του Κοσμά Τσόλα
«Λάσπηηηη!!», έσκουξε ο Μπάμπης, που έβλεπε τη σκάφη ανάμεσα στα σκέλια του να αδειάζει.
«Δεν ακούς ρε από μέσα; Φέρε λάσπη, γαμώ το κεφάλι σου το κλούβιο!» ωρυόταν, και οι φλέβες στο λαιμό του καργάριζαν να σπάσουν.
Σβούριξε το φραγκόφτυαρο καταγής και με το αριστερό χέρι πιάστηκε από τη χιαστή της σκαλωσιάς, με το δεξί κράδαινε το μουστρί, έτοιμος να το σφεντονίσει, γέρνοντας να κοιτάξει από τη μπαλκονόπορτα μέσα στην οικοδομή.
«Τώωωωρα…», αποκρίθηκε μια φωνή άφυλη, ένρινη, νωθρή, ναζιάρικη, παρακλητική.
«Βγόδωνε, βρε, παραμονιάτικο. Εδωνά θα βραδιαστούμε. Άντε, βρε μουρόχαυλε, και τον έχω δαγκάσει από το κρύο.»
«Τώωωωρα…», ακούστηκε πάλι η ίδια φωνή, άτονη, αμέτοχη και εξασθενημένη.
Στο μπαλκόνι ξεμύτισε στραβοπατώντας, κάτισχνη, η φιγούρα του Λιγουδιού, θαμπή, πιτσιλισμένη πατόκορφα με τεφρούς λεκέδες τσιμέντου.
Στον ώμο κουβαλούσε με δυσκολία το ντενεκέ, που έσταζε ακόμα νερουλή λάσπη στα γκρίζα λιγδιασμένα μαλλιά του, στο κρόταφο, στο ζαρωμένο λαιμό και στο καρό μπαλωμένο πουκάμισο.
Στάθηκε κάτω από την σκαλωσιά, αδύναμος να τεντώσει τα χέρια να τον σηκώσει. Ο Μπάμπης φουρκίστηκε.
«Ου, να μου χαθείς, ξεφυσίδι!!! Πού σε βρήκα και σε πήρα; Κορμί άχρηστο. Πού είναι, ρε, τα κουράγια σου; Τα ’πινες εχτές; Τζερεμέ. Πάλι αριάνι η λάσπη, πανάθεμά σε. Δε σου ‘πα ρε, να βάλεις λίγη άμμο παραπάνω; Το χοντρό σουβά κάνω, πόσες φορές θα σου το πω; Το-χο-ντρό», συλλάβισε τη τελευταία φράση.
Αργά το μεσημέρι, ο Μπάμπης, με μούρη παντζάρι από το ξεροβόρι, κοντόχοντρος και στρογγυλός σαν τη μπετονιέρα του, κατέβηκε από τη σκαλωσιά κι έβαλε το χέρι στη τσέπη. Έσυρε από μέσα κάνα δυο στραπατσαρισμένα, κακοδιπλωμένα, καφετιά χιλιάρικα.
Το Λιγούδι άνοιξε την παλάμη και τα μάτια διάπλατα.
- Κανόνισε να γίνουνε πάλι ρακιά. Το ρεύμα ακόμα κομμένο, ρε; Στα σκοτεινά φέτος, ε;
- Αύριο πάλι μάστορη;
- Τι αύριο, ρε χέστη; Δεν ξέρεις τι ‘ναι αύριο;
- Τι είναι μάστορη;
- Χριστούγεννα ρε είναι, άκου «τι είναι». Η γυναίκα γύρισε;
Όταν το Λιγούδι άκουσε τη φλορέτα του μάστορα να γκαζώνει και να ξεμακραίνει, ξέπλενε ακόμα τα εργαλεία στο παγωμένο νερό του βαρελιού. Τέλειωσε, αναποδογύρισε το ντενεκέ κι έκατσε πάνω του να φουμάρει το τελευταίο τσιγάρο.
Ήξερε καλά να νυχιάζει ο Μπάμπης. Χέρι δε σήκωνε αλλά τα λόγια του δηλητήριο, καμτσικιές που του πληγώσανε τη ράχη. Τσούχτρα, δεν τον λέγανε άδικα. Και σκοτάδι και απουσία.
Μπορεί το Λιγούδι, το παρατσούκλι του ήτανε Σιλιγούδι αλλά το ψαλιδίσανε κι αυτό, να ήτανε ό,τι ήτανε μα είχε ακόμα φιλότιμο.
Σπίτι δεν γύρισε. Τι να κάνει; Όπως ήταν, με τα ρούχα της δουλειάς, πήγε να σεργιανίσει στην αγορά, να δει τον κόσμο που ψώνιζε απελπισμένος, μήπως και ξορκίσει τη θλίψη του. Μετά στην πλατεία, ξένος μέσα σε ξένους, άκουσε τη φιλαρμονική να παιανίζει χριστουγεννιάτικα. Αγόρασε ένα τσουρέκι, το έθεσε υπό μάλης ξεψωμίζοντας πότε-πότε μικρές μπουκίτσες που τις σάλιωνε και τις κατέβαζε σχεδόν αμάσητες, αφού δόντι δεν του είχε απομείνει. Το σούρουπο έβαλε πλώρη για το τσαρδάκι του. Στο δρόμο, διαβαίνοντας από το νεκροταφείο της ενορίας στάθηκε εμβρόντητος. Γιατί δεν το σκέφτηκε νωρίτερα; Εκεί, κολλητά στο οστεοφυλάκιο, στη χαμοκέλα που φύλαγε ο Γιάκωβος τα εργαλεία του, καβατζάριζε του κόσμου τα καλά. Πολλές φορές τον είδε να πατάει τον πλίθο και να χώνει το κλειδί κάτω από την κεραμίδα, όταν τελειώνανε την εκταφή. Λάδια θες που έφερναν για τα καντήλια, κρασάκι να ξεπλένει ο παπάς τα κόκαλα των αποδημησάντων, πρόσφορα ζυμωτά από αρτοκλασίες, μέχρι και κονιάκ τον είχε κεράσει μαζί με σοκολατάκι περισσευούμενο από πλούσιο μνημόσυνο.
Πήδηξε την μάντρα και βρέθηκε στο νεκροταφείο, σκιά μέσα στις σκιές των κυπαρισσιών που υψώνονταν πένθιμα στο συλλογισμένο ουρανό.
Στην κάμαρη πρώτα άναψε και τα πέντε καντήλια, θα τα επέστρεφε στην πρώτη ευκαιρία, δεν ήταν δα κανένας σελέμης. Άναψε μετά μπόλικα μισοκαμένα κεριά, από τη παράγκα κι αυτά, μπήγοντάς τα μέσα σε λαιμούς άδειων μπουκαλιών. Έφεξε ο κόσμος. «Αχ μωρέ Φιλίτσα» στέναξε. Σε ένα βαθύ πιάτο έκοψε χοντρές φέτες σταρένιο ψωμί περιχύνοντάς το με μπόλικο λάδι. Έβαλε κι αλάτι. Από το σάκο με τα κλοπιμαία να ‘σου κι ένα πεντόκαρτο κρασί, λίγο ξινισμένο, μα καθόλου δεν τον ένοιαξε. «Συχωρέσετέ μου κι ο Θεός συχωρέσει σας» σήκωσε το ποτήρι «και του χρόνου μαζί» ευχήθηκε σε μια αδειανή καρέκλα και το κατέβασε μονορούφι.
Εκείνο το βράδυ, πριν να ξεσπάσει η προαναγγελθείσα καταιγίδα, κεραυνός πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη, μετατρέποντας κεντρικό υποσταθμό του δικτύου σε θλιβερά αποκαΐδια, καταποντίζοντας στο σκοτάδι τη νησιώτικη κωμόπολη, λίγες ώρες πριν το χάραμα.
Ηλίθιοι προβολείς που φώτιζαν ντουβάρια ναών λιγοθύμησαν, λαμπιόνια παγερά του θανάτου ξέχειλα από κακογουστιά του δημάρχου κάρωσαν, ξεψύχησαν έκπληκτες οι εορταστικές φωταψίες.
Αν μπορούσαμε αναγνώστη, τη νύχτα εκείνη που μας έζωσε το σκοτάδι, να αιωρηθούμε ψηλά, εκεί στον αιθέρα, θα βλέπαμε ανταριασμένο με άσπρες χαίτες το θαλασσινό μπουγάζι, που καταπίνει τόσους κατατρεγμένους αθώους από την αδιαφορία μας, να δέρνεται από την καταιγίδα και δίπλα να μαυρίζει και να πλέει μέσα σε καταχνιά ζοφερή και ανυπόφορη η μικρή μας πόλη.
Μόνο από το τσιμπλιασμένο παραθύρι του Λιγουδιού, που κοιμόταν βαθιά και ροχάλιζε μακάριος, αφού άδειασε το μπουκάλι, θα βλέπαμε να σταλάζουν φεγγερές, θαλπερές, κηλίδες φωτός, ίδια πολύτιμα δάκρυα πάνω σε μαύρο βελούδο.
Αν μπορούσαμε αναγνώστη, πράμα ασύγκριτα δυσκολότερο, να τρυπώσουμε στο όνειρό του, θα τον βλέπαμε να στέκεται στη πόρτα του φτωχόσπιτου, που άστραφτε τώρα σαν παλάτι ολόφωτο πίσω του, και την Φιλίτσα να ανεβαίνει βαριανασαίνοντας με τα χέρια στη μέση τα σκαλοπάτια κι ένα χαμόγελο, ναι, ένα χαμόγελο να αιωρείται κι εκείνο αβέβαιο, έτοιμο να ανθίσει, σα χειμωνιάτικη βιορέτα στα χείλη της.
Φωτογραφία ανάρτησης:Lee Miller
Henry Moore with his sculpture Mother and Child, Farleys Garden, East Sussex, 1953
Πηγή: chiosnews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου