Το 2018 ήταν μια από τις φτωχότερες κινηματογραφικές χρονιές με πολλές απογοητεύσεις. Οι περισσότερες πολυβραβευμένες ταινίες ήταν αφελέστατες όπως η Μορφή του Νερού κι αδιάφορες όπως το Roma που διαφημίστηκε όσο καμία άλλη ταινία τα τελευταία χρόνια, ενώ για τρίτη συνεχόμενη χρονιά απογοητεύτηκα με τον νικητή του Χρυσού Φοίνικα, με τους Κλέφτες Καταστημάτων.
Παρ' όλα αυτά, υπήρξαν κάποιες ταινίες που με άγγιξαν και λειτούργησαν ως τροφή προβληματισμών και συζητήσεων αλλά καμία τους δεν ξεχώρισε ιδιαίτερα σε αντίθεση με τις ταινίες περασμένων ετών.
Όμως σ' αυτή τγ χρονιά μετριότητας, ξεχώρισε με τη λάμψη του ένα αριστούργημα που σίγουρα σημάδεψε τη δική μου κινηματογραφική χρονιά κι αμέσως τοποθετήθηκε στις διαχρονικά αγαπημένες μου ταινίες.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με τις δικές μου καλύτερες ταινίες της χρονιάς (για περισσότερη κριτική, πατήστε πάνω στους τίτλους των ταινιών):
Όταν έπεσε στην αντίληψή μου η παραπάνω ταινία, υπέθεσα πως είναι ένα ακόμη κομεντί του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου. Ακόμη και το trailer επιβεβαίωνε αυτές μου τις εντυπώσεις, καθώς μου παρουσίαζε μία αδιάφορη ιστορία για την εφηβεία ενός κοριτσιού. Παρ' όλα αυτά κάτι με τραβούσε να το δω. Κι η αλήθεια είναι πως η ταινία ήταν πραγματικά απολαυστική. Η πλοκή κυλούσε ευχάριστα και γρήγορα χωρίς να δημιουργεί κοιλιές, ενώ το χιούμορ ήταν αστείρευτο κι αρκετά έξυπνο. Η ιστορία βασίστηκε στη σχέση μάνας-κόρης καθώς η μάνα προσπαθεί να κόψει τα φτερά του παιδιού της, κυριευμένη από το φόβο της επερχόμενης αποδέσμευσης του. Με πιο απλά λόγια παρουσιάζει τα γονεϊκά συμπλέγματα που κουβαλούν τα παιδιά. Στο τέλος υπερισχύει η επιθυμία της κόρης κάτι που φέρνει τη ρήξη. Μία ρήξη που οφείλεται περισσότερο στην καταπάτηση του εγωισμού παρά στην εκδήλωση αγάπης. Κι εκεί που το παιδί αναπνέει πλέον ελεύθερα, συνειδητοποιεί εκ του ασφαλούς, την έλλειψη μιας σωστής κι αγνής επικοινωνίας με τον γονιό του. Αυτή η ανάγκη παρουσιάζονται με ένα γλυκόπικρο τρόπο, προσφέροντας ένα ειλικρινές και συγκινητικό φινάλε. Το Lady Bird δεν παρουσιάστηκε ως αριστούργημα όπως συνέβη με τις φετινές αποτυχημένες κινηματογραφικές προτάσεις. Είναι όμως μία αξιοπρεπέστατη προσπάθεια ταξινόμησης της εφηβικής μνήμης και μία νοσταλγική διάθεση για μια περίοδο που δυστυχώς για πολλούς από μας πέρασε ανεπιστρεπτί. Η σκηνοθέτης Γκρέτα Γκέργουικ μας προσφέρει ένα γλυκό κι ειλικρινές δημιούργημα με μία ισορροπημένη πλοκή χωρίς πολλά λόγια και δήθεν διαθέσεις. Γι' αυτό και κέρδισε τις εντυπώσεις πολλών κινηματογραφόφιλων αλλά και της δικής μου.
Βλέπω με συμπάθεια κάποιες ταινίες που με εκπλήσσουν παρόλο που έχουν υποτιμηθεί αρχικά από μένα λόγω τρέιλερ ή κακών κριτικών. Μία απ' αυτές τις ταινίες είναι το Κτήνος. Εκτίμησα την ταινία για πάρα πολλούς λόγους, κι οι περισσότεροι ανήκουν στο κοινωνικό κομμάτι που θίγει. Όσο πιο συντηρητική και φιλήσυχη είναι μια κοινωνία τόσο περισσότερο καταπνίγονται τα πάθη, οι επιθυμίες και κυρίως η ατομική ελευθερία των ανθρώπων που ζουν μέσα σ' αυτήν. Πίσω από τα παγερά χαμόγελα και τις τυπικές ευγένειες, σιωπούν κραυγές απελπισίας και πόνου. Η επιβολή κυριαρχεί με τα αναθεματισμένα "πρέπει" που έχουμε μεγαλώσει πολλοί από μας. Μόνο που αυτά τα πρέπει δημιουργούν κτήνη. Ανθρώπους κτήνη που δεν πρόλαβαν να επαναστατήσουν. Που δεν κατάφεραν να αρπάξουν τη ζωή από τα μαλλιά και να καλπάσουν μπροστά, έχοντας συνειδητοποιημένοι την κάθε ευθύνη των πράξεών τους. Η ταινία ξεχωρίζει διότι έχει προσωπικότητα. Με ειλικρινής ευαισθησία παρουσιάζει την ψυχική αρρώστια με μία πιο ανθρώπινη ματιά.
Απ' ότι φαίνεται η άνοιξη του ιρανικού κινηματογράφου καλά κρατεί και σίγουρα έχει να μας προσφέρει αρκετές ακόμη εκπλήξεις. Από το αριστουργηματικό Persepolis της Μαρζάν Σατραπί στα κοινωνικά διαμάντια του Ασγκάρ Φαραντί, το Ιράν μας έχει χαρίσει αρκετές δόσεις προβληματισμού κι αναστοχασμού. Αυτό που σε κερδίζει απ' αυτές τις ταινίες είναι η απλότητα, η ειλικρίνεια κι η λιτή περιγραφή των γεγονότων. Ανθρώπινες ιστορίες της διπλανής πόρτας που προσπαθούν να μείνουν μυστικές για να διαφυλαχτεί η αξιοπρέπεια των προσώπων-πρωταγωνιστών. Αυτό που με εκπλήσσει επίσης απ'τον ιρανικό κινηματογράφο είναι το πόσο πολύ μοιάζουμε ως Έλληνες σε νοοτροπία και τρόπο ζωής με τους ανθρώπους της μεγάλης αυτής χώρας που έχει παρουσιαστεί ως ένα από τα μέλη του σημερινού άξονα του κακού. Η "Περίπτωση Συνείδησης" είναι μία διεισδυτική ματιά στην αστική κοινωνία του Ιράν και προσεγγίζει με ειλικρίνεια την ταξική πάλη μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρίς υπερβολές, δημιουργώντας έναν υγιή προβληματισμό στους θεατές.
Θα ομολογήσω με όλη μου την ειλικρίνεια τους δύο βασικότερους λόγους που με ώθησαν να δω αυτήν την ταινία. Πρώτα απ' όλα, ήταν το poster του Dark Side of The Moon που φαίνεται στο τρέιλερ της ταινίας διότι για μένα όπου υπάρχουν οι Pink Floyd υπάρχει ουσία, προβληματισμός και ποιότητα. Ο δεύτερος λόγος ήταν ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, τον οποίον εκτιμώ βαθύτατα ως ηθοποιό αλλά κι ως πολιτικοποιημένο ον, με εξαιρετικές κινηματογραφικές επιλογές κι αξιόλογες πολιτικοκοινωνικές απόψεις που έχει αναπτύξει σε συνεντεύξεις του. Οι δυο παραπάνω λόγοι όσο αβάσιμοι κι αν φανούν σε αρκετούς, όχι μόνο κάλυψαν τις προσδοκίες μου, αλλά μου έδωσαν την ευκαιρία να απολαύσω μία άκρως ενδιαφέρουσα ταινία, η οποία πέρα από την άρτια σκηνοθετική δουλειά, πρόσφερε μπόλικη τροφή για σκέψεις και συζητήσεις. Η ιστορία μας γυρνάει στα μέσα της αγαπημένης μας δεκαετία των 80s όπου δυο τριαντάρηδες αποφασίζουν τη νύχτα των Χριστουγέννων να ληστέψουν πολύτιμα εκθέματα από το μουσείο ανθρωπολογίας του Μεξικού. Η επιχείρησή τους στέφεται με απόλυτη επιτυχία, αλλά η πορεία δείχνει πολύ πιο δύσκολη απ' όσο φαντάζονται καθώς αδυνατούν να βρουν πλούσιους συλλέκτες που να ενδιαφέρονται για τα κλοπιμαία. Όμως κατά τη διάρκεια της αναζήτησης αγοραστών, φουντώνει εντός τους μια ανιδιοτελής αγάπη για την χώρα τους και τον πολιτισμό. Μία αγάπη που θα τους μετατρέψει από θύτες σε λάτρεις της ιστορίας και των τεχνών. Από καταζητούμενους σε ήρωες ενός ουτοπικού κόσμου όπου ο σεβασμός κι η γνώση υπερτερούν από το ατομικό συμφέρον και την πλεκτάνη. Σίγουρα η ιστορία με ληστείες μουσείων έχει παιχτεί σε πολλές ταινίες, και παρ' όλες τις εναλλακτικές εκδοχές, παραμένει ως μια συνηθισμένη πετυχημένη συνταγή για όποιον θέλει να απολαύσει ένα δίωρο δράσης κι αγωνίας. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ληστεία περνάει σε δεύτερη μοίρα. Για να το θέσω καλύτερα λειτουργεί ως αφορμή για να αναπτυχθούν διάφορα σημαντικά ερωτήματα και να αναλυθούν οι ενδιαφέροντες χαρακτήρων των πρωταγωνιστών και των οικογενειακών τους κύκλων. Η «Ληστεία στο Μουσείο» δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια έξυπνη κι ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση ανάμεσα στο εφήμερο και το μυθικό. Στο πως μπορεί η δική μας μικρή κι ασήμαντη ιστορία να παίξει σημαντικό ρόλο στην Επίσημη Ιστορία ενός τόπου. Επίσης η ταινία μας δίνει την δυνατότητα να δούμε με ευαισθησία και περισσότερο ενδιαφέρον τον πολιτισμό του κάθε έθνος.
Σίγουρα κάποιος κινηματογραφόφιλος γενετιστής θα διαπιστώσει πως η δυστοπική ταινία "Σπόρος" του Σεμίχ Καπλάνογλου, είναι ένα πάντρεμα μεταξύ γονιδίων που προήλθαν από το "Stalker" του Αντρέι Ταρκόφσκι και το "Πι" του Ντάρεν Αρονόφσκι. Επίσης για τη συγκεκριμένη ταινία θα ήθελα να πω πως έχω σε μεγάλη εκτίμηση τον δημιουργό της από τότε που είδα το αριστουργηματικό "Μέλι", μία από τις πιο ανθρώπινες ευρωπαϊκές ταινίες των τελευταίων ετών (το "Γάλα" και το "Αυγό" από την τριλογία του Γιουσούφ όπου ανήκει και το "Μέλι", δεν με κέρδισαν τόσο). Η ιστορία μας μεταφέρει σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον όπου η γενετική έχει προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις τόσο στη φύση όσο και στον άνθρωπο. Η ανισορροπία που έχει επέλθει χώρισε τους ανθρώπους σε δυο ομάδες. Σ' αυτούς που ζουν σε ένα αστικό κι ελεγχόμενο περιβάλλον και σ' αυτούς που περιφέρονται ως νομάδες στον υπόλοιπο πλανήτη, στους Νεκρούς Τόπους όπως δηλώνονται στην ταινία. Μια ιδιαίτερη δυστοπική ταινία με απαιτήσεις από τον θεατή, ώστε να μπορέσουν να γίνουν απόλυτα κατανοητοί οι προβληματισμοί που θέτει. Προσωπικά με μάγεψε τόσο στα σημεία που κατάλαβα όσο και σ' αυτά που μου ήταν απολύτως δυσνόητα, κάτι το οποίο μ' έχει κάνει έκτοτε να αναζητώ απαντήσεις.
Αν και δεν είμαι θαυμαστής της μέχρι σήμερα δουλειάς του Τάσου Μπουλμέτη, όταν παρακολούθησα για πρώτη φορά το τρέιλερ του "1968", σκέφτηκα πως αυτήν την ταινία δε πρέπει να την χάσω. Το "1968" είναι μία ταινία μνήμης, της φανερής και της κρυφής. Ενός πολύτιμου φορτίου που κουβαλάει ο καθένας μας. Ο σύνδεσμος με το παρελθόν μας που αυτομάτως μετατρέπεται σε φως για να μας δείχνει το δρόμο που οφείλουμε να διαβούμε. Επίσης το "1968" δεν απευθύνεται μόνο σε αεκτζήδες αλλά σε όλους τους φιλάθλους κι ως Ολυμπιακός την συνιστώ ανεπιφύλακτα. Τη συγκεκριμένη ταινία, παρά τα σκηνοθετικά της λάθη και την ανάλαφρη σεναριακή της ανάπτυξη, την κατέταξα αμέσως στις αγαπημένες ταινίες της χρονιάς από τη στιγμή που άναψαν τα φώτα στην αίθουσα και είδα τα βουρκωμένα μάτια γερόντων θεατών, πιθανότατα οπαδών της ΑΕΚ που θυμήθηκαν εκείνες τις μέρες.
Το "Μαζί ή Τίποτα" του Φατίχ Ακίν δεν είναι μόνο μία δυνατή κινηματογραφική εμπειρία αλλά παράλληλα γίνεται κι ένα ισχυρό χαστούκι απέναντι στον νεοναζισμό κι όλο το αρρωστημένο σύστημα της αστικής δημοκρατίας που εν μέρει "καλύπτει" τα εγκλήματά του. Κι όσο μεγαλύτερη είναι η ανοχή που δείχνει το σύστημα κι η κοινωνία τόσο πιο πολύ θεριεύει το τέρας που δεκαετίες τώρα εκκολάπτεται στην αγκαλιά της αστικής τάξης. Η ιστορία είναι ένα αναπάντεχο δικαστικό θρίλερ με το οποίο ξεσκεπάζεται η αρρωστημένη δημοκρατία της Ευρώπης και παράλληλα αποκαλύπτεται ένα υπόγειο δίκτυο συνεργασίας των νεοναζιστικών καρκινωμάτων, βασιζόμενο στις δολοφονίες Τούρκων κι Ελλήνων μεταναστών στην Γερμανία από νεοναζί. Με έναν εξαιρετικό ρυθμό που δεν αφήνει στη ταινία κανένα περιθώριο στο να κάνει κοιλιά, παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο αθωώνονται εγκληματίες με νεοναζιστικά κίνητρα, προσπαθώντας η αστική δημοκρατία μ' αυτόν τον τρόπο να κρύψει τις βρομιές της κάτω από το χαλάκι.
Είχα καιρό να ενθουσιαστώ τόσο από μια ταινία λιτής περιγραφής αλλά πλούσιας σε ανάλυση χαρακτήρων. Μπορεί το Dogman να είναι μια ακόμη ταινία που πέρασε διακριτικά από τις κινηματογραφικές αίθουσες αλλά κέρδισε εύκολα τις εντυπώσεις και την εκτίμηση όσων επέλεξαν να την δουν. Ένα σύγχρονο γκανγκστερικό είδος που εξελίσσεται σε μία αστική γκρίζα ζώνη, εκεί όπου ο άνθρωπος μπορεί να μετατραπεί μέσα σε μια στιγμή από θύμα σε τέρας. Με δύο τρόπους με κέρδισε η συγκεκριμένη ταινία. Οι εκπληκτικές ερμηνείες των ηθοποιών κι η σκηνογραφία. Θα μπορούσε ο καθένας να βρει αρκετούς συμβολισμούς στις επιλογές των προσώπων της ιστορίας και στους λόγους που μένουν μουδιασμένοι στις βίαιες ορέξεις του τραμπούκου. Προσωπικά το είδα ως μια περιγραφή της κυριαρχίας της κοινωνικής σαπίλας που τροφοδοτείται από τον εγωισμό, το ατομικό συμφέρον και την απολιτίκ συμπεριφορά των πολιτών, οι οποίοι με τη στάση τους προσφέρουν χώρο στο να φουντώνει και να δρα ανενόχλητα ο φασισμός. Η ταινία αυτό που προσπαθεί να μας δείξει είναι οι λεπτές ισορροπίες στις οποίες βρίσκεται η ιταλική αλλά κι η ευρωπαϊκή κοινωνία. Το προσωπείο της δημοκρατίας, της ελευθερίας του λόγου, των ίσων δικαιωμάτων, της αξιοπρέπειας και της Ευρώπης των λαών είναι πλέον έτοιμο να πέσει αποκαλύπτοντας το τέρας που εκκολάφτηκε από τις πολιτικές λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού των τραπεζών και πολυεθνικών εταιριών. Το τέρας είναι ήδη εδώ και βρίσκεται στη διπλανή μας πόρτα.
Όποτε μαθαίνω πως ο Γουές Άντερσον ετοιμάζει νέα ταινία, ένα σκίρτημα εντείνεται μέσα μου και σαν μικρό παιδί περιμένω πως και πως την έξοδό της στις κινηματογραφικές αίθουσες. Κι όχι άδικα καθώς οι ταινίες του κρύβουν την αγνότητα και την αθωότητα που μας γυρνούν στα παιδικά μας χρόνια. Οι ιστορίες, τα χρώματα, τα συναισθήματα κι οι έξυπνοι διάλογοι είναι τα βασικότερα χαρακτηριστικά της μέχρι σήμερα δουλειάς του. Μία αυθεντικότητα που τον κάνει ιδιαίτερα ξεχωριστό δημιουργό στο χώρο του κινηματογράφου. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως σε κάθε ταινία του, αρκετοί γνωστοί ηθοποιοί επιθυμούν να παίξουν ή να συμμετάσχουν με τις φωνές τους. Εννιά χρόνια μετά τον "Απίθανο Κύριο Φοξ" που με μάγεψε αναπάντεχα, ο Γουές Άντερσον επιστρέφει σε μία παρόμοια ταινία αποθεώνοντας την ανιδιοτελή αγάπη των σκύλων αλλά και την ιδιαίτερη κουλτούρα της Ιαπωνία, προσφέροντας μία ταινία που χαρίζει ένα τεράστιο χαμόγελο από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό, ενώ το ξεχωριστό της χιούμορ προκαλεί ένα αυθόρμητο γέλιο που μόνο μια καλή παρέα μπορεί να προσφέρει. Έξυπνες ατάκες που φέρνουν τόσο τους ήρωες όσο και τους θεατές σε άβολες θέσεις. Η εξύψωση της αθώας ανασφάλειας αλλά και των ερωτικών αδιεξόδων. Το αθώο φλερτ κι η ανιδιοτελής αγάπη. Η δύναμη των αληθινών σχέσεων κι η έλλειψη του εγωισμού. Όλα αυτά σε λιτούς και περιεκτικούς διαλόγους γεμάτους ουσία, εξυπνάδα και ζωντάνια. Είναι επίσης εντυπωσιακός ο τρόπος που δίνεται ζωή σε άψυχα πράγματα. Οι εκφράσεις των σκύλων, τα δακρυσμένα μάτια, τα τριχώματα που κινούνται με τον αέρα αφήνουν μία αίσθηση πως απέναντί σου έχεις σκυλιά με προσωπικότητα κι όχι κούκλες που κινούνται με μηχανισμούς.
Πραγματικά δε ξέρω τι να πρωτοσχολιάσω γι' αυτήν την ταινία. Για μια ακόμη φορά ο Πάβελ Πάβλικόφσκι αποδεικνύει το ξεχωριστό του ταλέντο όσον αφορά στη σκηνοθεσία. Όπως στην πολυαγαπημένη Ida, έτσι κι εδώ κάθε πλάνο στέκει μόνο του σαν μια καλλιτεχνική φωτογραφία που θα μπορούσε άνετα να παρουσιαστεί σε κάποια φωτογραφική έκθεση. Ισορροπημένα κορνιζαρίσματα, όμορφα παιχνίδια με το φως όπου δίνουν ένα βάθος στο φόντο, δυναμισμός που ξεχειλίζει σε κάθε σκηνή, ισορροπημένες σκηνές και μία ατμόσφαιρα που σε γυρνάει εφτά δεκαετίες πίσω. Φυσικά εδώ πρέπει να δώσουμε τα εύσημα και στον φωτογράφο Lucasz Zal. Ο σκηνοθέτης επιλέγει για μία ακόμη φορά το τετραγωνισμένο καδράρισμα. Δεν είναι μόνο η εξαιρετική αξιοποίηση του συγκεκριμένου φωτογραφικού μοντέλου αλλά κι ο συμβολισμός που δημιουργείται καθώς υποδηλώνει τα στενά πλαίσια του ψυχρού πολέμου, όπου οι προσωπικότητες ασφυκτιούν και πνίγονται. Όσοι φεύγουν στη Δύση μπαίνουν σε μία μοναχική δίνη ενώ όσοι εγκλωβίζονται στο Ανατολικό Μπλοκ μιζεριάζουν με τα όνειρα μιας καλύτερης ζωής στις δυτικές χώρες. Μέσα σ' αυτά τα κλειστά πλαίσια, οι δυο πρωταγωνιστές θα διαπιστώσουν πως δεν μπορούν να συνυπάρξουν μαζί αλλά ούτε και να ζήσουν χωριστά. Μια αδιέξοδη κατάσταση που θα τους οδηγήσει στην καταστροφή. Η επιτυχία της ταινίας στηρίζεται επίσης και στους εξαιρετικούς πρωταγωνιστές. Ο εσωστρεφής Τόμας Κοτ μαγεύει με την γοητευτική σιωπηλή του στάση. Λιγομίλητος προτιμά να δηλώνει παρόν με τη μουσική και την διακριτική εμφάνισή του η οποία όμως δεν περνάει απαρατήρητη. Από την άλλη η χυμώδης κι εκρηκτική Τζοάνα Κούλινγκ γεμίζει την οθόνη με τον δυναμισμό και την ζωντάνια της. Η υπέροχη φωνή της και οι χορευτικές της επιδόσεις εκτινάσσουν την ταινία σε άλλα επίπεδα. Οι δυο αυτοί ήρωες θα γνωρίσουν και τις δυο όψεις του τότε κόσμου. Από την μια η Πολωνία που αγαπάνε αλλά δεν μπορούν να ζήσουν εξαιτίας του σταλινικού καθεστώτος κι από την άλλη η δύση στην οποία νιώθουν ξένοι κι απροσάρμοστοι. Τα όνειρά τους μετατρέπονται σε απογοητεύσεις κι οι επιτυχίες που έρχονται τους φορτώνουν με δυστυχία. Μέσα από το έργο του ο Πάβελ Παβλικόφσκι μας ταξιδεύει μέσα σε ένα διάστημα 15 χρόνων σε διάφορες χώρες κι εποχές αφήνοντας την ιστορία να κυλάει με διαφορετικές ταχύτητες, άλλοτε με λεπτομέρεια στις συναισθηματικές εξάρσεις και άλλοτε με μία απρόσωπη αποτύπωση των γεγονότων, την ώρα που η μουσική λειτουργεί ως ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας ανάμεσα σε δυο πρόσωπα που δε μπορούν να συνεννοηθούν αλλιώς. Ο Ψυχρός Πόλεμος του τότε χωρισμένου κόσμου, είναι παράλληλα κι ένας συναισθηματικός πόλεμος ανάμεσα σε δυο ανθρώπους. Επίσης θα θελα πολύ να επικροτήσω την επιλογή του μαγευτικού ασπρόμαυρου πλάνου το οποίο ντυμένο με τις σαγηνευτικές μελωδίες συνθέτουν μια γοητευτική, πανέμορφη και ρομαντική ταινία που περιγράφει τη δίνη του πάθους και την αβάσταχτη αβεβαιότητα του έρωτα, που εκδηλώνεται σε μία περίοδο όπου όλα ήταν αβέβαια.
Πολύ όμορφη και κατατοπιστική παρουσίαση για όλους μας. Να ευχηθώ καλή χρονιά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστώ πολύ.
ΔιαγραφήΚαλή Χρονιά να'χουμε όλοι μας.
Σας ευχαριστώ πολύ για την ενημέρωση που βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ σας ευχαριστώ για την προσοχή σας στις αγαπημένες μου ταινίες και στο σχόλιό σας.
Διαγραφή