Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

Αντίδοτα στον φανατισμό




του Θανάση Γιαλκέτση

Ο Αμος Oζ δεν είναι μόνον ένας από τους σημαντικότερους Ισραηλινούς συγγραφείς. Είναι ταυτόχρονα ένας δημόσιος διανοούμενος, που αγωνίζεται εναντίον της ισραηλινής κατοχής παλαιστινιακών εδαφών και υπέρ της ειρήνης και της αναγνώρισης των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε και στη γλώσσα μας το τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Αγαπητοί ζηλωτές» (εκδόσεις Καστανιώτη).
Για το βιβλίο αυτό μιλάει ο Αμος Οζ στην ακόλουθη συνέντευξή του, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα La Repubblica.

Πιστεύετε ότι ένας φανατικός θα ενδιαφερθεί να διαβάσει τις τρεις επιστολές που του απευθύνατε; 

Οι επιστολές δεν απευθύνονται στους φανατικούς, αλλά σε όλους εμάς. Σε όλους μας υπάρχει ένας πυρήνας φανατισμού. Ολοι μας είμαστε λίγο ώς πολύ φανατικοί, επειδή στις σχέσεις μας με τους συνεργάτες μας ή με τα παιδιά μας όλοι λέμε: οφείλεις να είσαι όπως είμαι εγώ.
Θέλουμε να αναμορφώσουμε τους άλλους από ένα είδος αλτρουισμού, για το καλό τους.
Η επιθυμία να αναμορφώσουμε τον άλλον είναι ο πρώτος βαθμός του φανατισμού.

Είναι ωστόσο μια ευγενής επιθυμία. Θέλουμε να γίνουν καλύτερα τα πρόσωπα που αγαπάμε. Τι νόημα θα είχε να το κάνουμε αν όχι για να αλλάξουμε την κοινωνία; 

Ο αληθινός φανατικός δεν ενδιαφέρεται για τα συγκεκριμένα πρόσωπα ούτε για την καθημερινή κοινωνική ζωή. Το δικό του ενδιαφέρον είναι για μια πίστη και μιαν ιδέα. Νομίζει ότι δρα για το καλό του άλλου, αλλά στην πραγματικότητα θέλει έναν κόσμο στον οποίο όλοι θα του μοιάζουν, όλοι θα είναι ίδιοι, και επομένως δεν θα υπάρχει πλέον ο άλλος.
Μια σαφής ένδειξη με την οποία αναγνωρίζουμε ένα φανατικό είναι η έλλειψη της αίσθησης του χιούμορ.
Προσθέτω τα λόγια του Τσόρτσιλ: O φανατικός δεν αλλάζει ποτέ γνώμη ούτε επιτρέπει να αλλάξει το θέμα της συζήτησης.

Συνήθως όταν μιλάμε για τον φανατισμό έχουμε στον νου μας τους φονταμενταλιστές θρησκευόμενους ή τους πολιτικούς που θέλουν ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Από αυτά που εσείς λέτε μπορούμε όμως να συμπεράνουμε ότι υπάρχει και ένας κοσμικός φανατισμός που δεν θέλει δικτατορίες… 

Προφανώς. Ο φανατισμός π.χ. ορισμένων οικολογικών τάσεων ή ρευμάτων του κινήματος εναντίον της παγκοσμιοποίησης ή ακόμη και ο ποδοσφαιρικός φανατισμός.

Θα υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε κάποιον που θέλει ένα ολοκληρωτικό ή φονταμενταλιστικό καθεστώς και σε ένα φανατικό οπαδό της Φιορεντίνα, για παράδειγμα. 

Η διαφορά είναι πολύ μικρή αν αυτός ο φανατικός οπαδός εύχεται τον θάνατο των οπαδών άλλων ομάδων, επειδή μόνον η Φιορεντίνα αξίζει μια παθιασμένη υποστήριξη.

Λέτε ότι ο φανατισμός προμηνύει τον συμβολικό θάνατο; 

Ναι. Δεν πειράζει να ουρλιάζει κανείς στο γήπεδο, δεδομένου ότι όποιος υψώνει τη φωνή δεν είναι υποχρεωτικά φανατικός.
Ο φανατισμός δεν μετριέται από τον τόνο της φωνής, αλλά από τη διαθεσιμότητα να ακούμε και να ανεχόμαστε άλλες φωνές. Η άρνηση της ακρόασης του άλλου ισοδυναμεί με συμβολική θανάτωση.

Πώς θεραπεύεται ένας φανατικός; 

Εχω ήδη πει ότι δεν έχω ποτέ συναντήσει ένα φανατικό προικισμένο με την αίσθηση του χιούμορ. Και αν θα μπορούσα να συγκεντρώσω την αίσθηση του χιούμορ σε ένα εμβόλιο, θα είχα κερδίσει το Νόμπελ Ιατρικής.
Μιλώντας πιο σοβαρά, είμαι πεισμένος ότι η λογοτεχνία, η καλή λογοτεχνία, είναι ένα αντίδοτο στον φανατισμό. Η λογοτεχνία είναι ξαδέρφη του κουτσομπολιού. Το κουτσομπολιό με τη σειρά του είναι το αποτέλεσμα της θέλησής μας να κοιτάμε μέσα από τα παράθυρα των άλλων, για να μάθουμε τι τρώνε, πως ζουν.
Η λογοτεχνία όμως κάνει ένα πρόσθετο βήμα: δεν θέλει μόνο να βλέπει το παράθυρο των άλλων, αλλά εξετάζει και αυτό που μπορεί να βλέπουν από αυτό το παράθυρο εκείνοι που είναι μέσα στο σπίτι. Η λογοτεχνία δηλαδή μας δίνει τη δυνατότητα να βλέπουμε τον κόσμο με το βλέμμα των άλλων.
Ενα πρόσωπο ικανό να βλέπει τον εαυτό του ή το σύμπαν με τα μάτια των άλλων δεν μπορεί να είναι φανατικό, επειδή ένα τέτοιο πρόσωπο γνωρίζει ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να βλέπουμε και να ερμηνεύουμε την πραγματικότητα.
Ενας άνδρας ή μια γυναίκα που διαβάζει λογοτεχνία γνωρίζει ότι δεν υπάρχει μια μόνο γλώσσα. Ο Τζον Ντον έγραψε ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί. Εγώ λέω ότι είμαστε όλοι μια χερσόνησος. Για τη σκέψη ολοκληρωτικού τύπου είμαστε μόνο ένα μόριο κάποιου μεγαλύτερου πράγματος (μιας ηπείρου), για τη νεοφιλελεύθερη σκέψη είμαστε ένα αρχιπέλαγος νησιών χωρίς δεσμούς μεταξύ τους.
Εγώ υποστηρίζω μια μέση οδό: εν μέρει συνδεόμαστε με κάτι μεγάλο και συλλογικό, αλλά μπροστά στον έρωτα και στον θάνατο είμαστε μόνοι, εκτεθειμένοι αποκλειστικά στη σιωπή του ωκεανού και του βουνού.

Γιατί αισθανθήκατε την ανάγκη να γράψετε αυτό το βιβλίο; 

Το αφιέρωσα στα τέσσερα εγγόνια μου. Καθώς έχω φτάσει στην ηλικία των 78 ετών, έχω μόνο τον λόγο μου. Δεν έχω ένα κόμμα, δεν είμαι καθοδηγητής ούτε δάσκαλος.
Ηθελα να πω: ο παππούς σας επί εξήντα χρόνια ήταν στην πρώτη γραμμή, στη δημόσια ζωή. Τώρα ο παππούς είναι γέρος. Βρίσκεται στα μετόπισθεν. Αν θέλετε να παλέψετε, ο παππούς θα σας δώσει τα εφόδια, θα σας δώσει συμβουλές για το πώς να σκεφτόσαστε. Αυτό κάνω.
Προσθέτω: ο καπιταλισμός μάς κάνει όλους παιδαριώδεις, μας λέει ότι η ευτυχία έγκειται στο να αγοράζουμε ένα ορισμένο προϊόν.
Παιδαριώδεις μας κάνει όμως και η πολιτική, η οποία μαζί με τα ΜΜΕ αποτελεί ήδη μέρος της βιομηχανίας της διασκέδασης. Εγώ θα ήθελα να ξαναγίνουμε ενήλικες, δηλαδή υπεύθυνοι για τις πράξεις μας.
Οταν ο Ιησούς λέει: «Αφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», κάνει λάθος.

Λέτε ότι υπάρχει ένα στοιχείο κακού σε όλους μας και ότι μας αρέσει να προκαλούμε το κακό;
Ναι. Το δέντρο από το οποίο ο Αδάμ και η Εύα έφαγαν τον απαγορευμένο καρπό ήταν το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. Η θεωρία της Χάνα Αρεντ, σύμφωνα με την οποία το κακό είναι μια σειρά γραφειοκρατικών διαδικασιών, δεν με πείθει. Ο δολοφόνος γνωρίζει ότι παραβιάζει ένα ταμπού.

Αναφέρετε μιαν ιστορία του Ταλμούδ, στην οποία ο Θεός παρεμβαίνει σε μια διαμάχη μεταξύ ραβίνων. Και όταν ένας από αυτούς του λέει: «Κύριε, αυτή είναι μια δική μας ανθρώπινη υπόθεση και Συ δεν πρέπει να ανακατεύεσαι», ο Θεός καταλήγει να του δίνει δίκιο. Είναι μια παραβολή για την ελευθερία επιλογής ιδιαίτερα προσφιλής στους κοσμικούς εβραίους, κυρίως στους υπαρξιστές. Ωστόσο, γιατί οι κοσμικοί εβραίοι να προσφεύγουν σε ένα κείμενο της εβραϊκής παράδοσης; Γιατί να επηρεάζονται τόσο από το πολιτισμικό τους υπόβαθρο;

Το ορθό ερώτημα δεν είναι πόσο επηρεαζόμαστε από το υπόβαθρό μας, αλλά σε ποιο βαθμό είμαστε ικανοί να απελευθερωνόμαστε από αυτό το υπόβαθρο. Αυτό είναι το αληθινό ερώτημα για την ελευθερία μας.
Και σε ό,τι αφορά την αυτονομία μας σε σχέση με τον Θεό: όποιος από μας απευθύνεται σε Αυτόν, ακόμη και για να τον καταραστεί, στο βάθος φέρνει μέσα του ένα στοιχείο πίστης.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου