Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

Εμφύλιος Πόλεμος (2024)

 



Ομολογώ πως επισκέφθηκα τον κινηματογράφο Μικρόκοσμο με μικρές προσδοκίες, καθώς οι εγχώριες κριτικές για τον πολλά υποσχόμενο "Εμφύλιο Πόλεμο" του Άλεξ Γκάρλναντ ήταν οι περισσότερες χλιαρές κι αρνητικές. Να όμως που κι αυτές έπαιξαν σημαντικό ρόλο, εντείνοντάς μου μια από τις πιο συγκλονιστικές κινηματογραφικές εμπειρίες των τελευταίων χρόνων, άφηνοντάς με μουδιασμένο για κάμποση ώρα μετά το τέλος της προβολής, να προσπαθώ να ξαναβρώ την ανάσα μου και να κατευνάσω την ανεξέλεγκτη ταχυπαλμία που μου προκάλεσε η ταινία. Πάνω σ' αυτό θα ήθελα να τονίσω πως δεν ήταν ο καταιγιστικός ρυθμός του έργου που με αιφνιδίασε και με σόκαρε αλλά στο κατά πόσο κοντά είναι ο δυτικός κόσμος σε ένα τόσο ακραία πολωμένο δυστοπικό μέλλον, ειδικά αν αναλογιστούμε τον πρόεδρο-μαριονέτα που έχει σήμερα η άλλοτε υπερδύναμη χώρα του δυτικού κόσμου αλλά κι αυτόν που πολύ πιθανόν θα επανεκλέξει σε λίγους μήνες...
Η θέση που παίρνει ο σκηνοθέτης πάνω στο φλέγον θέμα ενός εμφυλίου πολέμου, γίνεται εμφανής από τα πρώτα λεπτά. Καταφέρνει να μας ρίξει κατευθείαν στην πρώτη γραμμή του πυρός, χωρίς να δίνει έμφαση στα αίτια της σύρραξης. Από τη μια στιγμή στην άλλη, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είναι χωρισμένες στα δύο, ή για να το θέσω καλύτερα στα τρία. Από την μια είναι οι Δυτικές Δυνάμεις που απαρτίζονται από την Καλιφόρνια και το Τέξας, έχοντας με το μέρος τους την πολιτεία της Φλόριντα κι από την άλλη το κράτος της Ουάσιγκτον που είναι έτοιμο να πέσει, με τις υπόλοιπες πολιτείες να διατηρούν μια ουδέτερη στάση, αναμένοντας την τελική έκβαση του πολέμου. 
Πρωταγωνιστές σ' αυτήν την εμπόλεμη ζώνη των Ηνωμένων Πολιτειών είναι δύο δημοσιογράφοι και δύο φωτορεπόρτερ, οι οποίοι παίρνουν την απόφαση να ταξιδέψουν από τη Νέα Υόρκη στην Ουάσινγκτον, ελπίζοντας πως θα προλάβουν να πάρουν μια τελευταία συνέντευξη από τον έκπτωτο πρόεδρο. Στην άκρως επικίνδυνη διαδρομή τους, θα αποκαλυφθεί όλη η παράνοια ενός πολέμου καθώς τα τέσσερα πρόσωπα θα έρθουν αντιμέτωπα με μανιακούς τύπους που ταμπουρωμένοι πυροβολούν ότι κινείται στην περιοχή τους, με φασίστες που βρίσκουν τον πόλεμο ως ευκαιρία εθνοκάθαρσης ανοίγοντας ομαδικούς τάφους για να πετάξουν μέσα κάθε ξένο πολίτη που σκοτώνουν ανεξέλεγκτα, με οπλισμένους πολίτες που έχουν πάρει τον νόμο στα χέρια τους σκορπώντας τον τρόμο στις πόλεις που δρουν αλλά και πολιτείες που προσπαθούν να ζήσουν μακριά από τις ταραχές, έχοντας όμως τις κάννες των ελεύθερων σκοπευτών να σημαδεύουν απειλητικά πάνω από τα κεφάλια των πολιτών τους.




Το χαρακτηριστικό που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία να ξεχωρίζει από άλλες αντίστοιχες του είδους που αναφέρονται σε ένα κοντινό δυστοπικό μέλλον, είναι πως ο δημιουργός αποφεύγει έξυπνα να πάρει κάποια πολιτική θέση, αφήνοντας τον θεατή να κρίνει ελεύθερα κι ανεπηρέαστα την όλη κατάσταση. Ούτε ακολουθεί την εμπορική πλέον αντιτραμπική ρητορική (αν κι ο πρόεδρος της ταινίας φέρει την αλαζονεία του πρώην προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών). Προσωπικά βρήκα αρκετά εύστοχη τη δημιουργική ασάφεια του σκηνοθέτη, ο οποίος δεν προσδιορίζει ποιοι ανήκουν στο ρεπουμπλικανικό μέτωπο και ποιοι στο δημοκρατικό. Το μόνο που αφήνει να εννοηθεί είναι πως η πλειοψηφία των εμπλεκομένων εκφράζει μια απέχθεια στον πρόεδρο που είναι ταμπουρωμένος στον Λευκό Οίκο. Με το να μην παίρνει κάποια ξεκάθαρη θέση, αποφεύγει να παρουσιάσει το συνηθισμένο μοντέλο της μάχης του καλού με το κακό, διότι θέλει να δείξει πως οι χαρακτηρισμοί αυτοί ορίζονται στο τέλος κάθε πολέμου κι αναλόγως με την έκβαση που έχει.
Επίσης, ένα άλλο ευφάνταστο στοιχείο της ταινίας, το οποίο ο σκηνοθέτης αξιοποίησε εύστοχα κι έξυπνα, είναι πως πήρε ένα σύνολο πολεμικών γεγονότων και το ένταξε στον αμερικανικό χώρο. Εικόνες που παρακολουθούμε άπραγοι κι αδιάφοροι στους τηλεοπτικούς μας δέκτες, γίνονται ξαφνικά απτά γεγονότα της καθημερινότητάς μας. Άνθρωποι που ζητούν πόσιμο νερό πέφτουν θύματα βομβιστικής ενέργειας, άνθρωποι άλλης φυλής ή θρησκείας, κείτονται σε ανοιχτούς λάκκους μαζί με άλλα θύματα της ξενοφοβικής βίας και φυσικά, ο Λευκός Οίκος να σφυροκοπείται ανελέητα, όπως συνέβη το 1973 στο κοινοβούλιο της Χιλής από την αμερικανοκινούμενη χούντα του Πινοσέτ. Άραγε, πως θα αντιδρούσαμε σε μια αντίστοιχη εμπόλεμη κατάσταση μετά από μια χρόνια αναισθητοποίηση που μας έχει προκαλέσει η εξ αποστάσεως παρακολούθηση των ολέθριων συνεπειών των πολεμικών εγκλημάτων και των συνεχών συρράξεων σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου; Ποιος μας εγγυάται πως αυτή η επικίνδυνη αστάθεια δεν έχει φτάσει έξω από τη δική μας πόρτα;
Αυτό το κινηματογραφικό κέντημα γεγονότων, δίνει το έναυσμα για έναν απαραίτητο προβληματισμό στο κατά πόσο είναι εφικτό να συμβεί ένας εμφύλιος πόλεμος σε κάποια από τις κοινωνικοπολιτικά ταραγμένες κι οικονομικά δοκιμασμένες χώρες του Δυτικού Κόσμου. Πόσο κοντά είμαστε σε μια πιθανή πολιτική εκτροπή στις Η.Π.Α., οι οποίες διανύουν πλέον τα τελευταία χρόνια της παντοδυναμίας τους. Πως θα λήξει γι' αυτούς, αυτή η περίοδος; Άραγε τι θα συμβεί αν όλοι αυτοί οι πόλεμοι που δεκαετίες τώρα "εξάγουν" σε άλλες χώρες, περιοριστούν και ξεσπάσουν εντός των συνόρων των Ηνωμένων Πολιτειών;  




Ένα ακόμη στοιχείο που η συγκεκριμένη ταινία αναδεικνύει και κρίνει με εύστοχο τρόπο είναι η ηθική των εικόνων. Ο σκηνοθέτης Άλεξ Γκάρλναντ, ο οποίος έγραψε και το σενάριο της συγκεκριμένης ταινίας, θίγει σταδιακά το συγκεκριμένο θέμα μέσα από τους διαλόγους δυο προσώπων, της Λι μιας έμπειρης πολεμικής φωτορεπόρτερ, την οποία ερμηνεύει η Κίρστεν Ντανστ και της Τζέισι, μιας νεαρής φωτορεπόρτερ, την οποία υποδύεται η Κέιλι Σπέινι, που κάνει τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Την τετράδα συμπληρώνουν ο ταλαντούχος Βάγκνερ Μόοουρα που υποδύεται τον δημοσιογράφο που επιθυμεί να πάρει μια τελευταία δήλωση από τον πρόεδρο της Αμερικής και τον Στίβεν Χέντερσον, ο οποίος εκπροσωπεί τη φωνή της λογικής που προσπαθεί να ακουστεί μες στον παραλογισμό του πολέμου.
Από την μια πλευρά, η έμπειρη Λι υπηρετεί στην ωμή καταγραφή των γεγονότων, θεωρώντας πως ο ρόλος της είναι να συγκεντρώνει στοιχεία και ντοκουμέντα, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιήσουν άλλοι άνθρωποι, για να θέσουν τα κατάλληλα ερωτήματα που θα μπορέσουν να αναλύσουν τα ιστορικά γεγονότα. Κατά κάποιον τρόπο, το λειτούργημά της τοποθετείται στο πρώτο στάδιο διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Γι' αυτό το λόγο, βλέπουμε την πρωταγωνίστρια να παρατηρεί ατάραχη δυο βασανισμένους ανθρώπους που είναι κρεμασμένοι σε ένα επαρχιακό βενζινάδικο και ζητάει να τους φωτογραφίσει, δηλώνοντας στην νεαρή φωτορεπόρτερ που την ακολουθεί πως δεν τη νοιάζει αν είναι με τη μεριά των καλών ή των κακών διότι ο ρόλος της δεν είναι να ρωτά αλλά να καταγράφει. 
Από την άλλη, έχουμε τη νέα τάση του φωτογραφικού ρεπορτάζ, η οποία βλέπει αυτές τις εμπόλεμες σκηνές ως ευκαιρία καλλιτεχνικής έκφρασης. Ως μια νέα μορφή τέχνης που προορίζεται για μαζική κατανάλωση, όπου σ' αυτήν την κατηγορία, ο φωτορεπόρτερ δεν κυνηγάει μόνο την καταγραφή των γεγονότων αλλά και την αναγνωρισιμότητα μέσα από το έργο του. Κι αυτήν την αναγνωρισιμότητα, την κυνηγάει με κάθε τίμημα. 
Εδώ όμως τίθεται το εξής ερώτημα. Τελικά ο φωτορεπόρτερ και συγκεκριμένα ο πολεμικός ανταποκριτής, καταφέρνουν να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη για τα εγκλήματα που διαπράττονται σε πολεμικές συρράξεις ή όλος αυτός ο καταιγισμός εικόνων και βίντεο το μόνο που πετυχαίνει είναι να εξοικειώνει την ανθρωπότητα με τις φρικαλεότητες; Πάνω σ' αυτό το ζήτημα, ο σκηνοθέτης θέτει ανησυχητικά διλήμματα κι άβολους προβληματισμούς τόσο για το λειτούργημα των δημοσιογράφων όσο και για την ανθρωποφαγία και την απάνθρωπη αδιαφορία της υπερκαταναλωτικής δυτικής κοινωνίας. 
Και κάπου εδώ έρχεται να με εντυπωσιάσει η σκηνοθετική μαεστρία του δημιουργού, ο οποίος αναπτύσσει όλους τους παραπάνω προβληματισμούς ανάμεσα σε συγκλονιστικές σκηνές αδρεναλίνης, τις οποίες έζησα με μια απίστευτα πρωτόγνωρη ένταση, όπως για παράδειγμα το εφιαλτικό δεκάλεπτο όπου εμφανίζεται ο ταλαντούχος Τζέσι Πλίμον αλλά κι η πολιορκία του Λευκού Οίκου, η οποία καταφέρνει να κόψει την ανάσα κάθε απαιτητικού θεατή. Σημαντικό ρόλο στην ένταση των παραπάνω σκηνών έπαιξε κι ο βραβευμένος με όσκαρ ηχητικού μοντάζ Γκλεν Φρίμαντλ. 
Ο "Εμφύλιος Πόλεμος" δεν είναι μια ακόμη από τις πολλές αξιόλογες αντιπολεμικές ταινίες αλλά μια από τις πιο προβοκατόρικες δημιουργίες που έχει προσφέρει ο αμερικανικός κινηματογράφος τα τελευταία χρόνια. Είναι ένα κινηματογραφικό εγχείρημα που ενώ προσελκύει το κοινό με τις πολεμικές του σκηνές, τελικά καταφέρνει να το προβληματίσει με το ανησυχητικό του περιεχόμενο. Είναι ένα ύστατο καμπανάκι για το αδιέξοδο που έχει οδηγηθεί η αμερικανική κοινωνία συμπαρασύροντας μαζί της και τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Παρόλο που η ταινία σε προϊδεάζει για ένα δυστοπικό μέλλον, τελικά σε συνταράζει για την ειλικρινή της ανάλυση σε ένα υπαρκτό διχαστικό παρόν που βρίσκεται ένα βήμα πριν την εμφύλια σύρραξη. Για  όλους αυτούς τους λόγους, τη θεωρώ ως ένα αναπάντεχο κινηματογραφικό αριστούργημα και σίγουρα ως μια από τις καλύτερες και συγκλονιστικότερες ταινίες της φετινής χρονιάς. Επίσης, είναι μια ταινία που αξίζει οπωσδήποτε να την παρακολουθήσει κανείς σε κινηματογραφική αίθουσα.

Βαθμολογία: 9/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου