Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Το Μέλλον Διαρκεί Για Πάντα (2011)




Ο τρόπος με τον οποίον κατέλαβαν οι Αρχαίοι Έλληνες την Τροία σκοτώνοντας και τον τελευταίο της κάτοικο, πετώντας τον Αστυάνακτα που ήταν το βρέφος του Έκτορα από τα τείχη της πόλης, με απώτερο σκοπό να μην μείνει κανένας Τρώας ζωντανός για να εκδικηθεί στο μέλλον, τους γέμισε τύψεις. Αυτό το ασήκωτο βάρος της ατιμίας που ένα έθνος κατασπαράζει με τόση λύσσα ένα άλλο, στάθηκε η αφορμή να γραφτούν οι σπουδαίες τραγωδίες, των οποίων η διαχρονικότητα διατηρείται μέχρι σήμερα. Μία αντίστοιχη σχέση έχει σχηματιστεί τον τελευταίο αιώνα ανάμεσα σε Τούρκους και Κούρδους. Αυτή η απάνθρωπη καταπίεση που έχει οδηγήσει σε μια χρόνια κατασπάραξη των δύο λαών, έχει σταθεί αφορμή να ξεπεταχτούν ανυπέρβλητα κινηματογραφικά διαμάντια από την μεριά του κυρίαρχου λαού. Μια κραυγή ήθους και καταγγελίας από το υγιές κι ανθρώπινο κομμάτι των γειτόνων μας απέναντι στο έγκλημα που συντελείται ενάντια σε έναν αδύναμο κι απροστάτευτο λαό. Το "Μέλλον Διαρκεί για Πάντα" όχι μόνο ανήκει σ' αυτήν την κινηματογραφική κατακραυγή, αλλά το θεωρώ ως ένα μοναδικό αριστούργημα, που αδυνατώ να καταλάβω τους λόγους που δεν είναι ευρέως γνωστό και διακεκριμένο.
Το πρώτο πλάνο ξεθολώνει αργά βλέποντας ένα άλογο να τρέχει αλαφιασμένο σε έναν αγρό και στο βάθος να παίζει ένα μαγευτικό κομμάτι βγαλμένο από τα πιο ονειρικά παραμύθια της βαθιάς Ανατολής. Η ομορφιά του αλόγου, η δύναμη των ποδιών του κι η ταχύτητά του, γίνονται αντικείμενο θαυμασμού γεννώντας ένα αίσθημα ελευθερίας κι ελπίδας. Κι ενώ το παρακολουθούμε μαγεμένοι, κάποιες σφαίρες έρχονται να συνταράξουν την τέλεια αρμονία. Το άλογο παραπατά αλλά συνεχίζει να τρέχει ατρόμητο μέχρι οι σφαίρες να κόψουν το νήμα της ζωής του. Αυτό που σκεφτόμαστε είναι ότι μόνο ένας άκαρδος δειλός μπορεί να καταστρέψει την τέλεια ομορφιά. Μια ομορφιά που ακόμη κι ο θάνατος της φέρεται ευγενικά.
Το πλάνο σβήνει και μεταφερόμαστε σε ένα βαγόνι γεμάτο Κούρδους που τραγουδούν "Venceremos". Νέα πρόσωπα γεμάτα χαμόγελο και ζωντάνια, ξεχειλίζουν από μια ατέρμονη δίψα για ζωή παρόλο που βιώνουν την ασφυκτική πίεση των Τούρκων. Μέσα απ' αυτό το αυθόρμητο γλέντι, ξεπηδά η πρωταγωνίστρια της ιστορίας, η Σουμρού, μια γοητευτικότατη φοιτήτρια ηχοληψίας από την Κωνσταντινούπολη. Δε γνωρίζουμε από που έρχεται και που πηγαίνει, οπότε επικεντρωνόμαστε στο γράμμα που παίρνει από τον συνταξιδιώτη της Αχμέτ ο οποίος της ζητάει να το διαβάσει όταν θα 'ναι πια μόνη. Με αυτήν την επιθυμία σχηματίζεται μια σιωπηλή ακινησία εντός του τραίνο που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το τοπίο έξω που αλλάζει διαρκώς, δημιουργώντας μια κίνηση όχι μόνο γεωγραφική αλλά και χρονική. Παράλληλα το πρόσωπο της κοπέλας αποκτά μια χρυσαφιά απόχρωση που της προσφέρει η δύση του ήλιου, δημιουργώντας μας μια αίσθηση ηρεμίας ώστε να συνθέσουμε τα πρώτα κομμάτια του παζλ που θα μας βοηθήσουν στο ξετύλιγμα ενός δύσκολου κουβαριού.




Ας τα πάρουμε λοιπόν από την αρχή. Η Σουμρού φεύγει από την Κωνσταντινούπολη και ταξιδεύει προς το επικίνδυνο νοτιοανατολικό κομμάτι της Τουρκίας για να ηχογραφήσει ανατολίτικες ελεγείες. Με ένα μικρόφωνο συντροφιά, περιφέρεται στους δρόμους του Ντιγιαρμπακίρ συλλέγοντας ομιλίες, θορύβους κι άλλους ήχους της πόλης κι όταν αποζητά πιο ήρεμες καταστάσεις σκαρφαλώνει σαν γάτα στις στέγες των σπιτιών. Σε μία απ' τις βόλτες της θα γνωριστεί με τον Αχμέτ, έναν κινηματογραφόφιλο μποέμ τύπο που διαχειρίζεται την κινηματογραφική λέσχη της πόλης και πουλάει DVD στο δρόμο και τον Αντράνικ, έναν ηλικιωμένο φύλακα μιας ερειπωμένης εκκλησίας. Έχοντας πλέον συντροφιά τα δυο αυτά νέα πρόσωπα, η μικρή της παραμονή στην πόλη θα μετατραπεί σε ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα ταξίδια της ζωής της.  
Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο Ντιγιαρμπακίρ, η Σουμρού θα αρχίσει μια καταγραφή μαρτυριών από Κούρδους για τα εγκλήματα του κράτους προς αυτούς και τις οικογένειές τους. Μπροστά από έναν τοίχο με φωτογραφίες δολοφονημένων κι αγνοούμενων, διάφοροι συγγενείς τους θα αρχίσουν να εξιστορούν τις φρικαλεότητες που έπραξαν Τούρκοι στρατιώτες στα χωριά τους. Έχοντας την αίσθηση πως μιλούσαν πραγματικά θύματα του άτυπου αυτού πολέμου, άκουγα με μεγάλη προσήλωση τα λεγόμενά τους θαυμάζοντας το κουράγιο τους στη διεκδίκηση των οστών των δικών τους ανθρώπων. Σ' αυτές τις καταγραφές, μου έκανε μεγάλη αίσθηση η ψυχρή ακρόαση της Σουμρού σε αντίθεση με τον Αχμέτ που δυσκολεύεται να κρύψει τον πόνο του απέναντι σ' αυτά που ακούει. Όμως η ψυχρότητα της Σουμρού δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια προσπάθεια συγκράτησης του δικού της πόνου καθώς μέσα από τις μαρτυρίες των Κούρδων αναζητά την τύχη του αγαπημένου της, ο οποίος επέστρεψε πριν χρόνια στο κουρδικό χωριό του κι έκτοτε αγνοείται. 
Παράλληλα η Σουμρού βρίσκει στη συντροφιά του Αντράνικ μια οικογενειακή θαλπωρή, κάτι που την κάνει να τον επισκέπτεται συχνότερα. Μέσα από τις κουβέντες τους ανακαλύπτει τη δύναμη της μνήμης και την ανάγκη κάποιων ανθρώπων να τη διατηρούν άσβεστη. Παρόλο που οι κόρες του ζουν στην Ελβετία, εκείνος προτιμά την παραμονή του στην πόλη αυτή καθώς θεωρεί καθήκον να προστατεύσει την ερειπωμένη εκκλησία. Με αυτήν του την πράξη θεωρεί πως διαφυλάσσει την αιωνιότητα των ψυχών που είναι συνδεδεμένες με τον συγκεκριμένο ναό αλλά και με την ιστορία της πόλης και της αρμενικής κοινότητας. Η κορύφωση των συζητήσεών τους έρχεται όταν ο Αντράνικ ανακαλύπτει μια ξεχασμένη ελεγεία της μητέρας του. Ένα μοιρολόι που τραγουδούσε όταν έχασε το πρώτο της παιδί λίγο μετά την γενοκτονία των Αρμενίων. 
Έχοντας πλέον εισχωρήσει βαθιά στο δράμα των εθνικών μειονοτήτων της Τουρκίας, η Σουμρού αποφασίζει να επισκεφθεί το χωριό του συντρόφου της, ευελπιστώντας πως μόνο έτσι θα μάθει την αλήθεια για την μοίρα του. Την πρώτη κιόλας μέρα που φτάνει στο Χακάρι ακούει μια ακόμη συνταρακτική ιστορία από τους φιλόξενους κατοίκους του, όπου ένας γεροντάκος της περιγράφει την μέρα που οι Τούρκοι στρατιώτες είχαν βγάλει όλους τους χωρικούς στο δρόμο ενώ κάποιοι άλλοι μάζευαν όλα τα ζωντανά σε ένα μαντρί. Όταν άρχισαν να πυροβολούν τα ζώα αναγκάζοντας τους χωρικούς να γίνουν μάρτυρες σ' αυτό το μακάβριο θέαμα, ένα άλογο πήδησε από το φράχτη κι άρχισε να τρέχει αφηνιασμένο στους αγρούς. Ο ήχος του καλπασμού του κι η μορφή του που άρχισε να χάνεται στις πλαγιές των βουνών, πρόσφερε μια ανέλπιστη αγαλλίαση στους χωρικούς, οι οποίοι στη μορφή του αλόγου διέκριναν την πολυπόθητη ελευθερία που αποζητούν δεκαετίες τώρα.
Την επομένη μέρα, η Σουμρού ανηφορίζει προς το νεκροταφείο του χωριού. Η μαύρη της φιγούρα στο λευκό χιονισμένο τοπίο, σηματοδοτεί το σπαρακτικό βίωμα της επερχόμενης αποκάλυψης. Μέρες τώρα ξέρει πως μόνο με τον αβάσταχτο πόνο της απώλειας μπορεί να αφήσει το φάντασμα που κουβαλάει για χρόνια μέσα της. Μόνο με το κλάμα του αποχαιρετισμού μπορεί να μετατραπεί σε ένα ακόμη άλογο της ελευθερίας και να τρέψει ξανά ανέμελη στη γη της Τουρκίας. 
Όμως πριν την πολυπόθητη έλευση της ελευθερίας, ακολουθεί το πένθος. Το άλογο προς στιγμή χάνεται πίσω από μια πλαγιά και τη θέση του παίρνει πάλι η μαυροφορεμένη φιγούρα της Σουμρού, να περιφέρεται σε έναν ερειπωμένο τόπο, θέλοντας να δείξει πως το πένθος συνοδεύεται με την μοναχικότητα. Στη συγκεκριμένη περίσταση το πένθος συντροφεύεται με ένα αρμένικο νανούρισμα. Μια απόκοσμη μελωδία που ξεπετιέται από τα ουράνια προκαλώντας ένα πρωτόγνωρό ρίγος συναισθηματικής φόρτισης. Μ' αυτόν τον τρόπο, ο δημιουργός καταφέρνει να ενώσει όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτου φυλής και θρησκείας, δείχνοντας πως δεν υπάρχουν νικητές στους πολέμους παρά μόνο θύματα. Κι έτσι επανερχόμαστε στην αρχή της ταινίας όπου ακούγονται τα λόγια του Ιταλού συγγραφέα Τσεζάρε Παβέζε, ο οποίος αναρωτιέται το εξής: "όταν ο πόλεμος τελειώσει μια μέρα, θα πρέπει να ρωτήσουμε τους εαυτούς μας. Τι θα κάνουμε με τους νεκρούς; Γιατί πέθαναν;"




Πάει καιρός από την τελευταία φορά που μια ταινία με κράτησε αποσβολωμένο στη θέση μου, να παρατηρώ μουδιασμένος γι' αρκετή ώρα την άδεια οθόνη. Στη συγκεκριμένη ταινία δεν ήταν μόνο η ιστορία κι οι μαρτυρίες των Κούρδων που με συγκλόνισαν. Ήταν τα ονειρικά πλάνα της τουρκικής υπαίθρου, οι μυρωδιές κι οι θόρυβοι των σοκακιών του Ντιγιαρμπακίρ, τα μυσταγωγικά κάδρα των εσωτερικών χώρων όπου επικρατούν τα γήινα χρώματα και το τουρκικό τυρκουάζ που συνηθίζουμε να συναντάμε στη γειτονική μας χώρα, ήταν οι συμβολισμοί, ειδικά οι σκηνές με το άλογο, ήταν η συγκινητική μουσική και τα ανθρώπινα λόγια των προσώπων που συμμετείχαν στην ιστορία. Ένα απίστευτο πάντρεμα πολλών παραγόντων που δημιούργησαν μια αξεπέραστη για τα δικά μου δεδομένα ταινία. Ένα αριστούργημα αυθεντικό κι ειλικρινές που αξίζει περισσότερη αναγνωρισιμότητα απ' αυτή που του πρόσφερε το Φεστιβάλ του Τορόντο. Γι' αυτό κι είμαι βέβαιος πως όσο καιρός κι αν περάσει, ποτέ δε θα καταλάβω γιατί αυτή η ταινία δεν έχει ακουστεί όσο θα 'πρεπε. 
Από το λίγο που έψαξα για τον σκηνοθέτη Οζκάν Άλπερ, διαπίστωσα πως είναι μια περσόνα που προτιμά την ατομική διείσδυση στον πολιτισμό και την ιστορία του τόπου του παρά στη δημιουργία δημοσίων σχέσεων. Στο ενεργητικό του έχει τέσσερις μόνο ταινίες, οι οποίες έχουν μια χρονική απόσταση η μία με την άλλη, κάτι που φανερώνει πως προτιμά την συλλογή υλικού ώστε να δημιουργήσει κάτι ουσιώδες και πλήρες παρά στη μαζική παραγωγή ταινιών. Παρά την μικρή του φιλμογραφία, ομολογώ πως μέσα απ' αυτήν την ταινία, βρήκαν άψογη την κινηματογραφική του ματιά, η οποία φαίνεται πως είναι επηρεασμένη από άλλους μεγάλους Ευρωπαίους δημιουργούς. Εξάλλου ο ίδιος αποτίει έναν φόρο τιμή σε δύο απ' αυτούς, στον σπουδαίο Θόδωρο Αγγελόπουλο μέσα από τη σκηνή όπου ο Αχμέτ παρακολουθεί μαγεμένος το "Βλέμμα του Οδυσσέα" (είναι συγκινητικό να ακούς την μελωδία της Ελένης Καραΐνδρου στα πέρατα της Μικράς Ασίας) και στον Αντρέι Ταρκόφσκι με την αφίσα της κινηματογραφικής λέσχης που αναγγέλλει την προβολή της ταινίας Στάλκερ. Αυτός ο σπάνιος αλλά συγκινητικός φόρος τιμής προς τους "δασκάλους" του, προσφέρουν μια επιπλέον αξία στη συγκεκριμένη ταινία. 
Σκηνοθετικά μαγεύτηκα από τα πλάνα της ταινίας. Η άγρια ομορφιά της τούρκικης υπαίθρου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις ευαίσθητες ψυχές των προσώπων της ιστορίας. Όμως η φύση κάνει πάντα το θαύμα της αγκαλιάζοντας ολόκληρη την πλάση είτε με την πρωινή ομίχλη είτε με το χιόνι. Έπειτα, τα άγνωστα τοπία της ανατολικής Τουρκίας κουβαλούν μια αγριάδα ενώ παράλληλα έχουν μια ομοιότητα με τα δικά μας μέρη. Παρατηρείς τις πόλεις, τους δρόμους, τους ανθρώπους και συνειδητοποιείς όλο και περισσότερο πως δε διαφέρουμε σε τίποτα με τους Τούρκους. Ίσως αυτοί να διατηρούν λίγη παραπάνω αυθεντικότητα καθώς νιώθουν περήφανοι για την ανατολίτικη τους ιδιοσυγκρασία σε αντίθεση με μας που έχουμε μασκαρευτεί με την όψη του Δυτικοευρωπαίου χάνοντας ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μας.  
Έπειτα έχουμε μια ομάδα ηθοποιών που παίζουν με απίστευτη φυσικότητα τους ρόλους τους. Η Γκέι Γκιουρσέλ στο ρόλο της Σουμρού έχει μια γοητευτική ανατολίτικη ομορφιά που η ίδια την προστατεύει με την απόσταση που κρατάει από τα πρόσωπα και τα γεγονότα που υπάρχουν γύρω της. Σαν ένα διάφανο αερικό που περιφέρεται με διακριτικές χορευτικές φιγούρες στην πόλη και στις ταράτσες, ξέροντας πως διανύει τις τελευταίες μέρες της ψυχικής της αγνότητας. Από την άλλη ο Ντουρουκάν Ορντού, ερμηνεύει με γλυκό τρόπο τον Αχμέτ που διστάζει να εκφράσει στην Σουμρού το πόσο ερωτευμένος είναι μαζί της. Δέχεται όμως να την ακολουθήσει στο επικίνδυνο ταξίδι που επιθυμεί να κάνει στο Χάκαρι όταν εκείνη του εξομολογείται την δική της ιστορία. Ο ίδιος τη συνοδεύει κρατώντας μια επιπλέον απόσταση μαζί της, θεωρώντας την εύθραυστη εξαιτίας του δικού της δράματος αλλά κι επειδή επιθυμεί να αποκρύψει τον δικό του καημό. Δυο πρόσωπα ευαίσθητα που προσπαθούν να επουλώσουν ο ένας τις πληγές του άλλου με μια συγκινητική ανιδιοτέλεια.
Το "Μέλλον Διαρκεί Για Πάντα" είναι ένα μοναδικό αριστούργημα που βρέθηκε αναπάντεχα μπροστά μου, γεμίζοντάς με συγκίνηση κι ανθρωπιά, αλλά κυρίως δίνοντάς μου ένα ερέθισμα πως στη γεωγραφική μας γειτονιά υπάρχουν κι άλλα τόσα αριστουργήματα που δεν έχουν ακουστεί και περιμένουν καρτερικά να τα ανακαλύψουμε. Η συγκεκριμένη ταινία αποδειχθήκε πως είναι ένας κινηματογραφικός θησαυρός, ο οποίος όσο πιο δύσκολα ή αναπάντεχα τον βρίσκει κάποιος τόσο περισσότερο τον επιβραβεύει με ιστορίες, πρόσωπα, τοπία, συναισθήματα και μουσική. Γι' αυτόν τον λόγο, η ταινία του Οζκάν Άλπερ είναι ένα σκληρό αντιπολεμικό ποίημα γεμάτο ψυχή κι ανθρωπιά. Ένα σπάνιο κινηματογραφικό κράμα. 

Βαθμολογία: 10/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου