Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Συνεντεύξεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Συνεντεύξεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

10+1 Ερωτήσεις στον Γιώργο Χατζελένη




Ο συγγραφέας Γιώργος Χατζελένης απέναντι στις 10+1 Ερωτήσεις που του θέτει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου “Βαλκανευτές”.

  • Κυκλοφορεί το νέο σας μυθιστόρημα “Βαλκανευτές” από τις εκδόσεις Ενύπνιο. Τι πραγματεύεται; 

Το τέταρτο βιβλίο μου, οι «Βαλκανευτές», είναι η καταγραφή των περιπλανήσεών μου στα Δυτικά Βαλκάνια την άνοιξη του 2016. Το εν λόγω ανάγνωσμα αποτελεί ένα οδοιπορικό δοκίμιο μέσω του οποίου επεδίωξα να συνταιριάξω τις ονειρικές στιγμές του ταξιδιού και τις μαγευτικές ομορφιές των τοπίων, με την οδυνηρή ιστορία των πόλεων που επισκεφθήκαμε και τους προβληματισμούς που αναδύθηκανμέσα από συζητήσεις και συναντήσεις,τόσο σε μένα όσο και στους δυο συνταξιδευτές μου. 

  •  Πώς θα χαρακτηρίζατε τους τρεις βασικούς ήρωες. Ποια είναι τα κίνητρα και οι στόχοι τους; 

Οι τρεις βασικοί ήρωες του βιβλίου είναι συνακόλουθα και τρεις ετερόκλητες προσωπικότητες που έτυχε να συναντηθούν, να σμίξουν και να συμπορευτούν μέσα από τυχαίες περιστάσεις που τους επεφύλαξε η ζωή. Ανήκουμε στην πρώτη φουρνιά που αντίκρισε μουδιασμένη τα όνειρά της να θυσιάζονται στον βωμό των μνημονίων και των κοινωνικοπολιτικών ανωμαλιών της χώρας μας. Συγκαταλεγόμαστε στη χαμένη γενιά της οικονομικής κρίσης. Παρόλο που ο καθένας μας γαλουχήθηκε διαφορετικά, ορμώμενος από τη δική του αφετηρία και χαράσσοντας ξεχωριστή πορεία, δομώντας μ’ αυτόν τον τρόπο έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, οι συγκυρίες και τα γεγονότα της κοινωνικοοικονομικής κρίσης, μας έφεραν πιο κοντά και μας έσμιξαν γερά. Οι μεταξύ μας συζητήσεις, αναλύσεις και συγκρούσεις φανέρωσαν πως κι οι τρεις μαζί μπορούμε να καλύψουμε σφαιρικά και να αντιμετωπίσουμε αλληλέγγυα κάθε τι που μας απασχολεί. Έπειτα, μέσα στα χρόνια μάθαμε να σεβόμαστε τις προσδοκίες και τους στόχους του καθενός, πυροδοτώντας ο καθένας με τον τρόπο του το απαραίτητο κίνητρο για να εκπληρώσει ο άλλος τα όνειρα και τους σκοπούς του. 

  • Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ως απόσταγμα, ο αναγνώστης, από τους “Βαλκανευτές”; 

Εξαρτάται τι προσδοκά ο εκάστοτε αναγνώστης να αποκομίσει μέσα από το βιβλίο. Αναλογιζόμενος συζητήσεις που έχω μοιραστεί με αναγνώστες του βιβλίου, έχω παρατηρήσει την ικανοποίηση που αισθάνονται αντιλαμβανόμενοι πως όλοι κατακλυζόμαστε από παρόμοιες καθημερινές σκέψεις και κοινούς προβληματισμούς, τους οποίους διστακτικά αποφεύγουμε να εξωτερικεύσουμε. Είτε από ανασφάλεια, είτε από αδυναμία, αδυνατούμε να αποκαλύψουμε και να μοιραστούμε με τους γύρω μας όλα όσα μας απασχολούν. Επομένως θεωρώ και θέλω να πιστεύω πως διαβάζοντας κάποιες από τις σκέψεις μου αλλά και τις σκέψεις των φίλων μου, καθώς και τον τρόπο που τις μοιραζόμαστε μεταξύ μας, δίνεται η αφορμή στον αναγνώστη να ξεδιπλωθεί απελευθερωτικά κι ο ίδιος. Ίσως να είναι ένα από τα πιο εξέχοντα αποστάγματα του βιβλίου. Η διαφυγή μας. Όχι μόνο η αίσθηση της διαφυγής που μας παραχωρεί απλόχερα το κάθε ταξίδι από μια στάσιμη κατάσταση και μια μίζερη καθημερινότητα, αλλά και μια σωτήρια διαφυγή από το αποπνικτικά περίκλειστο κλουβί που οι ίδιοι έχουμε αναγείρει κι έχουμε εγκλωβιστεί εντός του. Μια διαφυγή από τον ίδιο μας τον εαυτό. 

  • Η ζωή είναι ένα ταξίδι με προορισμό ή ένας προορισμός χωρίς πυξίδα στο χέρι; 

Η ζωή είναι ένα θαύμα που δυστυχώς δυσκολευόμαστε να το αντιληφθούμε. Όσο πιο έγκαιρα το καταλάβουμε τόσο περισσότερες εμπειρίες, γνώσεις και συναισθήματα θα αποκομίσουμε και τόσο λιγότερες ανεπιστρεπτί χαμένες στιγμές θα προσμετρούμε για να θρηνήσουμε φτάνοντας προς την ολοκλήρωση του προορισμού. 

  • Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή; 

Η αδυναμία μου να επικοινωνήσω ουσιωδώς με τους ανθρώπους γύρω μου με ώθησε να προσφύγω στη γραπτή επικοινωνία. Η συγγραφή με ξεκλείδωσε, με απελευθέρωσε και συνέδραμε να προσδιορίσω τόσο τα προτερήματα όσο και τα ελαττώματά μου. 

  • Η έμπνευση ή η σκληρή δουλειά, παίζει το σημαντικότερο ρόλο στη δημιουργία ενός βιβλίου; 

Κι η έμπνευση αλλά κι η σκληρή δουλειά παίζουν σημαντικό ρόλο στη δημιουργικότητα, αλλά θεωρώ πως μεγαλύτερο ρόλο διαδραματίζει η ειλικρίνεια πρωτίστως απέναντι στον εαυτό μας κι επακόλουθα στους γύρω μας. Έχω διαβάσει αρκετά βιβλία με περίτεχνη γραφή, εντούτοις χωρίς ουσία και βιβλία με λιτή γραφή που βρίθουν από προβληματισμούς, περιγραφές, χαρακτήρες, νοήματα και συναισθήματα. Θεωρώ πως διανύουμε μια περίοδο που παρόλη τη σκληρή δουλειά που καταβάλλει ο καθένας μας, η έμπνευση έχει σχεδόν κορεστεί κι η ειλικρίνεια δυστυχώς έχει εκλείψει. 

  • Τι ρόλο έχει πλέον το βιβλίο, στην ψηφιακή εποχή μας; 

Η πλειονότητα του κόσμου θεωρεί πως η ψηφιακή επανάσταση εκβάλει στο λυκόφως την εποχή του βιβλίου. Κατά την άποψή μου, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Συμφωνώ πως ο ψηφιακός κόσμος έχει διεισδύσει καθοριστικά στη ζωή μας κι έχει παραγκωνίσει αρκετές συνήθειές μας, ωστόσο για τους βιβλιοφάγους τα βιβλία θα αποτελούν δια παντός ένα ξεχωριστό κι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους, που μάλλον ακατόρθωτα θα αντικατασταθεί από tablets και κινητά. Όπως είχα αναφέρει και σε μια προηγούμενη συνέντευξή μου, πιστεύω ακράδαντα πως τα βιβλία μπορούν να συνυπάρξουν με τον ψηφιακό κόσμο και να επωφεληθούν απ’ αυτόν. Προσωπικά, έχω ανακαλύψει αρκετά αξιόλογα βιβλία μέσα από λογοτεχνικές σελίδες που ακολουθώ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. 

  • Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία που θα θέλατε μαζί σας; 

Σε έναν «επερχόμενο» μήνα καραντίνας θα προτιμούσα να ξαναδιαβάσω βιβλία που ήδη λάτρεψα και τα έχω συμπεριλάβει στη λίστα των λογοτεχνικών έργων που θα ήθελα να επιστρέψω ξανά με την πρώτη δοθείσα ευκαιρία. Δυστυχώς, η επιλογή είναι δύσκολη κι είμαι βέβαιος πως θα αδικήσω αρκετά. Οπότε, θα αναφερθώ σε αυτά που μου έρχονται πρώτα στο μυαλό. Σίγουρα είναι ο «Φίλος» της Σίγκριντ Νιούνεζ, «Εμείς οι άλλοι» του Γιάννη Κιουρτσάκη, τα «Γραπτά» του Γιώργου Μακρή, «Αναφορά στον Γκρέκο» κι «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη, οι «Καταστάσεις» του Ζαν-Πολ Σαρτρ και κάποια βιβλία του Κορνήλιου Καστοριάδη, διότι σκέφτομαι πως θα είναι μια ιδανική ευκαιρία στους ήπιους ρυθμούς που θα επιφέρει η στασιμότητα της καραντίνας να επικεντρωθώ στις θεωρίες του, οι οποίες είναι άψογα δομημένες σε ορισμένα από τα βιβλία του τα οποία είχα διαβάσει παρελθοντικά, όπως είναι «Η άνοδος της Ασημαντότητας» κι «Ο Θρυμματισμένος κόσμος». Συγχωρήστε με καθώς δεν κατάφερα να επικεντρωθώ σε μόνο πέντε βιβλία. 

  • Διαλέγετε παρέα για ολιγοήμερη απόδραση. Ποιους λογοτέχνες, ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου δράσης, θα συμπεριλαμβάνατε; 

Αδιαμφισβήτητα θα έμοιαζε ονειρικό να έπινα καφέ σε ένα μπιστρό δίπλα στα μονοπάτια του ποταμού Νέκαρ με συντροφιά τον Μίλαν Κούντερα, τον Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ και τον Βασίλη Ραφαηλίδη, καθώς συγκαταλέγονται στους συγγραφείς που έχω διατρέξει σχεδόν ολόκληρη τη βιβλιογραφία τους κι έχω συγκεντρώσει αρκετές ερωτήσεις για να τους απευθύνω. 

  • Πιστεύετε στη μοίρα ή στην τύχη; 

Πιστεύω στην τύχη, όμως περισσότερο πιστεύω στις συνέπειες των πράξεων και των αποφάσεών μας. 

  • Χρειαζόμαστε περισσότερο ρομαντισμό ή ρεαλισμό στις ζωές μας; 

Και τα δυο είναι εξίσου απαραίτητα. Ο ρομαντισμός είναι επιτακτικός για να διαφυλάξουμε την ανθρώπινη υπόστασή μας και να τροφοδοτούμαστε με εμπνευσμένα κίνητρα στο κυνήγι των στόχων μας, ακόμη κι όταν αυτοί είναι ανέφικτοι. Ο ρεαλισμός κρίνεται επωφελής για να πατάμε γερά τα πόδια μας στη γη, διότι οι αιθεροβάμονες κινδυνεύουν να γκρεμοτσακιστούν με την πρώτη αποτυχία ή δυσκολία. Επίσης θεωρώ πως είναι κατά καιρούς χρήσιμος κι ο κυνισμός, για να μπορέσουμε να αντιταχθούμε στην τοξικότητα που έχει εδραιωθεί τα τελευταία χρόνια στις ανθρώπινες σχέσεις και στις κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις της χώρας μας.


Πηγή: culturepoint.gr

Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

Γιώργος Χατζελένης: "Σκοπός της λογοτεχνίας στις μέρες μας είναι να καταφέρει να ανασκευάσει την πρότερη αυθεντική της ταυτότητα"



 

Συνέντευξη στη Στέλλα Πετρίδου

  • Κύριε Χατζελένη, για ποιο λόγο αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή; Ποιο υπήρξε το βασικό ερέθισμα που καθόρισε την λογοτεχνική σας πορεία; 

Η συγγραφή δεν ήταν κατάληξη κάποιας συγκεκριμένης απόφασης, αλλά το αποτέλεσμα ορισμένων συγκυριών. Κατά κάποιον τρόπο, παρασύρθηκα από μια αλληλουχία συγκεκριμένων αναγκών που με πίεζαν να βρω τον κατάλληλο τρόπο επικοινωνίας για μια ουσιώδη, ανιδιοτελή κι εποικοδομητική ανταλλαγή καθημερινών σκέψεων και χρόνιων προβληματισμών. Η ανάγκη μου αυτή με ώθησε στη γραφή, η οποία θεωρώ πως για μένα είναι η πιο εύκολη κι αποτελεσματική διαδικασία μέσα από την οποία μπορώ να αναπτύσσω με υπομονή και ηρεμία την όποια επιχειρηματολογία μου. Επίσης, κατά τη γνώμη μου είναι μια πολιτισμένη κι ατάραχη διαδικασία «διαλόγου», καθώς έχω διαπιστώσει μέσα από αρκετές συζητήσεις που έχω συμμετάσχει ή παρακολουθήσει, πως το παθιασμένο ταπεραμέντο κι η ημιμάθεια που κυριαρχούν στις μέρες μας, μας έχουν στερήσει το χάρισμα ενός ορθού δια ζώσης ή κι εξ’ αποστάσεως διαλόγου που να κυριαρχούν ο σεβασμός κι η υπομονή. Όσον αφορά το βασικό μου ερέθισμα που με οδήγησε στην επιθυμία μου να γράψω, θα μπορούσα να πω πως ήταν η συγκίνηση που μου προκάλεσε το βιβλίο του Ηλία Βενέζη «Το Νούμερο 31328», το οποίο είχα διαβάσει το καλοκαίρι του 2004. 

  • Πώς συνδυάζεται η συγγραφική σας δραστηριότητα με τις πολύ αξιόλογες σπουδές σας, αλλά και την επαγγελματική σας ενασχόληση; 

Η συγγραφική μου δραστηριότητα δεν σχετίζεται επ’ ουδενί με την επαγγελματική μου ενασχόληση. Παρόλα αυτά, η μια αλληλοσυμπληρώνει την άλλη, καθώς ένα μεγάλο μέρος των επαγγελματικών μου δραστηριοτήτων είναι μοναχικό, σιωπηλό κι επαναλαμβανόμενο, γεγονός που μου παραχωρεί τη δυνατότητα να μπορώ να πλάσω και να εμπλουτίσω μες στο μυαλό μου τις ιστορίες που επιθυμώ να περιγράψω. Αυτό έχει ως απόρροια, αρκετά μεσημέρια να επιστρέφω σπίτι φορτωμένος με σκέψεις, τις οποίες καταγράφω σε κάποιο σημειωματάριο για να τις επεξεργαστώ στον ελεύθερο, ανέμελο και δημιουργικό μου χρόνο. 

  • Τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για εσάς; 

Το καθετί δύναται να αποτελέσει έμπνευση. Το ζήτημα είναι κατά πόσο μπορεί κανείς να το αξιοποιήσει και να δημιουργήσει βασιζόμενος σ’ αυτό. Στη δική μου περίπτωση, θεωρώ πως είναι τα ταξίδια που έχω πραγματοποιήσει, αλλά κι οι αξιομνημόνευτες συζητήσεις που έχω μοιραστεί με άλλους ανθρώπους. 

  • Υπήρξε κάποιο γεγονός στη ζωή σας που νιώσατε την ανάγκη να το μεταφέρετε αυτούσιο στο χαρτί; 

Στα βιβλία μου συμπεριλαμβάνονται αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Το τελευταίο βιβλίο, στο οποίο αποτυπώνω τις περιπλανήσεις μου στα Δυτικά Βαλκάνια είναι κατάμεστο από γεγονότα και στιγμές που βίωσα μαζί με τους συνταξιδευτές μου τόσο στις όμορφες πόλεις της Αδριατικής όσο και στα κρυμμένα φρούρια, αλλά και στις απόκοσμες ομορφιές των φυσικών τοπίων που συναντήσαμε στα βαλκανικά βουνά. Όπως επίσης και τα συναπαντήματα κι οι στιχομυθίες με άλλους ανθρώπους που είχαν πράγματι κάτι να μας πουν, όπως η συνάντηση με τον ενενηντάχρονο κύριο Γεώργιο Μιχαήλοβιτς, τον τελευταίο Σέρβο στρατιώτη που εξακολουθεί να «υπηρετεί» στο συμμαχικό νεκροταφείο Ζέιτελνικ στη Θεσσαλονίκη. 

  • Έχετε πρότυπα ως συγγραφέας; Στα γραπτά σας θα διαπιστώσει ο αναγνώστης επιρροές από άλλους αγαπημένους σας συγγραφείς; 

Κάθε εποχή διαθέτει και τις δικές της επιρροές, διότι με τα χρόνια ανακαλύπτω όλο και περισσότερους συγγραφείς που δε γνώριζα τόσο τους ίδιους όσο και τα πονήματά τους. Κάθε συγγραφέας που με στιγματίζει με το έργο του, ασκεί μια αδιαφιλονίκητη επιρροή τόσο στον τρόπο σκέψης μου, όσο και στον τρόπο γραφής μου. Όλα αυτά τα χρόνια που διαβάζω μανιωδώς, έχω επηρεαστεί από αρκετούς συγγραφείς όπως ο Μίλαν Κούντερα, ο Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ, ο Γιώργος Μακρής, ο Βασίλης Αλεξάκης κι άλλοι. Στο τελευταίο μου βιβλίο επηρεάστηκα καθοριστικά από τους Κλαούντιο Μάγκρις, Πάτρικ Λη Φέρμορ και Τζαν Μόρις. 

  • Ποιος θεωρείτε ότι είναι ο σκοπός της λογοτεχνίας στις μέρες μας; Τι έχει να προσφέρει στον σύγχρονο άνθρωπο; 

Η λογοτεχνία, όπως και κάθε άλλη μορφή τέχνης, έχει ως απώτερο σκοπό την πνευματική γενναιοδωρία και την ψυχική ανάταση των αναγνωστών της. Όμως στις μέρες μας, έχω την αίσθηση πως η τέχνη έχει απολέσει τον σκοπό της μέσα από τις πράξεις και τις αποφάσεις κάποιων προσώπων, οι οποίοι έχουν θυσιάσει την ποιότητα και την ουσία στο βωμό του κέρδους, της ματαιοδοξίας, του εγωκεντρισμού και των δημοσίων σχέσεων που κυριαρχούν στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Μαζί με την κοινωνική, οικονομική και πολιτική κρίση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, έχουμε καταστεί μάρτυρες και της κρίσης που από την οποία διακατέχεται ο πνευματικός χώρος. Οπότε κατά τη γνώμη μου, σκοπός της λογοτεχνίας στις μέρες μας είναι να καταφέρει να ανασκευάσει την πρότερη αυθεντική της ταυτότητα. 

  • Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι με την ολοένα και αυξανόμενη χρήση του διαδικτύου διαβάζουν βιβλία στις μέρες μας; 

Το αναγνωστικό κοινό ήταν πάντα περιορισμένο και συγκεκριμένο στην πάροδο των χρόνων. Δε γνωρίζω κατά πόσο το διαδίκτυο έχει επηρεάσει την παρούσα συγκυρία, διότι οι άνθρωποι που εμμένουν στην ανάγνωση βιβλίων εξακολουθούν να το πράττουν και στις μέρες μας, παρόλο που μια διόλου αμελητέα μερίδα της κοινωνίας έχει αποχαυνωθεί στις οθόνες των κινητών και των υπολογιστών. Θεωρώ πως για ορισμένους η κυριαρχία του διαδικτύου προσφέρεται περισσότερο ως πρόσχημα, παρά ως αιτιολογικός παράγοντας που τους αποτρέπει από το να διαβάσουν ένα βιβλίο. Προσωπικά, το διαδίκτυο έχει συμβάλλει αρκετά στο να ανακαλύψω νέους συγγραφείς κι ενδιαφέροντα βιβλία που δε γνώριζα. 

  • Η κρίση αναμφίβολα έχει επηρεάσει σημαντικά τη λογοτεχνία. Μπορεί σήμερα ένας συγγραφέας να βιοποριστεί μόνο από τα έργα του; 

Η ελληνική λογοτεχνική αγορά είναι σημαντικά περιορισμένη κι οι περισσότεροι αναγνώστες εμπιστεύονται τους ξένους εμπορικούς συγγραφείς παρά τους εγχώριους δημιουργούς. Οπότε, θεωρώ πως είναι αρκούντως δύσκολο για έναν συγγραφέα να μπορεί να βιοπορίζεται μέσα από τα έργα του. Επομένως δε θεωρώ πως η οικονομική κρίση επιδρά αρνητικά στους συγγραφείς, αλλά οι επιλογές του αναγνωστικού κοινού κι η προώθηση που εκτυλίσσεται μέσα από τις λογοτεχνικές στήλες των εφημερίδων και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που ασχολούνται με τον χώρο του βιβλίου. 

  • Έχετε ιδιαίτερη αδυναμία σε κάποιο από τα βιβλία σας; Κι αν ναι, γιατί; 

Παρόλο που κάθε μου βιβλίο είναι ξεχωριστό, θεωρώ πως όλα μαζί είναι ένα συνεχές κομμάτι της δημιουργικής μου πορείας, μ’ αποτέλεσμα να αδυνατώ να αγαπήσω κάποιο περισσότερο από τα υπόλοιπα. 

  • Υπάρχει κάποιο βιβλίο σας, το οποίο θα προτείνατε οπωσδήποτε να διαβάσουν οι αναγνώστες; 

Δε συνηθίζω να προτείνω βιβλία μου σε αναγνώστες. Μου αρέσει όμως να προτείνω βιβλία άλλων συγγραφέων που λάτρεψα σε φίλους μου βιβλιοφάγους. 

  • Ας μιλήσουμε τώρα για το τελευταίο σας βιβλίο, που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2021 τις εκδόσεις «Ενύπνιο» και φέρει τον τίτλο «Βαλκανευτές». Πρόκειται για ένα αρκετά πολυσέλιδο μυθιστόρημα, το οποίο στην ουσία περιγράφει τη δική σας προσωπική οδική απόδραση στα Δυτικά Βαλκάνια και των φίλων σας, παρόλο που δε στέκεται μόνο σ’ αυτό. Πείτε μας δυο λόγια για το περιεχόμενό του. 

Οι «Βαλκανευτές» γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια του οδοιπορικού μου στα Δυτικά Βαλκάνια, την άνοιξη του 2016. Τα μέρη που επισκεφθήκαμε, οι άνθρωποι που συναντήσαμε αλλά κι οι πολύωρες συζητήσεις με τους φίλους μου μετατράπηκαν σε μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης για το εν λόγω βιβλίο. Ωστόσο, δε γνωρίζω σε ποιο είδος μπορώ να το κατατάξω, διότι είναι αυτοβιογραφικό αλλά και δεν είναι, είναι ταξιδιωτικό αλλά και δεν είναι, έχει δοκιμιακή χροιά αλλά και δεν έχει. Αυτό το αφήνω να το κρίνει ο εκάστοτε αναγνώστης που θα επιλέξει να το διαβάσει. Από πλευράς μου αυτό που επιδιώκω συγγραφικά μέσα απ’ αυτό το βιβλίο είναι να ταξιδέψω τους αναγνώστες στα μέρη που επισκέφθηκα και να μοιραστώ μαζί τους προβληματισμούς καθημερινούς, αλλά κι ατίθασες σκέψεις που ξεπήδησαν μέσα από τις πόλεις που επισκεφθήκαμε και τις σιωπηλές αλλά και ηχηρές ιστορίες που αυτές κουβαλούν τόσο στον πολεοδομικό όσο και στον ανθρώπινο ιστό τους. 

  • Ποιο υπήρξε το βασικό ερέθισμά σας για να ξεκινήσετε τη συγγραφή του συγκεκριμένου έργου; 

Το ταξίδι στα Δυτικά Βαλκάνια υπήρξε το κυρίαρχο ερέθισμα για να αρχίσω τη συγγραφή του βιβλίου, αλλά κι οι παροτρύνσεις των δυο φίλων μου που διοργανώσαμε κι απολαύσαμε συντροφικά το συγκεκριμένο οδοιπορικό. 

  • Οι άνθρωποι έχουν την τάση να δένονται με τα βιώματά τους, τα οποία στην πορεία τρέπονται σε αναμνήσεις. Κι όταν αυτές ξεθωριάζουν με τον καιρό και ξαποσταίνουν στα βάθη του χρόνου αφήνουν πάντα πίσω τους ένα αβάσταχτο κενό. Το βιβλίο σας αυτό πέρα από μυθιστόρημα, εμπεριέχει και το ταξιδιωτικό αφήγημα, τον ιστορικό χάρτη-οδηγό, αφήνει όμως κι αρκετό χώρο ανάμεσά τους για να προκύψει και η προσωπική ενδοσκόπηση. Κινείται επομένως μια διαδικασία αυτό -αντανάκλασης ή αλλιώς αυτοπροβληματισμού, προκειμένου να κατανοήσετε καλύτερα ως συγγραφέας – ταξιδιώτης το ποιος πραγματικά είστε, ποιες είναι οι αξίες και τα πιστεύω σας και γιατί τελικά όλα αυτά επιδρούν στις σκέψεις και στις πράξεις σας. Αυτό κατά συνέπεια περνάει και στον αναγνώστη, καθώς είναι ο αποδέκτης του βιβλίου σας. Εσείς ως συγγραφέας αυτού του βιβλίου πως θα το χαρακτηρίζατε με λίγες λέξεις; Ποιο είναι το πιο σημαντικό μήνυμα που θέλετε να περάσετε στον αναγνώστη; 

Τα ταξίδια για μένα είναι μια σωτήρια διαφυγή από την καθημερινή ρουτίνα, ένα παυσίπονο της μιζέριας, αλλά και της εσωστρέφειας που έχουν κυριαρχήσει ανησυχητικά στις μέρες μας. Όμως παρά την ευεργετική τους φύση, τα ταξίδια παραμένουν μια πρόσκαιρη απόδραση, μια ολιγοήμερη αίσθηση ελευθερίας που δυστυχώς εξαχνώνεται αυτομάτως με την επιστροφή μου στην κατάσταση από την οποία προσπάθησα να ξεφύγω. Όμως, εκείνες τις μέρες που περιπλανιέμαι σε άγνωρες πόλεις, αφήνω τα μάτια μου ελεύθερα να παρασυρθούν από τη γοητεία των νέων εικόνων και το μυαλό ανάλαφρο να αναζητήσει επιλύσεις σε χρόνιους καταχωνιασμένους προβληματισμούς στα πιο άδυτα σημεία του μυαλού μου. Παρακάμπτοντας για λίγες μέρες τις καθημερινές σκοτούρες κι υποχρεώσεις προσφέρω χρόνο στον εαυτό μου για εσωστρεφείς αναζητήσεις, μια διαδικασία πολύπλοκή που με την πείρα των ετών κατόρθωσα να διαχειρίζομαι ολίγον τι πιο αποτελεσματικά. Για να βγει όμως κάποιο ωφέλιμο συμπέρασμα μέσα απ’ αυτή τη δίνη των σκέψεων, οφείλω να αντιμετωπίσω τον εγωισμό μου, αλλά και τον πόνο που επιφέρει η αλήθεια. Παρήλθε αρκετός καιρός για να αντιληφθώ πως μέσα απ’ αυτό το εσώψυχο ξεγύμνωμα αναδύομαι πιο δυνατός και πιο ζωντανός. Οπότε για μένα τα ταξίδια δεν είναι μόνο λίγες μέρες διαφυγής κι αναψυχής, αλλά και μερικές μέρες πνευματικής ανανέωσης και ψυχικής ενδυνάμωσης. Ίσως αυτό να είναι και το βασικό μήνυμα που επιθυμώ να εμφυσήσω στους αναγνώστες του βιβλίου. 

  • Γράφετε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου σας: «Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει». Η μοναξιά κατά τη γνώμη σας υποσκάπτει την έννοια της ύπαρξης; Πώς μπορεί να επιτευχθεί η εσωτερική αναζήτηση της μυστικής πλευράς των πραγμάτων και των υποσυνείδητων γωνιών του δικού μας ψυχισμού με παρέα; 

Θεωρώ πως η μοναξιά είναι μια δυσάρεστη συνθήκη που επιβάλλεται εξαιτίας κάποιων εξωγενών συγκυριών στους ανθρώπους πάντοτε αθέλητα. Κατά συνέπεια δεν μπορώ να τη συσχετίσω με την έννοια της ύπαρξης. Αντιθέτως, η μοναχικότητα είναι μια συνειδητή επιλογή, μια ειλικρινής και θαρραλέα επιλογή ενδοσκοπικής εσωστρέφειας, για να ορθώσει ασφαλέστερα στεγανά απέναντι στην κοινωνική τοξικότητα, αλλά και για την επίτευξη της γνωριμίας με τον ίδιον εαυτό, ώστε να μπορεί μετέπειτα να επιλέγει ο ίδιος ορθά με ποιους ανθρώπους επιθυμεί να συναναστραφεί. Η εσωτερική αναζήτηση της μυστικής πλευράς των πραγμάτων και των υποσυνείδητων γωνιών, όπως πολύ σωστά αναφέρατε, είναι μια διαδικασία που ο καθένας μας οφείλει να τη διατελέσει μόνος του, θυσιάζοντας αρκετό και πολύτιμο χρόνο και διώχνοντας κάμποσα πρόσωπα από γύρω του μέχρι να φτάσει στην πολυπόθητη πηγή. Νιώθω τυχερός που έχω γνωρίσει κάποιους ανθρώπους που έχουν βιώσει τη δική τους προσωπική οδύσσεια και στέκονται πλέον θριαμβευτές στην πηγή αυτή ή έστω λίγα βήματα μακριά της. Άλλοι έχουν σκύψει κι έχουν γευτεί τη δροσιά της αυτογνωσίας κι άλλοι διστάζουν να έρθουν αντιμέτωποι με την αλήθεια και με τα φαντάσματα του παρελθόντος τους. Και οι δυο αυτές αντιδιαμετρικές περιπτώσεις ανθρώπων παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον κι αυτό αναδύεται στην επιφάνεια μόλις συναναστραφείς μαζί τους. Σε εκείνες τις μαγικές στιγμές κυριαρχεί μια ανιδιοτελής προσπάθεια κοινής εσωτερικής αναζήτησης, όπου ο ένας μοιράζεται εμπειρίες, γνώσεις και σκέψεις με τον άλλον προσπαθώντας μ’ αυτόν τον τρόπο να προβούν σε έναν συντονισμένο δρασκελισμό προς την πηγή. Οπότε νιώθω αν μη τι άλλο τυχερός που το ταξίδι αυτό ήταν μια συμβιωτική εμπειρία με δυο επιστήθιους φίλους που έχουν προσεγγίσει την πηγή της αυτογνωσίας και μαζί τους μοιράζομαι εδώ και πολλά χρόνια αυτούς τους καθημερινούς γλυκόπικρους εσωτερικούς προβληματισμούς. 

  • Θεωρείτε απαραίτητη την ύπαρξη των φωτογραφιών στο συγκεκριμένο βιβλίο σας; Γιατί; 

Δε θεωρώ πως είναι απαραίτητη η παρουσία των φωτογραφιών στο βιβλίο, διότι η εικόνα κατευθύνει αρκετά τη φαντασία των αναγνωστών. Διαφορετική αίσθηση έχει η φανταστική σύλληψη ενός τοπίου μέσω της λεκτικής περιγραφής και αλλιώτικο να το βλέπεις μπροστά σου σε μια φωτογραφία. Όμως, η αλήθεια είναι, πως παράλληλα με τη συγγραφή θέλησα να τιμήσω και μια ακόμη αναπόσπαστη ταξιδιωτική μου συνήθεια κι αυτή είναι η φωτογραφία. Επίσης, είχα επηρεαστεί από τα βιβλία του Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ, ο οποίος συνοδεύει τις συναρπαστικές περιγραφές του με τις ισορροπημένες φωτογραφικές του λήψεις. 

  • Το βιβλίο σας απευθύνεται μόνο σε ενήλικες ή και σε έφηβους; 

Εξαρτάται από τις αξιώσεις του εκάστοτε αναγνώστη. Έχω αναμειχθεί σε υπέροχες συζητήσεις με αρκετά ώριμους εφήβους κι έχω απογοητευτεί από κάμποσους σοβαροφανείς ενήλικες. Οπότε δεν υπολογίζω την ηλικία του καθενός ως κριτήριο ανάγνωσης του βιβλίου. 

  • Μιλήστε μας για το εκδοτικό σας σπίτι. Είστε ευχαριστημένος από τη συνεργασία σας με τις εκδόσεις «Ενύπνιο»; 

Τα προηγούμενα βιβλία μου είχαν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, αλλά με τους «Βαλκανευτές» μετακόμισα στις εκδόσεις Ενύπνιο. Αισθάνομαι τυχερός που ο εκδότης μου Στάθης Ιντζές με ενέταξε στην ομάδα των συγγραφέων και των ποιητών του οίκου του, διότι μέσα απ’ αυτόν τον εκδοτικό οίκο έχω γνωρίσει αξιόλογους ανθρώπους με ιδιαίτερους προβληματισμούς και με διάθεση για ειλικρινείς συνδιαλέξεις. Επίσης, υπάρχει μια συγκινητική αλληλοεκτίμηση μεταξύ των δημιουργών του εκδοτικού οίκου που οδήγησε στη δημιουργία απρόσμενων φιλικών σχέσεων. Αυτό για μένα είναι η πιο ανεκτίμητα ουσιώδης ανταμοιβή που μπορεί να σου προσφέρει απροσδόκητα η έκδοση ενός βιβλίου. 

  • Έχετε ήδη παρουσιάσει το βιβλίο σας στην πρωτεύουσα, στη συμπρωτεύουσα και στη γενέτειρά σας τη Χίο. Σχεδιάζετε και άλλες παρουσιάσεις αυτού το προσεχές διάστημα; 

Έχω παρουσιάσει το βιβλίο τρεις φορές στην Αθήνα κι από μια φορά σε Θεσσαλονίκη και Χίο. Οι παρουσιάσεις αποτελούν μια απαραίτητη διαδικασία για να γνωστοποιηθεί και να διαδοθεί ένα νεοαφιχθέν βιβλίο. Όμως, σε κάθε παρουσίαση έρχομαι αντιμέτωπος με το κοινό κι αυτό με φορτώνει με δυσβάσταχτες ποσότητες άγχους. Είναι ένα τίμημα εντούτοις που οφείλω να υποστώ, καθώς επιθυμώ να στηρίξω και να προωθήσω τους «Βαλκανευτές». Η αλήθεια είναι πως θα ΄θελα να δρομολογήσω λίγες ακόμη παρουσιάσεις και σε άλλες πόλεις. Είναι μια σκέψη που θα επεξεργαστώ μες στο φθινόπωρο. 

  • Μια ευχή σας για το μέλλον; 

Εύχομαι να κατορθώσουμε να βγούμε όσο το δυνατόν λιγότερο λαβωμένοι απ’ αυτήν τη σκοταδιστική περίοδο που έχει κυριαρχήσει τα τελευταία χρόνια και μας έχει εκτοξεύσει δεκαετίες πίσω. 

  • Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας.

[…Παρατηρούσα τις κινήσεις τους στον άδειο χώρο του φρουρίου κι αναλογιζόμουν πόσο απαραίτητες είναι οι μοναχικές στιγμές στα ταξίδια. Με τα χρόνια είχα διαπιστώσει πως οι εντυπώσεις σε μοναχικούς ταξιδιώτες είναι πιο βαθιές και ζωηρές απ’ ότι στους κοινωνικούς ανθρώπους, διότι οι σκέψεις, οι εικόνες κι οι στιγμές απασχολούν περισσότερο τους πρώτους διότι κατακαθίζουν στην ψυχή τους κι αποκτούν μεγαλύτερες διαστάσεις στη σιωπή. Στην μοναξιά ωριμάζει η σκέψη κι αποκτά μια απόκοσμη ομορφιά. Μετατρέπεται σε συναίσθημα…

  • Κύριε Χατζελένη, σας ευχαριστώ πολύ για τη συζήτησή μας και σας εύχομαι κάθε επιτυχία προσωπική και συγγραφική. 

Εγώ σας ευχαριστώ για την εποικοδομητική συζήτηση και για τη ζεστή σας φιλοξενία.


Πηγή: texnesonline.gr

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

Oresteia Reversed



Μια πρωτοποριακή έκθεση θα φιλοξενηθεί από την Τρίτη 10 έως Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, καθώς θα συναντήσουμε τη μόνη αρχαία σωζόμενη τριλογία Ορέστεια του Αισχύλου σε μορφή κόμικς.
Στο Oresteia Reversed συμμετέχουν 22 σύγχρονοι καλλιτέχνες που δημιουργούν πρωτότυπες ιστορίες από την τριλογία με έμφαση στις Ευμενίδες. Καλλιτέχνες από τον χώρο των κόμικς και καλλιτέχνες με αφετηρία τις εικαστικές τέχνες, επανεξετάζουν έννοιες όπως Δίκαιο, Δικαιοσύνη, Πόλις, Πολίτης, Αυτοδικία, Νέμεσις, Ύβρις, Δημοκρατία, Ισονομία και Ισοτιμία, Προσωπική και Συλλογική Ευθύνη. 
Για τη συγκεκριμένη έκθεση, η ιστορικός τέχνης Νικόλ Λεβέντη αναφέρει: “Οι συμμετέχοντες δημιουργοί πειραματίζονται με χρώματα, έντονες φωτοσκιάσεις, ρεαλιστικό και υπερρεαλιστικό σχέδιο, αποδομούν την τραγωδία και εντοπίζουν σε αυτή διαχρονικά ζητήματα, τα οποία μεταφέρουν στο σήμερα και στο φανταστικό μέλλον μέσα από τις δικές τους ιστορίες. Οι νέες ιστορίες συχνά καθρεφτίζουν το σύγχρονο Ορέστη και υπενθυμίζουν ότι οι προβληματισμοί αυτοί είναι αέναοι μέσα στην κοινωνία και σε πολλές περιπτώσεις τη δομούν.
Για τη συγκεκριμένη έκθεση είχα την τιμή να συνομιλήσω με τρεις από τους δημιουργούς που θα συμμετάσχουν.





Η Δέσποινα Μανώλαρου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1988. Είναι τελειόφοιτη της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών. Κάποια άλλα ενδιαφέροντά της είναι η εικονογράφηση εντύπων και το comic, ενώ τελευταία πειραματίζεται με το animation. Οι επιρροές της πηγάζουν από το κόσμο της ποίησης, της ψυχολογίας, της βιολογίας και τη θρησκείας . Την ενδιαφέρει ιδιαίτερα η σύνθεση ποικίλων εικαστικών στοιχείων ώστε να δημιουργεί φανταστικούς κόσμους που εξερευνούν τα όνειρα, το υποσυνείδητο και τις διαφορετικές εκφάνσεις της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.


1. Με ποια ιδέα της Ορέστειας εμπνευστήκατε για τη δημιουργία της ιστορία σας; 

Με απασχόλησε περισσότερο η έννοια της απόδοσης του δικαίου, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από το συμβολισμό των χθόνιων θεοτήτων Ερηνύων και τη μετατροπή τους σε Ευμενίδες. Η ιστορία μου δεν είναι κάτι περισσότερο από τη σουρεαλιστική μεταφορά μιας περιπέτειας του υποσυνείδητου που προσεγγίζει το ζήτημα της ύπαρξης ή μη προσωπικής ηθικής, και πως βάση αυτής αποτιμώνται από εμάς τους ίδιους οι συνέπειες συμπεριφορών που έχουν θεσπιστεί κοινωνικά ως παραβατικές ή άνομες. 

2. Τι αποκομίσατε από τη μελέτη της τραγωδίας και πόσο επίκαιρη είναι σήμερα;

Μελετώντας κανείς την Ορέστεια μπορεί να ανακαλύψει πολιτικούς, κοινωνικούς και φιλοσοφικούς προβληματισμούς διαχρονικού χαρακτήρα, εκπληκτικά επίκαιρους. Σημαντική κρίνω από μέρους μου τη αίσθηση ύπαρξης κοινού πυρήνα ανάμεσα σε ανθρώπινες δομές που ανήκουν σε διαφορετικό χρονικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Έργα όπως η Ορέστεια, φαίνεται να καταργούν για λίγο το χώρο και το χρόνο, κρατώντας μόνο τον ανθρώπινο παράγοντα και ότι τον αφορά, θυμίζοντάς μας πως μόνο η τέχνη μπορεί να καταφέρει κάτι τέτοιο. 

3. Μέσα απ’ το έργο σας παρατηρούμε την μεταμόρφωση του εφιάλτη στη μορφή εντόμου. Ενώ έχει τη μορφή πεταλούδας που προϊδεάζει σε κάτι αθώο κι όμορφο ξεπετάγεται σαν ένα απροσδιόριστο αιμοβόρο τέρας. Εν μέρει δημιουργείται ένας κύκλος. Αυτός ο κύκλος έχει θετικό πρόσημο στο ότι όλα θα οδηγηθούν σε μια έκβαση της δικαιοσύνης είτε αυτή έρθει πρακτικά είτε ηθικά ή θα βιώνουμε ξανά την επανάληψη βίαιων κι άδικων πράξεων; 

Σκοπός μου ήταν να φωτίσω αυτό το ερώτημα, που με συνοδεύει και την ίδια από τη στιγμή που ξεκίνησα να δουλεύω πάνω στην Ορέστεια, αφήνοντας την απάντηση να τη δώσει ο καθένας όπως κρίνει καταλληλότερο. Τα ζητήματα ηθικής και δικαίου είναι εξάλλου σύνθετα και θα χρειαζόμασταν πολλές παραπάνω αφορμές για να προβληματιστούμε σχετικά, πόσο μάλλον για να τα απαντήσουμε. Ωστόσο, με μια δόση ρομαντισμού, θα ήθελα να επενδύσω στη διαδικασία της κάθαρσης. Μια πορεία από το σκοτάδι προς το φως, προωθούμενη περισσότερο από την αίσθηση ηθικού αυτοπεριοριορισμού, πάρα από την επιβολή βίαιου σωφρονισμού, που στη σύγχρονη μορφή του μάλλον τροφοδοτεί εντονότερα το κύκλο της βίας.






Η Αυγή Κανάκη γεννήθηκε το 1985, και σπούδασε φιλοσοφία της επιστήμης. Αρκετό καιρό μετά, αποφάσισε ότι προτιμάει να κάνει αυτό που πάντα ονειρευόταν: comics. Κάπως έτσι συμμετείχε ως inker στο WOMANTHOLOGY: HEROIC της IDW και ξεκίνησε την περιπέτειά της στον χώρο. Από τότε, λαμβάνει μέρος σε εκθέσεις όσο συχνά μπορεί και εργάζεται ως εικονογράφος και δημιουργός comics, σε συνεργασία με εκδοτικές, μουσικές και διαφημιστικές εταιρίες, από την Ελλάδα, την Ευρώπη και την Αμερική. Το 2017, σχεδίασε το πρώτο της graphic novel, το ΓΡΙΜΟΡΙΟ ΤΗΣ ΓΚΡΕΤΑ, ΒΙΒΛΙΟ 1: ΜΥΗΣΗ, το οποίο εκδόθηκε από την Jemma Press.



1. Με ποια ιδέα της Ορέστειας εμπνευστήκατε για τη δημιουργία της ιστορία σας; Τι αποκομίσατε από τη μελέτη της τραγωδίας και πόσο επίκαιρη είναι σήμερα;

Ποια ιδέα της Ορέστειας ενέπνευσε την δική μου ιστορία; Δικαιοσύνη, σωστά; Νομίζω περί αυτής της ιδέας πρόκειται. Διαβάζοντας την Ορέστεια ξανά τώρα για την έκθεση, είδα πράγματα που δεν έβλεπα μικρότερο. Η δικαιοσύνη είναι η εφαρμογή κάποιων διυποκειμενικα και μέσα από κάποιες διαδικασίες συμφωνημένων νόμων. Αλλά πάντα εφαρμόζεται υπό όρους οι οποίοι δεν έχουν αναγκαστικά να κάνουν με τους όποιους νόμους. Οι νόμοι δεν ισχύουν το ίδιο για όλους στην Ορέστεια. Και δεν ισχύουν το ίδιο για όλους και σήμερα. Από αυτή την άποψη είναι εξαιρετικά επίκαιρη σήμερα, μάλλον περισσότερο από ποτέ. Και μάλλον ήδη απέτυχα στο να απαντήσω ξεχωριστά τις πρώτες δυο ερωτήσεις.

2. Στο έργο σας οι Ερινύες ξεπετάγονται από τη θάλασσα με γυναικείες μορφές. Με έναν εύστοχο τρόπο συνδυάζεται την οικολογική καταστροφή με τις αμέτρητες άγριες επιθέσεις και δολοφονίες γυναικών κι ομοφυλόφιλων. Πιστεύετε πως η δικαιοσύνη θα μπορούσε να επικρατήσει μόνο μέσα από ριζικές δράσεις συνειδητοποιημένων γυναικών;

Τείνω να είμαι από αυτούς που νιώθουν ότι οι αλλαγές χρειάζονται μακρόχρονη προετοιμασία και όλων των ειδών τις δράσεις, των ριζικών συμπεριλαμβανομένων, πριν εδραιωθούν με νόμους η μπουν στο κοινωνικό συμβόλαιο. Όπως και να έχει όμως, όχι, δεν πιστεύω ότι η δικαιοσύνη θα μπορούσε να επικρατήσει μόνο στα χέρια γυναικών. Αν θέλουμε δικαιοσύνη, σε αυτό το κομμάτι της ιστορίας μας, απαιτείται βαθύς συλλογισμός από όλους σχετικά με τον ρόλο μας ως άτομα. Αυτόν που νιώθουμε ότι έχουμε αναλάβει επειδή έτσι έλεγε το σενάριο, σε αντιδιαστολή με αυτόν που επιθυμούμε. Στην προσωπική μας ζωή, στην κοινωνία μας και στον κόσμο ως φυσικό τόπο μέσα στον οποίο υπάρχουμε. Και μετά από αυτό, την αντιπαραβολή με την φυσική πραγματικότητα ενός πλανήτη και μιας ανθρωπότητας που είναι και οι δυο γεμάτοι ποικιλία και μυστήριο, και τους οποίους στην προσπάθεια μας να ελέγξουμε και να εκμεταλλευτούμε, τους καταστρέφουμε, αφού πρώτα τους έχουμε κατηγοριοποιήσει ως Άλλους στην συνείδηση μας. Χρειάζεται την κατανόηση των συνεπειών των πράξεων μας και την ανάληψη της ευθύνης για το τι μας συμβαίνει ως άνθρωποι, πολίτες, είδος. Είναι μεγάλο το θέμα και είναι πολύ γενική η απάντηση μου αλλά δεν θέλω να κουράσω περαιτέρω. Σε μια προσπάθεια να είμαι λιγότερο ασαφής, τονίζω το «ως άτομα». Γυναίκες, άντρες και όλοι όσοι βρισκόμαστε στο ενδιάμεσο, είμαστε χρήσιμες και αναντικατάστατες φωνές αν είναι να γίνει αυτή η δύσκολη κι επίπονη διεργασία. Δεν αρκεί μόνο αυτή βέβαια, αλλά νομίζω ότι είναι απαραίτητη προϋπόθεση.







Ο Γιώργος Μικάλεφ γεννήθηκε στην Κέρκυρα Δεκέμβρη του 1985. Οι ρίζες του κρατάνε από το Γκόζο της Μάλτας. Μεγάλωσε στη Γαρίτσα, δίπλα στο κλειστό εργοστάσιο «Καννάβεως, Λίνου και Ιούτης». Το 2003 μετακόμισε στην Πάτρα για σπουδές. Το 2004 παράτησε  τις σπουδές και τα δημοσιοϋπαλληλικά όνειρα της γενιάς του μετά από ένα άσχημο ατύχημα κι επέστρεψε στο “νησί του Πάσχα”. Ολικός αρνητής ενηλικίωσης, καθόταν στο δωμάτιο του και μουτζούρωνε σκηνές απ' την αυριανή ευτυχία του κόσμου. Ήρθε η ανάγκη για οπτικοακουστική έκφραση και με μια φτηνή βιντεοκάμερα στο χέρι «έκαιγε» φιλμ για δυο χρόνια. Αργότερα γεννήθηκαν λέξεις και οι underground εκδόσεις «Το Κόλο» αποκλειστικά σε ψηφιακό χαρτί. Από το 2010 άρχισε να ζωγραφίζει εντατικά και σύντομα ήρθα σε επαφή με την Εικαστική Κερκυραϊκή Ένωση η οποία τον αγκάλιασε. Απ’ τους ζωγράφους του νησιού δεν θα μπορούσε να μην αναφέρει τον Σπύρο Φρόνιμο που μας άφησε νωρίς και τον καλό του φίλο Ps Mavro που τον στήριξε και τον βοήθησε απ’ την αρχή. Αυτά τα χρόνια εργάστηκε λίγο ή πολύ ως τεχνικός τηλεοράσεων, ξενοδοχοϋπάλληλος, καφετζής, delivery και βοηθός τοπογράφου μέχρι τα 28 του χρόνια που η επιβαρυμένη υγεία του καθώς και η γυναίκα του, τον ώθησαν να τα παρατήσει και να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη ζωγραφική. Το Καλοκαίρι του 2014 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και από τότε ζωγραφίζει ακατάπαυστα. Ως τώρα έχει λάβει μέρος σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις και έχει πραγματοποιήσει 6 ατομικές σε Κέρκυρα, Σπέτσες, Αθήνα και Πάτρα. Το Γενάρη του 2017 ξεκίνησε συνεργασία με τον Κώστα Εφήμερο και το The Press Project με αφορμή το “ημερολόγιο της Μυρτώς”. Kατά κάποιο τρόπο, έγινε σκιτσογράφος χωρίς να το καταλάβει. Απ’ το Γενάρη του 2018 συνεργάζεται με το μηνιαίο περιοδικό Πεζοδρόμιο Free Press με έδρα την Καρδίτσα, με δισέλιδη εικονογράφηση. Το 2018 κυκλοφόρησε και το πρώτο underground κόμικ του απ’ τις Εκδόσεις του Κάμπου με τίτλο “Ευγονική για Αρχάριους”.


1. Με ποια ιδέα της Ορέστειας εμπνευστήκατε για τη δημιουργία της ιστορία σας; 

Η γενικότερη ιδέα της κληρονομικής αράς που διαπνέει τους μυθολογικούς κύκλους απ’ όπου αντλεί η αρχαία τραγωδία το υλικό της, ήταν πάντα κάτι που μου κινούσε το ενδιαφέρον και «κούμπωσε» με την αληθινή ιστορία που διάλεξα να φέρω στο φως, καθώς πράγματι η «γενάρχης» εκστόμισε μια κατάρα κατά του απογόνου της λίγο πριν πεθάνει. Ειδικότερα όμως η έννοια της ενοχής που στην Ορέστεια αναπτύσσεται στο γιο εξαιτίας της μητέρας του και όσων αυτή τον ώθησε να κάνει ήταν αυτό που αναδύθηκε ως κυρίαρχη ιδέα και στη δική μου ιστορία όπου ο ήρωας εμφορείται από ενοχικά συμπλέγματα εξαιτίας των πράξεων της μητέρας του και καταδιώκεται από τις τύψεις - Ερινύες, όπως και ο Ορέστης. Ακόμα, η αντιφατική συνύπαρξη της αθωότητας και της ενοχής στον ίδιο άνθρωπο, όπως ο νεαρός που θέλει να απαλλάξει από τα δεινά τον ήρωα μου, σκοτώνοντας τον - «όσια πανουργών» παραφράζοντας τον στίχο της Αντιγόνης- και βρίσκεται αντιμέτωπος με τις δικές του Ερινύες. Η ιδέα, τέλος, της επερχόμενης θεϊκής δικαιοσύνης – η οποία ενσαρκώνεται με τρόπο άτεγκτο αλλά και με κάποια τρυφερότητα προς τον βασανιζόμενο γιο, με συγκίνησε βαθιά. Στη δική μου ιστορία ο θάνατος θα ήταν βέβαια μια σκληρή κατάληξη για τον ήρωα αλλά είναι παράλληλα και η μόνη λύτρωση, κι είναι κι αυτό μια ιδιόμορφη δικαιοσύνη, πέρα από τα ανθρώπινα. 

2. Τι αποκομίσατε από τη μελέτη της τραγωδίας και πόσο επίκαιρη είναι σήμερα; 

Η τριλογία υπενθυμίζει διαρκώς τη θνητότητα, τον περιορισμό του ανθρώπινου όντος κι αυτό είναι ένα δίδαγμα για τον σύγχρονο άνθρωπο που είτε θεωρεί τον εαυτό του αιώνιο και υπερδύναμο είτε αναλώνεται σε ένα κυνήγι επιβίωσης ή υλικών απολαύσεων ξεχνώντας να ζει. Παράλληλα όμως γοητεύει το γεγονός ότι ο Ορέστης που, ως τραγικός ήρωας, είναι τόσο ένοχος όσο και αθώος μαζί, στην πράξη δεν εκλέγει πώς θα ενεργήσει, η ίδια του η ύπαρξη –που είναι η μια μείξη του εγγενή χαρακτήρα του και των αξιών μέσα στις οποίες ανδρώθηκε- του υπαγορεύει τι θα κάνει : και το έγκλημα και την επιζήτηση της τιμωρίας του. Γι’ αυτόν και τα δύο είναι αναπόδραστα. Είναι ένα ζήτημα λοιπόν στη σύγχρονη κοινωνία των διαπρύσιων ηθικολόγων που ωστόσο συχνά αποδεικνύονται αήθεις, αυτή η ισχυρή πίστη στην ουσιαστική δικαιοσύνη που δεν υποδουλώνεται σε συμφέροντα και ωφελιμισμό. 

3. Στην απελπισία του ήρωα με την επικαιρότητα των ημερών του/μας παρατηρούμε και το ενοχικό σύμπλεγμα που κουβαλάει από τη μητέρα του. Μέσα από το έργο σας, παρουσιάζεται ένας επικίνδυνος δεσμός μάνας-γιου που δύσκολα σπάει στη χώρα μας. Κατά τη γνώμη σας πόσο και πως επηρεάζει ο ευνουχισμός που υφίσταντο τα παιδιά από τους γονείς τους με την κοινωνική και ηθική παρακμή των ημερών μας; 

Η Ελληνίδα μάνα στην παρούσα ιστορία αποδεικνύεται χειρότερη και από τον καρκίνο που τρώει τον πρωταγωνιστή καθώς η αρρώστια κράτησε μονάχα δυο χρόνια ενώ η τυραννική επιβολή της μητέρας πάνω στον γιο κράτησε σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Αυτός ο ιδιότυπος -αλλά συνήθης στις σχέσεις των ανθρώπων- δεσμός όντως τον ευνούχισε, δεν μπόρεσε να προστατεύσει τον εαυτό του από την τυραννία της ούτε όταν ακόμα αυτή φεύγει από τη ζωή: δεν ελευθερώνεται, αντίθετα σκλαβώνεται με ακόμα πιο μαρτυρικό τρόπο. Κι ενώ ο ίδιος μάλιστα όλη του τη ζωή –αυτό, μόνο υπονοείται στο σκίτσο- αγωνίστηκε για την ελευθερία του συνόλου, αυτό ήταν και το παράδειγμα του πατέρα του, δεν πέτυχε την προσωπική ελευθερία. Αυτή η μαρτυρική ανελευθερία εντός των οικογενειακών τειχών δεν μπορεί παρά να έχει αντίκτυπο και στη σκέψη και στη δράση του ατόμου και εκτός αυτών. Οι δούλοι αυτού του τύπου, επειδή ακριβώς νοσούν στην ψυχή, συχνά σκέφτονται χαιρέκακα, εκδικητικά, πράττουν σπασμωδικά, συμφεροντολογικά, σιωπούν με εγκληματική αδιαφορία ή ανοχή και διαιωνίζουν την ιδέα της σκλαβιάς δηλητηριάζοντας με αυτή κάθε υγιή θεσμό που πάει να γεννηθεί. Ο ήρωάς μου ωστόσο διαφέρει ως προς αυτό, ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος που παρά την δουλεία του, διαπότισε την κοινωνική δράση του με ειλικρίνεια και άγιες προθέσεις.



Συμμετέχουν οι καλλιτέχνες: Ρενέ Αγγελίδου (Fokshee), Δήμητρα Αδαμοπούλου, Δημήτρης Αναστασίου, Θωμάς Βαλιανάτος, BLEΣΣΕD, Γιάννης Γαλαίος, Γεωργία Ζάχαρη, Αυγή Κανάκη, Βάλια Καπάδαη, Θανάσης Καραμπάλιος, Θωμάς Κεφαλάς, Kristanz, Δέσποινα Μανώλαρου, Γιώργος Μικάλεφ, Mekl, Μάριος Μπόρας, No Budget Epics, Αλκυόνη Παπακωνσταντοπούλου (Poisoner), Μιχάλης Σιγάλας, Στέλλα Στεργίου, Νίκος Τσουκνίδας - Μαρία Καραζάνου, Ρομπέρτα Γιαϊτζόγλου Watkinson.

Επιμέλεια: Καλλιόπη Λιαδή, Εικαστικός, Καλλιτεχνική Σύμβουλος του Προγράμματος.

Εγκαίνια: Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου στις 20:00.

Ώρες λειτουργίας: καθημερινά και Σαββατοκύριακα 18:00-22:00.

Είσοδος Ελεύθερη

Η έκθεση αποτελεί μέρος των δράσεων του ερευνητικού και καλλιτεχνικού προγράμματος Μεγάλες Αφηγήσεις_ Η Επιστροφή το οποίο διερευνά τη συνάντηση της Αρχαίας Ελληνικής Τραγωδίας με τις Πολιτικές Επιστήμες.

Περισσότερες πληροφορίες στην ιστοσελίδα www.ancientdrama.gr

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Η δημοκρατία σε κίνδυνο




του Θανάση Γιαλκέτση

Γεννημένος στο Μόναχο το 1982, ο Γιάσα Μουνκ διδάσκει σήμερα Πολιτική Θεωρία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του «Popolo vs democrazia» (Feltrinelli 2018), ο Μουνκ έδωσε στο ιταλικό ηλεκτρονικό περιοδικό Reset τη συνέντευξη που ακολουθεί.

● Η θέση σας για τον εκφυλισμό των φιλελεύθερων δημοκρατιών βασίζεται σε μιαν εννοιολογική και μεθοδολογική διάκριση: τη διάκριση ανάμεσα στους δύο πόλους που συνθέτουν τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Γιατί θεωρείτε ότι δημοκρατία και φιλελευθερισμός θα πρέπει να διαχωρίζονται; 

Με μιαν ορισμένη έννοια δεν διαχωρίζονται. Ζούμε πράγματι σε ένα πολιτικό σύστημα που αντλεί τη νομιμοποίησή του από την ικανοποίηση δύο αξιών: της ατομικής ελευθερίας, που αντιπροσωπεύει θα λέγαμε το φιλελεύθερο σκέλος, και του συλλογικού αυτοκαθορισμού, που ενσαρκώνει το δημοκρατικό σκέλος. Για να κατανοήσουμε όμως αυτό που συμβαίνει στον κόσμο, είναι σημαντικό να σκεφτόμαστε ως διακριτά αυτά τα δύο σκέλη. 
Αν ορίζουμε τη δημοκρατία με τέτοιον τρόπο ώστε να συμπεριλαμβάνει όλα όσα μας φαίνονται επιθυμητά, γίνεται αδύνατο να κατανοήσουμε, για παράδειγμα, αυτό που έγινε στην Ελβετία, όπου η πλειοψηφία των πολιτών ψήφισε να απαγορευτεί η κατασκευή ενός τζαμιού. Μια ψήφος που είναι ταυτόχρονα δημοκρατική, επειδή εξέφρασε σαφώς τη βούληση της πλειοψηφίας των πολιτών μέσα από ένα δημοψήφισμα, αλλά και μη φιλελεύθερη. 
Η διάκριση επομένως μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα την ανάδυση δύο νέων πολιτικών συστημάτων, που είναι υπό διαμόρφωση. 
Από τη μια μεριά, εδώ και πολλά χρόνια ζούμε σε συστήματα που αποτελούν έκφραση ενός ανεπαρκώς δημοκρατικού φιλελευθερισμού, στα οποία τα δικαιώματα ατομικής ελευθερίας γίνονται λίγο ώς πολύ σεβαστά, αλλά οι άνθρωποι μένουν με την εντύπωση ότι δεν διαθέτουν πλέον τη δύναμη για να παίρνουν αληθινά σημαντικές αποφάσεις. 
Από την άλλη μεριά, επικρατούν οι μη φιλελεύθερες δημοκρατίες, εκείνα δηλαδή τα συστήματα στα οποία ορισμένοι ηγέτες, συχνά δημοφιλείς, όπως ο Ματέο Σαλβίνι στην Ιταλία, αρχίζουν να παραβιάζουν τα ατομικά δικαιώματα, να αρνούνται τα δικαιώματα των μειονοτήτων, να υπονομεύουν την ανεξαρτησία των θεσμών και των κρατικών οργανισμών, όπως συμβαίνει στην Ιταλία με τη δημόσια τηλεόραση. 

● Για να το πούμε διαφορετικά, ο μη δημοκρατικός φιλελευθερισμός αντιστοιχεί στην ολιγαρχική τεχνοκρατία, ενώ η μη φιλελεύθερη δημοκρατία αντιστοιχεί στον αυταρχικό λαϊκισμό. Ποιοι είναι οι κίνδυνοι του λαϊκισμού αυτής της μορφής; 

Πρόκειται για έναν διπλό κίνδυνο. Σε μια πρώτη φάση, ο αυταρχικός λαϊκισμός στρέφεται εναντίον των μειονοτήτων, αποδυναμώνει τους θεσμούς, αρνείται το κράτος δικαίου, ασκώντας μια βία εναντίον της πρώτης από τις αξίες μας, της ατομικής ελευθερίας. 
Από τη στιγμή όμως που οι μη φιλελεύθεροι πολιτικοί έχουν αποδυναμώσει τους ανεξάρτητους θεσμούς, έχουν αλλάξει τον χαρακτήρα των συνταγματικών ισορροπιών, έχουν εξασφαλίσει την εκλογή των δικών τους ανθρώπων στις εκλογικές επιτροπές, γίνεται αδύνατο να απομακρυνθούν από την κυβέρνηση με δημοκρατικά μέσα. 
Εδώ βρίσκεται ο διπλός κίνδυνος. Φοβάμαι ότι η μη φιλελεύθερη δημοκρατία είναι ένα πολιτικό καθεστώς όχι μόνο διαφορετικό από τα άλλα, αλλά και μεταβατικό: θα μπορούσε να οδηγήσει σε αληθινές δικτατορίες, όπως συμβαίνει στην Ουγγαρία. 
Στο βιβλίο μου υποστηρίζω ότι ο λαϊκισμός έχει βαθιές αιτίες διαφορετικού χαρακτήρα, οικονομικές, πολιτισμικές, τεχνολογικές. Και ισχυρίζομαι ότι η πολιτική τάξη πρέπει να δράσει επειγόντως, για να επιλύσει τα προβλήματα που γεννούν τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Πρέπει όμως να γνωρίζουμε ότι η ενίσχυση του αυταρχικού λαϊκισμού θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο αυτά τα προβλήματα και θα μπορούσε να οδηγήσει ώς τα πρόθυρα της δικτατορίας. 

● Αναφερθήκατε στις τρεις κυριότερες αιτίες της ανόδου των μη φιλελεύθερων δυνάμεων, τις οποίες αναλύετε διεξοδικά στο βιβλίο σας: την οικονομική, την πολιτισμική και την τεχνολογική. Πώς εντοπίσατε αυτές τις τρεις αιτίες και γιατί τις θεωρείτε πρωταρχικές; 

Κάθε φορά που ταξιδεύω σε διάφορες χώρες, οι άνθρωποι μου αφηγούνται ιστορίες αρκετά «τοπικές» προκειμένου να εξηγήσουν την ανάπτυξη των λαϊκιστικών κινημάτων στις κοινωνίες τους. 
Στη Γερμανία, συχνά μου λένε ότι ο λαϊκισμός ενισχύθηκε επειδή η Μέρκελ υιοθέτησε μια μετριοπαθή, κεντρώα πολιτική και έτσι άνοιξε χώρους στα δεξιά του πολιτικού φάσματος. 
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μου λένε ότι η αιτία της εκλογής του Τραμπ είναι το ότι το Ρεπουμπλικανικό κόμμα έγινε όλο και πιο ακροδεξιό και αυτό διευκόλυνε τον Τραμπ. Βρίσκω παράδοξο το ότι δύο τόσο διαφορετικές ερμηνείες μπορεί να οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα. 
Ως πολιτειολόγος, μπροστά σε ένα φαινόμενο αρκετά όμοιο σε πολλές διαφορετικές χώρες, αναζητώ τις αιτίες που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ισχύουν σε όλες τις περιπτώσεις παρ’ όλη τη διαφορετικότητά τους. 
Η πρώτη αιτία είναι η στασιμότητα του βιοτικού επιπέδου, ιδιαίτερα προφανής στην Ιταλία, μια χώρα όπου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το επίπεδο ευημερίας ενός μέσου Ιταλού ή των λαϊκών τάξεων αυξήθηκε γρήγορα, ενώ δεν άλλαξε ή και μειώθηκε στις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό αλλάζει εντελώς την άποψη που οι Ιταλοί πολίτες έχουν για το πολιτικό σύστημα στο οποίο ζουν. 
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η μετάβαση από μια κοινωνία λιγότερο ή περισσότερο μονοεθνική ή μονοπολιτισμική σε μια πολυεθνική κοινωνία. Μια διαδικασία σημαντικού μετασχηματισμού που γεννάει φόβους και αντιστάσεις. 
Ο τρίτος παράγοντας έγκειται στο γεγονός ότι σήμερα οι πολίτες που είναι δυσαρεστημένοι ή οργισμένοι με τους πολιτικούς μπορούν να οργανωθούν και μπορούν να συντονίσουν τις φωνές τους πιο εύκολα σε σχέση με το παρελθόν, χάρη στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. 
Η συζήτηση για τις αιτίες του λαϊκισμού επικεντρώνεται συνήθως γύρω από το ερώτημα: Οι λόγοι είναι πολιτισμικού ή οικονομικού χαρακτήρα; Εγώ βρίσκω άτοπο αυτό το ερώτημα, επειδή οι δύο παράγοντες διαπλέκονται και ενισχύουν ο ένας τον άλλο. 
Ενα πρόσωπο που νομίζει ότι έχει βελτιώσει τη θέση του στη ζωή, που πιστεύει ότι όλα πάνε καλά και θα πάνε ακόμη καλύτερα για τα παιδιά του, θα φοβάται ίσως λιγότερο έναν νέο μετανάστη της διπλανής πόρτας. Αν αυτός ο μετανάστης κατορθώσει μια κάποια οικονομική επιτυχία, το πρόσωπο αυτό δεν θα τον αντιλαμβάνεται ως απειλή, ακόμη κι αν ο μετανάστης προέρχεται από έναν ξένο πολιτισμό. 
Αντίθετα, ένα πρόσωπο που νομίζει ότι δεν έχει μπροστά του ευκαιρίες ή που παραπονιέται για τη μείωση των δημόσιων υπηρεσιών και του κοινωνικού κράτους, θα τείνει να αναρωτιέται γιατί θα πρέπει να ανέχεται έναν μετανάστη, και μάλιστα από διαφορετικό πολιτισμό, αφού ήδη «δεν υπάρχουν αρκετά για μένα». 
Οι πολιτισμικοί και οι οικονομικοί παράγοντες μπορεί να αλληλοτροφοδοτούνται. Ταυτόχρονα, έχει θεμελιώδη σημασία να παίρνουμε στα σοβαρά τις πολιτισμικές αιτίες. 
Ας δούμε τη Σουηδία, μιαν αρκετά πλούσια κοινωνία, στην οποία το κοινωνικό κράτος είναι ακόμη ισχυρό, όπου οι πολίτες στα τελευταία είκοσι χρόνια γνώρισαν μια βελτίωση των συνθηκών ζωής τους πολύ ανώτερη, για παράδειγμα, από εκείνη των Ιταλών. Και ωστόσο στη Σουηδία οι δεξιοί λαϊκιστές δεν έχουν βέβαια την ίδια δύναμη που έχουν στην Ιταλία, αλλά έχουν και εκεί μια σημαντική παρουσία. 
Αυτό καταδεικνύει ότι, αν αναλύσουμε μόνο την οικονομική αιτία, καταλήγουμε να παραγνωρίζουμε ορισμένα σημαντικά φαινόμενα. 

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

Η παρακμή του δημόσιου διανοούμενου




του Θανάση Γιαλκέτση

Κληρονόμος της κριτικής θεωρίας της Σχολής της Φρανκφούρτης, ο 89χρονος σήμερα Γιούργκεν Χάμπερμας θεωρείται δίκαια ένας από τους σημαντικότερους ζώντες φιλοσόφους. Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα συνέντευξης που έδωσε ο Χάμπερμας τον περασμένο Μάιο στην ισπανική εφημερίδα El Pais.

• Καθηγητή Χάμπερμας, θεωρείτε ότι η παρακμή της μορφής του δημόσιου διανοούμενου είναι μια πραγματικότητα ή είναι απλώς ένα θέμα συζήτησης μεταξύ διανοουμένων; Δεν υπάρχει μια ορισμένη δόση μελαγχολίας όταν γίνεται λόγος γι’ αυτήν; 

Η μορφή του διανοούμενου, όπως τη γνωρίζουμε παραδειγματικά στη Γαλλία, από τον Ζολά ώς τον Σαρτρ και τον Μπουρντιέ, αναδύθηκε σε μια δημόσια σφαίρα της οποίας οι εύθραυστες δομές σήμερα διαλύονται. Κακώς τίθεται το νοσταλγικό ερώτημα «γιατί δεν υπάρχουν πλέον διανοούμενοι;». Δεν μπορούν πλέον να υπάρχουν, αφού δεν υπάρχει ένα κοινό αναγνωστών στο οποίο να απευθυνθούν με τα επιχειρήματά τους. 

• Θεωρείτε ότι το διαδίκτυο έχει αποδυναμώσει εκείνη τη δημόσια σφαίρα την οποία εξασφάλιζαν τα παραδοσιακά μεγάλα μέσα επικοινωνίας και ότι αυτό είχε «πραγματικές» (και όχι προσωρινές ή φαινομενικές) επιπτώσεις στους φιλοσόφους, τους στοχαστές κ.λπ.; 

Ναι, η ιστορική μορφή του διανοούμενου αναπτύχθηκε, από τον καιρό του Χάινριχ Χάινε, με την κλασική διαμόρφωση ενός φιλελεύθερου κοινού. Αυτή η μορφή όμως ζει υπό δυσεύρετες πολιτισμικές και κοινωνικές προϋποθέσεις. Αυτές περιλαμβάνουν ένα ολόκληρο σύστημα θεσμών, αλλά κυρίως την ύπαρξη μιας δημοσιογραφίας που επαγρυπνεί, αξιόπιστων μέσων επικοινωνίας και ενός μαζικού τύπου ικανού να προσανατολίζει το ενδιαφέρον της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών προς τα λίγα θέματα που είναι σημαντικά για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. 
Περιλαμβάνουν επίσης ένα κοινό που ενδιαφέρεται για την πολιτική, καλά μορφωμένο, εκπαιδευμένο στη συγκρουσιακή διαδικασία διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, ένα κοινό που διαθέτει χρόνο για να διαβάζει τις ανεξάρτητες και ποιοτικές εφημερίδες. Σήμερα αυτή η υποδομή δεν είναι πλέον ακέραιη. Ο κατακερματισμός που προκαλεί το διαδίκτυο έχει περιθωριοποιήσει τον ρόλο των παραδοσιακών μέσων, τουλάχιστον στις νεότερες γενιές. 
Ηδη προτού εκδηλωθούν οι κεντρόφυγες και διαλυτικές τάσεις των νέων μέσων, η αποδιάρθρωση του πολιτικού κοινού είχε αρχίσει με την εμπορευματοποίηση της δημόσιας προσοχής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, με την αποκλειστική κυριαρχία της ιδιωτικής τηλεόρασής τους, είναι ένα προειδοποιητικό παράδειγμα. Στο μεταξύ, τα νέα μέσα επιδιώκουν μια πολύ πιο δόλια εμπορευματοποίηση. Ο στόχος δεν είναι ευθέως η προσοχή των καταναλωτών, αλλά η οικονομική εκμετάλλευση των ιδιωτικών προφίλ των χρηστών. Από τους «πελάτες», χωρίς αυτοί να το συνειδητοποιούν, κλέβουν τα προσωπικά τους δεδομένα, έτσι ώστε να μπορούν να τους χειραγωγούν καλύτερα, μερικές φορές ακόμη και για πολιτικά «μαφιόζικους» σκοπούς, όπως μάθαμε πρόσφατα από το σκάνδαλο του Facebook. 

• Δεν νομίζετε ότι το διαδίκτυο, πέρα από τα αναμφισβήτητα πλεονεκτήματά του, ευνόησε μια νέα μορφή αναλφαβητισμού; 

Εννοείτε τις πομφόλυγες και τα fake news των tweets του Ντόναλντ Τραμπ. Δεν μπορούμε καν να πούμε ότι αυτό το πρόσωπο είναι κάτω από το επίπεδο πολιτικής κουλτούρας της χώρας του. Απλώς αυτός καταστρέφει διαρκώς αυτό το επίπεδο. Ωστόσο, από την εφεύρεση της τυπογραφίας, που κατέστησε όλα τα πρόσωπα δυνητικούς αναγνώστες, χρειάστηκαν αιώνες προκειμένου να μάθει να διαβάζει όλος ο πληθυσμός. 
Το διαδίκτυο, που μας μετατρέπει όλους σε δυνητικούς συγγραφείς, υπάρχει εδώ και λίγες δεκαετίες. Είναι πιθανό με τον καιρό να μάθουμε να διαχειριζόμαστε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με πολιτισμένο τρόπο. Το διαδίκτυο έχει ήδη ανοίξει εκατομμύρια χρήσιμους ιστότοπους, όπου είναι δυνατό να ανταλλάσσονται αξιόπιστες πληροφορίες και τεκμηριωμένες γνώμες. 
Σκεφτείτε τα blogs επιστημόνων που εντατικοποιούν με αυτόν τον τρόπο την ακαδημαϊκή τους εργασία, αλλά και τους πάσχοντες από μια σπάνια ασθένεια που επικοινωνούν με άλλους ομοιοπαθείς από τη μια ήπειρο στην άλλη, για να βοηθηθούν με την ανταλλαγή συμβουλών και εμπειριών. Πρόκειται αναμφίβολα για σημαντικά επικοινωνιακά πλεονεκτήματα, που δεν χρησιμεύουν μόνο για να αυξάνουν την ταχύτητα των συναλλαγών και της κερδοσκοπίας στις χρηματιστηριακές αγορές. 
Το διαδίκτυο αυτό καθεαυτό είναι μια πρόοδος. Με την επινόηση της γραφής γεννήθηκαν αναπτυγμένοι πολιτισμοί, με την επινόηση της τυπογραφίας η προτεσταντική Μεταρρύθμιση, η γενική εκπαίδευση και η αστική δημόσια σφαίρα. Είμαι πολύ γέρος για να κρίνω την πολιτισμική ώθηση που θα πυροδοτήσουν τα νέα μέσα. Αυτό που με ενοχλεί είναι το γεγονός ότι αυτή είναι η πρώτη μιντιακή επανάσταση στην ιστορία της ανθρωπότητας που υπηρετεί κυρίως οικονομικούς και όχι πολιτισμικούς σκοπούς. 

• Ποια ίχνη απομένουν από την παλιά μαρξιστική σας ένταξη; Ο Γιούργκεν Χάμπερμας θεωρεί ακόμα τον εαυτό του αριστερό; 

Η πολιτική οικονομία δεν είναι το θέμα των ερευνών μου, αλλά εργάστηκα και πάλεψα υποστηρίζοντας αριστερές θέσεις στο πανεπιστήμιο και στη δημόσια σφαίρα επί εξήντα πέντε χρόνια. 
Αν εδώ και είκοσι πέντε χρόνια υποστηρίζω μια πολιτική εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, το κάνω με την ιδέα ότι μόνον αυτό το ηπειρωτικό καθεστώς θα μπορούσε σοβαρά να αποκτήσει τη δύναμη να δαμάσει έναν καπιταλισμό που έχει γίνει άγριος. 
Δεν εγκατέλειψα ποτέ την κριτική του καπιταλισμού, αλλά διατηρούσα πάντα την επίγνωση ότι οι γενικευτικές διαγνώσεις της εποχής μας, που διατυπώνονται μάλιστα αβασάνιστα, δεν αρκούν. Δεν είμαι ένας από εκείνους τους διανοούμενους που πυροβολούν χωρίς να σκοπεύουν. 

• Βρίσκω θαυμαστή τη δική σας υπεράσπιση του «συνταγματικού πατριωτισμού». Με αυτή την έννοια εσείς θεωρείτε τον εαυτό σας πατριώτη; 

Αισθάνομαι πατριώτης μιας χώρας η οποία, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, επιτέλους εγκαθίδρυσε μια σταθερή δημοκρατία και στη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών πολιτικής πόλωσης εδραίωσε μια φιλελεύθερη πολιτική κουλτούρα. Το λέω με δισταγμό και το κάνω για πρώτη φορά, αλλά με αυτή την έννοια είμαι ένας Γερμανός πατριώτης. 
Θα μου προξενούσε έκπληξη αν, στο εξωτερικό, δεν αναγνωριζόμουν εκ πρώτης όψεως ως ένα προϊόν της γερμανικής κουλτούρας, με τη δική μου διανοητική σφραγίδα και όλες τις πνευματικές μου συνήθειες. Είμαι μάλιστα υπερήφανος γι’ αυτή την κουλτούρα, όταν η δεύτερη ή η τρίτη γενιά Τούρκων, Ιρανών, Ελλήνων ή όποιας άλλης εθνικής προέλευσης μεταναστών εμφανίζονται ξαφνικά στη δημόσια σφαίρα ως οι μεγαλύτεροι σκηνοθέτες, δημοσιογράφοι και τηλεοπτικοί παρουσιαστές, ως οι πιο ικανοί ηγέτες και γιατροί ή οι καλύτεροι συγγραφείς, πολιτικοί, μουσικοί ή δάσκαλοι. 
Πρόκειται για μια χειροπιαστή απόδειξη της δύναμης και της αναγεννητικής ικανότητας της κουλτούρας μας. Μια κουλτούρα παραμένει ζωντανή μόνον όσο πείθει τις μελλοντικές γενιές ότι αξίζει τον κόπο να οικειοποιηθούν ερμηνευτικά το παρελθόν και να την προεκτείνουν στο μέλλον. 

• Παίρνοντας υπόψη μας τις αμοιβαίες αδιαλλαξίες, έχουμε μια (νέα) σύγκρουση πολιτισμών; 

Νομίζω ότι αυτή είναι μια εντελώς εσφαλμένη θέση. Οι αρχαιότεροι και ισχυρότεροι πολιτισμοί διαμορφώθηκαν από τη μεταφυσική και από τις παγκόσμιες θρησκείες, που μελέτησε ο Μαξ Βέμπερ. 
Ολοι τους διέθεταν ένα οικουμενικό δυναμικό και επομένως ασπάζονταν το άνοιγμα και τη συμπερίληψη. Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός είναι ένα νεότερο φαινόμενο και ανάγεται στον κοινωνικό ξεριζωμό που συντελέστηκε -και συνεχίζεται ακόμα- εξαιτίας της αποικιοκρατίας, της αποαποικιοποίησης και της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. […] 

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

«Η ωριμότητα είναι το παν»: Μια συνέντευξη με τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι




Μια παλιά συζήτηση του Παύλου Νεράντζη με τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, τον μεγάλο Ιταλό σκηνοθέτη που έφυγε σήμερα από τη ζωή.

Είχα δει σχεδόν όλες τις ταινίες του ακόμη την εποχή που βρισκόμουν στην Ιταλία. Κάποτε τον είχα συναντήσει στη Μπολόνια και πολλά χρόνια αργότερα στη Θεσσαλονίκη. Αυτό που ξεχωρίζει στην κινηματογραφική του ματιά είναι ο λυρισμός, η διεισδυτικότητα και η κοινωνική κριτική. Οι πρωταγωνιστές του πάντα βρίσκονται μπροστά σε ρήξεις, προσωπικές ή/και πολιτικές και κοινωνικές. Είναι ο μοναδικός Ιταλός σκηνοθέτης που έλαβε βραβείο Όσκαρ σκηνοθεσίας. Το 2007 βραβεύτηκε στη Βενετία και το 2011 στις Κάννες.
Σήμερα, διαβάζοντας την είδηση του θανάτου του, θυμήθηκα αυτήν την παλιά, αλλά πάντα επίκαιρη συζήτηση, που έγινε στα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Ο Μπερτολούτσι μιλά για τη ζωή του, το έργο του, για τον Παζολίνι και τον Φελίνι, για την τηλεόραση και τη σύγχρονη κοινωνία. «Βαδίζουμε -λέει ο Μπερτολούτσι- σε μια κοινωνία τρομακτική, όπου θα κυριαρχεί ο ένας και μοναδικός πολιτισμός».

  • Τι είναι για εσάς το σινεμά; Τι σηματοδοτούν οι ταινίες σας; 

Κάνω ταινίες, γιατί δεν ξέρω ούτε να τραγουδώ, ούτε να χορεύω. Η μηχανή λήψης είναι ένα όργανο γνώσης. Είναι τρόπος για να γνωρίσεις τον κόσμο, να σκεφτείς. Οι ταινίες μου είναι κατά κάποιο τρόπο αποσπάσματα της ζωής μου. Άρχισα να κάνω ταινίες το 1962, πέρασαν 34 χρόνια, σκηνοθέτησα 13 ταινίες και από την αρχή είχα αυτή την αίσθηση. Οι ταινίες μου με βοήθησαν να γνωρίσω, να αγαπήσω, να εμβαθύνω σε διαφορετικές κουλτούρες. Το σινεμά με πήγε στην Κίνα, τη Σαχάρα, στο Νεπάλ, με πήγε παντού. 

  • Κάποτε είχατε πει σε μια συνέντευξη που παραχωρήσατε ότι «ο χρόνος των ταινιών μου μοιάζει με το χρόνο των ονείρων. Το σινεμά είναι φτιαγμένο από το υλικό των ονείρων». Βλέποντας, ωστόσο τις ταινίες σας διαπίστωσα ότι αναφέρονται στην πραγματικότητα. Χρησιμοποιούν τη γλώσσα της πραγματικότητας και ασκούν μάλιστα έντονη κριτική στην κοινωνία, την ιστορία. 

Όταν μία μηχανή λήψης μπαίνει μπροστά σ΄ ένα γεγονός, περιγράφει την πραγματικότητα. Συνεπώς ο κινηματογράφος είναι κατά κάποιο τρόπο η γλώσσα της πραγματικότητας. Ο Παζολίνι έλεγε ακριβώς αυτό: «Η πραγματικότητα χρησιμοποιεί το σινεμά για να εκφραστεί. Αυτό ισχύει και στη σχέση του κινηματογράφου με τον ηθοποιό. Κατ΄αρχήν υπάρχει ένα πρόσωπο που περιγράφεται στο σενάριο και στη συνέχεια ο ηθοποιός καλείται να υποδυθεί αυτόν το ρόλο. 
Εκείνο που επιχειρώ να κάνω είναι να αναμείξω, να συνδέσω το περιγραφόμενο πρόσωπο με την προσωπικότητα του ηθοποιού. Για να γίνω κατανοητός θα σας αναφέρω ένα παράδειγμα. Γυρνάμε μία εξωτερική σκηνή. Έχει ήλιο. Περνά ένα σύννεφο και το φως αλλάζει. Αυτό μ΄ αρέσει. Αυτό που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή. Το απρόβλεπτο. Εάν ένας ηθοποιός φθάσει το πρωί, μετά από μία τρελή νύχτα με κουρασμένο πρόσωπο, αντί να τον μακιγιάρω, χρησιμοποιώ εκείνο το κουρασμένο πρόσωπο. Μπορεί ένα σενάριο να το έχω σκεφτεί και να το έχω επεξεργαστεί πάμπολλες φορές, αλλά μ΄ αρέσει να αναδεικνύω το απρόβλεπτο.  

  • Μιλήσατε για τον Παζολίνι, ένα μεγάλο σκηνοθέτη. Στα πρώτα σας βήματα, ποιος ήταν ο πνευματικός πατέρας, ο δάσκαλος ; 

Υπάρχει ένας πατέρας-ποιητής που ζει στη Ρώμη, 85 ετών, πολύ αγαπητός σ΄ όλη την Ιταλία. Και μετά, υπάρχουν κι άλλοι «πατέρες». Ο πρώτος δάσκαλός μου στον κινηματογράφο ήταν ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Ήμουν βοηθός του σε ηλικία 20 ετών. Κοντά του ανακάλυψα το σινεμά. Ο Πιέρ Πάολο προερχόταν από τη λογοτεχνία, δεν ήταν κινηματογραφιστής, όπως ήμουν εγώ. Ο Παζολίνι επινοούσε, ανακάλυπτε το σινεμά. ΄Όταν τον έβλεπες να κάνει travelling, ήταν σαν να παρακολουθούσες την ανακάλυψη του carello. 

  • Εργαστήκατε αρκετά κοντά στον Παζολίνι. 

Η πρώτη μου ταινία έγινε από μια ιδέα του Παζολίνι. Όταν αποφάσιζε να κάνει ένα πρώτο πλάνο, δεν το έκανε γιατί του το επέβαλε ο κινηματογράφος. Σου έδινε την εντύπωση ότι ανακάλυπτε το πρώτο πλάνο, ότι εκείνη τη στιγμή γεννιόταν το σινεμά. 

  • Θέλω να μου πείτε με δύο λόγια τι αντιπροσωπεύει, τι εκφράζει για σας η κάθε ταινία σας. Ξεκινώντας από την «Πριν την Επανάσταση» του 1964 και την «Αγωνία» και… φθάνοντας μέχρι την «Κλεμμένη Ομορφιά». 

Το πρώτο φιλμ το σκηνοθέτησα το ΄62. Ήταν ο «Βίαιος θάνατος». 

  • Αρχίσατε να κάνετε ταινίες, να γράφετε σενάρια σε ηλικία 13 ετών, όταν σταματήσατε να γράφετε ποιήματα. 

Έγραφα ποιήματα, αλλά κάποια στιγμή κατάλαβα ότι η ποίηση ανήκει στον πατέρα μου. Το «Πριν την Επανάσταση» είναι μία αυτοβιογραφική ταινία, που οφείλει να κάνει κάθε σκηνοθέτης στα πρώτα του βήματα. Είναι η ιστορία ενός νέου που έχει την ηλικία, που είχα εγώ τότε, με αστική καταγωγή, κομμουνιστής, «διασπασμένος» ανάμεσα στην καρδιά και τη λογική, ερωτευμένος με τη θεία του. Η ιστορία ενός νέου, όπως ήταν οι νέοι της δεκαετίας του ΄60. Έτσι επιχείρησα να εξωτερικεύσω τα προσωπικά μου βιώματα. Στη συνέχεια πέρασα μια μακρά περίοδο απραξίας. Ήθελα να βάλω βόμβες στους κινηματογράφους, γιατί δεν μου επέτρεπαν να κάνω ταινίες. Μισούσα τον εμπορικό κινηματογράφο. Ήταν η δεκαετία του ΄60. Ωραία χρόνια. Τότε άλλαξε το σινεμά. Έγινε επανάσταση στον κινηματογράφο, όπως έγινε στη μουσική και στις άλλες τέχνες. 

  • Ήταν η εποχή που κυριαρχούσαν οι ιδεολογίες σ΄ όλους τους τομείς της τέχνης. 

Κυριαρχούσε το πάθος της πολιτικής. Η ανάγκη να αλλάξουν όλα. Το ίδιο μήνυμα δίνεται και στην ταινία «Ο Σωσίας» το ΄68, που αναφέρεται στους νέους και στα συνθήματα της εποχής. Μία ταινία που βασίζεται σ΄ ένα διήγημα του Ντοστογιέφσκι, τον «Σωσία». Ακολουθεί «Η Στρατηγική της Αράχνης», που βασίζεται στο διήγημα του Μπόρχες και συμπίπτει με την εποχή που άρχισα να κάνω ψυχανάλυση.

  • Γνωρίζω ότι κάνατε για αρκετό καιρό ψυχανάλυση. 

Έκανα, πράγματι, για πολύ καιρό. Δεν θέλω να πω για πόσο. Ντρέπομαι…. Όταν σκηνοθέτησα τη «Στρατηγική της Αράχνης», ένιωσα ν΄ ανοίγομαι, καθώς αντιλήφθηκα ότι ο κινηματογράφος δεν είναι μόνο μέσο έκφρασης, αλλά και επικοινωνίας. Είναι η ιστορία ενός νέου, που επιστρέφει στο χωριό του, εκεί όπου ζούσε ο πατέρας του, ήρωας του αντιφασιστικού αγώνα και ανακαλύπτει την αλήθεια σχετικά με το θάνατό του. Είχε δολοφονηθεί από φασίστες, αν και στην πραγματικότητα, όπως διαπίστωσε στη συνέχεια, ο πατέρας του ήταν ήρωας και προδότης. Είχε προδώσει για να γίνει ήρωας. Είναι μία ταινία στην οποία η φυσιογνωμία τους πατέρα προσεγγίζεται από μία ψυχαναλυτική, φροϋδική σκοπιά. 

  • Ακολουθεί ο «Κονφορμίστας»…. 

Η ταινία στηρίζεται σ΄ένα ρομάντζο του Μοράβια, με χρονικό σημείο αναφοράς, τη δεκαετία του ΄30, κατά την οποία η φυσιογνωμία του πατέρα είναι ισχυρή. Ο «Κονφορμίστας» είναι ένα πρόσωπο που αισθάνεται τόσο διαφορετικό ώστε κάποια στιγμή θέλει να εξομοιωθεί με τους άλλους, που είναι φασίστες, γίνεται ο ίδιος φασίστας για να «πνίξει» την αίσθηση του διαφορετικού, που βιώνει. Ακολούθησε το «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι», μία ταινία που απαγορεύτηκε στην Ιταλία, μετά από τρεις μήνες προβολής, στη διάρκεια των οποίων έσπασε ρεκόρ στις πωλήσεις εισιτηρίων. Απαγορεύτηκε για 15 χρόνια, από το 1973 έως το 1987, γεγονός που με λύπησε ιδιαίτερα. Στην ταινία αυτή περιγράφεται η σχέση ενός άνδρα και μιας γυναίκας, που θέλουν να επικοινωνήσουν, έξω από την κοινωνική τους ταυτότητα. Έτσι αναζητούν μια καθαρότητα στην επικοινωνία τους. Η ταινία είχε χαρακτηριστεί σκανδαλώδης, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ρομαντική. Δύο άνθρωποι, ο Μάρλον Μπράντο και η Μαρία Σνάιντερ, συναντιούνται σ΄ ένα κενό δωμάτιο, κάνουν έρωτα και αποφασίζουν να ξανασυναντηθούν χωρίς να πουν ούτε τα ονόματά τους, ούτε ποιοι είναι. Κρατούν μυστικές τις ταυτότητές τους ώστε να επιτρέψουν μια ζωώδη επικοινωνία μεταξύ τους για να πετύχουν την καθαρότητα στη σχέση τους. 

  • Ακολούθησε το «1900» μετά από μία περίοδο σιωπής. 

Όχι και μεγάλη. Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Άλλωστε για το «1900» εργάστηκα πολύ τόσο στη φάση της προετοιμασίας όσο και της υλοποίησης. Η ταινία αναφερόταν στη γέννηση του σοσιαλισμού, του κομμουνισμού στην περιοχή μου, στην Εμίλια. Ήταν ένα επικό φίλμ, που το σκηνοθέτησα, γιατί ήθελα να θυμίσω στον κόσμο ότι οι παππούδες μας, δούλευαν, περπατούσαν, διασκέδαζαν, ζούσαν σ΄έναν τόπο, όπου η αγροτική κουλτούρα ήταν πλουσιότατη. Μία κουλτούρα, έναν πολιτισμό, που τη δεκαετία του ΄60 είχαμε αρχίσει να τον ξεχνούμε. Ήθελα λοιπόν, να αγωνιστών, ενάντια σ΄αυτήν τη λήθη, που σήμερα πλέον έχει λάβει τραγικές διαστάσεις, αφού το παρελθόν ακόμη και το πρόσφατο, έχει ξεχαστεί. Επόμενη ταινία μου «Το Φεγγάρι». Περνώ όπως βλέπετε, από ταινίες επικές, με πολιτικό περιεχόμενο, σε ταινίες εσωτερικές, όπως «Το Φεγγάρι», που αναφέρεται στην ιστορία μιας μητέρας και του γιου της, που έχουν μια δύσκολη σχέση… 

  • Σε κάθε περίπτωση όμως, οι ταινίες σας, δείχνουν ότι ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι είναι στρατευμένος, όπως εννοούσαν στην Ιταλία τη στράτευση των διανοουμένων στη δεκαετία του ΄70. 

Στρατευμένος; (χαμογελά)… Αντιλαμβάνομαι τι εννοείτε. Ο κινηματογράφος εκφράζει την πραγματικότητα. Στις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70, το σπουδαιότερο όχι μόνο για μένα, αλλά για όλους, ήταν η πολιτική, το πάθος που είχαμε για την πολιτική. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ. Συνεπώς άλλαξε και ο κινηματογράφος. Γιατί ο κινηματογράφος υπηρετεί την πραγματικότητα. 
Πράγματι οι ταινίες μου είναι κατά κάποιο τρόπο στρατευμένες. Με εξαίρεση όμως το «1900» που ήταν αφιερωμένο στο ΙΚΚ. (Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα), ποτέ δε σκέφθηκα ούτε και απαίτησα από το κοινό που είδε τις ταινίες μου, να ενταχθεί σε κάποιο κόμμα της αριστεράς, από την οποία και προέρχομαι. Θα ήταν μία ψευδαίσθηση. Ο κινηματογράφος είναι τμήμα ενός μεγάλου πολιτιστικού κινήματος, που είχε σημείο αναφοράς την αριστερά. «Η τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου» αναφέρεται στα «χρόνια του μολυβιού», τα χρόνια της τρομοκρατίας. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου, που δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του. Όπως εγώ και πολλοί που δεν καταλάβαιναν όσα διαδραματίζονταν την περίοδο εκείνη στην Ιταλία. 

  • Ακολούθησαν «Ο τελευταίος Αυτοκράτορας», «Ο μικρός Βούδας» και το «Εγώ χορεύω μόνη μου» (Η Κλεμμένη Ομορφιά»). Πώς εξηγείτε αυτή τη στροφή από μία ταινία στρατευμένη, μία μεγάλη παραγωγή, σε μία ταινία συναισθηματική, αν είναι σωστός ο χαρακτηρισμός; 

Η τελευταία μου ταινία είναι λυρική, ποιητική. Είναι ένα φιλμ που μ΄ εκφράζει πολύ. Εγώ έχω αλλάξει, όπως άλλαξαν και τα πρόσωπα και το σινεμά. Διακατέχομαι από ένα φόβο. Να μην επαναλαμβάνομαι. Να μην κάνω ταινίες με ίδιο ή ανάλογο περιεχόμενο. Υπάρχουν συνάδελφοι τους οποίους θαυμάζω και εκτιμώ. Αλλά από τη στιγμή που βρήκαν το δρόμο τους, επαναλαμβάνουν την ίδια ταινία, αντιγράφουν τον εαυτό τους. Εμένα μου αρέσει να ριψοκινδυνεύω, να μπαίνω σε περιπέτειες ακόμη και σε χώρες που δε γνωρίζω, όπως συνέβη λ.χ. στην Κίνα. 

  • Είπατε ότι ο κινηματογράφος, περιγράφει την πραγματικότητα. Το ίδιο όμως, κάνει και η τηλεόραση. 

Η πραγματικότητα δεν αποτυπώνεται μόνο μέσα από τη μηχανή λήψης, αλλά και από τα πρόσωπα που συμμετέχουν σ΄ αυτή. Η τηλεόραση, δυστυχώς, έχει μετατραπεί σε μία βιτρίνα, για να πουλά προϊόντα. Κυρίως η ιδιωτική τηλεόραση φρενάρισε μια εξέλιξη, αυτό που πραγματικά μπορούσε να δώσει η τηλεόραση. Η δημόσια τηλεόραση ακολούθησε τον ίδιο δρόμο λόγω του ανταγωνισμού όχι όμως προς τα πάνω, προς την ποιότητα, αλλά προς τα κάτω, την ευκολία. 

  • Η τηλεόραση, ταυτόχρονα, έδιωξε το κοινό από τις κινηματογραφικές αίθουσες. Ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος βρίσκεται σε μια φάση παρακμής. 

Φταίει η τηλεόραση και ο χολιγουντιανός κινηματογράφος. Γι΄αυτό ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος, αγωνιά, βρίσκεται σε βαθύ κώμα. 

  • Και πώς θα βγει απ΄αυτήν την κρίση; 

Ο Φελίνι, κουνώντας το κεφάλι του, έλεγε πως η τηλεόραση έχει γίνει πια ένα φυσικό γεγονός, όπως είναι η βροχή, ο άνεμος, το χιόνι. Πρέπει να την αποδεχθούμε και αν είμαστε ικανοί, να επιχειρήσουμε να την αλλάξουμε. Αντίθετα σ΄ό,τι αφορά το χολιγουντιανό κινηματογράφο, στην Ευρώπη τουλάχιστον, οφείλουμε να επιβραδύνουμε αυτό το φαινόμενο της αποικιοκρατίας. Και για έναν ακόμη λόγο. Ο πολιτισμός μεταφέρεται διαμέσου των οπτικοακουστικών μέσων. Και το σινεμά αγγίζει το θυμικό, την καρδιά του κόσμου. Θεωρώ λοιπόν, ιδιαίτερα σημαντικό να παραμείνουν οι κουλτούρες, τα ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία, η εθνική ταυτότητα κάθε λαού. Γιατί βαδίζουμε σε μια κοινωνία τρομακτική, όπου θα κυριαρχεί ο ένας και μοναδικός πολιτισμός. 

  • Εννοείτε την αμερικανική κουλτούρα. 

Την αμερικανική, που δεν είναι μόνον αμερικανική. Είναι η κουλτούρα του καταναλωτισμού. 

  • Μπορεί να μπει φραγμός, κατά τη γνώμη σας, σ΄αυτήν την τάση, φορολογώντας λ.χ. στην Ευρώπη όπως είπατε, τις παραγωγές του Χόλυγουντ; Μήπως έτσι θέτοντας «εκτός νόμου» τα πολιτιστικά προϊόντα αμερικανικής προέλευσης, τα διαφημίζουμε; 

Οι φόροι που θα εισπράττονται θα δίνονται σ΄ένα κοινό ταμείο για τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο με στόχο αφενός την ενίσχυση των δικτύων διανομής του και αφετέρου τη δημιουργία σχολών κινηματογράφου. 

  • Σε ηλικία 23 ετών επικαλεστήκατε τον Παβέζε για να πείτε ότι η «ωριμότητα είναι το παν». Σήμερα σε ηλικία 55 ετών τι λέτε; Ποιο μήνυμα θέλετε να δώσετε ως σκηνοθέτης, ως άνθρωπος της τέχνης; 

Ωριμότητα… Ίσως ήμουν πιο ώριμος τότε, στα 23 μου χρόνια, παρά σήμερα. 

  • Πράγματι; 
Αρκεί να σκεφτείτε τη λευκή γενειάδα του βασιλιά Λιρ, από τον οποίο και προέρχεται η απάντησή μου. Διότι και ο Παβέζε αναφερόταν στον Σαίξπηρ. Ο βασιλιάς Λιρ, όταν είναι πια εντελώς τρελός, λέει: «Η ωριμότητα είναι το παν».  

Πηγή: parallaximag.gr

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

Οι φασίστες θέλουν νεκρούς που πέφτουν στις επελάσεις του έθνους κι όχι στα μετερίζια της δημοκρατίας





Συνέντευξη του Χάρη Αθανασιάδη, καθηγητή για τη Δημόσια Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και το ΕΑΠ, στην Πόλυ Κρημνιώτη για την «Αυγή»

«Τα Πολυτεχνεία είναι τα αντίδοτα στη γενικευμένη υποτέλεια, τον κυνισμό και τη χαμέρπεια. Είναι οι ανατάσεις που ξαναδίνουν στις κοινωνίες αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό. Δίχως αυτά, οι κοινωνίες μαραζώνουν, πεθαίνουν πνευματικά» λέει ο ιστορικός Χάρης Αθανασιάδης καθώς συζητάμε για την εξέγερση του '73. Με τη γνώση και την απόσταση των 45 χρόνων που μεσολάβησαν από τότε, ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και διευθυντής του Μεταπτυχιακού του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου για τη Δημόσια Ιστορία, το έργο του οποίου επικεντρώνεται στην ιστορία της εκπαίδευσης και του εργατικού κινήματος καθώς και τη Δημόσια Ιστορία, μας βοηθάει να δούμε τις πολλαπλές προσλήψεις και χρήσεις της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Μιλάει για την αμφισβήτησή του από την Ακροδεξιά, για την αδυναμία της Δεξιάς να ενσωματώσει τη μνήμη του στην ταυτότητά της αλλά και για τις αναθεωρητικές απόψεις που εκφράζονται, όπως και για την επίδραση του ιστορικού γεγονότος στη διαμόρφωση πολλαπλών ταυτοτήτων στον χώρο της Αριστεράς. Εξηγεί πώς ένα πολιτικό γεγονός έγινε σχολική γιορτή αλλά και γιατί η ιστορική κοινότητα, εν πολλοίς, δεν έχει ακόμα καταπιαστεί μ' αυτό.

Η Άκρα Δεξιά ισχυρίζεται πως δεν υπήρξαν νεκροί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ποιο είναι το νόημα μιας τέτοιας αμφισβήτησης; 

Οι ιδανικοί νεκροί, αυτοί που έδωσαν τη ζωή τους για έναν ευρύτερο, μη ιδιοτελή σκοπό, βρίσκουν μια διακριτή θέση στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων και, υπό ορισμένες συνθήκες, αποκτούν συμβολική δύναμη ικανή να συντηρήσει κινήματα ή να δημιουργήσει νέα. Οι φασίστες το ξέρουν καλά αυτό, τα φασιστικά κινήματα λάτρευαν τον θάνατο, θέλουν νεκρούς, μα θέλουν όσους πέφτουν στις επελάσεις του έθνους κι όχι στα μετερίζια της δημοκρατίας. Το πρόβλημα της εγχώριας Άκρας Δεξιάς είναι ακριβώς αυτό, ότι, για περισσότερο από μισό αιώνα τώρα, δεν έχει να επιδείξει δικούς της νεκρούς, ήρωες που έπεσαν για τους δικούς της σκοπούς. Οι πολιτικοί τους πρόγονοι -οι πιο πρόσφατοι, όσοι στελέχωσαν τη δικτατορία των συνταγματαρχών- όχι μόνο δεν τους κληροδότησαν με ηρωικές μορφές, αλλ’ αντιθέτως παρήγαγαν με τη βάναυση και απελέκητη πολιτική τους τους ήρωες της δημοκρατίας. Μπροστά στο πρόβλημα, οι επίδοξοι γκαιμπελίσκοι δοκίμασαν να ισοφαρίσουν εξαφανίζοντας τους νεκρούς του Πολυτεχνείου. Βασίστηκαν ίσως στη μεταμοντέρνα συνθήκη και τη διαδικτυακή ελαφρότητα που επιτρέπουν την εύκολη και ευρεία διάδοση ατεκμηρίωτων ισχυρισμών. Ανόητη προσπάθεια. Αφενός διότι η ίδια η δικτατορία είχε από τότε αναγνωρίσει την ύπαρξη 11 νεκρών και πάνω από 100 τραυματιών (εφ. Μακεδονία, 20.11.1973), αφετέρου διότι η επισταμένη ιστορική έρευνα και συγκεκριμένα ο ιστορικός Λεωνίδας Καλλιβρετάκης του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, ήδη βεβαίωσε έναν κατάλογο 24 νεκρών και αναζητεί στοιχεία για τουλάχιστον 16 ακόμη. 

Ωστόσο, εκτός από την Άκρα Δεξιά, και η λεγόμενη φιλελεύθερη Δεξιά ουδέποτε ενσωμάτωσε στην ταυτότητά της τη μνήμη του Πολυτεχνείου. Τελευταία μάλιστα, ακουμπάει τα όρια του αναθεωρητισμού, με απόψεις που αμφισβητούν και την ιστορική σημασία και την αξία της μνήμης του Πολυτεχνείου. 

Πράγματι, θα περίμενε κανείς πως η μεταπολιτευτική Δεξιά δεν θα είχε πρόβλημα να αγκαλιάσει το Πολυτεχνείο, εφόσον τα κεντρικά διακυβεύματα και τα κεντρικά συνθήματα της εξέγερσης ήταν η Ελευθερία και η Δημοκρατία, αξίες στις οποίες ομνύει και η φιλελεύθερη παράδοση. Αλλά, ως φαίνεται, η εγχώρια Δεξιά, παρά τις προσπάθειες του ιστορικού της ηγέτη να τη μεταμορφώσει σε ευρωπαϊκή, δεν κατάφερε να ξεκόψει ουσιωδώς από το σκοτεινό της παρελθόν. Φάνηκε αυτό ήδη από το 1974, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όρισε τις πρώτες βουλευτικές εκλογές ακριβώς στις 17 Νοεμβρίου, ώστε να αποτρέψει τη διαφαινόμενη εκδίπλωση της πρώτης επετείου. Οι πρώτες εκείνες προσπάθειες δεν απέδωσαν και η Δεξιά αναγκάστηκε για δεκαετίες να παρακολουθεί αμήχανη και απολογητική την ηγεμονία της Αριστεράς στη συλλογική μνήμη και στις δημόσιες τελετουργίες της εξέγερσης. Τα τελευταία χρόνια, όμως, εκτιμώντας προφανώς πως η γοητεία του Πολυτεχνείου ξεθώριασε, οι φιλελεύθεροι στοχαστές καταγίνονται να στιγματίσουν και να απαξιώσουν τόσο τις επετειακές εκδηλώσεις, όσο και κυρίως το ίδιο το ιστορικό γεγονός. Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, για παράδειγμα, σε παλιότερο άρθρο του στην Καθημερινή διατείνεται πως τη χούντα «δεν την έριξε καμιά λαϊκή εξέγερση», αλλά οι «καταστάσεις που η ίδια δημιούργησε» (εννοώντας το Κυπριακό) και λοιδορεί τους πολλούς που «στο Πολυτεχνείο γιορτάζουν χωρίς να ξέρουν τι γιορτάζουν». Ωστόσο, ο κάθε Θεοδωρόπουλος σφάλλει περισσότερο από τον «αμαθή» που νομίζει πως η χούντα έπεσε το '73. Πρώτον, διότι πράγματι η αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν στην πτώση ξεκίνησε από το Πολυτεχνείο - ειδάλλως, θα ολοκληρωνόταν πιθανότατα ο κατ’ ευφημισμόν εκδημοκρατισμός που δρομολόγησε ο Παπαδόπουλος και, ακολούθως, η μακρά μαθητεία της κοινωνίας στην ανάπηρη ελευθερία. Δεύτερον, διότι τα Πολυτεχνεία είναι τα αντίδοτα στη γενικευμένη υποτέλεια, τον κυνισμό και τη χαμέρπεια· είναι οι ανατάσεις που ξαναδίνουν στις κοινωνίες αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό - δίχως αυτά, οι κοινωνίες μαραζώνουν, πεθαίνουν πνευματικά. 

Αντίθετα με τη Δεξιά, η Αριστερά φαίνεται να συνομιλεί με τη μνήμη του Πολυτεχνείου με πολλούς τρόπους. Πώς το Πολυτεχνείο επέδρασε στη διαμόρφωση ταυτοτήτων στο χώρο της Αριστεράς; 

Το Πολυτεχνείο, τόσο ως ιστορικό γεγονός όσο και ως μνήμη, αναφορά και ετήσια τελετουργία, αξιοποιήθηκε πολλαπλά απ’ όλες τις συνιστώσες της Αριστεράς. Αρχικά, οι τότε βασικές εκδοχές της, το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτερικού, είναι αλήθεια πως στάθηκαν καχύποπτα απέναντι στις εξελίξεις που τους ξεπερνούσαν. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν πως το ΚΚΕ Εσωτερικού, πριν ξεκινήσει η εξέγερση, έβλεπε στο σχέδιο Μαρκεζίνη, το σχέδιο για μερικό και ελεγχόμενο εκδημοκρατισμό, μια κάποια διέξοδο από τη δικτατορία. Γνωρίζουν, επίσης, πως η Αντι-ΕΦΕΕ, η «μετωπική» οργάνωση του ΚΚΕ στον φοιτητικό χώρο, κατήγγειλε τους ανένταχτους του Πολυτεχνείου ως προβοκάτορες και πράκτορες του καθεστώτος. Αρκετά στελέχη τους, ωστόσο, είχαν αυτονομηθεί ευθύς εξαρχής και συνεισέφεραν πολλαπλά στη δυναμική της εξέγερσης. Στη Μεταπολίτευση, οι αρχικές αμφιθυμίες ξεχάστηκαν και οι νεολαίες των δυο κομμάτων, η ΚΝΕ και ο Ρήγας, ανταγωνίζονταν για το ποιος ερμηνεύει πιο αυθεντικά ή πιο δημιουργικά το πνεύμα του Πολυτεχνείου. Για τις πιο ακραίες εκδοχές της Αριστεράς, το Πολυτεχνείο λειτούργησε ως κεντρικό συγκροτητικό γεγονός. 
Ο αναρχικός χώρος στις ουρές της πορείας πρωτοεμφανίστηκε, οι ποικιλώνυμες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς εκεί πρωτίστως επεδείκνυαν τον δυναμισμό τους, σχεδόν πάντα σε αντιπαράθεση με το ΚΚΕ, κι αυτή ακόμα η πλέον μακρόβια τρομοκρατική οργάνωση, η 17 Ν, απ’ την εξέγερση θέλησε ν’ αντλήσει νομιμοποίηση. Με δυο λόγια, το Πολυτεχνείο, ήδη από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, έπαψε να είναι ιστορικό γεγονός, αναδείχθηκε σε σύμβολο της επαναστατικής κουλτούρας και οι πολλαπλές ερμηνείες του σε δομικά υλικά για τη συγκρότηση ιδεολογικών ταυτοτήτων. Στη διαδικασία αυτή, η οποία ενέχει πολλαπλές διαστάσεις, όχι μόνο πολιτικές αλλά και ψυχολογικές, κάποιοι αναγορεύουν εαυτούς σε θεματοφύλακες της μνήμης του Πολυτεχνείου. Προχθές μόλις είχαμε ένα ακόμα τέτοιο κρούσμα. Πενήντα μέλη της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς απέκλεισαν την είσοδο του Πολυτεχνείου και εμπόδισαν την αντιπροσωπεία του ΣΥΡΙΖΑ να αποτίσει τιμές στους πεσόντες. Η ολοκληρωτική κουλτούρα δεν είναι ξένη σε ορισμένες συνιστώσες της Αριστεράς. 

Όπως σωστά είπατε, παρά τα εμπόδια η επέτειος του Πολυτεχνείου τελικά επιβλήθηκε, έγινε πορεία και σχολική γιορτή. Πώς, αλήθεια, χώρεσε μια πολιτική γιορτή σε ένα θεσμό όπως το σχολείο που κατά κανόνα γιορτάζει θρησκευτικά και εθνικά αφηγήματα και κατά πόσο επιτελεί τον ρόλο της; 

Αυτό είναι στ’ αλήθεια αξιοσημείωτο. Όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα. Ούτε στις χώρες της Ιβηρικής που υπέστησαν μακρόχρονες δικτατορίες - ίσως ακριβώς επειδή διήρκεσαν δεκαετίες και οι μεταβάσεις στη δημοκρατία έγιναν δίχως εξεγέρσεις, δίχως τομή και κάθαρση. Μόνο αν δούμε την πρώτη Μεταπολίτευση ως έναν δικό μας Μάη του '68 μπορούμε να το εξηγήσουμε. Διότι, όπως η πορεία, έτσι και η σχολική γιορτή επιβλήθηκε στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια από μαχητικές μαθητικές νεολαίες - αρχικά σε λύκεια των πόλεων, αλλού με συγκρούσεις κι αλλού με τη διακριτική συναίνεση των καθηγητών. Έτσι, ωσότου η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ θεσμοθετήσει τη σχολική γιορτή, το 1981, η επέτειος του Πολυτεχνείου γιορταζόταν ήδη ακόμα και στις επαρχιακές κωμοπόλεις, όπως στο Λύκειο Φαρκαδόνας όπου τότε ήμουν μαθητής. Υπάρχει ένα ερώτημα κατά πόσο η σχολική αυτή γιορτή επιτελεί τον σκοπό της -την ανάδειξη της Δημοκρατίας σε αγαθό που αξίζει διαρκώς να προασπίζουμε- τώρα που πλέον δεν υφίσταται μαθητικό κίνημα. Νομίζω πως η απάντηση ποικίλλει ανάλογα με την έγνοια και το μεράκι των δασκάλων. Έχω παραστεί σε έξοχες διοργανώσεις που μεταδίδουν την αίσθηση και το πνεύμα της αντίστασης στην αυθαίρετη εξουσία και σε άλλες που βουλιάζουν στην αδιαφορία και τη βαρεμάρα. Κι εδώ, οι πρακτικές της Δημόσιας Ιστορίας μπορούν να συνεισφέρουν πολλαπλά: Να δώσουν ιδέες και να παραγάγουν υποδείγματα. 

Πορεία και σχολική γιορτή, λοιπόν, παγιώθηκαν και άντεξαν μέχρι σήμερα. Όμως πόσο ανταποκρίνονται στην αξία του ιστορικού γεγονότος και πόσο προσαρμόζονται στο πνεύμα των καιρών; Είναι το Πολυτεχνείο ζώσα ιστορία ή αποστεωμένη; 

Είναι αρκετοί εκείνοι, από δεξιά και αριστερά, που διατείνονται πως η πορεία του Πολυτεχνείου στερείται πλέον νοήματος. Μια ευαίσθητη, μελαγχολική Αριστερά θλίβεται με την απώλεια της θέρμης των πρώτων ετών, με τις πολλαπλές «στρεβλώσεις» του αρχικού νοήματος ή με το «εμπόριο» ιδεών και τους κενούς λόγους των επισήμων. Η Δεξιά δεν θα είχε καμιά αντίρρηση να τελειώνουμε με όλα τούτα και να επιστρέψουμε όλοι στην ηρεμία της οικογενειακής ζωής ή στις μάχες της παραγωγής και της κατανάλωσης. Κι η Άκρα Δεξιά θα προτιμούσε, βέβαια, να βλέπει τους νέους στα εθνικιστικά συλλαλητήρια για τη Μακεδονία ή τη Βόρειο Ήπειρο κι όχι στην πορεία του Πολυτεχνείου ή τα κοινωνικά κινήματα. Όμως, η επέτειος ενός σημαντικού ιστορικού επεισοδίου διατηρεί τη συμβολική και παιδαγωγική του αξία ακόμη κι όταν χάνει την πρώτη του φρεσκάδα - κι άλλωστε τίποτε δεν αποκλείει, αν η συγκυρία το επιβάλει, μια βαριεστημένη τελετουργία να αποκτήσει αίφνης ζωντάνια και νόημα, όλοι μας άλλωστε θυμόμαστε ήδη δυο - τρεις απροσδόκητα ξεχωριστούς Νοέμβρηδες. Δε βλέπω επίσης γιατί ορισμένοι φιλελεύθεροι ενοχλούνται αφόρητα από τα «σουβλάκια» της πορείας και τον «ξύλινο» αριστερό λόγο, αλλά διόλου από τα σημαιάκια των παρελάσεων και τους μεγαλόστομους πανηγυρικούς. 

Παρ' ότι η δεκαετία του '40 φαίνεται να έχει μελετηθεί επαρκώς, το Πολυτεχνείο δεν έχει ακόμα αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής έρευνας. Η ιστορική κοινότητα φαίνεται να μην τολμά ακόμα να το αγγίξει. Γιατί; 

Διότι το συμβολικό του φορτίο είναι υπερβολικά μεγάλο. Όποιος αναμετρηθεί με την ιστορία του Πολυτεχνείου δεν έχει ν’ αντιμετωπίσει μόνο τις αρχειακές πηγές, τα εναπομείναντα ίχνη του παρελθόντος. Έχει να αναμετρηθεί με έναν τεράστιο όγκο αφηγήσεων, προσλήψεων και χρήσεων που ήδη οικοδόμησαν και παγίωσαν συγκεκριμένες εικόνες. Όπως και στον Εμφύλιο, μια Δημόσια Ιστορία για το Πολυτεχνείο γράφτηκε ήδη, ερήμην των ιστορικών, από τους πρωταγωνιστές και τους «χρήστες» των γεγονότων. Κι αυτή η Ιστορία θέτει προς ώρας εμπόδια στη συστηματική ιστορική έρευνα, υπό την έννοια πως καθοδηγεί υπερβολικά το βλέμμα του ιστορικού, επιβάλλει αδιόρατα αυτολογοκρισία ή, αντιθέτως, εξωθεί σε αδόκιμες αναθεωρήσεις. Ίσως, όπως συνέβη και με τον Εμφύλιο, οι πιο έγκυρες ιστορικές έρευνες γραφούν όταν οι γενιές που ενεπλάκησαν αποχωρήσουν από την ενεργό δράση κι έρθουν ιστορικοί με βλέμμα λιγότερο φορτισμένο και περισσότερο κριτικό και στοχαστικό. Αυτό, φυσικά, διόλου δεν σημαίνει πως η τωρινή συστηματική δουλειά στερείται νοήματος - απλώς έχει τα όριά της.

Γι' αυτό η Δημόσια Ιστορία δεν εμπλέκεται ακόμα με την 17η Νοεμβρίου 1973; Αλήθεια, πόσο και τι μπορεί να συνεισφέρει η Δημόσια Ιστορία στη μνήμη του Πολυτεχνείου; 

Για τη Δημόσια Ιστορία, το στοίχημα είναι η αλλαγή της ηγεμονικής ιστορικής κουλτούρας επί το εγκυρότερο. Υπάρχουν δύο προϋποθέσεις για να γίνει αυτό: Να έχουμε αρκετές αξιόπιστες ιστορικές μελέτες για το επεισόδιο που μας ενδιαφέρει, εν προκειμένω για την εξέγερση του Πολυτεχνείου, εντός του ιστορικού της πλαισίου, και παράλληλα ειδικές μελέτες για τις υπάρχουσες προσλήψεις και αναπαραστάσεις του γεγονότος στη δημόσια σφαίρα. Εκτιμώ πως αυτό θα γίνει σύντομα. Το ενδιαφέρον των ιστορικών για τη δεκαετία του '40 τείνει να εξαντληθεί και ήδη στρέφεται προς την Επταετία και τη Μεταπολίτευση, με μια ίσως επετειακή παρένθεση για το '21, λόγω των 200 χρόνων από την Επανάσταση. Τότε πλέον, ξεκινώντας από ασφαλείς βάσεις, θα μπορέσουμε να εκπονήσουμε πολυτροπικές αφηγήσεις, κατάλληλες για τη δημόσια σφαίρα. Κατάλληλες, δηλαδή εύληπτες, ελκυστικές και γι’ αυτό επιδραστικές. Σήμερα, λοιπόν, δεν είμαστε ακόμη έτοιμοι. Θα είμαστε όμως σίγουρα στα πενηντάχρονα της εξέγερσης.

Πηγή: Αυγή

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Διδάγματα από τις επαναστάσεις




του Θανάση Γιαλκέτση

Γεννημένος στη Νέα Υόρκη το 1935, ο φιλόσοφος Μάικλ Ουόλτσερ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους πολιτικούς στοχαστές. Στη γλώσσα μας κυκλοφορούν τα έργα του: «Περί ανεκτικότητας» (Καστανιώτης 1998), «Η ηθική εντός και εκτός των συνόρων» (Πόλις 2003), «Δίκαιοι και άδικοι πόλεμοι» (Ιωλκός 2008), «Εξοδος και επανάσταση» και «Στη σκιά του Θεού» (Αρτος Ζωής 2015 και 2018). Το ακόλουθο κείμενο είναι απόσπασμα συνέντευξης που έδωσε ο Ουόλτσερ στο ιταλικό περιοδικό «Il Mulino».

Η ιστορία των επαναστάσεων μας παραπέμπει ευθέως στο ζήτημα της ιεραρχίας. Υπάρχει μια τάση σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες να παράγουν και να αναπαράγουν την ιεραρχία. Οι επαναστάσεις ανατρέπουν ένα σύστημα ιεραρχικών σχέσεων. Αυτό ισχύει βέβαια και για την Οκτωβριανή Επανάσταση: με ποιες μορφές; 

Ο «σιδερένιος νόμος της ολιγαρχίας» του Ρόμπερτ Μίχελς θα έπρεπε ίσως να αποκαλείται «σιδερένιος νόμος της ιεραρχίας». Ολες οι κοινωνίες, εκτός από τις πιο πρωτόγονες, παίρνουν μιαν ιεραρχική μορφή –κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά. Οι ανισότητες μπορεί να είναι πελώριες ή μέτριες, μπορεί να υπάρχει μεγαλύτερη ή μικρότερη κοινωνική κινητικότητα, η πολιτική μπορεί να είναι βάναυση ή (σχετικά) ήπια. Οι επαναστάσεις καταστρέφουν μια διάταξη ιεραρχικών σχέσεων και παράγουν μιαν άλλη. Οι επαναστατικές δικτατορίες παράγουν πάντα μια ριζική ανισότητα ανάμεσα σε εκείνους που κατέχουν ισχύ και εκείνους που δεν κατέχουν. Αυτό παρήγαγε η Οκτωβριανή Επανάσταση στη Σοβιετική Ενωση. Για ένα ορισμένο διάστημα, η Επανάσταση μπορεί να παρήγαγε μεγαλύτερη οικονομική ισότητα, αλλά η δικτατορία του Κομμουνιστικού Κόμματος εγγυόταν ότι μακροπρόθεσμα η πολιτική ιεραρχία των κομματικών ηγετών, των κομματικών μελών και όλων των άλλων θα γεννούσε παράλληλα μορφές οικονομικής ανισότητας.

Ηγετική μορφή της Ρωσικής Επανάστασης ήταν ο Λένιν. Η μορφή του «lider maximo» είναι αναπόφευκτη σε μιαν επαναστατική διαδικασία ή είναι δυνατόν να σκεφτούμε την επανάσταση ως μια πρωτίστως συλλογική διαδικασία; 

Δεν νομίζω ότι όλοι οι επαναστατικοί αγώνες έχουν μια προκαθορισμένη έκβαση. Ακόμη και οι ιεραρχίες μπορεί να πάρουν πολύ διαφορετικές μορφές. Αλλά η στράτευση υπέρ της επαναστατικής δικτατορίας, υπέρ της κυριαρχίας του ενάρετου ή της πρωτοπορίας –των κατόχων της «αληθινής συνείδησης»– παράγει συνήθως, αργά ή γρήγορα, έναν δικτάτορα, έναν lider maximo, μια μορφή όπως ο Ροβεσπιέρος ή ο Στάλιν ή ο Μάο. Αντίθετα, οι Αμερικανοί επαναστάτες στρατεύτηκαν σε μορφές ρεπουμπλικανικής (όχι ακόμη δημοκρατικής) πολιτικής και δεν αναγνώρισαν ποτέ έναν lider maximo. Η Αμερικανική Επανάσταση παρήγαγε στην πράξη μιαν αστική δημοκρατία με τις ιεραρχίες της, αποφεύγοντας όμως κάθε μορφή δικτατορίας.

Εκτός από τη μορφή του Λένιν, η Ρωσική Επανάσταση είναι η επανάσταση της πρωτοπορίας, των μπολσεβίκων. Ποιοι ήταν, τι αντιπροσώπευαν και ποιο δίδαγμα μας προσφέρει, κατά τη γνώμη σας, η εμπειρία τους; 

Η θεωρία των πρωτοποριών είναι μία από τις πιο σημαντικές θεωρίες της ριζοσπαστικής ή επαναστατικής Αριστεράς. Νομίζω ότι είναι μια επικίνδυνη θεωρία. Σίγουρα κάθε επανάσταση έχει ηγέτες, αλλά μια πρωτοπορία είναι μια ηγεσία πολύ ιδιαίτερου τύπου. Τα μέλη της θεωρούν ότι γνωρίζουν την αλήθεια για την ιστορία και την κοινωνία. Εχουν υπερβεί την «ψευδή συνείδηση» των μαζών και διεκδικούν το δικαίωμα –ένα απόλυτο δικαίωμα- να ασκούν την ηγεσία και έπειτα να κυβερνούν με βάση την «αληθινή τους συνείδηση». Οταν βρεθούν στην εξουσία, δεν είναι διόλου ανεκτικοί απέναντι σε όσους δεν γνωρίζουν την αλήθεια και –σχεδόν εξ ορισμού- οι περισσότεροι από μας δεν γνωρίζουν την αλήθεια.
Ο συλλογισμός τους είναι συνεπώς ο ακόλουθος: Μας έχει γίνει μια τέτοια πλύση εγκεφάλου με μια θρησκευτική εκπαίδευση ή μέσω των καπιταλιστικών μέσων επικοινωνίας ή απλώς επειδή έχουμε ζήσει επί μακρόν υποταγμένοι, ώστε να καταλήγουμε να πιστεύουμε ότι η υποταγή είναι ο κανόνας και είναι νόμιμη. Χρειαζόμαστε επομένως εκείνους που γνωρίζουν, και αυτοί οι τελευταίοι επιμένουν να υποταχθούμε (εκ νέου) στην κυβέρνησή τους.
Οι μπολσεβίκοι υπερίσχυσαν των μενσεβίκων. Είχαν δύο διαφορετικές αντιλήψεις του πολιτικού κόμματος. Για τους μπολσεβίκους αυτό έπρεπε να είναι μια ελίτ επαγγελματιών επαναστατών, ενώ για τους μενσεβίκους έπρεπε να είναι μαζικό και να έχει συλλογική διεύθυνση. Με όρους ιστορίας της πολιτικής σκέψης, ποια ερεθίσματα μπορούμε να αντλήσουμε από την εμπειρία των μενσεβίκων; Συχνά τους παραλληλίζουν με τους Γιρονδίνους. Γιρονδίνοι και μενσεβίκοι έχουν κάτι κοινό: στην επαναστατική πάλη ηττήθηκαν. Τους θυμόμαστε περισσότερο επειδή έχασαν παρά για τις αρχές που υπερασπίστηκαν ή για τους λόγους της ήττας τους.
Ηττήθηκαν πρωτίστως επειδή ήταν λιγότερο διατεθειμένοι να σκοτώνουν τους αντιπάλους τους. Ηθελαν να κυβερνούν με τη στήριξη των μαζών, έστω και αν απαιτούνταν χρόνος (και δημοκρατική υπομονή) προκειμένου να επιτευχθεί αυτή η στήριξη. Δεν πίστευαν με απόλυτη βεβαιότητα σε μια μοναδική «αλήθεια», ήταν έτοιμοι για συμβιβασμούς προκειμένου να πετύχουν μια πρόοδο ειρηνικά, χωρίς βία.
Θα μπορούσε να πει κανείς (το είπαν) ότι δεν ήταν αρκετά αποφασισμένοι ή ανελέητοι, για να κυβερνήσουν στην ταραχώδη περίοδο της κατάρρευσης του παλαιού καθεστώτος. Ισως να είναι έτσι, αλλά, αν κατάφερναν να βρεθούν στην εξουσία, θα ήταν καλύτεροι κυβερνήτες από τους Ιακωβίνους ή από τους μπολσεβίκους. Σίγουρα θα είχαν σκοτώσει λιγότερους ανθρώπους.

Πρωταγωνιστής της Ρωσικής Επανάστασης υπήρξε αναμφίβολα και ο Τρότσκι. Πώς ερμηνεύετε αυτή τη μορφή στην ιστορία της επανάστασης και γενικότερα της πολιτικής σκέψης της Αριστεράς; 

Ο Τρότσκι ήταν πολύ πρόθυμος να κυβερνάει με τη βία και να εξοντώνει τους αντιπάλους των μπολσεβίκων. Ηταν ο ίδιος ένας ολικά στρατευμένος μπολσεβίκος και δεν μπορώ να εκτιμήσω θετικά τον ρόλο του, για παράδειγμα, στην καταστολή της εξέγερσης της Κρονστάνδης. Το επιχείρημά του, σύμφωνα με το οποίο ο σοσιαλισμός δεν θα μπορούσε να επιβιώσει σε μία μόνο χώρα, ότι χρειαζόταν συμμάχους στο εξωτερικό, ήταν πιθανόν σωστό, αλλά είχε υπερεκτιμήσει ριζικά την πιθανότητα επαναστάσεων στην Ευρώπη.
Η εκτίμηση γι’ αυτόν μεγάλωσε εξαιτίας της ήττας του στη Σοβιετική Ενωση και εξαιτίας του χαρακτήρα του ανθρώπου που τον νίκησε. Ο Τρότσκι έγινε ο διανοούμενος αναφοράς και ο πολιτικός αντίπαλος, ο σημαντικός «άλλος» σε σχέση με τον Στάλιν, και επειδή ο Στάλιν ήταν αλλόκοτος, ο Τρότσκι έγινε ανθρώπινος.

Αλλη σημαντική μορφή είναι σίγουρα η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Σε ένα κείμενό της του 1918 («Η Ρωσική Επανάσταση») πρώτη αυτή ασκεί κριτική «από τα αριστερά» σε ορισμένες επιλογές που έγιναν μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, διαβλέποντας τον κίνδυνο μιας πρώιμης γραφειοκρατικοποίησης της επαναστατικής διαδικασίας και ενός εκφυλισμού ολοκληρωτικού τύπου… 

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είναι πράγματι μια ελκυστική και ηρωική μορφή, μια μάρτυρας της ιδέας της επανάστασης. Η πρώιμη κριτική της στον μπολσεβικισμό ήταν βέβαια ορθή. Ωστόσο, το 1919 πήρε μέρος σε μιαν εξέγερση που δεν είχε μαζική υποστήριξη. Αν αυτή και οι σύντροφοί της είχαν νικήσει, δεν θα μπορούσαν να κυβερνήσουν δημοκρατικά. Ορισμένοι από αυτούς θα είχαν επιλέξει τη δικτατορία. Το αν, σε εκείνο το σημείο, η Λούξεμπουργκ θα ερχόταν σε ρήξη με αυτούς και θα επαναλάμβανε την κριτική της στη Ρωσική Επανάσταση –μολονότι μου αρέσει να το σκέφτομαι– δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. […]

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών