Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Η Νύχτα του Σαν Λορέντζο (1982)


Πέρασε καιρός από εκείνη τη βραδιά που έμεινα για ώρες συγκλονισμένος μετά την προβολή του Kaos των αδελφών Ταβιάνι. Έκτοτε, γι' αρκετό καιρό περιπλανιόμουν στην Αθήνα και το μυαλό μου γυρνούσε ξανά στις λυρικές στιγμές του έργου και κυρίως στη σκηνή της παραλίας, την οποία και θεωρώ ως μια από τις ομορφότερες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Ακολούθησαν μάλιστα κι αρκετές φορές που συζητούσα με φίλους γι' αυτήν την ταινία. Κατά τη διάρκεια μιας συζήτηση, μου προτάθηκε να δω την "Νύχτα του Σαν Λορέντζο". Μάλιστα, μου χαρακτήρισαν την ταινία ως ένα αξεπέραστο αντιφασιστικό αριστούργημα, το οποίο έχει γίνει ανατριχιαστικά επίκαιρο στις μέρες μας. 
Από το πρώτο πλάνο, η ταινία καταφέρνει και μαγνητίζει την προσοχή μας. Ένα ανοιχτό παράθυρο μας καλωσορίζει προσφέροντάς μας έναν θερινό έναστρο ουρανό ενώ μια ζεστή φωνή μας εισάγει στην ιστορία. Το πρόσωπο που μιλάει είναι ένα κορίτσι που έζησε μία βάρβαρη σφαγή στο χωριό της στις 10 Αυγούστου του 1944. Εκείνες τις μέρες οι Γερμανοί υποχωρούσαν αφήνοντας πίσω τους καμένη γη, ενώ οι Ιταλοί περίμεναν τους Αμερικανούς να 'ρθουν από τον νότο. Βλέποντας η κοπέλα ένα πεφταστέρι στον ουρανό, της έρχονται αμέσως οι μνήμες εκείνων των ημερών. 
Λίγες μέρες πριν τη νύχτα των ευχών, οι Γερμανοί ειδοποιούν τους κατοίκους ενός χωριού πως θα το ανατινάξουν. Μαζεμένοι όλοι στην αποθήκη ενός πλούσιου κατοίκου, περιμένουν καρτερικά τη λήξη του πολέμου ευελπιστώντας πως το τέλος των βασάνων τους είναι πλέον κοντά. 
Όμως μια επίσκεψη του καρδινάλιου θα τους διχάσει, καθώς τους μεταφέρει μια εντολή των Γερμανών, οι οποίοι ζητούν να μαζευτεί όλο το χωριό στον καθεδρικό. Η εντολή συνοδευόταν με την προειδοποίηση πως όσοι δεν πάνε, θα εκτελούνται επιτόπου. Τον καρδινάλιο ακολουθεί ένας Ιταλός φασίστας, τον οποίον αναγνωρίζει ένας από τους κατοίκους του χωριού. Όταν τον ρωτάει διακριτικά αν είναι καλή ιδέα να πάνε στην εκκλησία, ο φασίστας του απαντάει νευρικά πως στον πόλεμο δεν υπάρχουν καλές ή κακές ιδέες. Η απάντηση αυτή προβληματίζει τον κάτοικο του χωριού, ο οποίος αποφασίζει να το εγκαταλείψει μες στη νύχτα και να τραβήξει νότια, αναζητώντας τους Αμερικανούς. Μαζί του αποφασίζουν να ακολουθήσουν κι άλλοι. Το χωριό μοιράζεται στη μέση. Οι μεν που φοβούνται να ρισκάρουν κι επιλέγουν να ακούσουν τις εντολές των Γερμανών κι οι υπόλοιποι που ντύνονται στα μαύρα για να γίνουν ένα με την νύχτα. Στο μόνο που συμφωνούν οι δυο πλευρές, είναι να αφήσουν τα σκυλιά στο σπίτι διότι μπορεί να κάνουν θόρυβο και να τους μαρτυρήσουν στους Γερμανούς.
Η πρώτη ανατριχίλα έρχεται με το κλάμα το σκυλιών που μένουν κλειδωμένα στην αποθήκη. Οι φωνές τους ακούγονται μέχρι τους αγρούς, όπου πορεύονται οι μαυροντυμένοι κάτοικοι. Περισσότερο τους πονάει αυτός ο χωρισμός παρά οι περιουσίες που αφήνουν πίσω τους. Αφού έχουν βρεθεί σε μια απόσταση ασφαλείας, ξαποσταίνουν σε ένα φιλιατρό, και βουβοί περιμένουν να ακούσουν τις εκρήξεις από το χωριό με τον καθένα να βυθίζεται στις δικές του σκέψεις και προσδοκίες. Κάποιοι παρηγορούνται πως θα κάνουν μια νέα αρχή αρκεί να μην τους καταστρέψουν οι Γερμανοί τα χωράφια, μια κοπέλα ερμηνεύει την ανατίναξη του σπιτιού της ως μια ευκαιρία για να πάνε οικογενειακώς στην Φλωρεντία. Όταν όμως έρχονται στο μυαλό της μνήμες όμορφες από τα παιδικά της χρόνια, ξεσπάει σε λυγμούς στη σκέψη πως όλα αυτά θα γίνουν συντρίμμια. Όταν το ρολόι σημάνει τρεις, ακούγονται οι εκρήξεις από το βάθος. Χωρίς εφέ και εικόνες καταστροφής, οι αδελφοί Ταβιάνι καταφέρνουν να μας περάσουν όλη την ατμόσφαιρα του ολέθρου και της απώλειας. Με συντάραξε το κλάμα και τα συγκινητικά λόγια του εκπληκτικού για ακόμη μια φορά Ομέρο Αντονούτι, ο οποίος κοιτώντας προς τη μεριά του χωριού λέει πως δε θα ξαναδούν πια το ρόδινο χωριό τους.



Όσοι τελικά μένουν στο χωριό και μαζεύονται στον καθεδρικό, ανατινάζονται μαζί με το κτίσμα από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς φασίστες. Την ώρα που προσφέρεται η θεία κοινωνία, οι πόρτες της εκκλησίας κλείνουν κι ενώ η καμπάνα χτυπάει για τελευταία φορά, η κεντρική πλατεία του χωριού γεμίζει εκρήξεις και κραυγές πόνου κι απόγνωσης. Όσοι γλίτωσαν από την έκρηξη τρέχουν πανικόβλητοι στα γύρω στενά καθώς από την είσοδο του ναό εξακολουθούν να βγαίνουν καπνοί και κραυγές. Μέσα στους επιζώντες είναι κι ο καρδινάλιος, έχοντας τη συνείδησή του περισσότερο ματωμένη από το ίδιο του το κορμί καθώς εκείνος είναι που παρότρυνε το ποίμνιό του να μαζευτεί στην εκκλησία. Μόνος του, στέκεται σκυφτός απέναντι από τον καθεδρικό συνειδητοποιημένος για το τέλος το δικό του αλλά και των πιστών του. 
Οι Γερμανοί φεύγουν κι οι Αμερικανοί αργούν να εμφανιστούν. Οι Ιταλοί φασίστες έχουν μείνει πλέον χωρίς αφεντικά κι αλωνίζουν με δολοφονικές τάσεις σε χωριά και χωράφια, εκτελώντας όποιον συναντούν στο δρόμο τους. Η συνεργασία πατέρα και γιου φασίστα, φανερώνει το καρκίνωμα του φασισμού που ριζώνει μέσα στις οικογένειες και περνάει από το ένα πρόσωπο στο άλλο. Μια σκοτεινή κληρονομία που γίνεται κάθε φορά με περισσότερο μίσος και με πιο έντονα δολοφονικά ένστικτα. Όταν οι δυο διαφορετικοί κόσμοι συναντηθούν σε έναν αγρό με σιτάρια, θα λάβει χώρα μια μεγάλη σφαγή. Τα θύματα μεταξύ τους δεν είναι άγνωστα κάτι που περιπλέκει περισσότερο την κατάσταση. Συγχωριανοί και παιδικοί φίλοι αλληλοσκοτώνονται χωρίς έλεος και τύψεις. Ένας παραλογισμός που δύσκολα μπορεί να χαλιναγωγηθεί. Μια γριούλα κρυμμένη κάτω από ένα δεμάτι, ρωτάει απεγνωσμένα ποιος νικάει καθώς το τοπίο κρύβει τόσο τους νεκρούς όσο και τους ζωντανούς. Όσοι φασίστες μένουν κοντά στα οχήματά τους, το σκάνε παίρνοντας μαζί τους γυναικόπαιδα για ομήρους. Όσοι μένουν πίσω πετούν τα όπλα στο έδαφος δίχως δεύτερη σκέψη. Η σκηνή όπου οι φασίστες πατέρας και γιος παραδίδονται στους χωρικούς είναι μια από τις δυνατότερες στιγμές που έχω παρακολουθήσει στον κινηματογράφο.
Ο πόλεμος ολοκληρώνεται με χαρμόσυνες τυμπανοκρουσίες. Οι εναπομείναντες κάτοικοι που φιλοξενούνται σε ένα γειτονικό χωριό, ανοίγουν τα παράθυρα για να μπει το ευχάριστο μαντάτο μες στο σπίτι. Η απρόσμενη καλοκαιρινή βροχή που ακολουθεί δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία θεία κάθαρση στα σώματα και στις ψυχές τους που είναι ακόμη πληγωμένα.


Η ταινία ολοκληρώνεται με τον ίδιο τρόπο που ξεκινάει. Ως ένα γλυκόπικρο παραμύθι. Μια ανιδιοτελής προσπάθεια να διατηρηθεί η μνήμη ζωντανή από γενιά σε γενιά, ώστε να μη ζήσουμε ξανά τις ίδιες θηριωδίες του παρελθόντος. Άραγε τι θα συμβεί όταν αυτές οι φωνές σωπάσουν για πάντα; Ειδικά όταν συνειδητοποιούμε πως όλα αυτά τα χρόνια, δεν κατάφεραν να πείσουν τους λαούς πως ο φασισμός προκαλεί οδύνη, πόνο, καταστροφές και άσβεστο μίσος;
Οι αδελφοί Ταβιάνι καταφέρνουν για μία ακόμη φορά να περάσουν με τον δικό τους μοναδικό τρόπο την φρικαλεότητα του πολέμου μέσα από μια συγκινητική λυρική περιγραφή. Αποφεύγοντας τις δραματοποιήσεις, αφήνουν τα γεγονότα να παρουσιαστούν από μόνα τους, δίνοντας έναν έντονο ρεαλισμό σε κάθε εικόνα όπως στην ανατίναξη της εκκλησίας και στη σφαγή που διαδραματίστηκε στον αγρό. Με ήρεμο και στρωτό λόγο, αποδεικνύουν πως κανένας λαός δε βγαίνει κερδισμένος από τους πολέμους. Επίσης, προσφέρουν φόρο τιμής σε όλα τα θύματα του πολέμου, καθώς στη συγκεκριμένη ταινία δεν είναι οι Ιταλοί αντιφασίστες που μάχονται του Γερμανούς ναζί και τους Ιταλούς φασίστες αλλά όλος ο καταπιεσμένος λαός. Πέρα από τους Γερμανούς στην αρχή, δε συναντάμε πουθενά αλλού κάποιο ίχνος που να μας δείχνει πως βλέπουμε πλάνα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κι αυτό συμβαίνει διότι η ταινία προτιμά να αναφερθεί σε ένα οικουμενικό σύνολο απελευθερωτικών πολέμων ενάντια στο φασισμό. 
Επίσης για μια ακόμη φορά παίζει σημαντικό ρόλο η εκπληκτική μουσική του Νικόλα Πιοβάνι, η οποία δεν έχει σκοπό μόνο να ντύσει τα πλάνα της ταινίας αλλά και να καθοδηγήσει τη ψυχοσύνθεση του θεατή. Το ρέκβιεμ που ερμηνεύεται στη σκοτεινή αίθουσα μιας εκκλησίας ήταν άκρως συγκινητικό. 
Η Νύχτα του Σαν Λορέντζο είναι το κινηματογραφικό ποίημα που αποθεώνει με τον πιο λυρικό τρόπο τον απαραίτητο θάνατο του φασισμού. Η μισανθρωπία δεν εξοντώνεται μόνο από τους παρτιζάνους και τον λαό αλλά κι από το παρελθόν που επανέρχεται σαν αρχαίος πολεμιστής έτοιμος να σκοτώσει με το δόρυ του το εκάστοτε τέρας. Επίσης η ταινία αποθεώνει τη σημαντικότητα της συλλογικής μνήμης αποτελούμενης πολλών προσωπικών μαρτυριών οι οποίες παρόλο που έχουν μικρές παρεκκλίσεις μεταξύ τους, κινούνται στον ίδιο άξονα. 
Τέλος, η ταινία επισημαίνει πως μοναδικός στόχος του φασίστα ήταν, είναι και θα είναι ο λαός. Μπορεί σήμερα ο φασισμός να ξεπετάχτηκε ξανά με τη μορφή της ξενοφοβίας αλλά σύντομα θα πάρουν σειρά κι οι υπόλοιποι πολίτες. Δεν είναι τυχαίο που ο ιταλικός κινηματογράφος προειδοποιεί δεκαετίες τώρα για τη γέννηση και τη φύση του φασισμού. Κάτι γνωρίζουν παραπάνω μιας κι ο φασισμός γεννήθηκε μέσα από τα σπλάχνα της ίδιας της Ιταλίας.  
Για όλους τους παραπάνω λόγους, τοποθετώ τη συγκεκριμένη ταινία στη λίστα με τα σημαντικότερα αντιπολεμικά κι αντιφασιστικά αριστουργήματα της 7ης Τέχνης. 

Βαθμολογία: 9/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου