Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

Οι φασίστες θέλουν νεκρούς που πέφτουν στις επελάσεις του έθνους κι όχι στα μετερίζια της δημοκρατίας





Συνέντευξη του Χάρη Αθανασιάδη, καθηγητή για τη Δημόσια Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και το ΕΑΠ, στην Πόλυ Κρημνιώτη για την «Αυγή»

«Τα Πολυτεχνεία είναι τα αντίδοτα στη γενικευμένη υποτέλεια, τον κυνισμό και τη χαμέρπεια. Είναι οι ανατάσεις που ξαναδίνουν στις κοινωνίες αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό. Δίχως αυτά, οι κοινωνίες μαραζώνουν, πεθαίνουν πνευματικά» λέει ο ιστορικός Χάρης Αθανασιάδης καθώς συζητάμε για την εξέγερση του '73. Με τη γνώση και την απόσταση των 45 χρόνων που μεσολάβησαν από τότε, ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και διευθυντής του Μεταπτυχιακού του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου για τη Δημόσια Ιστορία, το έργο του οποίου επικεντρώνεται στην ιστορία της εκπαίδευσης και του εργατικού κινήματος καθώς και τη Δημόσια Ιστορία, μας βοηθάει να δούμε τις πολλαπλές προσλήψεις και χρήσεις της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Μιλάει για την αμφισβήτησή του από την Ακροδεξιά, για την αδυναμία της Δεξιάς να ενσωματώσει τη μνήμη του στην ταυτότητά της αλλά και για τις αναθεωρητικές απόψεις που εκφράζονται, όπως και για την επίδραση του ιστορικού γεγονότος στη διαμόρφωση πολλαπλών ταυτοτήτων στον χώρο της Αριστεράς. Εξηγεί πώς ένα πολιτικό γεγονός έγινε σχολική γιορτή αλλά και γιατί η ιστορική κοινότητα, εν πολλοίς, δεν έχει ακόμα καταπιαστεί μ' αυτό.

Η Άκρα Δεξιά ισχυρίζεται πως δεν υπήρξαν νεκροί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ποιο είναι το νόημα μιας τέτοιας αμφισβήτησης; 

Οι ιδανικοί νεκροί, αυτοί που έδωσαν τη ζωή τους για έναν ευρύτερο, μη ιδιοτελή σκοπό, βρίσκουν μια διακριτή θέση στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων και, υπό ορισμένες συνθήκες, αποκτούν συμβολική δύναμη ικανή να συντηρήσει κινήματα ή να δημιουργήσει νέα. Οι φασίστες το ξέρουν καλά αυτό, τα φασιστικά κινήματα λάτρευαν τον θάνατο, θέλουν νεκρούς, μα θέλουν όσους πέφτουν στις επελάσεις του έθνους κι όχι στα μετερίζια της δημοκρατίας. Το πρόβλημα της εγχώριας Άκρας Δεξιάς είναι ακριβώς αυτό, ότι, για περισσότερο από μισό αιώνα τώρα, δεν έχει να επιδείξει δικούς της νεκρούς, ήρωες που έπεσαν για τους δικούς της σκοπούς. Οι πολιτικοί τους πρόγονοι -οι πιο πρόσφατοι, όσοι στελέχωσαν τη δικτατορία των συνταγματαρχών- όχι μόνο δεν τους κληροδότησαν με ηρωικές μορφές, αλλ’ αντιθέτως παρήγαγαν με τη βάναυση και απελέκητη πολιτική τους τους ήρωες της δημοκρατίας. Μπροστά στο πρόβλημα, οι επίδοξοι γκαιμπελίσκοι δοκίμασαν να ισοφαρίσουν εξαφανίζοντας τους νεκρούς του Πολυτεχνείου. Βασίστηκαν ίσως στη μεταμοντέρνα συνθήκη και τη διαδικτυακή ελαφρότητα που επιτρέπουν την εύκολη και ευρεία διάδοση ατεκμηρίωτων ισχυρισμών. Ανόητη προσπάθεια. Αφενός διότι η ίδια η δικτατορία είχε από τότε αναγνωρίσει την ύπαρξη 11 νεκρών και πάνω από 100 τραυματιών (εφ. Μακεδονία, 20.11.1973), αφετέρου διότι η επισταμένη ιστορική έρευνα και συγκεκριμένα ο ιστορικός Λεωνίδας Καλλιβρετάκης του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, ήδη βεβαίωσε έναν κατάλογο 24 νεκρών και αναζητεί στοιχεία για τουλάχιστον 16 ακόμη. 

Ωστόσο, εκτός από την Άκρα Δεξιά, και η λεγόμενη φιλελεύθερη Δεξιά ουδέποτε ενσωμάτωσε στην ταυτότητά της τη μνήμη του Πολυτεχνείου. Τελευταία μάλιστα, ακουμπάει τα όρια του αναθεωρητισμού, με απόψεις που αμφισβητούν και την ιστορική σημασία και την αξία της μνήμης του Πολυτεχνείου. 

Πράγματι, θα περίμενε κανείς πως η μεταπολιτευτική Δεξιά δεν θα είχε πρόβλημα να αγκαλιάσει το Πολυτεχνείο, εφόσον τα κεντρικά διακυβεύματα και τα κεντρικά συνθήματα της εξέγερσης ήταν η Ελευθερία και η Δημοκρατία, αξίες στις οποίες ομνύει και η φιλελεύθερη παράδοση. Αλλά, ως φαίνεται, η εγχώρια Δεξιά, παρά τις προσπάθειες του ιστορικού της ηγέτη να τη μεταμορφώσει σε ευρωπαϊκή, δεν κατάφερε να ξεκόψει ουσιωδώς από το σκοτεινό της παρελθόν. Φάνηκε αυτό ήδη από το 1974, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όρισε τις πρώτες βουλευτικές εκλογές ακριβώς στις 17 Νοεμβρίου, ώστε να αποτρέψει τη διαφαινόμενη εκδίπλωση της πρώτης επετείου. Οι πρώτες εκείνες προσπάθειες δεν απέδωσαν και η Δεξιά αναγκάστηκε για δεκαετίες να παρακολουθεί αμήχανη και απολογητική την ηγεμονία της Αριστεράς στη συλλογική μνήμη και στις δημόσιες τελετουργίες της εξέγερσης. Τα τελευταία χρόνια, όμως, εκτιμώντας προφανώς πως η γοητεία του Πολυτεχνείου ξεθώριασε, οι φιλελεύθεροι στοχαστές καταγίνονται να στιγματίσουν και να απαξιώσουν τόσο τις επετειακές εκδηλώσεις, όσο και κυρίως το ίδιο το ιστορικό γεγονός. Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, για παράδειγμα, σε παλιότερο άρθρο του στην Καθημερινή διατείνεται πως τη χούντα «δεν την έριξε καμιά λαϊκή εξέγερση», αλλά οι «καταστάσεις που η ίδια δημιούργησε» (εννοώντας το Κυπριακό) και λοιδορεί τους πολλούς που «στο Πολυτεχνείο γιορτάζουν χωρίς να ξέρουν τι γιορτάζουν». Ωστόσο, ο κάθε Θεοδωρόπουλος σφάλλει περισσότερο από τον «αμαθή» που νομίζει πως η χούντα έπεσε το '73. Πρώτον, διότι πράγματι η αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν στην πτώση ξεκίνησε από το Πολυτεχνείο - ειδάλλως, θα ολοκληρωνόταν πιθανότατα ο κατ’ ευφημισμόν εκδημοκρατισμός που δρομολόγησε ο Παπαδόπουλος και, ακολούθως, η μακρά μαθητεία της κοινωνίας στην ανάπηρη ελευθερία. Δεύτερον, διότι τα Πολυτεχνεία είναι τα αντίδοτα στη γενικευμένη υποτέλεια, τον κυνισμό και τη χαμέρπεια· είναι οι ανατάσεις που ξαναδίνουν στις κοινωνίες αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό - δίχως αυτά, οι κοινωνίες μαραζώνουν, πεθαίνουν πνευματικά. 

Αντίθετα με τη Δεξιά, η Αριστερά φαίνεται να συνομιλεί με τη μνήμη του Πολυτεχνείου με πολλούς τρόπους. Πώς το Πολυτεχνείο επέδρασε στη διαμόρφωση ταυτοτήτων στο χώρο της Αριστεράς; 

Το Πολυτεχνείο, τόσο ως ιστορικό γεγονός όσο και ως μνήμη, αναφορά και ετήσια τελετουργία, αξιοποιήθηκε πολλαπλά απ’ όλες τις συνιστώσες της Αριστεράς. Αρχικά, οι τότε βασικές εκδοχές της, το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτερικού, είναι αλήθεια πως στάθηκαν καχύποπτα απέναντι στις εξελίξεις που τους ξεπερνούσαν. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν πως το ΚΚΕ Εσωτερικού, πριν ξεκινήσει η εξέγερση, έβλεπε στο σχέδιο Μαρκεζίνη, το σχέδιο για μερικό και ελεγχόμενο εκδημοκρατισμό, μια κάποια διέξοδο από τη δικτατορία. Γνωρίζουν, επίσης, πως η Αντι-ΕΦΕΕ, η «μετωπική» οργάνωση του ΚΚΕ στον φοιτητικό χώρο, κατήγγειλε τους ανένταχτους του Πολυτεχνείου ως προβοκάτορες και πράκτορες του καθεστώτος. Αρκετά στελέχη τους, ωστόσο, είχαν αυτονομηθεί ευθύς εξαρχής και συνεισέφεραν πολλαπλά στη δυναμική της εξέγερσης. Στη Μεταπολίτευση, οι αρχικές αμφιθυμίες ξεχάστηκαν και οι νεολαίες των δυο κομμάτων, η ΚΝΕ και ο Ρήγας, ανταγωνίζονταν για το ποιος ερμηνεύει πιο αυθεντικά ή πιο δημιουργικά το πνεύμα του Πολυτεχνείου. Για τις πιο ακραίες εκδοχές της Αριστεράς, το Πολυτεχνείο λειτούργησε ως κεντρικό συγκροτητικό γεγονός. 
Ο αναρχικός χώρος στις ουρές της πορείας πρωτοεμφανίστηκε, οι ποικιλώνυμες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς εκεί πρωτίστως επεδείκνυαν τον δυναμισμό τους, σχεδόν πάντα σε αντιπαράθεση με το ΚΚΕ, κι αυτή ακόμα η πλέον μακρόβια τρομοκρατική οργάνωση, η 17 Ν, απ’ την εξέγερση θέλησε ν’ αντλήσει νομιμοποίηση. Με δυο λόγια, το Πολυτεχνείο, ήδη από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, έπαψε να είναι ιστορικό γεγονός, αναδείχθηκε σε σύμβολο της επαναστατικής κουλτούρας και οι πολλαπλές ερμηνείες του σε δομικά υλικά για τη συγκρότηση ιδεολογικών ταυτοτήτων. Στη διαδικασία αυτή, η οποία ενέχει πολλαπλές διαστάσεις, όχι μόνο πολιτικές αλλά και ψυχολογικές, κάποιοι αναγορεύουν εαυτούς σε θεματοφύλακες της μνήμης του Πολυτεχνείου. Προχθές μόλις είχαμε ένα ακόμα τέτοιο κρούσμα. Πενήντα μέλη της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς απέκλεισαν την είσοδο του Πολυτεχνείου και εμπόδισαν την αντιπροσωπεία του ΣΥΡΙΖΑ να αποτίσει τιμές στους πεσόντες. Η ολοκληρωτική κουλτούρα δεν είναι ξένη σε ορισμένες συνιστώσες της Αριστεράς. 

Όπως σωστά είπατε, παρά τα εμπόδια η επέτειος του Πολυτεχνείου τελικά επιβλήθηκε, έγινε πορεία και σχολική γιορτή. Πώς, αλήθεια, χώρεσε μια πολιτική γιορτή σε ένα θεσμό όπως το σχολείο που κατά κανόνα γιορτάζει θρησκευτικά και εθνικά αφηγήματα και κατά πόσο επιτελεί τον ρόλο της; 

Αυτό είναι στ’ αλήθεια αξιοσημείωτο. Όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα. Ούτε στις χώρες της Ιβηρικής που υπέστησαν μακρόχρονες δικτατορίες - ίσως ακριβώς επειδή διήρκεσαν δεκαετίες και οι μεταβάσεις στη δημοκρατία έγιναν δίχως εξεγέρσεις, δίχως τομή και κάθαρση. Μόνο αν δούμε την πρώτη Μεταπολίτευση ως έναν δικό μας Μάη του '68 μπορούμε να το εξηγήσουμε. Διότι, όπως η πορεία, έτσι και η σχολική γιορτή επιβλήθηκε στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια από μαχητικές μαθητικές νεολαίες - αρχικά σε λύκεια των πόλεων, αλλού με συγκρούσεις κι αλλού με τη διακριτική συναίνεση των καθηγητών. Έτσι, ωσότου η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ θεσμοθετήσει τη σχολική γιορτή, το 1981, η επέτειος του Πολυτεχνείου γιορταζόταν ήδη ακόμα και στις επαρχιακές κωμοπόλεις, όπως στο Λύκειο Φαρκαδόνας όπου τότε ήμουν μαθητής. Υπάρχει ένα ερώτημα κατά πόσο η σχολική αυτή γιορτή επιτελεί τον σκοπό της -την ανάδειξη της Δημοκρατίας σε αγαθό που αξίζει διαρκώς να προασπίζουμε- τώρα που πλέον δεν υφίσταται μαθητικό κίνημα. Νομίζω πως η απάντηση ποικίλλει ανάλογα με την έγνοια και το μεράκι των δασκάλων. Έχω παραστεί σε έξοχες διοργανώσεις που μεταδίδουν την αίσθηση και το πνεύμα της αντίστασης στην αυθαίρετη εξουσία και σε άλλες που βουλιάζουν στην αδιαφορία και τη βαρεμάρα. Κι εδώ, οι πρακτικές της Δημόσιας Ιστορίας μπορούν να συνεισφέρουν πολλαπλά: Να δώσουν ιδέες και να παραγάγουν υποδείγματα. 

Πορεία και σχολική γιορτή, λοιπόν, παγιώθηκαν και άντεξαν μέχρι σήμερα. Όμως πόσο ανταποκρίνονται στην αξία του ιστορικού γεγονότος και πόσο προσαρμόζονται στο πνεύμα των καιρών; Είναι το Πολυτεχνείο ζώσα ιστορία ή αποστεωμένη; 

Είναι αρκετοί εκείνοι, από δεξιά και αριστερά, που διατείνονται πως η πορεία του Πολυτεχνείου στερείται πλέον νοήματος. Μια ευαίσθητη, μελαγχολική Αριστερά θλίβεται με την απώλεια της θέρμης των πρώτων ετών, με τις πολλαπλές «στρεβλώσεις» του αρχικού νοήματος ή με το «εμπόριο» ιδεών και τους κενούς λόγους των επισήμων. Η Δεξιά δεν θα είχε καμιά αντίρρηση να τελειώνουμε με όλα τούτα και να επιστρέψουμε όλοι στην ηρεμία της οικογενειακής ζωής ή στις μάχες της παραγωγής και της κατανάλωσης. Κι η Άκρα Δεξιά θα προτιμούσε, βέβαια, να βλέπει τους νέους στα εθνικιστικά συλλαλητήρια για τη Μακεδονία ή τη Βόρειο Ήπειρο κι όχι στην πορεία του Πολυτεχνείου ή τα κοινωνικά κινήματα. Όμως, η επέτειος ενός σημαντικού ιστορικού επεισοδίου διατηρεί τη συμβολική και παιδαγωγική του αξία ακόμη κι όταν χάνει την πρώτη του φρεσκάδα - κι άλλωστε τίποτε δεν αποκλείει, αν η συγκυρία το επιβάλει, μια βαριεστημένη τελετουργία να αποκτήσει αίφνης ζωντάνια και νόημα, όλοι μας άλλωστε θυμόμαστε ήδη δυο - τρεις απροσδόκητα ξεχωριστούς Νοέμβρηδες. Δε βλέπω επίσης γιατί ορισμένοι φιλελεύθεροι ενοχλούνται αφόρητα από τα «σουβλάκια» της πορείας και τον «ξύλινο» αριστερό λόγο, αλλά διόλου από τα σημαιάκια των παρελάσεων και τους μεγαλόστομους πανηγυρικούς. 

Παρ' ότι η δεκαετία του '40 φαίνεται να έχει μελετηθεί επαρκώς, το Πολυτεχνείο δεν έχει ακόμα αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής έρευνας. Η ιστορική κοινότητα φαίνεται να μην τολμά ακόμα να το αγγίξει. Γιατί; 

Διότι το συμβολικό του φορτίο είναι υπερβολικά μεγάλο. Όποιος αναμετρηθεί με την ιστορία του Πολυτεχνείου δεν έχει ν’ αντιμετωπίσει μόνο τις αρχειακές πηγές, τα εναπομείναντα ίχνη του παρελθόντος. Έχει να αναμετρηθεί με έναν τεράστιο όγκο αφηγήσεων, προσλήψεων και χρήσεων που ήδη οικοδόμησαν και παγίωσαν συγκεκριμένες εικόνες. Όπως και στον Εμφύλιο, μια Δημόσια Ιστορία για το Πολυτεχνείο γράφτηκε ήδη, ερήμην των ιστορικών, από τους πρωταγωνιστές και τους «χρήστες» των γεγονότων. Κι αυτή η Ιστορία θέτει προς ώρας εμπόδια στη συστηματική ιστορική έρευνα, υπό την έννοια πως καθοδηγεί υπερβολικά το βλέμμα του ιστορικού, επιβάλλει αδιόρατα αυτολογοκρισία ή, αντιθέτως, εξωθεί σε αδόκιμες αναθεωρήσεις. Ίσως, όπως συνέβη και με τον Εμφύλιο, οι πιο έγκυρες ιστορικές έρευνες γραφούν όταν οι γενιές που ενεπλάκησαν αποχωρήσουν από την ενεργό δράση κι έρθουν ιστορικοί με βλέμμα λιγότερο φορτισμένο και περισσότερο κριτικό και στοχαστικό. Αυτό, φυσικά, διόλου δεν σημαίνει πως η τωρινή συστηματική δουλειά στερείται νοήματος - απλώς έχει τα όριά της.

Γι' αυτό η Δημόσια Ιστορία δεν εμπλέκεται ακόμα με την 17η Νοεμβρίου 1973; Αλήθεια, πόσο και τι μπορεί να συνεισφέρει η Δημόσια Ιστορία στη μνήμη του Πολυτεχνείου; 

Για τη Δημόσια Ιστορία, το στοίχημα είναι η αλλαγή της ηγεμονικής ιστορικής κουλτούρας επί το εγκυρότερο. Υπάρχουν δύο προϋποθέσεις για να γίνει αυτό: Να έχουμε αρκετές αξιόπιστες ιστορικές μελέτες για το επεισόδιο που μας ενδιαφέρει, εν προκειμένω για την εξέγερση του Πολυτεχνείου, εντός του ιστορικού της πλαισίου, και παράλληλα ειδικές μελέτες για τις υπάρχουσες προσλήψεις και αναπαραστάσεις του γεγονότος στη δημόσια σφαίρα. Εκτιμώ πως αυτό θα γίνει σύντομα. Το ενδιαφέρον των ιστορικών για τη δεκαετία του '40 τείνει να εξαντληθεί και ήδη στρέφεται προς την Επταετία και τη Μεταπολίτευση, με μια ίσως επετειακή παρένθεση για το '21, λόγω των 200 χρόνων από την Επανάσταση. Τότε πλέον, ξεκινώντας από ασφαλείς βάσεις, θα μπορέσουμε να εκπονήσουμε πολυτροπικές αφηγήσεις, κατάλληλες για τη δημόσια σφαίρα. Κατάλληλες, δηλαδή εύληπτες, ελκυστικές και γι’ αυτό επιδραστικές. Σήμερα, λοιπόν, δεν είμαστε ακόμη έτοιμοι. Θα είμαστε όμως σίγουρα στα πενηντάχρονα της εξέγερσης.

Πηγή: Αυγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου