του Κώστα Ελευθερίου
Για το βιβλίο της Βάλιας Αρανίτου «Η μεσαία τάξη στην Ελλάδα την εποχή των μνημονίων: Μεταξύ κατάρρευσης και ανθεκτικότητας» (Θεμέλιο 2018)
Η μεσαία τάξη έχει καταστεί τα τελευταία χρονιά ένα από τα πλέον ισχυρά επίδικα του διαλόγου στη δημόσια σφαίρα. Από πολλές πλευρές, η «κρίση της μεσαίας τάξης» ή η «κατάρρευσή» της εννοιολογούνται ως διαδικασίες μετασχηματισμού στο επίπεδο της κοινωνίας που απειλούν έναν δεδομένο τρόπο ζωής, υπονομεύουν τη σταθερότητα, προοιωνίζονται αρνητικές εξελίξεις για την κοινωνική αναπαραγωγή. Τα μέλη της μεσαίας τάξης λογίζονται ως οι προνομιακοί εκπρόσωποι του ενδιάμεσου χώρου μιας κοινωνίας, οι κατεξοχήν εκφραστές της πολιτικο-κοινωνικής μετριοπάθειας, η κρίσιμη εκλογική ύλη που καθορίζει τη συγκρότηση εκλογικών πλειοψηφιών.
Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, σχολιαστές αλλά και ακαδημαϊκοί προσεγγίζουν την έννοια με την προαίρεση ότι η άνοδος ή και η διεύρυνση της μεσαίας τάξης προάγουν την οικονομική και πολιτική ανάπτυξη και άρα η προάσπιση και η διάσωσή της συνιστούν αναγκαίες συνθήκες, ώστε μια χώρα να παραμείνει μέρος του αναπτυγμένου κόσμου.
Αυτή η σχεδόν ιεροποιημένη χρήση του όρου «μεσαία τάξη», η διάδοσή της στον δημόσιο διάλογο και η ιδεολογικά φορτισμένη εργαλειοποίησή της από αντιπαρατιθέμενες πολιτικές δυνάμεις, ενίοτε συσκοτίζει το πραγματικό περιεχόμενο της έννοιας και δεν επιτρέπει την απροκατάληπτη ανάλυση που οδηγεί σε ουσιωδώς χρήσιμα συμπεράσματα.
Στο πλαίσιο αυτό, το βιβλίο της Βάλιας Αρανίτου με τίτλο «Η μεσαία τάξη στην Ελλάδα την εποχή των μνημονίων» είναι ακριβώς μια παρέμβαση που έρχεται να αποκαταστήσει την επιστημονική μελέτη του θέματος, συνδυάζοντας τη θεωρητική επισκόπηση με την πολυεπίπεδη εμπειρική έρευνα, αλλά και την επιστημονική ανάλυση με την κριτική αποτίμηση των συνθηκών της συγχρονίας.
Τα δύο πρώτα κεφάλαια (αριθμούνται 2 και 3) της μελέτης έχουν αμιγή θεωρητικό προσανατολισμό. Στο πρώτο, η έμφαση δίνεται στους τρόπους με τους οποίους μελετάται η κοινωνική τάξη γενικά στις κοινωνικές επιστήμες· επισημαίνονται οι μαρξικές/μαρξιστικές και οι βεμπεριανές θεωρήσεις, το παράδειγμα του μεθοδολογικού ατομικισμού αλλά και οι μεταβαλλόμενες εννοιολογήσεις της κοινωνικής τάξης.
Το επόμενο κεφάλαιο προβαίνει σε μια εξαντλητική καταγραφή των προσεγγίσεων από τη σκοπιά της ιστορίας (αγγλική, γαλλική και αμερικανική περίπτωση), των οικονομικών και της κοινωνιολογίας (μαρξιστικές, βεμπεριανές και πολιτισμικές προσεγγίσεις), προβάλλοντας τον διεπιστημονικό χαρακτήρα της ανάλυσης. Η συγγραφέας επιλέγει εξαρχής να μιλήσει για τη «μεσαία τάξη» και όχι τις «μεσαίες τάξεις», θεωρώντας ότι η πληθυντικότητα του τελευταίου όρου τροφοδοτεί έτι περαιτέρω την προϊούσα ασάφεια γύρω από το περιεχόμενο της έννοιας.
Το κεφάλαιο κλείνει με τις «διαφορετικές συνιστώσες» της μεσαίας τάξης, τις υποκατηγορίες, δηλαδή, που συναρθρώνονται υπό την ομπρέλα της μεσαίας τάξης. Για την κ. Αρανίτου η διάκριση του Ν. Πουλαντζά ανάμεσα σε «παραδοσιακή» και «νέα μικροαστική τάξη» είναι η πλέον γόνιμη για τη μελέτη της ελληνικής περίπτωσης, την οποία και εργαλειοποιεί στα επόμενα κεφάλαια.
Το κεφάλαιο 4 τοποθετεί την περίπτωση της μεσαίας τάξης στο ελληνικό κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικο-ιδεολογικό πλαίσιο. Η συγγραφέας τέμνει την ανάλυσή της σε τρεις περιόδους (1950-1980, 1980-2009, 2009 έως σήμερα), εξετάζοντας την εξέλιξη της μεσαίας τάξης με βάση τρία αλληλένδετα κριτήρια: α) το αναπτυξιακό πλαίσιο, β) την οικονομική πολιτική και γ) τον νομιμοποιητικό λόγο για τη μεσαία τάξη.
Η ελληνική μεσαία τάξη ως προς την οικονομική της σημασία για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό διαφοροποιείται προς τα πάνω από τον ευρωπαϊκό κανόνα, κάτι που δείχνει τον καθοριστικό της ρόλο στα αναπτυξιακά μοντέλα της χώρας και το γεγονός ότι αποτελεί καθοριστική παράμετρο για τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής. Ως προς το σκέλος του νομιμοποιητικού λόγου, η μεσαία τάξη υπό διαφορετικές εγκλήσεις (νοικοκυραίοι, μικρομεσαίοι, ΕΒΕ) εντάσσεται στον λόγο όλων ανεξαρτήτως των κομμάτων και συνιστά αναπόσπαστο μέρος των πολιτικών τους σχεδίων και προγραμμάτων.
Η Β. Αρανίτου δείχνει πειστικά ότι αυτό που ορίστηκε από κάποιους ως μια κοινωνία με παθογενή συγκρότηση ήταν στην πραγματικότητα όρος της οικονομικής ανάπτυξης της μεταπολεμικής περιόδου και θεμέλιο του εγχειρήματος του εκδημοκρατισμού στη Μεταπολίτευση. Στη βάση αυτού, το κεφάλαιο 5 καταγράφει αναλυτικά τις εξελίξεις στη μεσαία τάξη στην περίοδο της κρίσης (2009-2017) μέσα από το ιδεολογικό πλαίσιο της «δαιμονοποίησής» της από τα μνημόνια και της ιδιαίτερα σκληρής οικονομικής επίθεσης που δέχτηκαν τα στρώματα που τη συγκροτούν.
Εν συνεχεία, αναπτύσσει διεξοδικά τις εναλλακτικές μεθόδους μέτρησης των οικονομικών μεγεθών που αφορούν τα μεσαία στρώματα, προσπαθώντας να προτείνει εκείνη τη μέθοδο μέτρησης που, κατά την άποψή της, επιτρέπει την ασφαλέστερη εξαγωγή συμπερασμάτων για την εξέλιξη της μεσαίας τάξης στη μακρο-περίοδο.
Το βασικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει είναι ότι η μεσαία τάξη δεν καταρρέει, αλλά, αντίθετα, επιδεικνύει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα στις ισχυρές οικονομικές πιέσεις που απορρέουν από τις πολιτικές λιτότητας των μνημονιακών προγραμμάτων. Αυτό δείχνει επίσης ότι η θέση της στην ελληνική κοινωνικο-οικονομική δομή εξακολουθεί να έχει την ίδια βαρύτητα με το παρελθόν και ότι στην ουσία αυτή η θέση στην ιστορική της συγκρότηση ήταν και ο βασικός λόγος για τη μη κατάρρευσή της.
Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη (μικροί επιχειρηματίες), από τη μια πλευρά, φαίνεται πως αποδείχθηκε περισσότερο προσαρμοστική εντός της κρίσης, επινοώντας ποικίλες στρατηγικές διαχείρισης των επιπτώσεών της, ενώ η νέα μικροαστική τάξη (ελεύθερα επαγγέλματα), από την άλλη πλευρά, υπέστη τις πιο σημαντικές οικονομικές απώλειες, έχοντας να αντιμετωπίσει την προοπτική της βαθμιαίας προλεταριοποίησής της.
Με βάση όλα αυτά, η αποφυγή της κατάρρευσης της μεσαίας τάξης υποδηλώνει κάτι το σημαντικό για τους κοινωνικούς επιστήμονες αλλά και τους ενδιαφερόμενους πολίτες/αναγνώστες: οι κοινωνίες διέπονται από ιστορικότητα και η μεταβολή της δομής τους είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιων γενικών μετασχηματισμών.
Η αντίληψη ότι μια πολιτική απόφαση ή ένα πολιτικό πρόγραμμα μπορεί να ενεργοποιήσει μια κοινωνική μηχανική ριζικής αλλαγής συσχετισμών σε μια κοινωνία, παραπέμπει σε αυταρχικές διευθετήσεις, στις οποίες η όποια κοινωνική διαφωνία καταπνίγεται με κατασταλτικά μέσα. Τα μνημόνια, ως λόγος και ως πρακτική, χαρακτηρίζονταν από μια αντίληψη κοινωνικής μηχανικής που ήταν προφανώς προϊόν τεχνοκρατών με μηδενική γνώση ή εσκεμμένη αδιαφορία για το τι συμβαίνει στην κοινωνία στην οποία πρόκειται να επιβληθούν οι πολιτικές που περιλαμβάνονται σε αυτά.
Η ιστορία της μεταχείρισης της μεσαίας τάξης στην περίοδο της ελληνικής κρίσης είναι ακόμα μία τραγική έκφραση των μνημονιακών επιβολών. Η δε διαχείριση του θέματος «μεσαία τάξη» στον δημόσιο λόγο –δαιμονοποίηση ή θετική επίκλησή της ανάλογα με τις πολιτικές ανάγκες κάθε κόμματος ή πολιτικού– αποδεικνύει ότι οι εργαλειακότητες του δημόσιου λόγου υπονομεύουν εν τέλει την επιστημονική έρευνα προς όφελος στενών σκοπιμοτήτων.
Ως εκ τούτου, το έργο της κ. Αρανίτου συνιστά μια υψηλού επιπέδου επιστημονική απάντηση σε αυτήν τη σαφέστατα προβληματική τάση που έχει αναπτυχθεί και φανερώνει τις πολλαπλές δυνατότητες που προσφέρει η κριτική παράδοση στις κοινωνικές επιστήμες για την κατανόηση προβλημάτων που αφορούν τη ζωή των ανθρώπων στο σήμερα.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου