Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

Εξόριστος (2020)

 



Ως επίμονος επισκέπτης κι αμετανόητος λάτρης της Θεσσαλονίκης κουβαλούσα για χρόνια ένα μικρό παράπονο καθώς ποτέ δεν έτυχε να παρακολουθήσω κάποιο από τα φεστιβάλ κινηματογράφου της πόλης και ποτέ δεν κατάφερα να επισκεφθώ την υπέροχη σκοτεινή αίθουσα του κινηματογράφου Ολύμπιον. Ευτυχώς ο δεύτερος μου καημός επουλώθηκε στην πρόσφατη επίσκεψή μου για τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου καθώς μια από τις σαλονικώτικες βραδιές μου την πέρασα στον κινηματογράφο Ολύμπιον παρακολουθώντας μια ενδιαφέρουσα ταινία. Πέρα όμως από το έργο απόλαυσα και την αριστοκρατική αύρα του συγκεκριμένου κινηματογράφου.
Όσον αφορά την ταινία, ο "Εξόριστος" επικεντρώνεται με εύστοχο τρόπο στο σύνδρομο καταδίωξης που αισθάνεται κάθε άνθρωπος που ζει κι εργάζεται σε έναν ξένο τόπο. Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι ο Τζαφέρ, ένας Κοσοβάρος μετανάστης στη Γερμανία ο οποίος φαίνεται πως έχει μια ήρεμη οικογενειακή ζωή και μια πετυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία ως χημικός μηχανικός σε μια επιχείρηση, μέχρι τη στιγμή που αντικρίζει ένα νεκρό ποντίκι στην είσοδο του σπιτιού του. 
Έκτοτε αρχίζει μια σειρά δυσάρεστων καταστάσεων που τον αναγκάζουν να νιώθει όλο και πιο παρείσακτος τόσο στον εργασιακό του χώρο όσο και στον οικογενειακό του κύκλο. 
Συναισθανόμενος την μη αποδοχή του από τους υπόλοιπους συναδέλφους του θα αρχίσει να αναζητεί τον υπαίτιο του εργασιακού εκφοβισμού που βιώνει σε καθημερινή βάση. Όμως ο πανικός που σταδιακά τον κυριεύει, τον ωθεί σε λάθος χειρισμούς που από θύμα τον μετατρέπουν σε θύτη κι από έναν φιλήσυχο άνθρωπο που προσπαθεί να αναρριχηθεί στην μεσοαστική γερμανική κοινωνία σε έναν αυτοκαταστροφικό ταραχοποιό στοιχείο των προσώπων που τον περιβάλλουν τόσο στον επαγγελματικό όσο και στο οικογενειακό του περιβάλλον. 
Ο σκηνοθέτης Βίσαρ Μορίνα (ο οποίος έχει καταγωγή από το Κόσοβο) περιγράφει με κατατοπιστικό τρόπο κάποια από τα σημάδια εργασιακού εκφοβισμού που αρκετοί από μας έχουμε βιώσει στη δικής μας καθημερινότητα, είτε είμαστε μετανάστες είτε όχι. Σ' αυτό συμβάλλει κι η εξαιρετική ερμηνεία του Μισέλ Ματίσεβιτς στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο οποίος καταφέρνει να εκφράσει με πειστικό τρόπο το πέρασμά του από την ηρεμία στην παράνοια. Ο ίδιος συνειδητοποιώντας τα πρώτα ξενοφοβικά σημάδια που αντιλαμβάνεται μέσα από μια σειρά γεγονότων, θα προσπαθήσει να προστατεύσει την αξιοπρέπειά του. Όμως οι εντεινόμενες ενέργειες εναντίον του θα του φουντώσουν την καχυποψία. Η αρχή θα γίνει με το νεκρό ποντίκι αλλά θα συνεχιστεί με συμβάντα όπως το να μην δέχεται ομαδικά mail ή να μην ενημερώνεται για τις αλλαγές συνεδρίων και να μην συμπεριλαμβάνεται σε ταξίδια που διοργανώνει η εταιρία. Η αντίδρασή του θα ξεσπάσει σε έναν συνάδελφό του που τον θεωρεί υπαίτιο της όλης κατάστασης αλλά και στη σύζυγό του καθώς αισθάνεται πως δεν τον καταλαβαίνει παρόλο που εκείνη προσπαθεί με διακριτικό τρόπο να δικαιολογήσει την όλη κατάσταση κουβαλώντας το ενοχικό συναίσθημα ενός έθνους που έχει ένα βεβαρυμμένο παρελθόν πάνω στο θέμα του φυλετικό μίσους.  
 



Ο "Εξόριστος" θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα σύγχρονο φιλμ νουάρ που μετατρέπεται σταδιακά σε αγωνιώδες θρίλερ, όπου τα ασφυκτικά κάδρα με το παγερό φωτισμό (ειδικά στον εργασιακό περιβάλλον του πρωταγωνιστή) φανερώνουν την απομόνωση που αισθάνεται ο κάθε άνθρωπος που κουβαλάει την απάνθρωπη ταμπέλα του "ξένου" αλλά και την εξορία που βιώνει όποιος αναζητά μια καλύτερη τύχη σε μία άλλη χώρα. Δεν είναι τυχαίο πως πέρα από τον πρωταγωνιστή που είναι ένας πετυχημένος χημικός μηχανικός κι επιτυχώς ενταγμένος κατά κάποιον τρόπο στη γερμανική κοινωνία, η ταινία παρουσιάζει σε δεύτερο πλάνο και το βουβό δράμα μιας μετανάστριας που εργάζεται ως καθαρίστρια στην εταιρία του πρωταγωνιστή και προσπαθεί συνεχώς να ανανεώνει τα χαρτιά παραμονής της για να μπορεί να δουλέψει, παρουσιάζοντας με τη σειρά της ένα ευρύτερο κομμάτι μεταναστών που είναι λιγότερο προνομιούχο απ' ότι είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας και ζουν μέσα σε μια καθημερινή εφιαλτική αβεβαιότητα. 
Παράλληλα ο σκηνοθέτης μέσα από τα διάφορα συμβάντα της ταινίας, καταφέρνει να ξεσκεπάσει μια νέα ύπουλη μορφή φασισμού που έχει αρχίσει κι εδραιώνεται στην ευρωπαϊκή κοινωνία, επιτυχώς καμουφλαρισμένη από το πέπλο του δήθεν καθωσπρεπισμού που κυριαρχεί στο δυτικό κόσμο. Και δεν αναφέρεται στο φασισμό που εκδηλώνεται στους δρόμους με τις μαύρες μπλούζες, τους πυρσούς και τα μαχαίρια αλλά στο φασισμό της διπλανής πόρτας αλλά και του διπλανού γραφείου. Στο φασισμό που κρύβεται στις μικρολεπτομέρειες και σε συμπεριφορές που μένουν αναπόδεικτες αναγκάζοντας το θύμα να μπερδεύεται κατά πόσον έχει πέσει θύμα ρατσισμού. Σε έναν φασισμό γνώριμο και στα δικά μας μέρη που μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και πιο φανερός, όπως συνέβη και με την απάθεια ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στη δολοφονία του 8χρονου κοριτσιού στο Κερατσίνι. 
Το θέμα που ανοίγει ο σκηνοθέτης μέσα από την ταινία είναι αρκετά πολύπλοκο και τα ερωτήματα που θέτει με δυσκολία μπορούν να απαντηθούν. Γι' αυτό το λόγο αισθάνθηκα πως η ιστορία έκλεισε απότομα αφήνοντας πολλά σεναριακά κενά, προκαλώντας μου μια αναπάντεχη απογοήτευση καθώς η κορύφωση της ιστορίας από το ξεκίνημα της ταινίας ήταν εντυπωσιακή. Μια κορύφωση που δυστυχώς ξεφούσκωσε απότομα. 
Παρόλα αυτά, ο "Εξόριστος" καταφέρνει να γίνει ένα κινηματογραφικό κατηγορώ κάθε ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με τις απειλητικές δράσεις μιας ομάδας. Είναι η αβεβαιότητα που αισθάνεται κάποιος που είναι μόνος απέναντι σε συλλογικές πράξεις μίσους Το σημαντικό όμως στοιχείο της συγκεκριμένης ταινίας είναι πως ανοίγει έναν εποικοδομητικό διάλογο σχετικά με τον κοινωνικό αποκλεισμό είτε αυτός συμβαίνει για φυλετικούς λόγους είτε για ταξικούς. Κι επειδή όλοι μας έχουμε υπάρξει θύματα, θύτες ή θεατές αντίστοιχων καταστάσεων, μέσα απ' αυτήν την ταινία ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις ευθύνες που έχουμε ως ενεργοί άνθρωποι απέναντι στην εξάπλωση του νέου φασισμού που έχει ήδη αρχίσει να κυριαρχεί στον δυτικό κόσμο. 


Βαθμολογία: 7/10

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2021

Παράλληλες Μητέρες (2021)

 



Πριν δυο χρόνια είχα την εντύπωση πως η έμπνευση κι η δημιουργικότητα είχαν εγκαταλείψει τον πολυαγαπημένο σκηνοθέτη Πέδρο Αλμοδόβαρ, μέχρι που είδα το εκπληκτικό "Πόνος και Δόξα", ένα συγκινητικό και συνταρακτικό αυτοβιογραφικό αριστούργημα που με ταρακούνησε απρόσμενα, δημιουργώντας μου ξανά μεγάλες προσδοκίες για τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη, ο οποίος όχι μόνο μου τις κάλυψε αλλά τις ξεπέρασε κιόλας τόσο με την αριστουργηματική μικρού μήκους ταινία "Ανθρώπινη Φωνή" όσο και με το τελευταίο εκπληκτικό κι άκρως πολιτικό του δημιούργημα. 
Για μια ακόμη φορά, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ καταπιάνεται με το γυναικείο ζήτημα και συγκεκριμένα με τον ρόλο της μοναχικής μητέρας. Αυτό όμως που κάνει ξεχωριστή την νέα του ταινία, είναι η έντονη πολιτική χροιά, περνώντας με τον δικό του χρωματιστό τρόπο ένα κραυγαλέο αντιφασιστικό μήνυμα.
Η ιστορία επικεντρώνεται σε τρία πρόσωπα τα οποία συμβολίζουν τρεις διαφορετικές μητρικές περιπτώσεις που αποφασίζουν να μεγαλώσουν μόνες τους τα παιδιά τους. Παράλληλα οι τρεις πρωταγωνίστριες της ταινίας αντιπροσωπεύουν κι από μια διαφορετική γενιά με τα δικά της πιστεύω και  τις δικές της προσδοκίες. 
Κεντρικό πρόσωπο είναι η Πενέλοπε Κρουζ στο ρόλο της Γιάνις, η οποία μεγάλωσε χωρίς γονείς μ' αποτέλεσμα να δεθεί με τη γιαγιά της και συνάμα με τον εκλιπόντα παππού της ο οποίος εκτελέστηκε μαζί με άλλους συγχωριανούς του από τους φασίστες του Φράνκο. Η Γιάνις μπαίνοντας από νωρίς στις δυσκολίες της ζωής, θέτει ως στόχο να πατήσει γερά στα πόδια της, μ' αποτέλεσμα να αφοσιωθεί τόσο στην καριέρα της όσο και στην εκταφή των εκτελεσμένων του χωριού της. Κατά τη διάρκεια μιας επαγγελματικής της συνεργασία, θα συνάψει δεσμό με έναν ιστορικό με τον οποίον θα μείνει έγκυος. Λόγω ηλικίας θα αποφασίσει να κρατήσει το παιδί αλλά και να το μεγαλώσει μόνη της καθώς ο εραστής της είναι παντρεμένος βιώνοντας έναν δικό του γολγοθά.
Τα άλλα δυο πρόσωπα της ιστορίας είναι η Άννα που την ερμηνεύει η Μιλένα Σμιτ κι η μητέρα της η Τερέσα που την ερμηνεύει η γοητευτική Αϊτάνα Σάντσζεζ Χιχόν. Η Άννα είναι ένα ανήλικο κορίτσι που πέφτει θύμα βιασμού και μένει έγκυος. Η ίδια είναι παιδί χωρισμένων γονιών και μεγαλωμένη από έναν φανατικό θρήσκο πατέρα, η οποία επιστρέφει στην Μαδρίτη αναζητώντας τη θαλπωρή της μητέρας της κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της αλλά και της γέννας της, θέλοντας να αποφύγει την κατακραυγή της συντηρητικής κοινωνίας που ανήκει ο πατέρας της. Όμως η μητέρα της αδυνατεί να σταθεί στο πλευρό της καθώς κι η ίδια είναι ένα ακόμη "θύμα" άλλων εποχών, καθώς αναγκάστηκε να παντρευτεί έναν άνθρωπο που ποτέ δεν θέλησε, αφήνοντας την καριέρα της σαν ηθοποιός. Με τις δικές της εξιστορήσεις εκφράζει το χάσμα μεταξύ της έλλειψης συνειδητοποίησης της παλιότερης γενιάς με τον ουσιαστικού ευνουχισμό της νεότερης.
Οι τρεις αυτές μοναχικές μητέρες, συναντιούνται τυχαία στο μαιευτήριο καθώς η Γιάνις κι η Άννα γεννούν την ίδια ακριβώς μέρα. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα να συσφιχθούν οι ζωές των δυο αυτών γυναικών, δίνοντας τους την δυνατότητα να εκμυστηρευτούν τις κρυφές τους προσδοκίες και τα χαμένα τους όνειρα. Μέσα σ' αυτές τις ειλικρινείς εξομολογήσεις θα γεφυρωθεί το χάσμα που τις χωρίζει, πατώντας πάνω στην κατανόηση και στην αλληλεγγύη αλλά και περνώντας το σύνθημα πως μόνο ενωμένοι μπορούμε να προχωρήσουμε μπροστά.  




Στο κομμάτι των γυναικών, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ πατάει σε μοτίβα που μας έχει συνηθίσει. Ο μελοδραματισμός του, οι εύστοχες κι αρκετά κυνικές ατάκες των πρωταγωνιστικών προσώπων αλλά κι η πλοκή είναι προβλέψιμα και συνηθισμένα. Κατά μία έννοια το σενάριο είναι απλό και στρωτό δίνοντας στους θεατές τη δυνατότητα να δώσουν έμφαση στους διαφορετικούς κόσμους που αντιπροσωπεύουν οι τρεις γυναίκες καθώς μέσα απ' αυτές συναντάμε και την πολυπρόσωπη κοινωνία της Ισπανίας, η οποία προσπαθεί να ατενίσει με ελπίδα το μέλλον ενώ παράλληλα επουλώνει τις πληγές του φρανκικού καθεστώτος. 
Μέσα από αυτές τις τρεις διαφορετικές μητέρες συναντάμε το "απολιτίκ" κομμάτι της κοινωνίας το οποίο εκπροσωπείται από την μητέρα της Άννας, το αδιάφορο κι ευνουχισμένο κομμάτι της νεολαίας το οποίο εκφράζεται από την πιτσιρίκα Άννα και το κομμάτι της κοινωνίας που είναι πιο ώριμο, ευσυνείδητο κι ενεργό καθώς έχει χτυπηθεί από την οικονομική κρίση και συσχετίζεται με το κοντινό καθεστωτικό παρελθόν που εξακολουθεί να το βασανίζει.
Η Γιάνις που είναι και το πρωταγωνιστικό πρόσωπο της ταινίας, εκπροσωπεί το ενεργό κομμάτι της κοινωνίας. Γι' αυτό το λόγο ζητάει από τον εραστή της τον Αρτούρο να μεσολαβήσει για να ανοιχτεί ο ομαδικός τάφος έξω από το χωριό της. Το τέταρτο πρόσωπο της ιστορίας, ο Αρτούρο, είναι ένας ανθρωπολόγος εξειδικευμένος στα εγκλήματα του φρανκικού καθεστώτος, ο οποίος βρίσκει ενδιαφέρουσα την ιστορία των εκτελεσμένων στο χωριό της Γιάνις κι αποφασίζει να μεσολαβήσει στην καταγραφή κι εκταφή των οστών τους με τη συνεργασία του ιδιωτικού ιδρύματος στο οποίο ανήκει. 
Μέσα από τις εξομολογήσεις της Γιάνις μαθαίνουμε περαιτέρω λεπτομέρειες για εκείνη τη βραδιά που οι φαλαγγίτες συνέλαβαν τον παππού της και κάποιους ακόμα συγχωριανούς του για να τους εκτελέσουν σε ένα χωράφι. Όμως ένα από τα θύματα επέζησε κι έδειξε το σημείο που ήταν θαμμένοι οι υπόλοιποι. Παρόλο που πέρασαν αρκετές δεκαετίες από εκείνη τη θανατερή βραδιά, πολλοί συγγενείς των θυμάτων εξακολουθούν να επιθυμούν να ανασυρθούν οι σωροί και να καταγραφούν ώστε να μπορέσουν έστω καθυστερημένα να τιμήσουν την μνήμη τους και να ενώσουν τα λείψανα τους με τα λείψανα των υπολοίπων συγγενών τους.
Στο κομμάτι αυτό βρήκα πολύ συγκινητική την όλη διαδικασία. Ο Αρτούρο επισκέπτεται το χωριό της Γιάνις κι αρχίζει να συγκεντρώνει πληροφορίες για το κάθε εκτελεσμένο από τους συγγενείς του. Μαζί με τα στοιχεία που μπορούν να βοηθήσουν στην αναγνώριση της σωρού, γίνεται και μια αναδρομή τόσο στις προσωπικότητες των δολοφονημένων όσο και των τελευταίων στιγμών που πέρασαν με τους δικούς τους. Στιγμές σκληρές που κουβαλούν έναν αιώνιο πόνο για όσους τις έζησαν τότε. Σχηματίζοντας ως θεατές ένα κολλάζ μνημών και συναισθημάτων φτάνουμε σε ένα από τα συνταρακτικότερα βουβά φινάλε που μας έχει προσφέρει ο σύγχρονος ευρωπαϊκός κινηματογράφος. Ένα φινάλε που σε κρατάει βυθισμένο στην καρέκλα και μουδιασμένο από τη συναισθηματική φόρτιση που σου προκαλεί η σιωπηρή "αντάμωση" του παρελθόντος με το παρόν. Η ιερή αυτή στιγμή της εξιλέωσης που σε συμφιλιώνει με τα φαντάσματα που κουβαλάς μέσα σου.  




Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ προσφέρει ένα ακόμη μοναδικό αριστούργημα, μακιγιαρισμένο με τη γνώριμη φανταχτερή χρωματιστή του παλέτα και ντυμένο με την ονειρική μουσική του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας. Επίσης στη συγκεκριμένη ταινία ενώνει και τις δυο πολυαγαπημένες του μούσες, την Πενέλοπε Κρουζ και την Ρόσι Ντε Πάλμα, μετατρέποντάς τες σε θερμές εκφράστριες των ιδεών του. Ιδεών που ξεφεύγουν από το φεμινιστικό πλαίσιο και την ανάλυση που έχει επιχειρήσει σε πολλές ταινίες του κυρίως στο ρόλο της μητέρας. 
Αυτή τη φορά, οι γυναίκες στην ταινία του μετατρέπονται σε αγγέλους προστάτες της μνήμης και σε πρόσωπα ηρωικά που προσπαθούν να χτίσουν έναν νέο κόσμο πιο δίκαιο κι όμορφο. Έναν κόσμο πιο ειλικρινή. Γι' αυτό το λόγο θέλησα να σηκωθώ όρθιος και να χειροκροτήσω όταν διάβασα στη μεγάλη οθόνη τη συγκλονιστική φράση του Εντουάρντο Γκαλεάνο με την οποία ολοκληρωνόταν η ταινία. "Καμιά ιστορία δεν είναι βουβή. Όσο κι αν την σφετεριστούν όσο κι αν την τσαλακώσουν με ψέματα, η ιστορία αρνείται να κλείσει το στόμα της". 
Στη συγκεκριμένη ταινία, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ μετατρέπει τη γυναίκα σε ένα νέο σύμβολο, μέσα από το οποίο υμνεί όλες τις γυναίκες που πάνε κόντρα στα κατεστημένα κι αποφασίζουν να γεννήσουν και να μεγαλώσουν μόνες τους ένα παιδί. Που αντέχουν στις αναποδιές της μοίρας κι ενωμένες προχωρούν μπροστά στηρίζοντας η μια την άλλη. Μα το κυριότερο είναι που στέκονται αγέρωχες μπροστά στο θάνατο και  γίνονται φύλακες της μνήμης και προστάτριες της ιστορίας. 
Ο "Παράλληλες Μητέρες" είναι ένας ζεστός, ειλικρινής και γλυκός φόρος τιμής στην αξία της μητρότητας. Είναι ένα έργο τέχνης που το βιώνει κανείς με όλες του τις αισθήσεις. Είναι αυτή η μικρή ρωγμή που ενώνει το παρελθόν με το παρόν κι επουλώνει τις χρόνιες ανοιχτές πληγές. Είναι το πανανθρώπινο θαύμα που επιφέρει η αλληλεγγύη κι ο αλληλοσεβασμός. Είναι μια ακόμη αντιφασιστική κραυγή που όλοι μας έχουμε ανάγκη για να αντιμετωπίσουμε το σημερινό ζόφο. 

Βαθμολογία: 8/10