Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Ανθρώπινη φωνή (2020)

 



Δεν έχω υπάρξει ένθερμος θαυμαστής των ταινιών μικρού μήκους παρόλο που ξέρω πως η στάση μου αυτή είναι λάθος. Ωστόσο η στάση που είχα για τη συγκεκριμένη κινηματογραφική κατηγορία άλλαξε όταν μαγεύτηκα από τις προβολές κάποιων αξιόλογων έργων στο φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους στις Βρυξέλλες την άνοιξη του 2019. Όταν λοιπόν μου προτάθηκε η τελευταία μικρού μήκους ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ, δέχτηκα να την δω χωρίς αμφιβολίες για τους παρακάτω λόγους. Πρώτα απ' όλα, επειδή ο σπουδαίος Ισπανός σκηνοθέτης ξανακέρδισε την αγάπη μου με την αριστουργηματική αυτοαναφορική ταινία "Πόνος και Δόξα", προερχόμενος από μια απογοητευτική δημιουργική κοιλιά που είχε κάνει. Έπειτα ήταν η περιέργειά μου για το αποτέλεσμα της άκρως ενδιαφέρουσας συνεργασίας του με την Τίλντα Σουίντον. Κι επίσης ήθελα πολύ να απολαύσω το διασκευασμένο σενάριο από τον θεατρικό μονόλογο του Ζαν Κοκτώ.
Οι παραπάνω λόγοι μου πρόσφεραν τελικά ένα αξεπέραστο αριστούργημα, το οποίο προέκυψε με το πάντρεμα μιας πανδαισίας χρωμάτων, με μια άκρως ονειρική μουσική αλλά και με την συνταρακτική ερμηνεία της πρωταγωνίστριας που με 'κανε να νιώσω το νόημα και τη δυναμική της κάθε λέξης από τον σπαρακτικό της μονόλογο. 
Το πρώτο πλάνο έχει μια τάση να μαγέψει τον θεατή από την πρώτη στιγμή, όπου η Τίλντα Σουίντον με ένα εντυπωσιακό κόκκινο φόρεμα αιωρείται μέσα στο γκρίζο φόντο του στούντιο. Ο φωτισμός αλλά κι η ίδια της η μορφή, την κάνουν να βγαίνει έξω από την οθόνη, συμβάλλοντας μ' αυτόν τον τρόπο στην πρώτη της νοητή ένωση με τον θεατή. Αμέσως ακολουθούν οι τίτλοι αρχής, στους οποίους με έναν παιχνιδιάρικο τρόπο σχηματίζονται τα ονόματα των συντελεστών με οικιακά εργαλεία μαστορέματος, δίνοντας πάσα στη συνέχεια όπου παρακολουθούμε την επίσκεψη της πρωταγωνίστριας σε ένα κατάστημα για να αγοράσει ένα τσεκούρι. Αμέσως δημιουργούνται ερωτήματα με την αγορά της αυτή. Θέλει να καταστρέψει κάτι ή θέλει να σκοτώσει κάποιον; 
Στη συνέχεια επιστρέφει στο σπίτι της. Η αλήθεια είναι πως ένιωσα μια οικειότητα με το χώρο, καθώς μου θύμισε αρκετά το σπίτι του Αντόνιο Μπαντέρας στο "Πόνο και Δόξα". Ίσως από την άλλη να οφείλεται στα έντονα χρώματα που επιλέγει στις ταινίες του ο Πέδρο Αλμοδόβαρ και τα οποία δένουν τόσο όμορφα μεταξύ τους. Μέσα σ' αυτό το χαρούμενο και καλαίσθητο σπίτι αρχίζει να αποκαλύπτεται το δράμα της πρωταγωνίστριας, η οποία έχει να δει τρεις μέρες τον σύντροφό της με τον οποίον βρισκόταν σε μια τετράχρονη σχέση. 
Μέσα στο άδειο διαμέρισμα ξεκινάει μια ανελέητη μάχη ανάμεσα στον ανθρώπινο εγωισμό και στην αξιοπρέπεια. Από την μια αγαπάει πολύ τον σύντροφό της αλλά από την άλλη γνωρίζει πως η σχέση αυτή έλαβε τέλος και πρέπει να προχωρήσει μπροστά. Συνδετικός κρίκος μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος είναι ένας αξιαγάπητος σκύλος, ο οποίος άνηκε κάποτε στον σύντροφό της αλλά απ' ότι φαίνεται, καταλήγει στην περίθαλψη της πρωταγωνίστριας.
Εκείνη αρχικά ξεσπάει στο κοστούμι του συντρόφου τους, με τον σκύλο να πέφτει πάνω στα ρούχα για να τα προστατεύσει. Έπειτα αποφασίζει να πάρει υπνωτικά χάπια, γνωρίζοντας πως η απόπειρά της δε θα 'χει κάποιο αποτέλεσμα. Αυτό θα φανεί τόσο στο τηλεφώνημα που θα την ξυπνήσει όσο και στα φιλιά του σκύλου που θα την επαναφέρουν στην πραγματικότητα (άρα και στην αντιμετώπιση της όλης κατάστασης). Η πρώτη κλήση που δε προλαβαίνει να σηκώσει προέρχεται από έναν άγνωστο αριθμό. Ξέρει πως την κάλεσε αυτός κι εξοργίζεται που δεν το πρόλαβε. Θέλει να του μιλήσει αλλά δεν επιθυμεί να ρίξει τον εγωισμό της γι' αυτόν. Από την άλλη κι εκείνος κάνει μια κίνηση να επικοινωνήσει μαζί της, διαφυλάσσοντας τον δικό του εγωισμό πίσω από την απόκρυψη του αριθμού του. Επανέρχεται η βασανιστική σιωπή μέχρι που το τηλέφωνο χτυπάει ξανά. Και τότε είναι που αρχίζει το συνταρακτικός της μονόλογος.




Μέσα από την κουβέντα της με τον πρώην σύντροφό της, η πρωταγωνίστρια ταλαντεύεται ανάμεσα στην αξιοπρέπεια και την αυτολύπηση, ξέροντας πως με την πράξη της αυτή κάνει επικίνδυνα άλματα πάνω από την άβυσσο του θανάτου που έχει ανοιχτεί μπροστά της. Η ίδια δε κρύβει πως τα τέσσερα χρόνια που έζησε μαζί του ήταν υπέροχα και πως τον ευγνωμονεί γι' αυτό, αλλά από την άλλη δεν έχει τη ψυχική δύναμη να διατηρήσει όλες αυτές τις μνήμες μέσα της. Γι' αυτό και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τις διαγράψει. Του λέει πως είναι καλά αλλά λέει ψέματα διότι λίγη ώρα πριν ξεσπούσε στο κοστούμι του με το τσεκούρι ενώ λίγο αργότερα πήρε βλακωδώς τα υπνωτικά χάπια. 
Παράλληλα προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον αναγκάσει να 'ρθει σπίτι έστω για μια τελευταία φορά λέγοντάς του πως έχει πακετάρει τα πράγματά του κι έχει μαζέψει όλη τους την αλληλογραφία σε ένα βαλιτσάκι. Όπως του δηλώνει, θέλει να του δώσει όλα τα γράμματα για να μη φοβηθεί ποτέ πως θα τα χρησιμοποιήσει εναντίον του. Του εξηγεί όμως πως δεν πρόκειται να του επιστρέψει όσα εκείνος της εκμυστηρεύτηκε από κοντά.
Έπειτα είναι κι ο σκύλος, τον οποίο θέλει να του τον δώσει πίσω διότι της θυμίζει αυτόν. Όμως εκείνος αρνείται να πάει εκεί για να πάρει τόσο τα πράγματα και τα γράμματα όσο και το σκυλί, κάτι που της προκαλεί επιπλέον πόνο καθώς θεωρεί την απαξίωσή του άκαρδη κι άδικη απέναντί της. Εκεί της βγαίνει η πίκρα διότι εκείνος είχε παράλληλες ιστορίες κάτι που εκείνη το γνώριζε αλλά εξακολουθούσε να θέλει να 'ναι μαζί του. Όμως το ότι το γνώριζε δεν την προστάτευσε στο να "πονάει σαν ζώο".
Έπειτα του λέει πως ο σκύλος του τον αναζητάει παντού, με τη φωνή της να τρέμει και τα πρώτα δάκρυά της  να κάνουν την εμφάνισή τους, διότι η απόγνωση του σκύλου δεν είναι κάτι παραπάνω από τη δικιά της απελπισία για την απουσία του, που με δυσκολία προσπαθεί να κρύψει για να προστατεύσει την αξιοπρέπειά της. Όταν διαπιστώνει πως εκείνος δεν επιθυμεί να πάρει τον σκύλο του πίσω, τότε συνειδητοποιεί πως δεν πρόκειται να συναντηθούν ποτέ ξανά. 
Κι αφού πια πείθεται για το οριστικό τέλος της σχέσης τους, αρχίζει μια τελευταία εξομολόγηση. Του μιλάει για τη βιαιότητα εξηγώντας του πως ποτέ δεν ήθελε να το βλάψει, με τον φόβο στο να μην πάθει ποτέ κακό διότι τον νοιάζεται. Επίσης ποτέ δε μπόρεσε να γίνει αστεία μαζί του καθώς θεωρούσε πως το χιούμορ είναι ξεγύμνωμα και τρικλοποδιά μες στη σχέση. Για 'κείνην ο έρωτας καθηλώνει ενώ το χιούμορ αποκαθηλώνει, διότι ο καθένας μπορεί να γελάσει με τα πάντα αλλά όχι με αυτά που νιώθει μέσα του. Γι' αυτόν τον λόγο προσπαθούσε να είναι μαγευτική μαζί του. 
Έχοντας ξαλαφρώσει με την εξομολόγησή της, έρχεται η σειρά του σπιτιού, το οποίο γι' αυτήν ήταν το σκηνικό που γυριζόταν ο έρωτάς τους και το καταφύγιο μιας αγάπης που πίστεψε πως θα κρατούσε για πάντα. Με παράπονο του λέει πως κάποτε τα όνειρά τους ήταν κοινά αλλά πλέον δεν έχει κανένα όνειρο. Χωρίς τη διάθεση αυτή, σταματάει κάθε προσπάθεια για τη σχέση αυτή ή στο να συγκρατήσει στη μνήμη της τις όμορφες στιγμές που ζήσανε. Η μόνη λύση είναι η απόλυτη καταστροφή που θα μετατρέψει την κάθε μνήμη σε στάχτη. Γι' αυτό το λόγο, βάζει φωτιά στο σπίτι της κι απελευθερώνεται. Μόνο έτσι καταφέρνει να σπάσει τα δεσμά της για να φύγει μπροστά. 
Από εκείνη τη στιγμή και μετά, ο σκύλος μετατρέπεται σε απομεινάρι του παρελθόντος, το οποίο έχει απαλλαγεί από συναισθηματισμούς και πόνους. Μόνο έτσι το παρελθόν μπορεί να γίνει χειρίσιμο. Άρα λιγότερο επώδυνο. Γι' αυτό το λόγο λέει στο σκύλο πως πλέον εκείνη είναι το νέο του αφεντικό που οφείλει να υπακούει. Μεμιάς γίνεται αφεντικό στην ίδια της τη ζωή, την παροντική, την παρελθοντική αλλά και την μελλοντική.
Η "Ανθρώπινη φωνή" είναι ένα απρόσμενο αριστούργημα. Ένας χείμαρρος χρωμάτων και συναισθημάτων, ένα ατμοσφαιρικό μουσικό ποτάμι και μια συγκλονιστική Τίλντα Σουίντον.

Βαθμολογία: 9/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου