συνοδεύσω φίλους στο πρωινό καράβι. Θυμάμαι ότι στο χωριό που μένει η αδελφή μου έπινα καφέ στη θάλασσα την ώρα που ο ήλιος ανέτειλε και συχνά κολυμπούσα προσπαθώντας να τον φτάσω.
Ίσως όμως πρέπει να ζήσω πιο πολύ με το τώρα, να επικεντρωθώ στο παρόν. Να πω πράγματα στους φίλους που δεν ένιωσαν τον πόνο μίας βίαιης ανατροπής των πραγμάτων. Ο έκτος όροφος, συχνά συνώνυμος με ρετιρέ και πλούτο στην Αθήνα, αλλά ... με δωμάτια υπηρεσίας και πονεμένες ιστορίες στο Παρίσι.
Χαίρομαι που βλέπω πίσω από τις εικόνες, που διαβάζω πίσω από τις λέξεις.
Το Παρίσι ξυπνά στη σκέψη των περισσοτέρων μία γλυκιά αίσθηση. Σε εμένα πολλές δύσκολες ιστορίες. Όχι τόσο γιατί τις έζησα, αλλά πιο πιο πολύ διότι έμαθα να βλέπω τι κρύβεται πίσω από τη βιτρίνα. Πόσοι ηλικιωμένοι χάθηκαν σε αυτά τα δωμάτια υπηρεσίας πριν λίγα χρόνια από τον καύσωνα. Πόσοι ίσως πεθαίνουν σήμερα από την πανδημία.
Κι ο φίλος που πίνει τον καφέ του στην αγαπημένη Κυψέλη στην Αθήνα, μου στέλνει καλημέρα συνενοχής κάθε πρωί.
Η φίλη η γκαρδιακή που έβγαλε τη φωτογραφία μένει λίγο μακριά. Απαγορεύεται να έρθει να μείνει λίγο μαζί μας. "Μας προστατεύουν". Δε ξέρω. Ίσως προτιμούσα να φύγω κοντά στους αγαπημένους κι όχι να ζήσω λίγο ακόμα κλεισμένος στην "ασφάλεια" των τεσσάρων τοίχων.
Όλοι οι δικοί μου άνθρωποι που πέθαναν, αναχώρησαν νωρίς το πρωί. Τις περισσότερες κρίσεις πανικού τις έχω πάθει τέτοια ώρα. Ίσως κάποιες φορές να μην αντέχουμε τόση ομορφιά. Να μην αντέχουμε τον πόνο που κρύβεται πίσω από την καινούρια ημέρα. Τον κόπο που απαιτεί. Κι όμως το κόκκινο χρώμα μου αρέσει. "Έτσι κι αλλιώς η ζωή θα γίνει κόκκινη, ή κόκκινη από τη ζωή ή κόκκινη από τον θάνατο. Θα φροντίσουμε εμείς γι΄αυτό". Έχει απόλυτο δίκιο ο ποιητής. Κι εγώ θα βγαίνω στο μπαλονάκι να χαιρετώ το πρωί. Να ψέλνω μέσα μου τον ύμνο της κατάφασης στη ζωή. Μάθαμε στον αγώνα. Δε θα κάνουμε τώρα πίσω. Πρέπει να περιμένω και τη Φρεντερίκ. Πρέπει να ξαναπάω να πιω καφέ στη θάλασσα, στο χωριό που μένει η αδελφή μου.
Πριν ακριβώς τρία χρόνια κι ενώ βρισκόμουν στο νησί για τις γιορτές, σε μια συνάντηση με τον Γιάννη Βούλγαρη, έγινε η πρόταση να αρχίσω να γράφω στην Απλωταριά. Μου ανέθεσαν ένα εβδομαδιαίο βήμα στις Δεύτερες Σκέψεις ενώ στην πορεία προέκυψαν κάποιες συνεντεύξεις με εκλεκτά πρόσωπα. Ως αναγνώστης της Απλωταριάς για πολλά χρόνια, ένιωσα ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα περηφάνιας κι ευθύνης. Συναισθήματα που δεν μπορώ να περιγράψω. Όπως δεν μπορώ να περιγράψω τη στεναχώρια μου όταν πάρθηκε η απόφαση να κλείσει ο δεκαετής της κύκλος.
Σ' αυτό το μοναδικό ταξίδι συμπορεύτηκα με τους υπόλοιπους συντελεστές τρία ακριβώς χρόνια, από τον Γενάρη του 2016 μέχρι σήμερα. Μέσα σ' αυτά τα τρία χρόνια γνώρισα και δέθηκα με νέους ανθρώπους. Νέους φίλους στη ζωή και νέες παρέες στις μετέπειτα επισκέψεις μου στο νησί. Ο Γιώργος, η Δέσποινα, ο Βαγγέλης, η Μαρκέλλα, ο Αλέξανδρος, η Ερμιόνη, η Βασιλική, ο Αριστοτέλης, ο Κώστας... Αυτό ήταν το μεγαλύτερο δώρο που μου πρόσφερε η Απλωταριά και της είμαι πραγματικά ευγνώμων.
Μέσα σ' αυτά τα τρία χρόνια ήρθα σε εποικοδομητικούς διαλόγους αλλά κι έντονες αντιπαραθέσεις με αρκετό κόσμο. Απόλαυσα στιγμές προβληματισμού, μοιράστηκα ανησυχίες κι αγνοούσα επιδεικτικά αβάσιμες κραυγές μίσους και φόβου που προσπαθούσαν να με εξοργίσουν και να μ' αποπροσανατολίσουν. Πολλές φορές βρέθηκα στα όριά μου. Εκείνες τις στιγμές είναι που υπερίσχυε το πνεύμα της ομάδας καθώς εκεί που γονάτιζε ένας, μεμιάς εμφανίζονταν δεκάδες χέρια για να τον σηκώσουν ξανά ψηλά. Ένα πνεύμα συντροφικότητας κι άψογης συνεργασίας που σπανίζει στις μέρες μας. Αυτό το πνεύμα αγάπης, αλληλοσεβασμού και παρεΐστικης διάθεσης ήταν αξιοζήλευτο και μοναδικό. Αισθάνομαι τυχερός που το βίωσα μες στην ομάδα της Απλωταριάς.
Κλείνοντας θέλω να ευχαριστήσω μέσα από την καρδιά μου τον Γιώργο που μ' εμπιστεύτηκε και όλη την ομάδα που πρόσφερε όλα αυτά τα χρόνια μια ξεχωριστή πολυεπίπεδη φωνή στην Χίο. Την φωνή της αξιοπρέπειας και της ηθικής. Την φωνή της μνήμης και του πολιτισμού. Την ανθρώπινη φωνή.
Αυτά τα δέκα χρόνια αφήνουν μια πλούσια παρακαταθήκη στον τόπο μας. Μία πλούσια συλλογή πληροφοριών, εργασιών, φωτογραφιών κι ερευνών που είμαι βέβαιος πως θα εκτιμηθούν και θα αξιοποιηθούν στο μέλλον.
Ένας κύκλος κλείνει. Από τη μια αισθάνομαι τυχερός που είμαι ένα μικρό κομμάτι του αλλά από την άλλη με πνίγει μια απέραντη θλίψη. Η Απλωταριά θα αφήσει ένα μεγάλο κενό στον τόπο μας αλλά με την ιστορία της έχει ανοίξει έναν νέο δρόμο, ο οποίος είναι εκεί και μας περιμένει να τον διαβούμε ξανά. Και είμαι σίγουρος πως πολλοί από μας θα σμίξουμε σύντομα για να συνεχίσουμε αυτήν την όμορφη πορεία.
Καλή μας αντάμωση λοιπόν...
Μου είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσω τη φυγή σου. Το πάλεψες με αξιοπρέπεια, ζωντάνια και με ένα ζεστό χαμόγελο στα χείλη. Δυσκόλεψες πολύ την αρρώστια κι έφυγες με το κεφάλι ψηλά. Μπορεί η φτωχιά προκυμαία της Χίου να είναι από την περασμένη Κυριακή φτωχότερη αλλά να ξέρεις πως οι καρδιές μας θα παραμείνουν πλούσιες με την παρουσία σου και τις στιγμές που ζήσαμε. Τα καλαμπούρια σου, τα πειράγματά σου, τα ανέκδοτα που έλεγες σε δύσκολες περιστάσεις για να μας ανεβάσεις τη διάθεση, το εκπληκτικό πάρτι γενεθλίων που σου διοργανώσαμε φίλοι και συγγενείς στην νότια Χίο όταν έγινες πενήντα, τις όμορφες συζητήσεις που κάναμε τηλεφωνικά τον τελευταίο ένα χρόνο. Όλα αυτά δε θα ξεχαστούν ποτέ.
Θα κρατήσω βαθιά μέσα μου τα τελευταία λόγια που μου είπες και την ζεστή αγκαλιά που ανταλλάξαμε λίγο πριν αναχωρήσω για την Αθήνα. Το αποχαιρετιστήριο βλέμμα σου καθώς σηκωνόμουν για να φύγω, αποτυπώθηκε βαθιά στη μνήμη μου.
Καλό σου ταξίδι Τάσο μου...
Υπάρχει μία ευγενική φωνή που σπάει κάθε πρωί τις σοβαροφανείς αναλύσεις της επικαιρότητας. Παίρνοντας ερεθίσματα από πρόσωπα και καταστάσεις, δημιουργεί έναν παράλληλο κόσμο και μέσα απ’ αυτόν καυτηριάζει γεγονότα κι εξελίξεις. O Βαγγέλης Χερουβείμ ωστόσο, δεν δηλώνει ραδιοφωνικός παραγωγός, παρά την καθημερινή παρουσία του στα ερτζιανά με την εκπομπή «Κόκκινη Κλωστή Δεμένη» Στο Κόκκινο 105,5. Ούτε και νομικός αν και σπούδασε νομική. Δηλώνει σκιτσογράφος. Από το 1990 ασχολείται με το σκίτσο. Σχεδιάζει καθημερινά στην εφημερίδα Αυγή και στο περιοδικό Σχεδία. Παλιότερα είχε συνεργαστεί με το περιοδικό Γαλέρα (μέχρι το 2011 που σταμάτησε η κυκλοφορία της) και το περιοδικό Αντί.
1. Αν και σπούδασες νομική, τελικά σε κέρδισε το σκίτσο. Ποιοι ήταν οι παράγοντες που σε παρακίνησαν σ’ αυτήν την επιλογή;
Αυτή η ξεμυαλίστρα η Μεταπολίτευση. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, προσπαθούσα να καταλάβω από τα σκίτσα των εφημερίδων-που τότε πούλαγαν εκατοντάδες χιλιάδες φύλλα-προσπαθούσα να καταλάβω τις πυκνές εξελίξεις και την πρόσφατη ιστορία. Μ άρεσε να σχεδιάζω. Με γοήτευε η πολιτική Ιστορία. Πολύ γρήγορα δοκίμασα να τα συνδυάσω. Νομικός, από την άλλη, ποτέ δεν ήθελα να γίνω. Θαυμάζω εκείνους που έγιναν καλοί νομικοί και δίνουν μάχες από τη σωστή μεριά. Αλλά ποτέ δε ζήλεψα ώστε να το επιχειρήσω.
2. Πέρα από το σκίτσο, έχεις τη δική σου ραδιοφωνική εκπομπή και το 2014 κυκλοφόρησε το «Περί Γκρεκόνων Σκιάς», μία συλλογή κειμένων όπου σχολιάζεις μ’ έναν άκρως πρωτότυπο τρόπο την επικαιρότητα. Παρ’ όλα αυτά δηλώνεις σκιτσογράφος. Ποια είναι κατά τη γνώμη σου τα προτερήματα του σκίτσου σε αντίθεση με τους άλλους τρόπους έκφρασης;
Μα και αυτή η ραδιοφωνική εκπομπή, δεν είναι κάτι άλλο από ένα σκίτσο καθημερινό που αναπτύσσεται προφορικά. Μοιάζει με γελοιογραφικό-αλληγορικό παραμύθι για το Μεσαίωνα που ζούμε σήμερα... Καμιά φορά, το να δηλώνεις σκιτσογράφος είναι σα να ζητάς πολιτικό άσυλο! Οι σκιτσογράφοι, αν και υπάρχουν πλέον σε όλο τον κόσμο παραδείγματα διώξεων, λογοκρισίας και έσχατης λογοκρισίας (με φόνους) γενικά πάντως, παρόλα αυτά απολαμβάνουν λίγο μεγαλύτερη ανοχή από τους μικρούς ή μεγάλους εξουσιαστές. Αν μη τι άλλο, μπορεί κανείς να απαγορεύσει, αλλά δεν μπορεί να υπαγορεύσει το πως θα χαμογελάμε.
3. Ποιος είναι ο ρόλος του σκιτσογράφου στη σημερινή εποχή;
Ο ρόλος του είναι να βλέπει τα πράγματα από την πλευρά των αδυνάτων. Να εκφράζει αυτούς που δεν μπορούν να εκφραστούν έτσι, να γίνεται η φωνή αυτών που δεν έχουν φωνή. Με τρόπο κατανοητό, αν είναι δυνατόν σε όλους τους ανθρώπους. Να δείχνει με το δάχτυλο και το μελάνι του τις πραγματικές πηγές του κακού. Στυγνούς ηγεμόνες, αδίστακτους αφεντάδες, κυριαρχικές σχέσεις και νοοτροπίες που υποδουλώνουν.
4. Η πρόσφατη ομαδική έκθεση "Γλυκιά Ευρώπη" αγκαλιάστηκε από το κοινό αλλά σχολιάστηκε αρνητικά από κάποιους αρθρογράφους. Ποια είναι η θέση σου στο ζήτημα που προέκυψε;
Πώς να σχολιάσει κανείς την ανοησία; Όταν μπει στα εγκυκλοπαιδικά λεξικά Ο όρος Ευρω-τζιχαντισμός ,κάποιοι κονδυλοφόροι θα έχουν εξασφαλίσει την καταγραφή τους ως σημαιοφόρων. Μέχρι τότε, απλώς είναι αστεία επικίνδυνοι καραβανάδες της λογοκρισίας. Ευτυχώς κατά φαντασίαν...
5. Πρόσφατα βρέθηκες στο Βόλο όπου πρόσφερες μαθήματα σκίτσου σε προσφυγόπουλα. Θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας την εμπειρία αυτή και τις εντυπώσεις που σου άφησε;
Δεν βρέθηκα μόνο με προσφυγόπουλα. Αλλά στο ίδιο σχολειό, συνάντησα πριν το μεσημέρι όλες τις τάξεις του δημοτικού και μετά ,το απόγευμα, την τάξη που φιλοξενεί τα προσφυγόπουλα .Πρέπει να πω ότι έχω αδυναμία να περιγράψω με επάρκεια, το πόσο δυναμωτική είναι η προσοχή των παιδιών, το ενδιαφέρον τους ,η φαντασία τους, αλλά και πόσο θαυμάζω πάντα την ηρωική δουλειά των δασκάλων. Αυτό ισχύει για όλους όσους συνάντησα. Στην περίπτωση ιδιαίτερα δε της τάξης με τα παιδιά από τις περιοχές της Συρίας και του Κουρδιστάν, οι δασκάλες τους εκτός από ηρωικές, είναι και πρότυπα παντομίμας, επικοινωνιακής εφευρετικότητας και βεβαία ανθρωπιάς ξεχωριστής. Δεν θα θελα να πω κάτι άλλο γι’ αυτή την εμπειρία μου. Ότι πω θa ναι φτωχό και λίγο.
6. Γνωρίζεις αρκετά καλά την προσφυγική κατάσταση στον ελλαδικό χώρο και κυρίως στα νησιά μας. Ποια είναι η άποψή σου για τη στάση που έχει κρατήσει η Ευρώπη κι η Ελλάδα απέναντι στην μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση των τελευταίων δεκαετιών; Τελικά η Ιστορία διδάσκει;
Η Ευρώπη που έχει σχηματιστεί από αιώνιες μετακινήσεις πληθυσμών ,με αιματηρότατες συγκρούσεις και πολύ μαυρίλα στις σελίδες της Ιστορίας της που θέλει να ωραιοποιεί, τώρα για άλλη μια φορά ,ένοχη σε μεγάλο βαθμό γι αυτό που γίνεται στην Ανατολή και στο Νότο, υψώνει τείχη για να μη βλέπει καν τα αποτελέσματα αποικιοκρατίας και εκμετάλλευσης που έχει ασκήσει για αιώνες. Δεν είναι μόνο υποκριτική η στάση της. Είναι εγκληματική και αυτοκαταστροφική .Η Ιστορία δεν διδάσκει. Χρησιμοποιείται μόνο απ’ όσους θέλουν να συνεχίσουν να εγκληματούν. Χρησιμοποιείται, ή κλείνεται σε σκοτεινές ντουλάπες με σκελετούς. Μέσα σ αυτό το Ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον, η χώρα μας βρέθηκε σε πραγματική δυσκολία να διαχειριστεί μόνη την διέλευση εκατοντάδων χιλιάδων απελπισμένων ανθρώπων. Οι έλληνες έδειξαν πολύ καλά δείγματα αλληλεγγύης, όσον αφορά τον περισσότερο πληθυσμό. Παρότι η προκατάληψη που καλλιεργούσαν τα περισσότερα ΜΜΕ και το μισό πολιτικό στερέωμα ήταν πολύ επικίνδυνη να οδηγήσει σε υστερία, όπως σε άλλα "πολιτισμένα "ευρωπαϊκά κράτη, είχαμε καλά αντανακλαστικά από το λαό και μία κυβέρνηση που δεν ήταν κατ αρχάς εχθρική. Ήταν άπειρη, αδύναμη, αλλά ήθελε να εκφράσει την αυτονόητη αλληλεγγύη. Δυστυχώς οι συμφωνίες που αναγκάστηκε να υπογράψει ,συμφωνίες μεταξύ Ευρώπης και Τουρκίας που δεν γίνονται τελικά εφαρμοστές στα λιγότερο κακά τους στοιχεία, δεσμεύουν την ελληνική πολιτεία σε μέτρα και ρόλους που δεν ονειρευόταν ποτέ πριν για τον εαυτό της. Και το χειρότερο είναι πως δεν διακρίνει κανείς λιγότερο μαύρα σύννεφα στον ουρανό της Ευρώπης για το άμεσο μέλλον, ούτε βεβαία και στην Ανατολή, βλέπουμε δυνατότητες να κλείσουν οι πληγές που τρέχουν ανθρώπους.
7. Τέλος θα ήθελες να αφιερώσεις ένα σκίτσο σου στους κατοίκους αλλά και στους πρόσφυγες των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου;
Θα θελα να αφιερώσω πάρα πολλά σκίτσα στους ανθρώπους των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Πέρυσι ταξίδεψαν τα σκίτσα όλων των συναδέλφων με θέμα τους πρόσφυγες, σε πολλά από τα νησιά που υποδέχτηκαν ξεριζωμένους. Δεν ξέρω τι να διαλέξω ανάμεσα σε όλα. Γι’ αυτό λέω να σας δώσω το λεύκωμα εκείνης της έκθεσης, να διαλέξετε εσείς...
Είναι ιδιαίτερα έντονο το συναίσθημα όταν κάθεσαι δίπλα σε σημαντικές προσωπικότητες οι οποίες μιλούν για σένα. Αυτήν την όμορφη και συναισθηματικά φορτισμένη στιγμή, έζησα την περασμένη Τετάρτη μέσα σε ένα πανέμορφο βιβλιοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας.
Με τον σκηνοθέτη Δήμο Αβδελιώδη γνωριζόμαστε τα τελευταία χρόνια. Η φιλία που έχει δημιουργηθεί μεταξύ μας είναι ειλικρινέστατη κι ενδιαφέρουσα. Γι' αυτό κι η κάθε μας συνάντηση είτε στην Χίο είτε στην Αθήνα, συνοδεύεται πολλές φορές με πολύωρες συζητήσεις για την επικαιρότητα, την τέχνη και τα σχέδια που θέλουμε να υλοποιήσουμε.
Με την συγγραφέα Πέλα Σουλτάτου, η γνωριμία μας βασίστηκε στην παρουσίαση του τρίτου μου βιβλίου, αποδεικνύοντας περίτρανα πως οι παρουσιάσεις δεν είναι μόνο συζητήσεις και πωλήσεις βιβλίων αλλά κι αφορμή για νέες φιλίες.
Όσον αφορά όμως τον συγγραφέα-δημοσιογράφο Περικλή Κοροβέση, ένιωσα μεγάλη συγκίνηση έχοντάς τον δίπλα μου. Τα όμορφά του λόγια τόσο για μένα όσο και για το βιβλίο αλλά κυρίως οι στιγμές που με αποκαλούσε με το μικρό μου όνομα, θα μου μείνουν αξέχαστες. Είναι απερίγραπτο το συναίσθημα που νιώθει κανείς όταν έχει δίπλα του ανθρώπους που θαυμάζει λόγω της ιστορίας του, του αγώνα τους και του έργου που αφήνουν στους υπόλοιπους συνανθρώπους τους.
Πέρα όμως από τους εξαιρετικούς παρουσιαστές του βιβλίου, θα θελα πολύ να ευχαριστήσω την Μαρία Παπαγεωργίου για την ζεστή της φιλοξενία αλλά και την ευχάριστη συζήτηση που είχαμε πριν και μετά την παρουσίαση του βιβλίου.
Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω κι όλους όσους με τιμήσατε με την παρουσία σας εκείνο το βράδυ.
Το περσινό ταξίδι ήταν ένας ξεχωριστός τρόπος γνωριμίας με ένα κομμάτι της γειτονιάς μας. Τα Δυτικά Βαλκάνια ήταν μία πραγματική αποκάλυψη για χώρες όπως τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Μαυροβούνιο. Με το φετινό οδοιπορικό όμως ανακαλύψαμε μία άλλη Ελλάδα που βρίσκεται στην καρδιά της Μεσογείου. Την Μεγάλη Ελλάδα.
Η νότια γωνιά της Ιταλίας ξεχασμένη και φτωχότερη σε αντίθεση με τον βιομηχανικό και πλούσιο βορρά, κατάφερε να διατηρήσει στο πέρασμα των αιώνων και των συνεχόμενων κατακτητών, παραδόσεις και στοιχεία από το πολύ μακρινό της παρελθόν.
Για τους κατοίκους της Καλαβρία και των Μπασιλικάτων, η Ελλάδα έχει το ρόλο της μυθικής Αρκαδίας. Κι επειδή η ουτοπία είναι ένας κόσμος μικρός που κανείς δεν μπορεί να τον φτάσει και να τον αγγίξει, μας έλεγαν με τρυφερότητα κι αγάπη "πικολίνα Γκρέτσια", κάθε φορά που αναφέραμε την καταγωγή μας.
Διασχίσαμε το στενό που κάποτε φύλαγαν οι τρομερές Σκύλλα και Χάρυβδη, για να φτάσουμε στην Σικελία, την πατρίδα της Αίτνας, του καλού κρασιού, των Συρακουσών που κατατρόπωσαν την αθηναϊκή υπερδύναμη και της μαφίας.
Θαυμάσαμε από κοντά την ανήσυχη Αίτνα, η οποία έχει ξυπνήσει ξανά τις τελευταίες βδομάδες. Από το εκπληκτικό θέατρο της Ταορμίνα βλέπαμε τους καπνούς να ανεβαίνουν στον ουρανό και την αιθάλη να καλύπτει τον κάμπο που απλώνεται από το ηφαίστειο ως τη θάλασσα.
Στη Κατάνια ζήσαμε με κατάνυξη τη λειτουργία της Ανάστασης των καθολικών, για να διαπιστώσουμε για μία ακόμη φορά πως η ελληνορθόδοξη πίστη βρίσκεται σε καιρούς σκοταδισμού και βαρβαρότητας. Ερωτευτήκαμε τα υπέροχα χωριά του νότου, συγκεκριμένα την Ραγκούσα, την Μόντιτσα και τον Νότο. Περιπλανηθήκαμε με δέος στην Κοιλάδα των Ναών του αρχαίου Ακράγαντα (σημερινό Αγκριτζέντο) και ζήσαμε την σικελιώτικη dolve vita του Παλέρμο.
Πριν όμως κατεβούμε στον νότο, βολτάραμε πρώτα στους στενούς δρόμους της Νάπολη ενώ πάνω από το κάστρο της θαυμάσαμε τον επιβλητικό όγκο του Βεζούβιου. Λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη γυρίσαμε δύο χιλιάδες χρόνια πίσω, καθώς περιπλανιόμασταν στην Αρχαία Πομπηία ανάμεσα σε υπερπολυτελείς κατοικίες μ' εκπληκτικές τοιχογραφίες.
Κατά την επιστροφή μας κάναμε μία στάση στην Ματέρα. Ίσως μία από τις εντυπωσιακότερες πόλεις της Ευρώπης, η οποία μου έκλεισε το μάτι για να με πείσει να την επισκεφθώ ξανά σε δύο χρόνια που θα είναι πολιτισμική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Μία πόλη απλωμένη σε μία βραχώδη γούβα. Ίσως το πρώτο σημείο που κατοικήθηκε από ανθρώπους στην ιταλική χερσόνησο.
Καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού νοιώθαμε μία έντονη οικειότητα με τον τόπο. Η φύση ήταν παρόμοια με την Ελλάδα ενώ πολλά χωριά έμοιαζαν αρκετά με τα δικά μας. Αλλά ήταν και οι κάτοικοι που συνέχεια μας υπενθύμιζαν την Ελλάδα, όπως σε μία καφετέρια που ο μπάρμαν μας ρώτησε αν είμαστε Αμερικάνοι. Του απαντήσαμε πως είμαστε "Γκρέτσι" για να μας πει μ' ενθουσιασμό και καθαρή προφορά "Αααα Έλληνες".
Το ταξίδι στην Μεγάλη Ελλάδα δεν ήταν ένα οδοιπορικό για να αναγνωρίσουμε έναν άλλον τόπο αλλά για να δούμε πως θα ήταν η χώρα μας αν δεν είχαμε γίνει η αποικία των τελευταίων δεκαετιών. Αν δεν γκρεμίζαμε τα πάντα για χάρη της εικονική προόδου των δεκαετιών του '60 και '70. Δε μας δόθηκε η εντύπωση πως ταξιδέψαμε στο εξωτερικό αλλά σε μία απομακρυσμένη και κάπως ξεχασμένη γωνιά της πατρίδας μας.
Να όμως που όλα τα όμορφα πράγματα έχουν κι ένα τέλος. Αυτό όμως δεν είναι αφορμή για να μελαγχολήσουμε. Οι εμπειρίες, οι μνήμες και οι φωτογραφίες είναι εφόδια που μας βοηθούν να ταξιδεύουμε ξανά σε μέρη που αγαπήσαμε.
Και φυσικά, το τέλος κάθε ταξιδιού είναι η αρχή για το επόμενο...
Το περσινό μας οδοιπορικό ταξίδι ήταν ένα όνειρο ζωής που υλοποιήθηκε με απρόσμενη επιτυχία, γεμίζοντάς μας εικόνες, στιγμές και πολύωρες συζητήσεις, σε μια γωνιά της Ευρώπης που πολλοί φοβούνται να θίξουν. Τα Δυτικά Βαλκάνια μας απέδειξαν πως όταν θέλουμε κάτι πολύ, το υλοποιούμε χωρίς πολλά λόγια κι υπεκφυγές.
Τρεις φίλοι διασχίσαμε έξι χώρες. Από την παρεξηγημένη Αλβανία φτάσαμε μέχρι την πολυπολιτισμική Τεργέστη, περνώντας μέσα από τα σπαράγματα που άφησε ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας. Μαυροβούνιο, Κροατία, Σλοβενία και Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Τόσο όμοιες αλλά και τόσο διαφορετικές οι παραπάνω βαλκανικές γειτονιές.
Η επίτευξη του ταξιδιού ήταν παράλληλα κι εκπλήρωση ενός ονείρου, δίνοντάς μας το έναυσμα να το επαναλάβουμε.
Αυτή τη φορά το βλέμμα μας στράφηκε στην άλλοτε Μεγάλη Ελλάδα. Η διαδρομή μπορεί να περιορίζεται σε μία χώρα και συγκεκριμένα στο νότιο κομμάτι της Ιταλίας αλλά θα είναι γεμάτη από ιστορικές πόλεις, υπέροχα χωριά, πανέμορφα μνημεία, εκπληκτικές διαδρομές και μαγευτικά τοπία.
Ήρθε λοιπόν η στιγμή να γνωρίσουμε τους θρύλους που κρύβουν η Καμπάνια, η Καλαβρία, η Σικελία και τα Μπασιλικάτα. Από την πυκνοκατοικημένη Νάπολη με το αριστοκρατικό παρελθόν της Πομπηία και την κοσμοπολίτικη ακτογραμμή της Αμάλφι, θα κατηφορίσουμε προς τις ελληνόφωνες πόλεις του νότου κι από εκεί θα περάσουμε στο επιβλητικό νησί με την περίφημη Κοιλάδα των Ναών και τα πανέμορφα χωριά που εναρμονίζονται με την άγρια ομορφιά του σικελιώτικου τοπίου, συντροφιά με τα δυο ενεργά ηφαίστεια της Ιταλίας, τον Βεζούβιο και την Αίτνα.
Η προσμονή κι αυτού του ταξιδιού είναι μεγάλη. Σχέδια με γεύση τσίπουρου κι εκλεκτών μεζέδων άρχισαν να μπαίνουν στο τραπέζι από τον Γενάρη, και να που τώρα μας μένουν λίγες ώρες πριν την υλοποίησή τους. Μία διαδικασία γεμάτη σκέψεις και συναισθήματα που εκτιμώνται όλο και περισσότερο με την πάροδο του χρόνου.
Οι εμπειρίες αυτές παίρνουν μία επιπλέον αξία καθώς πραγματοποιούνται σε μία περίοδο όπου όλα βρίσκονται σε τεντωμένο σκοινί. Οι Η.Π.Α. βομβαρδίσουν την Συρία, η Ρωσία εξοργίζεται και το Ιράν απειλεί ανοιχτά την Αμερική, τη στιγμή που η Β.Κορέα δηλώνει έτοιμη να επιτεθεί στους Αμερικανούς ενώ στην Τουρκία ο Ερντογάν προετοιμάζει την δικτατορία του μέσα από ένα δημοψήφισμα-παρωδία. Και σ'όλα αυτά μία Ευρώπη που σιωπά καθώς γνωρίζει πως το οικοδόμημά της γκρεμίζεται όλο και πιο πολύ. Όλα αυτά έχουν κάνει το ταξίδι να δείχνει πιο σημαντικό, ως μία σύντομη απόδραση απέναντι στην εσχατιά του κόσμου μας αλλά και της καθημερινής μας μιζέριας.
Λίγες μέρες πριν την αναχώρηση, μίλησα στο τηλέφωνο μ' έναν φίλο. Μου έβγαλε το παράπονό πως με όσους συναντιέται και συζητάει, του βγάζουν μια μεμψιμοιρία που τον πνίγει. Χωρίς να προλάβω να μιλήσω, συμφώνησε σε μία παλιότερη δήλωσή μου πως τα ταξίδια είναι η ουτοπική μας όαση σε μία καθημερινότητα που έχει εγκλωβιστεί στη στασιμότητα και στην ανασφάλεια.
Όσο για τους συνοδοιπόρους μου τον Σπύρο και τον Γιάννη, αποδείξαμε μαζί πέρσι πως μπορούμε να πετύχουμε πολλά όταν δίνεται βαρύτητα στο εμείς. Έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον κι αυτό μας δίνει τη σιγουριά πως θα γυρίσουμε ακόμη πιο πλούσιοι σε εικόνες κι εμπειρίες.
Και φυσικά θα επιστρέψουμε απολύτως ικανοποιημένοι έχοντας δώσει για δεύτερη φορά νόημα σε μία ακόμη Χαμένη Άνοιξη.
Αυτή τη φορά το οδοιπορικό ταξίδι θα έχει αέρα ιταλικό.
Μέχρις ότου ολοκληρωθεί κι αυτό,
υγιαίνετε...
Δύο αγάλματα Κούρων και ένα αντίγραφο αγάλματος της Χίας Κόρης που εκτίθεται στο Μουσείο της Ακρόπολης κοσμούν εδώ και λίγα εικοσιτετράωρα το Αρχαιολογικό Μουσείο Χίου. Εκτίθενται στο μόνιμο εκθεσιακό χώρο και αποτελούν δύο από τα σημαντικότερα εκθέματα του μουσείου.
Σύμφωνα με τη διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χίου, Όλγα Βάσση, τα ανδρικά αγάλματα βρέθηκαν στο Ιερό του λιμανιού του Εμπορειού και ανήκουν στη χρονική περίοδο των μέσων του 6ου αιώνα π.Χ..
«Το Ιερό του λιμανιού έχει ανασκαφεί τη δεκαετία του 1950 από την ομάδα του Άγγλου αρχαιολόγου Bordman και είναι αφιερωμένο στον Απόλλωνα και την Αρτέμιδα», δηλώνει.
Οι Κούροι ανασκάφηκαν το 2004 από την αρχαιολόγο Κοκόνα Ρούμπου της τότε Κ’ Εφορείας Κλασσικών και Προϊστορικών Αρχαιοτήτων στο οικόπεδο Βασίλη. Ο ένας προέρχεται από εργαστήριο της Πάρου και ανήκει στην περίοδο του 560 π.Χ.. Ο δεύτερος έχει κατασκευασθεί από Χιακό εργαστήριο και κατατάσσεται στην περίοδο 575 έως 550 π.Χ.. Τα σημαντικά ευρήματα έχουν δημοσιευθεί σε ανακοίνωση του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου.
Από τότε παρέμειναν σε αποθήκη της Υπηρεσίας. Η Ολγ. Βάσση προσπάθησε επανειλημμένα να τα μεταφέρει στο χώρο των περιοδικών εκθέσεων για να τα θαυμάσει το κοινό, αλλά η προσπάθεια μόλις τελεσφόρησε.
Μεταφορά
Στο μόνιμο εκθεσιακό χώρο μεταφέρθηκαν από τους συντηρητές του Μουσείου Ακρόπολης Γιώργο Χατζελένη και Δημήτρη Κιλκή.
«Η συμβολή του Μουσείου Ακρόπολης ήταν πολύ σημαντική. Ο διευθυντής του Δημ. Παντρεμαλής μας διευκόλυνε άμεσα. Οι συντηρητές τα μετέφεραν στη θέση που εκτίθενται με τη συνεργασία υπαλλήλων μας. Το πρόβλημα της στήριξης λύθηκε με την τεχνολογία του Μουσείου Ακρόπολης. Τα τμήματα που λείπουν συμπληρώθηκαν με βιδωτούς ανοξείδωτους ράβδους χάλυβα», συμπληρώνει.
Η περιοδική έκθεση δεν υλοποιήθηκε, γι’ αυτό το καλοκαίρι του 2016 τους κατέβασαν στο μόνιμο εκθεσιακό χώρο. Όταν πραγματοποιηθεί η περιοδική έκθεση θα μεταφερθούν μόνιμα πια στο τμήμα όπου εκτίθενται τα ευρήματα του Εμπορειού, για να βλέπουν οι επισκέπτες τη συνολική εικόνα των ανασκαφών και των ευρημάτων της περιοχής.
Χία Κόρη
Το εξαιρετικής τεχνοτροπίας και εμφάνισης αντίγραφο του αγάλματος της Χίας κόρης δωρίθηκε από Χιώτισσα των Αθηνών η οποία επιθυμεί να μη γνωστοποιηθεί το όνομα της. Έχει τοποθετηθεί στο χώρο υποδοχής του μουσείου από το τέλος του 2016 και μαγνητίζει τα βλέμματα με την τεχνική αρτιότητα και τα χρώματα του.
«Αποτελεί ένα από τα αναθήματα του Παρθενώνα στον ιερό βράχο και ονομάζεται Χία Κόρη γιατί έχει κατασκευαστεί από Χιώτικο εργαστήριο».
Η ίδια χορηγός δώρισε στο Μουσείο αντίγραφα μίας κεφαλής Μ. Αλεξάνδρου και ένα άγαλμα της Θεάς Αθηνάς.
"Ο άνθρωπος δε θέλει κάτι παραπάνω, λίγο ψωμάκι, λίγο λαδάκι κι ένα ποτηράκι τσίπουρο για να είναι ευτυχισμένος".
Με αυτή την φράση ξεκινάει το τρίτο βιβλίο του Γιώργου Χατζελένη που φέρει τον τίτλο Εντεύθεν, και είναι η ίδια φράση με την οποία κλείνει, αρθρωμένη από διαφορετικά κάθε φορά χείλη, έχοντας ολοκληρώσει έναν ιστορικό κύκλο, ένα κύκλο μνήμης. Μια φράση που ενώ συνοψίζει την ουσία της ζωής για τους προγόνους μας, σήμερα φαντάζει τόσο ανεπαρκής στο να φέρει την ευτυχία. Είναι όμως και στην πραγματικότητα; Αυτό είναι ένα μόνο από τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς που θέτει το Εντεύθεν, με κάποια από αυτά τα ερωτήματα να απαντώνται από τον αφηγητή - πρωταγωνιστή και άλλα να αφήνονται αναπάντητα στους αναγνώστες προς περισυλλογή και αναστοχασμό.
Το βιβλίο έχει πρωταγωνιστή έναν ήρωα της γενιάς μας, με έναν νέο τριαντάρη που ζει στην Αθήνα, στο μεγαλύτερο και χαώδες αστικό κέντρο της χώρας, και προσπαθεί να επιβιώσει χωρίς να κάνει εκπτώσεις στα όνειρα, το ήθος, την αισθητική και εν τέλει την καθημερινότητα και την ποιότητα ζωής του. Ο ήρωάς μας, που είναι ταυτόχρονα και ο αφηγητής, διακατέχεται από μια εσωτερική αγωνία, μια έντονη και βαθιά υπαρξιακή αγωνία για το παρόν και το μέλλον, τόσο το δικό του, όσο και μιας ολόκληρης χώρας, μιας ολόκληρης γενιάς. Ξεκινάει λοιπόν από την Αθήνα για να επισκεφτεί τον τόπο καταγωγής του, την Χίο, με σκοπό να συλλέξει πληροφορίες για έναν μαυραγορίτη που δρούσε στην περιοχή τα χρόνια της Κατοχής, πληροφορίες που θα του φανούν χρήσιμες στην εκπόνηση της μεταπτυχιακής του εργασίας. Στην Χίο τον περιμένουν με χαρά και αγάπη οι πρόγονοί του, οι οποίοι του αφηγούνται ιστορίες από τα νιάτα τους τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, με τόση λαχτάρα, όση και η λαχτάρα του ήρωά μας, να τις ακούσει και να τις καταγράψει. Ιστορίες που παραλληλίζονται με το σήμερα, από το θέμα της προσφυγιάς και τους Έλληνες πρόσφυγες που χρειάστηκε να ξενιτευτούν στην Μικρά Ασία συνδέοντάς το με το σημερινό προσφυγικό ζήτημα, ως τον εθνικό διχασμό που ταλανίζει την χώρα στις πιο κρίσιμες ιστορικά περιόδους. Αυτές τις ιστορίες με πολλή ζωντάνια, διαύγεια, ακρίβεια και παραστατικότητα μας μεταφέρει στο βιβλίο του ο Γιώργος Χατζελένης, θέτοντας στο κέντρο του σύμπαντός του τον αφηγητή και εξυψώνοντας την τέχνη της αφήγησης per se. Μιας αφήγησης όχι λόγιας και αποστειρωμένης, αλλά μπολιασμένης με τα λογοτεχνικά μοτίβα και γλωσσικά στολίδια της λαικής παράδοσης.
Ο αφηγητής λοιπόν, ξετυλίγοντας το κουβάρι της ιστορίας με την βοήθεια των μαρτυριών των ανθρώπων που βίωσαν ορισμένα γεγονότα από πρώτο χέρι, καταγράφει εμπειρίες και συναισθήματα, καταγράφει μνήμες που αν δεν υπήρχε ο ίδιος ο αφηγητής να τις 'κρατήσει στη ζωή' δεν θα είχαν ποτέ την ευκαιρία να διασωθούν και να ακουστούν σε πλήθος ανθρώπων. Με αυτόν τον τρόπο οι ιστορίες των προγόνων του ήρωα, ξεπερνούν το φάσμα του ατομικού και αγγίζουν το συλλογικό, κάνοντας παράλληλα και τους αναγνώστες μέτοχους της κοινής μοίρας. Η ήρωας ξυπνάει μνήμες, μνήμες μιας ζωής τόσο διαφορετικής, αλλά κατά έναν παράδοξο και περίπλοκο τρόπο και τόσο όμοιας μ΄αυτήν που διάγουμε σήμερα. Γιατί στις μέρες μας μπορεί να μην πεινάμε, με τον τρόπο που πείνασαν οι άνθρωποι στην ηρωική Χίο και σε όλη την Ελλάδα τα χρόνια των πολέμων, αλλά υποφέρουμε από έλλειψη κινήτρων, από έλλειψη στόχων, από έλλειψη πνευματικότητας, από την στέρηση της ελπίδας, πεινάμε για ζωή, πεινάμε για να ζήσουμε με μια πείνα όμοια ίσως και μεγαλύτερη από εκείνη των προγόνων μας. Και πολεμάμε. Μπορεί ο εχθρός μας να μην έχει όνομα και πρόσωπο, όπως είχε τότε, μπορεί να είναι αόρατος αλλά είναι πανίσχυρος και ανελέητος. Πώς λοιπόν θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε, πώς θα υπερπηδήσουμε τα εμπόδια που μας υψώνουν οι άλλοι, και κάποιες φορές και 'οι δικοί μας', πώς θα βγούμε νικητές από αυτή την μάχη; Αυτά είναι τα ερωτήματα στα οποία προσπαθεί να δώσει απάντηση ο ήρωας με εργαλείο την μελέτη της ιστορίας. Γιατί ο ήρωας, όπως και η γενιά του, θέλει να ζήσει, δεν παραιτείται, δεν καταθέτει τα όπλα σε χαλεπούς καιρούς. Ό,τι έχει συμβεί ανήκει στο παρελθόν. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω. Το ζητούμενο είναι τί κάνουμε εντεύθεν. Τί κάνουμε δηλαδή από εδώ και μπρος. Εξού και ο τίτλος του βιβλίου. Ένας τίτλος που συνοψίζει σε μια λέξη την απορία μιας ολόκληρης γενιάς. Εντεύθεν. Τον τίτλο λοιπόν, αλλά και συνολικά το βιβλίο, τον νιώθω σαν μια παραίνεση του συγγραφέα στην ζωή, σαν μια προτροπή να συνεχίσουμε την προσπάθεια, κι ας μοιάζει αυτή μάταιη όπως η προσπάθεια του Σίσσυφου στον γνωστό μύθο. Μοναδικός χαμένος αγώνας, είναι αυτός που δεν δίνεται, λέει ένα ρητό.
Οι ιστορίες που καταγράφονται στο βιβλίο του Χατζελένη, μοιάζουν να είναι διαχρονικές και ατοπικές. Συνέβησαν μια δεδομένη χρονική στιγμή σε έναν τόπο, αλλά θα μπορούσαν να έχουν συμβεί παντού, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Σκιαγραφούν την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, την τρωτότητα της, και αποδομούν συναισθήματα οικουμενικά όπως ο φόβος, η αγάπη, το μίσος, η απληστία. Σε μια εποχή σύγχισης και κρίσης, κρίσης όχι μόνο οικονομικής αλλά και αξιών, ηθικής και αισθητικής (όπως άλλωστε έχει πει ο Νίτσε 'Η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος', ρήση που μάλλον ενστερνίζεται ο ήρωας, όπως καταλαβαίνει κανείς στο κεφάλαιο με την θεατρική παράσταση), ένας νέος άνθρωπος στρέφεται στο παρελθόν για να τον διαφωτίσει και να τον καθοδηγήσει, και κυρίως για να να μην επαναλάβει τα ίδια λάθη που έκαναν τότε, αυτοί που σήμερα θα βρίσκονταν ενδεχομένως στην θέση του, να αποφύγει το δις εξαμαρτείν, των αρχαίων ημών. Η ιστορία μπορεί να επαναλαμβάνεται, όπως διατείνονται πολλοί, αλλά κανένας λαός δεν μπορεί να έχει μέλλον, όταν δεν γνωρίζει το παρελθόν του και κανένας δεν μπορεί να κρίνει το παρελθόν, εκτός από αυτόν που χτίζει το μέλλον, παραθέτοντας πάλι τον Νίτσε.
Μια χαραμάδα ελπίδας ανοίγει λοιπόν το τρίτο βιβλίο του Γιώργου Χατζελένη στην μαυρίλα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας που βιώνουμε σήμερα, μια λάμψη φωτός στο σκοτάδι της εσωτερικής ανασκόπησης, προσωπικής απομόνωσης και αυτοτιμωρητικής διάθεσης που μας περιβάλλει, ένα βιβλίο, γράμμα ναυαγού σε μπουκάλι στην θάλασσα, που λειτουργεί σαν μήνυμα ελπίδας πασχίζοντας να κρατήσει ζωντανή την αλήθεια, την α-λήθεια με την έννοια της μνήμης, της μνήμης ενός τόπου και των ανθρώπων του.
Κλείνοντας, ποιητική αδεία, θα έλεγα ότι το Εντεύθεν έχει για μένα την γεύση ενός παγωμένου λικέρ μαστίχας μια καυτή καλοκαιρινή μέρα, ενώ διηγούμαστε ιστορίες με την παρέα μου, σε κάποιο νησί του ανατολικού Αιγαίου.
Τα τελευταία χρόνια με απασχολεί πολυ ο τρόπος με τον οποίο η κρίση που περνάμε, θα επηρεάσει και θα αποτυπωθεί στην Τέχνη, καθώς σκέφτομαι οτι μετά την κατοχή και τον εμφύλιο είχαμε εξαιρετικές παραγωγές σ όλα τα είδη της τέχνης.
Γράφει ο Κώστας Μπέσιος*
Προφανώς είναι λάθος μου να περιμένω να βρω έργα αντίστοιχα μ’ αυτά του Καζαντζάκη, της Διδως Σωτηρίου, του Τσίρκα, του Ταχτσή, του Χατζή στην πεζογραφία ποιήματα αντίστοιχα μ αυτά του Αναγνωστάκη και του Πατρικίου μουσικές που να συναγωνιζονται αυτές των Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, ένα καινούργιο Φασιανό ή ένα Μυταρά, ένα Κούνδουρο ή ένα Κακογιάννη η παραστάσεις σαν αυτές του Καρόλου Κουν. Αν και ζούμε στην εποχή του διαδικτύου η πληροφορία δεν φτάνει σε μένα τόσο γρήγορα ή αν η αντίδραση θα έρθει από την ραπ μουσική μάλλον δεν θα το καταλάβω, μια και δεν είναι το είδος της μουσικής που ακούω. Το μόνο που εύκολα ανακάλυψα ήταν η τριλογία της κρίσης του Πέτρου Μάρκαρη, που βέβαια την κρίση την γράφει και στον τίτλο. Κι έτσι, ενώ τέτοιες σκέψεις με προβληματίζουν, ήρθε η ευγενική και πολύ τιμητική πρόταση του Γιώργου Χατζελένη να παρουσιάσω το Εντεύθεν. Τώρα μετά από ενάμισι μήνα και αρκετές αναγνώσεις του βιβλίου, χαίρομαι που δέχτηκα να το κάνω. Χαριτολογώντας θα λεγα πως ευχαριστώ τον συγγραφέα που με κάλεσε να παρουσιάσω αυτό το βιβλίο του και όχι το πρώτο του, την καθημερανοητότητα, γιατί ομολογώ πως θα υπήρχε πρόβλημα με την άρθρωση μου.
Τον Γιωργο Χατζελένη δεν τον γνώριζα. Είχαμε βέβαια την πολύ στενή σχέση των φίλων στο facebook και τουλάχιστον εγώ πρέπει να του έχω κάνει πάρα πολλά like, όχι χωρίς μια δόση ζήλιας, σε μια σειρά από εξαιρετικές φωτογραφίες από την Ιταλία αλλά και άλλα μέρη που επισκεπτόταν. Μου είχε δημιουργηθεί λοιπόν η εντύπωση πως είναι συγγραφέας ταξιδιωτικών βιβλίων ή αρθρογράφος σε ταξιδιωτικό περιοδικό, κάτι ας το πούμε το αρσενικό της Μάγιας Τσόκλη. Αν τον αδίκησα είμαι διατεθειμένος να του ζητήσω εδώ απόψε δημόσια συγγνώμη.
Όταν το Εντεύθεν έφτασε στα χέρια μου προφανώς οι εντυπώσεις άλλαξαν. Και κει όπως συνήθως κάνουμε σε αντίστοιχες περιπτώσεις, έψαξα να βρω πράγματα που θα μ’ έκαναν να τον γνωρίσω καλύτερα. Και μετά από ενδελεχή έρευνα όπως συνηθίζουμε να λέμε, ανακάλυψα τα εξής. Δουλεύει ως συντηρητής αρχαιοτήτων στο Μουσείο της Ακρόπολης , και μεταξύ άλλων κατασκευάζει και αντίγραφα δημιουργημάτων του «ένδοξου παρελθόντος» όπως το αποκαλεί, κάθε φορά δε που βγάζει από το καλούπι ένα αντίγραφο, νοιώθει τη μικρότητά του απέναντι στο ένδοξο παρελθόν ενός λαού τον οποίο έχουμε μελετήσει ελάχιστα, το ίδιο περίπου αισθανόμουν κι εγώ όταν υπάλληλος στην Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων της πόλης, τον καιρό που η Ελλάδα «ευημερούσε», στήνω ενα πωλητήριο αντιγράφων, αυτό δίπλα στα λουτρά Παράδεισος, στη συμβολή των οδών Εγνατιας και Μητροπολίτου Γενναδίου και μαγεύομαι με την ομορφιά τους, καθώς ανοίγω τα κιβώτια του ΤΑΠ για να βάλω τα αντίγραφα στις προθήκες του μαγαζιού. Διαβάζοντάς τον να πηγαίνει στο Μουσείο κάθε πρωί με τα πόδια ξαναπερπάτησα την Θεσσαλονίκη τα χαράματα, καθώς και το δικό μου σπίτι ήταν κοντά στη δουλειά και επί 30 χρόνια πηγαινοερχόμουν στην Ροτόντα περπατώντας. Δυστυχώς λόγω σύνταξης αυτό το έχασα.
Επίσης ομολογώ πως δεν έχω διαβάσει τα άλλα δύο βιβλία του, αλλά ενημερώθηκα για ότι υπάρχει σχετικά με αυτόν ανεβασμένο στο διαδίκτυο. Έχει δυο προσωπικά ιστολογία, το ένα αυτό που ανεβάζει φωτογραφίες και πληροφορίες για τα ταξίδια κι ένα άλλο το οποίο χρησιμοποιεί, για να «αναπτύσσω τις απόψεις μου σε γεγονότα που με αφορούν, με συγκινούν ή με αναγκάζουν να πω τη γνώμη μου, ή για να αναδημοσιεύσω άρθρα που θεωρώ ενδιαφέροντα». Γράφει ακόμα στην Απλωταριά την διαφορετική φωνή της Χίου, καθώς ταυτίζεται με τον ήρωα του βιβλίου, θα χουμε την ευκαιρία να πούμε περισσότερα γι αυτόν παρακάτω.
Εντεύθεν: (χρονικό) από αυτό το χρονικό σημείο και πέρα. (από το 1960 και εντεύθεν).
Για τον χώρο που εκτείνεται από ορισμένο σημείο προς το μέρος του ομιλητή.
Δηλωτικό αιτίας, Εντεύθεν συνάγεται.
Το βιβλίο
Στο εξώφυλλο εσωτερικό ερειπωμένου σπιτιού στον Τσεσμέ.
Στο εσώφυλλο το αυτάκι που λέμε φωτογραφία του όπου εμφανίζεται χαλαρός και μακάριος, Μάρτιος 1984, Χίος και τα υπόλοιπα του βιογραφικού του δηλαδή σπουδές, θητεία που λίγο πολύ σας είναι γνωστά.
Το βιβλίο αφιερώνεται στην προγιαγιά του Στέλλα, που εξέπεμπε την αγιότητα καθώς λέει και που πολύ με συγκίνησε καθώς είναι η πρώτη Μπουρνοβαλιά πού γνωρίζω (μέχρι τώρα νόμιζα πως η λέξη ήταν μόνο τίτλος τραγουδιού όπως η Μισιρλου ή η Αλατσατιανή ή ακόμα η Κουανταναμέρα) και στους Χιώτες παππούδεςν(νομίζω ότι και ο παππούς θα έχει πολιτογραφηθει ως Χιώτης πια) την Μαρία και τον Κώστα. Στην δεύτερη σελίδα υπάρχει σχέδιο της Αλεξάνδρας Μάντζαρη. Ακολουθεί ένα σύντομο αλλά πολύ ουσιαστικό κείμενο του Αλέξη Δαμιανου, που σε προϊδεάζει γι αυτά που θέλει να μας πει ο συγγραφέας και δημιουργεί την υποχρέωση στον ομιλούντα να ναι απλός και κατανοητός. «Ποιότητα δεν σημαίνει μυστήριο και ακατανόητη έκφραση που κρύβει ένα μεγάλο κενό, ποιότητα δεν σημαίνει πνεύμα βαρύτητας, βαγνερική, μεγαλόστομη φανφάρα» μας λέει ο Δαμιανός, και συνεχίζει μιλώντας για την μνήμη και την λήθη για να καταλήξει στο «όποιος δεν αγαπά, εκείνος χάνει».
Το βιβλίο ξεκινά με την φράση με την οποία και τελειώνει « Ο άνθρωπος δε θέλει κάτι παραπάνω, λίγο ψωμάκι, λίγο λαδάκι κι ένα ποτηράκι τσίπουρο για να είναι ευτυχισμένος» που λέει ο θείος του φίλου του ήρωα, που σου φέρνει αμέσως στον νου, τον Ελύτη και τον ήλιο τον ηλιάτορα «πολλά δεν θέλει ο άνθρωπος, να ν ήμερος να’ναι άκακος, λίγο φαΐ, λίγο κρασί, Χριστούγεννα κι Ανάσταση, κι όπου φωλιάσει και σταθεί, κανείς να μην τον φτάνει εκεί».
Είναι μια απλή ιστορία, χωρίς εκπλήξεις κι ανατροπές, που ξεκινά με δυο φίλους να επισκέπτονται τον θείο του ενός, για να τον βοηθήσουν στις αγροτικές δουλειές του, «σ’ ένα ξεχασμένο χωριό της Πελοποννήσου, μακριά από εθνικές οδούς και χάρτες». Στο δείπνο-αντίδωρο που ακολουθεί, μετά από κατανάλωση ικανής ποσότητος «αγνού ντόπιου τσίπουρου» η συζήτηση φθάνει στην κρίση και στην περιρρέουσα σήμερα κατάσταση. Το επόμενο πρωί, οι δύο φίλοι επιστρέφουν στην Αθήνα και ο ήρωας ετοιμάζει το ταξίδι του στη γενέθλια Χίο για να βρει υλικό για την μεταπτυχιακή του εργασία. Στη Χίο μελετά έγγραφα σχετικά με την δράση του μαυραγορίτη, που έγινε γνωστός με το όνομα Βούλγαρος Παναγιώτης, και χωρίς να το επιδιώκει γίνεται αποδέκτης πληροφοριών εξαιρετικά σημαντικών για την περίοδο εκείνη στο νησί. Πληροφορίες που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η σκληρή ιστορική πραγματικότητα της κατοχικής και μετακατοχικής περιόδου εκεί. Διαπιστώνει πως εστιάζοντας μόνο στο συγκεκριμένο γεγονός, του ξεφεύγουν πολλά από τα καθοριστικά πράγματα που συνέβησαν στο νησί τότε κι αφού συγκεντρώσει τα στοιχεία που του λείπανε για να σχηματίσει, μια πιο σφαιρική εικόνα, κάνει τις απαραίτητες συγκρίσεις του τότε με το σήμερα.
Άρχισα το διάβασμα, χωρίς ακόμα να ξέρω τίποτα περισσότερο για το βιβλίο ή τον συγγραφέα. Κατ αρχήν συνάντησα ένα γλυκύτατο θείο, που «πριν βάλει το ποτήρι στα χείλη του, λέει Αμήν. Που το βράδυ ανάβει το καντηλάκι μπροστά στη φωτογραφία του Ελασίτη παππού του, (ξέχασα να σας πω πως εκ των υστέρων ανακάλυψα πως το χωριό βρισκόταν στη Μεσσηνία), που για εκείνον ο χρόνος έχει άλλη αξία και δεν βιάζεται να τα πει όλα με μιας. Ο θείος αρχίζει την συζήτηση λέγοντας «άτιμο πράγμα το χρήμα. Όσο μας κυβερνάει θα βασιλεύει η αδικία. Τα φιλέτα θα ανήκουν στους χειρότερους και ο πλούτος θα μοιράζεται στους λίγους». Είναι αυστηρός με τους νέους, «Έχετε ευθύνη για την ανοχή σας. Και μόνο η συναναστροφή σας με την κοινωνία είναι ενοχή. Η Ελλάδα είναι μια χώρα άρρωστη. Αλλά το χειρότερο είναι πως έχει αρχίσει να συνηθίζει τις πληγές της...», «Αν όχι εσείς τότε ποιος; Είστε ακόμα νέοι! Έχετε όνειρα Θέλετε να κάνετε οικογένεια και δεν μπορείτε» . Είναι όμως ανοικτός σε προτάσεις. « Εγώ γέρασα πια. Η ζωή μου είναι τα χωράφια και τα άλογα. Εσείς έχετε όλο το μέλλον μπροστά σας. Πείτε μου τι θέλετε να ψηφίσω στις επόμενες εκλογές και θα το ψηφίσω , αλλά από κει και πέρα εσείς θα είστε υπεύθυνοι για όποια κατάσταση βρεθεί μπροστά σας». Με τις δηλώσεις του θείου και τις απαντήσεις των δυο φίλων αρχίζει η δράση στο ΕΝΤΕΎΘΕΝ. Διαβάζοντάς το στην αρχή ήμουν επιφυλακτικός, αλλά μετά από 35-40 σελίδες αναφώνησα. Α αυτός δικός μου είναι. Μιλώ βέβαια για τον συγγραφέα. Χωρίς καμιά βεβαία κτητική διάθεση, αλλά με την βαθιά πεποίθηση ότι ο Χατζελένης είναι βαθιά πολιτικό ζώον, όπως ακριβώς κι εγώ, ή και όπως με το δικό του ξεχωριστό τρόπο ο έτερος Καππαδόκης Τέλλος Φίλης. Άρχισα λοιπόν να ψάχνω γι αυτόν μέσα από τα στοιχεία που ο ίδιος μας δίνει.
Ποιος είναι λοιπόν ο συγγραφέας και ήρωας του βιβλίου. Γόνος αστικής οικογένειας δηλώνει ο ίδιος. Παιδί ολίγον προβληματικό, μια και από μικρό του άρεσε να φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν, με το εκεί να ορίζεται άλλες φορές ως τοπικό επίρρημα κι άλλες ως χρονικό. Άλλο γνώρισμα του χαρακτήρα του, η ενόχλησή του σε κάθε αδικία που προερχόταν από την εξουσία, κάτι το οποίο τον οδηγούσε στη συνεχή αμφισβήτησή της. «Αυτή η αμφισβήτηση τον ωθούσε στην αναζήτηση της αλήθειας κι ήταν η αφορμή στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει το κοινωνικό του περιβάλλον». Με τον καιρό έμαθε πως καλή είναι η γνώση αλλά δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια τρύπα στο νερό, όταν μένει μόνο στο μυαλό και δεν εξελίσσεται σε πράξη και «που δυστυχώς ανήκει σε μια γενιά η οποία συγκρούεται μετωπικά με το παρελθόν, αγνοώντας πως η επιλογή μιας απαθούς στάσης μας απομακρύνει από την πολυπόθητη ουτοπία όλο και περισσότερο». Συμφωνεί με τον Μαρξ ότι αυτό που έχει σημασία είναι να αλλάξουμε αυτόν τον κόσμο και όχι να τον ερμηνεύσουμε απλά όπως κάνουν οι φιλόσοφοι. Αναρωτιέται γιατί η λέξη μεταπολίτευση, μια λέξη η οποία δεν σημαίνει απολύτως τίποτε, κατάφερε να εκφράσει μια περίοδο που διαδέχτηκε τη χούντα. Η αριστερά και ο τρόπος δράσης της, τον απασχολούν και το προβληματίζουν (δεν ξέρω αν είναι τυχαίο αλλά κάποια στιγμή που δακρύζει το δάκρυ κυλά στο αριστερό του μάγουλο). Ο ίδιος πιστεύει σ’ ένα μέλλον ανοιχτό και «προσωπικός του στόχος είναι η μνήμη και η διαφύλαξή της. Πάσχουμε σ’ αυτόν τον τομέα και οφείλουμε να τον διαφυλάξουμε όσο μπορούμε. Δεν θέλει να μείνει άπραγος απέναντι στη λήθη του χρόνου ούτε θέλει να φοβάται την ήττα. Υποστηρίζει την πιο αγνή ενσάρκωση του αναρχισμού» η οποία είναι «Αγωνίσου και χάσε». Αγαπάει την μουσική, και δραπετεύει από την ρουτίνα βάζοντας το μυαλό του να ταξιδεύει σε διαφορετικά μέρη. Σε πόλεις που έχει πάει η σε χώρες που θέλει να επισκεφτεί στο μέλλον. Είναι σίγουρο πως αγαπάει και καμαρώνει για τον παππού και την γιαγιά του και επίσης για το νησί του. Αγαπάει την Αθήνα, την πονάει. Θυμώνει όταν την πληγώνουν με απαίσια γκράφιτι και άναρχες αφισοκολλήσεις. Εξοργίζεται μ αυτούς που πρόσφεραν στην γενιά του μια πόλη χωρίς πεζοδρόμια και πάρκα.
Τα υπόλοιπα πρόσωπα του βιβλίου, είναι καθημερινοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας στην ηλικία του συγγραφέα (συμμαθητές και φίλοι του) ή ανήκουν στην γενιά (αν όχι ακριβώς, είναι πολύ κοντά) που φεύγει σιωπηλά και με αξιοπρέπεια, βλέποντας το γεροντάκι να σέρνει το καρότσι του. Άνθρωποι που έχουν τις απόψεις τους που διαφέρουν από τις απόψεις των άλλων. Οι μαρτυρίες τους δίνουν ένα τόνο φρεσκάδας στην αφήγηση. Κι ενώ ο ήρωας έρχεται στο νησί για να μαζέψει πληροφορίες για τον Παναγιώτη τον μαυραγορίτη και το μεταπτυχιακό του, γίνεται συλλέκτης πολύ περισσότερων και πολύ σημαντικών πληροφοριών.
Και η μεγάλη στιγμή έρχεται όταν η γιαγιά σαν έτοιμη από χρόνια αρχίζει να του διηγείται μνήμες άσβηστες. Η γιαγιά που είναι ένα βιβλίο που μόλις άνοιξε μετά από τόσα χρόνια. Και που στην επικεφαλίδα της σελίδας έγραφε με χοντρά γράμματα την λέξη ΚΑΤΟΧΉ.
Τελικά τι είναι το ΕΝΤΕΎΘΕΝ; Είναι βιβλίο ιστορίας; Ναι είναι βιβλίο ιστορίας. Είναι η αυτοβιογραφία του Χατζελένη την περίοδο αυτή της ζωής του; Ναι είναι βιβλίο αυτοβιογραφικό. Είναι βιβλίο μυθοπλασίας; Ακόμη κι αν δεν είναι, στοιχεία μυθοπλασίας έχει και σίγουρα είναι κι ένα χρονικό του καιρού μας. Ένα βιβλίο για την μνήμη που καθώς λέει ο Σεφέρης όπου κι αν την αγγίξεις πονεί. Μυθιστορηματικό ιστορικό εγχειρίδιο το αποκαλεί η Στέβη Καλογεροπούλου στο κείμενό της, που αντί επιλόγου υπάρχει στο τέλος του βιβλίου.
Είναι ένα βιβλίο για την μνήμη. Μνήμη αυτή η λέξη, η γένους θηλυκού ύπαρξη, που είχε σκλαβώσει τον ήρωα τα τελευταία χρόνια. Η απόκτησή της απαιτούσε απ αυτόν ένα καθημερινό αγώνα. Σε κάθε μάχη κέρδιζε κι από ένα κομμάτι της. Ένιωθα κατακτητής, μας λέει, σε μια γη εγκαταλελειμένη από χρόνια. Με κάθε έδαφος που καταλάμβανα, γινόταν πιο εμφανής η πελώρια κρίση της συλλογικής μνήμης
Και συνεχίζει «Αναζητούσα το πρόβλημα της λήθης στα πρόσωπα των συνανθρώπων μου. Στα βλέμματά τους ήταν εμφανή τα αίτια. Η απώλεια της συλλογικής μνήμης οφείλεται στην κρίση της ατομικής μνήμης. Απελπίζομαι όταν συναντώ ανθρώπους οι οποίοι δεν γνωρίζουν σημαντικά γεγονότα της χώρας μας. Άνθρωποι που δεν θυμούνται τι συνέβη σε πρόσφατα γεγονότα όπως είναι το Πολυτεχνείο και η Κύπρος, σίγουρα δεν θα ενδιαφέρονται να μάθουν τι έζησαν οι γονείς τους και οι παππούδες τους. Και πολύ πιθανόν, να αδιαφορούν και για το μέλλον...».
Είναι ένα βιβλίο που καταγράφει μνήμες ανθρώπων που κινδύνευαν να χαθούν. Ένα βιβλίο για την προγιαγιά από τον Μπουρνόβα, που πρώτα φτάνει Χίο, δεν την δέχονται, πάει στην Πάρο κι από κει την διώχνουν κι έτσι γυρίζει στην Χίο. Ένα βιβλίο για την κατοχή και την πείνα και τους μαυραγορίτες στην Χίο. Και για τους Έλληνες που στα δύσκολα χρόνια της κατοχής κάνουν το αντίθετο από το ταξίδι που σήμερα κάνουν οι πρόσφυγες, δηλαδή από την Χίο στην Τουρκία, είτε για να επιβιώσουν είτε για να φτάσουν στην Μέση Ανατολή, και να ενταχθούν λέει στον ελληνικό στρατό. «Τουλάχιστον οι Τούρκοι φερόντουσαν καλά σε όσους τα κατάφερναν;» ρωτάει ο συγγραφέας.
«Ναι τους δεχόντανε. Τους δεχόντανε» απαντάει η γιαγιά.
Είναι ένα βιβλίο για τον Μητροπολίτη Χίου Ιωακείμ Στρουμπή και την ιστορική του φράση «κατάρα στους δολοφόνους», φράση για την οποία καθαιρέθηκε από την θέση του και πέθανε πάμπτωχος τον Μάρτιο του 50 και τον αντάρτη τον παπά Ξενάκη που προσπάθησαν να τον ξυρίσουν πριν τον εκτελέσουν, κι επειδή δεν το δεχόταν του κόψανε τα γένια με την σάρκα αλλά κι ένα βιβλίο για όσα τραβούν οι σύγχρονοι Έλληνες σήμερα τον καιρό της κρίσης. Ακόμη περισσότερο ένα βιβλίο για να μας δηλώσει ο ήρωας, αλλά και πολλοί άλλοι της γενιάς του και όχι μόνο, πως από τον Νοέμβριο του 12, αποφάσισαν ν αλλάξουν τον τρόπο διεκδίκησης του δίκιου τους. Που μας μιλάει για τα φασιστικά σταγονίδια που κρύβονταν καλά μέσα στην εγχώρια δεξιά, που μετατράπηκαν σε ένα επιθετικό καρκίνωμα που απλώθηκε σε ολόκληρη την λαϊκή δεξιά παράταξη.
Άλλες εποχές αλλά παρόμοιες καταστάσεις. Άραγε πως θα σκέφτονται οι επόμενες γενιές τη σημερινή μας δυστυχία, τις αυτοκτονίες, τα κλειστά καταστήματα, τις χρεοκοπημένες επιχειρήσεις, τους άστεγους, τα παγωμένα σπίτια του χειμώνα, την ανεκδιήγητη πολιτική δράση συγκεκριμένων προσώπων με αντιδημοκρατικές αρχές που μας διοικούν τα τελευταία χρόνια στηριζόμενοι στη δική μας αδικαιολόγητη ανοχή.
Διαβάζοντας το, μοιραία κι αναπόφευκτα θα κάνεις τις συγκρίσεις ανάμεσα σ αυτά που διηγείται η γιαγιά και στις καταστάσεις που ζούμε σήμερα και θα τραγουδήσεις μαζί με τον Παπάζογλου το «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν».
ΕΝΤΕΎΘΕΝ είναι και τα μικρά αποσπάσματα, που δεν έχουν σχέση με το θέμα που πραγματεύεται το βιβλίο, αλλά που κατά την γνώμη μου το κάνουν πιο όμορφο. Όπως η προβολή της Μαγικής πόλης του Κούνδουρου στο Δουργούτι, και με την ευκαιρία να αποτήσω φόρο τιμής στον Νικο Κούνδουρο, και τα φώτα που μετά την προβολή άργησαν να ανάψουν για να μην φανούν τα δακρυσμένα μάτια. Θεωρώ εξαιρετικά τρυφερή την συνάντηση του ψαρά την ώρα που σπάει αγουροξυπνημένος τον πάγο για τα ψάρια με την πόρνη που κλείνει την πόρτα του σπιτιού με το κόκκινο λαμπάκι των εφήμερων παθών και των πληρωμένων αναστεναγμών. Ένας ιχθυοπώλης και μια πόρνη. Μαγεία απλή, λιτή κι ανθρώπινη...
Το ΕΝΤΕΎΘΕΝ είναι και η πολύ πολύ όμορφη σκηνή στο bar, εκεί που τον φλερτάρει η κοπέλα και που σαν γνήσιο κουλτουριάρη με ερωτήσεις του στυλ «η φαντασία σε ποια ώρα της ημέρας ανήκει;» η το «κι αν είχε ηλικία πόσο θα την έκανες;» πολύ με γοητεύουν. Είναι όμως και το ανέκδοτο με την επίσκεψη του Παναιτ Παναίτ Ιστράτι στη Σοβιετική ΄Ενωση του 30 για τα αυγά που σπάσανε και την ομελέτα που ποτέ δεν βρέθηκε. Γελάω πολύ με την φιλήσυχη κυρία δίπλα στο σπίτι του Σημίτη, που στις 12 Φεβρουαρίου του 2012 κι ενώ η Αθήνα καίγεται γυρίζει βλοσυρή στον κόσμο και φωνάζει «αυτά να τα κάνετε στην πλατεία! Εδω η γειτονιά είναι φιλήσυχη!» κι βρίσκω απίστευτα γλυκιά την γιαγιά του την Μαρία όταν λέει στην δικιά της γριά σκυλίτσα «για να δούμε μωρή, ποια θα αφήσει την άλλη μόνη».
Είναι το ΕΝΤΕΎΘΕΝ ένα βιβλίο για την Χίο; Νομιζω πως όχι μόνο. Μπορεί η γενέτειρα να πρωταγωνιστεί, αλλά σ ένα βιβλίο 239 σελίδων ο ήρωας φθάνει στο νησί, έχοντας βιώσει το μέγεθος της σημερινής κρίσης στην Αθήνα στην σελίδα 107. Αλλά καθώς γυρνάει στις γειτονιές της αφήνει μέσα μας ονόματα κι εικόνες, τη Μπέλα Βιστα, την Απλωταριά , τις Παναγιές την Μαγαζιώτισσα και την Βοήθεια, τον Άγιο Γεώργιο και την Αγία Μαρίνα, το φρούριο και την πύλη Ματζόρε, την βιβλιοθήκη Κοραή, τον κινηματογράφο Ρεξ, και μας εντυπωσιάζει καθώς έκανε κι ο άλλος Χιώτης ο Μακριδάκης, στον ήλιο με δόντια μιλώντας μας για τον βομβαρδισμό του σουηδικού Wiril. Αλλά μια και είμαστε εκει, τι περιείχε ο φάκελλος που πήρε ο συγγραφέας; Γιατί τα επαγγελματα που πλούτισαν την περίοδο κείνη δεν μου λένε και πολλά. Η αναφορά στον χρυσό που μπήκε στην μάχη της επιβίωσης μου’ φερε στο νου τα δεκάδες ενεχυροδανειστήρια που έχουν ανοίξει στις μέρες μας.
Κι η μέρα της επιστροφής φτάνει.
«Αυτές τις μέρες στο νησί γέμισα από αφηγήσεις, εικόνες κι εμπειρίες» μας λέει. Αυτές οι μέρες στάθηκαν η αφορμή να ανακαλύψω το ρόλο μου σ αυτή την κοινωνία. Και τον βρήκα.
«Έβγαλα από το σάκο το σημειωματάριό μου. Το άνοιξα διάπλατα στο σημείο όπου ξεκινούσαν οι άδειες σελίδες. Αφαίρεσα το καπάκι απο το στυλό. Η μεταλλική μύτη ήταν έτοιμη να αφήσει το ίχνος στη λευκή σελίδα. Εξάλλου από τις μικρές ιστορίες χτίζεται η Ιστορία. Αρχισα να γράφω».
Τέλος
Είχα υποσχεθεί στον συγγραφέα πως θα του έλεγα την γνώμη μου όταν τελείωνα το βιβλίο. Πήρα λοιπόν το κινητό μου και του έγραψα. Το διάβασα και πέρασα καλά. Έχω ακόμη στο στόμα μου την γεύση του τσίπουρου και θέλω να πάω στη Χίο.
Σας συνιστώ να το διαβάσετε ένα βιβλίο που ξεκίνησε στο χωριό Κόκλα της Μεσσηνίας τον Αύγουστο του 2014 κι αφού γράφτηκε τμηματικά στην Αθήνα, την Χίο, τη Θεσσαλονίκη, το Βουκουρέστι και την Φιλιππούπολη ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 2015 σε μια όμορφη καφετέρια της Rosenthaler Platz, στην ανατολική πλευρά του Βερολίνου. Δεν μπορει παρά να είναι καλό.
*Πρόκειται για την ομιλία του Κώστα Μπέσιου στην βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου «Εντεύθεν», του Γιώργου Χατζελένη, η οποία πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017, στο βιβλιοπωλείο Πρωτοπορία, στη Θεσσαλονίκη.
Φωτογραφία, από αριστερά: Ο Τέλλος Φίλης, ο Κώστας Μπέσιος, ο Γιώργος Χατζελένης, και η Ουρανία Παπακώστα