Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

Ιστορίες από το Δάσος με τις Καστανιές (2019)

 



Σε δυο βδομάδες ολοκληρώνεται το πιο δυστοπικό έτος που έχουμε ζήσει τις τελευταίες δεκαετίες, ευελπιστώντας με μια παιδική αφέλεια πως θα είναι και το τελευταίο. Όπως ήταν αναμενόμενο απ' αυτές τις πρωτόγνωρες συνθήκες, ο κινηματογράφος ως τέχνη αλλά κι ως φυσικός χώρος, είχε με τη σειρά του αντίστοιχες δυσάρεστες συνέπειες όπως κι άλλοι τομείς του πολιτισμού και της οικονομίας. Όμως πολλά κινηματογραφικά φεστιβάλ κατάφεραν να βρουν μια διέξοδο μέσα από το διαδίκτυο για να μας προβάλουν φετινές παραγωγές. Με τη δυνατότητά αυτή είχα την τύχη να απολαύσω ένα ιδιαίτερο αριστούργημα σπάνιας αισθητικής και λυρικού κάλλους που είχα καιρό να μαγευτώ, μέσα από τη διαδικτυακή πλατφόρμα του 33ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου. Ένα μυσταγωγικό πάντρεμα κίνησης από Μπέλα Ταρρ, φωτισμού από Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν, διαλόγων από αδελφούς Ταβιάνι καθώς κι εσώψυχων προβληματισμών και στατικών μορφών από τον δικό μας τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Οι "Ιστορίες από το Δάσος με τις Καστανιές" είναι ένα ιδιαίτερο κινηματογραφικό ποίημα που ανυπομονώ να απολαύσω την επόμενη φορά στη μεγάλη οθόνη μιας σκοτεινής αίθουσας. 
Η ιστορία μας ταξιδεύει σε μια σημαδεμένη από τις διεκδικήσεις γωνιά της Ευρώπης, κοντά στα τότε ιταλογιουγκοσλαβικά σύνορα. Αυτή η όμορφη κι οπτικά ήρεμη βορειοδυτική γωνιά των Βαλκανίων, υπήρξε κάποτε μήλον της έριδος για αυτοκρατορίες, μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και βαλκάνιους λαούς καθώς Αυστροούγγροι, Οθωμανοί, Σλάβοι, Ιταλοί και Γερμανοί διεκδικούσαν για χρόνια τα σπουδαία λιμάνια της Τεργέστης και της Ριέκα. Οι επεκτατικοί αγώνες και οι συνεχείς μετακινήσεις πληθυσμών άφησαν πίσω τους ένα κράμα λαών, εθίμων και γλωσσών. Ένα ειρηνικό σμίξιμο που γίνεται εμφανές στη συγκεκριμένη ταινία όπου τα ιταλικά παντρεύονται τόσο όμορφα κι αρμονικά με τη σλοβένικη διάλεκτο. 
Τα πρόσωπα που κινούνται στα ονειρικά πλάνα της ταινίας, είναι ταλαιπωρημένα αλλά όχι παραδομένα. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που διατηρούν ως το τέλος του έγγαμου βίου τους μια αγνή παιδική αγάπη και μια ανιδιοτελής θαλπωρή που αγγίζει τις πιο ευαίσθητες συναισθηματικές μας χορδές, μια κοπέλα που ζει μόνη της πουλώντας κάστανα καθώς ο σύντροφός της ξενιτεύτηκε για δουλειά κι ένας γιατρός που έχει χάσει το όραμά του και τη διάθεσή του να τηρεί τον όρκο του Ιπποκράτη καθώς νιώθει πως βρίσκεται καταδικασμένος σε μια γωνιά της Ευρώπης που είναι ξεχασμένη από τον θεό. Ανάμεσα σ' αυτά τα πρόσωπα θα σχηματιστεί μια αλληλουχία όπου θα κοντραριστεί η ελπίδα με την απελπισία και η επιμονή με την ηττοπάθεια. Παράλληλα με μια άκρως συγκινητική κίνηση δίνεται η σκυτάλη από τη μια γενιά στην άλλη. Μια ώθηση σ' αυτούς που φεύγουν με εφόδιό τους την ελπίδα, αφήνοντας μια υπόσχεση λησμονιάς για όσους μένουν πίσω για να διαφυλάξουν τη μνήμη του τόπου. 
 



Η ιστορία χωρίζεται σε τρία κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στον Μάριο, ένα γεροντάκο που ζει μαζί με την γυναίκα του στην ύπαιθρο της Σλοβενίας φτιάχνοντας κασόνια για τους νεκρούς. Ένας επίμονος ξυλουργός που αγαπάει την τέχνη του, σκαλίζοντας με καλοσύνη το "κέλυφος" που μεταφέρει τους ανθρώπους στον άλλο κόσμο. Παράλληλα παραμένει κι ένα μικρό παιδί που θέλει να κερδίζει στα παιχνίδια που στήνονται στους παραδοσιακούς καφενέδες σε σημείο να παρεξηγείται βαριά όταν νιώθει πως τον αδικούν. Μέσα από το καλοσυνάτο του βλέμμα ξεχειλίζει μια αναλλοίωτη παιδικότητα που κουβαλάει την ευγένεια και τη σοφία της τρίτης ηλικίας. Στο λυκόφως της ζωής του, θα ανατραπούν όλα με την αρρώστια της γυναίκας του που θα την οδηγήσει στο θάνατο. Ο ίδιος έχοντας απορροφηθεί από τη δουλειά και τις οικονομίες που κάνει, θα αργήσει να αντιληφθεί τη δύσκολη κατάσταση της γυναίκας του. Παρόλα αυτά θα την φροντίσει με συγκινητική θαλπωρή ως το τέλος φτάνοντας στη συνταρακτική σκηνή να της παίρνει τα μέτρα για το φέρετρο ενώ εκείνη βρίσκεται ανήμπορη στο κρεβάτι, ξέροντας πως το τέλος είναι κοντά. Μοναδική της παρηγοριά είναι οι αναμνήσεις των παιδικών της χρόνων και της μετέπειτα έγγαμης ζωής της, προσφέροντάς μας δυο συγκινητικές αλληγορικές σκηνές όπου τρία φαντάσματα της τραγουδούν τα κάλαντα φέρνοντάς της ως δώρο ένα ζευγάρι καινούργιες παντόφλες ενώ μια ορχήστρα μπαίνει την επομένη στο σπίτι της και σέρνει τους καλεσμένους στο χορό για να γιορτάσουν το γάμο της. 
Στο δεύτερο κεφάλαιο έχουμε την ιστορία μας νεαρής κοπέλας της Μάρτα, η οποία πουλάει κάστανα για να βιοποριστεί. Σε μια αναποδιά που της συμβαίνει καθώς μεταφέρει κάστανα στην αγορά, θα συναντηθεί με τον Μάριο, ο οποίος ενώ  περιπλανιέται άσκοπα στο δάσος μετά το θάνατο της γυναίκας του, θα διακρίνει ένα σύνολο κάστανων να παρασέρνεται στη ροή του ποταμού. Αυτό το θέαμα θα τον οδηγήσει στην κοπέλα που προσπαθεί να περισώσει την πραμάτεια της. Αμέσως τρέχει να τη βοηθήσει, ξεκινώντας με την πράξη του αυτή μια όμορφη αλλά σύντομη φιλία. Στις συζητήσεις που θα ακολουθήσουν εκείνος θα διαπιστώσει πως δεν είχε δώσει την κατάλληλη σημασία στη γυναίκα του καθώς δε θυμόταν καμιά από τις ιστορίες που εκείνη του έλεγε όσο ήταν ζωντανή ενώ παράλληλα προσπαθεί να περάσει την πικρή αλήθεια της ξενιτιάς στην κοπέλα όταν μαθαίνει πως ο άνδρας της έχει φύγει μετανάστης ενώ εκείνη επιθυμεί να πάει στην Αυστραλία. "Μας στέλνουν φωτογραφίες με αμάξια και χαμόγελα αλλά ξέρουμε πως όλα είναι ψέματα. Φεύγουν για εργάτες και τελικά καταλήγουν να ζουν σε τρώγλες που έχουν χειρότερες συνθήκες απ' αυτές που είχαν στους τόπους τους". Ανάμεσά τους ξεπηδάει ένας εποικοδομητικός αντίλογος όπου η παλιά γενιά προσπαθεί να βρει τρόπους και ιδέες για να διατηρήσει ζωντανό τον τόπο που γεννήθηκε, πρόκοψε και γέρασε κι από την άλλη η νέα γενιά που επιθυμεί να κυνηγήσει την τύχη της αλλού έχοντας δίψα για ζωή και πρόοδο. Παρόλο που δε συμφωνεί ο γεροντάκος με την κοπέλα, αποφασίζει να την βοηθήσει οικονομικά για το ταξίδι της στην Αυστραλία. Με μια πράξη ανιδιοτελούς καλοσύνης της δίνει λεφτά από το κομπόδεμά του καθώς θέλει ο δικός του επίλογος να σηματοδοτήσει την δικιά της νέα αρχή με την ελπίδα πως ο ίδιος θα μείνει ως μια καλή ανάμνηση που θα κουβαλάει από την πατρίδα της η κοπέλα.
Το τρίτο κεφάλαιο είναι μικρό και λειτουργεί ως επίλογος καθώς αναφέρεται στον ξεχασμένο γιο του Μάριο, τον Τζερμάνο. Παρόλο που έγραφε ο γεροντάκος συνέχεια γράμματα στο γιο του, ποτέ δε του τα έστελνε. Κι ενώ υπάρχει καλοσύνη κι αγάπη στα κείμενά του, πάντα το χαρτί κατέληγε στο συρτάρι. Ίσως να μην ήθελε να φουντώσει την νοσταλγία του γιου του για τον τόπο του και τους γονείς του. Ίσως να μην ήθελε να τον γεμίσει ενοχές που άφησε μόνους τους δυο του γονείς. Εκεί κατανοούμε την πίκρα που εξέφραζε ο Μάριο στην Μάρτα για τη ξενιτιά. Θα είναι πια αργά όταν τελικά αποφασίσει να στείλει τα γράμματα αυτά στο γιο του, καθώς θα τον έχει προλάβει η έλευση του δικού του τέλους.




Ειλικρινά δε ξέρω τι να πρωτοσχολιάσω για τη συγκεκριμένη ταινία. Τα κάδρα της είναι ονειρικά τόσο στους εξωτερικούς χώρους όπου κυριαρχεί η σιωπηλή μαγεία της φύσης όσο και με τους εσωτερικούς χώρους όπου ο φωτισμός έχει μια άκρως νοσταλγική νότα, δίνοντας έναν ιδιαίτερο τονισμό σε νεκρές φύσεις πάνω στα τραπέζια και στα πρόσωπα που υπάρχουν και κινούνται μέσα σε δωμάτια όπου πλανάται η σκόνη της στασιμότητας και της λησμονιάς. Ένα φως που δίνει την εντύπωση πως βγαίνει από τα πιο βαθιά σημεία των αναμνήσεών μας προκαλώντας ένα απέραντο αίσθημα νοσταλγίας και χαρμολύπης. Ομολογώ πως είχα χρόνια να μαγευτώ από τόσο όμορφα κάδρα εσωτερικού χώρου. Έπειτα είναι η μουσική, με τα υπέροχα βιολιά να γεμίζουν τις σιωπηλές στιγμές των προσώπων καθώς και τις βουβές τους περιπλανήσεις. Μελωδίες ονειρικές που αντικαταστούν απαλά κι ευεργετικά τα κελαηδήματα των πουλιών και τον απαλό φλοίσβο των κυμάτων. Επίσης συγκινήθηκα αρκετά με τις ερμηνείες των ηθοποιών και κυρίως του Ιταλού Massimo De Francovich στο ρόλο του Μάριο ενώ η σκηνοθετική δουλειά του νεαρού Γκρέγκορ Μπόζιτς, μας αφήνει μεγάλες προσδοκίες για μελλοντικές κινηματογραφικές συγκινήσεις.
Όσο για την ταινία, θεωρώ πως πλημμυρίζει τους θεατές με μια πανδαισία συναισθημάτων ζεστών κι ανθρώπινων. Με μια ταπεινή διακριτικότητα περιγράφει το δράμα της προσφυγιάς με τα καραβάνια των ανθρώπων που διασχίζουν τα δάση έχοντας μια βαλίτσα στο χέρι αλλά και της μετανάστευσης τόσο με την επικοινωνία που έχουν οι κάτοικοι με τους ξενιτεμένους όσο και με τις βουβές φιγούρες που στέκουν στη θάλασσα και θλιμμένες αγναντεύουν τον ορίζοντα καθώς ετοιμάζονται να επιβιβαστούν.
Οι "Ιστορίες από το Δάσος με τις Καστανιές" είναι ένας φόρος τιμής γιας μια περίοδο που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ένας ύμνος για έναν τρόπο ζωής που χάθηκε στη λησμονιά του παρελθόντος, σβήνοντας πολλά στοιχεία ανθρωπιάς κι ευγένειας που κουβαλούσαν οι λαοί τότε. Παράλληλα είναι μια επισκόπηση της περιόδου που υψωνόταν το Σιδηρούν Παραπέτασμα, χωρίζοντας τους ανθρώπους σε δυο κόσμους, αναγκάζοντας αρκετούς να μεταναστεύσουν από τη μια μεριά στην άλλη πριν προλάβουν να εγκλωβιστούν στο μη επιθυμητό "στρατόπεδο". Είναι ένα μυσταγωγικό ποίημα για τη χαρμολύπη των αναμνήσεών μας, την αγάπη για τον τόπο μας, τη θλίψη του ξενιτεμού και για τον πόνο της απώλειας.

Βαθμολογία: 9/10 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου