Είναι μια από τις πιο μαύρες ημερομηνίες της ιστορίας της αριστεράς τον 20ό αιώνα : πριν από τριάντα χρόνια, στις 11 Σεπτεμβρίου 1973, το πραξικόπημα της χούντας με επικεφαλής το στρατηγό Αουγούστο Πινοτσέτ έθετε τέλος, μέσα σε λουτρό αίματος, σε μια τριετή εμπειρία χωρίς προηγούμενο. Τόσο για τη χιλιανή αστική τάξη, όσο και για τους ηγέτες των Ηνωμένων Πολιτειών, έπρεπε να διαψευστεί το όνειρο του Σαλβαδόρ Αλιέντε και της « Λαϊκής Ενότητας » για μια ειρηνική μετάβαση στο δημοκρατικό σοσιαλισμό, πριν να είναι πολύ αργά. Με κάθε τίμημα...
Η ανάλυση όλης της πορείας του Σαλβαδόρ Αλιέντε, και ιδιαίτερα των θέσεών του στη διάρκεια της ταραγμένης περιόδου της « Λαϊκής Ενότητας », μας επιτρέπει να ερμηνεύσουμε σωστά το τέλος της ζωής του. Η αυτοκτονία του, στις 11 Σεπτεμβρίου 1973, στο προεδρικό μέγαρο Λα Μονέδα, δεν ήταν ούτε μια απελπισμένη, ούτε μια ρομαντική πράξη, στην προσπάθειά του να εκβιάσει μια ηρωική είσοδο στην Ιστορία. Η χειρονομία προβάλλει τη ζωή ενός ρεαλιστή, ενός πραγματικά μεγάλου πολιτικού άντρα.
Στους κόλπους της χιλιανής αριστεράς, που επικαλούνταν για καιρό τον μαρξισμό, και του Σοσιαλιστικού Κόμματος, που, τη δεκαετία του ’60, εκτρεπόταν στον « μαξιμαλισμό », ο Σαλβαδόρ Αλιέντε αντιπροσώπευε ένα ιδιαίτερο είδος επαναστάτη. Είχε εναποθέσει τις ελπίδες του στις κάλπες και πίστευε στη δυνατότητα να εγκαθιδρυθεί ο σοσιαλισμός, ακόμη και στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος.
Ο Αλιέντε δεν έχει τίποτα από έναν επαναστάτη δημαγωγό που αρέσκεται στη ρητορεία. Είναι ένας πολιτικός άντρας που έχει σφυρηλατηθεί στους καθημερινούς αγώνες. Έχει στόχο να κατακτήσει χώρους για λαϊκή πολιτική, στους κόλπους ενός δημοκρατικού αντιπροσωπευτικού συστήματος μέσα στο οποίο οι συμμαχικές πολιτικές που ευνοούν την αριστερά είναι πραγματοποιήσιμες. Όμως, δεν εγκαταλείπει ποτέ την κριτική του καπιταλισμού και την επιθυμία για σοσιαλισμό. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις θέσεις του και τις θέσεις του σημερινού χιλιανού Σοσιαλιστικού Κόμματος, το οποίο είναι μέλος του δημοκρατικού συνασπισμού που είναι στην εξουσία από το τέλος της δικτατορίας [1]. Για τον Αλιέντε, το να είσαι ρεαλιστής δεν σημαίνει ότι αρνείσαι το μέλλον, αρκούμενος σε μια « πραγματιστική » πολιτική.
Το όραμά του σφυρηλατείται την περίοδο των κεντροαριστερών συμμαχιών (1938-1947) και, ιδιαίτερα, στην κυβέρνηση του Πέδρο Αγκίρε Σέρδα, της οποίας είναι υπουργός Υγείας. Ανακαλύπτει, τότε, αυτό που πρόκειται να γίνει, μετά το 1952, το κέντρο της στρατηγικής του : η αναζήτηση της ενότητας ανάμεσα στα δύο μεγάλα λαϊκά κόμματα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι διαμάχες ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο δυνάμεις έχουν μέχρι τότε αποδυναμώσει τον κυβερνητικό συνασπισμό και έχουν περιορίσει τις μεταρρυθμίσεις του, ευνοώντας τις δυνατότητες ελιγμού του κεντρώου εταίρου, του Ριζοσπαστικού Κόμματος, πράγμα που κάνει τη ζυγαριά να γέρνει. Αυτές οι κυβερνήσεις είναι τα εκτελεστικά όργανα ενός αστικού δημοκρατικού προγράμματος ή, με άλλα λόγια, ενός καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού που συνοδεύεται από κοινωνική νομοθεσία και διαιτητικό ρόλο του κράτους, το οποίο ο Αλιέντε, σε αντίθεση με άλλους σοσιαλιστές ηγέτες, δεν αμφισβητεί ποτέ.
Για να πραγματοποιήσει την πολιτική ενότητας ανάμεσα σε σοσιαλιστές και κομμουνιστές, ο Αλιέντε αισθάνεται υποχρεωμένος, το 1952, να κάνει μια παράδοξη κίνηση : να διαλύσει το ίδιο το κόμμα του. Η εμμονή του είναι τότε η αναζήτηση ενός λατινοαμερικανικού δρόμου προς την επανάσταση ο οποίος εμπνέεται κυρίως από την ιδέα του « τρίτου δρόμου » του Βίκτορ Ραούλ Αγια δε λα Τόρε και των « απριστών »[ Ιδρυτής, το 1924, της Αμερικανικής Λαϊκής Επαναστατικής Συμμαχίας (APRA), ο Βίκτορ Ραούλ Αγια δε λα Τόρε ηλεκτρίζει τις ινδιάνικες μάζες και τους περουβιανούς διανοούμενους μ’ ένα πρόγραμμα εθνικιστικό και, σε πρώτη φάση, επενδυμένο με μαρξισμό.]], αλλά η υλοποίησή του, εκείνη την εποχή, ενσαρκώνεται από τον Χουάν Ντομίνγκο Περόν και τον αργεντίνικο « χουστισιαλίσμο » [2]. Ο Αλιέντε αντιτίθεται σ’ αυτήν την εκτροπή στο λαϊκισμό. Αποσύρεται από το Σοσιαλιστικό Κόμμα για να οργανώσει το « Μέτωπο της Πατρίδας » με τους κομμουνιστές, οι οποίοι είναι ακόμη στην παρανομία. Από αυτό προκύπτει η πρώτη υποψηφιότητά του για την προεδρία, το 1952.
Η συγκεκριμένη κίνηση τον καθιστά ηγέτη της ενότητας με τους κομμουνιστές και εκπρόσωπο του πρώτου πυρήνα, ο οποίος είναι ακόμη ασαφής στη θεωρητική έκφρασή του, της πολιτικής για την εκλογική κατάκτηση της εξουσίας μ’ έναν επαναστατικό συνασπισμό. Η στρατηγική αρχίζει να εφαρμόζεται πριν το 20ό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης (ΚΚΣΕ) αλλά, στην πραγματικότητα, πρόκειται για προβολή των θέσεων των εθνικοαπελευθερωτικών μετώπων τις οποίες υπερασπίζονταν τα κομμουνιστικά κόμματα σε σχεδόν ολόκληρη τη Λατινική Αμερική.
Φέρνοντας τον Αλιέντε πολύ κοντά στη νίκη, τα αποτελέσματα των εκλογών του 1958 τον καθιστούν ηγέτη της δεκαετίας του ’60, μιας εποχής στη διάρκεια της οποίας η γραμμή της θεσμικής μετάβασης στον σοσιαλισμό, που ονομάζεται επίσης ειρηνικός ή μη στρατιωτικός δρόμος, αντιτίθεται στη θέση της κατάληψης της εξουσίας με τον ένοπλο αγώνα, προς « την καταστροφή του αστικού κράτους », ο οποίος είχε δείξει την αποτελεσματικότητά του στην Κούβα.
Πιο κοντά στους κομμουνιστές, παρά στο ίδιο το κόμμα του, ο Σαλβαδόρ Αλιέντε δεν αφήνεται να παρασυρθεί στη στροφή προς τα αριστερά που έχουν κάνει οι χιλιανοί σοσιαλιστές, μετά την αποτυχία της προεδρικής εκλογικής εκστρατείας του 1964. Πολλοί πολιτικοί άντρες αυτού του κόμματος σπεύδουν τότε να αποφασίσουν το τέλος της εκλογικής επιλογής και ανακοινώνουν την ανάγκη για αλλαγή στρατηγικής, χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να μελετήσουν τις ιδιαιτερότητες της χιλιανής περίπτωσης, με την περίπλοκη ταξική δομή της, το κομματικό σύστημά της και τη μακρά και σταθερή δημοκρατική παράδοσή της.
Ο Αλιέντε μένει στο περιθώριο αυτής της δίνης. Χωρίς να πάψει ποτέ να εκτιμά και να υποστηρίζει την Κούβα, εξακολουθεί να πιστεύει, σχεδόν μόνος μεταξύ των σοσιαλιστών, ότι είναι δυνατό να θριαμβεύσει στις προεδρικές εκλογές και, μετά από αυτό, να προωθήσει μια θεσμική μετάβαση στον σοσιαλισμό. Αυτή η στάση τον καθιστά στόχο πολλών κριτικών.
Η θριαμβολογούσα νοοτροπία της δεκαετίας του ’60, μιας περιόδου αισιοδοξίας που οφείλεται στην επικαιρότητα της επανάστασης, εμποδίζει τα αριστερά κόμματα και τους μαρξιστές διανοούμενους να θέσουν τα ερωτήματα που είναι ουσιαστικά για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Χιλή μέσω της θεσμικής οδού. -Ο σοσιαλισμός είναι, άραγε, πραγματοποιήσιμος, όταν ένα μεγάλο χάσμα χωρίζει κόμματα και διανοούμενους από προοδευτικούς τομείς του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, οι οποίοι αντλούν δύναμη από την ηγεσία του Τόμικ ; Πώς να εξασφαλίσουν την απαραίτητη θεσμική και λαϊκή πλειοψηφία, χωρίς να οικοδομήσουν προηγουμένως έναν συνασπισμό που ευνοεί τις αλλαγές, ένα ευρύ προοδευτικό μέτωπο;
Στη διάρκεια αυτής της έντονης περιόδου της « Λαϊκής Ενότητας » (μια φάση ευνοϊκή για την οικοδόμηση του μέλλοντος, αλλά και αρχή της τραγωδίας), ο Αλιέντε προχωράει περισσότερο από κάθε άλλον στον καθορισμό του στρατηγικού ορίζοντα. Στην ομιλία του, στις 21 Μαΐου 1971, μιλώντας για τον στόχο και όχι μόνο για τη διαδρομή, ορίζει τον χιλιανό σοσιαλισμό ως ελευθεριακό, δημοκρατικό και πολυκομματικό. Αυτή η ιδέα τον καθιστά προάγγελο των θέσεων του ευρωκομμουνισμού.
Προχωράει πιο πέρα από τους χιλιανούς κομμουνιστές, οι οποίοι δεν εγκαταλείπουν την ορθόδοξη ιδέα του σοσιαλισμού που πρέπει να οικοδομηθεί και παραμένουν εγκλωβισμένοι στη λογική της αποφασιστικής στιγμής, οπότε θα πρέπει να κατακτήσουν « όλη την εξουσία ». Ενώ μεταθέτουν αυτή τη φάση στον χρόνο, τη θεωρούν απαραίτητη. Η περίφημη μεταφορά του ηγέτη τους, Λουίς Κορβαλάν, για τον « τελικό προορισμό του τρένου του σοσιαλισμού », το λέει με σαφήνεια : αυτό το τρένο θα φτάσει μέχρι το Πουέρτο Μοντ, στο νότιο άκρο της Χιλής, αλλά ορισμένοι περιστασιακοί σύμμαχοι θα κατέβουν νωρίτερα.
Για τον Αλιέντε, είναι σαφές ότι δεν υπάρχει θεσμική μετάβαση χωρίς τη δημιουργία μιας στρατηγικής συμμαχίας με όλους τους προοδευτικούς τομείς, προκειμένου να σχηματιστεί μια σταθερή πλειοψηφία. Όμως, η διορατικότητά του είναι μάταιη, δεν καταφέρνει να επιβάλει αυτή την πολιτική την κατάλληλη στιγμή.
Κατακτώντας την εξουσία, δεν θα σκεφτεί ποτέ να εγκαταλείψει την ανθρωπιστική ηθική του ή να προσφύγει στον αυταρχισμό της εξουσίας, όπως έκαναν σχεδόν όλοι οι πρόεδροι από το 1932. Βέβαια, αυτή η στάση εμπόδισε την « επανάστασή » του να προκαλέσει φόβο στους εχθρούς της. Όμως, ο βαθμός κλιμάκωσης της κρίσης, στις αρχές του 1973, τον υποχρέωσε να διώξει δικαστικά όχι μόνο ορισμένους τομείς της αντιπολίτευσης, αλλά και τις ομάδες της αριστεράς που αντιτίθονταν στην πολιτική του. Τότε, βρέθηκε σε αδιέξοδο. Ήταν ένας δημοκράτης, ακόμη και στις περιόδους διαρκών απειλών κατά της κυβέρνησης, επιδεικτικών ξένων επεμβάσεων και τρομοκρατικών πρακτικών της άκρας δεξιάς.
Χωρίς να καταφύγει στον αυταρχισμό, είναι βέβαιο ότι αναγκάστηκε να παίξει τον ρόλο του ισχυρού προέδρου μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο : αποστασιοποιούμενος από τα κόμματα και επιβάλλοντας τις αποφάσεις του τις κρίσιμες στιγμές. Οι δισταγμοί των πολιτικών σχηματισμών και η καθυστέρησή τους στη λήψη αποφάσεων επέσπευσαν το τέλος και διευκόλυναν το έργο των εχθρών του, με μια « Λαϊκή Ενότητα » διαλυμένη από την καταστροφική ισοτιμία ανάμεσα σ’ αυτούς που δέχονταν την ανάγκη για διαπραγμάτευση και αυτούς που πρότειναν « την πρόοδο χωρίς συμβιβασμούς ».
Ο Αλιέντε δεν προσπάθησε να δημιουργήσει ένα νέο ρεφορμισμό, ούτε έναν σοσιαλδημοκρατικό δρόμο. Ήθελε να κάνει τον ριζοσπαστικό εκδημοκρατισμό όλων των σφαιρών της κοινωνικής ζωής άξονα του κοινωνικού μετασχηματισμού. Σ’ αυτό έγκειτο ο επαναστατικός χαρακτήρας του και όχι στη χρήση βίας για την επίλυση του προβλήματος της εξουσίας. Δυστυχώς για το μέλλον των σοσιαλιστικών ιδανικών, η προσπάθειά του απέτυχε.
Ο χιλιανός πρόεδρος δεν έμεινε στην Ιστορία λόγω του θανάτου του, αλλά λόγω της ζωής του, και ο θάνατός του ενισχύει τον μύθο. Χάρη στο πολιτικό ένστικτό του και τον ιστορικό ρεαλισμό του, αντιπροσωπεύει, σε τελική ανάλυση, τη συμβολική έκφραση ενός « νέου τρόπου » μετάβασης στον σοσιαλισμό, σε μια στιγμή που τα συμπτώματα κρίσης του υπαρκτού σοσιαλισμού αρχίζουν ήδη να γίνονται αισθητά.
Τη μέρα του πραξικοπήματος, ο Σαλβαδόρ Αλιέντε αυτοκτονεί. Γιατί, άραγε, αυτή η πραγματικότητα έχει αποκρυβεί για τόσα χρόνια ; Η αυτοκτονία του είναι μια πράξη αγώνα. Εκείνο το φοβερό πρωινό της 11ης Σεπτεμβρίου, ο πρόεδρος περνά από τον πόνο στη διορατικότητα. Καταρχήν, είναι η προδοσία που τον καταβάλλει. Πολλοί μάρτυρες λένε ότι ανησυχούσε για τον « Αουγούστο ». Εξάλλου, σ’ έναν από τους λόγους εκείνου του πρωινού, διατάζει τους έντιμους στρατιωτικούς να υπερασπιστούν την κυβέρνηση. Ποιον άλλο στρατηγό μπορούσε, άραγε, να σκεφτεί, αν όχι τον Πινοτσέτ, στον οποίο είχε εμπιστευτεί τα « αστέρια » του διοικητή του γενικού επιτελείου στρατού ;
Ποιος ήταν, άραγε, αυτός ο πόνος ; Ο Ιούλιος Καίσαρας είπε στο Βρούτο : « Κι εσύ, γιε μου ; ». Είναι ένα παράπονο κατάπληξης μπροστά στην ευτέλεια στην οποία έχει υποπέσει ο φίλος, το ερώτημα που αντιπροσωπεύει τον πιο έντονο πόνο που έρχεται αντιμέτωπος με το αίσθημα της απογοήτευσης. Ο Αλιέντε είναι βέβαιο ότι το έθεσε πολλές φορές στον εαυτό του στη διάρκεια του πρωινού.
Όμως, μια δεδομένη στιγμή, ανακτά τον ασκητικό αυτοέλεγχό του. Ελέγχει τον πόνο για να τον θέσει στην υπηρεσία της πολιτικής. Στην πραγματικότητα, δεν σκέφτηκε ποτέ να βγει ζωντανός από το μέγαρο Λα Μονέδα. Αναμφίβολα, διαισθανόταν ότι θα πέθαινε πολεμώντας. Σκεφτόταν την αντίσταση, τους στρατιωτικούς που ήταν ικανοί να τιμήσουν τον όρκο τους και τα κόμματα που ήταν ικανά να μετασχηματίσουν τα λόγια τους σε έργα και, άρα, σε συγκρούσεις. Δεν φανταζόταν τον εαυτό του μόνο του, εγκαταλελειμμένο, περιστοιχισμένο μόνο από τους πιστούς του, ενώ η « Λαϊκή Ενότητα » αποφάσιζε την κατάπαυση πυρός.
Μπροστά σ’ αυτή τη νέα προοπτική, μπροστά στην προοπτική της επιβίωσής του από τους βομβαρδισμούς και της καταστροφής χωρίς αντίσταση, ο Αλιέντε προσπαθεί να εξασφαλίσει το καλύτερο πολιτικό αποτέλεσμα. Αποκλείει την εξορία και προετοιμάζει την πιο κατάλληλη απάντηση, την απάντηση που πρέπει να είναι η καλύτερη έκφραση των ιδανικών του και να προκαλέσει τις πιο ολέθριες συνέπειες σ’ αυτόν που παρασύρει τη Χιλή στην τραγωδία. Είναι η πράξη της αυτοκτονίας. Αυτή η πράξη που κηλιδώνει τον στρατηγό Πινοτσέτ με το αίμα του θα μείνει για πάντα ένα ανεξίτηλο σημάδι.
Τη στιγμή, μάλιστα, που ετοιμάζεται να θριαμβεύσει, ο στρατηγός κατευθύνεται στο μέρος όπου θα καταλήξει, όπως ένας στρατιώτης χωρίς τιμή που αποποιείται τις ευθύνες του, που επιβιώνει χάρη σε νόμιμες απάτες. Θριαμβεύοντας βέβαια, γιατί έχει αλλάξει τη σημερινή χιλιανή κοινωνία. Όμως, δεν θα μπορέσει ποτέ να ανέβει στο βάθρο του ήρωα, γιατί ο ήρωας μπορεί να είναι ο Αγαμέμνονας, αλλά όχι ο Αίγισθος.
Γιατί, άραγε, ο στρατηγός Πινοτσέτ ενήργησε έτσι ; Επειδή διψούσε για εξουσία που δεν θα προερχόταν από τον « πατέρα », από αυτόν που τον είχε ορίσει αρχηγό. Αυτή η ασυνείδητη και ανεξέλεγκτη παρόρμηση τον οδήγησε σ’ ένα λάθος : να φοβάται περισσότερο τον Αλιέντε ζωντανό, παρά τον Αλιέντε νεκρό. Αυτή η συμβολική πατροκτονία είναι η σφραγίδα την οποία ο Αλιέντε τού επέβαλε ως μοίρα. Δεν κατάφερε καν να τον σκοτώσει, γιατί ο Αλιέντε επέλεξε μόνος του τον θάνατό του.
Όπως στο δράμα του Σαρτρ, ο Πινοτσέτ περιβάλλεται ήδη από μύγες. Γι’ αυτό οι οπαδοί του και οι ευνοούμενοί του, στο εξής, τον απαρνιούνται. Οι υπολοχαγοί του αποποιούνται ανοιχτά τις παραβιάσεις του στα ανθρώπινα δικαιώματα. Πρέπει να το κάνουν για να διαφυλάξουν τη νομιμότητα του μοντέλου. Θέλουν να ξεχαστεί ότι αυτό υπήρξε το αποτέλεσμα της μακιαβελικής δύναμης της εξουσίας χωρίς φραγμούς, ενός τρόμου για τον οποίο ο στρατηγός Πινοτσέτ ήταν υπεύθυνος, στο πλευρό τους.
Ο Σαλβαδόρ Αλιέντε έχασε την πρώτη μάχη για ένα νέο σοσιαλισμό. Όμως, δεν πρόκειται για ένα παρωχημένο φάντασμα. Παραμένει η σημαία ενός αγώνα που πρέπει να σηκώσουμε για τον σοσιαλισμό του μέλλοντος.
[1] (ΣτΜ) Και που παρέμεινε στην εξουσία μέχρι το 2010, όταν εκλέχθηκε ο πρώτος δεξιός πρόεδρος, Σεμπαστιάν Πινιέρα.
[2] (ΣτΜ) Το κίνημα για κοινωνική δικαιοσύνη, οικονομική ελευθερία και πολιτική κυριαρχία από το οποίο προήλθε το Παρτίδο Χουστισιαλίστα (Κόμμα Δικαιοσύνης).
Πηγή: Le monde diplomatique
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου