Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεοέλληνες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεοέλληνες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2021

Εάλω το κράτος!



Κάθε καθεστώς έχει από τη φύση του μια ημερομηνία λήξης. Ένα χαρακτηριστικό που το γνωρίζουν ακόμη κι αυτοί που καταλύουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και την ελευθερία. Γι' αυτό το λόγο, κάνουν ότι είναι δυνατόν για να δώσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη παράταση στην εξουσία που καταλαμβάνουν, άλλες φορές βιαίως κι άλλες φορές με ψέματα κι εθνικοπατριωτικές κορώνες. 
Πρώτη τους κίνηση είναι η δημιουργία ενός ελεγχόμενου επιτελικού κράτους, σπέρνοντας με αυτόν τον τρόπο το αντιδημοκρατικό καρκίνωμα στη διοίκηση ενός τόπου. Κι όσο μεγαλύτερο είναι το επιτελικό κράτος τόσο περισσότερο δαπανηρό για κάθε λαό είναι το εκάστοτε καθεστώς. 
Έπειτα ακολουθεί η φίμωση της ενημέρωσης και του δημόσιου λόγου. Με μεγάλα ποσά από το δημόσιο ταμείο (κίνηση που πέρα από αισχρή, αναδεικνύει και το πόσο τσίμπηδες είναι οι καθεστωτικοί) μετατρέπουν αναγνωρισμένους από το τηλεοπτικό κοινό δημοσιογράφους σε προπαγανδιστικά φερέφωνα. Δεν είναι τυχαίο που η ελευθεροτυπία στη χώρα μας κατρακύλησε στα επίπεδα του απύθμενου βούρκου άλλων μη δημοκρατικών χωρών. Το ότι υπάρχει αντιπολιτευτική φωνή μέσα από λίγες εφημερίδες, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ύπουλη κίνηση στο να ρίχνουν οι καθεστωτικοί στάχτη στα μάτια, δηλώνοντας πως η δημοκρατία εξακολουθεί να υφίσταται στη χώρα μας καθώς υπάρχουν κι αντιπολιτευτικές φωνές. Όμως, οι φωνές αυτές παρεμποδίζονται μέσα από την μονοπωλιακή διανομή του Τύπου που ελέγχει γνωστός μεγαλοεπιχειρηματίας (ίσως κι ο άτυπος πρωθυπουργός της χώρας μας). Το ελπιδοφόρο της όλης κατάστασης είναι πως αυτές οι λιγοστές εφημερίδες εξακολουθούν να επιβιώνουν με τη στήριξη του λαού και κυρίως όσων δεν έχουν αποβλακωθεί από τα τηλεοπτικά κανάλια και δεν έχουν θαμπωθεί με τις προσφορές προπαγανδιστικών εφημερίδων. 
Στη συνέχεια, το καθεστώς ενισχύει την αστυνομοκρατία για να ελέγξει τον εγχώριο εχθρό που δεν είναι άλλος από τον καταπιεσμένο λαό αλλά και τις ένοπλες δυνάμεις πουλώντας εθνικισμό και μίσος. Περισσότερο όμως επενδύουν στο φόβο του δικούς του λαού. 
Κι όταν πια το καθεστώς εδραιωθεί, αρχίζει το μεγάλο φαγοπότι μέχρι τελικής πτώσεων. 
Αν όλα αυτά σας φαίνονται οικεία, τότε καλό είναι να αρχίσετε να προβληματίζεστε με το που βαδίζουμε.
Αυτή τη φορά όμως το λουκούλλειο γεύμα στο τραπέζι είχε δυο καλεσμένους, ή για να το θέσω καλύτερα, το φαγοπότι των καθεστωτικών στερεί το επιδόρπιο των εγχώριων σκοταδιστών που δεν είναι άλλοι από τους εκπροσώπους της εκκλησίας. Αυτό είχε ως συνέπεια να γίνουμε μάρτυρες στην ανελέητη διαμάχη δυο τσακαλιών πάνω από το πτώμα ενός θύματος, του οποίου στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο ίδιος ο λαός. 
Μετά λοιπόν από δέκα μήνες καταστολής και κατάλυσης τόσο των δημοκρατικών αξιών όσο και της ελευθερίας, οι καθεστωτικοί φάνηκαν πως είναι γυμνοί κι αδύναμοι καθώς η εκκλησία κατάφερε να τους ξεφτιλίσει με το να ανοίξει τους ναούς σε καιρό πανδημίας και με το φοβισμένο λαό να μετράει δεκάδες θανάτους σε καθημερινή βάση. Σαφώς και δε πανηγυρίζουμε με την νίκη των σκοταδιστών αλλά είμαστε πλέον σε θέση να διακρίνουμε την ασυδοσία, τη φτηνή μαγκιά και το δούλεμα που έχουμε φάει όλους αυτούς τους μήνες. 
Πως θα καταφέρει πλέον η εξουσία να κρατήσει τα καταστήματα και τις επιχειρήσεις κλειστές όταν οι ρασοφόροι ανοίγουν με το έτσι θέλω τα μαγαζάκια τους;
Πως μπορούν να εμποδίσουν ξανά την ελεύθερη διακίνηση των πολιτών όταν με το έτσι θέλω οι εκκλησίες γεμίζουν με πιστούς;
Πως μπορούν να μας κουνήσουν ξανά το δάχτυλο όταν στις εσωκομματικές τους διαμάχες αλληλοκαρφώνονται με ευθύνες και ψεύδη;
Πως μπορούν να λένε πως έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους ενώ δεν έχουν προσφέρει τίποτα απολύτως, φτάνοντας στο σημείο να ζούμε τις καταστροφικές συνέπειες ένα χρόνο μετά την έξαρση της πανδημίας, αναμένοντας πλέον το τρίτο κύμα;
Κι εμείς ως λαός, πως μπορούμε κι ανεχόμαστε ακόμα όλη αυτή τη κατάσταση χωρίς να αντιδράμε. 
Σήμερα οι παπάδες κατέλυσαν το κράτος. Εάλω το κράτος!
Αυτό θα 'χει ως συνέπεια μια σφοδρότερη αντεπίθεση από μεριάς των καθεστωτικών. Μόνο που το μένος τους θα ξεσπάσει πάνω μας κι όχι πάνω στην εκκλησία. 
Καιρός λοιπόν να πέσει αυτό το καθεστώς κι επιτέλους να γίνει ο αναγκαίος διαχωρισμός εκκλησίας-κράτους. 

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020

Στη Χίο έγινε η αρχή...


Τα χθεσινοβραδυνά γεγονότα της Χίου πέρα από ανησυχητικά, ήταν κι αναμενόμενα καθώς η σημερινή κυβέρνηση αναρριχήθηκε στην εξουσία αγκαλιάζοντας όλα τα προηγούμενα χρόνια σκοταδιστές και νεοναζί. Ο βασικός κορμός των ψηφοφόρων της Ν.Δ. δεν αντιλαμβανόταν ή δεν ήθελε να αντιληφθεί πως η φωνή της οποιαδήποτε λαϊκής δεξιάς έσβηνε κάτω από τις ιαχές των άλλοτε μακεδονομάχων κι "αγανακτισμένων" κατοίκων των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Δεν έβλεπε πως το κόμμα που υποστήριζε άλλαζε ρότα προς ακροδεξιές κατευθύνσεις. Σημαντικό ρόλο σ'αυτό έπαιξαν κι εξακολουθούν να παίζουν τα Μ.Μ.Ε. όμως αυτό δε μειώνει την ευθύνη των ψηφοφόρων.
Λίγους μήνες διακυβέρνησης της Ν.Δ. χρειάστηκαν για να γίνει αντιληπτή η εξαπάτηση της μεσαίας τάξης που είδε να χάνει το κοινωνικό της μέρισμα, των συνταξιούχων που έχασαν την 13η σύνταξη, των νυκοκοιραίων που από τέλη Απρίλη θα βλέπουν να κινδυνεύει η πρώτη τους κατοικία και των "κυρ Παντελήδων" που ανά πάσα στιγμή θα φοβούνται τα αξημέρωτα μπουκαρίσματα των αστυνομικών στα σπίτια τους. Όμως κανείς τους δε μιλάει. Είτε από σάστισμα, είτε από ντροπή, είτε από άγνοια.
Όμως οι φασίστες δε ξεχνάνε. Κι εκεί είναι που την πάτησε η νέα κυβέρνηση (παρόλο που την έχει ξαναπατήσει με την υπόθεση Μπαλτάκος - Χρυσή Αυγή). Οι πολιτικάντηδες θρέψανε ανεξέλεγκτα ένα τέρας μόνο και μόνο για να τους ανεβάσει στην εξουσία. Όμως αυτό το τέρας λειτουργεί με το νόμο της ζούγκλας. Βλέποντας πως εξαπατήθηκε, έδειξε μεμιάς τα δόντια του όχι προς τους αδύναμους και τους κατατρεγμένους αλλά απέναντι στον αφέντη που το τάιζε σανό όλα αυτά τα χρόνια.
Τα γεγονότα της Χίου ήταν η αρχή ενός νέου εφιάλτη που παίρνει σάρκα κι οστά. Ενός εφιάλτη που βλέπαμε να ρχεται αρκετό καιρό πριν. Λίγους μήνες μετά τις εκλογές του καλοκαιριού και με τις ευλογίες ενός πλήθος με πλήρης πολιτική κι ιδεολογική άγνοια, βρεθήκαμε σε ένα κωμικοτραγικό καθεστώς μιας κυβερνητικής παρωδίας. Η κυβέρνηση αυτή που ανέθρεψε τον επικίνδυνο νεοφασισμό, υποστηρίζεται πλέον μόνο από μεγαλοεπιχειρηματίες, χριστιανοταλιμπάν κι ηλίθιους έχοντας ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας να παρακολουθεί μουδιασμένο σε καθημερινή βάση τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά της εγκλήματα. Κι όπως φαίνεται θα τα λουζόμαστε αυτά όσο το επιτρέπουμε (;)...

ΥΓ: είναι κρίμα που ένα χρόνο πριν δεν ακουγόταν ο κώδωνας του κινδύνου που έκρουαν διορατικοί συνάνθρωποί μας (ένα παράδειγμα είναι το εύστοχο σκίτσο της ανάρτησης από το πενάκι του Γιάννη Δερμετζόγλου).

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

Θέλουν να μετακινήσουν τα αρχαία - Ξεφτιλιζόμαστε διεθνώς


του Αργύρης Μπακιρτζής

Γεννήθηκα στο ρωσικό μαιευτήριο. Τότε μέναμε στη Μακεδονικής Αμύνης 7. Λίγο παρακάτω ένα στενό, η Καρμπολά οδηγεί στα παλιατζίδικα. Αλλάξαμε πέντε σπίτια. Όλα ανάμεσα στον Άγιο Δημήτριο, τα παλιατζίδικα και το Διοικητήριο.
Στην πλατεία παίζαμε μπάλα και πετροπόλεμο. Εκεί κοντά ήταν και τα λουτρά ΟΛΥΜΠΙΑ. Θυμάμαι, μωρό ακόμη, στο χαμάμ, τα γυμνά σώματα των γυναικών μες στους αχνούς. Αυτή ήταν η γειτονιά μου.
Για μπάνιο παίρναμε το πλοίο και πηγαίναμε στο Μπαξέ Τσιφλίκι. Η γιαγιά έμενε στον μπαξέ, κοντά στον Παλιό Σταθμό, δίπλα στις γραμμές. Ο θείος μου μας ανέβαζε στο κάρο, ένα σωρό πιτσιρικάδες και μας πήγαινε για μπάνιο κάτω απ’ του Χατζή Μπαξέ. Έμπαινε και το άλογο.
Σχολείο πήγα δημοτικό στο 56ο, στο συγκρότημα του 4ου με τα πιο ζωηρά παιδιά της πόλης και γυμνάσιο στο Πειραματικό κι αυτό κοντά στη γειτονιά. Μετά Πανεπιστήμιο. Στη συνέχεια έρχομαι και φεύγω. Φαντάρος, εξωτερικό, Καβάλα για δουλειά, Θάσος. Το πατρικό όμως Αγίου Δημητρίου και Δημητρίου Γούναρη, είναι πάντα η βάση μου. Τώρα μένει ο μικρός μας γιος, που με αντικατέστησε στα παλιατζίδικα, κι εμείς όταν κατεβαίνουμε.
Στη Θεσσαλονίκη ζουν οι περισσότεροι φίλοι μου. Συμμαθητές και συμφοιτητές, οι Χειμερινοί Κολυμβητές. Ο μεσαίος αδελφός μου, η ανεψιά μου Όλγα κι ένα σωρό συγγενείς.
Είναι η πόλη μου. Που όμως σήμερα με πληγώνει. Θέλουν να μετακινήσουν τα σπουδαία ευρήματα του Μετρό. Δηλ. να τα καταστρέψουν. Ξεφτιλιζόμαστε διεθνώς.
Το ΒΒC έγραψε: «Ανίκανοι οι Έλληνες να εκμεταλλευτούν τα αρχαιολογικά ευρήματα του μετρό Θεσσαλονίκης». Και υπάρχουν συμπολίτες που το υποστηρίζουν, κι ο δήμαρχος. Και το κακό είναι ότι πολιτικοποιούν το θέμα για να περάσουν την καταστροφή. Ντροπή. Αυτό κι αν θέλει συλλαλητήριο. Η εκκλησία κωφεύει κι ας είναι βυζαντινά τα ευρήματα.
Όταν γκρέμισαν την εκκλησία της Παναγίας του 16ου αι. στην Καβάλα το 1960, στην ερώτησή μου, λίγα χρόνια μετά, πώς το επέτρεψαν, μου είπαν «μα ήταν τουρκική». Επειδή κτίστηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Φυσικά τα έργα του Παρθένη εξαφανίστηκαν.
Δυστυχώς, αυτοί είμαστε: φωνάζουμε χωρίς να ξέρουμε, ξέρουμε και αδιαφορούμε.

Πηγή: parallaxi

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2019

Πιο επίκαιρο από ποτέ...




Ωραία παιδιά,
με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια,
ωραία παιδιά,
δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια,
στον πέτρινο αέρα, έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι,
πώς μεγαλώνει το μπόι,
το βήμα και η παλάμη του ανθρώπου; 

Γιάννης Ρίτσος 
Απο το "Ημερολόγιο μιας εβδομάδας"
Αθήνα 16 Νοεμβρίου 1973 

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

Η Στρατηγική: Η υπόθεση Novartis ( La Strategia: Il caso Novartis)



Όσο τα εγχώρια συστημικά κανάλια συνεχίζουν τις πληρωμένες τους υπηρεσίες προς όφελος των μεγάλων εταιριών και των εγχώριων ολιγαρχών, ένα ιταλόφωνο κρατικό κανάλι της Ελβετίας (RSI), μας προσφέρει μια άκρως ενδιαφέρουσα και άρτια σκηνοθετημένη εκπομπή για την υπόθεση Novartis.
Από τη στιγμή που στην Ελλάδα οι μισοί συστημικοί δημοσιογράφοι εξελίσσονται σε βουλευτές μιας άκρως νεοφιλελεύθερης και σκοταδιστικής κυβέρνησης κι οι υπόλοιποι συνάδελφοί τους συνεχίζουν να θάβουν όσο πιο βαθιά μπορούν στο βούρκο της ανηθικότητας το επίπεδο και την οποιαδήποτε αξιοπρέπεια της εγχώριας ενημέρωσης, είναι χρέος μας να προωθήσουμε με κάθε τρόπο το ενδιαφέρον έργο των ερευνητών δημοσιογράφων Μαρία Ροζέλι και Μάρκο Ταλιαμπούε. 

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2019

Joker


Δυο βδομάδες τώρα όλοι (παρα)μιλούν για τον άψογα προωθημένο Τζόκερ. Μάλιστα, οι περισσότεροι την αποκαλούν ως ταινία της χρονιάς, μια άποψη που μου προκαλεί γέλιο παρόμοιο μ' αυτό του Χοακίν Φοίνιξ. Προς θεού, αυτό δε σημαίνει πως υποτιμώ το έργο. Αντιθέτως το βρήκα άκρως ενδιαφέρον καθώς έθιγε αρκετούς προβληματισμούς κι ανέδειξε εύστοχα το σάπιο μοντέλο όπου δεκαετίες τώρα πορεύεται άβουλα η δυτική κοινωνία. Μια κοινωνία που εξακολουθεί να ψάχνει τη χαμένη της αξιοπρέπεια κάτω από στοίβες σκουπιδιών. Από την άλλη ολόκληρη η ταινία βασίστηκε στην ερμηνεία ενός και μόνο προσώπου, με τρόπο που καταφέρνει να καλύψει τα σεναριακά της κλισέ. Παρά τις ατέλειές της, η ταινία είναι δυνατή και πετυχαίνει να εισχωρήσει τον θεατή στον υγρό και βρώμικο υπόκοσμο της Νέας Υόρκης ή αλλιώς Γκόθαμ Σίτι. Όμως είχα την ατυχία να επιλέξω έναν από τους κινηματογράφους-αλυσίδες της πόλης όπου η έλλειψη της κινηματογραφικής παιδείας γίνεται αισθητή καθώς τα γεμάτα ποπ κορν στόματα ανταγωνίζονται τις προσπάθειες των ηχοσυστημάτων της σκοτεινής αίθουσας ενώ οι φωτεινές οθόνες των κινητών γίνονται περισσότερο ελκυστικές από το μεγάλο πανί όπου προβάλλεται το έργο. Στη συγκεκριμένη προβολή βίωσα μια ακόμη αλλόκοτη συμπεριφορά του κοινού, που με προβλημάτισε αρκετά καθώς επιβεβαίωνε κάποιες από τις κοινωνικές καταστάσεις που παρουσιάζει το έργο.
Αυτή τη φορά δε θα επεκταθώ αρκετά στη ταινία καθώς έχουν αναφερθεί άλλοι τόσοι μ' αποτέλεσμα να μετατραπεί ένα ενδιαφέρον έργο σε κινηματογραφικό μαϊντανό. Αυτό που κρατάω είναι η έξυπνη παρουσίαση του τρόπου όπου τα μέσα μαζικής ενημέρωσης επηρεάζουν τη κριτική σκεψη των τηλεθεατών, πόσο μάλλον σε μια εποχή που το ίντερνετ δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνισή του. Οι δημοσιογράφοι όπως πάντα εκθειάζουν εκπροσώπους των ανωτέρων αστικών τάξεων, οι οποίοι θέλουν υποτίθεται να συνεισφέρουν για το κοινό καλό. Οι ειδήσεις καλά σκηνοθετημένες προκαλούν πρώτα πανικό για να στρώσουν έπειτα το χαλί στον εκάστοτε πλούσιο μεσσία που θα ρθει να δώσει λύσεις σ' όλα τα προβλήματα. Κάπως έτσι πέφτει στη παγίδα η μητέρα του αντιήρωα, η οποία πιστεύει πως ο πάμπλουτος πατέρας του μετέπειτα Μπάτμαν Μπρους Γουέιν είναι ένας καλοκάγαθος μεγιστάνας που θα σκύψει το βλέμμα του πάνω απ' τα προβλήματα του λαού. Σ' αυτό το σημείο η ταινία έπεσε μέσα και μάλιστα σε μια περίοδο που τα εγχώρια κανάλια προσπαθούν να πλέξουν το εγκώμιο της νέας ακροδεξιάς κι άκρως νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης. 
Επίσης ο δημιουργός αναπτύσσει με ευγενικό τρόπο το οιδιπόδειο σύμπλεγμα μητέρας-γιου. Μια αρρωστημένη κατάσταση που δυστυχώς έχει παρεκτραπεί στις μέρες μας κάτι που γίνεται εμφανές στις αδιέξοδες ανθρώπινες σχέσεις. Τόσο η σχέση αυτή όσο κι η τραυματική παιδική ηλικία του αντιήρωα, τον οδηγούν στα συναισθηματικά και προσωπικά συμπλέγματα που τον έχουν μετατρέψει σε έναν ντροπαλό, αντικοινωνικό κι αδύναμο μέλος της κοινωνίας. Ένα θύμα που κανείς δε νοιάζεται μέχρι που μετατρέπεται σε θύτη-τιμωρό. Η αδικία που συντελείται στον εργασιακό χώρο, ο εκφοβισμός των αδύναμων, ο διασυρμός απλών ανθρώπων από τηλεοπτικούς "αστέρες" (η Ελλάδα έχει πολλούς απ' αυτούς), η κρατική αδιαφορία στις ανάγκες του κόσμου κι άλλα πολλά τον μετατρέπουν από αφανή πολίτη σε προσωποποιημένη κοινωνική οργή. Ο χαρακτήρας του Τζόκερ χτίζεται όμορφα και μεθοδικά όμως η αλληλεπίδρασή του με τον κόσμο είναι αβάσιμη και παιδαριώδη.  



Κι εδώ ερχόμαστε σ' αυτά που με ενόχλησαν στο έργο. Για μια ακόμη φορά ο κινηματογράφος παρουσιάζει τον κοινωνικό ξέσπασμα ως μία ανεξέλεγκτη οργή του όχλου. Με ένα τελείως απαράδεκτο τρόπο, προσπαθεί να μας πείσει πως το δίκαιο των πολιτών θα ρθει μέσα από καταστροφές, φωτιές, δολοφονίες κι άναρθρες κραυγές σε δρόμους επικίνδυνους κι αιματοκυλισμένους. Μία συνταγή που την έχουμε συναντήσει άπειρες φορές και θα εξακολουθούμε να τη βλέπουμε σ' αυτού του είδους τις ταινίες. 
Από την άλλη, ενώ η ταινία επιδιώκει να χει μια βάσιμη πολιτική χροιά καθώς αναφέρεται στη δεκαετία του '80 όπου πραγματοποιήθηκαν οι μεγάλες απεργίες των σκουπιδιάρικων (γι' αυτό το λόγο έχουμε συνηθίσει τις αμερικάνικες ταινίες του '80 και του '90 να είναι με πλάνα από δρόμους γεμάτους σκουπίδια) αλλά και στην περικοπή των δαπανών της κοινωνικής πρόνοιας που οδήγησε αρκετούς ψυχικά νοσούντες στις φυλακές, μια εξέλιξη που έκανε το κεφάλαιο να τρίβει τα χέρια του καθώς εκείνη τη περίοδο άνοιγαν οι πρώτες ιδιωτικές φυλακές στις οποίες οι έγκλειστοι ήταν οι σύγχρονοι σκλάβοι της αμερικανικής παραγωγής, τελικά καταλήγει να βροντοφωνάξει ένα εξοργιστικό "No politica" μέσω του εξεγερμένου Τζόκερ. Οπότε εκεί που θα μπορούσε να κάνει την όποια διαφορά από άλλες ταινίες ηρώων κόμικς, όπως είχε συμβεί με το αξεπέραστο "Watchmen", τελικά καταφέρνει να κάνει μια τρύπα στο νερό. 
Αυτό όμως που με προβλημάτισε στην προβολή ήταν το κοινό. Όσοι έχουν ήδη δει το Τζόκερ, θα γνωρίζουν πως η ιστορία στερείται από κωμικές σκηνές. Κι όμως, μες στην αίθουσα οι περισσότεροι θεατές γελούσαν. Γελούσαν με το χαχανητό του Φοίνιξ, γέλασαν με τον νάνο που δεν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα, γέλασαν με τον χορό στα σκαλιά που μετατράπηκε σε κυνηγητό. Όσο με προβλημάτισαν τα θέματα που έθετε η ταινία άλλο τόσο με προβλημάτισε η συμπεριφορά αυτών των ανθρώπων. Άραγε είχαν καταλάβει κάτι από την ιστορία ή πίστευαν πως πήγαν να δουν μια ακόμη ταινία δράσης; Από την άλλη μπορεί κανείς να γελάσει απέναντι στη ψυχική πάθηση ενός ανθρώπου; Κατά μια έννοια η συμπεριφορά του κοινού επιβεβαίωνε την κοινωνική κατρακύλα που παρουσιάζει η ταινία. Από την μια οι προβληματισμοί βγαίνουν αληθινοί αλλά από την άλλη ο εφιάλτης που αναφέρονται οι συντελεστές δεν περιορίζεται στα κινηματογραφικά πλαίσια αλλά δυστυχώς αποδεικνύεται πως μας περιβάλλει. 
Έφυγα από την σκοτεινή αίθουσα απογοητευμένος όχι από την ταινία αλλά από τον κόσμο που την είδαμε μαζί. Το ότι κόπηκαν εκατοντάδες εισιτήρια μέσα σε μια βδομάδα δε μου λέει απολύτως τίποτα όταν συνειδητοποιώ πως μια σημαντική μερίδα του κοινού το παρακολούθησε χωρίς να καταλάβει τίποτα. 
Όσο για το Τζόκερ, πιστεύω πως θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά αλλά δυστυχώς δείλιασε. Αν κάτι μου μένει από την ταινία είναι η εκπληκτική ερμηνεία του Χοακίν Φοίνιξ. 

Βαθμολογία: 7/10

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2019

Φοβάμαι τον ανελέητο μικροαστισμό




του Κώστα Καναβούρη

Αναρωτιέμαι μερικές φορές: όταν μας κάθισε στον σβέρκο η χούντα, πόσοι ήταν εκείνοι που ένιωσαν – εκτός από τους συνήθεις «υπόπτους» της Αριστεράς που δέθηκαν πισθάγκωνα – ότι έχασαν κάτι. Ότι έχασαν κάτι καίριο από τη ζωή τους που ονομάζεται ελευθερία και δημοκρατία. Και πόσοι ήταν εκείνοι που δεν έχασαν τίποτα, όντας ήδη σκλαβωμένοι στον ανελέητο μικροαστισμό και – ακόμη χειρότερα – ένιωσαν καλύτερα αφού έλειψαν «οι ταραχές», οι τόσο ενοχλητικές στον μικρόκοσμό τους, αφού έλειψαν οι απεργίες και οι διαδηλώσεις που τους εμπόδιζαν να πάνε ήσυχα και αδιατάρακτα στις δουλειές τους και το ίδιο ήσυχα να επιστρέψουν το βράδυ στο σπίτι τους, στην «ζεστή οικογενειακή τους απελπισία/ που ξεχύνεται από χιλιάδες κατσαρόλες», όπως λέει και ο μεγάλος ποιητής και σκηνοθέτης Πιερ Πάολο Παζολίνι.
Τους ίδιους ανθρώπους φοβάμαι και σήμερα. Αυτούς τους ανθρώπους «της ελεεινής ευτυχίας» (πάντοτε Παζολίνι) που δεν έχουν να χάσουν τίποτα από κάθε περιστολή της ελευθερίας γιατί η ελευθερία βρίσκεται έξω από το πεδίο της ζωής τους. Που δεν έχουν να χάσουν τίποτα από κάθε – ακόμα και τον ελάχιστο – περιορισμό της δημοκρατίας, γιατί η δημοκρατία (όταν δεν τους ενοχλεί) απλώς δεν τους ενδιαφέρει. Δεν ανήκει στα στοιχειώδη βασικά του βίου τους. Τους φοβάμαι αυτούς που είναι πρόθυμοι να αδιαφορήσουν για τα πάντα και για όλους, που είναι πρόθυμοι στην απουσία κριτικού ελέγχου για όσα συμβαίνουν γύρω τους, τους πρόθυμους για απουσία γενικώς. Τους φοβάμαι επειδή είναι επικίνδυνοι. Δεν αρνούνται καν να μάθουν επειδή η γνώση τους είναι άγνωστη ανάγκη. Και πείθονται… ψέματα δεν πείθονται, απλώς είναι έτοιμοι να πιστέψουν όποιον τους ψιθυρίζει πως είναι περιούσιοι (κι ας τους διώχνει από τη δουλειά∙ άλλοι φταίνε), πως είναι οι εκλεκτοί (κι ας τους κόβει το μέλλον των παιδιών τους∙ άλλοι φταίνε), πως ο παράδεισος μιας τιποτένιας ζωής τους ανήκει (κι ας μην υπάρχει παράδεισος σε μια τιποτένια ζωή). Ναι, την φοβάμαι αυτή την τιποτένια πληρότητα του τίποτα, όπου τίποτα δεν υπάρχει για να χαθεί. Την φοβάμαι αυτή την καταβόθρα που καταπίνει χωρίς καμιά συναίσθηση ενοχής ή ταραχής, ελευθερία, δημοκρατία και προπαντός ανθρώπους.
Φοβάμαι την τερατώδη ασημαντότητα που γίνεται ένα πελώριο πάπλωμα θαλπωρής για όλους τους φασισμούς. Επειδή ακριβώς ο άνθρωπος του τίποτα δεν έχει να χάσει κάτι από τον φασισμό. Γιατί τίποτα δεν θα του λείψει.
Θυμάμαι κάποιο κείμενο του Λε Κορμπυζιέ, όπου εξηγεί γιατί σε ναζιστικό καθεστώς δεν μπορεί κάποιος να είναι καλός αρχιτέκτονας. Μπούρδες για τον ανελέητο μικροαστό που χτίζει ένα σπιτάκι «Και λέει καλά είμαι εδώ» (Μιχάλης Κατσαρός). Θυμάμαι τον στίχο του Διονύσιου Σολωμού «Τα σπλάχνα και η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν». Μπούρδες. Ο ανελέητος μικροαστός έχει τα σπλάχνα του χτισμένα. Και βλέπει την θάλασσα σαν παγωμένο μπετόν. Γιατί δεν έχει κανένα μυστικό που θα ξεχαστεί στο ακρογιάλι (Γιώργος Σεφέρης). Δεν του λείπει τίποτα όταν βάζει λουκέτο στο σχολείο του παιδιού του (ούτε καν φαντάζεται ότι εγκληματεί ψυχικά και νοητικά καταστρέφοντας την ψυχή και το μυαλό του παιδιού του), εμποδίζοντάς το από τη χαρά της γνωριμίας με τα παιδιά του κόσμου. Όμως ο άνθρωπος του τίποτα είναι περήφανος όταν το παιδί του παρελαύνει τραγουδώντας τον «Εθνικό Ύμνο». Γιατί ούτε καν του περνάει από το μυαλό ότι ο εκχυδαϊσμένος Διονύσιος Σολωμός, είναι μια απίστευτη απώλεια για την ελευθερία, την δημοκρατία και την γλώσσα (για την οποία τόσο πολύ φροντίζει. Ιδιαίτερα τα «αρχαία μας»). Δεν του λείπει ο Σολωμός. Δεν του λείπει η τραγωδία της σπατάλης των ανθρώπων. Δεν του λείπει η τραγωδία της σπατάλης της Δημοκρατίας και τη Ελευθερίας. Κι εγώ αυτούς τους ανθρώπους τους φοβάμαι.
Αυτή την φοβερή παράταξη ανθρώπων που δεν υπήρξαν ποτέ έκθαμβοι από την σκοτεινή ομορφιά της ανθρώπινης κατάστασης, αλλά μονάχα ψοφοδεείς και δειλοί μπροστά στο θάρρος που χρειάζεται αυτή η κατάσταση: το θάρρος να σκέπτεσαι. Και να μην το παραχωρείς, δίνοντας τη γη και το ύδωρ της ψυχής σου, σ’ εκείνους «που ξέρουν».
Αυτή (και αυτοί) είναι η μήτρα που γεννάει τον ναζισμό. Γι΄ αυτό τους φοβάμαι. Επειδή δεν πατούν αλλά ποδοπατούν τον «τάπητα των πολυκατοικιών» χωρίς να ξέρουν ότι είναι υφασμένος με το μεταξένιο αίμα των αθώων.

Πηγή: artinews.gr

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Ο καθωσπρέπει εθνικισμός




του Κύρκου Δοξιάδη
(καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών)

Τις προάλλες έπινα τον καφέ μου σε καφετέρια κεντρικού ξενοδοχείου της Αθήνας. Απέναντί μου, σε μακρύ τραπέζι που είχε δημιουργηθεί από συνένωση πολλών μικρών, καθόταν μεγάλη παρέα καθωσπρέπει κυρίων και κυριών. Αρχικά αποκόμισα την εντύπωση ότι επρόκειτο για γενική συνέλευση πολυκατοικίας ή κάποιου εξωραϊστικού συλλόγου.
Δεν άκουγα όλα όσα λέγονταν, από σκόρπιες κουβέντες που έφτασαν στ’ αυτιά μου, όμως, έπειτα από λίγο διαπίστωσα πως ήταν κάτι σαν άτυπη συνέλευση μακεδονικών συλλόγων – συλλόγων που κινητοποιούνται για το Μακεδονικό. Από τα λίγα που άκουσα στη συνέχεια, κατάλαβα ότι σχεδιάζουν συλλαλητήριο στην Αθήνα που φιλοδοξούν να είναι μεγαλύτερο από το προηγούμενο, και σειρά αντιδράσεων στην ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη την ερχόμενη Παρασκευή. («Η επίθεση να είναι μετωπική κατά της κυβέρνησης», ήταν μια από τις ελάχιστες ολόκληρες φράσεις που ξεχώρισα ευκρινώς – ίσως επειδή ειπώθηκε με ανάλογη ένταση.) Δεν έχω ένοχη συνείδηση ότι κρυφάκουγα και τους εκθέτω, ο χώρος αλλά και το ύφος της συγκέντρωσης κάθε άλλο παρά προξενούσαν την εντύπωση της οιασδήποτε μορφής «απόρρητου».
Προφανώς δεν επρόκειτο για χρυσαυγίτες ή για παρόμοιου, ακραιφνώς ναζιστικού τύπου οργανώσεις. Για τη «μη ακραία» τους μορφή μαρτυρούσε και ο καθωσπρεπισμός τους. Και δεν αναφέρομαι μόνο σε επιφανειακά χαρακτηριστικά, όπως το ύφος, το ντύσιμο και οι τρόποι συμπεριφοράς. Υποθέτω πως οι περισσότεροι από αυτούς θα γίνονταν έξαλλοι –και δικαίως– αν κάποιος τους παρομοίαζε με ναζιστές. Ακροδεξιοί όμως είναι. Και η «μη ακρότητα» του ακροδεξιού τους ιδεολογικού χαρακτήρα τούς καθιστά μακροπρόθεσμα ίσως πιο επικίνδυνους από τους «ούγκα ούγκα» ακροδεξιούς της Χρυσής Αυγής.
Το έχω πει παλιότερα και θα το ξαναπώ: Οσο «ήπια» και αν εκφράζεται, ο εθνικισμός της «αποκλειστικής καταγωγής» είναι αναπόφευκτα ακροδεξιός εθνικισμός. Αναρωτιέμαι αν έχουν ποτέ τους αναρωτηθεί όσοι κόπτονται για την αποκλειστικότητα του «ονόματος» και ταυτόχρονα θεωρούν τους εαυτούς τους δημοκράτες τι ακριβώς σημαίνει αυτή τους η πεποίθηση.
Οτι μόνον οι Ελληνες είναι γνήσιοι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου; Ωραία, ας πούμε ότι ισχύει. Και αυτό γιατί είναι τόσο σημαντικό;
Η μόνη απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι: Διότι οι άλλοι λαοί που δεν είναι γνήσιοι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι κατώτεροι από εμάς τους Ελληνες (και γι’ αυτό δεν έχουν το δικαίωμα να «μιαίνουν» το όνομα της χώρας του Αλεξάνδρου). Και είναι κατώτεροι όχι επειδή στη σύγχρονη εποχή έχουν λιγότερα επιτεύγματα από εμάς να επιδείξουν, στον πολιτισμό, στις επιστήμες, στην οικονομία, στον αθλητισμό έστω, ή όπου αλλού. Είναι κατώτεροι λόγω καταγωγής. Ο ορισμός δηλαδή του ρατσισμού.
Πρόκειται για έναν εθνικισμό που έχει οριστικά πάρει διαζύγιο από τον «δημοκρατικό πατριωτισμό», από τη δημοκρατία εν γένει, από τον Διαφωτισμό σε οποιαδήποτε από τις παρακαταθήκες του. Ο δρόμος για τον εθνικοσοσιαλισμό είναι ορθάνοιχτος. Και τούτο ισχύει τόσο για τα συλλαλητήρια όσο και για τις μαθητικές καταλήψεις. Αυτό (παριστάνουν ότι) δεν καταλαβαίνουν όσοι θέτουν την (επιφανειακά) αφελέστατη ερώτηση: «Μα είναι δυνατόν να υπονοείτε ότι οι μετέχοντες σε συλλαλητήρια και οι μαθητές που διαμαρτύρονται με καταλήψεις είναι ακροδεξιοί;» Η προφανής απάντηση είναι: «Κι αν δεν είναι ήδη, τρέχουν ολοταχώς προς τα εκεί». Η άρχουσα τάξη τα γνωρίζει όλα αυτά, αλλά διακατέχεται από έναν απύθμενο κυνισμό, που οφείλεται κυρίως στο ότι ποτέ της δεν κατάφερε να αποκτήσει την περιπόθητη ηγεμονία που θα εξασφάλιζε την κυριαρχία της.
«Ντάτα, ντάγιαντβαμ, ντάμιατα» είναι η προτροπή της ινδουιστικής διδασκαλίας που αναπαρήγαγε ο Ελιοτ στους τελευταίους στίχους της «Ερημης χώρας» το 1922. Να δίνεις, να συμπάσχεις, να ελέγχεις. Πανάρχαια συνταγή που για τον δυτικό κόσμο θα μπορούσαμε να δεχτούμε πως αποτελούσε το υπόρρητο τρίπτυχο για την άσκηση μιας σωστής και αποτελεσματικής κοινωνικής ηγεμονίας.
Οι ηγέτιδες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, απέναντι στις κυριαρχούμενες τάξεις, οφείλουν να προσφέρουν (και υλικές δυνατότητες για αξιοπρεπή διαβίωση), να δείχνουν (κατά τρόπο πειστικό) ότι συμπάσχουν, να ελέγχουν και να καθοδηγούν (και όχι μόνο να καταστέλλουν). Αν κάτι χαρακτηρίζει διεθνώς την άρχουσα τάξη στην παρούσα φάση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού είναι ότι τούτη την αρχαία συνταγή την έχει γραμμένη στα αρχαιότερα των υποδημάτων της. 
Οφείλουμε να είμαστε υπερήφανοι για τη δική μας άρχουσα τάξη. Σε ανύποπτο χρόνο, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, πριν καλά καλά επικρατήσει πλήρως ο νεοφιλελευθερισμός, με τον «καθωσπρέπει εθνικισμό» της αποκλειστικής ελληνικότητας της Μακεδονίας, επινόησε μια εύκολη λύση στο δύσκολο πρόβλημα της ηγεμονίας. Κι ας πρόκειται για λύση που πιθανότατα οδηγεί στην εύκολη «ηγεμονία» του φασισμού.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

Φτάσαμε τελικά στον πάτο;




Ο φασισμός διεισδύει με θράσος στα σχολεία ενώ ένας υποστηρικτής της Χρυσής Αυγής δολοφονεί έναν οικογενειάρχη μετανάστη για ρατσιστικούς λόγους, την ώρα που η δίκη των μελών του νεοναζιστικού κόμματος δε λέει να τελειώσει.
Συλλαμβάνεται ο μεγαλύτερος μαυραγορίτης που έδρασε στη χώρα μετά την περίοδο της Κατοχής και τα συστημικά μέσα προπαγάνδας αποκρύπτουν το πρόσωπο και το όνομά του, διότι όλα αυτά τα χρόνια ταΐζονταν απ’ αυτόν. Από την άλλη ένας απλήρωτος ντελιβεράς πέφτει θύμα άγριου ξυλοδαρμού από το αφεντικό του επειδή δεν μπορούσε να αναλάβει το πόστο του λόγω ασθένειας.
Η Γαλλία φλέγεται εξαιτίας των μέτρων τηςνεοφιλελεύθερης κυβέρνησης ενός πολιτικού προσώπου, εκπρόσωπου της πλούσιας αστικής τάξης, τον οποίο έχουν πρότυπο διάφορα πρόσωπα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όμως τα εγχώρια κανάλια αποκρύπτουν τον αναβρασμό της Ευρώπης προσφέροντας τηλεσκουπίδια όπου ξεπλένεται ο σεξισμός κι η κάθε μορφή βίας, την ώρα που δυο νεαροί δολοφονούν ένα κορίτσι στην Ρόδο επειδή τους είπε όχι στις σεξουαλικές τους ορέξεις. Τα βρώμικα site αναφέρουν την αλβανική καταγωγή του ενός δολοφόνου κι αποκρύπτουν την ελληνικότητα του άλλου.
Η αχαλιναγώγητη αστυνομική βία που δικαιολογείται με τη φράση «σε όποιον αρέσει» βρίσκεται ενώπια των ευθυνών της μετά τη στυγνή δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου.
Την ίδια στιγμή που ως κοινωνία βυθιζόμαστε όλο και πιο πολύ σ’ έναν απύθμενο βούρκο οι νοικοκυραίοι επιμένουν στον ωχαδερφισμό κι επικεντρώνονται στο αν το κάθε θύμα ήταν γκέι, πρεζάκι, μετανάστης, ανήθικη κοπέλα κ.ο.κ.
Αλήθεια, πόσα θύματα χρειαζόμαστε ακόμα για να συνειδητοποιήσουμε πως φτάσαμε στον πάτο; Ο Αλέξης Γρηγορόπουλος εκτελέστηκε από αστυνομικό. Ο Λουκμάν Ζαχζάτ δολοφονήθηκε από χρυσαυγίτες ενώ πήγαινε με το ποδήλατο στη δουλειά. Ο Παύλος Φύσσας δολοφονήθηκε από χρυσαυγίτες λόγω των αντιφασιστικών του ιδεών και δράσεων. Ο Βαγγέλης Γιακουμάκης έχασε τη ζωή του έπειτα από χρόνιους τραμπουκισμούς συμφοιτητών του. Ο Θανάσης σκοτώθηκε από ελεγκτή εισιτηρίων καθώς εκείνος τον έσπρωξε πετώντας τον έξω από το λεωφορείο στο Περιστέρι. Ο Ζακ Κωστόπουλος λιντσαρίστηκε από νοικοκυραίους κι αστυνομικούς στην Ομόνοια. Η Ελένη, φοιτήτρια στη Ρόδο βιάστηκε και δολοφονήθηκε από έναν Έλληνα κι έναν Αλβανό. Ο Πετρίτ Ζίφλε πυροβολήθηκε από έναν χρυσαυγίτη στην Κέρκυρα.
Όσο περνάει ο καιρός τόσο πληθαίνουν με αυξητικούς ρυθμούς τα θύματα, οδηγώντας με σφοδρότητα την κοινωνία προς τον πάτο. Η απραγία κι η απάθειά μας σ’ αυτόν τον ξεπεσμό, αποδεικνύει την πλήρης επικράτηση του κοινωνικού σκοταδισμού. Αν είχαμε τη θέληση να παρατηρήσουμε έστω για λίγο τον κόσμο που μας περιβάλλει, θα βλέπαμε ξεκάθαρα την απάνθρωπη παραμόρφωσή μας.

Πρώτη δημοσίευση: aplotaria.gr

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018

Πού βρίσκεται ο φασισμός και πώς αντιμετωπίζεται




του Άγγελου Τσέκερη

Πέντε χρόνια μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσα και την παλαϊκή αντιφασιστική κατακραυγή, οι καταστάσεις μάς υποχρεώνουν να δούμε κατά πρόσωπο την πραγματικότητα. Ο φασισμός είναι εδώ, ζει ανάμεσά μας, καταφέρνει να δημιουργεί μαζικές καταστάσεις, να μεταμφιέζεται σε “πατριωτισμό”, να κινητοποιεί νέους ανθρώπους, να σέρνει πίσω του τμήματα της Δεξιάς αλλά και της απολίτικης μάζας, να βρίσκει χώρο στα κατεστημένα ΜΜΕ που γοητεύονται από τον επιθετικό λαϊκισμό του. Οι ευθύνες της Νέας Δημοκρατίας, η οποία χαϊδεύει τον ακροδεξιό χώρο γιατί δεν μπορεί να τον διεκδικήσει ηγεμονικά, είναι βαρύτατες. Όμως η πολιτική αντιπαράθεση και ο καταλογισμός ευθυνών γύρω από το ζήτημα είναι μόνο μια μικρή πλευρά του προβλήματος. Το ερώτημα πάνω στο οποίο χρειάζεται να σκεφτούμε είναι: πού βρίσκεται ο φασισμός και πώς αντιμετωπίζεται; 
Το πού φύεται και ανθίζει σήμερα η Ακροδεξιά στις σύγχρονες κοινωνίες το ξέρουμε ήδη. Η Ακροδεξιά αναδύεται από την πολιτική απάθεια, τα “όλοι ίδιοι είναι”, “όλοι οι πολιτικοί είναι ψεύτες”, “όλοι οι πολιτικοί είναι προδότες”. Αναδύεται από τη λογική του φιλήσυχου μικροαστισμού που πιστεύει ότι ο Παπαδόπουλος έκανε δρόμους, ότι κάθε ξένος είναι απειλή και ότι η δημοκρατία είναι χάος, αυθαιρεσία και κατάχρηση δικαιωμάτων. Τις εποχές της ανάπτυξης, που ο πολύς κόσμος ζούσε επίσης κάτω από τις ανάγκες του, αλλά είχε τουλάχιστον κάποιες ατομικές προσδοκίες, το ρεύμα αυτό, χειραγωγούμενο από τα δελτία ειδήσεων και τη σκουπιδοτηλεόραση, διοχετευόταν πιο εύκολα στα κόμματα εξουσίας και στο πελατειακό κράτος. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά: η αντιπολιτική έχει γίνει σαφώς πιο βίαιη και επιθετική - και ακόμα περισσότερο ανεξέλεγκτη. Η εχθρότητά της προς κάθε μορφή κοινωνικής ευαισθησίας, δραστηριοποίησης και αλληλεγγύης παραμένει ζωντανή, ενώ τα κανάλια που διοχέτευαν την απάθεια στα κόμματα του παλιού συστήματος εξουσίας έχουν γκρεμιστεί.
Ακόμα, η Ακροδεξιά βρίσκεται στην Ιστορία και στον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται. Και δεν εννοούμε την παράδοση και τους απελευθερωτικούς αγώνες του λαού μας. Δεκαετίες μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στον τόπο μας, το αντιδραστικό εκπαιδευτικό δόγμα είναι ακόμα ισχυρό και αποτελεί ένα είδος κατεστημένου. Η κριτική σκέψη έχει εξαλειφθεί από την ύλη των βιβλίων και οι κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις, που χαρακτηρίζουν κάθε περίοδο της Ιστορίας μας, θεωρείται επιβλαβές να διδάσκονται στις σχολικές αίθουσες. Τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν ότι το έθνος μας είναι μια συμπαγής οντότητα με αδιατάρακτη ιστορική συνέχεια, ότι η ιστορική του αποστολή στον κόσμο είναι ξεχωριστή από όλων των υπολοίπων, ότι όλοι οι πόλεμοι που έκανε ήταν δίκαιοι, ότι η σημαία μας είναι ιερότερη από τις άλλες και ότι οι εχθροί μας είναι αιώνιοι, δειλοί και απολίτιστοι. Και αυτά τα τεταρτοαυγουστιανά και μετεμφυλιακά ταμπού είναι βαθιά ριζωμένα, όχι πια μόνο στην εκπαίδευση, όπου η αλήθεια είναι ότι έχουν γίνει και γίνονται εκσυγχρονιστικές προσπάθειες, αλλά σε ολόκληρη τη συντηρητική κοινωνία. Η ελάχιστη πρόθεση όχι να τα απορρίψεις, αλλά να τα εμπλουτίσεις με μια ιδέα πιο σύνθετης σκέψης θεωρείται “εθνομηδενισμός”. 
Η Ακροδεξιά βρίσκεται και στη μαζική κουλτούρα. Στη φιλοσοφία των τριτοδεύτερων ταινιών και βίντεο γκέιμς ότι οι νόμοι υπάρχουν για να προστατεύουν τους κακούς. Ότι κάθε συνεπής υπερασπιστής του νόμου και της τάξης χρειάζεται μια γενναία υπέρβαση καθήκοντος και άφθονες κλωτσιές στη μούρη των κακών για να κάνει αποτελεσματικά τη δουλειά του. Ότι οι μεγάλοι πόλεμοι κερδίζονται από εύψυχα και γυμνασμένα κομάντα που σκοτώνουν τους απρόσωπους ηλίθιους εχθρούς σαν τις μύγες. Αλλά, πολύ περισσότερο, βρίσκεται στην αίσθηση ανωτερότητας που σου δημιουργεί η φαντασίωση ότι μπορείς να ασκήσεις όση βία γουστάρεις σε κάποιον που δεν χωνεύεις χωρίς ο ίδιος να πάθεις ούτε γρατζουνιά. Αυτό δηλαδή που κάνουν οι φασίστες στους δρόμους, όταν επιτίθενται είκοσι προς έναν σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους. Και φυσικά η Ακροδεξιά βρίσκεται στα γήπεδα, στις εξέδρες των φανατικών, που ζουν για να ανοίξουν τα κεφάλια των αντιπάλων τους την επόμενη Κυριακή και να επιβεβαιώσουν τη μαχητική τους ανωτερότητα.
Τέλος, η Ακροδεξιά τροφοδοτείται από την κοινωνική κρίση. Όταν ξέρεις ότι το να μορφωθείς και να εργαστείς μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή προς το καλύτερο, έχεις σημαντικά λιγότερες πιθανότητες να κοινωνικοποιηθείς μέσα από τον φασισμό. Αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί δικαιολογία. Υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντοτε οι άνθρωποι που απορρίπτουν και θα απορρίπτουν τον φασισμό και που τον πολεμάνε ξεκάθαρα, χωρίς αστερίσκους και χωρίς συμψηφισμούς, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες της ζωής τους. Κι αυτοί αποτελούν την ελπίδα της κοινωνίας μας. Ωστόσο, δεν επιτρέπεται να αγνοήσουμε το νέο δεδομένο που εισήγαγε η κρίση: την ευκολία με την οποία η Ακροδεξιά μετασχηματίζεται σε ανοιχτό και απροκάλυπτο φασισμό.
Οι αναλογίες του σημερινού φασισμού με τον φασισμό και τον ναζισμό της δεκαετίας του ’30 δεν προσφέρονται για να αναλύσουμε την κατάσταση. Οι τύποι με τις αρβύλες ούτε κάποιου είδους γενετική υπεροχή της φυλής μας μπορούν να υποστηρίξουν, ούτε να επιβάλουν τον αρχηγό τους ως αδιαφιλονίκητου ηγέτη του κράτους και του έθνους. Και δεν έχει νόημα να εξηγούμε με υπομονή στα παιδιά ότι ο Χίτλερ έκανε τους ανθρώπους σαπούνια, διότι αυτό το ξέρουν όλοι. Δεν έχει νόημα να επιμένουμε σε ηθικές αξίες και αρχές που έχουν ήδη απορρίψει ελπίζοντας ότι θα το ξανασκεφτούν. Ούτε το περίφημο “δεν είναι όλοι αυτοί φασίστες” βοηθά, γιατί το πραγματικό πρόβλημα είναι τα αποτελέσματα της δράσης του φασισμού και όχι το πόσοι είναι αυτοί που δεν τους ενοχλεί να τους λες φασίστες. Τι πρέπει να γίνει λοιπόν;
Ο φασισμός αντιμετωπίζεται αν του κόψεις το οξυγόνο. Και ο τρόπος να του κόψεις το οξυγόνο είναι να δημιουργείς παντού και διαρκώς ισχυρά αντιφασιστικά πρότυπα. Πρότυπα που θα υπερασπίζονται το ουσιαστικό περιεχόμενο της δημοκρατίας και της κριτικής σκέψης, την αυτοεκτίμηση που δίνει στους νέους ανθρώπους η ενεργητική άρνηση του φόβου, του μίσους και της βίας απέναντι στους πιο αδύναμους. Πρότυπα που δίνουν αξία στην κοινωνική δράση, τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη και τις καθιστούν κάτι πιο ουσιαστικό από πεδία εργαλειακής πολιτικής και ξύλινα διακηρυκτικά στερεότυπα.
Δεν είναι οι ιδέες και οι αξίες που μας λείπουν για να πολεμήσουμε τον φασισμό. Είναι ο δυναμισμός των ιδεών και των αξιών αυτών που πρέπει να αναζωογονήσουμε.

Πηγή: Αυγή

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Hey! Fascists! Leave them kids alone!


Βαγγέλης Χερουβείμ, 27.11.18

Την Δευτέρα έφυγε από τη ζωή ένας από τους αγαπημένους μου δημιουργούς. Στον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι δεν εκτίμησα μόνο τη σκηνοθετική μαεστρία του αλλά και την ισχυρή πολιτική του άποψη που κατάφερνε να περάσει με έναν υπέροχο λυρικό τρόπο. Μέσα από την αριστουργηματική του ταινία «Novecento» συνειδητοποίησα πως ο φασισμός είναι η έρπις των κοινωνιών. Ένας ύπουλος ιός που κρύβεται ανέκαθεν μες στην κοινωνία κι εμφανίζεται όταν η αστική τάξη ασθενεί.
Ο έρπις του φασισμού στην Ελλάδα είναι μια χρόνια ασθένεια για την οποία ποτέ δεν επιχειρήσαμε να θεραπεύσουμε. Ίσως φταίει που πολλές γενιές μεγάλωσαν με το τρίπτυχο «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένειαα», το οποίο εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα στις πιο συντηρητικές κοινωνίες της χώρας μας, όπως είναι κι αυτή της Χίου.
Τα πρώτα συμπτώματα του έρπητα μετά την δικτατορία, φάνηκαν πως ήταν ήπια και παροδικά καθώς εκφράστηκαν με τις ρατσιστικές ιαχές κατά την διάρκεια των πανηγυρισμών του ευρωπαϊκού τίτλου στο ποδόσφαιρο. Την ώρα που νεοναζί κυνηγούσαν και βαρούσαν μετανάστες στην Ομόνοια, οι υπόλοιποι τραγουδούσαμε «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ».
Από την ανάκαμψη της εθνικής υπερηφάνειας μέσω των ευρωπαϊκών διακρίσεων και των Ολυμπιακών Αγώνων φτάσαμε στην οικονομική και κοινωνική ισοπέδωση. Ο φασισμός έπαψε να εκφράζεται μόνο μέσα από τα συνθήματα. Οι ακροδεξιοί είχαν αποκτήσει πια εκπροσώπους στη πολιτική σκηνή δημιουργώντας δίοδο στους νεοναζί που κατάφεραν τελικά να εισχωρήσουν στο κοινοβούλιο για πρώτη φορά το 2012.
Με το πέρασμα του χρόνου, η ηθική κατάπτωση της κοινωνίας γινόταν όλο και πιο εμφανής. Τάγματα εφόδου κατά αριστερών και μεταναστών, προσβολές κι ακροδεξιές κραυγές εντός της Βουλής, δολοφονίες και τραμπουκισμοί. Ήταν θέμα χρόνου, οι φασίστες να επιχειρήσουν και τον προσηλυτισμό των μαθητών, ευελπιστώντας στη δημιουργία νεολαίων ταγμάτων εφόδου. Δυστυχώς ελεύθερος χώρος δράσεων γι’ αυτό το έγκλημα υπήρχε πατώντας πάνω στη κοινωνική αδιαφορία και την αριστερή αδράνεια. Αφορμή αναζητούσαν οι φασίστες και την βρήκαν με το μακεδονικό.
Είναι εξοργιστικό που η μεγαλύτερη μερίδα της κοινωνίας παραμένει ατάραχη σ’ αυτό το έγκλημα. Καλό όμως είναι να αναλογιστούμε λίγο τις συνέπειες που θα υπάρξουν αν μπολιαστεί το δηλητήριο του φασισμού στις νεώτερες γενιές. Ήδη προκαλούν ανατριχίλα τα συνθήματα που ακούστηκαν από μαθητές σχολείων της Πτολεμαΐδας. Κραυγές μίσους που μόνο σε παρελάσεις λοκατζήδων και ταγμάτων εφόδου έχουμε ακούσει. Μ’ αυτές τις ανατριχιαστικές εικόνες ένιωσα πως σκοτείνιασε κι άλλο η κοινωνία μας.
Οι αναλύσεις κι οι συζητήσεις πλέον είναι πολυτέλεια. Είτε υπάρχει ακόμη χρόνος είτε όχι, οφείλουμε να μην αφήσουμε την νεολαία έρμαια στο φασισμό. Το σκοτάδι είναι πια εδώ και τα τέρατά του έχουν αποθρασυνθεί επικίνδυνα. Πρωτεύον μέλημά μας είναι να σώσουμε την ανθρωπιά, την αλληλεγγύη, τα όνειρα και τη γνώση διότι το φίδι μόλις δάγκωσε το μέλλον μας και το γέμισε δηλητήριο. Ή θα γιατρέψουμε τη μολυσμένη πληγή για να σώσουμε τις νέες γενιές ή θα σταθούμε άπραγοι θεατές απέναντι στο πτώμα της κοινωνίας μας έχοντας όμως το βάρος της συνενοχής αυτού του εγκλήματος.

Πρώτη δημοσίευση: aplotaria.gr

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

The kids are alt-right (?)




του Λάμπρου Παπαδήμα

Τα τελευταία χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες μιας συστηματικής προσπάθειας της ακροδεξιάς να αποκτήσει ζωτικό χώρο στην εκπαιδευτική καθημερινότητα. Μεταχειριζόμενοι τους όρους της δημόσιας σφαίρας κυρίως (καθότι η προσπάθεια διείσδυσής τους σε συνδικαλιστικά ή θεσμικά όργανα κρίνεται ως αποτυχημένη), οι εκπρόσωποι αυτής της διεργασίας στήνουν διάφορα σόου, ποντάροντας στην αναπαραγωγή των γεγονότων μέσα από τα ΜΜΕ. Μέχρι στιγμής αυτή η τακτική δεν τους έχει προδώσει. Τηλεοπτικές εκπομπές, ενημερωτικές σελίδες, δημόσια πρόσωπα μέσω social media φροντίζουν για τη διάχυση των γεγονότων, πάντοτε με εκείνον τον περίτεχνο τρόπο που ως δια μαγείας φυσικοποιεί το ακραίο, χωρίς να δίνεται χώρος στην κριτική διερεύνηση. Η κριτική, άλλωστε, κοστίζει στην εποχή της κατανάλωσης.
Αγανακτισμένοι «γονείς» που προσπαθούν να εμποδίσουν τη φοίτηση προσφυγόπουλων στα σχολεία, διακριτική ή εμφανής συμπόρευση σε συντονισμένες ενέργειες ενάντια στα νέα αναλυτικά προγράμματα των Θρησκευτικών και της Ιστορίας είναι μερικά μόνο από τα παραδείγματα στα οποία ποντάρει η ακροδεξιά ώστε να ισχυροποιήσει την παρουσία της και να διεκδικήσει παρεμβατικό ρόλο. Λίγο πριν τις 17 Νοέμβρη, γίνεται γνωστό πως σημαντικός αριθμός ιδιωτικών σχολείων αποφάσισε να παραβιάσει την εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας που αφορούσε τον εορτασμό της επετείου του Πολυτεχνείου. Η Χρυσή Αυγή χαιρέτισε την απόφασή αυτή με ικανοποίηση. Τις προηγούμενες μέρες, εθνικιστικοί και φασιστικοί πυρήνες καλούσαν τους μαθητές σε μαζικές καταλήψεις. Το διεκδικητικό πλαίσιο περιλάμβανε: Μακεδονία, Β. Ήπειρο, υπόθεση Κατσιφά.
Δεν είναι και τόσο παρήγορο το γεγονός ότι αυτές οι υποκινούμενες κινητοποιήσεις ξεφούσκωσαν σχετικά σύντομα, καθώς είμαστε υποχρεωμένοι να προβληματιστούμε όχι μόνο με το γεγονός αυτό καθαυτό, αλλά και με τις πολλαπλές συνυποδηλώσεις του. Σε πανό μαθητικής κατάληψης στη Θεσσαλονίκη «αποκαλύπτεται» ο εχθρός εναντίον του οποίου στρατεύονται οι μαθητές: «Η Δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία». Ο εχθρός δεν είναι ένα «πουλημένο κόμμα», δεν είναι ένα σύνολο «άχρηστων πολιτικών» –είναι το ίδιο το πολίτευμα της Δημοκρατίας. Πολύ σοβαρό για να το κάνουμε γαργάρα.
Η προσπάθεια του ακραίου εθνικιστικού τόξου να οικειοποιηθεί χώρους όπου –μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον– η αντιπροσώπευσή του ήταν ισχνή δεν είναι καινούργιο φαινόμενο και δεν είναι μόνο ελληνικό. Η τελευταία, ωστόσο, προσπάθεια της κινητοποίησης μαθητικών μαζών σε έναν ακτιβιστικό –κατά τη βορίδεια ερμηνεία– αγώνα και, συνακόλουθα, η απουσία οποιασδήποτε συντονισμένης απάντησης απέναντι σε αυτό το ανοσιούργημα προδίδουν τουλάχιστον την έλλειψη αντανακλαστικών. Απέναντι στην προσπάθεια στρατολόγησης ενός μελλοντικού ακροατηρίου από την ακροδεξιά, η λύση του προσχηματικού κλεισίματος των σχολείων, λ.χ., ώστε να μεθοδευθεί η αποτυχία της κατάληψης είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί από την απέναντι πλευρά για να ενισχύσει τις ακραίες ροπές που προσπαθεί να καλλιεργήσει στη μαθητική νεολαία. «Μας φοβούνται – έχουμε δίκιο».
Η υποτίμηση, η αμηχανία και ο φόβος απέναντι στην πιο σκοτεινή σελίδα της ανθρωπότητας δεν είναι τα κατάλληλα οχυρά –κι έχει αποδειχθεί πολλαπλώς κι επανειλημμένως. Ούτε ο συντονισμός μιας αντίρροπης κινηματικής δράσης μπορεί να δώσει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα (εκτός αν ο στόχος είναι απλώς να κάνουμε την ακροδεξιά να σωπάσει).
Η εκπαίδευση, ωστόσο, δεν είναι ένας κοινωνικός χώρος όπως όλοι οι άλλοι· είναι ένας χώρος με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Μέσα στο πλαίσιό της, δεν θεωρείται επιτυχία η απομόνωση μιας ακραίας θέσης ή μιας μαθητικής ομάδας που την υποστηρίζει. Πίσω από μια ακραία θέση υπάρχει το παιδί / ο έφηβος που αναζητά τον χώρο έκφρασής του, εκείνη την ευκαιρία που θα τον κάνει να νιώσει σημαντικός, εκείνο το βήμα που θα του επιτρέψει να κάνει το άλμα από την εξαρτημένη ύπαρξη στην αυτόνομη οντότητα. Ο μαθητής που φωνάζει ότι η «Μακεδονία είναι ελληνική» βρήκε απλώς έναν πολύ επικίνδυνο τρόπο να φωνάξει «υπάρχω». Μιλώ ασφαλώς για όσους συνειδητά –όσο είναι δυνατόν σε αυτή την ηλικία– ασπάζονται αυτές τις απόψεις κι όχι για όσους ανακάλυψαν έναν φτηνό τρόπο για να χάσουν μάθημα. Απομονώνοντας λοιπόν αυτούς τους μαθητές, δικαιώνουμε μέσα τους κάθε σταγόνα από το δηλητήριο του φασισμού.
Μπορούμε να αποδομήσουμε κριτικά την ιδεολογία αυτών των μαθητών, χωρίς να αποδομήσουμε τους ίδιους ως υπάρξεις; Μπορεί το σχολείο να ορθώσει ένα τείχος απέναντι σε αυτό το κύμα; Πώς απαντά το σημερινό σχολείο στη θέση «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική», όταν το μάθημα της Ιστορίας (όπως και όλα τα υπόλοιπα) αντιμετωπίζεται σαν ένας κατάλογος θεμάτων που απλώς πρέπει να αποστηθιστεί; Πώς μπορεί να απαντήσει στην αμφισβήτηση των νεκρών του Πολυτεχνείου; Με τις σχολικές γιορτές-αγγαρείες που είναι πλήρως αποκομμένες από το γνωστικό πλαίσιο; Πώς μπορεί να απαντήσει στα ρατσιστικά φαινόμενα απέναντι σε μαθητές άλλων χωρών; Πώς μπορεί να θέλει το σημερινό σχολείο να θέσει σε αμφισβήτηση τον παλιό κόσμο και τις αγκυλώσεις του, όταν διατηρεί λ.χ. τις στρατιωτικού τύπου μαθητικές παρελάσεις;
Φοβάμαι πως δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα αισιόδοξοι. Το σημερινό σχολείο αποτελεί ένα κοινωνικό προϊόν το οποίο βρίσκεται σε συγχρονία με τα προτάγματα των καιρών του. Το 1985, ο Neil Postman, στο βιβλίο του Διασκεδάζοντας μέχρι θανάτου – Ο δημόσιος λόγος στην εποχή του θεάματος, ανατέμνει το φαινόμενο μιας κοινωνίας όπου κυριαρχεί η ταχύτητα-ποσότητα της πληροφορίας και η απουσία της δυνατότητας αξιολόγησής της από το υποκείμενο. Ο κόσμος μας είναι δομημένος με τρόπο που εξυπηρετεί την ταχύτατα διαδεδομένη πληροφορία, με αποτέλεσμα να είναι ανεπαρκώς επεξεργασμένη από τον δέκτη. Το σχολείο της εποχής μας είναι ένα οικοδόμημα στο οποίο ο όγκος της πληροφορίας δεν προσφέρεται για κριτική επεξεργασία, αλλά για αποστήθιση, εκγύμναση δεξιοτήτων και κατανάλωση στις τελικές εξετάσεις. Αυτό έχει ως συνέπεια την υποβάθμιση της κριτικής ικανότητας και την αμηχανία μεγάλου ποσοστού των μαθητών όταν καλούνται να σκεφτούν έξω από το προκαθορισμένο πλαίσιο. Γόνιμο έδαφος για τον φασισμό, ο οποίος, καθώς πλασάρεται ως κάτι εύπεπτο, τρέφεται από τις ενστικτώδεις ορμές, τις οποίες και εκμεταλλεύεται για να προσελκύσει νέα θύματα-θύτες στο ιδεολογικό του σφαγείο.
Οι παραπάνω θέσεις χρησιμεύουν κυρίως ως προβληματισμοί για τα όρια και τις δυνατότητες μιας παρέμβασης στον χώρο της εκπαίδευσης, ενάντια στο νεοφασιστικό κύμα που έχει δείξει ήδη τα δόντια του. Το τι πρέπει να συμβεί εκτός σχολείων είναι κάτι τελείως διαφορετικό –και το αντιφασιστικό κίνημα, τα θύματα και οι συγγενείς θυμάτων του φασισμού δεν έχουν καμία ανάγκη υποδείξεων από τον γράφοντα.

Πηγή: skra-punk.com

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

Το έγκλημα των νοικοκυραίων




Και να που το πόρισμα των ιατροδικαστών επιβεβαίωσε πως το περιστατικό της οδού Γλάδστωνος ήταν ξεκάθαρα δολοφονία. Μία δολοφονία για την οποία έγιναν προσπάθειες να καπελωθεί απ’ όσους συμμετείχαν στο λιντσάρισμα αλλά κι απ’ αυτούς που έκαναν την πρόστυχη προπαγάνδα τους πάνω στη σωρό του άτυχου νέου. Μία απάνθρωπη σκύλευση νεκρού που κράτησε δυο μήνες.
Πλέον οι δυο δολοφόνοι που χτυπούσαν με μανία τον νεαρό, θα λογοδοτήσουν στη δικαιοσύνη. Πολύ φοβάμαι πως η τιμωρία θα είναι λιγότερο αυστηρή από τα δέκα χρόνια που έριξαν στην καθαρίστρια του Βόλου επειδή είχε πλαστό απολυτήριο λυκείου.
Όμως στο λαό οφείλουν να λογοδοτήσουν όλοι οι ηθικοί αυτουργοί της συγκεκριμένης δολοφονίας. Οι τραμπούκοι που με τον κομπλεξισμό τους ξέσπασαν πάνω στον νεαρό, αναγκάζοντάς τον να μπει σε ένα κοσμηματοπωλείο για να κρυφτεί. Οι περαστικοί που στάθηκαν αμέτοχοι (εκτός από έναν που προσπάθησε να σταματήσει τους δολοφόνους) απέναντι στο αποτρόπαιο έγκλημα. Το μεγάλο κομμάτι της αστυνομίας που έχει μάθει να ασκεί βία και να πουλά μαγκιά στους αδύναμους και σε όσους μάχονται ενάντια στο φασισμό και στο άδικο. Οι δημοσιογράφοι των μέσων μαζικής προπαγάνδας κι οι παρουσιαστές των μεσημεριανών τηλεσκουπιδιών που αμέσως έβγαλαν το τελεσίδικο συμπέρασμα πως τα ‘θελε και τα ‘παθε ο νεαρός αφού ήταν ένα πρεζάκι που προσπάθησε να κλέψει τον κοσμηματοπώλη. Οι νοικοκυραίοι που αμέσως υποστήριξαν τη δολοφονία θεωρώντας υποδεέστερη την αξία της ζωής άλλων συνανθρώπων τους.
Οι παραπάνω αυτουργοί δεν είναι τίποτα παραπάνω από το πρόσωπο του σύγχρονου σκοταδισμού. Του φασισμού που εκκολάπτεται μέσα στην αστική τάξη και συντηρείται από τους κρατικούς μηχανισμούς.
Να όμως που έφερε αποτελέσματα το πείσμα κάποιων ανθρώπων για την ηθική δικαίωση του νεκρού. Ο νεαρός δε μπήκε στο κοσμηματοπωλείο να κλέψει καθώς δε πείραξε ούτε την ταμειακή ούτε το εμπόρευμα του κοσμηματοπώλη. Το μαχαίρι που τάχα κρατούσε δεν ήταν δικό του κι ούτε βρέθηκε γενετικό υλικό πάνω του. Πλέον γνωρίζουμε πως δεν ήταν υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών. Και με μιας οι αντιφατικές καταθέσεις των αστυνομικών διαψεύδονται, κάτι που μαρτυρά τον μη δημοκρατικό και μη σοβαρό χαρακτήρα της αστυνομίας ενώ τα ρεπορτάζ κι οι αναλύσεις των άριστων δημοσιογράφων πετάχτηκαν μεμιάς στο κάλαθο των αχρήστων μαζί μ’ αυτούς που τις ξεστόμισαν.
Αυτό όμως που φανερώνει την ηθική κατάπτωση της κοινωνίας μας, είναι πως κανείς απ’ αυτούς δεν έχει βγει μέχρι στιγμής να πει μια συγνώμη. Κι αυτό οφείλεται στ’ ότι όλοι αυτοί οι αυτουργοί είναι δέσμιοι της ανασφάλειας και του κομπλεξισμού τους, κάτι που τους κάνει επιθετικούς, κυκλοθυμικούς, αποβλακωμένους, νάρκισσους και ξερόλες. Αναλογιστείτε με πόσους απ’ αυτούς συνυπάρχετε στην καθημερινότητά σας.
Εν κατακλείδι, η δολοφονία της οδού Γλαδστώνος δεν ηρωοποιεί τον Ζακ. Ο θάνατός του όμως μπορεί να θεωρηθεί ως μια θυσία πάνω στην οποία θα πατήσουν οι αδύναμοι κι οι αδικημένοι της σύγχρονης κοινωνίας ώστε να βροντοφωνάξουν επιτέλους ένα «φτάνει πια!».

Πρώτη δημοσίευση: aplotaria.gr

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

Επιλεκτικός φασισμός




της Νόρα Ράλλη

Δεν καταλαβαίνω. Και όταν δεν μπορώ να καταλάβω, δεν αισθάνομαι καλά. Το κακό ξεκινάει με φαγούρα. Κάτι αρχίζει να με «τρώει», βάζω ξίδι, πίνω λεμόνια, αλλά οι τοξίνες εκεί. Δε λένε να φύγουν. Το αποτέλεσμα είναι κόκκινες καντήλες και ξινισμένα μούτρα. Εξαιρετικά γοητευτική εικόνα, δεν το συζητώ!
Και όλα αυτά γιατί; Γιατί αδυνατεί ο εγκέφαλός μου να κατανοήσει. Κάτι γίνεται με τις συνδέσεις, κάπως υπολειτουργούν οι νευροδιαβιβαστές, ίσως και λόγω της ημέρας, τι να πω. 45 χρόνια, σου λέει... δεν τα λες και λίγα. Δεν είναι και πολλά. Είναι ακριβώς τόσα όσα χρειάζεται για ν' αρχίσει κάποιος ν' ανησυχεί...
Φυσικά, το πρόβλημα δεν ξεκίνησε σήμερα. Μήτε χθες. Αρχισε πριν κάνα μήνα, τότε, με τις πολλές βροχές. Είχαν βγει οι μετεωρολόγοι στα παράθυρα και διαμήνυαν σεισμούς και καταποντισμούς. Αν και στην πρωτεύουσα δεν πολυνιώσαμε την κακοκαιρία, ωστόσο υπήρχε μία κάποια κινητικότης. Κάτι τέντες κατέβηκαν, κάτι παραθύρια έκλεισαν, κάτι αδιάβροχα πουλήθηκαν. Τότε το είδα. Και από τότε, ησυχία δεν έχω.
Ενώ περιμέναμε βροχή κι αντάρα, βλέπω τον γείτονα να βγαίνει έντρομος και ν' αρχίζει να καταβρέχει τα παντζούρια του, να τα σαπουνίζει και να τα καθαρίζει με μανία. Στάθηκα και τον κοίταζα. Οσο κι αν προσπάθησα, συμπέρασμα λογικό αυτής της πράξης του, ίσα με τα τώρα, δεν έβγαλα.
Εννοείται πως τα παντζούρια το ίδιο βράδυ γίναν και πάλι μαύρα απ' τη βροχή. Ισα με τα τώρα, έτσι έμειναν. Τα βλέπω κάθε πρωί, φεύγοντας για τη δουλειά, και το πρόβλημά μου όλο και χειροτερεύει... Βαθιά μέσα μου νιώθω πως, αν μπορέσω να καταλάβω γιατί ο γείτονας έπλυνε τα παντζούρια του πριν τη βροχή, θα μπορέσω να τα καταλάβω όλα! Μέχρι τότε όμως;
Πήγε, λέει, ο Νίκολα Γκρούεφσκι στην Ουγγαρία και ζήτησε άσυλο. Πρώην πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ είναι, καταδικασμένος για διαφθορά σε δύο χρόνια φυλάκιση. Δεν πήγε φυλακή. Στην Ουγγαρία πήγε. Στον Ορμπαν, τον μέγα «δημοκράτη» πρωθυπουργό της χώρας, τον ακόμα πιο μέγα «προστάτη» του λαού του από τους μιαρούς πρόσφυγες και μετανάστες. Εκεί πήγε. Χωρίς διαβατήριο, δίχως ταξιδιωτικά έγγραφα. Αρα πήγε ως «λαθρομετανάστης»... όχι;
Σιχαίνομαι αυτή τη λέξη, όπως σιχαίνομαι τις κόκκινες καντήλες και τα ξινισμένα μούτρα μου. Ακόμα κι όταν τη χρησιμοποιώ κατά παράβαση για να τονίζω την παράκρουση. Γιατί περί παράκρουσης πρόκειται: Μια χαρά τον καλοδέχθηκε ο Ορμπαν, έκανε και δυο μέρες να το παραδεχθεί, τον έχει εκεί και τον φυλάει, την ίδια στιγμή που δεν αφήνει να πατήσει μετανάστης το πόδι του στη χώρα. Ενεκα που ο καταδικασμένος Γκρούεφσκι πήγε με την αυτοκινητάρα της ουγγρικής πρεσβείας και οι άλλοι πάνε με κάτι βάρκες που μπάζουν νερά; Αλλά και πάλι... Τι δεν καταλαβαίνω;
Ωραίος δεν είναι αυτός ο «επιλεκτικός φασισμός»; Τον ζω κάθε μέρα. Τον ακούω να ροχαλίζει τα βράδια και δεν μ' αφήνει να ησυχάσω. Και βέβαια δίπλα μου κοιμάται. Σε σας όχι;
Εμένα πάλι, κάθε πρωί, κοιτάει τις καντήλες μου στον καθρέφτη και χαμογελάει καλοσυνάτα. Ξέρει ότι δεν καταλαβαίνω και δείχνει κατανόηση. Κατανόηση και ικανοποίηση.
Κάποια ιδιωτικά σχολεία, λέει, αποφάσισαν να μη γιορτάζουν την επέτειο του Πολυτεχνείου. Εστειλαν και επιστολή: «Τα ιδιωτικά σχολεία τιμούν τις επετείους στην πραγματική, στην ιστορική και όχι στη φαντασιακή τους βάση. Δεν τις χρησιμοποιούν ως όχημα απλά για να χαθεί μάθημα, δεν υποτάσσονται στον ιδεολογικό καταναγκασμό και την ομοιομορφία του κεντρικού σχεδιασμού και δεν παραβιάζουν ούτε τη λογική ούτε την εμπιστοσύνη που οφείλουν στις οικογένειες των μαθητών τους: Δεν ψάχνουν αφορμές να χαθεί εκπαιδευτικός χρόνος».
Και τότε «χάθηκε» εκπαιδευτικός χρόνος. Τότε, 45 χρόνια πριν. Λίγο πριν είχαν χαθεί και άλλα: ελευθερίες, δικαιώματα, εθνικοί πόροι, ανθρώπινες ζωές. Μέσα σ' αυτά, χάθηκε και η δημοκρατία. Αλλος «επιλεκτικός φασισμός» και τότε.
Νέα παιδιά έγιναν ένα με χιλιάδες πολιτών, εργατών, περαστικών. Στάθηκαν. Μίλησαν. Διεκδίκησαν. Το τανκ μπήκε, η χούντα έπεσε και μετά οι Ελληνες ψήφισαν Δεξιά, αποθεώνοντας τον Καραμανλή. Και «απογοητεύτηκαν», 45 χρόνια μετά... Πραγματικά, τι δεν καταλαβαίνεις;

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

Ενός λεπτού... δημαγωγία




Ως ευκαιρία για ανέξοδη, αλλά άκρως επικίνδυνη δημαγωγία, αντιμετώπισε μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος - και των ΜΜΕ - τον θάνατο του Βορειοπηρεώτη Κ. Κατσίφα στις Βουλιαράτες της Αλβανίας, δημουργώντας συνθήκες έντασης με τη γειτονική χώρα.
Ο ομογενής έχασε τη ζωή του μετά από ένοπλη συμπλοκή με τις αλβανικές δυνάμεις ασφαλείας. Το ελληνικό κράτος προχώρησε στις απαραίτητες επίσημες ενέργειες ζητώντας να διαλευκανθούν οι συνθήκες που οδήγησαν στον θάνατό του. Η πρόσβαση στα στοιχεία της υπόθεσης είναι πράγματι προβληματική, όμως ταυτόχρονα ο καθένας μπορεί να αναλογιστεί τι θα είχε συμβεί αν ένας ένοπλος Αλβανός είχε εμπλακεί σε αντίστοιχο επεισόδιο στην ελληνική επικράτεια.
Η υπόθεση προσφέρθηκε για εθνικιστική εκμετάλλευση και ηρωοποίηση. Ορισμένοι, εν μέσω παραληρήματος, έφτασαν μέχρι και στο σημείο να μιλούν για άμεση απάντηση με βομβαρδισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι η Χρυσή Αυγή έσπευσε πρώτη να εκμεταλλευτεί τον θάνατο και είχε ζητήσει να τηρηθεί ενός λεπτού σιγή στη Βουλή. Τελικά σε αυτήν την κίνηση, κάνοντας λόγο για δολοφονία, προχώρησε ο αντιπρόεδρος της Βουλής, Ν. Κακλαμάνης, και μάλιστα αυθαίρετα, χωρίς καμία έγκριση από το αρμόδιο όργανο της Διάσκεψης των Προέδρων, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και πολλά ερωτήματα.
Η ΝΔ φαίνεται να συναγωνίζεται το νεοναζιστικό κόμμα στην εθνικιστική υπερβολή, διεκδικώντας και αυτή «μερίδιο» από τον θάνατο του 35χρονου. Σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν έχει την πολιτική και θεσμική νομιμοποίηση από το Προεδρείο της Βουλής ούτε να βγάζει ετυμηγορία για τις συνθήκες του επεισοδίου, ούτε να εμπλέκει για επικοινωνιακούς λόγους την εθνική αντιπροσωπεία σε ένα κρίσιμο θέμα, ειδικά στα εύφλεκτα Βαλκάνια.

Πηγή: tvxs.gr

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018

Απουσιάζουν από ντροπή




του Πέτρου Κατσάκου

Στις 30 Οκτωβρίου 1944 οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ μπαίνουν στη Θεσσαλονίκη και απελευθερώνουν την πόλη από τους κατακτητές και τον φασισμό. Η απελευθέρωση αυτή ήταν μια από τις πολλές ιστορικές αλήθειες που για δεκαετίες έμεινε θαμμένη, καθώς ένα πολιτικό κατεστημένο είχε καταφέρει να περάσει το μύθευμα περί απελευθέρωσης της πόλης από τους Άγγλους.
Μόνον που οι πρώτοι Άγγλοι στρατιώτες είχαν καταφέρει να φτάσουν στη Θεσσαλονίκη περίπου 15 ημέρες μετά τη θριαμβευτική είσοδο στην πόλη των αγωνιστών του ΕΛΑΣ. Η επιμελώς “αγνοημένη” αυτή επέτειος γιορτάζεται επίσημα πλέον εδώ και τρία χρόνια αποκαθιστώντας την ιστορική αλήθεια στη Θεσσαλονίκη που μέχρι εσχάτως “τιμούσε” τους ντόπιους συνεργάτες των ναζί έχοντας δώσει τα ονόματά τους σε δρόμους της πόλης.
Τρία χρόνια τώρα γιορτάζεται η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τους κατακτητές, με τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας να γυρίζουν επιδεικτικά την πλάτη στις εκδηλώσεις μνήμης. Τρία χρόνια τώρα οι βουλευτές και τα τοπικά στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης αρνούνται να δώσουν το παρών στην τελετή που γίνεται μπροστά στην αναθηματική πλάκα που έχει τοποθετηθεί στην περιοχή του Βασιλικού Θεάτρου, στη μνήμη των μαχητών του ΕΛΑΣ που απελευθέρωσαν την πόλη από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής.
Τρία χρόνια τώρα οι κατά τ’ άλλα “μακεδονομάχοι” της Ν.Δ. αρνούνται να παραδεχτούν την τόσο ενοχλητική για αυτούς ιστορική πραγματικότητα συντηρώντας τη σκοτεινή παράδοση της Δεξιάς στη Θεσσαλονίκη. Δέσμιοι ενός ιστορικά αμαρτωλού παρελθόντος, παρακολουθούν με απέχθεια κινήσεις προερχόμενες από τόσο από την Αριστερά όσο και από τον δήμαρχο Γιάννη Μπουτάρη, με ζητούμενο την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας και την απόδοση τιμής στα θύματα και τους ήρωες της ναζιστικής κατοχής.
Γιατί πώς αλλιώς να σχολιάσει κανείς το ότι χρειάστηκε να περάσουν τόσα και τόσα χρόνια, να αλλάξουν τόσες κυβερνήσεις και τόσοι δήμαρχοι ώστε η Θεσσαλονίκη να τιμήσει τα θύματα του εβραϊκού Ολοκαυτώματος; Πώς αλλιώς να σχολιάσει κανείς την απόκρυψη για δεκαετίες της ταυτότητας του πραγματικού ελευθερωτή της πόλης από τους Ναζί και τους συμμάχους τους;
Πώς αλλιώς να σχολιάσεις τα εγκλήματα και τους εγκληματίες που έμειναν χαριστικά ατιμώρητοι από το μετεμφυλιακό κράτος για όσα έκαναν στη Θεσσαλονίκη τα χρόνια της Κατοχής; Είναι πολλά τα σχόλια. Όσες και οι αμαρτίες που κάποιοι κουβαλούν μέχρι σήμερα στη Θεσσαλονίκη. Αμαρτίες που τους κάνουν να κρύβονται.

Πηγή: Αυγή

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

Από το μίσος στον φασισμό, ένας φραπές δρόμος




της Ζωή Χαλιδά

Το να είμαι φασίστας σημαίνει ότι πληρώ κάποιες υποκειμενικές ιδιότητες, οι οποίες δεν μπορούν να ενσωματωθούν σε ένα σύστημα, καθώς κάποιες από αυτές είναι αλληλοαποκλειόμενες και χαρακτηρίζουν άλλες μορφές δεσποτισμού ή φανατισμού. Αρκεί όμως να υπάρχει μια από αυτές τις ιδιότητες, για να προκαλέσει στη στιγμή ένα φασιστικό νεφέλωμα. Αφαιρέστε από τον φασισμό τον ιμπεριαλισμό και θα έχετε τον Φράνκο και τον Σαλαζάρ. Προσθέστε στον ιταλικό φασισμό έναν ριζοσπαστικό αντικαπιταλισμό και θα έχετε τον Έζρα Πάουντ. Προσθέστε τη λατρεία της κέλτικης μυθολογίας και θα έχετε έναν από τους πιο σεβάσμιους φασίστες γκουρού, τον Julius Evola. Αφαιρέστε τον φερετζέ της παθητικής στάσης από την σιωπηλή σας εχθροπάθεια για την ετερότητα του άλλου, κι ιδού το έγκλημά σας.
Ας περάσουμε όμως στη σαλονοτραπεζαρία του νεοέλληνα, για να διαπιστώσουμε πόσοι πολλοί φέρουν ιδιότητες φασίστα.
Ο νεοέλληνας λατρεύει την παράδοση. Όταν λέμε παράδοση δεν εννοούμε τη μαγειρίτσα του Πάσχα. Μιλάμε για κάτι πιο βαθύ, τον τραντισιοναλισμό, που είναι γηραιότερος του φασισμού. Η ναζιστική γνώση τρέφονταν από τραντισιοναλιστικά, σκοτεινά στοιχεία. Αρκεί να κοιτάξουμε το ευρετήριο κάθε φασιστικού κινήματος για να βρούμε τους τραντισιοναλιστές στοχαστές. Για τον νεοέλληνα η αλήθεια εξαγγέλθηκε μια και καλή, κι αυτός το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ερμηνεύσει το σκοτεινό της μήνυμα. Δεν υπάρχει καμία ανοχή στις αντιφάσεις. Γι΄ αυτόν η αλήθεια, μεταφέρθηκε αναλλοίωτη ανά τους αιώνες, σε κενό αέρος. Η ακροδεξιά ΝΔ ενισχύει φανατικά τις παραδόσεις, ειδικά τις αδιέξοδες και κατασκευασμένες, διότι έχουν να κάνουν εν πολλοίς με τον εθνικισμό. Και μπορεί να μην πιστεύει ούτε η ίδια την ιστορική ακινησία, αλλά πιστεύει ότι στις περικεφαλαίες και τις χλαμύδες βρίσκεται μια κάποια πολιτική λύση έναντι της αριστερής κυβέρνησης. Όπως και να ‘χει ο νεοέλληνας, διαθέτοντας ελλειμματικό ορίζοντα, φτύνει κατάμουτρα τη γνώση, κλείνει τις πόρτες του στο μέλλον και ανάβει καντήλι στον τραντισιοναλισμό.
Λατρεύει την πράξη για την πράξη.
Ρωτήστε έναν νεοέλληνα να δείτε πως θα απαντήσει. Ειδικά άμα έχει ακούσει και το κατάλληλο δελτίο ειδήσεων. «Η πράξη είναι ωραία από μόνη της. Κοίτα το συναίσθημά σου και πράξε ανάλογα. Μόνο τότε είσαι ειλικρινής. Μόνο τότε είσαι ειλικρινής και κανονικός. Ειδάλλως, όταν το σκέφτεσαι είσαι κάλπικος και μη κανονικός. Η σκέψη; Είναι ύποπτη. Κάνει διακρίσεις κι εμείς φίλε είμαστε αδιάκριτοι.» Ο νεοέλληνας λατρεύει καθαυτή την πράξη. Ωμή χωρίς πρότερη σκέψη. Κι ας φτάνει μερικές φορές η πράξη του ως το λιντσάρισμα.
Είναι οπαδός της ύπαρξης μιας συνωμοσίας εναντίον του.
Για όσους νιώθουν στερημένοι μιας κοινωνικής ταυτότητας, το μοναδικό τους προνόμιο, αυτό που τους κάνει ξεχωριστούς, είναι ότι γεννήθηκαν στην ίδια χώρα. Κι οι μόνοι που μπορούν να δώσουν ταυτότητα στο έθνος είναι οι εχθροί του. Στο θολωμένο τους μυαλό έχει φτιαχτεί μια παγκόσμια συνωμοσία εναντίον τους. Νιώθουν πολιορκημένοι από τους ξένους, από τους άλλους, από τους διαφορετικούς. Δες πόσο διαφορετικοί είναι από εμάς! Διαφωνούν μαζί μας. Μας ζηλεύουν. Αν ήταν «δικοί μας» θα είχαν συγκατατεθεί με εμάς. Να φοβάσαι τους διαφορετικούς. Ο νεοέλληνας, με τη φαντασίωση ότι ανήκει στον καλύτερο λαό του κόσμου, προσπαθεί να κλείσει όλες του τις τρύπες. Κι όσο πιο σκοτεινή είναι μία θεωρία, τόσο μεγαλύτερη ικανοποίηση του προσφέρει να νιώσει μοναδικός. Μας εχθρεύονται επειδή μας ζηλεύουν. Εβραίοι, κίτρινοι, μαύροι, αλλόθρησκοι, μουρτάτες…
Ελεεινολογεί τους αδύναμους.
Ο νεοέλληνας φτωχός πλέον από ηθικές αξίες και κοινωνικά εφόδια, προκειμένου να διαχειριστεί τη δική του θέση, περιφρονεί αυτούς που μπορεί. Είτε με λεκτική είτε με σωματική βία, θα πατήσει όπου μπορεί για να υπερυψωθεί. Θα πατήσει στο παιδί, στον επαίτη, στον πρόσφυγα, στον σκύλο. Αυτή η συναισθηματική εναντιότητα σε άνισες καταστάσεις, του εξασφαλίζει έστω και στιγμιαία μια υποθετική ανωτερότητα. Η δύναμή του βασίζεται στην αδυναμία του άλλου. Διότι δεν γίνεται να υπάρχουν πατρίκιοι χωρίς να υπάρχουν και πληβείοι.
Αυτά, είναι κάμποσα χαρακτηριστικά ενός καλού φασίστα. Δεν βρίσκονται εύκολα όλα μαζεμένα σε ένα μόρφωμα ή σε ένα υποκείμενο. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι ο «άρτιος» φασίστας δεν είναι καθημερινός. Ο ατελής όμως βρίσκεται στη διπλανή μας πόρτα, στο διπλανό τραπέζι, στο διπλανό γραφείο. Πολύ πιθανόν βρίσκεται και μες το ίδιο μας το σπίτι. Η ντουλάπα καθενός και καθεμιάς κρύβει συχνά αναπάντεχους σκελετούς.

Πηγή: Το Κουτί της Πανδώρας

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Η βία αρχίζει εκεί όπου σταματάει ο λόγος




Η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου στην Ομόνοια δε μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ακόμη συνηθισμένο περιστατικό βίας, καθώς τόσο η εξέλιξη όσο κι η εξιχνίαση του εγκλήματος κάνουν όλο και πιο εμφανή την κατάπτωση της ελληνικής κοινωνίας.
Η αλήθεια είναι πως αν δεν υπήρχε κάποιος να καταγράψει το έγκλημα, θα μαθαίναμε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ότι ένας ναρκομανής μπήκε σε ένα κοσμηματοπωλείο να κλέψει αλλά στη προσπάθεια του να διαφύγει σπάζοντας τη βιτρίνα τραυματίστηκε θανάσιμα. Ο κοσμηματοπώλης θα παρουσιαζόταν ως ένα ακόμη θύμα του πολύπαθου κέντρου της Αθήνας και κάποιοι μάρτυρες θα μιλούσαν για την κατάντια της Ομόνοιας και των γύρω δρόμων κάτι το οποίο θα συνοδευόταν με βίντεο και φωτογραφίες ναρκομανών και μεταναστών. Και κάπως έτσι η υπόθεση θα έκλεινε προτού ανοίξει.
Όμως το βίντεο που βγήκε στην δημοσιότητα, παρουσιάζει την πικρή αλήθεια που προσπαθεί με κάθε τρόπο η ελληνική κοινωνία να αποκρύψει. Αναφέρομαι στην επικράτηση δυο ανησυχητικών συναισθημάτων, του φόβου και του μίσους. Έπειτα η εικόνα των δυο προσώπων που βαράνε λυσσαλέα τον αδύναμο Ζακ, μαρτυρά την ηθική κατάρρευση της εγχώριας αστικής τάξης . Αποδεικνύει την τραγικότητα του να δρα ο καθένας μας χωρίς να σκέφτεται.
Ο φόβος και το μίσος έχουν αδρανοποιείσαι αυτό το χάρισμα που μας εντάσσει στα νοήμονα ζώα. Ο διάλογος κι η αλληλεγγύη έχουν αντικατασταθεί από τα νεύρα και τη βιαιότητα, φτάνοντας στο σημείο να επαληθευτούν τα λόγια μιας εκ των σπουδαίων πολιτικών φιλοσόφων του 20αι, της Χάνα Άρεντ, η οποία είχε πει πως «Η βία αρχίζει εκεί όπου σταματάει ο Λόγος».
Πιο επικίνδυνη όμως από τη κάθε μορφής βία, είναι η επίγνωση του κακού τόσο από τους πρωταγωνιστές όσο κι από τους υπόλοιπους πολίτες. Η συγκάλυψη, η σιωπή κι η αδιαφορία προμηνύουν την περαιτέρω καταβαράθρωση της κοινωνίας μας.
Όσο για τη δολοφονία της οδού Γλάδστωνος, μου θυμίζει κάτι από Δεκέμβρη του 2008 και Σεπτέμβρη του 2013, με την μόνη διαφορά πως αυτή τη φορά η οργή είναι βουβή, παρ’ όλο που αρχίζει να γίνεται αισθητός ένας χρόνιος υπόγειος κοχλασμός. Κι εδώ προκύπτει ένα ερώτημα που είχαν θέσει το 1992 οι αγαπημένοι μας Στέρεο Νόβα, μέσα από το εκπληκτικό τους τραγούδι «Το Παιχνίδι της Εξουσίας». Τελικά ποιος έχει τη δύναμη, «αυτός που χτυπάει ή αυτός που πονάει;». Μήπως κάποια στιγμή πρέπει να δοθεί μια απάντηση σ’ αυτό;

Πρώτη δημοσίευση: aplotaria.gr

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

«Τα βούκινα των κατηχήσεων του εθνικού μίσους»...




του Παντελή Μπουκάλα

Π​​ριν από έναν αιώνα, το 1917, στον έκτο τόμο της «Λαογραφίας», περιοδικού της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, ο Γεράσιμος Καψάλης, ανάμεσα στις πολλές παροιμίες που παρέθετε στο δοκίμιό του «Λαογραφικά της Μακεδονίας», δημοσίευε και μία της Βέροιας: «“Είνι Βούλγαρους ανάλατους και κρουμμυδοκέφαλους”. Περί των ανοήτων εν γένει». Είκοσι σελίδες παρακάτω ο λαογράφος κατέγραφε το εξής περίπαιγμα: «Οι Βουλγαρόφωνοι Ελληνες περιπαίζονται από τους Ελληνοφώνους ως κρεμμυδοκέφαλοι, βοϊδοκέφαλοι και χοντροκέφαλοι. Διηγούνται δε οι Ελληνόφωνοι ότι είναι οι Βουλγαρόφωνοι χοντροκέφαλοι, διότι ο αρχαιότερος των προγόνων των εζήτησεν από τον Θεόν κατά την εορτήν της βαπτίσεως του Χριστού κατά λάθος ένα κοιλό χρήματα. Ωσαύτως περιπαίζονται διά την αφυϊαν των». Αφυϊα είναι βέβαια η έλλειψη φυσική αρετής, δεξιοτήτων κ.λπ., το δε κοιλό ήταν μέτρο χωρητικότητας επί δημητριακών, ισοδύναμο περίπου με 24 οκάδες.
Ωστε λοιπόν ανόητοι οι Βούλγαροι. Ποιος το λέει όμως αυτό; Το λένε Ελληνες για Ελληνες: οι ελληνόφωνοι Ελληνες για τους βουλγαρόφωνους Ελληνες. Δεν είναι πάντως αυθαίρετη η σκέψη ότι την ελληνικότητα των βουλγαρόφωνων Ελλήνων (όπως και των σλαβόφωνων, των πομακόφωνων, των βλαχόφωνων, των αρβανιτόφωνων, των τουρκόφωνων) δεν τη θεωρούσαν δεδομένη, γνήσια και υψηλής στάθμης όλοι οι ελληνόφωνοι Ελληνες. Και πρώτα πρώτα η ίδια η πολιτεία, η οποία και τους «εξελλήνιζε» διά του στρατού και της εκπαίδευσης ή και διατάζοντας τους χωροφύλακές της να τσακίζουν τις γκάιντες τους, στα μετεμφυλιακά χρόνια. Δεν είναι, επίσης, τοπικό φαινόμενο η σαρωτική φυλετική υποτίμηση των Βουλγάρων. Στον επόμενο τόμο της «Λαογραφίας», το 1923, ο Σίμος Μενάρδος δημοσιεύει την εξής κυπριακή παροιμία: «“Σαν τον Βούρκαριν ή εν τέλεια Βούρκαρις”, σημαίνει είναι κακός, άγροικος και προ πάντων αφιλόξενος, εν Πάφω δε και Μεσαρεά η προσφώνησις Βούρκαρε, δηλαδή Βούλγαρε, θεωρείται υβριστική. Τους Βουλγάρους εγνώρισαν οι Κύπριοι ως μισθοφόρους των Φράγκων ρηγών, ίσως δε και προτού, των Ελλήνων δουκών, οίτινες και αυτοί μετεκάλουν έξωθεν αλλοφύλους στρατιώτας, καθώς κατόπιν οι πασάδες Τουρκαλβανούς». Δεν είναι καν αποκλειστικό γνώρισμα της ελληνικής γλώσσας και νοοτροπίας η υποτίμηση αυτή. «Η λέξις Βούλγαρος», έγραφε ο Στίλπων Κυριακίδης στην «Ελληνική λαογραφία» του, «ισοδυναμεί παρά τοις Ελλησι προς το χονδροκέφαλος, ενώ παρά τοις Ευρωπαίοις η λέξις Bougre από του μεσαιώνος εδήλου τον αιμοχαρή και βάρβαρον, η λέξις Βλάχος και Μπαστουνόβλαχος δηλοί τον χονδροειδή τούς τρόπους, αι λέξεις Κατελάνος, Σαρακηνός είναι επίσης υβριστικαί, δηλούσαι τον ωμόν, τον τύραννον». Ας προσθέσουμε τις απαξιωτικής χρήσης λέξεις Βάνδαλοι, Κάφροι, Γύφτοι, Οβριοί. Αλλά και τους νεότερους Πάκηδες (τους Πακιστανούς), τις Φιλιππινέζες και τους Αλβανούς, οι οποίοι ως γνωστόν δεν θα αναβαθμιστούν ποτέ σε Ελληνες. Ελληνες; Μα και το εθνώνυμο «Ελληνες» κυκλοφορούσε κάποτε σε λεξικά της Δύσης με αρνητική σημασία, ως συνώνυμο των απατεώνων.
Εύκολο και παρηγορητικό είναι να λέμε πως «οι λαοί δεν έχουν τίποτε να τους χωρίζει», αλλά δυστυχώς έχουν. Εχουν την Ιστορία κατ’ αρχάς (πώς δεν χωρίζει τίποτε κατακτητές και κατακτημένους;), τις προκαταλήψεις έπειτα, οι οποίες, ακόμα κι όταν έχουν κάποια ιστορική ρίζα, αυτονομούνται σταδιακά και, με τη μεσολάβηση της εκπαίδευσης, της λογοτεχνίας, της Εκκλησίας, της δημοσιογραφίας και όσων άλλων μηχανισμών επενεργούν σαν θαλπτήρια της μισαλλοδοξίας, γίνονται σύμβολα τυφλής πίστεως. Την καλλιέργεια της φυλετικής εχθροπάθειας και τη διαβρωτική επίδραση των προκαταλήψεων τη στηλίτευε σαρκάζοντας ο Κωστής Παλαμάς στο άρθρο του «Εθνικά μίση», δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Ακρόπολις Εσπερινή», στις 7.9.1897, με το ψευδώνυμο Διαγόρας. Αποσπασματικά:
«Κάθε φορά που εξεχείλιζε μέσα μας ο πατριωτισμός, ποσάκις ήκουσα να διατυπώνονται, το εν του άλλου ευφραδέστερον, παράπονα, τι λογής παράπονα; Παράπονα πως δεν μισούμεν όσον πρέπει και καθώς πρέπει τους εχθρούς μας· παράπονα πως δεν μισούμεν αρκετά τον Τούρκον, τον Βούλγαρον, τον Σλάβον, τον Αρμένην αυτόν. [...] Παράπονα πως η πολιτεία, πως η παιδεία, πως η φιλολογία δεν λαμβάνουν τα μέτρα των διά να τραφή και να ζωντανέψη εις τα βάθη της εθνικής ψυχής η κατακαθισμένη φωτιά του μίσους. [...]
»Ονειροπολούσαμεν και είμεθα ανυπόμονοι να μετρηθώμεν προς τον Τούρκον, και ενομίζαμεν ιεράν υποχρέωσιν να τρέφωμεν περί αυτού την αισχίστην ιδέαν, να τον καταφρονώμεν, να τον εχθρευώμεθα και να τον συχαινόμεθα, ως το βδέλυγμα της ερημώσεως· να μιλούμεν περί αυτού ως θα ωμίλει ο αετός δι’ ένα σκώληκα. Και το κατά του Τούρκου μίσος το υπεθάλπομεν δι’ όλων των μέσων του προφορικού και του γραπτού λόγου.
»Περί Σέρβων, κάθε φοράν που έβγαιναν και αυτοί εις την μέσην διά να διεκδικήσουν δεν γνωρίζω ποία δικαιώματα εις την Μακεδονίαν, δεν ελέγαμεν παρά αυτό και μόνον συνοπτικώτατα: “οι Σέρβοι, οι χοιροβοσκοί!” Και εξωφλούσαμεν.
»Οι Βούλγαροι; Χυδαίοι και βάρβαροι· απόγονοι του Κρούμου, χωρίς κανένα Περικλή, κανένα Παρθενώνα!
»Οι Ρώσοι; Μουζίκοι! “Εάν δεν είσαι άνθρωπος, τότε θα είσαι... Ρώσος!” ανέκραζεν ο ποιητής Παράσχος, και πόσοι θα ευρέθησαν αποθαυμάζοντες τον ανόητον στίχον ως το άκρον άωτον της εθνικής εμπνεύσεως. [...]
»Μπορεί, υπό μίαν έποψιν, και χρησιμοποιούμενα εις την ώραν των, όλα αυτά, να είναι καλά και άγια. Το δυστύχημα είναι ότι δεν μας ωφέλησαν διόλου μέχρις ώρας. Και νομίζω ότι ήλθεν ο καιρός να θέσωμεν κατά μέρος, επαναλαμβάνω, τα εθνικά αυτά μίση, τα οποία περισσότερον μας απομακρύνουν από τους μισουμένους, κατορθώνουν ώστε να συλλαμβάνωμεν περί των αντιζήλων μας λαών φανταστικάς και κωμικάς ιδέας, και καμμίαν πραγματικήν οπωσδήποτε γνώσιν, ενεργούν ακριβώς εναντίον του συμφέροντός μας, και εις το τέλος αποδεικνύονται βλαπτικώτατα. Τα μίση αυτά μάς απομακρύνουν, ως από λεπρούς, από τους λαούς εκείνους, τους οποίους, προ πάσης ενεργείας εναντίον των, προ παντός μετρήματος, προ πάσης εξοφλήσεως λογαριασμών, έχομεν ανάγκην να γνωρίσωμεν όσον το δυνατόν λεπτομερέστερον και αληθινώτερον· τα μίση αυτά είναι αντεθνικά».
Και καταλήγει ο Παλαμάς: «Τώρα είναι καιρός να καταλάβωμεν ότι οι εχθροί και οι αντίζηλοι λαοί, αν χρειάζεται να τους αποστρεφώμεθα, αν είναι απαραίτητον να τους πολεμώμεν, χρειάζεται προ τούτου να τους γνωρίσωμεν. Και προς τούτο, περισσότερον από τα τύμπανα και τα βούκινα των κατηχήσεων του εθνικού μίσους, χρειαζόμεθα μάτια και αυτιά γερά και γυαλιά και μολύβια και χαρτιά και ταξείδια και βιβλία, και ησυχίαν απόλυτον και μελέτην επίμονον, διά να τους αντιληφθώμεν με το νυ και με το σίγμα τους λαούς αυτούς... Η εθνική μας ανάπλασις, αν είμεθα ικανοί να την επιχειρήσωμεν, δεν θα βασίζεται πλέον επί του μίσους, αλλ’ επί της γνώσεως». Αυτά από έναν «συντηρητικό» και «σωβινιστή», πριν από 120 χρόνια. Σε χρονιά-πληγή για την Ελλάδα.

Πηγή: Καθημερινή

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

Οι «νοικοκυραίοι» και το «τέρας»




του Χρήστου Καλλιμάνη

Παρασκευή μεσημέρι, Γλάδστωνος και Πατησίων γωνία. Καθώς περνούσα για να βρεθώ στα γραφεία της εφημερίδας διακρίνω ένταση μέσα στον μικρό πεζόδρομο. Ακούγονται φωνές και γυαλιά να σπάνε. Ξαφνικά πολίτες και αστυνομικοί αρχίζουν να τρέχουν προς την Πατησίων.
Πρώτη αντίδραση (δική μου) είναι πως ή υπάρχει φόβος για έκρηξη ή κάποιος ετοιμάζεται να πυροβολήσει. Οπισθοχωρώ κι εγώ σκεπτόμενος ότι αφού και οι δυνάμεις της αστυνομίας οπισθοχωρούν η κατάσταση είναι σοβαρή.
Ώρα 14.58 Ενημερώνω την εφημερίδα πως υπάρχει κάποιο περιστατικό σε εξέλιξη στο κέντρο της Αθήνας στη Γλάδστωνος, αλλά δεν έχω ακόμη καθαρή εικόνα.
Κάνω τον γύρο του τετραγώνου και πλησιάζω στο σημείο, βλέπω γυαλιά σπασμένα, αίματα μπροστά από ένα κοσμηματοπωλείο και στο βάθος, λίγα μέτρα πιο κάτω από το κατάστημα έναν άνθρωπο μπρούμυτα, μέσα σε μία λίμνη αίματος, δεμένο με χειροπέδες. Δεν κινείται καθόλου, δεν μιλάει, σκέφτομαι για το μοιραίο.
Ρωτάω τους συγκεντρωμένους τι συνέβη. «Ληστεία» μου απαντούν «και οι αστυνομικοί δεν έκαναν τίποτα». «Του έριξαν πολύ ξύλο» μου λέει ένας άλλος από τους συγκεντρωμένους, τον ρωτάω ποιος, αλλά δεν απαντάει.
«Αυτούς θα έπρεπε να τους σκοτώνουν επί τόπου» μου λέει μια κυρία «νοικοκύρισσα», «Κατευθείαν στο κεφάλι» προσθέτει ένας άλλος «νοικοκυραίος». Ένας τρίτος «νοικοκυραίος» ρωτάει έναν αστυνομικό γιατί δεν «έσπασαν το κεφάλι» του ληστή με το όργανο της τάξης να απαντάει «εάν του σπάγαμε το κεφάλι σε δέκα λεπτά θα φώναζαν οι δημοσιογράφοι για τον “χούλιγκαν αστυνομικό”». 
Ώρα 15.06, ενημερώνω στο γραφείο πως το ασθενοφόρο παρέλαβε τον τραυματισμένο, ο οποίος φαίνεται να μην έχει τις αισθήσεις του, αλλά δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν είναι ζωντανός ή όχι. 
Αργά το απόγευμα το τηλεγράφημα του ΑΠΕ μας ενημερώνει για την τραγική κατάληξη. Ο ληστής διακομίστηκε νεκρός στο νοσοκομείο. Αστυνομικές πηγές ενημερώνουν, μέσω του πρακτορείου, ότι έπεσε πάνω στην τζαμαρία του καταστήματος στην προσπάθειά του να διαφύγει.
Το βράδυ της Παρασκευής έρχεται το πρώτο σοκ. Ένα βίντεο καταγράφει εικόνες που δεν έχουμε δει ξανά στην Ελλάδα. Δημόσιο λιντσάρισμα, άγριο ξύλο, κλωτσιές στο κεφάλι ενός ανθρώπου (πείτε τον ληστή, κλέφτη όπως θέλετε, αλλά παραμένει άνθρωπος) ο οποίος είναι εμφανώς ανήμπορος όχι μόνο να αντιδράσει, αλλά ακόμη και να κινηθεί. Δύο «νοικοκυραίοι» βρήκαν ευκαιρία βλέποντας το «τέρας» εγκλωβισμένο μέσα σε μία βιτρίνα να βγάλουν στη φόρα τα πιο επιθετικά τους ένστικτα. Ο ένας φέρεται να είναι ο κοσμηματοπώλης, ο άλλος αναζητείται από τις Αρχές.
Τη μία εκδοχή του περιστατικού την έδωσε ο ίδιος ο κοσμηματοπώλης μιλώντας σε τηλεοπτικό κανάλι. Δήλωσε ότι ο ληστής έσπασε το μαγαζί, έσπασε τις τζαμαρίες, έσπασε το κάτω τζάμι και βγήκε από κάτω. Το βίντεο, φυσικά, διαψεύδει τη δική του εκδοχή και τώρα βρίσκεται αντιμέτωπος με βαρύτατες κατηγορίες.
Την άλλη εκδοχή την έδωσαν κανάλια και ιστοσελίδες: Ληστής, τοξικομανής, σε κατάσταση αμόκ, κρατούσε μαχαίρι, απειλούσε τους πάντες και αυτοτραυματίστηκε χάνοντας τη ζωή του. Και αυτή η εκδοχή έχει αρκετές τρύπες μέχρι στιγμής.
Η υπόθεση θα έχει ακόμη αρκετά επεισόδια, θα βγει η ιατροδικαστική έκθεση, θα ακουστούν αναλύσεις και θα προβληθούν τρομολαγνικά ρεπορτάζ για την «Αθήνα κόλαση», θα ακουστούν τα μύρια όσα για τους ληστές, την ανομία, τους τοξικομανείς, ενδεχομένως τους ομοφυλόφιλους.
Όμως δεν θα ακουστεί μια άλλη πλευρά της ιστορίας, εκείνη του Ζακ, γιατί ο Ζακ πέθανε ή δολοφονήθηκε μονάχος μέσα στο κέντρο της πρωτεύουσας με τους περαστικούς να κοιτούν αμέτοχοι και την αστυνομία κάπου εκεί τριγύρω.
Τον Ζακ, τον είχα γνωρίσει πριν από μερικά χρόνια. Μου είχε συστηθεί ως Ζαχαρίας σε μία συνέντευξη που κάναμε για την «ζωντανή βιβλιοθήκη» και στην κουβέντα μας μου μίλησε για τους αγώνες του για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, για τον κοινωνικό αποκλεισμό. Είδα ένα μικρό παιδί (τότε), χαμογελαστό με πάθος για τη ζωή και πάθος για τον σκοπό που υπηρετεί. Μέχρι εκεί, δεν διασταυρώθηκαν ξανά οι δρόμοι μας. Ήταν όμως η πρώτη μου επαφή (δημοσιογραφικά) με την κοινότητα και έμεινε χαραγμένη στη μνήμη μου. Δεν γνωρίζω πολλά για την μετέπειτα πορεία της ζωής του, πέρα από την ακτιβιστική του δράση, ούτε μπορώ να ξέρω σε ποια σκοτεινά μονοπάτια ενδεχομένως να περπάτησε ο ίδιος ή να περιπλανήθηκε το μυαλό ενός ανθρώπου που για ένα μεγάλο μέρος της ζωής του είχε γνωρίσει μόνο τον ρατσισμό, τον αποκλεισμό, τις επιθέσεις, τον χλευασμό. 
Συγχαρητήρια «νοικοκυραίοι» το «Τέρας» πέθανε, μπορείτε να κοιμάστε ήσυχοι...

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών