Ο κινηματογράφος είναι ένα περίεργο θαύμα της καθημερινότητάς μου. Ξεκίνησε πριν μερικές δεκαετίες ως συντροφιά και διασκέδαση για να καταλήξει σήμερα ως μία μορφή αερικού που με συνοδεύει σε κάθε μου στιγμή. Για μένα οι ταινίες είναι αφορμές αναζητήσεων και διαλόγων πάνω στη μνήμη, στην ιστορία, στον ανθρωπισμό, στην κουλτούρα άλλων εθνών αλλά και στα σημεία που ενώνονται όλοι οι λαοί. Η σχέση μου αυτή έχει γίνει τόσο στενή, μ' αποτέλεσμα να ανακαλύπτω ταινίες και μέσα από τα ταξίδια μου. Κάπως έτσι συναντήθηκα με τη συγκεκριμένη ταινία.
Μέσα από το ταξίδι σε Νότια Ιταλία και Σικελία, περιπλανήθηκα σε άγνωστη πλευρά αυτής της χώρας. Στα μικρά χωριά της Καλαβρίας και των Μπασιλικάτων συνάντησα μία άλλη Ελλάδα. Το πέρασμά μας από την πανέμορφη Ματέρα, μου έφερε στη θύμησή μου το βιβλίο του Κάρλο Λέβι, "Ο Χριστός Σταμάτησε στο Έμπολι", το οποίο έχει γυριστεί και σε ταινία. Ήταν θέμα χρόνου να την αναζητήσω.
Η ιστορία μας γυρίζει λίγο πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η τότε φασιστική κυβέρνηση της Ιταλίας εξόριζε τους πολιτικούς της αντιπάλους στα ξεχασμένα χωριά του νότου. Σ' ένα απ' αυτά στέλνουν τον γιατρό Κάρλο Λέβι. Περιορισμένος σ' ένα από τα άγρια βουνά του νότου, θα ρθει σε επαφή με μία άλλη Ιταλία ενώ η παραμονή του στο χωριό θα σταθεί αφορμή για να γνωρίσει μία άλλη πάστα ανθρώπων, οι οποίοι θα τον υποδεχτούν στην αρχή επιφυλακτικά αλλά στο τέλος θα τον λατρέψουν.
Στο πρώτο πλάνο συναντάμε τον ήρωα γερασμένο να στέκεται σε μία μεγάλη αίθουσα γεμάτη πορτραίτα. Τα παρατηρεί όλα με θλίψη και συμπόνια. Με τις σκέψεις του φανερώνει πως στάθηκε ανάξιος σε μία υπόσχεση που είχε δώσει κάποτε, μ' αποτέλεσμα να κουβαλάει ένα μεγάλο βάρος ως τα γεράματά του. Κρατώντας αυτό το στοιχείο, επιστρέφουμε στο παρελθόν. Τελευταίο κομμάτι του σύγχρονου τότε πολιτισμού, ήταν ο σιδηροδρομικός σταθμός του Έμπολι, όπου αποβιβάστηκε ο γιατρός μαζί με δύο αστυνομικούς. Από εκεί θα συνέχιζαν οδικώς προς τα χωριά του νότου.Στο πλάνο της αποβάθρας, το βλέμμα πέφτει πάνω σε έναν παρατημένο σκύλο. Με θλιμμένο βλέμμα, κάθεται δίπλα σε μία πηγή και παρατηρεί τους επιβάτες που αποβιβάζονται από το τραίνο. Ο γιατρός σκύβει να τον χαϊδέψει και βρίσκει ένα χαρτί που είναι κρεμασμένο στο λαιμό του το οποίο γράφει "Το όνομά μου είναι Βαρόνος. Όποιος με βρει ίσως να με λυπηθεί". Είναι μία στιγμή όπου μία μεγάλη φιλία γεννιέται, κάνοντας τη συγκίνηση να κορυφώνεται από τα πρώτα λεπτά της ταινίας, καθώς ο σκύλος με δικιά του πρωτοβουλία, ακολουθεί το νέο του φίλο στην εξορία.
Στο χωριό ο γιατρός συναντιέται αρχικά με τον κοινοτάρχη, ο οποίος είναι φασίστας. Με ευγενικό τρόπο του εξηγεί τους κανονισμούς και του απαγορεύει την οποιαδήποτε επικοινωνία με τους υπόλοιπους εξόριστους του χωριού. Αυτό έχει ως συνέπεια να περιφέρεται μόνος του και να ανταλλάζει κλεφτές ματιές με τους ομοϊδεάτες του. Με τον καιρό όμως έρχεται όλο και πιο κοντά με τους κατοίκους του χωριού. Ακούει τις ιστορίες τους, τα προβλήματά τους αλλά και την εικόνα που έχουν για τον κόσμο.
Μέσα από αυτές τις συζητήσεις συνειδητοποιεί πως κάθε άνθρωπος έχει κάτι διαφορετικό να του διηγηθεί. Ο φοροεισπράκτορας του ανοίγει την καρδιά του, λέγοντάς του πως πονάει που κάνει αυτήν την δουλειά. Δε θέλει να κατάσχει πράγματα από τις φτωχές οικογένειες αλλά δε μπορεί να κάνει αλλιώς διότι το κράτος τον κυνηγά. Έτσι βρίσκεται ολομόναχος ανάμεσα σε κράτος και χωρικούς. Από παντού δέχεται επιθέσεις κι αυτό του σπαράζει την καρδιά. Γι' αυτό όποτε βρίσκει ήρεμες στιγμές, βγάζει το κλαρινέτο του και παίζει μουσική. Οι μελωδίες που ακολουθούν μετά την εξομολόγηση, φανερώνουν τον πόνο που κρύβει αυτός ο άνθρωπος μέσα του.
Μεγάλο ενδιαφέρον όμως έχει κι ο νεκροθάφτης του χωριού, ο οποίος λατρεύει να λέει ιστορίες στον γιατρό. Αυτό όμως που με συγκίνησε περισσότερο ήταν όταν είπε στον Κάρλο Λέβι πως ολόκληρο το χωριό πατάει πάνω στα κόκαλα των προγόνων. Κάτω από κάθε σπίτι είναι θαμμένα τα οστά παλιών συγγενών. Μ' αυτόν τον τρόπο κατάφερε να αποδείξει το εφήμερο πέρασμά μας απ' αυτήν τη γη, το οποίο για τους απλούς ανθρώπους δεν πάει χαμένο καθώς γίνονται το έδαφος στο οποίο θα πορευθούν οι επόμενες γενιές. Η σκέψη και μόνο πως πατάς πάνω στους προγόνους σου, σου δημιουργεί ρίζες και σε κρατάει δέσμιο με τον τόπο σου. Ίσως ήταν κι αυτός ο λόγος που κάποιοι κάτοικοι αρνήθηκαν να μεταναστεύσουν στην Αμερική και στην Ρώμη αλλά κι αφορμή σε όσους έφυγαν για να επιστρέψουν ξανά.
Η μετανάστευση ήταν ένας βίαιος ξεριζωμός των ανθρώπων του άγριου νότου. Αρκετοί απ' αυτούς όμως δεν άντεξαν κι επέστρεψαν. Ο ένας αγόρασε αυτοκίνητο κι ο άλλος άνοιξε ένα καφενείο με τα λεφτά που έβγαλαν στην Αμερική. Και κάθε βράδυ, μαζεύονται όλοι εκεί και τραγουδούν για τον πόνο της ξενιτιάς αλλά και για την δυσκολία της επιβίωσης στον τόπο τους. Ανατρίχιασα με τα λόγια ενός γέρου, ο οποίος είπε με καημό πως το χωριό είναι χωρισμένο στα δύο κι ανάμεσά τους υπάρχει ένας μεγάλος ωκεανός.
Επίσης μεγάλη φυσιογνωμία του χωριού ήταν κι ο παπάς. Κι αυτός με δυσμενής μετάθεση στο χωριό, προσπαθούσε να πνίξει τον πόνο του στο ποτό. Ο μόνος που τον καταλαβαίνει είναι ο γιατρός κι αυτό βοηθήσε σε μία εξομολόγησή του, όπου φανερώνεται πως ο πότης παπάς τελικά είναι ένας συγγραφέας και ζωγράφος αγίων, ο οποίος μαραζώνει μέρα με την μέρα στο χωριό. Τους κατοίκους τους αποκαλεί βέβηλους κι άγριους αλλά τους δικαιολογεί διότι ο τόπος τους αναγκάζει να ζουν μ' αυτόν τον τρόπο. Εκπληκτική η περιγραφή της φθοράς. "Το χωριό γκρεμίζεται. Η βροχή βοηθάει στο έργο αυτό. Δεν υπάρχουν δέντρα να την συγκρατήσουν κι έτσι γλείφει τα θεμέλια των σπιτιών και λιώνει τον πηλό". Κάπως έτσι λιώνουν κι οι ανθρώπινες ψυχές του χωριού. Εξαιρετικός όμως κι ο αντιπολεμικός του λόγος τη βραδιά των Χριστουγέννων, που αναγκάζει τους φασίστες να φύγουν εξοργισμένοι από την εκκλησία. Αυτός όμως ήρεμος, συνεχίζει το κήρυγμα αγάπης στους χωρικούς που έμειναν στο ναό για να τον ακούσουν, καθώς από τον προαύλιο ακούγονται φασιστικά τραγούδια μίσους.
Ο χρόνος για τα χωριά της Νότιας Ιταλίας έχει μείνει στάσιμος αιώνες πριν κάτι που δε μπορεί να το μάθει κανείς αν δεν κατηφορίσει στην περιφέρεια της Ματέρα και της Καλαβρία για να το συνειδητοποιήσει. Ο γιατρός στέλνει γράμματα στη γυναίκα του και στην αδελφή του, όπου σχολιάζει την άθλια κατάσταση των χωριών αλλά τα κείμενά του πέφτουν πάνω στη λογοκρισία του κοινοτάρχη και κόβονται, κάτι που αναγκάζει τον ήρωα να αναζητήσει έναν άλλο τρόπο καταγραφής, την ζωγραφική. Μέσα από τα σχέδια και τα χρώματα προσπαθεί να αποτυπώσει την άγρια φύση των κατοίκων του χωριού.
Όταν έρχεται το τέλος της εξορίας του, ένα γλυκόπικρο συναίσθημα τον κυριεύει. Από την μία χαίρεται που επιστρέφει στην πατρίδα του αλλά από την άλλη πονάει που αφήνει πίσω όλους αυτούς τους ανθρώπους που αγάπησε και τον αγάπησαν. Την μέρα που αναχωρεί, βρέχει και πίσω από το θαμπό παράθυρο σβήνει η όψη του χωριού. Ένας από τους πιο ποιητικούς επιλόγους ταινιών που έχω παρακολουθήσει.
Η ταινία είναι πλούσια από υπέροχα πλάνα τόσο μέσα στο χωριό όσο και στους αγρούς του. Καθώς περιφέρεται ο ήρωας στα σοκάκια, μαθαίνουμε τα έθιμα και τις παραδόσεις, όπως για παράδειγμα τις μαύρες κορδέλες του πένθους πάνω από τις πόρτες, τον ευνουχισμό των χοίρων, τα γιατροσόφια των ηλικιωμένων αλλά και τα μοιρολόγια που μοιάζουν τόσο πολύ με τα δικά μας. Επίσης το έργο πατάει πάνω στις εκπληκτικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών με μεγάλη έκπληξη την εξαιρετική Ειρήνη Παππά.
Το χωριό ανάμεσα σε βράχια και θάμνους, δε λειτουργεί παραπάνω από μία προέκταση του βουνού. Οι λήψεις από ψηλά δείχνουν τις σκεπές να δένουν με τα γήινα χρώματα της υπαίθρου. Άνθρωπος και φύση ζουν αρμονικά σ' αυτές τις ξεχασμένες γωνιές της χώρας. Η ισορροπία αυτή φαίνεται και στην ύπαιθρο καθώς συναντάμε τους κατοίκους να σκύβουν και να καλλιεργούν τη γη που θα τους ταΐσει. Ενώ στο τέλος όπου γινόμαστε μάρτυρες στην αποκορύφωση του φασισμού, οι άνθρωποι παραμένουν διασκορπισμένοι στα χωράφια κι υψώνουν το κεφάλι στον ουρανό για να ακούσουν την προπαγάνδα. Γι' αυτούς ο πόλεμος είναι μακρινός, απόκοσμος κι αδιάφορος. Γι' αυτό δεν πανηγυρίζουν με τις προελάσεις του ιταλικού στρατού στην Αφρική.
Η ταινία όμως έχει κι ένα άκρως συγκινητικό soundtrack του Piero Piccioni το οποίο δίνει επιπλέον ένταση στην ήδη φορτισμένη ταινία. Η μελωδία του κρύβει τη νοσταλγία αλλά και την αγριότητα των ορεινών χωριών στα Μπασιλικάτα.
Η ταινία "Ο Χριστός Σταμάτησε στο Έμπολι" δεν είναι μόνο μία στιγμή κινηματογραφικού μεγαλείου για τον ιταλικό κι ευρωπαϊκό κινηματογράφο αλλά και μία απόδειξη πως μπορούν να συμβούν θαύματα όταν σμίγουν δύο είδη τεχνών (λογοτεχνία και κινηματογράφος). Μετά την προβολή της ταινίας, βάλθηκα να διαβάσω και το βιβλίο.
Αναζητήστε την!
Βαθμολογία: 9/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου