Υπάρχουν ταινίες για τις οποίες με κυριεύει μια ανεξέλεγκτη ανυπομονησία μέχρι να βγουν στις σκοτεινές αίθουσες. Κι όσο περνάει ο καιρός κι η φήμη τους εμπλουτίζεται με βραβεία και καλές κριτικές, τόσο η προσμονή μου φουντώνει. Ο "Ψυχρός Πόλεμος" είναι μια απ' αυτές τις ταινίες που κατάφεραν να με στοιχειώσουν αρκετό καιρό πριν την επίσημη πρεμιέρα τους. Η συγκεκριμένη ταινία λίγο παραπάνω, καθώς στο πρόσφατο ταξίδι μου στη Βαρσοβία, συναντούσα παντού αφίσες της που διόγκωναν κι άλλο την επιθυμία μου να την δω άμεσα.
Την περασμένη Δευτέρα, ο κινηματογράφος Νιρβάνα μου πρόσφερε την ευκαιρία να την απολαύσω λίγες μέρες πριν την επίσημη έξοδό της στις ελληνικές σκοτεινές αίθουσες. Μετά την προβολή επέλεξα να περπατήσω ως το σπίτι, προσπαθώντας να κατευνάσω όλα μου τα συναισθήματα που χόρευαν εντός μου ανεξέλεγκτα μετά την προβολή. Όσο για την ταινία, όχι μόνο επιβεβαίωσε τις φήμες που την ακολουθούσαν όλον αυτόν τον καιρό αλλά τις ξεπέρασε, προσφέροντας μου σε μια στείρα κινηματογραφική χρονιά ένα μοναδικό αριστούργημα που μεμιάς έγινε κλασικό.
Η ιστορία μας γυρνάει στην μεταπολεμική Πολωνία, όπου η χώρα προσπαθεί να αναδυθεί μέσα από τις στάχτες της. Εκείνη την περίοδο μια ομάδα καλλιτεχνικών διευθυντών γυρνάει την πολωνική ύπαιθρο για να ηχογραφήσει και να διασώσει παραδοσιακά τραγούδια με τη φούντωση του πατριωτισμού μετά από έναν ισοπεδωτικό πόλεμο, να εκδηλώνεται με την επιλογή καθαρά πολωνικών τραγουδιών. Πολύ δυνατή η σκηνή όπου ένας από την ομάδα σχολιάζει ένα ηχογραφημένο τραγούδι, χαρακτηρίζοντάς πολύ όμορφο αλλά καταδικάζοντάς το επειδή δεν ήταν στη γλώσσα τους, μαρτυρώντας μ' αυτόν τον τρόπο ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της Κεντρικής Ευρώπης, το οποίο ήταν η τύχη των σκορπισμένων μειονοτήτων (στην ταινία αναφέρεται στη διαιρεμένη περιοχή της Σιλεσίας). Στην τοποθέτησή του αυτή, δέχεται μια αξιοπρεπέστατη απάντηση από την καλλιτεχνική διευθύντρια, η οποία του ξεκαθαρίζει κοφτά πως στην Τέχνη δεν υπάρχει χώρος για εκδηλώσεις εθνικισμού.
Στη συνέχεια, το καλλιτεχνικό συνεργείο εγκαθίσταται σε ένα μισογκρεμισμένο ανάκτορο, το οποίο αντικατοπτρίζει επιτυχώς την μεταπολεμική όψη της βομβαρδισμένης Πολωνίας. Μέσα στα ερείπια και τις λάσπες θα αναγεννηθεί ξανά το έθνος με τη συμβολή των νέων και φυσικά με τις ευλογίες του Κόμματος. Αρχικός σκοπός της καλλιτεχνικής ομάδας είναι να διασωθεί και παράλληλα να αναδειχθεί η πλούσια πολιτισμική παράδοση της Πολωνίας. Η επιτυχής ολοκλήρωση της προσπάθειάς τους, θα τους οδηγήσει στην Βαρσοβία, όπου θα 'ρθουν αντιμέτωποι με τις απαιτήσεις της κομμουνιστικής ηγεσίας, η οποία θα απαιτήσει μια σοσιαλιστική χροιά στο καλλιτεχνικό πρόγραμμα, προκαλώντας μια ρήξη στη καλλιτεχνική διεύθυνση. Η διευθύντρια που ξεχωρίζει για τον δυναμικό κι ιδεολογικό οραματισμό της, θα αποσυρθεί ενώ ο συνθέτης συνεργάτης της θα υποκύψει δέσμιος των μεγάλων του προσδοκιών. Πουλώντας την καλλιτεχνική του αξιοπρέπεια, θα βρεθεί με τον θίασο στο Βερολίνο. Παράλληλα αναπτύσσεται ένα ερωτικό ειδύλλιο ανάμεσα σ' αυτόν και σε μια αινιγματική κοπέλα που είχε επιλεγεί στην καλλιτεχνική του ομάδα.
Στη διαδρομή της προτείνει να φύγουν μαζί προς την Δύση, καθώς το Τείχος ακόμη δεν είχε σηκωθεί και το πέρασμα από τον έναν κόσμο στον άλλον ήταν ακόμη εφικτό. Τελικά ο συνθέτης φεύγει μόνος για τη δικιά του γη της επαγγελίας η οποία είναι γεμάτη με φώτα νέον και διάσημες μάρκες εταιριών.
Από εκείνο το σημείο αρχίζει η ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα ο οποίος αναθερμαίνεται αλλά δε στεριώνει παρά τις δυο συναντήσεις των δυο αυτών προσώπων που θα ακολουθήσουν σε Παρίσι και Σπλιτ. Θα καρποφορήσει όμως μετά από καιρό, όταν θα καταφέρει η πρωταγωνίστρια να περάσει στη Δύση με τη βοήθεια ενός Ιταλού που την παντρεύεται. Διαπιστώνει όμως πως η ελευθερία της Δύσης πνίγεται μες στη ψευτιά του διανοουμενίστικου δηθενισμού. Η αξιοπρέπεια του κάθε καλλιτέχνη χάνεται κι ο καθένας είναι αναγκασμένος να πουλήσει τη ψυχή του για να αναδειχθεί στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Μαραζωμένη κι απογοητευμένη, θα επιστρέψει πίσω στην Πολωνία. Μία απόφαση καταστροφική τόσο για την ίδια όσο και για τον συνθέτη σύντροφό της.
Πραγματικά δε ξέρω τι να πρωτοσχολιάσω γι' αυτήν την ταινία. Για μια ακόμη φορά ο Πάβελ Πάβλικόφσκι αποδεικνύει το ξεχωριστό του σκηνοθετικό ταλέντο. Όπως στην πολυαγαπημένη Ida, έτσι κι εδώ κάθε πλάνο στέκει μόνο του σαν μια καλλιτεχνική φωτογραφία που θα μπορούσε άνετα να παρουσιαστεί σε μια φωτογραφική έκθεση. Ισορροπημένα κάδρα, όμορφα παιχνίδια με το φως όπου δίνουν ένα βάθος στο φόντο, ένας δυναμισμός που ξεχειλίζει σε κάθε σκηνή, ισορροπημένες σκηνές και μία ατμόσφαιρα που σε γυρνάει εφτά δεκαετίες πίσω. Φυσικά εδώ πρέπει να δώσουμε τα εύσημα και στον φωτογράφο Lucasz Zal.
Όπως και στην Ida, ο σκηνοθέτης επιλέγει για μία ακόμη φορά το τετραγωνισμένο κάδρο. Δεν είναι μόνο η εξαιρετική αξιοποίηση του συγκεκριμένου φωτογραφικού μοντέλου αλλά κι ο συμβολισμός που δημιουργείται καθώς υποδηλώνει τα στενά πλαίσια που εντείνει ο ψυχρός πόλεμος, όπου οι προσωπικότητες ασφυκτιούν και πνίγονται. Όσοι φεύγουν στη Δύση μπαίνουν σε μία μοναχική δίνη ενώ όσοι εγκλωβίζονται στο Ανατολικό Μπλοκ μιζεριάζουν καθώς ονειρεύονται μια καλύτερη ζωή στις δυτικές χώρες. Μέσα σ' αυτά τα κλειστά πλαίσια, οι δυο πρωταγωνιστές θα διαπιστώσουν πως δεν μπορούν να συνυπάρξουν μαζί αλλά ούτε και να ζήσουν χωριστά. Εγκλωβίζονται συνειδητοποιημένα σε μια αδιέξοδη κατάσταση που τους οδηγεί στην καταστροφή.
Η επιτυχία της ταινίας στηρίζεται επίσης και στους εξαιρετικούς πρωταγωνιστές. Ο εσωστρεφής Τόμας Κοτ μαγεύει με την γοητευτική σιωπηλή του παρουσία. Λιγομίλητος προτιμά να δηλώνει παρόν με τη μουσική και την διακριτική εμφάνισή του η οποία όμως δεν περνάει απαρατήρητη. Από την άλλη η χυμώδης κι εκρηκτική Τζοάνα Κούλινγκ γεμίζει την οθόνη με τον δυναμισμό και την ζωντάνια της καθώς με την υπέροχη φωνή της και τις χορευτικές της επιδόσεις εκτινάσσει την ταινία σε άλλα επίπεδα. Οι δυο αυτοί ήρωες θα γνωρίσουν και τις δυο όψεις του τότε κόσμου. Από την μια πλευρά είναι η Πολωνία που αγαπάνε αλλά δεν μπορούν να ζήσουν υπό το βάρος του σταλινικού καθεστώτος κι από την άλλη η δύση στην οποία νιώθουν ξένοι κι απροσάρμοστοι. Τα όνειρά τους μετατρέπονται σε απογοητεύσεις κι οι επιτυχίες που έρχονται τους φορτώνουν με δυστυχία.
Τι είναι αυτό που λάτρεψα στην ταινία; Πρώτα απ' όλα η αγάπη που νιώθει ο καθένας για τον τόπο του. Στη συγκεκριμένη ιστορία εκδηλώνεται με τη μουσική. Από τα πρώτα λεπτά συναντάμε χωρικούς να τραγουδάνε διάφορους σκοπούς, όπου μέσα απ' αυτούς ξεπηδάει ένα παραδοσιακό τραγούδι, ένα παραδοσιακό άσμα της Σιλεσίας, το "Dwa Serduszca" το οποίο έκτοτε ακούμε αρκετές φορές στην ταινία. Είναι από τις σπάνιες στιγμές που ένα τραγούδι με άγγιξε τόσο πολύ. Εκστασιασμένος αφέθηκα στις αιθέριες, σχεδόν ερωτικές φωνές της χορωδίας. Πέρα από το γοητευτικό ζευγάρι, το τραγούδι αυτό ακολουθεί τη δική του ξεχωριστή πορεία μες στην ιστορία. Μαζί με τους πρωταγωνιστές ταξιδεύει στη δύση κι από φολκλόρ γίνεται τζαζ με τους πολωνικούς στίχους να μεταφράζονται στα γαλλικά. Όμως με την εμπορευματοποίησή του χάνει την αυθεντικότητα και τη ζεστασιά που κουβαλούσε. Από ένα τραγούδι με ιστορία κι ουσία μετατρέπεται σε ένα ακόμη τραγούδι που παίζεται άσκοπα στις ανούσιες νυχτερινές συνάξεις των διανοούμενων.
Επίσης θα θελα να ομολογήσω πως απόλαυσα τον τρόπο με τον οποίον ξεγυμνώνει ο Παβλικόφσκι την σάπια κοινωνία των ψευτοδιανοούμενων. Εξαιρετική η σκηνή όπου η πρωταγωνίστρια συναντάει μια ποιήτρια που ζηλεύει επειδή υπήρξε ερωμένη του συνθέτη. Έχοντας διαβάσει κρυφά την τελευταία ποιητική της συλλογή στην οποία υπάρχει ένα ποίημα με τον τίτλο "ιταλικές διακοπές" κι αναφέρεται στο Παλέρμο, την ρωτάει αν έχει επισκεφθεί την πόλη αυτή. Η αρνητική απάντηση της ποιήτριας, προσφέρει στην πρωταγωνίστρια ένα αίσθημα ικανοποίησης για την επιλογή της να απέχει από την κενότητα της μπουρζουαζίας. Την ίδια στιγμή, στο βλέμμα της σχηματίζεται μια χλεύη στα συγκεκριμένα καλλιτεχνικά πρόσωπα. Από την άλλη όμως κυριεύεται κι από μία ανεξέλεγκτη θλίψη όταν βγαίνει ο πρώτος της δίσκος, τον οποίον χαρακτηρίζει "νόθο παιδί" μαρτυρώντας την αναξιοπρεπή γέννησή του.
Επίσης μαγεύτηκα από το μουσική ταξίδι που μας προσφέρει ο Παβλικόφσκι. Η ιστορία ξεκινάει με προφορικά παραδοσιακά άσματα, συνεχίζει με φολκλόρ εκδηλώσεις (οι οποίες στην Πολωνία έχουν έρθει πάλι στη μόδα με ακροδεξιές διαθέσεις) και μέσα από την σοσιαλιστική προπαγανδιστική μουσική καταλήγουμε στην απελευθερωτική τζαζ.
Έπειτα βρήκα έξυπνη την παρουσίαση των πολιτικών καταστάσεων εκείνης της περιόδου. Ο δημιουργός παρουσιάζει τους δυο κόσμους χωρίς να παίρνει θέση. Κανένας δεν εκπροσωπεί το κακό αν και οι δυο μαζί δρουν καταστροφικά στους δυο πρωταγωνιστές. Ο ένας τους εκμεταλλεύεται (καπιταλισμός) κι ο άλλος τους τιμωρεί (κομμουνισμός). Επιλογές μπορεί να υπάρχουν αλλά όλες βαραίνονται με ευθύνες και μη αναστρέψιμες συνέπειες, φανερώνοντας μ' αυτόν τον τρόπο πως η οριστική θυσία στο βωμό της αγάπης είναι μια πράξη συνειδητοποιημένη και δυστυχώς αναπόφευκτη. Λάτρεψα πάντως τον τρόπο που δηλώθηκε η ουδέτερη στάση της Γιουγκοσλαβίας μέσα σ' αυτόν τον παγκόσμιο παραλογισμό.
Τέλος ενθουσιάστηκα με τα υπέροχα πλάνα της ταινίας, κάποια από τα οποία μου θύμιζαν έντονα τις πρώτες δουλειές του Αντρέι Ταρκόφσκι, όπως οι σκηνές στο εσωτερικό της γκρεμισμένης εκκλησίας και οι κοντινές λήψεις στα ξεθωριασμένα πρόσωπα των αγίων (συγκεκριμένα μου θύμισαν πλάνα από "Τα Παιδικά Χρόνια του Ιβάν και το "Αντρέι Ρουμπλιόφ"). Ειδικά τα μάτια του Χριστού ήταν πέρα για πέρα ζωντανά μέσα στο σύθαμπο της ερημιάς και της κενότητας του τοπίου.
Ο Πάβελ Παβλικόφσκι μας ταξιδεύει μέσα σε ένα διάστημα 15 χρόνων σε διάφορες χώρες κι εποχές αφήνοντας την ιστορία να κυλάει με διαφορετικές ταχύτητες, άλλοτε με λεπτομέρεια στις συναισθηματικές εξάρσεις και άλλοτε με μία απρόσωπη αποτύπωση των γεγονότων. Με μαεστρία φανερώνει πως η μουσική μπορεί να λειτουργήσει ως μοναδικός τρόπος επικοινωνίας ανάμεσα σε δυο πρόσωπα που δε μπορούν να συνεννοηθούν αλλιώς.
Ο Ψυχρός Πόλεμος του τότε χωρισμένου κόσμου, είναι παράλληλα κι ένας συναισθηματικός πόλεμος ανάμεσα σε δυο ανθρώπους. Το μαγευτικό ασπρόμαυρο πλάνο ντυμένο με τις σαγηνευτικές μελωδίες συνθέτουν μια γοητευτική, πανέμορφη και ρομαντική ταινία που περιγράφει τη δίνη του πάθους και την αβάσταχτη αβεβαιότητα του έρωτα, που εκδηλώνεται σε μία περίοδο όπου όλα ήταν αβέβαια.
Ο "Ψυχρός Πόλεμος" είναι σίγουρα η καλύτερη ταινία της κινηματογραφικής χρονιάς που οδεύει στο τέλος της.
Βαθμολογία: 9/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου